17 11 2022
Γεώργιος Βιζυηνός - Μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νεαπόλεως
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Τὴν νύκτα ἐκείνην ἡ σοβαρὰ αὐτοῦ μορφὴ ἦτο κατ᾿ ἐξαίρεσιν συννεφωμένη. Ἦτο θυμωμένος. Θυμωμένος, διότι πυγμαῖός τις γείτων, ὁ λόφος τοῦ Παυσιλύπου, εἶχε τὴν θρασύτητα νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν ὑπερήφανον γίγαντα, νὰ μετρηθῇ πρὸς τὸν ἀετὸν ὡς ἀντεραστής. K᾿ ἐπετύγχανε μέχρι τινός. Καὶ κατώρθου νὰ ἔχῃ τὴν προσοχὴν τῆς Νεαπόλεως ἐστραμμένην πρὸς αὐτόν, δελεάζων τὰς αἰσθήσεις αὐτῆς δι᾿ ὡραίας μουσικῆς, ἐκλεκτοῦ φαγοποσίου καὶ πυκνῶν πυροτεχνημάτων. Καὶ ἔτρεχε λοιπὸν ἡ Νεάπολις συσφιγγομένη εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Παυσιλύπου, καὶ ἐζηλοτύπει ὁ Βεζούβιος, καὶ ἐθύμωνε, καὶ ἔσειε κτυπῶν διὰ τοῦ ποδὸς τὸ ἔδαφος, καὶ ἠσχύνετο ἐπὶ τῇ ματαιοφροσύνῃ τῆς ἐρωμένης, ἐπὶ τῇ πρὸς αὐτὴν ἀδυναμία του. Τότε ἐκοκκίνιζεν ��� σκοτεινὴ αὐτοῦ ὄψις καὶ ἐχαμηλοῦντο αἱ πυκναὶ ὀφρὺς καὶ διεστέλλοντο σπασμωδικῶς τὰ χείλη του, καὶ ἐτινάσσοντο οἱ σπινθῆρες τῆς βαθείας αὐτοῦ πίπας εἰς τὸν ἀέρα, ὡς ἐκ τοῦ βιαίου τρόπου καθ᾿ ὃν συνειθίζει ὁσάκις θυμώνει, νὰ τὴν ἀνασκαλεύῃ καὶ νὰ ὁμιλῇ ἐνῷ καπνίζει. Ἰδοὺ τί περίπου ἔλεγεν ἐκείνην τὴν νύκτα:
Εμμανουήλ Ροΐδης - Η Πάπισσα Ιωάννα
[Α] [Β] [Γ] [Δ]
Mέρος A΄
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion,
et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Μετά την νίκην, φοβούμενος ο άγιος αυτοκράτωρ μη αναγκασθή και πάλιν υπό των αγριανθρώπων εκείνων να διακόψη τας ευσεβείς αυτού ασχολίας, απεφάσισεν ή πάντας τους νικηθέντας να εξολοθρεύση ή εκόντας άκοντας όλους να βαπτίση. Ουδείς ποτέ ιεροκήρυξ κατώρθωσε πλείονας απίστους εν βραχεί χρόνω να χριστιανίση· αλλ’ η ευγλωττία του Φράγκου κατακτητού ήτο ακαταμάχητος. «Πίστευσον ή σε φονεύω», έλεγεν εις τον δεσμώτην Σάξωνα, εις ου τα όμματα ήστραπτεν ως πειστικώτατον επιχείρημα η μάχαιρα του δημίου, και όλος εκείνος ο όχλος επήδα εις την κολυμβήθραν ως αι νήσσαι εις τους λάκκους, αφού βρέξη.
