aspalax
aspalax
Ασπάλαξ
48 posts
Τρωκτικό μικρού μεγέθους που ζει σε υπόγειες στοές. Τα κόμικ του ασπάλακος εδώ: http://aspalaxcomix.tumblr.com
Don't wanna be here? Send us removal request.
aspalax · 3 years ago
Text
Το μπαρ Κόπα Καμπάνες, ΜΕΡΟΣ 19ο, το άδοξο το τέλος και η άδοξη η αρχή (να τελειώνουμε επιτέλους)
Και μετά ξύπνησε… ήρθε στα συγκαλά του μόλις ήπιε και τον τελευταίο καφέ του ταξιδιού του ήτοι τον πρώτο της άφιξής του. Είχε φτάσει στην πρωτεύουσα, επιτέλους. Επιτέλους αλλά με άδεια χέρια, άδειο κεφάλι, άδεια ψυχή, άδεια λόγια. Από την μία αυτό για λίγο του φάνηκε ωραίο, απελευθερωτικό από την άλλη μόλις ο περιβάλλοντας χώρος άρχισε να ενεργοποιεί τις υπάρχουσες συνάψεις μέσα στο κεφάλι του, τα άγχη τον κατέβαλλαν. Είχε να βρει την παρέα στο καφενείο, να τους αναγγείλει τι συνέβη ή μάλλον τι δεν συνέβη, είχε το τελικό σχέδιο να φέρεις σε πέρας, το τελευταίο, το οριστικό χτύπημα που σχεδιάζαν με την παρέα από παλιά, παλιά που λέει ο λόγος δηλαδή.
Αυτή τη φορά σε αντίθεση με όλες τις άλλες, όλες όμως, πήρε το αστικό και δεν παρατηρούσε τίποτα γύρω του. Η προοπτική της πόλης είχε για αυτόν μόνο ένα σημείο φυγής ή προορισμού, το ίδιο κάνει, όλα τα γύρω υπάκουαν σε αυτό το νόμο, ακόμη και το αστικό φαινόταν τώρα να κινείται μόνο ευθεία, εκεί ντουγρού απάνω κατευθείαν στο καφενείο, ντουγρού στο Μπαρ Κόπα Καμπάνες.
Όλα τα φανάρια έγιναν πράσινα, κανείς επιβάτης δεν κατέβηκε σε καμία στάση, κανένα φρένο δεν πατήθηκε, τα δευτερόλεπτα καθυστέρησαν υπερβολικά να αλλάξουν, η ώρα κόλλησε, και το τύπος κατέβηκε στο άψε, στην στάση της Πανεπιστημίου. Δεν γνώριζε αν θα έβρισκε κανέναν στο καφενείο, αλλά κάπως έπρεπε να φτάσει όσο το δυνατόν το γρηγορότερο. Και έφτασε. Και τους βρήκε όλους εκεί. Τους βρήκε όπως τους άφησε από χθες το απόγευμα και αυτοί τον κοίταξαν σαν να τον άφησαν χθες το απόγευμα. Και ο μεγάλος καθρέφτης πάνω από τα τραπέζια, γερμένος έτσι όπως ήταν υποκλίθηκε και τον περίμενε, εκεί δίπλα στο κάδρο με το πορτρέτο του Μπακούνιν. Ή μήπως ήταν του Ντοστογιέφσκι; Ή του Μπακούνιν; Μα εκτός από την παρέα βρήκε και στρατιές από μπάτσους και γουρούνια να βόσκουν πέριξ της πλατείας του καφενείου, για ένα λόγο που ούτε οι ίδιοι δεν ήξεραν. Ήταν πολλοί και άσχημοι, ως συνήθως. Περιφρουρούσαν την τάξη στην περιοχή, να μη κουνιέται ρούπι. Το θέαμα ήταν αποτρόπαιο και από χθες το απόγευμα, ή μήπως δεν ήταν χθες το απόγευμα, πολλά φάνηκε ότι είχαν αλλάξει στην περιοχή. Τίποτα δεν ήταν ίδιο. Και η δικιά του ιστορία, αυτή που έζησε δηλαδή όταν αποφάσισε να φύγει από την πόλη, παίρνοντας το βαπόρι για την Μυτιλήνα, δεν φαινόταν να απασχολεί κανέναν στην τελική. Ούτε τον ίδιο. Όλα είχαν αλλάξει από τότε.
Όμως το σχέδιο έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή. Οι φωτοτυπίες είχαν τυπωθεί, έστω και μετά από τόσα εμπόδια, έστω και σε χάλια ανάλυση. Οι φωτοτυπίες περίμεναν στο τραπεζάκ�� της παρέας, τις είδε από μακρυά καθώς καθρεφτίζονταν στον γερμένο καθρέφτη, έριχναν εν είδη προβολής aka projection mapping, διογκομένο τον Παρθενώνα με την Ακρόπολη και όλο το κείμενο της προκήρυξης από κάτω και με επικεφαλίδα, Αποφασίσαμε να ανατινάξουμε την Ακρόπολη και ό,τι συμβολίζει αυτό το ξεπερασμένο πλέον σύμβολο. Υποκεφαλίδα, ο Γ.Μακρής συμβουλεύει. Και από κάτω τα λόγια του ιδίου σε μέγεθος γραμματοσειράς που δεν διαβαζόταν από τέτοια απόσταση. Έπρεπε να πάει πιο κοντά, τουλάχιστον να τους χαιρετήσει. Και πήγε.
Σου είχα πει ότι είχαμε συναντηθεί αλλά δε με πίστευες ή μάλλον δεν με θυμόσουν ή μάλλον με θυμόσουν αλλά δεν ήθελες πλέον να με θυμάσαι. Λίγο δύσκολο αυτό, δεν είναι και στο χέρι σου, περάσαμε τόσα μαζί και άλλα τόσα που δεν τα περάσαμε αλλά τα είπαμε, τουλάχιστον. Τώρα εδώ, πριν το τέλος, αν και το τέλος το δικό μου δεν είναι το ίδιο με το δικό σου, νομίζω θα με θυμηθείς αλλά και να μην με θυμηθείς, θα με φτιάξεις μέσα στο κεφάλι σου, όπως εσύ θέλεις, λίγο τα βιβλία που μοιραστήκαμε, λίγο τα κουίζς που λύναμε, λίγο τις λέξεις που εσύ έλεγες κανονικά και εγώ τις έλεγα πάντα ανάποδα, λίγο λίγο ίσως και να θυμηθείς. Ε; Τώρα; Τώρα θυμάσαι κάτι από όλα αυτά; Δεν ήθελες να γίνει έτσι, να μην με θυμάσαι δηλαδή ή μάλλον να μην θέλεις να με θυμάσαι, αλλά έγινε. Όταν άρχισε η ιστορία σου, ούτε εγώ η ίδια δεν ήξερα αν με θυμάσαι, αλλά κάτι μου έλεγε ότι θα έρθει μια στιγμή και θα χρειαστεί να την κάνω. Ε πρέπει να την κάνω, μη ρωτάς και συ τώρα. Πρέπει. Και την έκανε. Τότε, εκείνη τη στιγμή, αυτή η φωνή που κάτι του θύμιζε και κάτι δε του θύμιζε σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού, έπαψε να ακούγεται. Η θύμηση έγινε μνήμη έγινε λήθη έγινε φαντασία. Έφυγε, την έκανε. Εξάλλου, είπαμε, όλα είχαν αλλάξει με το που έφτασε στην πόλη.
Εκείνη τη στιγμή όμως, μεταξύ θύμησης και λίγο πριν της λήθης, ο τύπος την θυμήθηκε. Εξάλλου, πλησίασε την παρέα και δεν την είδε ανάμεσα τους. Ήταν εύκολο και επόμενο λοιπόν, εκείνη την στιγμή να την θυμηθεί, να καταλάβει, να συνειδητοποιήσει τι του θύμιζε αυτή η φωνή. Και κατάλαβε. Όλη η παρέα είχε καταλάβει επίσης ποια ήταν αυτή η φωνή και τι θύμιζε και τι δεν θύμιζε, όχι μόνο στον τύπο αλλά και στους ίδιους, σε έναν έναν ξεχωριστά. Γιατί σε όλη την παρέα υπήρχε αυτή η φωνή. Είπε ένα γεια παρόλα αυτά στους άλλους, έκατσε να ανάψει άλλο ένα τσιγάρο, κοίταξε τις φωτοτυπίες, μάζεψε τις φωτοτυπίες χωρίς κανείς να του πει τίποτα και σηκώθηκε προς την πλατεία μαζί με τις φωτοτυπίες.
