Don't wanna be here? Send us removal request.
Text
23 11 2022

Λίγες γυναίκες εμπνέουν τρυφερότητα μετά τον έρωτα, λίγοι άντρες έχουν την ευγένεια να το υποκριθούν.
Μωρίς Σαπλάν, 1906-1992 Γάλλος γνωμικογράφος & δημοσιογράφος
Υπήρξε κυρίως ραδιοφωνικός και τηλεοπτικός παρουσιαστής
0 notes
Text
21 11 2022


Γεώργιος Βιζυηνός - Μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νεαπόλεως
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Τοιαῦτά τινα ἐβροντοφώνει ὁ Βεζούβιος πρὸς τὴν Νεάπολιν, ἢ –διὰ νὰ εἴμεθᾳ ἀληθέστεροι– τοιαῦτά τινα ἐψιθύριζον ἐγὼ πρὸς τὴν παρ᾿ ἐμοὶ καθημένην Μάσιγγαν, ἡ ὁποία, τελειώσασα τὸ ἔργ��ν τοῦ ὁδηγοῦ, μὲ ἠρώτησε, πῶς μοὶ φαίνεται ἡ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν θέα.
Πᾶσα ἄλλη κόρη, καὶ ἴσως καὶ αὐτὴ ἡ ἀναγνώστριά μου, ἢ δὲν θὰ ἠννόει εὐθὺς ἀμέσως τί ἐστοχαζόμην διὰ τῶν εἰκονικῶν τούτων ὑπερβολῶν, ἢ θὰ τὸ ἠννόει μέν, θὰ ἔκαμνεν ὅμως ὅτι δὲν τὸ ἠννόησεν. Ἀλλ᾿ ἡ Μάσιγγα, ὅπως εἶχεν ἐν τῷ πνεύματί της τὸ ἀπροκάλυπτον καὶ ἀνυπόκριτον τῆς παιδικῆς ἁπλότητος συνδυασμένα μὲ τὴν ὀξύνοιαν καὶ τὴν λεπτὴν κρίσιν ὡρίμου καὶ δυνατῆς διανοίας.
– Ξεύρω διατί μοῦ τὰ λέγεις αὐτά! Ἀνεφώνησε, σύρουσα πάλιν τὴν φωνὴν τῆς ὡς χαϋδεμένον παραπονούμενον παιδίον. – Εἶναι ὡραῖα, μὲ φαντασίαν καὶ μὲ ποίησιν, ἀλλὰ δὲν μὲ ἀρέσουν.
– Διατί; εἶπον ἐγὼ τότε, ἐξηγήσου.
– Χμ! ἀπήντησεν ἐκείνη. Διατί; Διότι, διότι ξεύρω διατί μοῦ τὸ λέγεις. Καὶ μετὰ τίνα σιγὴν ἐπρόσθεσε κλαυθμηρᾷ τῇ φωνῇ. – Ἐγὼ οὔτε ματαιόφρων, οὔτε κοῦφος, οὔτε μικρόψυχος εἶμαι, ὡς ἡ ἀνόητος Νεάπολίς σου! Ἀλλὰ σὺ τέτοιος ἤσουν πάντοτε. Πάντοτε μ᾿ ἔπαιρνες γιὰ «τρελοκόριτσον»!
– Τί συκοφαντία! ἀνέκραξα ἐγὼ ἀνακαγχάσας, ὅπως προλάβω τὸ κακόν, ἀλλὰ ἦτο πολὺ ἀργά! Ἡ κόρη ἐγέλασε μὲν μηχανικῶς μετ᾿ ἐμοῦ, ἀλλὰ ἐκ τῶν κανθῶν αὐτῆς ἔλαμψαν δυὸ μεγάλα δάκρυα! – Ὤ, εἶπον τότε λυπημένος, ζητῶ συγγνώμην! Ἐθύμωσες μαζί μου!

Εμμανουήλ Ροΐδης - �� Πάπισσα Ιωάννα
[Α] [Β] [Γ] [Δ]
Mέρος A΄
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion,
et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Οκτώ όλα έτη επλανήθη ο πατήρ της Ιωάννας υπό τα δένδρα της Βεσταλίας, βαπτίζων, διδάσκων, εξομολογών και θάπτων. Πολυπαθέστερος δε γενόμενος και αυτού του αποστόλου Παύλου πολλάκις ερραβδίσθη, δεκάκις ελιθάσθη, πεντάκις ερρίφθη εις τον Ρήνον και δις εις την Άλυν, τετράκις εκάη, τρις εκρεμάσθη και μεθ’ όλα ταύτα επέζησε τη βοηθεία της Θεοτόκου. Τον δε υποπτευόμενον ότι απίθανα λέγω, παραπέμπω εις της εποχής εκείνης τα συναξάρια, ίνα μάθη τίνι τρόπω η ξανθή Παναγία υπεστήριζεν διά των λευκών αυτής χειρών τους πόδας των πιστών της, οσάκις απηγχονίζοντο, έσβηνε τας φλόγας της πυράς διά ριπιδίου εκ πτερών Αγγέλου, οσάκις εκαίοντο, ή λύουσα την κυανήν ζώνην έτεινεν αυτήν εις τους καταποντιζομένους, ως η Ινώ τω Οδυσσεί τον πέπλον.
Τα τόσα παθήματα δεν ίσχυσαν να ψυχράνωσι τον ζήλον ή ν’ αλλοιώσωσι το φρόνημα του ακαμάτου αποστόλου· το σώμα όμως αυτού κατήντησε βαθμηδόν αγνώριστον, αφού οι μεν Φρίσονες τω αφήρεσαν τον δεξιόν οφθαλμόν, οι δε Λογγοβάρδοι έκοψαν τα ώτα του, οι Θουρίγγιοι την ρίνα και οι ανήμεροι κάτοικοι του Ερκυνίου δάσους, θέλοντες να εξολοθρεύσωσι των ιεροκηρύκων την γενεάν, εθυσίασαν προ του βωμού του Τουίτονος τα δύο τέκνα του και έπειτα διά της αυτής απανθρώπου μαχαίρας απέκοψαν αυτώ... πάσαν πατρότητος ελπίδα.

Διονύσιος Σολωμός - Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάϋρον
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
146.
Ἐνῶ ἀνάδινε ἡ ψυχῆ του
μόνους ἄφησε νὰ ἐλθοῦν
ἡ Γαλλία καὶ τὸ παιδί του
πρὸς τὰ μάτια, πρὶν σβησθοῦν.
147.
Καὶ ὄχι ἡ μοίρα, ὁποῦ σαράντα
νίκες τοῦ ἄδραξε ἡ σκληρή,
καὶ βαρύτερη εἶναι πάντα
σὲ καρδιὰ βασιλική.
148.
Ὄχι ἡ δόξα ἡ περασμένη,
ποὺ μὲ βία πολεμικὴ
τοῦ ἔδειχνε τὴν Οἰκουμένη,
λέγοντάς του: Ἀκαρτέρει,
149.
Στὴν ταφή του μὲ τὴν πάχνη
χύν᾿ ἡ βρύση τὸ νερό,
ποὺ τοῦ δρόσισε τὰ σπλάχνη,
εἰς τὸ ψυχομαχ��τό.
150.
Τὲς ἡμέρες, ὁποῦ ἂν μόνο
τ᾿ ὄνομά του ἤθελε πεῖς,
ὁλογόστευαν στὸ θρόνο
τὴν αὐθάδεια οἱ βασιλεῖς,

Οι έμποροι των εθνών ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε´
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Ἡ Αὐγούστα ἀνεπήδησεν ἀπὸ τῆς πλακός, ἐφ᾽ ἧς ἐκάθητο, ὡς αὐτόματόν τι. Ἐξέπεμψε κραυγὴν καὶ ἤρχισαν νὰ τρέμωσι τὰ μέλη τοῦ σώματος αὐτῆς.
Ὁ ἄγνωστος ἅμα ἰδὼν αὐτὴν ὠπισθοδρόμησεν, ἀλλὰ δὲν ἐφάνη ὅτι ἐπτ��ήθη.
― Ποία εἶσθε, κυρία; εἶπεν.
Ἡ Αὐγούστα δὲν ἀπήντησεν. Ἡ γλῶσσά της εἶχε παραλυθῆ.
Ὁ ἄγνωστος παρατηρήσας τὸν τρόμον, ὃν ἐνεποίησεν εἰς τὴν γυναῖκα ταύτην, ἀνέλαβε τὴν ἑτοιμότητα τοῦ πνεύματός του.
― Σᾶς ζητῶ συγγνώμην γονυπετῶς, κυρία, εἶπε.
Καὶ ἔκλινε τὸ γόνυ ἐπὶ τοῦ μαρμαρίνου ἐδάφους.
― Σᾶς ζητῶ ταπεινῶς συγγνώμην, κυρία, ἐπανέλαβε, διότι σᾶς ἐπροξένησα τρόμον ἀκουσίως, καὶ ἡ ἀπερισκεψία μου εἶναι ἀξία πάσης μομφῆς καὶ κατακρίσεως. Θὰ εἶσθε βεβαίως ἡ σύζυγος τοῦ εὐγενοῦς ἰδιοκτήτου τῆς ἐπαύλεως ταύτης.
Ἡ Αὐγούστα ἀνέλαβε μικρὸν θάρρος, ἀλλὰ δὲν ἀπήντησε.
― Δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι εἶσθε ἡ κυρία τοῦ οἴκου τούτου, ἐπανέλαβεν ὁ ἄγνωστος. Καὶ ἐγώ, κυρία, εἶμαι ξένος σας. Τὴν νύκτα ταύτην ὁ σύζυγός σας μοὶ παρέσχε φιλοξενίαν.
―Ὁ σύζυγός μου; εἶπεν ἡ Αὐγούστα;
― Ναί, κυρία.
―Ἐπανῆλθε;
―Ἐπανήλθομεν ὁμοῦ.
― Πότε;
― Πρὸ τριῶν ὡρῶν.
― Ποῦ εἶναι;
― Νομίζω ὅτι κοιμᾶται.
― Καὶ οἱ ἄνθρωποί του;
―Ἔμειναν εἰς τὸ πλοῖον.
― Εἶναι αὐτὸς ὑγιής;
―Ὑγιής.
― Ἡ ἐκδρομή του δὲν εἶχε δυσάρεστον;
―Ὄχι, εὐτυχῶς.
― Καὶ διατί δὲν μοὶ ἀνήγγειλεν ὅτι ἦλθε;
0 notes
Text
20 11 2022


