ένα βιβλίο οφείλει να είναι το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας Franz Kafka
Don't wanna be here? Send us removal request.
Text

Δεν είμαι (πλέον) της άποψης ότι υπάρχουν βιβλία που κάποιος ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσει στη ζωή του. Το αυτό ισχύει και με τις ταινίες και οτιδήποτε άλλο. Τάσσομαι μάλλον εχθρικά απέναντι σε τέτοιους καταναγκασμούς. Τούτων λεχθέντων η ενασχόληση μου με τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς δεν ακολούθησε κάποια επιβολή έξωθεν, ήταν μια συνειδητή και οικειοθελής επιλογή αναμέτρησης με ένα έργο που θεωρείται (και πιθανότατα είναι, ποιος είμαι για να κρίνω) ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του 20ου αιώνα. Το ότι κάτι όμως είναι σημαντικό δεν σημαίνει πολλές φορές ότι αφορά και τους πάντες. Ή αρκετούς. Ή πολλές φορές και κανέναν.
Μοιάζει ήδη αιρετικό αυτό το κείμενο και εν μέρει είναι. Αλλά ίσως όχι με τον τρόπο που φαντάζονται κάποιοι. Γενικά στα κείμενά μου δεν κρίνω την λογοτεχνική αξία των βιβλίων που διαβάζω. Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν έχω το υπ��βαθρο για να πω αν το τάδε ή το δείνα βιβλίο είναι σημαντικό για την λογοτεχνία, αν ήταν (είναι) επιδραστικό τόσο για άλλους συγγραφείς ή αν είναι σημαντικό για τους αναγνώστες. Προσπαθώ να αποκρυσταλώνω την αίσθηση που μου αφήνουν τα αναγνώσματά μου η οποία προφανώς πάντα είναι υποκειμενική. Αποφεύγω όσο μπορώ τους αφορισμούς, κάτι που δεν με άγγιξε δεν σημαίνει ότι είναι για τα σκουπίδια και κάτι που με τάραξε δεν σημαίνει ότι θα μιλήσει με τον ίδιο τρόπο σε άλλους αναγνώστες. Άλλωστε κάθε βιβλίο είναι μοναδικό για κάθε αναγνώστη που το διαβάζει. Και κάθε αναγνώστης αλλάζει με κάθε βιβλίο που διαβάζει, γίνεται κάποιος άλλος, τόσο ως αναγνώστης όσο και ως άνθρωπος ανάλογα με το τι και κυρίως με το πότε το διαβάζει.
Δεν θεωρώ επίσης ότι υπάρχει σωστός και λάθος χρόνος να διαβάσει κάποιος κάποιο βιβλίο. Σίγουρα αλλιώς μιλάνε κάποια βιβλία σε κάποιους στα 20 ή στα 30 ή στα 50 τους, αλλά αυτό δεν είναι μονοσήμαντο. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και όπως είπαμε και η διαδρομή του είναι μοναδική και αλλάζει από στροφή σε στροφή. Έχω σταθεί αρκετά τυχερός και ανακάλυψα σχετικά ίσως αργά συγγραφείς που αν τους είχα ανακαλύψει νωρίτερα ίσως δεν τα πηγαίναμε και τόσο καλά. Από την άλλη κανείς δεν ξέρει τι άνθρωπος θα ήμουν αν είχα διαβάσει στα 20 μου Κάφκα, Ροθ και Μπέρνχαρντ. Ίσως να ήμουν στη φυλακή και να μην διαβάζατε τώρα αυτό το κείμενο.
Anyway, η επιλογή να διαβάσω τον Οδυσσέα εκκινούσε από κάτι πολύ απλό.
Την περιέργεια.
Γιατί είναι τόσο σημαντικό αυτό το βιβλίο?
Γιατί είναι σε όλες τις λίστες με τα βιβλία που κάποιος πρέπει να διαβάσει πριν πεθάνει? Αν και θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον μια λίστα με βιβλία που θα έπρεπε να διαβάσει κάποιος αφού πεθάνει ή μια λίστα με βιβλία που δεν πρέπει να διαβάσει κάποιος μέχρι να πεθάνει ή μια λίστα με βιβλία που μπορεί να σε στείλουν στον άλλο κόσμο από αηδία ή βαρεμάρα ή απλά αν πέσουν στο κεφάλι σου από ένα ψηλό ράφι. (να θυμηθώ να κετεβάσω το Τούνελ πιο χαμηλά)
Και το κυριότερο γιατί το ακολουθεί η φήμη ενός "δύσκολου" βιβλίου και ενός βιβλίου που πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν διαβάσει ενώ δεν το έχουν διαβάσει?
Ε, λοιπόν εδώ θα διαβάσετε όλες τις απαντήσεις.
Τον Οδυσσέα τον ξεκίνησα για πρώτη φορά πριν δυο χρόνια. Ήταν καλοκαίρι και πάλι, Αύγουστος. Δεν θυμάμαι τι είχα διαβάσει πιο πριν (αλλά για αυτό υπάρχουν τα αρχεία, είχα διαβάσει στη σειρά το Πόλεμος και πόλεμος του Κράσναχορκαϊ, το Λύκος ανάμεσα σε λύκους του Φάλαντα και τον Κόσμο του χθες του Τσβάιχ, ενώ μετά την πρώτη εκείνη αποτυχημένη απόπειρα διάβασα την Σωφρονιστική αποκία του Κάφκα και το Άδυτο του Φώκνερ) και δεν ξέρω αλήθεια τι με οδήγησε καλοκαιριάτικα να πιάσω αυτό το μαύρο τούβλο των 800+ σελίδων, αλλά δεν πήγε καλά. Έφτασα κάπου στις 250 σελίδες και κατάλαβα ότι δεν είχε έρθει η ώρα του. Αν συνέχιζα ίσως να ερχόταν η δική μου ώρα. Τέλοσπαντων με συνοπτικές διαδικασίες αποφασίστηκε να μπει πάλι στο ράφι και να τα ξαναπούμε μίαν ετέραν φοράν. (είπα να γράψω εταίραν, να το παίξω λίγο Τζόυς με τα λογοπαίγνια αλλά λέω άσε, αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στις Ινδίες)
Φέτος, μια μέρα πριν την Bloomsday τέλειωσα τον Πύργο του Κάφκα. (τυχαία πάλι ο Κάφκα στη μέση??) Την επομένη πήρα λοιπόν μαζί μου τον Οδυσσέα στη δουλειά αλλά λίγο το 'να, λίγο τ' άλλο δεν κατάφερα να τον ξεκινήσω. Τον ξεκίνησα την επομένη στις 17 Ιουνίου. Σχώραμε Τζέιμς.
Μπορώ να πω πως αυτή τη φορά με τράβηξε περισσότερο από την προηγούμενη. Αυτή τη φορά έφτασα στις 400 σελίδες, 403 για την ακρίβεια, στη μέση του βιβλίου. Όχι εύκολα είναι η αλήθεια. Αλλά όχι και χωρίς μάχη.
Κάποια στιγμή διαβάζοντας μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να δω πως είναι κάποια αποσπάσματα στο πρωτότυπο. Έτσι αναζήτησα και πήρα μια αγγλική έκδοση με 9000+ σημειώσεις. Δεν το πίστευα όταν το διάβαζα, δεν το πίστεψα ούτε όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου.
Ήξερα πως έχουν βγει οδηγοί, βοηθήματα, πως υπάρχει κόσμος που διαβάζει παράλληλα το ελληνικό κείμενο με το πρωτότυπο και τις σημειώσεις, γενικά ήξερα πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με προβλήματα σε αυτό τον κόσμο και από όσο καταλαβαίνω και ο ίδιος ο Τζόυς τα είχε τα θεματάκια του.
Αφού χάζεψα για κανά δυο μέρες το καινούριο μου απόκτημα αποφάσισα να κάνω ένα είδους πείραμα και να ξεκινήσω να το διαβάζω. Οφείλω να πω πως ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Ούτε ωραία, ούτε άσχημη. Ενδιαφέρουσα. Αφήνω στον καθένα να το μεταφράσει αυτό όπως θέλει.
Ολοκλήρωσα το πρώτο μέρος χαζεύοντας παράλληλα και κάποιες από τις σημειώσεις, όχι όλες, αυτό είναι κάτι που ξεφεύγει από το επίπεδο του commitment που είμαι διατεθειμένος να δώσω στο βιβλίο. Κατόπιν επέστρεψα στην ανάγνωση του ελληνικού κειμένου.
Αν δεν έχετε καταλάβει μέχρι τώρα την άποψή μου για το βιβλίο θα σας την πω εδώ.
Το βιβλίο θεωρώ ότι είναι ένα έργο τέχνης. Νιώθω, από τον μικρό όγκο λογοτεχνίας που έχω διαβάσει στη ζωή μου, ότι είναι ένα μοναδικό εγχείρημα. Πιστεύω ότι ο Τζόυς αν δεν ήταν ήδη τρελός όταν το έγραφε ή αν δεν έπαιρνε πολλά ναρκωτικά, σίγουρα τρελάθηκε ή έπεσε στα ναρκωτικά μετά.
Από τον όγκο και μόνο των σημειώσεων στην έκδοση που έχω, από τα όσα κρύβονται σε κάθε αράδα κάθε σελίδας από τις 500+ που έχει η αγγλική έκδοση που έχω μπορώ να πω πως είναι ένα τρομερά πυκνό έργο, ένα τιτάνιο έργο, ένα κυκλώπειο (see what I did there?) έργο, ένα βιβλίο που δεν ξέρω αν γράφτηκε πριν ή μετά παρόμοιό του.
Ο Οδυσσέας είναι μια μεταφορά.
Ο Λέοπολντ Μπλουμ και η άχρωμη, βαρετή, μικροαστική, καθημερινή ζωή του είναι ένας μικρός Οδυσσέας, ένας Οδυσσέας που όμως δεν ζει τις περιπέτειες του μύθου, αντίθετα προσπαθεί να βάλει τον μύθο, τον όγκο του μύθου στην καθημερινή του ρουτίνα. Ο Οδυσσέας έγινε ο Κανένας για να μπορέσει να γυρίσει σπίτι του, ο Λέοπολντ Μπλουμ είναι ο Καθένας που προσπαθεί να καθυστερήσει αυτή την επιστροφή στο κρεβάτι του και στο τέλος μιας μέρας που νομοτελειακά θα γεννήσει μια ίδια.
Αυτό που θεωρώ σημαντικότερο είναι η έννοια της πατρότητας που διασχίζει όλο το έργο, τουλάχιστον μέχρι εκεί που έφτασα εγώ. Και όχι μιας οποιασδήποτε πατρότητας. Αλλά της πατρότητας που αναφέρεται στον γιο. Ο Λέοπολντ Μπλουμ είναι πατέρας, έχει μια κόρη, αλλά νοσταλγεί τον γιο του που πέθανε. Ο Στήβεν Ντένταλους είναι ο γιος που "πρόδωσε" τον πατέρα του και "σκότωσε" τη μητέρα του. Ο άσωτος υιός. Ποιος από τους δύο είναι περισσότερο πατέρας? Και ποιος περισσότερο γιος?
Υπάρχει εδώ νιώθω μια νύξη, μια υπόνοια, αλλά δεν θα είμαι ποτέ σίγουρος για αυτό, ακόμα και αν καταφέρω να τελειώσω την ανάγνωση του βιβλίου κάποια στιγμή, ότι ο πατέρας που δεν έχει γιο, είναι κάπως ευνουχισμένος, δεν έχει συνέχεια στον χρόνο, κάτι τέτοιο αφήνει να εννοηθεί ο Τζόυς. Δεν ξέρω αλήθεια γιατί και τι θέλει να πει. Δεν ξέρω καν αν θέλει κάτι να πει, δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος. Εγώ θα το ερμήνευα κάπως έτσι.
Ότι ένας πατέρας χωρίς γιο δεν έχει γεννήσει τον πόλεμο. Τον πόλεμο για τον οποίο μας έγραψε κάποια χρόνια αργότερα ο Μακάρθι στον Αιματοβαμμένο μεσημβρινό:
“Δεν έχει σημασία τι πιστεύουν οι άνθρωποι για τον πόλεμο, είπε ο δικαστής. Ο πόλεμος είναι αιώνιος. Είναι σαν να ρωτάς τους ανθρώπους τι πιστεύουν για την πέτρα. Ο πόλεμος υπήρχε από πάντα. Πριν υπάρξει ο άνθρωπος, ο πόλεμος ήταν εδώ και τον περίμενε. το υπέρτατο επάγγελμα που περίμενε τον υπέρτατο επαγγελματία. Έτσι ήταν, κι έτσι θα ‘ναι. Έτσι, κι όχι αλλιώς.”
Πιστεύω αλήθεια ότι ο Οδυσσέας είναι ένα μεγάλο βιβλίο. Αλλά ταυτόχρονα πιστεύω πως είναι ένα βιβλίο που ίσως στην εποχή μας όχι ακριβώς δεν έχει να πει πολλά, αλλά πως να το πω, ίσως μοιάζει κάπως αλλοπρόσαλλο, κάπως too much.
Αν για την εποχή του ήταν πρωτοποριακό, για την εποχή μας είναι μάλλον ξεπερασμένο, δεν μπορώ να το διατυπώσω καλύτερα και αν δεν βγάζει νόημα αυτή η πρόταση, δεν πειράζει, άλλωστε όπως έχουμε ξαναπεί λίγα πράγματα βγάζουν νόημα στη ζωή μας.
02.07.25
0 notes
Text

Μέχρι που πήγα φοιτητής δεν είχα δει πολύ σινεμά.
Έβλεπα ό,τι ταινίες έπαιζε τότε η τηλεόραση και στο σινεμά πήγαινα κυρίως σε εμπορικές ταινίες, ταινίες που συζητούσαμε και αγαπούσαμε τα αγοράκια τότε όπως το Independence Day και το Gone in 60 seconds ή το Matrix και το Bean. Οκ, τις αγαπάω πολύ ακόμα όλες αυτές τις ταινίες αλλά το πιάσατε, δεν ήμουν και κάνας τρομερός σινεφίλ.
Φοιτητής λοιπόν άρχισα να βλέπω ταινίες.
Καθόμουν σπίτι τον πρώτο καιρό που δεν είχα ακόμα παρέες και έβλεπα τρεις και τέσσερεις ταινίες στη σειρά, από το βράδυ μέχρι το πρωί. Σιγά σιγά άρχισα να κάνω και παρέες οι οποίες με οδήγησαν σε νέους σινεφιλικούς δρόμους. Οκ, υπάρχει ακόμα πολυυυυύ σινεμά που δεν έχω δει, αλλά εκείνα τα πρώτα χρόνια της φοιτητικής ζωής ήταν καθοριστικά για το σινεφιλικό μου γούστο.