Λοιπόν από τότε και στο εξής και από τώρα δηλαδή και στο εξής, ξεκινάει η πραγματική ιστορία του τύπου που ήθελε να ανατινάξει την Ακρόπολη των Αθηνών μαζί με την παρέα του, που σύχναζε στο φημισμένο Μπαρ Κόπα Καμπάνες, που ήταν κάπου στην Πανεπιστημίου, που είχε ένα μεγάλο καθρέφτη που έγερνε, αλλά όχι σε όλους τους πελάτες, που δεν ήταν και πολλοί, που δεν ήταν ανάγκη να είναι και πολλοί, που έκλεισε πριν ένα χρόνο, που κατέβασε ρολά δηλαδή και δεν άνοιξε ξανά, που σέρβιρε γκαζόζες, ουίσκια, μπύρες και καφέδες μόνο, που οι καφέδες ήταν χάλια, που δεν πείραζε όμως κανέναν, που είχε ένα περίεργο κάδρο με μία περίεργη προσωπικότητα, που ανήκε σε έναν περίεργο τύπο, που κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα ποιος είναι, που εκεί μέσα μπορεί να πέρασε και χρόνια από τη ζωή του, ο τύπος, μπορεί και λίγες μέρες, που μέσα σε λίγες μέρες θυμήθηκε σε ποια ανήκε η φωνή που άκουγε μέσα στο κεφάλι του κάποιες φορές που κοιτούσε αποσβολωμένος τα ασπρόμαυρα πλακάκια του Μπαρ Κόπα Καμπάνες, που έκλεισε και δεν άνοιξε ξανά, που κατέβασε ρολά, που τελικά δεν ξαναπήγε η παρέα του τύπου, ούτε και ο τύπος φυσικά, ούτε και ακούστηκε ξανά η θύμηση, ούτε η λήθη, ούτε η μνήμη, ούτε η φαντασία της φωνής.
Ε από εκείνο το Μπαρ/ Καφενείο ο τύπος βγήκε έξω στην πλατεία και τράβηξε ευθεία κατά πάνω σε έναν από τους ένστολους, αυτούς που φρουρούσαν το τίποτα, το τίποτα που είχε αλλάξει τα πάντα, που όλα είχαν αλλάξει μετά την άφιξή του στην πόλη. Με μια αναπάντεχη και κεραυνοβόλα κίνηση άρπαξε το περίστροφο του ενός από τους ένστολους, μέσα από την θήκη του, δίχως να ο ίδιος να τον χαμπαριάσει. Είπαμε, κεραυνοβόλα κίνηση. Εντωμεταξύ, με το άλλο του χέρι πέταξε στον αέρα τις φωτοτυπίες σαν προκηρύξεις επαναστατικού ένοπλου αγώνα πόλης την στιγμή που οι υπόλοιποι μπάτσοι τον σκότωναν, ένας μετά τον άλλον. Ναι τον σκότωσαν. Και μετά τον σκότωσαν δηλαδή. Έτσι απλά. Και μετά πέθανε δηλαδή. Έτσι. Και αυτός. Επί τόπου. Γιατί πέθανε; Γιατί; Γιατί μία σφαίρα τον πέτυχε στην κοιλιά και ακαριαία αυτό τον έκανε να φτύσει αίμα και κάποιες λέξεις μέσα σε φράσεις που δεν είχε ξανασυντάξει στο παρελθόν. Αυτές οι φράσεις ήταν πολλές, είναι η αλήθεια, και βγαίναν από την τρυπημένη του κοιλιά παρέα με τα αίματα και τα υπόλοιπα όργανα της άνω και κάτω κοιλίας. Και χύνονταν πέριξ της πλατέας. Πρώτα σκάγανε σκόρπιες, ίσως ακατανόητες, αλλά σίγουρα κάποιος μπορούσε να αναγνωρίσει ρήματα σε διάφορους χρόνους, ακόμη ακόμη και μετοχές. Απαρέμφατα όχι. Γιατί πέθανε; Τι γιατί; Γιατί άλλη μία σφαίρα τον βρήκε στα πόδια διαπερνώντας τις κνήμες ουσιαστικά διαλύοντας τες και προκαλώντας την βίαια εξαγωγή άλλως δεκάδων λέξεων, λέξεων πραγματικών όχι ακατανόητων, αληθινών λέξεων. Πέφτοντας και αυτές στο πάτωμα σκορπίστηκαν και απλώθηκαν, λέξεις ονόματα κυρίως και ουσιαστικά, όχι ρήματα. Όχι δεν ήταν ρήματα αυτά. Τι θα πει γιατί πέθανε; Γιατί, άλλωστε, άλλη μία σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και εκεί δυστυχώς βγήκαν επιφωνήματα, όχι λέξεις, αλλά τα επιφωνήματα, πέφτοντας και αυτά στο τσιμεντένιο πάτωμα ήρθαν και πήραν την θέση τους εκεί που έπρεπε, δίπλα στις, ήδη πεσμένες φράσεις, στα ονόματα, εκεί που έλειπαν δηλαδή συμπληρώνοντας κενά και νοήματα. Έδεσαν μια χαρά με τις φράσεις. Όταν, εξάλλου, το αίμα έπνιξε τα πνευμόνια του, ανάγκασε τα μάτια μου να σβήσουν και τον ίδιο να σωριαστεί στο τσιμεντένιο πάτωμα, τότε λοιπόν, μαζί με το αίμα ξεβράστηκαν και άλλες φράσεις, μεταξύ αναπνοής και γέλιου, πολλές ήταν και αυτές οι φράσεις μαζί με χρονικά επιρρήματα και ενίοτε τοπικά, ενίοτε καθώς η διαδικασία κράτησε κανα 2 λεπτά και το θέαμα προσέλκυζε όλο και περισσότερο κόσμο στην πλατέα, και που αυτές οι φράσεις και αυτά τα επιρρήματα τελοσπάντων αναφέρονταν σε πολλά θέματα, σε πολλά πρόσωπα, δέσαν και αυτές μαζί με τις άλλες φράσεις, τις ήδη πεσμένες, και φτιάξαν μια δύο τρεις παραγράφους, ίσως και παραπάνω, αλλά όπως και να έχει λίγες, λίγες και συμπυκνωμένες και όποιος κατάλαβε κατάλαβε δηλαδή, με άλλα λόγια μια μικρή ιστορία εκεί δομημένη κατά ένα τρόπο, καθαρή κατά άλλον τρόπο, αποτυπωμένη στο τσιμεντένιο πάτωμα. Γιατί πέθανε; Τι γιατί; Έτσι. Τι γιατί;
fin.
Για ο,τι δεν γίνεται κατανοητό στο παρόν, θα χρειαστεί να διαβάσετε όλα τα προηγούμενα κεφάλαια μπας και.
1 note · View note
aspalax · 5 years ago
Text
Δεν μπορώ να θυμηθώ πως έχασα το ραντεβού μου
vimeo
0 notes
aspalax · 5 years ago
Text
κα τα κα λόκαιρο
Και οι εργάτες φαντάζονται
και οι ερπίστριες από τις μπουλντόζες σκάβουν
τρύπες τρύπες και μετά
συζητάνε τις φαντασιώσεις τους
και τρώνε τοστ
με ζαμπόν και κασέρι και ντομάτα
ή κάτι τέτοιο κοπέλες
από το Καμπούλ χρόνια πριν γράφουνε
κύματα στα βουνά
πέτρες και νερά
μπαίνουν στις τρύπες που σκάβουν οι εργάτες.
Αβέρτα ο ήλιος βγήκε
αβέρτα τα σύννεφα
βγήκαν
τα συνεργεία καθαριστών
οι σκούπες στο μουσκεμένο πεζοδρόμιο
σηκώνω, αναγκαστικά το ένα πόδι
να καθαρίσει ο υπάλληλος του δήμου
σηκώστε παρακαλώ και το άλλο πόδι
μάλιστα του λέω και
συνεχίζω αιωρούμενος
στο πάρκινγκ τα ασημένια αυτοκίνητα
με φόντο τα κρύα σύννεφα
βγάζουν από τις εξατμίσεις τους.
Σταματάω για ένα καφέ
Στην Πανεπιστημίου αιωρούμενος.
0 notes
aspalax · 6 years ago
Text
Το μπαρ Κόπα Καμπάνες, ΜΕΡΟΣ 18ο, η ιστορία δεν υπήρξε ποτέ, η σοκολάτα και το νάιτ κλαμπ
Εκεί λοιπόν, μέσα στο πηχτό σκοτάδι και στην κάπνα που αναδύοταν  μέσα από τις βρεγμένες σανίδες του νάιτ κλαμπ, είχε αρχίσει ο κόσμος της ιστορίας να ξεδιπλώνεται από το τέλος προς την αρχή. Λίγο πριν χαράξει τα λόγια του τύπου έκαναν fade out λες και δεν ειπώθηκαν ποτέ λες και δεν υπήρξε ποτέ αυτή η ιστορία. Ένα μυτερό μολύβι γυρνούσε την ταινία βουστροβιδόν. Αυτά τα πράγματα δεν εξηγούνται εύκολα. 
Ο τύπος κοντοστάθηκε εκεί μέσα στο ίδιο μέρος αλλά τώρα το μέρος ήταν άδειο και αυτός έβγαλε μία σοκολάτα παυλίδη, μαύρη, κατάμαυρη. Την άνοιξε άτσαλα, κάθησε στο πάτωμα και άρχισε να την κόβει σε μπάρες μπάρες. Αυτό του άρεσε να κάνει, όπως το έκανε και συχνά όταν ήταν μόνος. Έτσι και τώρα που ήταν χάραμα και χάζευε τα χρώματα. Και ξαναέκατσε σε ένα κούτσουρο ή σε ένα άλλο τραπέζι, ίσως ήταν άσπρο τραπέζι ίσως ήταν βρεγμένο τραπέζι. Και έτεινε το χέρι του να πιάσει ξανά την σοκολάτα και όταν την έπιασε την σήκωσε και την έσπασε σε μπάρες και σε άλλες μπάρες.