Γεώργιος Βιζυηνός - Μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νεαπόλεως
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
– Ἰδέτε τὴν ματαιόφρονα, τὴν κοῦφον νεάνιδα! Ὀλίγος ἀφρὸς καμπανίτου, ἓν τετριμμένον καὶ κοινὸν «βάλς», δυὸ πρόστυχοι ρακέτται, τῆς ἐμέθυσαν τὸν νοῦν, τῆς ἐπανεστάτησαν τὰ νεῦρα, τῆς ἐθάμβωσαν τὰς αἰσθήσεις καὶ τρέχει ἐρωτόληπτος πρὸς τὸν μηδαμινὸν ἀντίζηλόν μου, τὸν Παυσίλυπον, καὶ θέλγεται ἀπὸ τὰς ἐκδουλεύσεις τῶν ἀνθρωπίσκων αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι ὅμως δὲν ὑπηρετοῦν παρὰ ἕνα «ἐργολάβον»! Ἐγὼ ἀναλύω διὰ τῶν ὑπηρετουσῶν με θείων δυνάμεων τὰ σκληρότερα στοιχεῖα τῆς φύσεως, τὰ συγκιρνῶ μὲ τὴν κοχλάζουσαν λάβαν τῶν στηθῶν μου, καὶ τὴ προσφέρω τὸν κρατῆρα μου ὑπερεκχειλίζοντα – Ἀποποιεῖται! Συγκαλῶ εἰς συναυλίαν τοὺς χοροὺς τῶν καταχθονίων Τυφώνων καὶ τὰς ὀρχήστρας τῶν ἐναερίων Λαιλάπων, εἰς τὴν μουσικὴν τῶν ὁποίων ὡς καὶ τ᾿ ἄψυχα χορεύουσι βουνά, κ᾿ ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὑπερανθρώπου αὐτῆς συμφωνίας τὴ προσφέρω τὴν πυρέσσουσαν χεῖρα – Ἀποποιεῖται! Τῇ ἐκσφενδονίζω πυροτεχνήματα τοὺς ἀδαμαντίνους μύδρους τῶν φλογερῶν στεναγμῶν, τὰ τεμάχια αὐτῆς τῆς ὑπὸ ἐρωτικῆς πυρᾶς βιβρωσκομένης καρδίας μου – Ἀποποιεῖται! Εἶναι μικρόψυχος γυνή· πτοεῖται πρὸ τοῦ μεγαλείου· ἰλιγγιᾶ πρὸ τῆς ἀθανασίας! Προτιμᾷ τὴν ἐλαφρὰν ἐπίδειξιν, τὴν ἐφήμερον λάμψιν ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὅμως ἰδέτε τὴν ἐκλεκτήν μου, ἰδέτε τὴν πιστήν μου Πομπηΐαν! Ὁ πηλὸς τῶν ὁδῶν αὐτῆς στολίζει τὰ στήθη τῶν ἡγεμονίδων, καὶ διὰ τῶν σκουπιδίων αὐτῆς κοσμοῦσι τῶν βασιλέων τὰς αἰθούσας. Τίς θὰ ἐνθυμεῖτο σήμερον τὸ ἄσημον πολίχνιον τῶν ναυτῶν καὶ ἁλιέων, ἐὰν δὲν εἶχεν ὑπάρξει πιστὴ τοῦ Βεζουβίου μέχρι θανάτου, ἐὰν δὲν ἐξέπνεεν ἀσπαίρουσα ὑπὸ τὰς φλογεράς του περιπτύξεις;...

Εμμανουήλ Ροΐδης - Η Πάπισσα Ιωάννα
[Α] [Β] [Γ] [Δ]
Mέρος A΄
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion,
et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Ενόσω μεν διήρκει ο πόλεμος, οι στρατιώται εξηκολούθουν εκπληρούντες έργα ιερέων· αλλ’ αφού ησύχασαν τα πράγματα και εξηντλήθησαν αι θεολογικαί γνώσεις των θωρακοφόρων εκείνων ιεροκηρύκων, πάντες και προ πάντων ο αυτοκράτωρ ησθάνθησαν την ανάγκην σοβαρωτέρων κατηχητών. Αλλά παρά τοις Φράγκοις καλόγηροι μόνον υπήρχον τότε και δεινότεροι περί την ζυθοποιίαν ή την δογματικήν, βαπτίζοντες τα βρέφη εις το όνομα της Πατρίδος, της Θυγατρός και της Αγίας Πνοής, ισχυριζόμενοι ότι η Θεοτόκος συνέλαβεν εκ του ωτός, προγευματίζοντες προ της μεταλήψεως και αναγκάζοντες τον διάκονον να πίη το ύδωρ, δι’ ου έπλυνον τας χείρας μετά την λειτουργίαν.
Εις τοιούτων διδασκάλων τας χείρας ουδ’ αυτούς τους Σάξωνας ετόλμησεν ο Κάρολος να εμπιστευθή, φοβούμενος μη αναγκασθή μετ’ ολίγον να εκστρατεύση και πάλιν, ίνα νέα είδωλα κρημνίση, τα του Βάκχου και του Μορφέως. Απορών περί του πρακτέου εσυμβουλεύθη τον Αλκουίνον, εις ου τους χρησμούς κατέφευγον τότε οι Φράγκοι, ως οι Έλληνες εις την Πυθίαν. Ο Αλκουίνος ήτο Άγγλος, η δε Αγγλία είχε τότε το μονοπώλιον των θεολόγων, ως σήμερον των ατμομηχανών. Εκεί λοιπόν εστάλη πλοίον, ίνα φορτωθή ιεροκήρυκας προς μύησιν των Σαξώνων εις της πίστεως τα μυστήρια.
Η σωτήριος εκείνη κιβωτός της χριστιανοσύνης, εφ’ ης είδομεν επιβάντα και της Ιωάννας τον πατέρα μετά της γυναικός, εφέρετο οκτώ ημέρας επί των υδάτων, την δε ενάτην υπερβάσα το στόμιον του Ρήνου προσωρμίσθη ενώπιον της πόλεως Νοβιομάγου, όπου κατά πρώτον επάτησαν το γερμανικόν χώμα οι αγρευτήρες εκείνοι των ψυχών. Εκείθεν άλλοι επί όνων, άλλοι διά λέμβων και άλλοι αποστολικώς ανατρέξαντες εις τας πηγάς της Λίππης, έφθασαν τέλος κεκμηκότες και πειναλέοι εις Παδέβορνον, όπου εσκήνου ο Κάρολος εν μέσω σταυρών και ασπίδων. Η Σαξωνία διενεμήθη παραχρήμα υπό του νικητού εις τους νεήλυδας καλογήρους, ων έκαστος έλαβεν εντολήν να κοσμήση διά του Σταυρού πάσαν καλύβην επαρχίας τινός της κατακτηθείσης χώρας, της δε Ιωάννας ο πατήρ διετάχθη να διευθυνθή προς νότον, ίνα κρημνίση το εν Ερισβούργη είδωλον του Ιρμινσούλ, περί το οποίον συνήρχοντο οι τότε επαναστάται, ως οι ημέτεροι εις τα Χαφτεία, προσφέροντες ανθρωπίνους θυσίας και νέας καθ’ εκάστην χαλκεύοντες συνωμοσίας. Ο ταλαίπωρος μοναχός, φορτώσας επί οναρίου την γυναίκα του και τέσσαρας μαύρους σαξωνικούς άρτους, ήρξατο της νέας οδοιπορίας, σύρων το ζώον εκ του χαλινού και μετά δακρύων ενθυμούμενος τας αναπαύσεις της πατρώας καλύβης.