Επειδή όμως, όσω παντοδύναμος και αν υποτεθή η πίστις, απαιτείται ουχ ήττον να γνωρίζη οπωσούν και ο χριστιανός εις τι πιστεύει, συνηθίζετο τότε εν Ευρώπη, ως σήμερον εν Οταΐτη και Μαλαβάρη, να μανθάνωσιν οι νεοβάπτιστοι είδος τι κατηχήσεως, ην οι δεκανείς του Καρόλου εδίδασκον τους Σάξωνας, τάσσοντες αυτούς κατά σειράν ανά δέκα ως νεοσυλλέκτους και ραπίζοντες ανηλεώς, οσάκις προσέκοπτον εις δυσπρόφερτον τινά λέξιν του «Πιστεύω». Ούτω ελάμβανε ��ίκην ο Ιησούς παρά των ειδώλων δι’ όσα έπαθον υπ’ εκείνων οι πρώτοι αυτού οπαδοί, ότε εκαίοντο επί Νέρωνος ή ωπτούντο επί Διοκλητιανού, κ’ εντεύθεν των Γάλλων η παροιμία «Η εκδίκησις είναι η ηδονή των θεών»6.
Διονύσιος Σολωμός - Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάϋρον
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
136.
Εἶναι ἀδιάφορο, δὲ βλάβει,
ἂν ἐκεῖ σιμοτινὸ
πλέξει ἢ τούρκικο καράβι,
ἢ καράβι ἑλληνικό.
137.
Ἄκου, Μπάϋρον, πόσον θρῆνον
κάνει, ἐνῶ σὲ χαιρετᾶ,
ἡ πατρίδα τῶν Ἑλλήνων.
Κλαῖγε, κλαῖγε, Ἐλευθεριά.
138.
Γιατί ἐκείτοταν στὴν κλίνη,
καὶ τοῦ ἐβάραινε πολὺ
πῶς γιὰ πάντα εἶχε νὰ μείνει,
καὶ ἀπὸ Σὲ νὰ χωριστεῖ.
139.
Ἀρχινάει τοῦ ξεσκεπάζει
ἄλλον κόσμο ὁ λογισμὸς
καὶ κάθε ἄλλο σκοταδιάζει,
καὶ τοῦ κρύβεται ἀπ᾿ ἐμπρός.
140.
Ἀλλὰ ἀντίκρυ ἀπὸ τὰ πλάσματα
τοῦ νοὸς τὰ ἀληθινά,
τοῦ προβαίνουν δυὸ φαντάσματα
ὁλοζώντανα καὶ ὀρθά.
Οι έμποροι των εθνών ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Ἡ ἀνατέλλουσα σελήνη ἐπηργύρου τὰ φωσφορίζοντα κύματα καὶ τοὺς ἀπειλητικοὺς βράχους. Ἠκούετο ὁ πάταγος τῶν κυμάτων θραυομένων κατὰ τῆς ἀποκρήμνου ἀκτῆς. Ὁ γογγυσμὸς τῶν νυκτικοράκων ἀντήχει ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μελαγχολικὸς καὶ μονότονος ἀπὸ τοῦ ἐγγὺς δάσους.
Ἡ Αὐγούστα περιέφερεν εὐρὺ καὶ ἱπτάμενον βλέμμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὡς νὰ ἐπεθύμει νὰ ἐγγράψῃ ἐν τῇ καρδία της τὴν ὡραίαν καὶ μυστηριώδη ταύτην εἰκόνα.
Ἀλλ᾽ αἴφνης καθήλωσε τὰ ὄμματα ἐφ᾽ ἑνὸς σημείου.
― Βλέπεις, Σεντίνα, τὰ κατάρτια ἐκεῖνα τοῦ πλοίου εἰς τὸν ὅρμον;
― Βλέπω, κυρία.