Ένα βράδυ λοιπόν πέτυχα στην τηλεόραση μια ταινία.
Τα πρώτα πλάνα δείχνουν μια οικογένεια μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Μιλάνε, γελάνε, παίζουν παιχνίδια. Νιώθουν και φαίνονται ευτυχισμένοι. Μιλάνε γερμανικά. Ώπα, λέω, ας δούμε τι γίνεται. Μετά από λίγο πέφτει ο τίτλος με μεγάλα κόκκινα γράμματα ενώ η μουσική αλλάζει και από τη συμφωνική μουσική που έπαιζε μέχρι τώρα ακούγεται κάτι μεταξύ πανκ και μπλακ μέταλ.
Ήταν το Funny Games. Η πρώτη μου επαφή με το σινεμά του Μίκαελ Χάνεκε.
Δεν θα αναφερθώ περισσότερο στην ταινία, όσοι την έχετε δει ξέρετε περί τίνος πρόκειται, όσοι δεν την έχετε δει θα σας την πρότεινα ανεπιφύλακτα, όπως θα σας πρότεινα επίσης να αποφύγετε το αγγλόφωνο ριμέικ που γύρισε ο ίδιος ο Χάνεκε δέκα χρόνια αργότερα. Αυτό που θα σας πω είναι πως ήταν η πρώτη φορά που ήθελα να κλείσω την τηλεόραση. Τόσο πολύ με είχε σοκάρει και αηδιάσει αυτό που έβλεπα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν αγάπησα το σινεμά του Χάνεκε, είδα αρκετές από τις ταινίες του, αλλά τίποτα δεν ξεπέρασε εκείνο το σοκ. Και όταν πριν μερικά χρόνια ξαναείδα την ταινία εκείνη η αίσθηση δεν κατάφερε να αναπαραχθεί ξανά. Ήταν μοναδική. Και την θυμάμαι ακόμα.
Αυτό που δεν ήξερα μέχρι πριν από μερικές μέρες είναι πως λίγους μήνες πριν από το Funny Games ο Χάνεκε είχε γυρίσει μια τηλεταινία με τους ίδιους πρωταγωνιστές τον Ούλριχ Μούε, την Σουζάνε Λόταρ και τον Φρανκ Γκίρινγκ. Ήταν ο Πύργος, μια ταινία που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Φραντς Κάφκα.
Ο Κάφκα ξεκίνησε να γράφει τον Πύργο το 1922, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του. Παράτησε και ξανάπιασε το γράψιμο αρκετές φορές και τελικά ο θάνατος τον πρόλαβε πριν το τελειώσει. Το βιβλίο τελειώνει στη μέση μιας πρότασης όπως και αρκετά άλλα έργα του Κάφκα.
Ευτυχώς για όλους μας ο Μαξ Μπροντ δεν ακολούθησε την επιθυμία του φίλου του και δεν κατέστρεψε τα έργα που του εμπιστεύτηκε ο Κάφκα και σιγά σιγά τα εξέδωσε. Ο Πύργος εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1926. Εκατό χρόνια μετά νιώθω ότι παραμένει ένα έργο σύγχρονο και αιχμηρό, απίστευτα κριτικό για τον τρόπο ζωής μας αλλά και βαθιά φιλοσοφικό. Και φυσικά απίστευτα αστείο.
Όταν πριν από μερικές μέρες διαβάζοντας ακόμα το βιβλίο ανέφερα αυτό το πράγμα σε κάποιους φίλους τους φάνηκε περίεργο. Μα πως μπορεί ο Πύργος να είναι αστείος? Ένα τόσο σκοτεινό και κλειστοφοβικό έργο? Κι όμως όσο το διάβαζα δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι ότι θα μπορούσαν να το έχουν γυρίσει σε ταινία οι Μόντι Πάιθον ή ο Ντέιβιντ Λιντς με πρωταγωνιστή τον Πίτερ Σέλερς. Αυτό το τελευταίο ειδικά μου φαινόταν τόσο απίστευτο σαν σκηνικό που σκεφτόμουν συνεχώς τον ήρωα του βιβλίου τον Κ. με τη φάτσα του μεγάλου Άγγλου κωμικού.
Στο επίμετρο του βιβλίου η Τατιάνα Λιάνη σημειώνει πως διάφοροι ερευνητές και φιλόσοφοι έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν το πολυεπίπεδο αυτό έργο σημειώνοντας την θεολογική ερμηνεία που επικράτησε τα πρώτα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση από τον Μπροντ, την κρίση του σύγχρονου ανθρώπου που εντόπισε ο Αλμπέρ Καμύ, την αρχετυπική σχέση πατέρα-γιου που αναφέρει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, την πατριαρχική τάξη που ορίζει τον Πύργο και το χωριό που αναφέρει ο Αντόρνο αλλά και τα γκροτέσκα στοιχεία όπως και την επαναληπτικότητα και την κυκλικότητα ως μοτίβα του έργου που αναφέρουν άλλοι ερευνητές.
Όλα αυτά ενυπάρχουν μέσα στο βιβλίο όπως και σε όλο το έργο του Κάφκα. Όμως εδώ σε αυτό το βιβλίο εγώ ένιωσα ότι υπάρχει πιο έντονο από οπουδήποτε αλλού το κωμικό στοιχείο. Προφανώς και η Δίκη και κυρίως η Μεταμόρφωση διαπνέονται και από ένα κωμικοτραγικό πνεύμα, αλλά στον Πύργο οι περιπέτειες του Κ. ειδικά όπως έχουν αποδοθεί από τον Χάνεκε στην οθόνη αποδίδουν πλήρως για μένα αυτό το τραγελαφικό στοιχείο, αυτό το σπαραξικάρδιο συναίσθημα, αυτό το υπαρξιακό αδιέξοδο στα πλαίσια του οποίου κινείται και δεσμεύεται η ζωή μας τα τελευταία τουλάχιστον 150 χρόνια.
Ο Κάφκα περιέγραψε στα έργα του με μεγάλη επιτυχία όχι απλά την έλλειψη νοήματος του σύγχρονου τρόπου ζωής, αλλά μας δίνει υποχθόνια μια συμβουλή, μια παραίνεση. Είναι σαν να μας ψιθυρίζει πως αυτή η απουσία νοήματος δεν είναι ένα κίνητρο για να ψάξουμε να το βρούμε, είναι απλά αυτό που φαίνεται. Η απουσία είναι η ουσία. Η ζωή μας όσο απομακρύνεται από τα βασικά, όσο περιπλέκεται στους διαδρόμους της γραφειοκρατίας, όσο περικυκλώνεται από ανούσιες διαδικασίες και συναναστροφές, τόσο πιο πολύ χάνει την ουσία της, τόσο πιο πολύ μοιάζει με ένα όνειρο, με το είδωλο ενός ονείρου, με μια ζωή που μοιάζει όλο και περισσότερο με μια εικόνα, μια ψευδαίσθηση. Μια ζωή στην οποία παρόλα αυτά πρέπει να φας, να κοιμηθείς και να δουλέψεις για να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου.
Ο Κάφκα εντόπισε αυτό το παράδοξο και το εξερεύνησε στα έργα του. Ο Χάνεκε το απεικόνισε με μεγάλη επιτυχία. Οι τρεις πρωταγωνιστές, οι οποίοι άφησαν τον μάταιο κόσμο μας πολύ νέοι, πετυχαίνουν να δώσουν φωνή σε αυτή το αδιέξοδο. Η γραφειοκρατία της ζωής τους συνθλίβει, τους κάνει εργαλεία, γρανάζια σε μια τεράστια μηχανή που κανείς δεν μπορεί να συλλάβει ούτε το μέγεθός της αλλά ούτε και τη λειτουργία και τον σκοπό της.
Η ιστορία του Κ. μοιάζει ασήμαντη μπροστά στην μεγάλη εικόνα. Θα έλεγε κανείς ότι ο Κ. και η απρόσμενη άφιξή του στο ανώνυμο χωριό είναι ένα μαγκάφιν για να ξεδιπλωθεί η πλοκή, για να μας μιλήσει ο συγγραφέας για τον Πύργο και την αόρατη εξουσία του στις ζωές των ανθρώπων. Κάποιος άλλος θα έλεγε ότι αντίθετα ο Πύργος είναι το μαγκάφιν, η ύπαρξη του Πύργου είναι εντελώς άσχετη με την πλοκή του βιβλίου και απλώς χρησιμοποιείται σαν ��ρόσχημα για να δικαιολογηθούν οι πράξεις και οι μη-πράξεις των ηρώων του έργου. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Πύργος συμβολίζει μια θεότητα, μια υπέρτατη αρχή που είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει δεν έχει και μεγάλη σημασία. Σημασία έχει το να πιστεύεις αν υπάρχει ή δεν υπάρχει και αν έχει ή όχι επίδραση στη ζωή σου.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι επίσης, όπως όλα, διττός. Στα γερμανικά ο πύργος είναι "der Turm". Η λέξη που επέλεξε ο Κάφκα για τον τίτλο του βιβλίου είναι το "das Schloss" που μεταφράζεται ως "το κάστρο" αλλά και ως "η κλειδαριά". Είναι σαν να μας λέει πως υπάρχει ένα κλειδί που ξεκλειδώνει το νόημα του έργου και κατ' επέκταση και της ζωής και της ύπαρξης και το οποίο θα πρέπει ο αναγνώστης να ψάξει να το βρει.
Αυτή η σκέψη με οδήγησε πάλι στον Λιντς και στο Mulholland Drive όπου υπάρχει ένα κλειδί που ξεκλειδώνει ένα κουτί το οποίο ποτέ δεν μαθαίνουμε αν και τι περιέχει. Όλη η ταινία μοιάζει με ένα μεγάλο αίνιγμα, ένα μεγάλο γρίφο. Ο ίδιος ο Λιντς είχε πει άλλωστε πριν από αρκετά χρόνια πως θεωρούσε πως ο Κάφκα θα μπορούσε να είναι αδερφός του.
Όλα αυτά μπορεί να μην βγάζουν και πολύ νόημα τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά στην τελική τι βγάζει νόημα στη ζωή μας? Όπως σημειώνει και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο στο 2666:
"Μόνο μέσα στην αταξία είμαστε νοητοί."
No hay banda...
20.06.25
0 notes
Text

Στη βιβλιοθήκη του παππού του Θόδωρου υπήρχε ένα πράσινο σκληρόδετο βιβλίο με χρυσαφιά γράμματα στη ράχη.
Ήταν ο Παίκτης του Ντοστογιέφσκι από τις εκδόσεις Κ.Μ. σε μετάφραση της Αλίκης Βρανά με μια εισαγωγή του Δ. Π. Κωστελένου. Δεν υπήρχε χρονολογία έκδοσης, ούτε κάποια άλλα στοιχεία.
Χαζεύοντας τα βιβλία του παππού κάποια στιγμή έπιασα στα χέρια μου και αυτό. Ξεκίνησα να διαβάζω την εισαγωγή στην οποία αναφέρεται η ιστορία με την καταδίκη του Ντοστογιέφσκι και την χάρη που ήρθε λίγο πριν βρεθεί μπροστά στο απόσπασμα.
«Ο Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι είναι ήρεμος απέναντι στο θάνατο αυτές τις τελευταίες στιγμές. Τόσο ήρεμος ώστε υπολογίζει ακόμα και τον ελάχιστο χρόνο που του μένει να ζήσει. Σκέφτεται: ώσπου να ‘ρθει η ώρα της τριάδας του του μένουν ακόμα τρία λεπτά της ώρας. Τρία ολόκληρα λεπτά, θα μας πει αργότερα στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», κι απορεί για τον χρόνο τούτο, που του φαίνεται τεράστιος. Και συλλογίζεται: το ένα λεπτό θα σκεφτώ τα περασμένα, το δεύτερο λεπτό θα κρίνω τις πράξεις μου, και το τρίτο θα το ζήσω.» (έχω διορθώσει την ορθογραφία)
Στο παιδικό μυαλό μου αυτή η εικόνα, αυτή η αποτίμηση αυτού του ελάχιστου χρονικού διαστήματος, αυτή η θεώρηση του κόσμου, γιατί περί αυτού πρόκειται, φάνταζε κάτι τεράστιο, κάτι αλλοπρόσαλλο, κάτι εξωφρενικό. Ένας άνθρωπος που σε λίγα λεπτά θα αντικρύσει το εκτελεστικό απόσπασμα κάνει αυτές τις σκέψεις, έχει τη διαύγεια, το κουράγιο να αναλογιστεί με αυτό τον τρόπο τις πράξεις του, το πέρασμά του από αυτόν τον κόσμο. Τι άφθαστο μεγαλείο.
Κάποια χρόνια αργότερα αυτό το βιβλίο αποτέλεσε και την πρώτη μου επαφή με το έργο του Ρώσου συγγραφέα. Ένα έργο που γράφτηκε 17 χρόνια μετά από εκείνη τη νύχτα του Δεκέμβρη που παραλίγο να κοπεί το νήμα της ζωής του νεαρού Φιόντορ. Τότε αυτό το βιβλίο δεν μου είπε πολλά. Άνθισε όμως μέσα μου ένα αγκάθι. Ένα αγκάθι που με τσίγκλιζε και που θα έφερνε σύντομα και πάλι στον δρόμο μου το έργο του Ντοστογιέφσκι.
Κάποια χρόνια αργότερα έπεσε στα χέρια μου μια δίτομη έκδοση του Έγκλημα και τιμωρία, πιθανολογώ από κάποια εφημερίδα. Πάνε σίγουρα είκοσι χρόνια που διάβασα για πρώτη φορά για το δράμα του Ρασκόλνικοφ. Μετά από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου γιγαντώθηκε μέσα μου η εκτίμηση στο έργο του Ντοστογιέφσκι. Θα περίμενε κανείς πως θα αναζητούσα άμεσα και τα υπόλοιπα έργα του, πως θα έπεφτα με τα μούτρα να ανακαλύψω τις ιστορίες του Πρίγκιπα Μίσκιν, του Σταυρόγκιν, των αδελφών Καραμάζοφ. Φευ. Εκείνα τα χρόνια ήμουν σε μια περίεργη κατάσταση όσον αφορά το διάβασμα, τόσο αυτό που απαιτούνταν για τη σχολή μου, όσο και των λογοτεχνικών βιβλίων. Διάβαζα λίγο και με δυσκολία. Οπότε η περαιτέρω επαφή με το έργο του Ντοστογιέφσκι έπρεπε να περιμένει.