Διονύσιος Σολωμός - Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάϋρον
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
141.
Ἡ ἀκριβή του θυγατέρα,
καθὼς ἔμεινε μικρή,
ἐνῶ ἡ τύχη τὸν πατέρα,
ἐκαλοῦσε ἀλλοῦ, καὶ Ἐσύ,
142.
Ἐσύ, θεία τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνα,
μὲ τὰ φέγγη σου, καὶ αὐτὴ
ὅπου σ᾿ ἔφθανε στὸ γόνα
μὲ τὴν ὤρια κεφαλή,
143.
γιὰ λίγη ὥρα τοῦ σηκώνεται
τοῦ ἄλλου κόσμου τὴ θωριά,
καὶ σ᾿ ἐσᾶς ἀντισηκώνεται
μὲ τὴν πρόθυμη ἀγκαλιά.
144.
Ἔτσι ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Αἰῶνος,
ὅταν ἔπαυε νὰ ζεῖ,
καθὼς ἤθελεν ὁ φθόνος,
σ᾿ ἕνα ἀγνώριστο νησί,
145.
καὶ εἶχε μάρτυρα εἰς τὸ βράχο
τοῦ Θεοῦ τὸν ὀφθαλμό,
καὶ τριγύρω τοῦ μονάχο
τοῦ πελάου τὸ γογγυτό.

Οι έμποροι των εθνών ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Εἰς τὸν ἐπιτακτικὸν τόνον τῆς τελευταίας ταύτης παρακελεύσεως δὲν ἴσχυσε ν᾽ ἀντισταθῇ ἡ Σεντίνα. Ἠγέρθη καὶ λαβοῦσα τὸ φῶς κατέβη.
Ἡ Αὐγούστα ἔμεινε μόνη ἐπὶ τοῦ ἀνδήρου καὶ ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης.
Ἠκούσθη τὸ τελευταῖον βῆμα τῆς ��εντίνης ἀπομακρυνομένης καὶ ἔκτοτε σιγὴ ἐπεκράτησεν.
Ἐν τούτοις ἡ Αὐγούστα μείνασα μόνη ἐπὶ τοῦ πύργου μετενόησε διὰ τὴν τόλμην της καὶ ἤρχισε ν᾽ ἀνησυχῇ. Τὸ μυστηριῶδες αἴσθημα τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου, ὅπερ παρὰ πᾶσαν ἐπιστήμην καὶ πάντα θετικὸν συλλογισμόν, ἐπιδρᾷ πάντοτε ἐπὶ τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδίως τοῦ ἀσθενοῦς φύλου, ἦτο παρὰ τοῖς προγόνοις ἡμῶν, ὡς γνωστόν, λίαν ἰσχυρόν· εἶχε δὲ ὁ φόβος οὗτος καὶ θέλγητρόν τι, διὰ τὴν συμπαθῆ ψυχὴν τῆς γυναικὸς ταύτης.
Ἡ Αὐγούστα ἀνεπόλει ἄκουσα καὶ ἐπανελάμβανε πρὸς ἑαυτήν, ὡς μάθημα παιδαγωγοῦ, τὰς ἀλλοκότους διηγήσεις ἃς ἤκουε παρὰ τῶν γυναικῶν της περὶ τοῦ πύργου τούτου. Ἀνεζωγράφει τὴν μορφὴν τῆς ἀτυχοῦς ἐκείνης γυναικός, τῆς κομήσσης, ἥτις, ἂν ἡ ἱστορία ἦτο ἀληθής, εἶχε κατακρημνισθῆ πρωίαν τινὰ ἀπὸ τοῦ ὕψους τῶν ἐπάλξεων τούτων καὶ εὗρε μετὰ τοῦ τέκνου της τὸν θάνατον ἐντὸς τῶν κυμάτων, ἅτινα ἦσαν τὸ τελευταῖον λίκνον αὐτοῦ.
Ἀνέπλαττε τὴν φοβερὰν προτομὴν τοῦ φρικώδους ἐκείνου κόμητος, ὅστις, μετὰ τὸ ἔγκλημα τοῦτο, ἐξηκολούθησεν, ὡς ἔλεγεν ἡ παράδοσις, νὰ ἐπισωρεύῃ καὶ ἄλλα ἐγκλήματα ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, ρίπτων καθ᾽ ἑκάστην τὰ θύματά του ἀπὸ τοῦ πύργου τούτου, ὡς νὰ ἐπεθύμει νὰ μολώσῃ* τὴν θάλασσαν μὲ πτώματα.
Ἀνεπόλει ταῦτα καὶ ᾐσθάνετο ρῖγος.
Πλὴν δὲ τούτου καὶ ἄλλος τις φόβος κατεῖχε τὴν ψυχήν της· ὁ φόβος μὴ παρατηρηθῇ καὶ σχολιασθῇ ὑπό τινος ἀδιακρίτου θεραπαινίδος ἡ ἄνοδός της εἰς τὸν πύργον καὶ ἡ κάθοδος τῆς Σεντίνης ἄνευ αὐτῆς. Ἤξευρε τί ἐσήμαινε τὸ νὰ δώσῃ ἀφορμὴν κακολογίας εἰς τὰς θεραπαίνας, ἀφοῦ αὗται καθ᾽ ἑκάστην τὴν ἐκακολόγουν ἄνευ ἀφορμῆς.
Παρῆλθον στιγμαί τινες καὶ ἠκούσθησαν βήματα ἀναβαίνοντος.
― Πολὺ ταχέως ἐπανῆλθεν ἡ Σεντίνα, ἐψιθύρισεν ἡ Αὐγούστα. Ἂς ἔλθῃ, δόξα σοι, ὁ Θεός.
Ἐν τούτοις τὰ βήματα προσήγγιζον καὶ καθίσταντο βαρέα.
― Παράδοξον, δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ βῆμα τῆς Σεντίνης. Ποῖος νὰ εἶναι; εἶπεν ἡ Αὐγούστα.
Τῇ αὐτῇ στιγμῇ ἐνεφανίσθη, ὡς φάσμα, ἐνώπιόν της ἄνθρωπός τις ἄγνωστος· ὄν τι, ὅπερ οὐδέποτε εἶχεν ἰδεῖ.
0 notes
Text
17 11 2022


Γεώργιος Βιζυηνός - Μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νεαπόλεως
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Τὴν νύκτα ἐκείνην ἡ σοβαρὰ αὐτοῦ μορφὴ ἦτο κατ᾿ ἐξαίρεσιν συννεφωμένη. Ἦτο θυμωμένος. Θυμωμένος, διότι πυγμαῖός τις γείτων, ὁ λόφος τοῦ Παυσιλύπου, εἶχε τὴν θρασύτητα νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν ὑπερήφανον γίγαντα, νὰ μετρηθῇ πρὸς τὸν ἀετὸν ὡς ἀντεραστής. K᾿ ἐπετύγχανε μέχρι τινός. Καὶ κατώρθου νὰ ἔχῃ τὴν προσοχὴν τῆς Νεαπόλεως ἐστραμμένην πρὸς αὐτόν, δελεάζων τὰς αἰσθήσεις αὐτῆς δι᾿ ὡραίας μουσικῆς, ἐκλεκτοῦ φαγοποσίου καὶ πυκνῶν πυροτεχνημάτων. Καὶ ἔτρεχε λοιπὸν ἡ Νεάπολις συσφιγγομένη εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Παυσιλύπου, καὶ ἐζηλοτ��πει ὁ Βεζούβιος, καὶ ἐθύμωνε, καὶ ἔσειε κτυπῶν διὰ τοῦ ποδὸς τὸ ἔδαφος, καὶ ἠσχύνετο ἐπὶ τῇ ματαιοφροσύνῃ τῆς ἐρωμένης, ἐπὶ τῇ πρὸς αὐτὴν ἀδυναμία του. Τότε ἐκοκκίνιζεν ἡ σκοτεινὴ αὐτοῦ ὄψις καὶ ἐχαμηλοῦντο αἱ πυκναὶ ὀφρὺς καὶ διεστέλλοντο σπασμωδικῶς τὰ χείλη του, καὶ ἐτινάσσοντο οἱ σπινθῆρες τῆς βαθείας αὐτοῦ πίπας εἰς τὸν ἀέρα, ὡς ἐκ τοῦ βιαίου τρόπου καθ᾿ ὃν συνειθίζει ὁσάκις θυμώνει, νὰ τὴν ἀνασκαλεύῃ καὶ νὰ ὁμιλῇ ἐνῷ καπνίζει. Ἰδοὺ τί περίπου ἔλεγεν ἐκείνην τὴν νύκτα:

Εμμανουήλ Ροΐδης - Η Πάπισσα Ιωάννα
[Α] [Β] [Γ] [Δ]
Mέρος A΄
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion,
et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Μετά την νίκην, φοβούμενος ο άγιος αυτοκράτωρ μη αναγκασθή και πάλιν υπό των αγριανθρώπων εκείνων να διακόψη τας ευσεβείς αυτού ασχολίας, απεφάσισεν ή πάντας τους νικηθέντας να εξολοθρεύση ή εκόντας άκοντας όλους να βαπτίση. Ουδείς ποτέ ιεροκήρυξ κατώρθωσε πλείονας απίστους εν βραχεί χρόνω να χριστιανίση· αλλ’ η ευγλωττία του Φράγκου κατακτητού ήτο ακαταμάχητος. «Πίστευσον ή σε φονεύω», έλεγεν εις τον δεσμώτην Σάξωνα, εις ου τα όμματα ήστραπτεν ως πειστικώτατον επιχείρημα η μάχαιρα του δημίου, και όλος εκείνος ο όχλος επήδα εις την κολυμβήθραν ως αι νήσσαι εις τους λάκκους, αφού βρέξη.
Επειδή όμως, όσω παντοδύναμος και αν υποτεθή η πίστις, απαιτείται ουχ ήττον να γνωρίζη οπωσούν και ο χριστιανός εις τι πιστεύει, συνηθίζετο τότε εν Ευρώπη, ως σήμερον εν Οταΐτη και Μαλαβάρη, να μανθάνωσιν οι νεοβάπτιστοι είδος τι κατηχήσεως, ην οι δεκανείς του Καρόλου εδίδασκον τους Σάξωνας, τάσσοντες αυτούς κατά σειράν ανά δέκα ως νεοσυλλέκτους και ραπίζοντες ανηλεώς, οσάκις προσέκοπτον εις δυσπρόφερτον τινά λέξιν του «Πιστεύω». Ούτω ελάμβανε δίκην ο Ιησούς παρά των ειδώλων δι��� όσα έπαθον υπ’ εκείνων οι πρώτοι αυτού οπαδοί, ότε εκαίοντο επί Νέρωνος ή ωπτούντο επί Διοκλητιανού, κ’ εντεύθεν των Γάλλων η παροιμία «Η εκδίκησις είναι η ηδονή των θεών»6.

Διονύσιος Σολωμός - Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάϋρον
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
136.
Εἶναι ἀδιάφορο, δὲ βλάβει,
ἂν ἐκεῖ σιμοτινὸ
πλέξει ἢ τούρκικο καράβι,
ἢ καράβι ἑλληνικό.
137.
Ἄκου, Μπάϋρον, πόσον θρῆνον
κάνει, ἐνῶ σὲ χαιρετᾶ,
ἡ πατρίδα τῶν Ἑλλήνων.
Κλαῖγε, κλαῖγε, Ἐλευθεριά.
138.
Γιατί ἐκείτοταν στὴν κλίνη,
καὶ τοῦ ἐβάραινε πολὺ
πῶς γιὰ πάντα εἶχε νὰ μείνει,
καὶ ἀπὸ Σὲ νὰ χωριστεῖ.
139.
Ἀρχινάει τοῦ ξεσκεπάζει
ἄλλον κόσμο ὁ λογισμὸς
καὶ κάθε ἄλλο σκοταδιάζει,
καὶ τοῦ κρύβεται ἀπ᾿ ἐμπρός.
140.
Ἀλλὰ ἀντίκρυ ἀπὸ τὰ πλάσματα
τοῦ νοὸς τὰ ἀληθινά,
τοῦ προβαίνουν δυὸ φαντάσματα
ὁλοζώντανα καὶ ὀρθά.

Οι έμποροι των εθνών ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Ἡ ἀνατέλλουσα σελήνη ἐπηργύρου τὰ φωσφορίζοντα κύματα καὶ τοὺς ἀπειλητικοὺς βράχους. Ἠκούετο ὁ πάταγος τῶν κυμάτων θραυομένων κατὰ τῆς ἀποκρήμνου ἀκ��ῆς. Ὁ γογγυσμὸς τῶν νυκτικοράκων ἀντήχει ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μελαγχολικὸς καὶ μονότονος ἀπὸ τοῦ ἐγγὺς δάσους.
Ἡ Αὐγούστα περιέφερεν εὐρὺ καὶ ἱπτάμενον βλέμμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὡς νὰ ἐπεθύμει νὰ ἐγγράψῃ ἐν τῇ καρδία της τὴν ὡραίαν καὶ μυστηριώδη ταύτην εἰκόνα.
Ἀλλ᾽ αἴφνης καθήλωσε τὰ ὄμματα ἐφ᾽ ἑνὸς σημείου.
― Βλέπεις, Σεντίνα, τὰ κατάρτια ἐκεῖνα τοῦ πλοίου εἰς τὸν ὅρμον;
― Βλέπω, κυρία.
― Μήπως εἶναι τὸ πλοῖόν μας καὶ ἐπανῆλθε;
Τῷ ὄντι, ἐκεῖθεν τῆς ἀντικρὺ ἀκτῆς, ἔνθα ἐσχηματίζετο ὅρμος, ἐφαίνοντο ἱστοὶ πλοίου ὑψηλότεροι ὄντες τοῦ χθαμαλοῦ μέρους τοῦ ἰσθμοῦ. Ἀλλ᾽ ἦτο δυσδιάκριτον, ἂν ἦσαν δύο ἢ τρεῖς ἢ τέσσαρες, διότι ἡ ἀνεπαρκὴς λάμψις τῆς μηνοειδοῦς σελήνης δὲν ἠδύνατο νὰ φωτίσῃ καλῶς. Ἀλλ᾽ ἦτο ὡς εἰρωνεία τις τοῦ σκότους. Ἡ σελήνη εἶναι τὸ μειδίαμα τῆς νυκτός, μειδίαμα σαρκαστικὸν καὶ πολλάκις ἀπαίσιον.
― Δὲν ἠξεύρω, κυρία, ἀπήντησεν ἡ Σεντίνα.
― Δὲν δύναμαι, τί κρῖμα! νὰ γνωρίσω τὴν γαλέραν μας.
― Ποῖος δύναται νὰ γνωρίσῃ τώρα τὴν νύκτα!
―Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐλησμόνησα, Σεντίνα, ὅτι εἶσαι μύωψ. Βεβαίως οὐδὲ διακρίνεις ἐκεῖνο ὁποὺ σοῦ δείχνω.
― Τί νὰ διακρίνω; Τὸ πλοῖον; Τὸ βλέπω καλά.
Ἡ Σεντίνα ἐψεύδετο. Ἀλλ᾽ ἦτο φίλαυτος.
― Βλέπεις τὰ ἐξάρτια ἐκεῖ;
― Τὰ βλέπω, ἐπέμεινεν ἡ Σεντίνα.
Ἡ Αὐγούστα ἐσιώπησε. Δὲν ἠδύνατο βεβαίως νὰ μ��ταπείσῃ τὴν θεράπαιναν αὐτῆς, ἀφοῦ ἐπέμενεν ὅτι βλέπει.
Ἡ δὲ Σεντίνα προσεποιήθη ὅτι ἐρρέμβαζε καὶ ὅτι ἦτο αἰσθηματική.
― Εὔμορφα εἶναι, εἶπεν· ἀλλὰ σὲ πιάνει φόβος νὰ κάθησαι ἐδῶ.
― Ψῦχος κάμνει, Σεντίνα. Δὲν ἐπῆρα μαζί μου ἕνα ἐπανωφόρι· ἔκαμα ἄσχημα.
―Ἤξευρα ὅτι δὲν θὰ μείνωμεν ἐδῶ πολύ, ἂν ἀγαπᾷ ἡ κυρία. Διὰ τοῦτο δὲν τῆς ἐνθύμισα τῆς κυρίας νὰ πάρῃ τὸ ἐπανωφόρι της.
―Ἐμένα μὲ ἀρέσει ἐδῶ. Ἂν μοὶ ἔκαμνες τὴν χάριν, Σεντίνα, νὰ μοὶ φέρῃς τὸ ἐπανωφόρι μου.
―Ἀλλὰ δὲν φοβεῖται ἡ κυρία νὰ μείνῃ μόνη της ἐδῶ;
― Ποσῶς δὲν φοβοῦμαι, Σεντίνα. Σὺ δὲν θὰ ἀρ��ήσῃς. Τί ἔχω νὰ φοβηθῶ;
―Ἐδῶ συμβαίνουν παράδοξα, καθὼς λέγουν.
― Μὴ πιστεύῃς, φίλη μου, τὰς μωρὰς ἱστορίας, τὰς ὁποίας διηγοῦνται.
―Ἐγὼ ποτὲ δὲν τὰς πιστεύω. Ἀλλὰ τὸ χρέος μου εἶναι νὰ συμβουλεύω τὴν κυρίαν.
―Ὕπαγε λοιπὸν νὰ μοὶ φέρῃς τὸ ἐπανωφόρι μου.
0 notes
Text
15 11 2022