Ο πρώτος στεναγμός έσκασε, όπως ήταν φυσικό τα χαράματα. Ήταν μόνος από την αρχή απλά δεν το είχε χαμπαριάσει. Μια καινούργια μέρα έσκαγε τώρα, αλλά τόπος δεν υπήρχε για αυτόν. Ξαναέκατσε. Κοίταξε πίσω από τους λόφους έξω από το νάιτ κλάιμπ. Τίποτα δε φαινόταν, το λιμάνι δεν ήταν ποτέ λιμάνι. Ψυχή δεν υπήρχε. Ποτέ δεν υπήρξε απλά δε το είχε χαμπαριάσει. Ανέβηκε τους λόφους τους κατέβηκε. Δεν κουβαλούσε καμιά βαλίτσα, δεν είχε κανένα σχέδιο. Ποιους φίλους; Τι πράμα; Δυο ποτάμια τραβούσαν από δω και από κει και κάθησε και τα κοίταγε. Μια μύιγα πέρασε ξυστά δίπλα του. Δε θυμόταν κανένα όνομα. Πέρα στη γραμμή του ορίζοντα αχνοφαίνονταν κάτι λέξεις και είπε να πάει να τις δει από κοντά, αλλά αυτές όσο πλησίαζε τόσο σβήνονταν. Έτσι όπως τις χάζευε αυτές άχνιζαν και λίγο λίγο χάνονταν σαν καπνός από τσιγάρο με μπάφο. 1990 τότε που κοιμόταν μαζί με τις γκοφρέ πιτζάμες και τρέχαν τα δέντρα όξω από τα παράθυρα και τα κοράκια ήταν ευγενικά και γλυκά μαζί τους. Και τα μεσημέρια ήταν και αυτά ευγενικά και γλυκά μαζί τους. Αυτή τη θλίψη από την αρχή της ιστορίας ποτέ δεν την γλέντησε. Δεν την είχε χαμπαριάσει. Τώρα δεν τον χωρούσε ο τόπος, ποιος τόπος δηλαδή, ούτε μια σελίδα δεν μπορούσε να τον χωρέσει, ούτε οι λόφοι τον σώζαν, ούτε τα ποταμάκια ούτε νάθινγκ ατ ολ.
Δεν υπήρχε λόγος να περπατάει, αλλά ούτε και να στέκεται. Δεν υπήρχε λόγος ούτε να ψάχνει ούτε και να βρίσκει. Ούτε και να αναστενάζει ούτε και να καπνίζει. Εκεί ανάμεσα στο ούτε και στο ούτε οι λέξεις τον ξεκάνανε και έκανε και αυτός fade out σιγά. Σιγά. Καινούργια μέρα, όλα είχαν ξεχαστεί, κανείς δεν ήξερε τίποτα για τον τύπο. Ποιον τύπο; Μόνο όταν έκλεινε για λίγο τα μάτια του, πίσω από τα βλέφαρά του έβλεπε κάποιον να σβήνει τις λέξεις της ιστορίας του. 1995 όταν κλείστηκαν μαζί στο μικρό ντουλάπι κάτω από το γραφείο εκεί που βάζανε τις τσάντες που δεν χρειάζονταν και μιλούσαν για το μέλλον. Και κλείναν και την πόρτα να μην τους ακούσει και κανένας και να μιλάνε μόνο με τις ανάσες τους και ο ένας να κλέβει τα λόγια του άλλου, γιατί έτσι γονατιστοί που ήταν, σβήναν μεταξύ τους σε ένα όνειρο εκεί μέσα στο ντουλάπι. Εκεί ήταν πραγματικά που υπήρξε, έστω, σαν χαρακτήρας μιας ιστορίας που φαινόταν ότι θα μπορούσε να κρατήσει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ποια ζωή; Τώρα, αυτός χάνοταν απλά δε το είχε χαμπαριάσει. “Μην μου κουράζεσαι, μη μου χαλιέσαι, μην πας μακριά και χαθείς, κάτσε περίμενε και μενα λίγο”. Άναβε ένα τσιγάρο, άναβε και ο ίδιος για λίγο όσο κρατούσε η τζούρα και όταν την έβγαζε έσβηνε πάλι και μετά ακόμη λίγο και λίγο ακόμη. Και αυτό συνεχίστηκε για λίγα χρόνια ακόμη. Το 1996 ξύπνησε αλλά δε χωρούσε πλέον σε κανένα ντουλάπι. Μόνο αργότερα γονάτιζε πάνω στον πάγκο της κουζίνας, που ήταν ξύλινος για να σβήνει την ανία του και εκεί πάνω κοιμόταν για λίγο. Έτσι, για να σβήνει την ανία του. Μετά σηκώθηκε και περπάτησε κατά μήκος του ενός ποταμού που άφριζε δίπλα στους λόφους έξω από το νάιτ κλαμπ. Αλλά δεν τον έβγαζε πουθενά και έκανε πάλι fade out. Σηκώθηκε ξανά και άρχισε να περπατάει αλλά κάθε βήμα του χανόταν και αυτό γιατί μια λέξη του το έσβηνε σε κάθε πατημασά. Κάθε φορά που προσπαθούσε να ξυπνήσει πάλι έπεφτε στον κάδο απορριμάτων. Και το 1998 ανέβηκε τα βουνά της Ηπείρου και συνάντησε αντάρτες να τραγουδάνε πολυφωνικά δίπλα στα αφρισμένα ποτάμια κάτω από τα αστέρια. Ποια αστέρια; Αυτοί κλέγαν δεν τραγουδάγανε. Ο τύπος τους μετρούσε. Μια φωτιά σιγοέκαιγε παραδίπλα και οι κάπνες τον κάνανε αόρατο μέσα στα δάση, εκεί πάνω. Αυτός χάνονταν μέσα στους καπνούς αλλά μπορούσε να τους ακούει κρυφά και ήταν νύχτα για πάντα. Μάλλον όχι, δεν ήταν για πάντα, ήταν μόνο για μια στιγμή.
Μια λέξη τον έβαλε κάτω. Και ξανακάθησε στο βρεγμένο πάτωμα του νάιτ κλάιμπ. Μετά από 6 λεπτά και 25 δευτερόλεπτα δεν είχε τίποτα να κάνει εκεί μέσα αλλά ούτε και σε κανένα άλλο σημείο της ιστορίας. Ούτε είχε και ποτέ, απλά δεν το είχε χαμπαριάσει. 1999 μερικά έρημα βουνά φάνηκαν στον ορίζοντα και μερικές παραλίες τα χαζεύαν από κάτω. Και αυτός τα χάζευε από κάτω. Ένα από εκείνα τα απογεύματα χάθηκε πάλι, δε θυμάται τι έγινε, τα κυματάκια τον πήραν. Έκανε fade out. Aπό μέσα τους πεθαμένος. Έγινε για λίγο φωνή μέσα στα βουνά εκείνα και μετά πάλι έκανε fade out. Ήθελε να ήταν. Ήθελε. Και τα χαμομήλια όλου του κόσμου τότε μαζεύτηκαν εκεί γύρω γύρω λες και τον θάψανε. Αλλά μερικές λέξεις πάλι δεν τον αφήναν. Και ξαναέκατσε. Έκατσε καλύτερα τώρα να τα χαζέψει. Αλλά δε χαμπάριαζε τίπότα ο καημένος. Λοιπόν, ήταν καημένος και πεθαμένος. Ε και τι έγινε. Από την αρχή της ιστορίας ήταν πεθαμένος έτσι και αλλιώς.
Λίγο αργότερα δε και σιγά σιγά μια ιτιά άρχισε να γέρνει πάνω από το κεφάλι του εκεί μέσα στο νάιτ κλαμπ. Πέρασαν τα χρόνια, γέρασε, ξαναέ��ινε νέος στο άψε σβήσε. Αλλά πάλι μόνος ήταν. Και ήθελε να ήταν. Ήθελε λέμε.  Και δεν τον έγραφε καμία λέξη. Με άλλα λόγια, ο τύπος δεν υπήρχε από την αρχή της ιστορίας. Ούτε η ίδια η ιστορία δεν υπήρχε. Η ιστορία ήθελε, αυτός ήθελε αλλά μάλλον όλος ο κόσμος δεν ήθελε. Έσπασε και το τελευταίο κομμάτι της σοκολάτας, ο ήλιος και το φεγγάρι μαζί εμφανίστηκαν στην αρχή και μετά το καθένα πήρε το δρόμο του, χιλιάδες κρυσταλάκια πόνου σκάσαν έξω μακριά στους λόφους και η ιστορία ξανάρχισε. Σε κάθε αναπνοή έμπαινε και πάλι λίγο λίγο στην ιστορία. Να την πει, να μην την πει;
Την σοκολάτα την τελείωσε πάντως, εκεί πάνω στο βρεγμένο πάτωμα.