― Μήπως εἶναι τὸ πλοῖόν μας καὶ ἐπανῆλθε;
Τῷ ὄντι, ἐκεῖθεν τῆς ἀντικρὺ ἀκτῆς, ἔνθα ἐσχηματίζετο ὅρμος, ἐφαίνοντο ἱστοὶ πλοίου ὑψηλότεροι ὄντες τοῦ χθαμαλοῦ μέρους τοῦ ἰσθμοῦ. Ἀλλ᾽ ἦτο δυσδιάκριτον, ἂν ἦσαν δύο ἢ τρεῖς ἢ τέσσαρες, διότι ἡ ἀνεπαρκὴς λάμψις τῆς μηνοειδοῦς σελήνης δὲν ἠδύνατο νὰ φωτίσῃ καλῶς. Ἀλλ᾽ ἦτο ὡς εἰρωνεία τις τοῦ σκότους. Ἡ σελήνη εἶναι τὸ μειδίαμα τῆς νυκτός, μειδίαμα σαρκαστικὸν καὶ πολλάκις ἀπαίσιον.
― Δὲν ἠξεύρω, κυρία, ἀπήντησεν ἡ Σεντίνα.
― Δὲν δύναμαι, τί κρῖμα! νὰ γνωρίσω τὴν γαλέραν μας.
― Ποῖος δύναται νὰ γνωρίσῃ τώρα τὴν νύκτα!
―Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐλησμόνησα, Σεντίνα, ὅτι εἶσαι μύωψ. Βεβαίως οὐδὲ διακρίνεις ἐκεῖνο ὁποὺ σοῦ δείχνω.
― Τί νὰ διακρίνω; Τὸ πλοῖον; Τὸ βλέπω καλά.
Ἡ Σεντίνα ἐψεύδετο. Ἀλλ᾽ ἦτο φίλαυτος.
― Βλέπεις τὰ ἐξάρτια ἐκεῖ;
― Τὰ βλέπω, ἐπέμεινεν ἡ Σεντίνα.
Ἡ Αὐγούστα ἐσιώπησε. Δὲν ἠδύνατο βεβαίως νὰ μεταπείσῃ τὴν θεράπαιναν αὐτῆς, ἀφοῦ ἐπέμενεν ὅτι βλέπει.
Ἡ δὲ Σεντίνα προσεποιήθη ὅτι ἐρρέμβαζε καὶ ὅτι ἦτο αἰσθηματική.
― Εὔμορφα εἶναι, εἶπεν· ἀλλὰ σὲ πιάνει φόβος νὰ κάθησαι ἐδῶ.
― Ψῦχος κάμνει, Σεντίνα. Δὲν ἐπῆρα μαζί μου ἕνα ἐπανωφόρι· ἔκαμα ἄσχημα.
―Ἤξευρα ὅτι δὲν θὰ μείνωμεν ἐδῶ πολύ, ἂν ἀγαπᾷ ἡ κυρία. Διὰ τοῦτο δὲν τῆς ἐνθύμισα τῆς κυρίας νὰ πάρῃ τὸ ἐπανωφόρι της.
―Ἐμένα μὲ ἀρέσει ἐδῶ. Ἂν μοὶ ἔκαμνες τὴν χάριν, Σεντίνα, νὰ μοὶ φέρῃς τὸ ἐπανωφόρι μου.
―Ἀλλὰ δὲν φοβεῖται ἡ κυρία νὰ μείνῃ μόνη της ἐδῶ;
― Ποσῶς δὲν φοβοῦμαι, Σεντίνα. Σὺ δὲν θὰ ἀργήσῃς. Τί ἔχω νὰ φοβηθῶ;
―Ἐδῶ συμβαίνουν παράδοξα, καθὼς λέγουν.
― Μὴ πιστεύῃς, φίλη μου, τὰς μωρὰς ἱστορίας, τὰς ὁποίας διηγοῦνται.
―Ἐγὼ ποτὲ δὲν τὰς πιστεύω. Ἀλλὰ τὸ χρέος μου εἶναι νὰ συμβουλεύω τὴν κυρίαν.
―Ὕπαγε λοιπὸν νὰ μοὶ φέρῃς τὸ ἐπανωφόρι μου.
0 notes