Γεώργιος Βιζυηνός - Μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νεαπόλεως
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Ὅταν ἡ ἄγκυρα τοῦ «Rio Grande» ἐβρόντησεν ἐπὶ τῶν ὑπνηλῶν τοῦ λιμένος ὑδάτων καὶ τὸ πλοῖον δὲν ἐκινεῖτο πλέον, τότε ἡ Νεάπολις, ἡ ὡραία καὶ πολύφρενος τῆς Μεσογείου κόρη, φεγγοστόλιστος ἀπὸ τῆς πυργοστεφοῦς αὐτῆς κορυφῆς μέχρι τῶν κρασπέδων τῆς θαλασσοβρεχοῦς ἐσθῆτος της, μοὶ ἐφάνη ὡς ἐὰν ἐφόρει τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ ἐκεῖνα «τέλεια», μὲ τὰ ὁποῖα χθὲς καὶ πρώην ἀκόμη αἱ μητέρες ἡμῶν, ὡς νύμφαι κεκοσμημέναι, ἐπροσκύνουν ἀνὰ πᾶν βῆμα πορευόμενοι πρὸς τὸν ναόν, ὅπως εὐλογηθῶσι μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἡμῶν πατέρας, τοὺς ὑπομονητικοὺς καὶ ἐγκρατεῖς ἐκείνους μνηστῆρας τῶν παρελθόντων χρόνων.
Καὶ ἔχει καὶ ἡ Νεάπολις τὸν μνηστῆρα της. Καὶ τήκεται καὶ αὐτὸς φλεγόμενος ἐν ὑπομονῇ καὶ προσδοκίᾳ, ὅπως ἐπιθέσῃ ποτε τὸ θερμὸν αὐτοῦ φίλημα ἐπὶ τοῦ μαρμαρόεντος μετώπου τῆς ἀκμαίας ἀλλὰ λίαν ἐπιφυλακτικῆς μνηστῆς του. Καὶ εἶναι ζηλότυπος γαμβρὸς ὁ Γερο-Βεζούβιος! Διὰ τοῦτο κάθηται καὶ ἐπιτηρεῖ τὴν ἀγάπην του αἴρων τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ ὑψηλότερον πάντων τῶν γειτονικῶν ὀρέων. Καὶ ἀγρυπνεῖ οὕτως ὑψηλότερον πάντων τῶν γειτονικῶν ὀρέων. Καὶ ἀγρυπνεῖ οὕτως ὁλονυκτίς, καπνίζων τὴν μεγάλην αὐτοῦ πίπαν, καὶ στενάζων ἐνίοτε κάτι στεναγμοὺς βαθέως συγκινοῦντας τοὺς γείτονάς του.

Εμμανουήλ Ροΐδης - Η Πάπισσα Ιωάννα
[Α] [Β] [Γ] [Δ]
Mέρος A΄
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion,
et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Ο δ’ ευτυχής αυτοκράτωρ διήνυεν αφρόντιδας ημέρας, μετρών τα ωά των ορνίθων του, τακτοποιών τα ωρολόγια και τα κράτη του, παίζων μετά των θυγατέρων του και του ελέφαντος, ον έλαβε δώρον παρά του καλίφου Αρούν, καταδικάζων εις μικρόν πρόστιμον τους φονείς και ληστάς και απαγχονίζων εις τα δένδρα του κήπου του όσοι των υπηκόων έτρωγον κρέας την Παρασκευήν ή έπτυον μετά την μετάληψιν.
Αλλ’ ενώ ο ευσεβής Κάρολος, όστις, καίτοι μη εξεύρων να γράφη, εγνώριζεν όμως την κλασικήν αρχαιότητα, επανέλεγε καθ’ εκάστην:
Haec mihi Deus otia fecit,
οι Σάξωνες ανήγειρον πάλιν την θρασείαν και ακτένιστον κεφαλήν των και βυθίζοντες την χείρα εις το αίμα ουχί ταυρείων, αλλ’ ανθρωπίνων θυμάτων, ώμνυον εις τον Tουίτονα, τον Ιρμινσούλ και Αρμίνιον ή ν’ αποσείσωσι τον καρόλειον ζυγόν ή διά του αίματος αυτών να φυράσωσι του Άλυος και Βισούργιδος τας όχθας. Ήλθεν, είδε και ενίκησε κατά το σύνηθες ο άμαχος αυτοκράτωρ διά της λόγχης εκείνης, ην κατά τους Ευαγγελιστάς εβύθισεν ο Ρωμαίος στρατιώτης εις του Σωτήρος την πλευράν, ο δε αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανισθείς καθ’ ύπνους τω Καρόλω εναπέθεσεν επί της κλίνης του, ίνα κατά τους χρονογράφους ανταμείψη αυτόν, διότι και από εψημένου και από ωμού κρέατος απέχων την Τεσσαρακοστήν εκοιμάτο μόνος.

Διονύσιος Σολωμός - Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάϋρον
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
131.
Κᾶμε Ἐσὺ μὲ τὴν μητέρα
τὴ γλυκειά μου νὰ ἑνωθεῖ
ἔλα γρήγορα, πατέρα,
ὅλη ἡ Ἀγγλία σὲ καρτερεῖ.
132.
Τὸ καράβι πότε ἀράχνει
εἰσὲ θάλασσα ἀγγλική;
Μοῦ σπαράζουνε τὰ σπλάχνη,
ὁποῦ μοῦ ἔκανες ἐσύ.
133.
Πές, πότ᾿ ἔρχεσαι;»... Ὁλοένα
εἰν᾿ τὸ πλοῖο του στὰ νερά,
ποὺ φλοισβήζουνε σχισμένα,
καὶ ποσῶς δὲν τ᾿ ἀγροίκα.
134.
Ποῖος, ἀλίμονον! μᾶς δίνει
μίαν ἀρχὴ παρηγοριᾶς;
Ἀπ᾿ αὐτὸν δὲ θὲ νὰ μείνει
μήτε ἡ στάχτη του μὲ μᾶς.
135.
Θὰ τὴν ἔχουν ἄλλοι!... Ὤ! σύρε,
σύρε, Μπάϋρον, στὸ καλό.
Ὕπνος ἔξαφνα σὲ πῆρε,
ποὺ δὲν ἔχει ξυπνημό.

Οι έμποροι των εθνών ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Ἐν τούτοις ἡ Αὐγούστα εἶχεν ἐγερθῆ, ὡς εἴπομεν. Ἐκάθισε παρὰ τὴν λυχνίαν καὶ ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς χειρός. Εἶχε συμμέτρους τοὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, μέλανας μεγάλους ὀφθαλμοὺς καὶ λίαν συμπαθῆ τὴν ἔκφρασιν. Ἐφόρει λευκὴν ἐσθῆτα κομβωμένην αὐστηρῶς μέχρι τοῦ τραχήλου. Ἀλλ᾿ ὅσον ἐφαίνετο ἐκ τοῦ λαιμοῦ της, ἠδύνατο νὰ προκαλέσῃ ἀσφαλῶς τὰ κρίνα καὶ τὸ γάλα καὶ πάσας τὰς ἐκδεδομένας παρομοιώσεις.
Ἤνοιξε βιβλίον τι καὶ προσεπάθησε νὰ ἀναγνώσῃ. Ἀλλ᾽ εἰς μάτην· τὸ βλέμμα ἔπιπτεν ἐπὶ τῶν σελίδων, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπε τὰ γράμματα.
Ἐκάλεσε τὴν θαλαμηπόλον της.
― Σεντίνα, κοιμᾶσαι;
― Δὲν δύναμαι νὰ κοιμῶμαι, ἀφοῦ ἡ κυρία ἀγρυπνεῖ. Τί ἀγαπᾶτε;
Ἡ Σεντίνα ἦτο ὑψηλὴ καὶ ὀστεώδης κόρη τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἐτῶν, πελιδνὴ καὶ ἀντιπαθητική. Ἀλλ᾽ εἶχεν ἀφοσίωσιν πρὸς τὴν κυρίαν της. Ἦτο σιωπηλὴ καὶ ἐπέβλεπε πᾶν κίνημα καὶ πᾶσαν λέξιν αὐτῆς. Ἠδύνατο ἐν ἀνάγκῃ νὰ ἐκτελέσῃ χρέη κατασκόπου. Ἀλλὰ μὴ συμπαθοῦσα σπουδαίως πρὸς τὸν Μούχραν, δὲν εἶχε πρὸς τίνα νὰ τὴν προδώσῃ.
Διότι, ἵνα φέρῃ δύο ἀνθρώπους εἰς διάστασιν, ὤφειλον οὗτοι, κατὰ τὴν Σεντίναν, νὰ εἶναι φίλοι της, οὓς νὰ ἀγαπᾷ τρυφερῶς.
― Θέλεις νὰ ἀναβῶμεν ἐπάνω, Σεντίνα;
― Ποῦ ἐπάνω, κυρία;
―Ἐπάνω, εἰς… τοῦ Πραγότση.
― Ἡ κυρία εἶναι παραπολὺ τολμηρά.
― Φοβεῖσαι, Σεντίνα;
―Ἐγὼ δὲν φοβοῦμαι ποσῶς. Ἀλλὰ συμβουλεύω τὴν κυρίαν νὰ εἶναι μετριωτέρα εἰς τὰς παραξενάδας της.
―Ὁ κύριός σου λείπει καὶ θὰ κοιτάξωμεν εἰς τὸ πέλαγος, μήπως ἐπανέρχεται.
―Ἐγὼ θὰ ἀκολουθήσω προθύμως τὴν κυρίαν, ὅπως εἶναι τὸ χρέος μου. Λέγω μόνον ὅτι ἡ κυρία ἔχει ἀλλοκότους ἐπιθυμίας.
―Ἀλλὰ δὲν ἔχομεν καταλληλότερον μέρος διὰ νὰ παραμονεύσωμεν τὴν ἐπάνοδον τοῦ συζύγου μου.
Ἡ Σεντίνα ἀνῆψε φανόν. Διῆλθον σκοτεινοὺς διαδρόμους, ἀνέβησαν κλίμακας καὶ ἔφθασαν εἰς τὸν Πύργον τοῦ Πραγότση.
Ἐκάθισαν ἐνταῦθα καὶ ἀνέπνεον τὴν θαλασσίαν αὔραν.
0 notes
Text
14 11 2022