0 notes
aspalax · 6 years ago
Text
Το μπαρ Κόπα Καμπάνες, ΜΕΡΟΣ 17 και κάτι ψηλά
Ήξερε καλά ότι αυτό που θα έκανε μόλις συναντιόντουσαν θα ήταν αυτό που είχε μάθει να κάνει τόσα και τόσα χρόνια (εκτός από το να χορεύει σκα σκα σκα, στα μπαρ της Καισσαριανής τα βράδια λίγο πριν έρθει το καλοκαίρι στην πόλη). Με άλλα λόγια θα έπεφτε στα ποδαράκια της, θα το έπαιζε και λίγο απογοητευμένος και από εκεί και πέρα τα πράματα θα έπαιρναν μόνα τους το δρόμο προς τον έρωτα (sicάτο). Αλλά ο τύπος δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει το μοναδικό παιχνίδι που ήξερε να παίζει καλά. Αυτό. Αυτό που ήξερε και εμπιστευόντανε.
0 notes
aspalax · 6 years ago
Text
Το μπαρ Κόπα Καμπάνες, ΜΕΡΟΣ 17ο, Λάθος λιμάνι…
Τελικά το πλοίο έφτασε ή μπορεί και όχι. Το σίγουρο ήταν ότι το λιμάνι στο οποίο άραξε το πλοίο ήταν παντελώς άγνωστο στον τύπο, στους λίγους επιβάτες, στους μηχανικούς, στους λοιπούς υπαλλήλους αλλά όχι φυσικά στον καπετάνιο. Όλα φαίνονταν περίεργα, αλλοπρόσαλλα, σχεδόν ανάποδα. Ανάποδα σε σχέση με τι; 
Αυτό συνέβαινε γιατί όλα απλά ήταν πεντακάθαρα, τακτοποιημένα σε αυτό το λιμάνι αλλά και στην σκοτεινή πόλη που απλώνονταν μισοπορτοκαλοφωτισμένη στο βάθος. Όλα ήταν στρωμένα με κυβόλιθους στα σοκάκια, με σωστά τοποθετημένα πλακάκια μέσα στα κτίρια, με σωστές αναλογίες έξω από τα κτίρια, στις πλατείες, στο λιμάνι, στις λεωφόρους, στους μεσότοιχους και πάει λέγοντας. Μεταλλικοί στύλοι με φυτικούς διάκοσμους και πορτοκαλί λάμπες φώτιζαν τις πλατείες ήσυχα ήσυχα, σαν να είχαν πάει όλοι για ύπνο ξένοιαστοι στην ήσυχη αυτή πόλη. Και όντως είχαν πάει. Μια αύρα ησυχίας τάξης και ασφάλειας πρόδιδε πως πρόκειται για μια Βόρεια χώρα, στα σίγουρα. Καλά πως έφτασε εκεί πάνω; Τον καπετάνιο δεν τον πέτυχε ποτέ για να τον ρωτήσει. Απλώθηκε στους δρόμους. Προχώρησε στα στενά αλλά φωταγωγημένα σοκάκια, εκεί στα πέριξ του λιμανιού, τα οποία τον οδήγησαν σε πλατείες, άλλες πλατείες με σιντριβάνια, άλλες πλατείες με αγάλματα, και σε άλλες πλατείες.
Νέκρα, κανείς έξω. Δεν ήξερε που να πάει και μετά από λίγο και μετά από τόση αϋπνία και θολούρα μέσα στο καράβι, έκανε άλλες 2 ή 3 γύρες αλλά τα σοκάκια δεν τον βγάζαν πουθενά, δηλαδή τον βγάζαν αλλά τον βγάζαν σε άλλες πλατείες ίδιες με τις προηγούμενες αλλά και ίδιες με τις επόμενες. Μάταια της ματαιότητας τα πάντα ματαιότητα.
Ο καλός κύριος Τζον ήταν η μία και μόνη του ελπίδα σε αυτήν την πόλη. Και ο καλός κύριος Τζον βρέθηκε στο διάβα του. Ήταν ο μπάτσος της περιοχής που περιπολούσε, καλός και πράος κυριούλης με γυαλάκια, πράσα μαλλάκια φριζάντε από την υγρασία του λιμανιού και την ουδετερότητα της ηλικίας της δικής του αλλά και της πόλης όπου έμενε. Φορούσε μια στολή σχεδόν πολιτική, δεν τον χαμπάριαζες για σκληρό μπάτσο με άλλα λόγια. Τι τον θέλει μια τέτοια πόλη τον σκληρό τον μπάτσο, σκέφτηκε σαν τον είδε. Ο καλός κύριος Τζον είδε τον τύπο χαμένο και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, αλλά δε γινόταν στην ουσία του καθώς δεν ήξερε τη γλώσσα που μιλούσε αυτός και τούμπαλιν φυσικά. Πιάστηκαν, πάραυτα,  αγκαζέ και ο τύπος αφέθηκε μέσα στην αγκαλιά του. Περπάτησαν κάμποση ώρα στα σοκάκια μιλώντας ο καθένας τη γλώσσα του, ώσπου βγήκαν σε ένα απόμερο μέρος δίπλα στη θάλασσα πάνω στην οποία βρίσκονταν ένα ξύλινο παραπέταμα πάνω στο οποίο είχε ανακατασκευαστεί μία παλιά αποθήκη σε νάιτ κλαμπ. Σανίδες χάσκαν από εδώ και από εκεί αφήνοντας έναν υπόκωφο ήχο να βγαίνει από το νάιτ κλαμπ που έφτανε στα αυτιά του τύπου σαν ροκεν ρολ σε μία ακατανόητη γλώσσα αλλά τόσο ταιριαστή με το ρυθμό.
Γρήγορα, ο τύπος ξεχύθηκε μέσα από τις πλαστικές λωρίδες γαλακτερού και θολού υλικού που κάλυπταν τις εισόδους του μπαρ μπρος πίσω δεξιά και αριστερά και μπήκε σε ένα θεοσκότεινο χώρο όπου ακόμη και η μπάντα που έπαιζε δεν φαίνονταν καν στο προσκήνιο, ο κόσμος δεν φαίνονταν καν, το μπαρ μόνο έλαμπε με τα ποτά του και αυτό ήταν το μόνο που χρειάζονταν. Ο καλός κύριος Τζον χάθηκε στο φόντο και το μόνο που ένοιαζε τον τύπο ήταν να προσεγγίσει αυτό το μπαρ, διαπερνώντας από φουσκωτούς τύπους του λιμανιού, τσιράκια που σέρνονταν στα πατώματα δίνοντας και παίρνοντας σταφ, γκομενάρες πιο ψιλές από τους φουσκωτούς τύπους του λιμανιού και λεπτεπίλεπτους ροκαμπιλάδες. Μετά από πολλούς ελιγμούς προσέγγισε τη μπάρα και εκεί που ήταν πανέτοιμος να παραγγείλει τα πάντα άκουσε ένα τσιράκι να φωνάζει το όνομά του μέσα από τα μπράτσα δύο φουσκωτών τύπων του λιμανιού. “Eεε Β……….” είπε.
Το όνομά του δεν το έχει χρησιμοποιήσει κανείς εδώ και πολύ καιρό, πάρα πολύ καιρό. Και αυτό έκανε το κεφάλι του να τιναχτεί σε 90 μοίρες χτυπώντας διάνα μέσα στα μάτια του τύπου που το εκφώνησε. Όχι δεν τον γνώρισε. Το πρώτο δευτερόλεπτο. Αλλά το δεύτερο τον αναγνώρισε ως φίλο παιδικό, δηλαδή τι παιδικό, από το νηπιαγωγείο. Και το τρίτο δευτερόλεπτο διαλύθηκαν όλες οι νευρωνικές συνάψεις του εγκεφάλου του γιατί απλά δεν μπορούσε να τις συσχετίσει ώστε να καταλάβει πως που γιατί με τι από τι ως προς τι χωρίς να επειδή όπως και τα συναφή. Προτού πάρει ένα κάποιο ποτό από το μπαρ και επιστρέψει στον νηπιακό του φίλο, ο ίδιος ο μπάρμαν του πλάσαρε ένα κομμάτι τούρτα φράουλα φωσφοριζέ. “Πάρε αυτό, είναι τινγκαρισμένο με περισσότερο αλκοόλ από όσο θα έπινες σε 10 Μπαλαντάινς”. Και φυσικά το πήρε, έτσι με το πλαστικό άσπρο πιατάκι του και το πλαστικό άσπρο κουταλάκι του και έγειρε να χωθεί μέσα στα μπράτσα των φουσκωμένων τύπων για να ξετρυπώσει το φιλαράκι του. Άλλα όχι. Αμδέ. Την στιγμή που παραμέριζε τον δεύτερο μπρατσέτο μία μαυροντυμένη γκομενάρα κάνει μία πιρουέτα και του κλέβει το πιάτο με τη φωσφοριζέ τούρτα φράουλα. Και αρχίζει και τρέχει όσο μπορούσε φυσικά μέσα στο πλήθος του νάιτ κλαμπ. Και αστραπιαία άρχισε και ο τύπος να τρέχει όσο μπορούσε φυσικά μέσα στο πλήθος του νάιτ κλαμπ. Και τρέχαν και οι δύο. Και φυσούσε από έξω από τη θάλασσα προς τα μέσα στο νάιτ κλαμπ. Και τότε ξεκίνησε ένας εφιάλτης που δεν τέλειωσε παρά μόνο όταν το παπόρι προσάραξε εκεί που έπρεπε να προσαράξει…
0 notes
aspalax · 6 years ago
Text
Το μπαρ Κόπα Καμπάνες, ΜΕΡΟΣ 16ο, Το μικρότερο κεφάλαιο…
“Θυμάσαι που περπατήσαμε για λίγο προς ένα αδιάφορο σημείο φυγής, δεν κοιτάγαμε πίσω από τους ώμους, μόνο χαθήκαμε στον ορίζοντα, χεράκι χεράκι” “…Όχι … Aυτές. Α. Μη. Τι. Άλλο … είναι από τις πιο λυπητερές διακοπές μου. … Τι άλλο να πω, συγνώμη. Συγνώμη για την παρεξήγηση.”