Παρόλο που δεν διάβαζα πολύ, σύχναζα σε βιβλιοπωλεία και αγόραζα βιβλία. Εκείνη την περίοδο αγόρασα κάποια πολύ ωραία βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία τα διάβασα αρκετά χρόνια μετά βέβαια. Ένα από αυτά ήταν και ο Ηλίθιος από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Πρέπει να το πήρα την εποχή που βγήκε, δηλαδή κάπου το 2007 με 2008. Το διάβασα για πρώτη φορά στον στρατό το 2013 και για δεύτερη το 2022. Νομίζω ότι ο Μίσκιν είναι ο αγαπημένος μου ήρωας όχι μόνο από τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι, αλλά ίσως από το σύνολο της λογοτεχνίας που έχω διαβάσει.
Εκείνη την περίοδο ανακάλυψα πως αυτά τα βιβλία από τις εκδόσεις Ίνδικτος έχουν γίνει αρκετά σπάνια και οι βιβλιόφιλοι τα αναζητούν μανιωδώς. Κάποια από αυτά πωλούνταν στο metabook σε εξωφρενικές τιμές. Άρχισα να προσπαθώ να τα βρω, σε λογικές τιμές εννοείται. Οι λόγοι δύο. Ο πρώτος είναι ότι μου άρεσαν σαν εκδόσεις, αισθητικά, και ο δεύτερος ότι μου άρεσε η προσέγγιση της Ελένης Μπακοπούλου στην μετάφραση.
Στάθηκα τυχερός και βρήκα σ��ετικά γρήγορα τους Αδελφούς Καραμάζοφ τους οποίους διάβασα και σχετικά άμεσα. Λίγο καιρό αργότερα βρήκα και τους Δαιμονισμένους οι οποίοι με περιμένουν ακόμα στο ράφι.
Πριν από μερικές μέρες βρήκα μια ειδοποίηση στο metabook. Είχε εμφανιστεί το έγκλημα και τιμωρία. Η τιμή προσιτή. Σε πέντε λεπτά είχα κάνει την παραγγελία. Τρεις μέρες αργότερα γυρνώντας από το πάρτι για τα γενέθλια του αδερφού μου με περίμενε στη θυρίδα της Boxnow. Δυο μέρες αργότερα το ξεκίνησα. Μια βδομάδα μετά το τελείωσα.
Στο κείμενο που είχα γράψει το Μάρτη του 2023 για τους Αδελφούς Καραμάζοφ σημείωνα:
«Αυτό το μοτίβο της αναγέννησης νομίζω ότι επανέρχεται συχνά στο έργο του Ντοστογιέφσκι. Η πτώση των ηρώων του, οι οποίοι οδηγούνται από τα πάθη τους, αποτελεί νιώθω βασικό στοιχείο των έργων του. Και μετά την πτώση, μετά την ύβρη και τη νέμεση ο μόνος δρόμος είναι προς τα πάνω, προς τη λύτρωση.
Στο έργο του Ντοστογιέφσκι είναι έντονη η ύπαρξη της έννοιας της χριστιανικής αγάπης. Ο Ντοστογιέφσκι πίστευε βαθιά στον Θεό, αλλά νομίζω με έναν ολόδικό του τρόπο. Και νιώθω ότι όλο το έργο του, από το οποίο έχω διαβάσει ένα μικρό μόνο κομμάτι, αποτελεί μια, θα λέγαμε, Νέα Παλαιά Διαθήκη.
Οι ιστορίες του Ντοστογιέφσκι μοιάζουν να αποτελούν ένα σύνολο. Ήρωες του είναι οι κατατρεγμένοι της κοινωνίας, οι απόκληροι, όσοι στέκονται στην άκρη του τραπεζιού και ελπίζουν να χορτάσουν από τα ψίχουλα που θα πέσουν. Το χρήμα υπάρχει και κυκλοφορεί στις ιστορίες του αλλά σχεδόν πάντα παίρνει έναν πρόστυχο συμβολισμό. Είναι το αναγκαίο κακό που κινεί τον κόσμο και βάζει τους ανθρώπους σε πειρασμό. Οι ήρωές του έχουν πάθη, τα οποία πολλές φορές τους συνθλίβουν, έχουν όμως και αρετές που τους βγάζουν από το βούρκο.»
Διαβάζοντας το Έγκλημα και τιμωρία για δεύτερη φορά ένιωθα ότι αυτό το απόσπασμα θα μπορούσε να ταιριάξει αυτούσιο και στο κείμενο το οποίο θα γεννιόταν μετά την ανάγνωση του βιβλίου. Αλλά παράλληλα ένιωθα πως στον χαρακτήρα του Ρασκόλνικοφ ο Ντοστογιέφσκι έκρυψε πολλά περισσότερα.
Όλο το δράμα του Ρασκόλνικοφ ξεκινάει από μια σκέψη, μια ιδέα που ανθίζει μέσα του, μια ιδέα που αναφέρει χρόνια αργότερα ο Ντοστογιέφσκι και στους Αδελφούς Καραμάζοφ σε μια συνομιλία που έχουν ο Ιβάν με τον Αλιόσα.
- Αδελφέ μου, άσε με να ρωτήσω και κάτι ακόμα: έχει άραγε δικαίωμα ο καθένας μας να αποφασίζει, στεκόμενος απέναντι στους άλλους ανθρώπους, ποιος από αυτούς αξίζει να ζήσει και ποιος δεν αξίζει πλέον?
- Γιατί να μπερδεύουμε την απόφαση με την αξία? Το θέμα αυτό λύνεται κατά το πλείστον μέσα στις καρδιές των ανθρώπων όχι στη βάση της αξίας, αλλά με άλλες αιτιολογίες, πολύ πιο φυσιολογικές. Κι ως προς το δικαίωμα, ποιος δεν έχει δικαίωμα να επιθυμεί?
- Όχι όμως το θάνατο του άλλου!
- Γιατί όχι και το θάνατο? Γιατί να κοροϊδευόμαστε, αφού έτσι ζουν όλοι οι άνθρωποι, και θα έλεγα πως δεν μπορούν να ζήσουν διαφορετικά.
Η τελευταία πρόταση του Ιβάν είναι μια μαχαιριά. Μια μαχαιριά που σχίζει από πάνω μέχρι κάτω εκείνο το παραπέτασμα που αναφέρει ο Καζαντζάκης στην Ασκητική.
«Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερή μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ· δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερό, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: «Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!» Το παραπέτασμα είναι η εικόνα.
Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειό μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω.
Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία και η πράξη.
Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει.»
Στο μυαλό του Ρασκόλνικοφ όμως δεν υπάρχει τίποτα στέρεο.
Από τη στιγμή που αυτή η σκέψη, αυτή η ιδέα τρυπώνει στο συνειδητό του αρχίζει και χάνεται. Ο κόσμος του αποκτά μια ιδιόρρυθμη γεωμετρία, είναι λες και βρίσκεται ξάφνου σε κάποιο έργο του Λάβκραφτ, αρχίζει και αντιλαμβάνεται διαφορετικά ��ον κόσμο και τους ανθρώπους, οι τύψεις αρχίζουν και τον καταδιώκουν πριν ακόμα κάνει το έγκλημα που σχεδιάζει στο βάθος του μυαλού του, στο βάθος της συνείδησής του.
Εδώ πρέπει να πούμε δυο λόγια για τον τίτλο του βιβλίου.
Ο Ντοστογιέφσκι μας περιγράφει ξεκάθαρα, πιο ξεκάθαρα δεν γίνεται, με δυο λέξεις όλη την υπόθεση του βιβλίου. Ξέρουμε ήδη από το εξώφυλλο ότι θα γίνει ένα έγκλημα και ότι θα ακολουθήσει μια τιμωρία.
Είναι όμως το είδος του εγκλήματος ή μάλλον η απαρχή του, η αφετηρία του, η γέννησή του, αλλά και η νομοτελειακή τιμωρία που γεννάται ταυτόχρονα στην ψυχή και το μυαλό του Ρασκόλνικοφ, είναι αυτή η σύνδεση, αυτή η σύμπραξη που ενδιαφέρει τον Ντοστογιέφσκι, και αυτή την συγκατοίκηση των δύο μέσα στο σώμα του Ρασκόλνικοφ μας περιγράφει, αυτή την δυική κατάσταση προσπαθεί όχι απλώς να μας περιγράψει αλλά να μας βοηθήσει να τη βιώσουμε.
Ο Ρασκόλνικοφ, όπως μας λέει και το όνομά του, η λέξη ρασκόλ σημαίνει σχίσμα, είναι ένας άνθρωπος διχασμένος. Οι προθέσεις του για την προσφορά του στον κόσμο είναι αγνές. Οι σκέψεις που κάνει ξεκινάνε από μια επιθυμία να ανακαλύψει το πόσο μακριά μπορεί να πάει ο άνθρωπος, πόσο μπορεί να τεντωθεί η έννοια της ηθικής, και αν τελικά και αυτή ακόμα η έννοια της ηθικής είναι μια ψευδαίσθηση, ένα παιχνίδι, μια σύμβαση. Βασανίζεται πριν ακόμα εγκληματήσει και αφού διαπράττει το έγκλημα δεν το θεωρεί ως τέτοιο. Η οπτική του για τα πράγματα αλλάζει συνεχώς, οι ερινύες δεν τον αφήνουν σε καμία στιγμή να δει καθαρά αυτό που έχει γίνει, αυτό που έχει κάνει. Η συντριβή του είναι διαρκής. Και απόλυτη.
Τρία χρόνια μετά το Έγκλημα και τιμωρία, το 1869 ο Ντοστογιέφσκι θα γράψει τον Ηλίθιο. Εκεί θα προσπαθήσει να κάνει ένα πορτρέτο που απόλυτα καλού ανθρώπου, του ανθρώπου που δεν κουβαλάει ούτε κατά διάνοια την αμαρτία μέσα του, ούτε σωματικά, ούτε σαν σκέψη. Είναι άραγε αυτό μια χίμαιρα? Υπάρχει άραγε αυτός ο άνθρωπος? Και με τι κόστος?
Ο Ρασκόλνικοφ ένιωσα ότι είναι μια αλληγορία για τον Χριστό.
Δεν μπορούσα να μην σκέφτομαι συνέχεια την ρήση του Χριστού ότι θα γκρεμίσει τον Ναό του Σολομώντα και θα τον χτίσει μέσα σε τρεις μέρες, εννοώντας βεβαίως το σώμα του που μετά το μαρτύριο και τον θάνατο θα ανασταινόταν.
Ο Ρασκόλνικοφ κουβαλάει την αμαρτία του κόσμου. Κουβαλάει ένα βάρος που δεν σκέφτηκε κανένας άλλος να σηκώσει. Και για αυτό η πορεία του είναι προδιαγεγραμμένη. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δεν θα μπορούσε να γλυτώσει, δεν θα μπορούσε να φύγει στο εξωτερικό όπως του προτείνει ο Σβιντριγκάιλοφ, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα κλοπιμαία, δεν θα μπορούσε να μην υποφέρει, να μην πληρώσει για το έγκλημά του. Μόνο έτσι θα είχε πραγματικά αξία αυτό που έκανε. Μόνο έτσι και όχι αλλιώς.
Οι ομοιότητες με τον Χριστό συνεχίζονται και σε κάποια άλλα πράγματα. Φιλάει τα πόδια της Σόνιας, μια ευθεία αναφορά στην Μάρθα που σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του Χριστού, ενώ αφήνει την μητέρα του και την αδερφή του στη φροντίδα του Ραζουμίχιν, μια αναφορά προφανώς στη σκηνή στο σταυρό όταν ο Χριστός είπε στη Μαρία ότι ο Ιωάννης θα είναι πλέον ο γιος της, και η Μαρία η μάνα του.
Το Έγκλημα και τιμωρία είναι το πρώτο χρονολογικά από τα μεγάλα έργα του Ντοστογιέφσκι.
Διαβάζεται, μεταφράζεται, σχολιάζεται ανελλιπώς από τότε που πρωτοεκδόθηκε το 1866. Για μένα αποτελεί ένα ταξίδι στην ανθρώπινη ψυχή, μια βουτιά στην ευάλωτη ψυχοσύνθεση κάθε ευαίσθητου ανθρώπου που νιώθει ότι αυτή η ζωή, αυτή η αναλαμπή ανάμεσα στα δυο σκοτάδια του πριν και του μετά, είναι κάτι παραπάνω από μια μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, κάτι παραπάνω από μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο πρέπει και στο θέλω, κάτι παραπάνω από ένα όργιο απολαύσεων, από μια υπερένταση πόνου και θλίψης, αυτή η ζωή, αυτό το ανοιγόκλεισμα των ματιών είναι μια ανάσα, μια ευκαιρία να δούμε, να ψάξουμε, να αδράξουμε, να γευτούμε, να μοιράσουμε και να μοιραστούμε την ομορφιά.
Γιατί η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο.
10.06.25
0 notes
Text

Ο Ελεάζαρ είναι Γάλλος.
Ζει εδώ και χρόνια στη Βραζιλία. Είναι χωρισμένος και έχει μια κόρη. Η γυναίκα του, Η Ελάινε, είναι παλαιοντολόγος. Ζει σε μια άλλη πόλη της Βραζιλίας. Η κόρη του, η Μοέμα, σπουδάζει σε μια άλλη πόλη αυτής της αχανούς χώρας. Ο Ελεάζαρ είναι 43 ετών.
Ο Μάξουελ είναι Άγγλος.
Ζει στην Αγγλία. Είναι χωρισμένος και έχει μια κόρη. Η γυναίκα του, η Κάρολαιν, τον παράτησε πριν από έξι μήνες και μαζί με την κόρη τους τη Λούσι ζούνε τώρα κάπου πιο βόρεια. Ο πατέρας του ζει εδώ και χρόνια στην Αυστραλία. Ο Μάξουελ είναι 48 ετών.
Ο Ελεάζαρ είναι ανταποκριτής για ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο. Ταυτόχρονα προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο. Τελευταία ασχολείται με την επιμέλεια ενός χειρογράφου του 17ου αιώνα. Την βιογραφία ενός ιησουίτη μοναχού γραμμένη από τον βοηθό/σύντροφο/ακόλουθό του. Εκτός όμως από μοναχός ο Αθανάσιος Κίρχερ ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα, ένα ανήσυχο πνεύμα, ένας πανεπιστήμονας μιας εποχής όπου η γνώση για τον κόσμο, για τη φύση, για τη ζωή, ξεκλειδωνόταν σιγά σιγά από αντίστοιχα ανήσυχα πνεύματα. Τον Γαλιλαίο, τον Κοπέρνικο, τον Καρτέσιο, τον Νεύτωνα. Όλα ήταν ανοιχτά σε υποθέσεις, σε δοκιμές, σε αμφισβητήσεις. Ο άνθρωπος στεκόταν ακόμα μαγεμένος μπροστά στα μυστήρια της φύσης, μπροστά στην απεραντοσύνη του κόσμου.