Γεώργιος Βιζυηνός - Μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νεαπόλεως
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Ὡς ἐκ τῆς τρικυμίας, ἣν ἐπὶ μακρὸν ὑπέστημεν, τὸ «Rio Grande» εἰσήρχετο εἰς τὸν κόλπον τῆς Νεαπόλεως ἐξαιρετικῶς ἀργά. Τὰ ἐπιστρέφοντα τὰς παραλίας βουνὰ μόλις διεκρίνοντο πλέον ὡς ἄμορφοι συγκεχυμένοι ὄγκοι ἐπὶ τοῦ σκοτεινοῦ ὁρίζοντος. Παρὰ τοὺς πρόποδας αὐτῶν διεσπαρμένα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ τὰ φῶτα τῶν πόλεων καὶ τῶν χωρίων, ὅτε μὲν ἐχάνοντο, ὡς ἐκ τῆς κινήσεως τοῦ ἀτμοπλοίου, ὄπισθεν παρεμπροσθοῦντος τινὸς κωλύματος, ὅτε δ᾿ ἀνεφαίνοντο πάλιν, ὅμοια πρὸς μεγάλας πυγολαμπίδας, αἵτινες ἐπέτων σιωπηλῶς καὶ βραδέως παρὰ τὰς σκοτεινὰς ἀκτὰς τῆς θαλάσσης.
Ὁ καθ᾿ αὐτὸ λιμὴν πρὸς ὃν διηυθυνόμεθα ἐκρύπτετο ἀκόμη ὄπισθεν τῆς παρεμπροσθούσης ὑψηλῆς του πλοίου μας πρῴρας. Καθ᾿ ὅσον δ᾿ εἰσεχωροῦμεν εἰς τὸν κόλπον κάμπτοντες πρὸς τ᾿ ἀριστερά, κατὰ τοσοῦτον παρέκυπτον πρὸς τ᾿ ἀντίθετον μέρος αἱ ἐξοχαὶ καὶ τὰ προάστεια τῆς Νεαπόλεως.
– Ἐδῶ κεῖται τὸ Σορέντον! Ἐκεῖ τὸ Καστελαμάρε! Νά, ποὺ εἶναι ἡ Πομπηία! Νά, ὁ Βεζούβιος! – Ἀνεφώνει ἑκάστοτε ἡ Μάσιγγα παρ᾿ ἐμοί, ἥτις ἐπισκεφθεῖσα τὴν χώραν ἄλλοτε, ἐφιλοτιμεῖτο νὰ ὁδηγῇ τὴν ἀπειρίαν μου, χαίρουσα προφανῶς ὁσάκις τὴν ἠρώτων.
Βαθμηδὸν προέκυπτεν ἐνώπιον ἡμῶν ἡ μυριοφεγγὴς Νεάπολις, ἀμφιθεατρικῶς ὑψουμένη ἐπὶ τῆς εὐρείας προκυμαίας. Ἄνωθεν αὐτῆς αἰωρεῖτο ἀπέραντος ἡ ἐρυθρὰ ἐκείνη ἀνταύγεια φώτων, ἥτις ἐπίκειται συνήθως πασῶν τῶν μεγαλοπόλεων ἐν ὥρᾳ νυκτός. Τὰ πυκνὰ τῶν φανῶν καὶ τῶν παραθύρων φέγγη ἐφαίνοντο ἐξ ἀποστάσεως ὡς χαιμαιπετὲς σμῆνος ἀστέρων, οἱ ὁπο���οι, ἀποπλανηθέντες τοῦ ἡλιακοῦ των κέντρου, ἀπέβαλον τὴν ἀρχικὴν αἴγλην καὶ θερμότητα, ἀπέβαλον τὴν ταχύτητα καὶ ζωηρότητά των, καὶ ἀνερριχῶντο τώρα, κουρασμένοι καὶ ἀσθμαίνοντες τοὺς γειτονικοὺς τοῦ Βεζουβίου λόφους, ὅπως προσελθόντες ἐπαιτήσωσιν ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητον τοῦ ἡφαιστείου ἑστίαν ὀλίγον πῦρ πρὸς διάσωσιν τῆς ζωῆς των. Ἀλλ᾿ ὅσον ἐπλησιάζομεν πρὸς τὴν παραλίαν τόσον ἡ ζωηρότης αὐτῶν ηὔξανε, τόσον τὸ μαγευτικὸν ἐκεῖνο θέαμα μεταβάλλετο.

Εμμανουήλ Ροΐδης - Η Πάπισσα Ιωάννα
[Α] [Β] [Γ] [Δ]
Mέρος A΄
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion,
et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Από της αγκάλης του επισκόπου μετέβησαν παραχρήμα οι ιεροκήρυκες εις τας σανίδας της κοίλης νηός και μετ’ ου πολύ έσχισαν τα θολά κύματα του γερμανικού πελάγους, αγνοούντες προς ποίας έπλεον όχθας εις αναζήτησιν μαρτυρικού στεφάνου ή λιπαρού μοναστηρίου. Αλλ’ ενώ ποντοπορούσιν ούτοι υπό την σκέπην του Σταυρού, θέλομεν ημείς πληροφορήσει τον αναγνώστην τί παθών ο επίσκοπος Βόλσιος παρέδιδεν εις το παλίμβολον των κυμάτων τους φωστήρας της αγγλικής Εκκλησίας. Αλλά προς τούτο αποχαιρετώντες την νήσον των Βρεταννών ας μεταβώμεν εις την χώραν των Φράγκων.
Ο μέγας Κάρολος, αφού περιέδραμε την Ευρώπην θερίζων δάφνας και κεφαλάς διά της μακράς του σπάθης, αφού έπνιξεν, ετύφλωσεν ή εστρέβλωσε τα τρία τέταρτα των Σαξώνων, αποκτήσας ούτω την υποταγήν και το σέβας των επιζώντων, ανεπαύετο τέλος επί των τροπαίων του εις Ακυίσγρανον, πόλιν περίφημον διά τα άγια λείψανα και τας βελόνας. Τα πάντα εβάδιζον κατ’ ευχήν εν τη απεράντω αυτοκρατορία· ο σοφός Αλκουίνος έλουεν εις το ύδωρ του βαπτίσματος τους ρυπαρούς του Καρόλου υπηκόους, έκοπτε τα κόκκινά των γένεια και τα μακρά ονύχια και ανοίγων αυτοίς της ανεξαντλήτου σοφίας του τον θησαυρόν έτριβε του ενός τα χείλη διά του μέλιτος του ιερού λόγου, έτρεφεν άλλον με της γραμματικής τας ρίζας και τρίτον εδίδασκεν ότι των χηνών τα πτερά, διά των οποίων καθίστα ταχύτερα τα βέλη, ήσαν και προς γραφήν επιτήδεια.

Διονύσιος Σολωμός - Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάϋρον
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
126.
Νὰ τοῦ λέγει μ᾿ ἕνα δάκρυ:
«Χαίρου, τέκνο μου ἀκριβό,
εἰς τοῦ στήθους μου τὴν ἄκρη
ἐλαβώθηκα καὶ ἐγώ.
127.
Βάλε, φῶς μου, τὴν παλάμη
εἰς τὰ στήθια τοῦ πατρός.
Νά, τὴν ζώνη ποὺ ἔχει κάμει
κόρη τούρκισσα τοῦ ἀντρός».
128.
Καὶ τὸ πέλαγο ἀγναντεύει
ἴσως τώρα ἡ κορασιά,
καὶ ξεφάντωση γυρεύει
μὲ τραγούδια τρυφερά.
129.
«Τὸν γονιό μου, Πρόνοια Θεία,
κᾶμε τόνε νικητή,
εἰς τὰ χώματα, στὰ ὁποῖα
ἡ γυναίκα ἀπαρατεῖ
130.
τὰ στολίδια, τὸν καθρέφτη,
καὶ ἀποκάτου ἀπ᾿ τὸ βυζὶ
ζώνεται ἄρματα, καὶ πέφτει
ὅπου κίνδυνο θωρεῖ.