… Και ξανακοιμήθηκε πριν καλά καλά ανοίξει το επόμενο κεφάλαιο. Τι ντροπή ένα ολόκληρο κεφάλαιο να αποτελείται από μία θύμηση ή μάλλον μια ανάμνηση ή μάλλον μια λήθη ή μάλλον μια συγνώμη ή μάλλον μια παρεξήγηση ή μάλλον 3 σειρές ακατανόητου συγνώμη ή μάλλον ενός τσιγάρου χρόνος ή μάλλον 3 σειρές ψηφιακών προτάσεων ή μάλλον μιας προσπάθειας χωρίς νόημα ή μάλλον μιας ψόφιας ρομαντίκ ατμόσφαιρας σε επίπεδο άρλεκιν σαν αυτά που ψωνίζεις το καλοκαίρι από το περίπτερο και δε τα διαβάζεις αλλά μόνο υπογραμμίζεις τα κομμάτια που περιέχουν σέξι περιγραφές ή μάλλον μιας διακοπής από τη ροή του κειμένου ή μάλλον μιας υπόνοιας ή μάλλον μιας αλλαγής ώρας στα τέλη Μάρτη, εκεί στο μεταίχμιο ή μάλλον μιας λύπησης σε 3 σειρές ή μάλλον μιας τεμπελιάς σε άλλες 3 σειρές ή μάλλον κάτι άλλο γενικώς.
0 notes
aspalax · 6 years ago
Text
Το μπαρ Κόπα Καμπάνες, ΜΕΡΟΣ 15ο και 1ο ταυτόχρονα, Η αέναη λούπα…
Το πλοίο συνέχιζε να μην φτάνει ποτέ, δεν έφτανε απλά κρούζαρε στην μαύρη θάλασσα με το φεγγάρι από πάνω να μην ξεκολλάει από το κατάστρωμα. “Κάτι συνέβαινε σε αυτό το πλοίο” σκέφτηκε ή “κάτι συμβαίνει με μένα”. Νόμιζε πως έχουν περάσει εβδομάδες εδώ πέρα και δεν ξημερώνει ποτέ ούτε το πλοίο φτάνει ποτέ ούτε φαίνεται κανένας βράχος στον ορίζοντα ούτε η θάλασσα αλλάζει ποτέ ούτε αυτός αλλάζει ποτέ ούτε τίποτα ποτέ.
Περπατούσε πάνω κάτω στην υγρή λεωφόρο του καταστρώματος και ήταν πάντα βράδυ. Σκέφτηκε να πέσει, να βουτήξει αλλά ποιο το νόημα, θα τον τρώγαν τα μαύρα ψάρια, ένας άδικος θάνατος α μη τι άλλο. Φυσικά όλοι οι υπάλληλοι, μούτσοι και λοιποί μηχανικοί του επαναλάμβαναν ότι το πλοίο θα φτάσει το πρωί, “Ισως έχετε αρρωστήσει, ίσως δεν αισθάνεστε και πολύ καλά, σας έχει πειράξει η θάλασσα ίσως και χρειάζεστε ολίγον ύπνο για να έρθετε στα συγκαλά σας”. “Καλώς, πιάσε άλλο ένα εσπρέσο σκέτο νέτο, σταράτο λέμε και τα συναφή”.
Μετά από κάποιες ώρες, μέρες, βδομάδες, μήνες ποιος ξέρει πως την είχε δει μέσα στο κούφιο του κεφάλι, τα λεφτά του άρχιζαν να τελειώνουν, για άλλη μία φορά. Κοιμόταν βράδυ ξυπνούσε βράδυ κάπνιζε βράδυ έπινε καφέ το βράδυ. Το πλοίο λέμε δεν έφτανε. Οι διάδρομοι μέσα στα εμπριμέ σαλόνια απεικόνιζαν το μεγαλόπρεπο πλοίο σε διάφορα ταξίδια του μέσα σε μία κάλμα θάλασσα, λαμπερό, χλιδάτο αλλά πάντα μέσα σε ένα σκοτεινό φόντο, με θέα το φεγγάρι και την πίσσα παντού. Κάπου πήγαινε το πλοίο αλλά καμία απεικόνιση δεν αντιπροσώπευε τον προορισμό του. Ποτέ.
Μια αέναη λούπα άρχιζε να σχηματίζεται πάνω στα χαλιά του πλοίου που διαμοίραζαν εξαγωνικά μωβ και πορτοκαλί μοτίβα σε διαδρόμους που κατέληγαν πάντα σε μία κλειστή πόρτα στο τέλος της προοπτικής τους ενώ πέριξ αυτών των μοτίβων χάσκαν μισάνοιχτες πόρτες από καμπίνες. Τα εξαγωνικά αυτά μοτίβα είχαν πήξει το μυαλό του σε συνδυασμό πάντα με τους καφέδες και τα σταυρόλεξα που δεν τέλειωνε ποτέ. Κοιμόταν βράδυ ξυπνούσε βράδυ κάπνιζε βράδυ έπινε καφέ το βράδυ. Το πλοίο λέμε δεν έφτανε. Οι διάδρομοι μέσα στα εμπριμέ σαλόνια απεικόνιζαν το μεγαλόπρεπο πλοίο σε διάφορα ταξίδια του μέσα σε μία κάλμα θάλασσα, λαμπερό, χλιδάτο αλλά πάντα μέσα σε ένα σκοτεινό φόντο, με θέα το φεγγάρι και την πίσσα παντού. Οι διάδρομοι μέσα στα εμπριμέ σαλόνια απεικόνιζαν το μεγαλόπρεπο πλοίο σε διάφορα ταξίδια του μέσα σε μία κάλμα θάλασσα, λαμπερό, χλιδάτο αλλά πάντα μέσα σε ένα σκοτεινό φόντο, με θέα το φεγγάρι και την πίσσα παντού. Το πλοίο λέμε δεν έφτανε. Κοιμόταν βράδυ ξυπνούσε βράδυ κάπνιζε βράδυ έπινε καφέ το βράδυ. Μια αέναη λούπα άρχιζε να σχηματίζεται πάνω στα χαλιά του πλοίου που διαμοίραζαν εξαγωνικά μωβ και πορτοκαλί μοτίβα σε διαδρόμους που κατέληγαν πάντα σε μία κλειστή πόρτα στο τέλος της προοπτικής τους ενώ πέριξ αυτών των μοτίβων χάσκαν μισάνοιχτες πόρτες από καμπίνες. Τα εξαγωνικά αυτά μοτίβα είχαν πήξει το μυαλό του σε συνδυασμό πάντα με τους καφέδες και τα σταυρόλεξα που δεν τέλειωνε ποτέ. Κοιμόταν βράδυ ξυπνούσε βράδυ κάπνιζε βράδυ έπινε καφέ το βράδυ. Το πλοίο λέμε δεν έφτανε ποτέ. Οι διάδρομοι μέσα στα εμπριμέ σαλόνια απεικόνιζαν το μεγαλόπρεπο πλοίο σε διάφορα ταξίδια του μέσα σε μία κάλμα θάλασσα, λαμπερό, χλιδάτο αλλά πάντα μέσα σε ένα σκοτεινό φόντο, με θέα το φεγγάρι και την πίσσα παντού. Πάνω κάτω στην υγρή λεωφόρο του καταστρώματος. Τι στο διάολο!