Ο Μάξουελ έχει κατάθλιψη.
Ο χωρισμός του και η φυγή της γυναίκας του και της κόρης του τον έχουν κάνει κυριολεκτικά σμπαράλια. Έχει πάρει άδεια από τη δουλειά του, και έχει γυρίσει μόλις από ένα ταξίδι στην Αυστραλία όπου πήγε να δει τον πατέρα του με τον οποίο ποτέ δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις. Ο Μάξουελ πίστευε πάντα πως ο πατέρας του ήταν ιδιαίτερα απόμακρος, πως ποτέ στη ζωή του δεν ήταν ακριβώς "εκεί". Δεν αλλάζει γνώμη μετά από αυτό το ταξίδι. Συμβαίνει όμως κάτι σε αυτό το ταξίδι που λίγο τον ταρακουνάει. Τον κάνει λίγο να σκεφτεί την ζωή του διαφορετικά. Και μετά αρχίζει μια ακολουθία συμπτώσεων που θα τον βρει στο τέλος ενός μεγάλου ταξιδιού προς τον μοναχικό βορρά του Ηνωμένου Βασιλείου, ημίγυμνο με δυο άδεια μπουκάλια ουίσκι δίπλα του και ένα κουτί γεμάτο οδοντόβουρτσες στο πορτ μπαγκάζ του μαύρου Prius του.
Καθώς ο Ελεάζαρ προχωράει στην επιμέλεια του κειμένου του Κάσπαρ Σοτ, του βοηθού του Κίρχερ, μαθαίνουμε για τη ζωή αυτού του μυστηριώδους ανθρώπου που γύρισε όλη την Ευρώπη στα μέσα του 17ου αιώνα, συνομίλησε με ιεραποστόλους που είχαν πάει στις τέσσερεις άκρες της οικουμένης, έφτιαξε εντυπωσιακές κατασκευές, έγραψε δεκάδες βιβλία για ένα σωρό επιστημονικά θέματα, ισχυριζόταν ότι είχε καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει την ιερογλυφική γραφή των Αιγυπτίων, προσπάθησε να φτιάξει μια οικουμενική γλώσσα. Ταυτόχρονα όμως παράλληλα με την ιστορία του Κίρχερ, στη Βραζιλία του σήμερα ξεδιπλώνονται πολλές ακόμα ιστορίες, με κάποιους πολύ ιδιαίτερους πρωταγωνιστές. Ο συγγραφέας κάνει έναν ωραίο παραλληλισμό της Βραζιλίας του τέλους του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα με την Ευρώπη του 17ου. Οι αχανείς εκτάσεις της Βραζιλίας, μεγάλο μέρος της οποίας καλυπτόταν από την ζούγκλα του Αμαζονίου, ήταν μια παρθένα γη, ένα μέρος του κόσμου ακόμα σε πολλά σημεία του ανεξερεύνητο. Οι αχανείς εκτάσεις των παραγκουπόλεων προσομοιάζουν αυτή τη ζούγκλα. Εκατομμύρια άνθρωποι ζούνε κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, με τις ζωές τους να ξεδιπλώνονται, να αλληλοσυνδέονται, αλλά παράλληλα να παραμένουν εν πολλοίς εντελώς ανεξερεύνητες. Ποιος ασχολείται με παιδιά σαν τον Νέλσον, τον ζητιάνο χωρίς πόδια?
Από την άλλη στον Δυτικό κόσμο του 21ου αιώνα οι ζωές των ανθρώπων μοιάζουν εξίσου ανεξερεύνητες. Ο Μάξουελ προσπαθεί να επανενωθεί με τον κόσμο. Ξεκινάει κουβέντες με αγνώστους, πιάνεται από θραύσματα επικοινωνίας για να πλησιάσει τις ζωές των άλλων και να δώσει μια διέξοδο στη δική του που μοιάζει εντελώς βαλτωμένη. Η γυναίκα του τον παράτησε, έχει να δει την κόρη του έξι μήνες, μιλάνε μόνο μέσω τηλεφώνου ή με email, η σχέση του με τον πατέρα του μοιάζει εντελώς αδιέξοδη, ειδικά από τότε που ο πατέρας του επέλεξε να βάλει ανάμεσά τους δυο ηπείρους και έναν ωκεανό, στη δουλειά του δεν θέλει να ξαναγυρίσει, δεν έχει φίλους, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο, κάτι που να τον κάνει να σηκώνεται με όρεξη και προσμονή το πρωί από το κρεβάτι του. Μέχρι που εμφανίζεται μια πρόταση. Μια πρόταση που τον βάζει στη θέση του οδηγού ενός μαύρου Prius και προορισμό το βορειότερο σημείο των βρετανικών νησιών.
Τόσο ο Ελεάζαρ όσο και ο Μάξουελ θα συντριβούν. Θα συντριβούν από το βάρος των προσδοκιών τους. Θα χάσουν και θα κερδίσουν πράγματα και ανθρώπους που δεν θα περίμεναν στην αρχή αυτών των ιστοριών. Αλλά ακόμα και όταν υπάρχει ένα κέρδος η συντριβή είναι εκεί. Είναι ένας πραγματικός, ατόφιος, υλικός, χειροπιαστός τόπος. Η ανάδυση από το σκοτάδι προϋποθέτει την συντριβή, προϋποθέτει την βουτιά μέχρι να σου κοπεί η ανάσα. Μέχρι ο μόνος δρόμος να είναι προς τα πάνω.
Υπάρχει ένας κοινός άξονας στις ιστορίες όλων των πρωταγωνιστών των ιστοριών που αποτυπώνονται σε αυτά τα δύο πολύ όμορφα βιβλία. Είναι η ματαίωση. Η ματαίωση των σχεδίων μας, των προσδοκιών μας, των ονείρων μας. Μπορεί να προέρχεται από παράγοντες που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, από παράγοντες που δεν μπορούμε (ακόμα) να καταλάβουμε, μπορεί να προέρχεται από κάτι μέσα μας, από ένα τραύμα που κουβαλάμε. Είναι εκεί όμως. Κάθε γαμημένη μέρα μας περιμένει στη γωνία του δρόμου, πολλές φορές ακόμα και πριν σηκωθούμε από το κρεβάτι μας.
Δυστυχώς ή ευτυχώς έχουμε μόνο μια επιλογή.
Όπως έλεγε και ο Big Lebowski:
The Dude abides.
23.05.25
0 notes
Text

Μπαίνω στο φβ πριν από μερικές μέρες.
Μπαίνω όλο και πιο σπάνια πλέον, κάτι που για κάποιον λόγο μπερδεύει τον αλγόριθμο. Φαίνεται ότι και ο αλγόριθμος είναι σαν τους ανθρώπους. Όταν έχεις καιρό να αλληλεπιδράσεις με κάποιον είναι σαν να τον γνωρίζεις ξανά σιγά σιγά. Αλλά αυτό είναι άλλης στιγμής κουβέντα.
Μπαίνω λοιπόν στο φβ και βλέπω μια πρόσκληση για ένα ιβέντ. Είναι από τον Πέλο και είναι για μια παρουσίαση βιβλίου. Μπλα, μπλα, Δευτέρα, μπλα μπλα, γκαλερί CASK, μπλα μπλα, θα είναι και ο συγγραφέας, τελειώνει το μπλα μπλα. Κοιτάω το βιβλίο, δεν το ξέρω. Κοιτάω το όνομα του συγγραφέα, δεν τον ξέρω. Ψάχνω το βιβλίο. Διαβάζω την περιγραφή, κάτι που γενικά αποφεύγω. Μου φαίνεται ενδιαφέρον. Στα συν η εμπλοκή του Πέλου. Του στέλνω μήνυμα. Θα το είχε τις επόμενες μέρες. Είναι Τρίτη. Η παρουσίαση είναι την επόμενη Δευτέρα. Πιστεύω ότι θα προλάβω να το διαβάσω.
Την Τετάρτη όντως μου στέλνει μήνυμα ότι ήρθε το βιβλίο. κατάφερα να περάσω από το μαγαζί την Παρασκευή το πρωί. Τελειώνοντας τις δουλειές μου το μεσημέρι κάθομαι στο αυτοκίνητο και περιμένω να σχολάσουν οι τράπεζες. Ανοίγω τα παράθυρα και πιάνω το βιβλίο. Περνάει καμιά ώρα έτσι. Έχω προλάβει και έχω διαβάσει παραπάνω από το μισό. Γυρνάω σπίτι, κάνω μπάνιο, τρώω, πάω την Κλειώ στα αγγλικά, πάω στο εργαστήρι, γυρνάω σπίτι. Ανυπομονώ να το ξαναπιάσω. Το τελειώνω το ίδιο βράδυ.
Δεκατέσσερεις ιστορίες. Δεκατέσσερεις ιστ��ρίες για αγόρια που άργησαν να γίνουν άντρες, για άντρες που έμειναν για πολλά χρόνια αγόρια, για αγόρια και άντρες που ήθελαν να είναι αγόρια και άντρες με τον δικό τους τρόπο, για αγόρια και άντρες που πληγώθηκαν, που φοβήθηκαν, που πόνεσαν. Που έχασαν και που νίκησαν.
Θα έλεγα ότι το βιβλίο διατρέχουν δύο άξονες. Αλλά όχι δύο στατικοί άξονες. Δύο δυναμικοί άξονες. Δύο άξονες που τέμνονται, που αντιμάχονται, που φιλιώνουν, που ανταγωνίζονται, που χτίζουν και γκρεμίζουν παράλληλα και ταυτόχρονα τις αφηγήσεις τους. Σκεφτείτε έναν ντράμερ να πετάει τις μπαγκέτες του στον αέρα, αυτές περιστρέφονται, μπορεί να συγκρουστούν στον αέρα, μπορεί να ανεβαίνουν παράλληλα, μπορεί οι τροχιές τους να επικαλύπτονται.
Αυτοί οι δύο άξονες είναι η ενηλίκιωση και το τραύμα.
Η ενηλικίωση είναι μια κατάσταση πολύ περίεργη. Οι περισσότεροι πιστεύουμε ότι είναι μια κατάσταση μόνο, ή κυρίως σωματική η οποία συνοδεύεται και από κάποιες συναισθηματικές αναταράξεις. Όταν όμως περάσει η ηλικία που σύμφωνα με την επιστήμη ενηλικιώνεται κάποιος τότε περιμένουμε και η συμπεριφορά του να ακολουθεί κάποια συγκεκριμένα πρότυπα. Περιμένουμε να φέρεται σαν ενήλικος. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Η ενηλικίωση όμως, κυρίως στις μέρες μας, τα τελευταία αρκετά χρόνια, είναι μάλλον μια κατάσταση που εξελίσσεται, που διαρκεί αρκετά και έχει και αρκετά σκαμπανεβάσματα. Τι φταίει για αυτό? Πολλά πράγματα. Είναι μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα σίγουρα κουβέντα. Αν οι περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως της γενιάς μου, δηλαδή αυτοί που είναι τώρα 35-45 κάτσουν και κάνουν μια βαθιά ενδοσκόπηση στη ζωή τους και στην περίοδο που θεωρούν ότι ενηλικιώθηκαν, αν το κατάφεραν, σίγουρα θα εκπλαγούν από τα ευρήματά τους.
Ο συγγραφέας σε αυτό το βιβλίο του δεν ψάχνει τις αιτίες που ορίζουν ή καθορίζουν ή κρύβονται πίσω από μια επώδυνη, πρώιμη ή αργοπορημένη ενηλικίωση. Μέσα από τους ήρωες των ιστοριών του όμως ο αναγνώστης μπορεί να ψηλαφίσει, να ανασκαλέψει, να εξερευνήσει όλες αυτές τις πιθανές και απίθανες, τις φανερές και πιο κρυφές, τις πριγηρές, τις αβάσταχτες αιτίες που οι περισσότεροι δεν εκμηστερευόμαστε ούτε στον εαυτό μας παρόλο που μπορεί να τις βλέπουμε να μας κυνηγάνε και να μας καθορίζουν με τρόπους που τελικά ξεφεύγουν από τον οποιονδήποτε έλεγχό μας.
Με το τραύμα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Το τραύμα είναι, συνήθως, πιο χειροπιαστό. Και ακόμα και όταν δεν είναι συγκεκριμένο, τα απόνερά του συνεχίζουν να μας ταλαιπωρούν κουβαλώντας στις όχθες της ζωής μας το σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που μας καταπίνει σιγά σιγά, μας κατατρώει, μας νανουρίζει και στο τέλος μας ξερνάει σαν σκιές. Σκιές ενός εαυτού που τελικά δεν θα γίνουμε ποτέ.
Μια έννοια που είχα διαβάζοντας το βιβλίο είναι το κατά πόσον οι γυναίκες αναγνώστριες θα μπορέσουν να μπούνε σε αυτό τον ανδρικό κόσμο που έχει χτίσει ο συγγραφέας. Όχι να ταυτιστούνε με τους ήρωες και τις ιστορίες τους, αν και για πολλές μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα δύσκολο.
Να το θέσω λίγο καλύτερα.
Η επικρατούσα αφήγηση του κόσμου είναι γένους αρσενικού. Κακώς, αλλά είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα αυτό. Η πατριαρχία η οποία συνεχίζει να καταπιέζει τις γυναίκες και τις υπόλοιπες μειονότητες, κακοποιεί επίσης με πολλούς τρόπους και τους άντρες οι οποίοι έχοντας και το μαστίγιο του προνομίου γίνονται τελικά θύτες και θύματα σε έναν ατέρμονο κύκλο. Το μεγαλύτερο ποσοστό του όποιου τραύματος βιώνουμε, ακόμα και αν οι φορείς του είναι οι γυναίκες της ζωής μας, κυρίως η μητέρα, και πάλι εκπορεύεται τελικά από εμάς τους ίδιους. Τη μάνα μας κάποιος άντρας πιθανότατα την τραυμάτισε για να τραυματίσει με τη σειρά της εμάς. Οπότε η έννοια μου, γιατί πέρι έννοιας πρόκειται και όχι ερώτησης ή απορίας, είναι αν και πόσο οι γυναίκες μπορούν και θέλουν να ασχοληθούν με το αντρικό τραύμα, το οποίο προφανώς τις αφορά και αυτές, ή αν τελικά τις έχουμε καταπιέσει, και συνεχίζουμε να τις καταπιέζουμε, τόσο πολύ που αυτό που μας αξίζει είναι ένα τεράστιο "άντε γαμήσου κι εσύ και το τραύμα σου".