Ἐν τούτοις ἡ Αὐγούστα εἶχεν ἐγερθῆ, ὡς εἴπομεν. Ἐκάθισε παρὰ τὴν λυχνίαν καὶ ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς χειρός. Εἶχε συμμέτρους τοὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, μέλανας μεγάλους ὀφθαλμοὺς καὶ λίαν συμπαθῆ τὴν ἔκφρασιν. Ἐφόρει λευκὴν ἐσθῆτα κομβωμένην αὐστηρῶς μέχρι τοῦ τραχήλου. Ἀλλ᾿ ὅσον ἐφαίνετο ἐκ τοῦ λαιμοῦ της, ἠδύνατο νὰ προκαλέσῃ ἀσφαλῶς τὰ κρίνα καὶ τὸ γάλα καὶ πάσας τὰς ἐκδεδομένας παρομοιώσεις.
Ἤνοιξε βιβλίον τι καὶ προσεπάθησε νὰ ἀναγνώσῃ. Ἀλλ᾽ εἰς μάτην· τὸ βλέμμα ἔπιπτεν ἐπὶ τῶν σελίδων, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπε τὰ γράμματα.
Ἐκάλεσε τὴν θαλαμηπόλον της.
― Σεντίνα, κοιμᾶσαι;
― Δὲν δύναμαι νὰ κοιμῶμαι, ἀφοῦ ἡ κυρία ἀγρυπνεῖ. Τί ἀγαπᾶτε;
Ἡ Σεντίνα ἦτο ὑψηλὴ καὶ ὀστεώδης κόρη τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἐτῶν, πελιδνὴ καὶ ἀντιπαθητική. Ἀλλ᾽ εἶχεν ἀφοσίωσιν πρὸς τὴν κυρίαν της. Ἦτο σιωπηλὴ καὶ ἐπέβλεπε πᾶν κίνημα καὶ πᾶσαν λέξιν αὐτῆς. Ἠδύνατο ἐν ἀνάγκῃ νὰ ἐκτελέσῃ χρέη κατασκόπου. Ἀλλὰ μὴ συμπαθοῦσα σπουδαίως πρὸς τὸν Μούχραν, δὲν εἶχε πρὸς τίνα νὰ τὴν προδώσῃ.
Διότι, ἵνα φέρῃ δύο ἀνθρώπους εἰς διάστασιν, ὤφειλον οὗτοι, κατὰ τὴν Σεντίναν, νὰ εἶναι φίλοι της, οὓς νὰ ἀγαπᾷ τρυφερῶς.
― Θέλεις νὰ ἀναβῶμεν ἐπάνω, Σεντίνα;
― Ποῦ ἐπάνω, κυρία;
―Ἐπάνω, εἰς… τοῦ Πραγότση.
― Ἡ κυρία εἶναι παραπολὺ τολμηρά.
― Φοβεῖσαι, Σεντίνα;
―Ἐγὼ δὲν φοβοῦμαι ποσῶς. Ἀλλὰ συμβουλεύω τὴν κυρίαν νὰ εἶναι μετριωτέρα εἰς τὰς παραξενάδας της.
―Ὁ κύριός σου λείπει καὶ θὰ κοιτάξωμεν εἰς τὸ πέλαγος, μήπως ἐπανέρχεται.
0 notes
Text
13 11 2022


Γεώργιος Βιζυηνός - Μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νεαπόλεως
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Ὅταν ὁ κ. Π. σφίξας περιπαθῶς τὴν χεῖρα μου, ἀλλὰ χωρὶς νὰ δώσῃ οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην προσοχὴν εἰς τὴν κόρην του, ἐπανέλαβε τὸν περί��ατόν του, δὲν εἰξεύρω τὶς ἐκ τῶν τριῶν ἦτον ὁ μᾶλλον εὐχαριστημένος. Προφανὲς ἦτον ὅτι ὁ κ. Π. δὲν ἠδύνατο νὰ κρύψη τὴν εὐτυχίαν του ἐνώπιον ἡμῶν, ὅσον ἡμεῖς ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν ἡμετέραν. Διότι ὄχι μόνον τὴν ταχύτητα τοῦ βήματός του ἐτριπλασίασεν, ἀλλὰ καὶ τὴν σποδὸν ἀπὸ τὸ ἄκρον του σιγάρου τοῦ ἄφησε νὰ πέσῃ καὶ τὰ ροφήματά του τὰ ἐρρόφα τόσον δυνατά, ὥστε μολονότι δὲν ἦτον ἀκόμη σκότος, ἠδυνάμεθα νὰ διακρίνωμεν τὸ καιόμενον ἄκρον του «πούρου» του μακρόθεν ὡς τὸν φανὸν προσεγγιζούσης ἀτμαμάξης.
Ἡ Μάσιγγα ἐκάθητο πλησίον μου, σιωπηλὴ τώρα, καὶ ἡ εὐδαιμονία μου ἦτο τελεία. Ὅ,τι μὲ ἀνησύχει ἦτο μόνον ἡ μεγάλη ἀδιαφορία τοῦ πατρός της πρὸς αὐτὴν καὶ τοὺς τρόπους της, δι᾿ ἧς ἐφαίνετο σημαίνων, ὅτι οὐδεμίαν σημασίαν ἀποδίδει εἰς τὴν πρὸς ἐμὲ συμπεριφοράν της. Καὶ ἐνῷ ἐγὼ μέχρι τοῦδε ἐφέρθην πρὸς αὐτὴν ὡς πρὸς παιδίον, δὲν ὑπέφερα τώρα τὴν ἰδέαν, ὅτι ὁ πατήρ της τὴν θεωρεῖ ἔτι ἀτελῆ καὶ ἀνήλικον κόρην. Πρὸ πάντων ὅμως ἤμην ἀνήσυχος μήπως ἡ ἀδιαφορία ἐκείνη τοῦ Καλκουτιανοῦ Κροίσου προήρχετο ἐκ τῆς πεποιθήσεως, ὅτι οὔτε ἡ θυγάτηρ του οὔτ᾿ ἐγὼ ἠδυνάμην νὰ παρεξηγήσω τὴν πρόσκλησίν του, γνωρίζων τὸ τεράστιον χάσμα, τὸ ὁποῖον διεχώριζε τὴν κοινωνικὴν ἡμῶν θέσιν.

Εμμανουήλ Ροΐδης - Η Πάπισσα Ιωάννα
[Α] [Β] [Γ] [Δ]
Mέρος A΄
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion,
et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Τοιαύτας διήγον οι γονείς της Ιωάννας χρυσάς ημέρας
χλεροίσιν ιαινόμενοι μελέεσιν2,
ότε πρωίαν τινά, ενώ ο μοναχός απετίνασσεν εκ των βλεφάρων τον ύπνον και εκ της μαύρης γενειάδος ξανθάς τινας τρίχας της γυναικός του, δύο Αγγλοσάξωνες τοξόται γυμνοί τας κνήμας και τους πόδας, μικράς φέροντες ασπίδας και βελοπληθείς επί των ώμων φαρέτρας, ενεφανίσθησαν προ της εισόδου της καλύβης, προσκαλούντες τον οικοδεσπότην εν ονόματι του Επτάρχου Εκβέρτου ν’ ακολουθήση αυτούς, λαμβάνων τα προς μακράν πορείαν αναγκαία εφόδια. Έντρομος ο καλόγηρος αναρτήσας το δισάκκιον εις τους ώμους, λαβών την γυναίκα διά της δεξιάς, την βακτηρίαν διά της αριστεράς και το ευχολόγιον υπό μάλης ηκολούθησε τους σκυθρωπούς οδηγούς.
Τρεις ημέρας και δύο νύκτας οδοιπορήσαντες διά φαλακρών ορέων και ερεικοφύτων κοιλάδων και πολλούς συναντήσαντες καθ’ οδόν ιερωμένους, υπό την επιτήρησιν τοξοτών έφθασαν την τετάρτην εις την παραθαλάσσιον πολίχνην Γαριάνορον3. Μέγα πλήθος λαού ήτο επί της προκυμαίας συνηθροισμένον, επί θρόνου χλοερού ίστατο ο επίσκοπος Εβοράκου4 Βόλσιος ευλογών τους πιστούς και ογκώδες σαξωνικόν πλοιάριον εσαλεύετο εν τω λιμένι, ανυπόμονον ν’ αναπετάση το τετράγωνον ιστίον εις την απόγαιον αύραν. Ότε επλησίασαν οι πανταχόθεν της Αγγλίας στρατολογηθέντες μοναχοί, εξήκοντα τον αριθμόν, ο ευσεβής Βόλσιος εναγκαλισθείς αυτούς ανά ένα και εγχειρίσας εκάστω δύο δηνάρια5, «Πορεύεσθε, είπε, και διδάσκετε πάντα τα έθνη».