Τα χαλιά, πλέον, του πλοίου είχαν πιάσει αρκετή σκόνη τέτοια που γέμιζε τα εμπριμέ σαλόνια σε βαθμό που να μην μπορείς να αντικρίσεις τον άλλον ή ακόμη και τον εαυτό σου. Οι καθρέφτες δεν αντανακλούσαν τίποτε εκεί μέσα. “Με συγχωρείτε κύριε, μαζεύετε λίγο τα πόδια σας να σκουπίσω τα καρπέτα;” Τον συμβούλευσε ο υπάλληλος του πλοίου. “Εγώ να ξέρεις δεν κάθομαι άλλο εδώ μέσα. Δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ, δεν ξέρω αν σε είδα και ποτέ, δε θυμάμαι, ξεχνάω εύκολα ή ίσως εσύ με ξέχασες”. Φόρεσε ξανά το παλτό του και σκορπίστηκε στο κατάστρωμα. Πήγε προς την πλώρη μπας και ψαρέψει κανένα τζιμάνι, μπας και προκύψει κάτι σε αυτή την αθλιότητα του πλοίου, μπας και συμβεί κάτι που δεν το είχε σχεδιάσει, μπας και κάποιος του ανοίξει έναν δρόμο που δε θα παίρνε ποτέ μόνος λες και η τύχη περίμενε αυτόν για να ξεδιπλώσει τις πιθανότητές της, έτσι χωρίς κόπο, απλά με μια βόλτα, πράγμα που δεν συνέβαινε και λίγες φορές, αλλά ίσως όχι στον ίδιο, πάντα σε κάποιον άλλο, στον διπλανό του, στον ήρωα από μια ταινία ή ένα αφήγημα ακόμη και σε ένα άρλεκιν του περιπτέρου. Έστω. Όλο και κάτι θα προκύψει, δεν μπορεί. Κάτι πρέπει να αλλάξει μέσα σε αυτό το πλοίο.
Πέταξε τρία “Αντίο, αντίο αντίο αντίο” στον υπάλληλο και έφυγε, καπνός. Ο άλλος ακόμη σκούπιζε… αυτός πήρε ακόμη έναν εσπρέσο, η πίσσα έξω ακόμη ακολουθούσε το πλοίο. Όλα πήγαιναν ρολόι.
Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά προς το κατάστρωμα και λ��γο πριν βγει της εξόδου, κοίταξε σε ένα δευτερόλεπτο τον θαλαμηπόλο που καθότανε στη μαρμάρινη τραπεζάρα του, λύνοντας και αυτός για πολλοστή φορά το ίδιο ακριβώς σταυρόλεξο. Σήκωσε το γυακουδάκι του, έστριψε ακόμη μια τσιγαρούμπα με το ένα του χέρι στο μεσοδιάστημα της πρώτης καμπίνας και του δευτέρου σκαλοπατιού, έκανε μια σβούρα γύρω από τον εαυτό του, έτεινε και μάζεψε σε δέκατα δευτερολέπτου τη λάμα από τον γιαπωνέζικο αυτή τη φορά σουγιά του και προχώρησε προς την υγρή λεωφόρο του καταστρώματος πάνω στο σκοτεινό ουρανό.
Ήταν κατακαλόκερο ή μπορεί και να μην ήταν, ποιος ξέρει.
0 notes
aspalax · 6 years ago
Link
Μια ιστορία σε φωτογραφικό υλικό (φωτοπειραγμένο ρομάντζο...) από επιστήμονες του 19ου αιώνα και των εργαστηρίων τους στην Ελλάδα. O όρος διάσπαρτες τεχνολογίες προέρχεται από μια φράση του M.Foucault, o οποίος αναφέρεται σε μεθόδους επιτήρησης εκείνου του αιώνα. Photographs from various scientists and laboratories from 19th century Greece. Τhe term Scattered technologies thar refered to the title of the film comes from M.Foucault words about the methods of dicipline at the 19th and 20th century.
0 notes
aspalax · 6 years ago
Text
Το μπαρ Κόπα Καμπάνες, ΜΕΡΟΣ 14ο, Μια μικρή και τραγική ιστορία αγάπης…
Αποφάσισε να ξυριστεί εκεί επιτόπου μέσα στην τουαλέτα του πλοίου, πάνω από την αλουμινένια λεκάνη και ενώ ακριβώς δίπλα του ξερνούσε μία καθωσπρέπει κατά τα άλλα, μαντάμ. Είχαν πάει όλα ρολόι, τα παραγεμισμένα σουτζούκια ήταν στη θέση τους μέσα σε μια βαλίτσα δίπλα στην αεροπορικού τύπου, θέση του τύπου μέσα στο καράβι για την Αθήνα.
“Μην ασχολείστε, παρακαλώ, κάντε τη δουλειά σας, εγώ αποφάσισα να ξεράσω λίγο, δεν είναι τόσο η ναυτία ή κάτι άλλο, όχι, μην το θεωρήσετε αυτό σαν αδυναμία μου στις κακουχίες του καιρού και των κυμάτων. Περισσότερο θα ήθελα να το εκλάβετε αυτό ως μία τελική απόφαση να βγάλω τα εσώψυχά μου κυριολεκτικά εδώ μπροστά στον καθρέφτη, δίπλα στους παφλασμούς των κυμάτωνε, εδώ βάζοντας μετά το κραγιόν μου, ισιώνοντας τα μαλλιά μου και τα ρούχα μου, βγαίνοντας πάλι από αυτό το πηγάδι, γιατί περί πηγαδιού πρόκειται, και εγώ αποφάσισα να μπω, μάλλον να πιάσω πάτο, να ξεράσω και να βγω άλλη μία ακόμη φορά”. Κάπως τα λόγια της μαντάμ χτύπησαν φλέβα στον τύπο, για κάποιο λόγο ένιωσε μια στοργή για την κυρία δίπλα του, την κοίταζε διά μέσου του καθρέφτη και μία κοίταζε αυτήν μία τον εαυτό του. Σκέφτηκε να την αγκαλιάσει, αλλά κώλωσε και άλλη μία φορά. Σκέφτηκε να της πει ένα καλό λόγο, μία λέξη γλυκιά, να της ισιώσει ίσως τα μαλλιά; Τίποτα, μόνο την κοιτούσε και ξεκίνησε το ξύρισμα.
��πλωσε τον πανάκριβο τζελ που γινότανε αφρός και της είπε “Μην στεναχωριέστε και μαρόν γκλασέ”. Έπιασε το ξυράφι και ξεκίνησε από δεξιά και από πάνω προς τα κάτω και της είπε “Θα ήθελα να ήμουν εγώ αυτός που θα σας βοηθούσε να ξεράσετε”. Άρχισε να ξυρίζει απότομα κάπως καθώς είχε και χρόνια να το κάνει και κόπηκε λίγο κάτω από το πιγούνι και της είπε “Μην προφέρετε λέξεις που σας πληγώνουν και ίσως χαθούν”. Συνέχισε στο αριστερό μάγουλο και ξανακόπηκε τώρα λίγο πιο πολύ και της είπε “Η αγάπη δε θα σας σώσει από τον εαυτό σας”, αλλά αυτό το είχε κλέψει από κάπου. Η φαβορίτα ήταν το δυσκολότερο φυσικά κομμάτι και φυσικά τα έκανε σκατά και από τις δύο μπάντες και της είπε “Εγώ σας αγάπησα και ακόμη σας αγαπώ όπως πρώτα, όπως σας συνάντησα στην πλατεία Αμερικής ένα βράδυ κάτω στους πεζοδρόμους” και μετά ξανακόπηκε και της είπε “Εγώ θα σας γράφω μέχρι να πεθάνετε και σεις και γω” και μετά κόπηκε πάλι ο μαλάκας στη γωνία του αριστερού σαγονιού και της είπε “Τώρα ο καθένας θα φύγει για λίγο και θα ξεράσει όλα τα παλιά” και μετά γαμήθηκε στο κόψιμο και της είπε “Θα σας περιμένω, δε ξέρω που αλλά κάποια μέρα ένα πρωί θα βρεθούμε” και κόπηκε άλλη μία και το κορίτσι που έγινε κυρία που έγινε μαντάμ έφυγε κλείνοντας την πόρτα από τις τουαλέτες.
Το πλοίο δεν ήταν και Κεντέρης οπότε η ώρα δεν περνούσε και ο τύπος δεν κοιμόταν μόνο έπινε εσπρεσάκια στο κατάστρωμα προσπαθώντας να σταματήσει το αιματοκύλισμα που είχε προξενήσει στις τουαλέτες προλίγου. Και μέσα από τις τουαλέτες αυτές, ξυρισμένος πια, επέστρεφε έτσι άπραγος και χωρίς ουσιαστικό σχέδιο. Το σχέδιο βέβαια υπήρχε, στο μυαλό του, αλλά ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, στο μυαλό του. Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο, είπε μέσα του ακόμη μια φορά,  διαβάζοντας ακόμη μία φορά ένα hypelink ασορτί σε απάντηση της πιο δύσκολης ερώτησης στο τελευταίο σταυρόλεξο της τελευταίας σελίδας του τόμου που του είχε απομείνει.