Στο χωριό μετά την Ανάσταση κάποιος αναλάμβανε να περπατήσει από την εκκλησία μέχρι το σπίτι, σχεδόν ένα χιλιόμετρο δρόμο, και να φέρει πίσω τις λαμπάδες με το άγιο φως. Μια χρονιά τον ρόλο αυτό αναλάβαμε εγώ με τον παππού. περπατούσαμε σιωπηροί μέσα στο σκοτάδι κρατώντας τις λαμπάδες όλης της οικογένειας με το κερί να στάζει στον δρόμο και στα παπούτσια μας.
Νιώθω ότι ο Νίκος χαρτογραφεί επαρκώς τόσο την σκοτεινή οδό της ενηλίκιωσης όσο και τα σκοτεινά σοκάκια του τραύματος. Και αυτό που μένει είναι ένα φως, ένα φως που πηγάζει μέσα από τον καθένα μας και το οποίο πρέπει να προσπαθούμε να κρατάμε ζωντανό ακριβώς όπως κρατούσαμε τις λαμπάδες γυρνώντας προς το σπίτι μετά την Ανάσταση.
Γιατί καλώς ή κακώς η σωτηρία του καθενός πηγάζει από μέσα του. Ακόμα και αν δεν επουλώνονται όλα τα τραύματα, κάποια στιγμή τελικά ενηλικιώνονται.
12.05.25
0 notes
Text

"Αν με ρωτήσει κάποιος, "γιατί γράφεις?", μπορώ να του επισημάνω ότι αυτή είναι μια χαζή ερώτηση. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια απάντηση. Γράφω επειδή μισώ. Πολύ. Με πάθος. Και αν κάποιος μου κάνει την επόμενη, αυτονόητη, χαζή ερώτηση, "γιατί γράφεις με τον τρόπο που γράφεις?", πρέπει να απαντήσω ότι επιθυμώ να κάνω το μίσος μου αποδεκτό επειδή είναι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου, αν όχι το καλύτερό του. Το γράψιμο είναι ο τρόπος του συγγραφέα να γίνεται αποδεκτός από τον κόσμο - κάθε φτηνή, χαζή, μοχθηρή σκέψη, κάθε ποταπή επιθυμία, κάθε ευγενικό συναίσθημα, κάθε ακριβ�� γούστο. Δεν είναι πολύ ικανοποιητικό να σε αποδέχεται και να σε επαινεί ο κόσμος για πράγματα που όλοι είναι έτοιμοι να επαινέσουν. Ο κόσμος είναι έτοιμος να επαινέσει μόνο τα σκατά. Αυτό που θα ήθελα είναι ο εαυτός μου να γίνεται πλήρως αποδεκτός, με όλα του τα γνωρίσματα. Και δεν θέλω απλά την αποδοχή του κόσμου, αλλά την έγκρισή του, την επιβράβευσή του."
Θα μπορούσε αυτό το κείμενο να τελειώσει εδώ, με αυτό το απόσπασμα από μια συνέντευξη του Γουίλιαμ Γκας το 1977 για το The Paris Review.
Όμως όχι.
Δεν θα τελειώσει εδώ.
Μόλις άρχισε.
Θεωρούσα το μίσος ένα συναίσθημα απεχθές, άχρηστο, ένα συναίσθημα που το μόνο που κατάφερνε ήταν να σου προσθέτει βάρος.
Αναθεώρησα όμως.
Και δεν φταίει μόνο ο Γουίλιαμ Γκας.
Νιώθω πλέον πως το μίσος, όπως και ο θυμός, είναι δύο πολύ χρήσιμα συναισθήματα. Δυο συναισθήματα που σε συνδέουν με τον κόσμο, που σε κάνουν να έρχεσαι σε επαφή με τον χειρότερο εαυτό σου, σε βάζουν πολύ πιο εύκολα μπροστά στον καθρέφτη σου υπόλογο των πράξεών σου, σε υποχρεώνουν να αναθεωρήσεις αυτά που πιστεύεις, αυτά που θες από τους άλλους και από σένα, μερικές φορές ακόμα και την ίδια την τάξη του κόσμου. Το να είσαι ευγενικός, ήρεμος, καλός, φιλικός, εξυπηρετικός είναι μάλλον εύκολο για τους περισσότερους. Το να θυμώνεις και να μισείς όμως με πάθος, με ένταση, με πραγματική συμμετοχή όλου του είναι σου, ε αυτό είναι τέχνη.
Μισώ θανάσιμα και βαθιά την κουλτούρα, αλλά και την παρελκόμενη μπίζνα, της αυτοβοήθειας/αυτοβελτίωσης/αυτογνωσίας/αυτοβαυκαλίασης. Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβεις ότι το να πίνεις νερό, το να κοιμάσαι αρκετά, το να αθλήσαι, το να έχεις οργανωμένες τις δουλειές σου και διάφορα άλλα τέτοια μικροπράγματα μπορούν όντως να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής σου. Αλλά αυτό που οι περισσότεροι γκουρού υποστηρίζουν ότι αν κάνεις όλα αυτά που λένε θα πετύχεις και στη ζωή σου, είναι μια μεγάλη μπούρδα.
Για αρχή, τι είναι η επιτυχία??
Τι ορίζει ο καθένας μας ως επιτυχία? Τι ορίζει κάθε κοινωνία ως επιτυχία? Τι ορίζει ο 20χρονος εαυτός κάποιου ως επιτυχία και τι ο αντίστοιχος 40χρονος?
Και αν ισχύουν αυτά για την επιτυχία φανταστείτε τι ισχύει για την ευτυχία.
Από την πρώτη στιγμή που έμαθα το όνομα του Στέφανου Ξενάκη τον βρίζω. Οκ, δεν τον βρίζω ακριβώς, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο, δεν κάθομαι μπροστά στη φωτογραφία του και του κατεβάζω καντήλια, αλλά κράζω (είδατε, έχω και το όνομα και τη χάρη) συνέχεια όλα αυτά που λέει και που κάνει, όλη αυτή την περσόνα που έχει φτιάξει που μοιάζει με τσιχλόφουσκα θετικής ενέργειας.
Κάποια στιγμή είχα βρει στο Youtube κάποια αποσπάσματα από το πρώτο του βιβλίο το Δώρο. Έκατσα να τα ακούσω. Σιχάθηκα τη ζωή μου. Ήταν πιο γλυκανάλατα και από ρομαντική κομεντί με την Αν Χάθαγουεϊ. Γέλασα πολύ όταν μπήκε φυλακή και γέλασα ακόμα περισσότερο όταν έκανε την εμπειρία του βιβλίο.
Αλλά μέχρι σήμερα δεν είχα διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του. Και επειδή θέλω να είμαι δίκαιος είπα να του δώσω μια ευκαιρία.
Ήμουν ανάμεσα στο ΝΑΙ και στο Δώρο. Επέλεξα το δεύτερο γιατί είναι το πρώτο του βιβλίο, και ήθελα να δω τι σκατά βρήκε τόσος κόσμος σε αυτό το βιβλίο, τι τους άρεσε τόσο πολύ. Το αντίτυπο που πήρα (δεύτερο χέρι εννοείται) γράφει πάνω 93η ΧΙΛΙΑΔΑ. Σίγουρα έχει πουλήσει περισσότερα. Και με έναν πρόχειρο υπολογισμό αν το κάθε βιβλίο κάνει 15 ευρώ, έχουμε για 100 χιλιάδες βιβλία ενάμιση εκατομμύριο ευρώ. Not bad. Not bad.
Τώρα θα μου πείτε γιατί έχει πουλήσει αυτό το βιβλίο 100 χιλιάδες αντίτυπα και έχει μεταφραστεί σε 30+ γλώσσες? Δεν ξέρω να σας πω. Δεν ήξερα πριν το διαβάσω, δεν ξέρω ούτε τώρα που το διάβασα.
Σε αυτό το βιβλίο ο Στέφανος (ελπίζω να μου επιτρέπει τον ενικό, στο κάτω κάτω και αυτός στο βιβλίο του έτσι μιλάει προς τον άγνωστο αναγνώστη) μοιράζεται πτυχές της καθημερινότητάς του. Μας λέει ότι ξυπνάει το πρωί στις 5, πάει για τρέξιμο, μετά για κολύμπι, μας λέει πως παρκάρει συνέχεια πολύ εύκολα στο κέντρο με το σμαρτάκι του που χωράει παντού, κάποιες φορές διπλοπαρκάρει αλλά επειδή είναι ο Στέφανος το κάνει χαριτωμένα και κανείς δεν του κρατάει μούτρα, πως λέει σε όλους "καλημέρα" και φτιάχνει έτσι πρώτα από όλα τη δική του μέρα, πως πίνει μόνο εμφιαλωμένο νερό και κυρίως ΠΑΓΩΜΕΝΟ, αλήθεια παιδιά 300 σελίδες βιβλίο μια φορά δεν έβαλε νερό από τη βρύση, μας μιλάει για τις κόρες του, νομίζω πως σε αντίθεση με το βιογραφικό του δεν λέει πουθενά μέσα στο βιβλίο ότι είναι περήφανος μπαμπάς, μας μιλάει για τους φίλους και τους συνεργάτες του, μας λέει ότι έχει να δει τηλεόραση από το 2001 (αναφέρει όμως δυο τρεις φορές το όνομα του ΣΚΑΪ, ένας θεός ξέρει γιατί, γκρίζα διαφήμιση ίσως??), αναφέρει μια φορά το όνομα του Αλέξη Τσίπρα, λογικό, αυτός ήταν πρωθυπουργός το 2018, μας μιλάει αρκετά για το μεγαλεπήβολο σχέδιό του, ένα μάθημα αυτογνωσίας για τα παιδιά του δημοτικού με τον τίτλο "ΝΑΙ, ΜΠΟΡΩ" (γιατί ως γνωστόν δεν υπάρχει "δεν μπορώ", υπάρχει "δεν θέλω"), ένα μάθημα που το βλέπω να έρχεται με όλα αυτά που γίνονται στην παιδεία, μέχρι υπουργό τον βλέπω, σαν τον Αρίστο Δοξιάδη.
Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα μας λέει ο Στέφανος και δως του οι προστακτικές, "κάνε", "φτιάξε", "μίλα", "κοίτα", λες και δεν έχουμε αφεντικά, παιδιά, συντρόφους, γονείς, ανασφάλειες, άγχη να μας διατάζουν καθημερινά, αυτό που χρειαζόμαστε για να βελτιώσουμε τον εαυτό μας είναι άλλος ένας νταβατζής.
Ο Στέφανος επίσης στο βιβλίο του αυτό μας μιλάει για προσωπικές στιγμές ενδυνάμωσης που μοιράστηκε με έναν άστεγο στα φανάρια, έναν ταλαίπωρο ντελιβερά που του πήγε κάτι πράγματα στο σπίτι και διάφορους άλλους ταλαίπωρους μπύθουλες μεροκαματιάρηδες φουκαράδες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, και περιμένουν την καλημέρα του Στέφανου για να δουν λίγο φως στη μαύρη ζωή τους.
Το άλλο που εμένα με ενόχλησε πολύ είναι το ύφος του βιβλίου που είναι, όπως και το βιβλίο του άλλου του ταλαίπωρου που έφτιαξε το Thank you, next, σαν να μιλάνε δυο κολλητοί μεταξύ τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Έχει κάτι αγοραίο όλο το ύφος του βιβλίου, κάτι απωθητικό, κάτι πολύ macho που εμένα με χαλάει. Αλήθεια θα ήθελα να μάθω την άποψη γυναικών που το έχουν διαβάσει. Αν το προσπάθησε και το κατάφερε καμία.
Κάτι άλλο που πρόσεξα στις ιστορίες του Στέφανου είναι πως όλοι αυτοί που συναντάει και προσέχει είναι αξιοπρεπείς. Είτε είναι ο Πακιστανός που μαζεύει χαρτόκουτα από τους κάδους ανακύκλωσης, είτε το γεροντάκι που έχει το μαγέρικο, είτε ένα ζευγάρι που βλέπει στο δρόμο, είτε η κοπέλα που του σέρβιρε τη σαλάτα του. Αν έχεις αξιοπρέπεια φαίνεται και ο Στέφανος θα το προσέξει. Αν δεν έχεις Thank you, next.
Επίσης ο Στέφανος δεν μας λέει κάτι για το σύνολο. Οκ, να γίνουμε καλύτεροι, αλλά αυτό πως θα αλλάξει την καθημερινότητά μας? Κι εγώ λέω καλημέρα στους γείτονες αλλά ο ένας εξακολουθεί να καπνίζει στο ασανσέρ, ο άλλος πετάει τα πλαστικά ποτήρια από το αυτοκίνητο είκοσι μέτρα από το σπίτι του, ο τρίτος περιμένει να του μιλήσω εγώ πρώτος για να μου μιλήσει και ο άλλος μου έκανε παρατήρηση ότι το αυτοκίνητο μου εμπόδιζε και όταν του είπα πως θα περιμένω να φέρει την αστυνομία για να δούμε αν όντως εμποδίζω έκανε τον Αλέκο. Και όλα αυτά σε ένα τετράγωνο. Δεν πάω πέρα από τη στροφή και στην πλατεία.
Από την άλλη νιώθω μια συμπάθεια για τον Στέφανο. Και αν είναι ένας καφκικός ήρωας, ένας Στέφαν Ξ. που είναι καταδικασμένος να παρκάρει και να ξεπαρκάρει αέναα το σμαρτάκι του, αν πρέπει να πίνει νερό μόνο από εμφιαλωμένα παγωμένα μπουκαλάκια, αν πρέπει να τρέχει κάθε μέρα καταδικασμένος να βλέπει την ανατολή στην παραλία της Βουλιαγμένης, και όχι ας πούμε να ξυπνάει και να βλέπει από το παράθυρό του το ορυχείο της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα ξέρωγω, αν κρέμεται πάνω από το κεφάλι του μια δαμόκλειος σπάθη με τη μορφή του Μπαμπινιώτη που τον αναγκάζει να μιλάει μόνο με προστακτική, αν τον βασανίζει κάτι τόσο ανείπωτο, αν τον λερώνει κάτι τόσο βαθύ που τον ωθεί να μιλάει στον κόσμο προσπαθώντας να επικοινωνήσει, αλλά η μόνη λέξη που ξέρει και την οποία επαναλαμβάνει συνέχεια προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή των γύρω του είναι η λέξη "καλημέρα" και με κάθε "καλημέρα" που του ανταπαντάνε τον σπρώχνουν ακόμα πιο βαθιά στην ολόδικιά του καφκική άβυσσο μέχρι να συναπαντηθεί με τον Σταύρο Θεοδωράκη ο οποίος θα σπάσει τα μάγια απαντώντας στην "καλημέρα" του Στέφανου με εκείνο το ξόρκι που τον έκανε διάσημο το οποίο ο Στέφανος δεν έχει ξανακούσει γιατί έχει να δει τηλεόραση από το 2001??