Διονύσιος Σολωμός - Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάϋρον
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
121.
Τοῦ πολέμου ἔνδοξοι οἱ κάμποι!
Εἶδ᾿ ἡ Ἑλλάδα τολμηρὰ
καὶ τὸ Σοφοκλῆ νὰ λάμπει
μέσα στὴν ἀρματωσιά.
122.
Καὶ εἶδε Αὐτόν, ποὺ παρασταίνει
μαζωμένους τοὺς Ἑφτὰ
στὴν ἀσπίδα αἱματωμένη,
ὅπου ὠρ��όνονταν φριχτά.
123.
Ἐτραγούδααν προθυμότερα
τὲς ὠδὲς τοῦ τὰ παιδιά,
καὶ αἰσθανότανε ἀντρειότερα
στὴν ἀνήλικη καρδιά.
124.
Καὶ τὰ μάτια τοὺς γελοῦσαν,
μάτια μαῦρα ὡς τὴν ἐλιά.
Τῶν μορφῶν, ὁποῦ βαστοῦσαν
τραγουδώντας τὲς γλυκά.
125.
Στὴ φωτιά! καὶ θρέφει ἐλπίδα
νὰ νικήσει, νὰ ἠμπορεῖ
νὰ ἐπιστρέψει στὴν Πατρίδα,
τὸ κοράσιό του νὰ εὑρεῖ.
0 notes
Text
11 11 2022


Γεώργιος Βιζυηνός - Μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νεαπόλεως
ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
– Ὦ, ναί, σᾶς παρακαλῶ, ἐλᾶτε νὰ μᾶς ἐπισκεφθῆτε! – ἐφώνησεν ἡ παρθένος, καὶ ἠρυθρίασεν αἰδημόνως καὶ ἐταπείνωσε τὰ βλέμματα, καὶ λαβοῦσα τὴν χεῖρα τοῦ πατρὸς ἤρχισε νὰ τὴν θωπεύῃ τρυφερῶς καὶ εὐγνωμόνως.
Ὅστις δὲν εἶδε τὰ βλέμματα, δὲν ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς Μάσιγγας θὰ καγχάσῃ διὰ τὴν προθυμίαν, μεθ᾿ ἧς ἐγώ, ὅστις δὲν εἶχον εἰς τὸ βαλάντιόν μου οὐδὲ τὸ τέταρτον ἴσως τοῦ διὰ Καλκούτταν ναύλου, ἐδέχθην τὴν πρόσκλησιν καὶ ὑπεσχέθην τὴν ἐπίσκεψιν. Ἐν τούτοις εἶμαι βέβαιος ὅτι, εὑρεθεὶς εἰς τὴν θέσιν μου, θὰ ἔκαμνε κ᾿ ἐκεῖνος τὸ αὐτό.
Οὐδέποτε ἴσως σύγχρονοι ἐντυπώσεις ἀκοῆς καὶ ὁράσεως εὑρέθησαν τόσον σύμφωνοι, τόσον ἁρμονικαὶ πρὸς ἀλλήλας, ὅσον ἡ φωνὴ καὶ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο τῆς Μάσιγγας. Οὐδέποτε ψυχὴ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἐκχεομένη κατώρθωσε νὰ περιβάλῃ τὸ ἄωρον καὶ ἀτελὲς ἔτι σῶμα τῆς διὰ τοσαύτης θερμῆς λάμψεως, ὥστε ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ νὰ ἐκμηδενίσῃ τὰς τῆς σαρκὸς ἀτελείας, δανείζουσα εἰς τὴν ὕλην τὸν ἄχρονον, τὸν αἰώνιον τύπον τῆς ἰδίας αὐτῆς τελειότητος. Ἡ Μάσιγγα δὲν ἦτο πλέον τὸ ἀγοροειδὲς κοράσιον τῆς πρώτης ἐν τῷ ἀτμοπλοίῳ συναντήσεώς μου. Διὰ τοῦ ὄγκου καὶ τῆς τραχύτητος τῶν προσκαίρων αὐτῆς χαρακτηριστικῶν διεφαίνετο ἀκριβῶς περιγεγραμμένος ὁ τύπος ἐκεῖνος, ὅστις καλλωπίσας ἄλλοτε τὴν παιδικὴν αὐτῆς τρυφερότητα, ἔμελλε μετ᾿ ὀλίγον νὰ θριαμβεύσῃ τοῦ ἀνόστου ἐπαμφοτερισμοῦ τῆς μεταβατικῆς περιόδου ἐν τῇ ἡλικίᾳ της.

Εμμανουήλ Ροΐδης - Η Πάπισσα Ιωάννα
[Α] [Β] [Γ] [Δ]
Mέρος A΄
«Il y a bien de la difference entre rire de la religion,
et rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes».
(Pascal, lettre XI).
Το συνοικέσιον υπήρξεν ευτυχές. Την μεν ημέραν περιήρχετο ο μοναχός τους πέριξ πύργους, πωλών ευχάς και κομβολόγια, το δε εσπέρας επέστρεφεν εις το κελλίον έχων τας χείρας υγράς από τα φιλήματα των πιστών και την πήραν πλήρη άρτου, κρεάτων, πλακούντων και καρύων· γεώμηλα δε δεν υπήρχον ακόμη εν Αγγλία, αλλ’ εισήχθησαν βραδύτερον μετά του συντάγματος προς χρήσιν του ελευθέρου λαού, ότε επελθούσης της ισότητος, έπαυσαν οι υπηρέται να τρώγωσι καλά κρέατα εις την αυτήν τράπεζαν μετά του αυθέντου.
Η Γιούθα άμα ήκουε μακρόθεν εις την πεδιάδα το άσμα του επιστρέφοντος συζύγου, έστρωνε την τράπεζαν· έθετε δηλ. επί απελεκήτων σανίδων ξύλινον πινάκιον κοινόν αμφοτέροις, σιδηράν περόνην, κέρας βουβάλου ως ποτήριον και ξηρούς κλάδους εις την εστίαν, ίνα φωτίζη το δείπνον· τα δε χειρόμακτρα, αι φιάλαι και τα κηρία ήσαν τότε εις μόνους τους επισκόπους γνωστά. Μετά το δείπνον ήπλωνον οι νεόνυμφοι προβειάς επί σωρού ξηρών φύλλων, επί των προβειών ηπλούντο εκείνοι και επ’ αυτών δασύμαλλον δέρμα λύκου. Όσω δριμύτερος εφύσα έξω ο βορράς, όσω πυκνοτέρα κατέπιπτεν η χιών, τόσω σφιγκτότερα ενηγκαλίζετο το όλβιον εκείνο ζεύγος, αποδεικνύον ούτω πόσω ηπατάτο ο Άγ. Αντώνιος, ισχυριζόμενος ότι το κρύος ψυχραίνει τον έρωτα, και οι αρχαίοι Έλληνες, οι παριστώντες τον χειμώνα ως γέροντα μισογύνην.

ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ´
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΟΣ
Διηγοῦντο πρὸς τούτοις, ἀλλὰ ταῦτα ἴσως ἦσαν μυθεύματα τῶν εὐπίστων χωρικῶν καὶ ἁλιέων, ὅτι καὶ μετὰ τεσσαράκοντα ἔτη ἀπὸ τοῦ θανάτου τοῦ κόμητος, ἤτοι καθ᾽ ὃν χρόνον συμβαίνουσι τὰ ἐν τῇ παρούσῃ ἱστορίᾳ, ἐνεφανίζοντο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπὶ τοῦ ὕψους τῆς ἐπάλξεως ταύτης περὶ τὸ μεσονύκτιον δύο σκιαὶ συγκρουόμεναι καὶ γογγύζουσαι ἀπαισίως, καὶ ὅτι μετά τινας στιγμὰς ἠκούετο κρότος σώματος πίπτοντος εἰς τὴν θάλασσαν. Ἦσαν ὁ κόμης Πραγότσης καὶ ἡ σύζυγός του ἐπανερχόμενοι εἱμαρμένως εἰς τὴν σκηνὴν πρὸς ἀναπαράστασιν τοῦ φρικώδους δράματος.
Ταῦτα ὑπῆρχον ἄνθρωποι βεβαιοῦντες ὅτι τὰ εἶδον μετὰ πολλῶν ὅρκων· καὶ ἰδίως ὁ γέρων Ματθαῖος ὁ σπογγοθήρας ἠδύνατο ἐν ἐκτάσει νὰ διηγηθῇ τὴν ὅλην ἱστορίαν πρὸς πάντα περίεργον.
Ἀλλ᾽ ὑπῆρχον καὶ οἱ δυσπιστοῦντες πρὸς τὰς διαδόσεις ταύτας· καὶ οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι σύμπασα ἡ παράδοσις αὕτη ἦτο μωρῶν καὶ δεισιδαιμόνων ἀνθρώπων κατασκεύασμα· οἱ δὲ ἐφρόνουν ὅτι τὸ θαυμάσιον μόνον μέρος τῆς ἱστορίας ἦτο ἀληθές, καὶ ὄντως ἐνταῦθα ἐπεφαίνοντο φαντάσματα· ἀλλ᾽ ὅσον διὰ τὸν κόμητα Πραγότσην, οὐδὲ ὅτι ὑπῆρξέ ποτε ἐπίστευον.
0 notes