Το πλοίο για κάποιο λόγο δεν έφτανε ποτέ. Όχι δεν βρήκε καμιά παρέα να περάσει την ώρα του, όχι κανείς δε φαινόταν τόσο ενδιαφέρων, όλοι είχαν τους φίλους τους γύρω τους εκτός από τους ακτιβιστές τουρίστες που γυρνούσαν από το νησί όπου είχαν πάει να προσφέρουν τις πολύτιμες βοήθειες τους στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που είχαν ήδη να εγκαθίστανται στο νησί, μέρος και αυτές της αντιμετώπισης του προσφυγικού, με σκοπό να ανακουφίσουν τον καημένο τον πόνο των καημένων των προσφύγων, αμισθί βεβαίως βεβαίως. Παρόλα αυτά, πως θα ανατιναζόταν το ιερό μνημείο, και μετά τι θα έμπαινε στη θέση του, κάνα mall; Αυτό θα σήμαινε πλήρη αποτυχία, τι σκέφτονταν άραγε όλη η ομάδα που άφησε πίσω του, τι σχέδιο ήταν αυτό, τι μαλακίες ήταν αυτές σε τελική ανάλυση, η ��λένη τον περίμενε για ραντεβού για αγάπη, για να του χαϊδεύει τα κρύα πόδια του το χειμώνα και το καλοκαίρι, τι σχέδιο ζωής ήταν αυτό, σοβαρά μιλάμε τώρα; Και το πλοίο δεν έφτανε, δεν έφτανε ρε, με τίποτα. Ο τύπος, είχε αποκηρύξει από παλιά την μεθοδολογία της υπερανάλυσης των σχέσεων και των δομών που διέπουν τις μεταμοντέρνες και αφασικές καταστάσεις της καθημερινότητας, από καιρό τώρα μόνο η λέξη ρίζωμα και αρουραίος  του λέγανε κάτι μέσα στο κενό πλέον κεφάλι του αλλά δεν μπορούσε να τις συνδυάσει σε μία πρακτική ή μάλλον το έκανε αλλά συχνά το ξεχνούσε και έπεφτε πάλι στην λήθη. “Μήπως με αγάπησες πολύ και αυτό εδώ είναι μια τραγική ιστορία αγάπης; Δε θυμάμαι σου λέω, γιατί με ρωτάς και με ξαναρωτάς, πες μου το όνομά σου να δω μπας και … Πφφφ”, αναστέναξε το είδωλο και ο τύπος προσπάθησε να ξανακοιμηθεί σε στάση Γ χτίζοντας 2 πολυθρόνες, που φυσικά, δεν είχαν ανοίγματα ανάμεσα στα μπράτσα και ενός κομματιού καναπέ με υποστήριγμα την βαλίτσα του αναμεταξύ των.
0 notes
aspalax · 7 years ago
Text
Vaporwave poetry #3
Ο καιρός είχε πάρει άγριες διαστάσεις——— αλλά κανείς δε το καταλάβαινε——— Τα plexiglass παράθυρα τρίζανε από τον αέρα——— γάτες με μωβ αποχρώσεις στο τρίχωμά τους——— και μαύρες ομπρέλες——— ταξίδευαν στο ηλιοβασίλεμα, σιλουέτες——— και έβρεχε όξινη βροχή——— και όλοι τρέχαν κάτω από τα πρεβάζια——— και οι χονδρές κυρίες φωνάζαν ——— χανόμαστε μέσα σε αυτήν την πόλη——— και τα ρολόγια τρελάθηκαν——— και αυτός και αυτή κρατιόντουσαν ——— χέρι με χέρι πάνω στην τρικουάζ βελέντζα δίπλα από τον τάφο τους——— Πίσω από το plexiglass——— και ο χρόνος περνούσε μέσα από το ψηφιακό ρολόι του τοίχου——— και τίποτε δεν άλλαζε εκεί μέσα——— το είχαν πει στις ειδήσεις——— ότι ο καιρός θα χαλούσε απόψε——— και ότι οι γάτες θα πετούσαν στο ηλιοβασίλεμα ——— και θα χάνονταν στο μωβ ορίζοντα——— πέρα από τις γυάλινες πολυκατοικίες της πόλης———
1 note · View note
aspalax · 7 years ago
Text
Vaporwave poetry #2
Κάτω και μακριά μέσα από τα μεγάλα——— παράθυρα της εταιρίας——— έβλεπε την πόλη να χιονίζει——— μικρές μωβ και ροζ νιφάδες——— μπροστά στα γραφεία.——— άδεια της πολυεθνικής——— οι αναμμένοι υπολογιστές είχαν μπει σε screensaver mode και δεν σβήναν ποτέ——— φωτογραφίες πέφταν η μία μετά την άλλη——— πάρε το χέρι μου, είπε, και κάνε υπομονή λίγο ακόμη——— πάνω στα τζάμια και πάλι πίσω στην πόλη——— πίσω από τις φωτογραφίες οι αγαπητικιοί που αγαπούσαν——— αγαπητικιές μέσα στον ψηφιακό φως——— αναγεννησιακά αγάλματα σε χαμηλή ανάλυση——— λουλούδια, φιλιά και πάλι——— πίσω στα ανακλόμενα παράθυρα——— και πίσω στα παράθυρα των υπολογιστών——— πέρα και μακριά διαθλούσαν εικόνες——— άλλων εταιριών στα άλλα κτήρια——— και αυτή η προβολή δεν τελείωνε ——— το φως ούτε το χιόνι------ ούτε η ψηφιακή αγάπη στα παράθυρα τελείωνε——— και δεν υπήρχε ούτε πριν ούτε μετά.——— σαυτήν την εικονική πόλη——— μια ψηφιακή αγάπη——— σπασμένη σε ροζ και μωβ bits που δεν τελείωνε ποτέ———
0 notes
aspalax · 7 years ago
Text
Vaporwave poetry #1
Όταν την συνάντησε νεκρή------ ήδη μέσα στο μπάνιο------ όπου σκεφτόταν τα παλιά------ ήταν έτσι μέσα στην μπανιέρα δηλαδή------ ακουμπισμένη στην βρύση που έτρεχε νερό και έτρεχε νερό.------ Συζήτησαν, στην αρχή όχι ότι δεν το έκαναν------ ίσα ίσα------ τα μαλλιά της------ ήταν βρεγμένα από την αρχή------ της κουβέντας.------ Μετά χόρεψαν για λίγο έτσι χωρίς ιδιαίτερο λόγο.------ Αυτή ξάπλωσε μετά στην μωβ μπανιέρα της------ αποκοιμήθηκε μέσα στην γεμάτη------ επαναλαμβανόμενη μωβ bits μπανιέρα της------ Και μετά πέθανε εκεί στις σκέψεις της------ ή μάλλον πέθαινε, κοιμόταν και πέθαινε ξανά σε μία συνεχή επανάληψη------ τα μαλλιά της------ τρέχανε------ τα νερά και αυτά σε ροζ μικρές λάμψεις------ τη συνόδευαν------ και δεν σταματούσε τίποτα εκεί μέσα------ ούτε ο θάνατος ούτε το νερό.------ Αυτός της έκανε ερωτήσεις για να ξεχαστεί αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε------ πως τίποτα δε θα άλλαζε εκεί μέσα------ και ήταν Κυριακή------ από την αρχή δεν είχε αλλάξει τίποτα------ ήταν όλα μια μόνιμη ίδια εικόνα στον τοίχο.
0 notes
aspalax · 7 years ago
Text
Το μπαρ Κόπα Καμπάνες, ΜΕΡΟΣ 13ο, Στο φωτοτυπάδικο…
“Δε θυμάμαι ότι κάναμε κάτι πέρσι, δεν θυμάμαι ότι κάναμε κάτι μαζί, ήμασταν μαζί, ήσουν εσύ ή ήταν κάποιος άλλος; Δεν νομίζω ότι θυμάμαι, λυπάμαι, δε θυμάμαι, δεν νομίζω ότι θυμάμαι, για κοιτάξου εδώ στον καθρέφτη, δες εσύ ήσουν πέρσι, είσαι σίγουρος; Δεν θυμάμαι τίποτα, λυπάμαι. Μα σίγουρα κάτι συνέβη πέρσι, δεν μπορεί να έχω τέτοιες αναμνήσεις να αιωρούνται στο κεφάλι μου και στο μαξιλάρι μου κάθε βράδυ και στο τέλος να μου λες ότι δεν έγινε τίποτα από όλα αυτά. Για κοιτάξου και εσύ στον καθρέφτη και πες του, αλήθεια δεν έγινε τίποτα πέρσι”, αλήθεια δεν θυμάται ούτε αυτός τίποτα από πέρσι;
Με τέτοια όνειρα να διαστρεβλώνουν την μνήμη του τύπου, ένα λικέρ και ένα συνοδευτικό τηγανητό αυγό φάνταζαν τόσο μα τόσο υπέροχα το πρωί. Χωρίς λόγο όλα μύριζαν σαν κοντοκουρεμένο λεμονοκυπάρισο, το χάος άρχισε να στροβιλίζεται στην αμμουδιά και τότε ακριβώς έσκασε ο Δούκας με το αγροτικό να τον παραλάβει να τον πάει να τον αφήσει να φύγει να τελειώνουμε. Τον έπιασε από το σβέρκο και τον έσυρε πριν παπαριάσει καλά καλά το αυγουλάκι του και τότε σκέφτηκε για λίγο να του σκάσει σε αυτόν και στην καντίνα του ένα από τα δυναμικά σουτζούκια του και να τα διαλύσει όλα, να γίνει αυτός ο Δούκας στη θέση του Δούκα. Αλλά κόλωσε. Και το αγροτικό έφυγε μέσα από το ποτάμι.