Έτσι ναι, βγαίνει κάποιο νόημα.
08.05.25
0 notes
Text

Ακριβώς 30 χρόνια πίσω, το 1995, η νονά μου μου έκανε δώρο για τη γιορτή μου τον Κράμπατ του Ότφριντ Πρόισλερ.
Είναι η ιστορία ενός ορφανού αγοριού που μια φωνή στα όνειρά του το οδηγεί σε ένα μύλο. Εκεί θα μαθητεύσει δίπλα στον μυλωνά τα μυστικά της μαύρης μαγείας. Κινδυνεύοντας να μείνει για πάντα σκλάβος του μυλωνά θα προσπαθήσει με τη βοήθεια της αγαπημένης του να σπάσει τα μάγια.
Ο Κράμπατ παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία από την παιδική-εφηβική μου ηλικία. Το έχω διαβάσει πολλές φορές και κάθε φορά χωνόμουν στον κόσμο του με την ίδια δίψα για να ζήσω ξανά την περιπέτειά του και να δω αν θα καταφέρει τελικά η αγάπη να αναδειχθεί δυνατότερη από τη μαγεία.
Σήμερα το πρωί πήγα στον Πέλο. Εκείνη την ώρα άνοιγε τις κούτες με τις παραγγελίες. Γυρνάει και μου δείχνει το καινούριο βιβλίο του Χρυσόστομου που βγήκε πριν από μερικές μέρες. Για αυτό ήρθα, του λέω. Άστο στην άκρη. Λίγο αργότερα έφυγα για την Καρδίτσα. Τελειώνοντας με τη βλάβη που είχα έκατσα στην κεντρική πλατεία κάτω από τη λιακάδα και το ξεκίνησα. Αργότερα πίνοντας τον καφέ μου καθώς περίμενα την Άννα να τελειώσει από τα αγγλικά το τελείωσα.
Το σπίτι του παππού και της γιαγιάς στο χωριό είναι πάνω σε ένα σταυροδρόμι. Ο κεντρικός δρόμος συνεχίζει μέχρι την Αγία Παρασκευή και πιο μετά συνεχίζει στη Βόρεια Μακεδονία. Ο κάθετος δρόμος οδηγεί στο χωριό μας, τις Κάτω Κλεινές. Πάνω στο σταυροδρόμι υπάρχει μια γέφυρα. Από κάτω, δίπλα από το σπίτι περνάει ένα ποτάμι. Κάποια στιγμή ο θείος μου είχε την έμπνευση να φτιάξει μια πίστα χορού μέσα στη βάση της πλαγιάς δίπλα στην κοίτη του ποταμού. Η πρόσβαση θα γινόταν με μια σκάλα που είχε φτιάξει από την αυλή του μαγαζιού πάνω στην πλαγιά. Μη φανταστείτε καμιά μεγάλη πλαγιά, μιλάμε για τέσσερα, πέντε μέτρα ύψος. Δεν δούλεψε πολύ καλά η ιδέα του θείου, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν πρωτοποριακή.
Το σπίτι αυτό μετά και τον θάνατο του Παύλου ερήμωσε. Έχω να πάω εκεί από την κηδεία του το 2018.
Έτσι γίνεται συνήθως. Κάποιος θάνατος σφραγίζει ένα σπίτι και μαζί μια ολόκληρη εποχή. Ο θείος δεν ήταν ο τελευταίος της γενιάς του, ήταν ο τελευταίος όμως που έμεινε σε αυτό το σπίτι. Ο τελευταίος φύλακας κάποιων άτυπων Θερμοπυλών.
Τα σπίτια αυτά σαν ερημώσουν ρημάζουν. Αργοπεθαίνουν σαν τους ανθρώπους. Ακολουθούν τη μοίρα των τελευταίων τους κατοίκων. Και μαζί τους παίρνουν τα μυστικά τους, τις χαρές και τις λύπες που φιλοξένησαν στους τοίχους τους. Όχι όμως και τις μνήμες.
Ένα τέτοιο σπίτι είναι το επίκεντρο του καινούριου βιβλίου του Χρυσόστομου. Ένα σπίτι σε ένα ορεινό χωριό της Καρδίτσας στη Λίμνη Πλαστήρα. Ένα σπίτι σε έναν τόπο γεμάτο από θρύλους και μυστικά. Ένα σπίτι στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, ένα πέρασμα ανάμεσα στην αλήθεια και την παραίσθηση, ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό.
Το Κατέβασμα του φεγγαριού είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο. Ένα βιβλίο που απευθύνεται (κυρίως) σε εφήβους, αλλά νιώθω πως θα ευχαριστηθούν πολύ και πολλοί ενήλικες. Είναι ένα όμορφο ταξίδι, όχι νοσταλγικό, στις μνήμες, τα μέρη, τους ανθρώπους και τις σχέσεις που έπλεξαν το δίχτυ της ζωής μας. Είναι μια καλή παρέα για δυο τρεις ώρες, ένα ευχάριστο διάλειμμα από κάποιο πιο βαρύ ανάγνωσμα, μια ανάπαυλα από μια δύσκολη μέρα.
Διαβάζοντας το βιβλίο θυμήθηκα τον Κράμπατ. Έκατσα και έψαξα να δω αν υπάρχει ακόμα το βιβλίο για να το προτείνω στον Χρυσόστομο να το διαβάσει, δεν θυμάμαι αν το έχουμε συζητήσει ξανά στο παρελθόν. Ψάχνοντας λοιπόν ανακάλυψα ότι ο Κράμπατ είναι μια φιγούρα της σέρβικης μυθολογίας και λαογραφίας και υπάρχουν διάφορες παραλλαγές του μύθου. Μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να το ξαναδιαβάσω όπως και το Μαγικό φίλτρο του Μίκαελ Έντε, ένα ακόμα αγαπημένο μου βιβλίο το οποίο επίσης πρέπει να μου έκανε δώρο η νονά μου.
Τα ανήψια μου είναι τώρα στην ηλικία που ήμουν εγώ το 1995. Θα τους κάνω δώρο το βιβλίο του Χρυσόστομου. Πιστεύω πως θα τους αρέσει.
Στον δωδεκάχρονο εαυτό μου θα άρεσε σίγουρα.
30.04.25
0 notes
Text

Η αναζήτηση του εαυτού, του "εγώ", η διερεύνηση της μάχης ανάμεσα στο πως βλέπουμε τον εαυτό μας και στο πως μας βλέπει ο κόσμος, η μελέτη των διακυμάνσεων της προσωπικότητάς μας, των διαφορετικών μας εαυτών που σαν τα κύματα της θάλασσας σκάνε αέναα πάνω στην άμμο της ζωής μας αφήνοντας τα προσωρινά τους χνάρια μέχρι να τα σβήσει το επόμενο κύμα, όλος αυτός ο ανένδοτα ματαιόδοξος από μια μεριά και αβάσταχτα μάταιος από μια άλλη μηχανισμός αποτελεί έναν από τους πυλώνες της λογοτεχνίας από την πρώτη στιγμή που κάποιος αφηγήθηκε μια ιστορία, από την πρώτη στιγμή που κάποια ιστορία κρίθηκε άξια να ιστορηθεί και να καταγραφεί πρώτα στη μνήμη των ανθρώπων και κατόπιν στην πέτρα και ύστερα στο χαρτί.
Στα χέρια ενός δεξιοτέχνη της γραφής όλος αυτός ο μηχανισμός μπορεί να αποδοθεί ως μια τεράστια παρεξήγηση, μια παρεξήγηση που την ίδια στιγμή θα κάνει τον αναγνώστη να μειδιά απ' έξω του ενώ θα θλίβεται ταυτόχρονα από μέσα του. Αυτός ο κλαυσίγελως άλλωστε, αυτό το συναίσθημα που παλαντζάρει ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, ανάμεσα στο σημαντικό και το ελάσσον, ανάμεσα στο σοβαρό και γελοίο, αυτό το συναίσθημα είναι το καύσιμο της ζωής μας. Η ζωή μας μόνο χάρη στις εναλλαγές προχωρά. Όπως το ποδήλατο, αν δεν κάνεις μια πλήρη περιστροφή με τα πετάλια δεν κουνάει ρούπι. Και ξανά από την αρχή.
Τον Όστερ και τον Ροθ τους γνώρισα σχετικά πρόσφατα. Πριν από τέσσερα χρόνια τον Όστερ, μόλις πέρυσι τον Ροθ. Τον Όστερ τον γνώρισα με την Τριλογία της Νέας Υόρκης και τον Ροθ με τον Ζούκερμαν δεσμώτη, την τετραλογία με την οποία μας σύστησε ο Ροθ το λογοτεχνικό του άλτερ έγκο. Αμφότερα μου άρεσαν πολύ, αν και θα πρέπει να ξαναδιαβάσω την Τριλογία της Νέας Υόρκης στο άμεσο μέλλον τώρα που είμαι κάπως πιο ώριμος ως αναγνώστης για να ανακαλύψω και να εκτιμήσω περισσότερο κάποιες συνεκδοχές του βιβλίου.
Ακολούθησαν το 4321 και το Επιχείρηση Σάυλοκ, επίσης πολύ ωραία αναγνώσματα και τα δύο.
Πριν από μερικές μέρες διάβασα τον Αόρατο. Αμέσως μετά έπιασα το Ανθρώπινο στίγμα. Με κάθε καινούριο βιβλίο τους που διαβάζω τόσο η εκτίμηση όσο και η αγάπη μου μεγαλώνει και για τους δυο τους.
Πιστεύω πως εν μέρει ο Όστερ και ο Ροθ είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Εξερευνούν και οι δύο τις πολλαπλότητες του εαυτού, τις πιθανότητες που ανοίγονται μπροστά μας, τα προνόμια και τις δυσκολίες με τα οποία η κοινωνία μας προικίζει και τα οποία πολλές φορές γίνονται αλυσίδες που μας περιορίζουν.
Και αν για τις δυσκολίες αυτό μπορεί να ακούγεται λογικό, για τα προνόμια δεν είναι τόσο εμφανές. Όμως ισχύει. Τα προνόμια, τα πλεονεκτήματα δεν έρχονται χωρίς κόστος. Απλά πολλές φορές είτε δεν μπορούμε να το δούμε, δεν φτάνει η ματιά μας μέχρι εκεί, μπορεί να μας εμποδίζει η προοπτική, και άλλες φορές απλώς εθελοτυφλούμε.
Εκτός από αυτό το επίπεδο της προοπτικής τόσο ο Όστερ όσο και ο Ροθ παίζουν και με ένα άλλο επίπεδο της προοπτικής. Με το επίπεδο της πραγματικότητας και της φαντασίας. Εγκιβωτίζουν στα βιβλία τους πολλά επίπεδα αφήγησης που πολλές φορές κάνουν τον αναγνώστη όχι να μπερδεύεται, δεν τίθεται τέτοιο θέμα, αλλά να ασφυκτιά προσπαθώντας να βιώσει ταυτόχρονα αυτά τα δύο επίπεδα. Προσπαθώντας να ανακαλύψει τα όρια και στην δική του ζωή. Ποιο κομμάτι της ζωής μας άραγε είναι πραγματικό και πιο χτίζουμε ξανά και ξανά με βάση τα όνειρα και τις μνήμες μας, τις ονειροπολήσεις και τις φαντασιοπληξίες μας?
Έγραφα σε ένα άλλο σημείωμα για τον Όστερ ότι αφήνει να φαίνεται διάχυτη η αγωνία του να γράφει. Η γραφή για τον Όστερ είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, δεν θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο, από τη στιγμή που κατάλαβε ότι η μοίρα του είναι να λέει ιστορίες αφοσιώθηκε σε αυτό με μια πρωτοφανή προσήλωση, με μια μεταφυσική θα έλεγα αφοσίωση.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τον Ροθ.
Θα έλεγε κανείς ότι και για τους δυο η γραφή λειτουργούσε ως διαφυγή από τον εαυτό τους, η δημιουργία άλλων κόσμων και άλλως εαυτών ήταν το εργαλείο για να είναι τελικά ο εαυτός τους. Για να είναι ελεύθεροι.
Η διαφορά τους είναι ότι ο Ροθ γράφει με ένα άσβεστο μίσος για τα πάντα. Γράφει με θυμό. Και ο θυμός του αυτός δεν καταλαγιάζει, δεν εκτονώνεται, αντίθετα ενδυναμώνεται, αποκτά ένα σώμα, γίνεται υλικός, γίνεται χειροπιαστός, ξεχειλίζει από παντού, σχεδόν σε εξουθενώνει.
Αλλά σε αφήνει και έκθαμβο με την ιδιοφυία του.
Γιατί και οι δύο είναι εξαιρετικά ιδιοφυείς.
Είναι από τους πιο ιδιοφυείς συγγραφείς που έχω διαβάσει, τα βιβλία τους είναι ένα αποκούμπι από την ατελείωτη βλακεία του κόσμου, από την ανεξάντλητη υποκρισία, από τον κάθε είδους πουριτανισμό, από την αναίδεια, την αμορφωσιά, τον επαρχιωτισμό.
Τα βιβλία τους είναι μια όαση μέσα στην κόλαση της συνάφειας του κόσμου.
Είναι μια επιβεβαίωση αυτού που λέω συχνότερα τώρα τελευταία, ότι μισώ την ανθρωπότητα αλλά αγαπάω κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Υπέροχοι. Ανεξάντλητοι. Γίγαντες.
21.04.25
0 notes
Text

Καλημέρα.
Καλημέρα.
Ο Θεοφίλου ήρθε??
Ήρθε. Εκεί στον πάγκο αριστερά.
Γυρνάω στον πάγκο, κάνω ένα βήμα αριστερά.
Που??
Πιο αριστερά.
Για κάποιο μυστήριο λόγο κάνω ένα βήμα δεξιά.
Όχι, όχι. Πιο αριστερά. Εκεί μπροστά σου, όρθιο.
Αχα...
Πιάνω το μικρό βιβλιαράκι. Δεν είναι στο σύνηθες φορμάτ των Αντιπόδων. Είναι λίγο πιο κοντό.
Είναι μικρό.
Ναι, είναι λίγο διαφορετικό από τα άλλα.
Είναι αυτά που λέω εγώ της κωλότσεπης, να σαν αυτό.
Βγάζω από την τσέπη του μπουφάν τους Νεκρούς του Τζόις στη νέα έκδοση από το Μεταίχμιο.
Τα παίρνει και τα δύο ο Πέλος στα χέρια του.
Να αυτό εδώ μου αρέσει πιο πολύ που είναι πιο μακρόστενο.
Κι εμένα.
Ξεφυλλίζω το μικρό βιβλιαράκι του Τάσου Θεοφίλου με τον τίτλο Η φυλακή.
Αντίποδες όμως εγγύηση.
Ναι πολύ καλοί.
Έχουν χαρακτήρα.
Ναι.
Πληρώνω και συνεχίζουμε την κουβέντα.
Μπαίνει μια κυρία. Κάνω προς τα πίσω χαζεύοντας όσο ο Πέλος την εξυπηρετεί. Βλέπω το De mysteriis. Στέλνω μήνυμα στον Γιώργο.
Το πήρες το De mysteriis?
Νοτ γετ.
Ωραία. Θα στο πάρω εγώ. Είμαι στον Πέλο.
Φχαριστώ. <3
Σηκώνω το βιβλίο του Χρυσόστομου και παρατηρώ παραδίπλα ένα μικρό βιβλιαράκι. Πάλι από τους Αντίποδες. Το εξώφυλλο άσπρο. Σε ένα κομμάτι διπλώνει η εικόνα που καλύπτει το οπισθόφυλλο. Γυρνάω το βιβλίο ανάποδα. Ένας άντρας με μαύρα γένεια και σκοτεινό βλέμμα κάθεται πάνω σε ένα ξύλινο κουτί ενώ ακουμπάει με τον ώμο του σε ένα τεράστιο δέντρο. Από πάνω του υπάρχει μια πινακίδα που γράφει Grant.
Ανοίγω το βιβλίο. Διαβάζω τις πρώτες τρεις σειρές. Η πελάτισσα έχει φύγει. Γυρνάω στον Πέλο.
Νταξ τώρα, όταν ένα βιβλίο ξεκινάει έτσι, είναι σαν να σου λέει "πάρε με".
Του διαβάζω το μικρό απόσπασμα.
"Όλα εδώ είναι φρικτά κι ανόητα, κι αφού ήλθατε από τόσο μακριά για να με ακούσετε, θα έπρεπε να το γνωρίζετε".
Το βιβλίο είναι Η δύσκολη τέχνη του Δημήτρη Ελευθεράκη.
Το πρώτο βιβλίο που πήρα από τις εκδόσεις Αντίποδες ήταν η αγόρευση του Θανάση Καμπάγιαννη στη δίκη της ΧΑ, το Με τις μέλισσες ή με τους λύκους. Από τότε έχω πάρει αρκετά βιβλία τους. Μου αρέσει τόσο η θεματολογία, όσο και η καλλιτεχνική επιμέλεια των βιβλίων. Επίσης η επιμέλεια κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, νομίζω ότι έχω βρει ελάχιστα εώς καθόλου λάθη στα βιβλία τους.
Εδώ όμως έχουν κάνει ένα μικρό φάουλ.
Στην πρώτη σελίδα αναφέρεται πως στην φωτογραφία που βρίσκεται στο οπισθόφυλλο απεικονίζεται "ο Αμερικανός φωτογράφος Eadweard Muybridge καθισμένος σε ένα κουτί με αρνητικά στη βάση ενός μεγάλου δέντρου".
Ο Eadweard Muybridge ήταν Άγγλος. Είναι ο φωτογράφος που το 1878 κατάφερε να απεικονίσει χρησιμοποιώντας ένα σύστημα πολλαπλών καμερών τον τριποδισμό ενός αλόγου. Υπάρχει και μια ιστορία ότι πίσω από αυτό το εγχείρημα κρυβόταν κι ένα στοίχημα ότι ένα άλογο σε κάποια στιγμή του καλπασμού του δεν πατάει καθόλου στη γη. Η ιστορία αυτή μάλλον δεν ισχύει, αλλά οι φωτογραφίες που τράβηξε ο Muybridge απέδειξαν ότι ένα άλογο καθώς τρέχει όντως κάποια στιγμή δεν πατάει στη γη.
Η παραπάνω πρόταση όμως κρύβει ένα ακόμα ας πούμε λαθάκι, θα έλεγα καλύτερα μια παράλειψη. Το δέντρο στου οποίου τη σκιά ξεκουράζεται ο Muybridge δεν είναι ένα τυχαίο μεγάλο δέντρο.
Πρόκειται για τον Στρατηγό Γκραντ τη δεύτερη μεγαλύτερη σεκόγια που υπάρχει στη Γη μετά τον Στρατηγό Σέρμαν. Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1864 ή το 1865 όταν ο Muybridge ήταν 34-35 ετών και ο General Grant πάνω από 1500.
Σχωρεμένοι οι Αντίποδες για το μικρό λάθος και για την παράλειψη.
"Η Ελλάδα είναι ο παραμορφωτικός καθρέφτης στον οποίο βλέπουμε το πρόσωπό μας, εξακολούθησε ο δάσκαλος, το αιωνίως χαμογελαστό, ναι το αιωνίως θλιμμένο μας πρόσωπο, είπε ο δάσκαλος. Είμαστε ο άνθρωπος που γελά, είπε ο δάσκαλος. Το αιώνιο γέλιο είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος. Η αιώνια Ελλάδα είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος. Αν ζήσεις για πολύ στην αιωνίως αιωνία Ελλάδα, είπε ο δάσκαλος, όχι και πολύ, ας πούμε τριάντα με πενήντα χρόνια, είπε ο δάσκαλος, τότε κάτι παθαίνεις και μιλάς ακατάπαυστα, ναι ακατάσχετα για τον Παρθενώνα και τις Καρυάτιδες, τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Λεονάρδο ντα Βίντσι."
Η σκηνή αυτού του μικρού βιβλίου είναι ένα παγκάκι. Ένα βρώμικο, χεσμένο από τα περιστέρια και τα αδέσποτα παγκάκι σε ένα βρώμικο δρομάκι ανάμεσα στο Μουσείο και την Πολυτεχνική Σχολή. Ο αφηγητής, ένας μυστήριος τύπος που αυτοαποκαλείται "δάσκαλος", αγορεύει σχετικά με την τέχνη. Το κοινό του είναι κάποιος που κάθεται στο παγκάκι δίπλα του. Ένας απρόσωπος μάρτυρας του παραληρήματος του δασκάλου.
Πρόκειται όμως για παραλήρημα? Ο δάσκαλος είναι κάποιος από αυτούς τους περίεργους τύπους που συχνάζουν στις πλατείες και στα παγκάκια και αγορεύουν με πάθος και ύφος επί παντός επιστητού? Ή κρύβεται κάτι άλλο από πίσω?
Τον Μάρτιο του 2015 ένα τεράστιο ασπρόμαυρο γκράφιτι κάλυψε εν μία νυκτί το κτίριο του Πολυτεχνείου. Γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά τότε. Πολλοί μίλησα για προσβολή του οικήματος που αποτέλεσε το κέντρο των εξελίξεων της ιστορικής εξέγερσης των φοιτητών της 17ης Νοεμβρίου του 1973, άλλοι έγραψαν ότι απεικόνισε με τον καλύτερο τρόπο την συνεχή κρίση στην οποία είχε βυθιστεί η χώρα. Γεγονός είναι ότι στις λίγες μέρες που διατηρήθηκε μέχρι να σβηστεί το γκράφιτι κατάφερε να ανακινήσει πολλές κουβέντες γύρω από την τέχνη και το σεβασμό στον δημόσιο χώρο και την ιστορία.
Κύριος άξονας της αφήγησης του δασκάλου και αφετηρία του συλλογισμού που αναπτύσσει σε όλο το βιβλίο είναι αυτό το γκράφιτι στο οποίο αναφέρεται συνεχώς. Πάνω σε αυτό ξεκινάει και ξεδιπλώνεται ένας αναστοχασμός σχετικά με το τι είναι τέχνη, τι θα έπρεπε ίσως να είναι τέχνη, το ποιοι και πως εκμεταλλεύονται την τέχνη, τι σκοπούς θα έπρεπε να εξυπηρετεί η τέχνη. Το βιβλίο κλείνει με ένα μικρό κεφάλαιο στο οποίο ο ανώνυμος μέχρι τώρα συνομιλητής του δασκάλου κοιτάει πίσω μετά από χρόνια και προσπαθεί να ανακατασκευάσει μέσα από τα λεγόμενά του το πρόσωπο του νεκρού πια δασκάλου. Σε κάποιο σημείο ο συνομιλητής καταλήγει πως ο δάσκαλος πρέπει να γεννήθηκε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970 οπότε θα ξεκίνησε να καταλαβαίνει τον κόσμο μέσα στη δεκαετία του 1980.
"Ολόκληρη η γενιά που ξεκίνησε να καταλαβαίνει τον κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του '80 είναι μια χαμένη, ναι μια κατεστραμμένη γενιά. Να ανήκεις στη γενιά που ξεκίνησε να καταλαβαίνει τον κόσμο στη δεκαετία του '80, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω, για να μιμηθώ τον δάσκαλο. Να ανήκεις σε μια χαμένη, ναι μια κατεστραμμένη γενιά, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω, για να μιμηθώ τον δάσκαλο. Να πεθαίνεις ενώ ανήκεις σε μια χαμένη, ναι μια κατεστραμμένη γενιά, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω, για να μιμηθώ τον δάσκαλο. Γιατί ο θάνατός σου είναι μάλλον απίθανο να έχει κάποιο νόημα, ναι ένα ηρωικό νόημα, που είναι το μόνο νόημα που μπορεί να έχει ένας θάνατος. Να ανήκεις σε μια γενιά που της έχουν αφαιρέσει το δικαίωμα να πεθαίνει ηρωικά, ναι να πεθαίνει με νόημα, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω. Να σου έχουν αφαιρέσει το δικαίωμα να επιλέξεις ελεύθερα ανάμεσα στη ζήση και τη θανή, ναι να επιλέξεις με νόημα τη θανή, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω."
Ο Δημήτρης Ελευθεράκης, ο συγγραφέας του βιβλίου γεννήθηκε το 1978.
Πέθανε το 2020.
Σήμερα που γράφεται αυτό το κείμενο ο Παύλος Φύσσας θα γινόταν 46 ετών.
Η γενιά μας, η γενιά αυτή που ξεκίνησε να καταλαβαίνει τον κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του '80, αργοπεθαίνει κάθε μέρα.
Είναι μια δύσκολη τέχνη να είμαστε ο εαυτός μας.
10.04.25
0 notes
Text

Υπάρχει ένα ενδιαφέρον περιστατικό στο πολύ όμορφο βιβλίο του Μπουνιουέλ που αποτελεί το τελευταίο του στίγμα σε αυτό τον μάταιο κόσμο.
Σε κάποιο σημείο μιλάει για την αγάπη του για τα έργα του Ντε Σαντ αλλά και για την δυσκολία του να βρεθούν τα βιβλία του. Αναφέρει λοιπόν πως δανείστηκε από φίλους και διάβασε την Ζυστίν, αντίτυπο του βιβλίου είχε ο Μπρετόν αλλά και ο Κρεβέλ. Όταν ο Κρεβέλ αυτοκτόνησε τον Ιούνιο του 1935 το αντίτυπό του χάθηκε. Κάποια φίλη παρατήρησε πως έλειπε. Πρώτος στο διαμέρισμα του Κρεβέλ είχε φτάσει, κατά δήλωση του Μπουνιουέλ ο Νταλί, αλλά παρόλη την περίεργη σχέση που είχανε οι δυο τους ο Μπουνιουέλ δεν τον θεωρεί ύποπτο για την κλοπή. Μέχρι το 1982 που γράφτηκε το βιβλίο ο Μπουνιουέλ λέει πως ο ένοχος δεν είχε ανακαλυφτεί.
Υπάρχουν εδώ δύο πράγματα άξια συζήτησης, ή έστω επισήμανσης.
Το πρώτο είναι η επίδραση που μπορεί να έχει το έργο κάποιου σε ανύποπτο ίσως χρόνο σε κάποιον ή σε μια μερίδα ανθρώπων, όπως στην προκειμένη περίπτωση η ομάδα των σουραλιστών μέλος της οποίας ήταν και ο Μπουνιουέλ. Το δεύτερο είναι η πρόσβαση στο οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο.
Έχω αναφερθεί σε αυτό σε παλαιότερο κείμενο με αφορμή το βιβλίο του Γκρόσμαν, Μαντόνα Σιξτίνα.
Τον 19ο αιώνα, πριν ακόμα και την εφεύρεση της φωτογραφίας, και ακόμα και μετά την εφεύρεσή της πριν την ευρεία διάδοσή της, όποιος ήθελε να δει έναν πίνακα ζωγραφικής έπρεπε να ταξιδέψει για να τον δει. Ομοίως όποιος ήθελε να διαβάσει ένα βιβλίο μέχρι και πριν από κάποια χρόνια όπως μας δείχνει η ιστορία του Μπουνιουέλ με το αντίτυπο της Ζυστίν, έπρεπε να ψάξει πολλές φορές και να επιμείνει, και αυτό όχι πάντα με επιτυχία.
Σήμερα η πρόσβαση στην τέχνη είναι πολύ εύκολη. Το μεγαλύτερο ποσοστό της ζωγραφικής, του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας, είναι διαθέσιμο στο ίντερνετ. Δεν μπαίνω εδώ στην διαδικασία να συγκρίνω την θέαση μιας ταινίας στο σινεμά ή στην οθόνη του λάπτοπ μας, ή την θέαση ενός πίνακα ζωγραφικής από κοντά με την θέαση μιας φωτογραφίας. Απλά επισημαίνω πως το έργο είναι εκεί, προσβάσιμο προς κατανάλωση.
Μμμμ...
Έγραψα "προς κατανάλωση".
Άραγε τυχαία ή επίτηδες?
Η τέχνη είναι άραγε ένα προϊόν?
Είναι κάτι άλλο?
Είναι μήπως ΚΑΙ ένα προϊόν?
Γίνεται μεγάλη κουβέντα αυτές τις μέρες για την σειρά Adolescence του Netflix.
Χωρίς να μπω σε κάποια ανάλυση της σειράς εδώ, έγραψα σχετικά και συζήτησα κατ' ιδίαν με φίλους, και μένει να δούμε πως θα κρίνει ο χρόνος τη σειρά και το μήνυμά της, θέλω να σταθώ σε κάτι άλλο.
Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που κύριο μέλημά της είναι να βγάζει κέρδος. Ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, το οποίο δεν αρνούμαι ούτε για το Adolescence ούτε για πολλές άλλες σειρές, μια σειρά, και ειδικά στις μέρες μας όπου υπάρχει πληθώρα σειρών σε πάρα πολλές πλατφόρμες, πρέπει να κάνει αυτό που λέμε πάταγο, να γίνει viral.