Πέρα στον δρόμο της επιστροφής ο ήλιος έκαιγε τα πάντα, η λεωφόρος ήταν έρημη όπως ακριβώς καίνε και είναι έρημες οι λεωφόροι στη Μογγολία, οι ντόπιοι περιφέρονταν άσκοπα στα πέριξ στο βάθος με σαγιονάρα κοφτή, έτοιμοι παραθεριστές στο Τζανέιρο, τα σουτζούκια λιώναν, το μπαρούτι μύριζε και η κατάσταση ήταν κυριολεκτικά έκρυθμη. Και τότε άρχισε ο συνειρμός της ζέστης. Έκρυθμη η κατάσταση στην Υεμένη, Έκρυθμη η κατάσταση στο Κόσοβο, Έκρυθμη η κατάσταση στο Ντόνετσκ, Εκρυθμη η κατάσταση στις φυλακές, Έκρυθμη η κατάσταση στην Άμφισσα, Έκρυθμη η κατάσταση στη Νάντη, Έκρυθμη η κατάσταση με το μεταναστευτικό. Ακουγόταν από το ραδιόφωνο του αγροτικού. Σκεφτόμενος την χρονοιστορική αυτή κατοχύρωση ένιωσε ανακούφιση στο τζατζαμένο αγροτικό γιατί είχε βρει το νόημα, τον σκοπό της ζωής του. Τα κοράκια πετούσαν χαμηλά, τα σύννεφα την κάναν για το Νότο, ένα ξύλινο σπίτι κατέρρευσε από τον ουρανό δίπλα τους, στο 56ο χιλιόμετρο κάνοντας πάταγο καθώς διαλυόταν στα ξύλινα θεμέλια του και ο τύπος έγειρε στο πλευρό του Δούκα. Α μη τι άλλο ήταν μία συγκινητική στιγμή όπου οι δυο τους νιώσαν τόσο κοντά. Ο Δούκας φυσικά αποτίναξε από πάνω του γρήγορα γρήγορα το κεφαλάκι του τύπου που αποζητούσε λίγη στοργή.
“Θέλουμε να τυπώσουμε αυτό και αυτό το κείμενο και να φωτοτυπήσουμε αυτά και αυτά τα ποιήματα. Αδύνατον να φωτοτυπήσω αυτό και αυτό το κείμενο και αυτά και αυτά τα ποιήματα απευθείας από βιβλία, μου το απαγορεύει ο κανονισμός, δε βλέπετε τι γράφει το σημείωμα στον τοίχο” και έδειξε στην ομάδα ένα σημείωμα τυπωμένο σε Word, γιατί ο υπάλληλος ήξερε και Word, καρφωμένο πάνω από τον βοηθό του που καθάριζε τα δόντια του με οδοντικό νήμα σε μια γωνία και δεν άκουγε με καμία προσοχή τίποτα από όσα λέγονταν ή συνέβαιναν στο μαγαζί αλλά κοιτούσε και έβλεπε 3 άτομα από πίσω μπροστά σε έναν τύπο, τον υπάλληλο, που φαίνονταν μπροστά, να διαπραγματεύονται τις προκηρύξεις του που δεν ήξερε ότι είναι προκηρύξεις βέβαια, περισσότερο υπέθεσε ότι θα είναι φοιτητές αλλά δεν ήταν δυστυχώς φοιτήτριες να τις κοζάρει από πίσω, έστω και έτσι συνέχισε να καθαρίζει τα δόντια του. “Το γεγονός ότι είσαι ένας τόσο πειθήνιος υπαλληλίσκος σε καθιστά τόσο χάνο αλλά και τόσο βλακέντιο όχι μόνο στα μάτια ενός οποιουδήποτε ανθρώπου με κρίση και μία κρίση ενάντια σε κάθε αφεντικό, αλλά και σε ολόκληρο το συμπαντικό κόσμο, καθώς δεν βρίσκεται κανένας εδώ που να μπορεί να σου επιβάλλει να μην βγάλεις φωτοτυπία τα εν λόγω ποιήματα από το εν λόγω βιβλίο”, είπε ο μεσαίος από την ομάδα για να μην πει “Είσαι και πολύ μαλάκας ρε φίλε”. Αλλά το είπε ο άκρη αριστερά.
“Μη μιλάς σε παρακαλώ έτσι μπροστά στην παναγιά” και έδειξε το εικόνισμα της κλαίουσας που ήταν καρφιτσωμένο δίπλα στο απαγορευτικό σημείωμα που ήταν καρφιτσωμένο δίπλα στον βοηθό που καθάριζε τα δόντια του. “Μα πρέπει να μας τα φωτοτυπήσεις έχουμε αποστολή καταλαβαίνεις;” είπε ο άκρη δέξια και ο υπάλληλος, που φαινόταν μπροστά και οι τρεις φαίνονταν από πίσω, άλλαξε κάτι χαρτιά που κρατούσε στο αριστερό του χέρι και τα πήγε στο δεξί του και ο μεσαίος του είπε κάτι για το συμπαντικό κόσμο και πόσο σημαντικό είναι να τους φωτοτυπήσει τα ποιήματα αφήνοντας ταυτόχρονα και μια μπηχτή για την άκριτη συμπεριφορά του τονίζοντάς του ότι θα έπρεπε να έχει μία, πάντα, αρνητική συμπεριφορά απέναντι σε κάθε βούληση αφεντικού αλλά ο υπάλληλος έδειξε ένα απαγορευτικό σημείωμα που είχε καρφιτσώσει δίπλα στο εικόνισμα της παναγίας και πάνω από τον βοηθό του, που καθάριζε αμέριμνος τα δόντια του με ένα οδοντικό νήμα και τους τόνισε ότι δεν θα έπρεπε να μιλάνε με άσχημο τρόπο μπρος στην παναγιά, θα τον κακολογούσε, όχι τώρα απαραίτητα, αλλά μάλλον στον άλλο κόσμο. Και ο άκρη αριστερά του είπε ξερά πόσο μαλάκας ήταν εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή όταν ο ίδιος άλλαζε κάτι χαρτιά φωτοτυπίας από το δεξί στο αριστερό του χέρι και δεν έλεγε με τίποτα να δεχτεί να τους φωτοτυπήσει τα ποιήματά τους παρόλο που ο άκρη δεξιά τύπος της ομάδας του τόνισε την σημασία της φωτοτύπησης αυτών των ποιημάτων και ο υπάλληλος τους έδειξε την παναγιά και είπε πως δεν καταλάβαινε από αυτά, αφού το έλεγε το σημείωμα εξάλλου, αυτό που ήταν πάνω στο φυστικί τοίχο καρφιτσωμένο πάνω από τον βοηθό του που τους κοιτούσε από πίσω σε μια γωνία να καθαρίζει τα δόντια του με οδοντικό νήμα, ο οποίος ήλπιζε αυτοί οι 3 τύποι να ήταν φοιτήτριες για να μπορεί να τις κοζάρει έστω, τι να έκανε άλλο μέσα σε αυτό το μαγαζί, πάνω από το εικόνισμα της παναγιάς που έκλαιγε και έκλαιγε, χωρίς λόγο.
“Ίσως επειδή μίλησες με πολύ σκληρά λόγια και ίσως αυτός είναι ο λόγος που δεν θυμάμαι τίποτα ή ο λόγος που δεν θυμάσαι εσύ τίποτα. Εγώ μπορεί να χάθηκα από τη μνήμη αυτή, που σε τελική μπορεί και αυτή να μην υπήρξε ποτέ,  αλλά τα σκληρά λόγια δεν χάθηκαν.” Είπε ο καθρέφτης. Θέλω να τρέξω να σε φιλήσω τώρα εκεί που ανακατεύεις το φαγητό στην κατσαρόλα σου. Είπε ο τύπος. ΩΘέλω. Αλλά δεν θυμάμαι τίποτα πια, ούτε από το παρόν ούτε από το μέλλον.” Είπε ο τύπος.
Η παναγιά συνέχισε το κλάμα, ο βοηθός καθάριζε τα δόντια του με οδοντικό νήμα, ο υπάλληλος δεν φωτοτυπούσε με τίποτα και κανένα ποίημα. Και χάθηκαν όλα σε μια στιγμή.
0 notes
aspalax · 7 years ago
Photo
Tumblr media
FANZINE
Aυτό είναι ένα μικρό fanzine για τα ύστατα εκείνα λεπτά που θα σε βρει ο θάνατος (περιέχει τεχνικές για να τον αντικρίσεις πριν σε βρει ο ίδιος…)
0 notes
aspalax · 8 years ago
Photo
Tumblr media
FANZINE
“GAME BOY, μια αέναη λούπα”
Και όμως μερικές φορές νιώθεις ότι είσαι εγκλωβισμένος σε ένα πιξελιασμένο παιχνίδι που ξεκινάει και ξαναξεκινάει και ξαναξεκινάει και ξαναξεκινάει από την αρχή. Αυτή η έννοια της επανάληψης που τόσο ωραία παρουσιάζετε στον Alain Robbe-Grillet και στο Game Boy
0 notes
aspalax · 8 years ago
Photo
Tumblr media
FANZINE
“Δύο πολύ μικρές ιστορίες”
για έναν αρσιβαρίστα που ήθελε να γίνει αρσιβαρίστας αλλά έγινε γιατρός και για μία ψιλικατζού που ήθελε να αποκτήσει μπραζιλιάνικο μαύρισμα
1 note · View note