Κάτι που είναι κενό νοήματος όσο viral και να γίνει νομοτελειακά θα ξεχαστεί. Μήπως όμως τελικά ακόμα και αν κάτι έχει όντως νόημα και αναμοχλεύει ένα υπαρκτό και σοβαρό θέμα κινδυνεύει να ξεχαστεί και αυτό λόγω του όγκου της πληροφορίας που μας περικυκλώνει?
Ο Μπουνιουέλ στο τέλος του βιβλίου του γράφει:
"Οι σάλπιγγες της αποκαλύψεως ηχούν στις πόρτες μας εδώ και αρκετά χρόνια, κι εμείς κλείνουμε τα αυτιά μας. Αυτή η νέα αποκάλυψη, όπως και η παλιότερη, συνοδεύεται απ' τον καλπασμό τεσσάρων καβαλάρηδων: του υπερπληθυσμού (του πρώτου και προπορευόμενου καβαλάρη, που βαστά το μαύρο λάβαρο), της επιστήμης, της τεχνολογίας και της πληροφορίας."
Οκ, διαφωνώ προφανώς όσον αφορά την επιστήμη και την τεχνολογία, αν και βρίσκω πολλές εφαρμογές της σημερινής ψηφιακής τεχνολογίας περιττές ή προβληματικές αλλά γενικά δεν έχω κάποιο πρόβλημα με την τεχνολογία. Για τον υπερπληθυσμό έχει μάλλον δίκιο, αλλά είναι ένα πολυσύνθετο θέμα για το οποίο δεν έχω προτάσεις.
Όσον αφορά την πληροφορία, και προσέξτε αναφέρεται στον όγκο της πληροφορίας και όχι στην εύκολη πρόσβαση σε αυτήν, θα συμφωνήσω απόλυτα.
Είναι αλήθεια πως με τα smartphone έχουμε πλέον όλο τον κόσμο στο χέρι μας. Ξεχνάμε όμως πως τις περισσότερες φορές το μεγαλύτερο ποσοστό των πληροφοριών με τις οποίες θα έρθουμε σε επαφή μέσα στη μέρα είναι είτε άχρηστες είτε θα ξεχαστούν την επόμενη κιόλας στιγμή. Και πολλές φορές ακόμα και πράγματα που έχουν νόημα, που μπορούν να ανακινήσουν κουβέντες χάνονται σε αυτό τον απέραντο ωκεανό.
Πίσω στην τέχνη.
Πιστεύω πλέον ότι η τέχνη δεν μπορεί να επιφέρει άμεσες αλλαγές στη ζωή και την καθημερινότητά μας. Πιστεύω πως ο κύριος ρόλος της τέχνης είναι να θέτει ερωτήματα, να έχει αμφιβολίες, να προκαλεί την τάξη, την συνήθεια, την παράδοση, την ηθική. Οι πολιτικές είναι αυτές που αλλάζουν τον κόσμο.
Ο Μπουνιουέλ με τους σουρεαλιστές προσπάθησαν πρωτίστως να κάνουν αυτό, να προτείνουν μια άλλη ηθική, δημιουργώντας ένα ρήγμα στην τότε τάξη του κόσμου. Εν μέρει το πέτυχαν.
Θα μου πείτε η τέχνη δεν έχει και καλλωπιστικό ας πούμε ρόλο?
Φυσικά. Μπορεί, και πρέπει να ομορφαίνει και τη ζωή μας. Είναι όμως διαφορετικό να φτιάχνεις ένα όμορφο περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορούμε να ζούμε, να εργαζόμαστε, να εμπνεόμαστε, να δημιουργούμε, και διαφορετικό να δημιουργείς καλλιτεχνικά έργα που με κάποιον τρόπο προωθούν ένα άλλο επίπεδο σκέψης.
Και φυσικά είναι άλλο πράγμα να δημιουργείς και άλλο να παράγεις τέχνη.
Ο Μπουνιουέλ αναφέρεται επίσης πολύ στο βιβλίο του στην λογοκρισία και στις επιθέσεις που δέχτηκε για τις ταινίες του. Δεν μιλάει με πικρία, ίσα ίσα που θεωρεί τη λογοκρισία κάποιου είδους βραβείο. Και θα έλεγα πως έτσι είναι. Ένας καλλιτέχνης που δέχεται επίθεση για το έργο του μάλλον κάτι κάνει καλά. Μάλλον κάποιον ενοχλεί.
Είναι πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο του Μπουνιουέλ παρόλο που έχει κάποια σημεία στα οποία γίνεται αρκετά αφοριστικός.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι η παρατήρηση που κάνει πως με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου τέλειωσε ο μεσαίωνας στον οποίο ζούσε ακόμα η περιοχή στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, η επαρχία της Αραγώνας στην Ισπανία. Κάτι παρόμοιο, το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, ενός ολόκληρου κόσμου, παρατηρεί ο Τσβάιχ στην δικιά του αυτοβιογραφία. Ο Τσβάιχ ήταν 19 χρόνια μεγαλύτερος από τον Μπουνιουέλ βέβαια και ζούσε στο κέντρο της Αυστροουγγαρίας, στην Βιέννη η οποία εκείνη την εποχή ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο πολυπολιτισμικές πόλεις του κόσμου. Με το τέλος του πολέμου όμως και την διάλυση της αυτοκρατορίας ο κόσμος αυτός, ο Κόσμος του Χθες όπως λέει ο Τσβάιχ, τελείωσε ανεπιστρεπτί, η Ευρώπη και όλος ο κόσμος μπήκαν σε μια καινούρια εποχή, μια εποχή που κάλπαζε προς μια νέα καταστροφή, προς μια εποχή που θα αμφισβητούσε ακόμα και την ποίηση.
Ο Μπουνιουέλ έζησε αρκετά για να δει αυτόν τον Γενναίο Νέο Κόσμο. Αν ζούσε τρία χρόνια ακόμα θα βίωνε και την καταστροφή του Τσερνόμπιλ.
Θα είχε ενδιαφέρον να βλέπαμε τι θα έγραφε.
27.03.25
0 notes
Text

Χρωστάω μερικές λέξεις για αυτό το βιβλίο.
Είχα ήδη διαλέξει ένα άλλο βιβλίο, το είχα πληρώσει κιόλας, όταν ο Πέλος μου πρότεινε να το κοιτάξω. Ήταν εκεί στον πάγκο μπροστά μου. Το πήρα στα χέρια μου. Ήδη από το εξώφυλλο και τον τίτλο με κέρδισε. Διάβασα την περίληψη στο οπισθόφυλλο κάτι που δεν συνηθίζω. Κι εκεί αρχίζουν οι συνδέσεις.
Τον ήρωα, και αφηγητή του βιβλίου τον λένε Θοδωρή.
Τον αδερφό του Νίκο.
Έχω μιλήσει κι άλλες φορές για τη σημασία που έχει αυτό το όνομα στη ζωή μου. Σχεδόν σε κάθε περίοδο της ζωής μου βρίσκεται εκεί και κάποιος με αυτό το όνομα. Φίλος, μέντορας, αδερφός. Με αυτό το όνομα ξεκινάει η γενιά μου άλλωστε. Με τον Νικόλα από το Καρς.
Άφησα το άλλο βιβλίο, πλήρωσα τη διαφορά και έφυγα με αυτό στο χέρι.
Όλα αυτά προχθές.
Και χθες έξω από μια εκκλησία στο κέντρο της πόλης, κάτω από την πρωινή λιακάδα του Μάρτη ξεκίνησα να το διαβάζω.
Οι συνδέσεις συνεχίστηκαν.
Σε κάποιο σημείο, στις πρώτες σελίδες, λέει ο αφηγητής πως όταν ήταν μικροί με τον αδερφό του έφτιαχναν με τον παππού τους καραβάκια με τα ασημόχαρτα από τα τσιγάρα του. Ο παππούς κάπνιζε 22 μπλε μαλακό. Όπως ο Στάκας. Έστειλα μήνυμα κατευθείαν στον αδερφό μου. Φτιάχναμε κι εμείς καραβάκια με τα ασημόχαρτα από τα τσιγάρα του παππού? Υπάρχει άραγε αυτή η μνήμη? Το κάναμε στα αλήθεια? Και στο κάτω κάτω έχει σημασία?
Ο συγγραφέας είναι γεννημένος το 1978. Με περνάει μόλις τέσσερα χρόνια. Όλες οι ιστορίες, όλα τα περιστατικά του βιβλίου, κάθε μα κάθε γαμημένη λέξη θα μπορούσε, μάλλον όχι θα μπορούσε, αναφέρεται και στη δικιά μου ζωή. Στα καλοκαίρια στο χωριό, στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, στις καταλήψεις, στην άνοδο της ακροδεξιάς, στις απουσίες.
Διάβασα το βιβλίο μέσα σε μια μέρα.
Όχι εύκολα.
Με ζόρισε πολύ.
Ακριβώς γιατί στις σελίδες του έβλεπα τη ζωή μου.
Και φτάνουμε στο βασικό ερώτημα.
Αξίζει να το διαβάσει κάποιος?
Κάποιος που δεν συνδέεται με αυτόν τον τρόπο με την εποχή και τα περιστατικά που περιγράφει?
Ναι.
Ξεκάθαρα ναι.
Πέρα από την συναισθηματική μου ταύτιση το βιβλίο αυτό είναι και λογοτεχνικά ωραίο αλλά το σημαντικότερο είναι πως είναι αληθινό.
Και τελειώνοντάς το μένει μια πικρή γεύση, σαν την ξυνίλα από πρωινό τσιγάρο, σαν την μεταλλική γεύση της νάρκωσης, σαν την αλμύρα των δακρύων.
Μένει μια γεύση απουσίας.
Μια ανοιχτή πληγή που σε καλεί να βάλεις το δάχτυλο πάνω της για να πιστέψεις.
Να πιστέψεις ότι όλα έχουν συμβεί.
23.03.25
0 notes
Text

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, εβδομήντα εκατομμύρια γυναίκες, άνδρες και παιδιά χάθηκαν στον πόλεμο, στις εκτοπίσεις, από πείνα, σε ιδεολογικές και φυλετικές σφαγές ανάμεσα στον Αύγουστο του 1914 και τον Μάιο του 1945. Το μακελειό εκτεινόταν από τη Μαδρίτη ως τη Σιβηρία, από την Κοπεγχάγη ως το Παλέρμο. Μια τέτοια πρόταση μπορεί κανείς να τη διατυπώσει και να συζητήσει την αριθμητική της. Δεν μπορεί όμως, πιστεύω, να της προσδώσει νόημα, πόσο μάλλον συγκεκριμένες αναπαραστάσεις. Η κληρονομιά της εξακολουθεί να είναι απροσμέτρητη στον ψυχισμό. Έχασε ύψος το κατώφλι του ανθρώπινου στον άνθρωπο. Η υπόσχεση για ανταμοιβή σε άλλον κόσμο, για υπερφυσική αποκατάσταση ή αποζημίωση στον άλλο κόσμο είναι, μετά το Άουσβιτς και το Γκουλάγκ, μετά τη Δρέσδη και τη Χιροσίμα, όχι απλώς παιδαριώδης, αλλά ηθικά αηδής. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο ίδιος ο θάνατος έχει υποτιμηθεί. Το απόφθεγμα του Στάλιν είναι καθοριστικό: "ο θάνατος ενός ανθρώπου μπορεί να είναι τραγωδία· ο θάνατος ενός εκατομμυρίου είναι στατιστική".
Ο θάνατος είναι ίσως το μεγαλύτερο μυστήριο που απασχολεί τον άνθρωπο.
Κάποιοι θα πουν μάταια.
Δεν θα συναντηθούμε ποτέ μαζί του. Όταν αυτός θα έρθει, η ζωή μας θα έχει τελειώσει.
Όμως δεν μιλάμε μόνο για τον δικό μας, ατομικό θάνατο.
Ο θάνατος είναι παντού γύρω μας, είναι κομμάτι της ζωής μας. Ο θάνατος των άλλων, των φίλων, των γνωστών, αυτών που θαυμάζουμε ή έχουν με κάποιον τρόπο σημασία για τη ζωή μας και την ανθρωπότητα γενικότερα, των γονιών μας. Στην απευκταία περίπτωση των παιδιών μας.
Ο θάνατος είναι ένα μυστήριο. Όλοι θα πέσουμε στην αγκαλιά του, αλλά με κλειστά μάτια. Δεν θα καταλάβουμε τίποτα. Ή μήπως θα καταλάβουμε? Τι υπάρχει μετά? Υπάρχει κάτι?
Τα τελευταία χρόνια με απασχολεί αρκετά αυτό το θέμα. Μικρός έβλεπα ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο στο οποίο έπεφτα από κάπου, και όχι απλώς έπεφτα, αλλά πέθαινα επιτόπου, βίωνα μια παγωνιά, μια αταραξία, μια γαλήνη ίσως. Ένα τίποτα. Εκεί ξυπνούσα.
Προσπαθώ να συμβιβαστώ με την ιδέα του θανάτου, με αυτό το αναπόφευκτο τέλος. Η ζωή, ο κόσμος μας είναι γεμάτος εικόνες, μυρωδιές, αισθήσεις. Δεν χορταίνεται ποτέ. Ίσως μιλάω από μαι προνομιακή θέση. Αν είχα γεννηθεί στην Αφρική, σε μια φτωχή οικογένεια, σε μια χώρα όπου υπάρχει πόλεμος, πείνα, αν είχα γεννηθεί στην Παλαιστίνη, θα σκεφτόμουν το ίδιο? Ίσως όχι. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι ο κόσμος μας, η ζωή μας, έχει να μας προσφέρει πολλά. Και υπό προϋποθέσεις μπορεί να είναι όμορφη.
Σίγουρα το γεγονός ότι έχω γίνει γονιός με έχει επηρρεάσει αρκετά. Σίγουρα το ότι έχω αρχίσει να βλέπω την προηγούμενη γενιά να φεύγει σιγά σιγά έχει παίξει το ρόλο του. Από την άλλη όπως λέει και ο Νικόλας πέρασε η μισή ζωή (και κάτι παραπάνω) χωρίς να το καταλάβω, και έχει ενταθεί μέσα μου η αγωνία να ζήσω όσο γίνεται περισσότερα και κυρίως να δημιουργήσω. Αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο άγχος μου. Να φτιάξω κάτι. Το οποίο νομοτελειακά δεν θα επιβιώσει πολύ περισσότερο από μένα.
Όλες αυτές οι έγνοιες και οι σκέψεις αναπόφευκτα έχουν καθοδηγήσει και τα διαβάσματά μου. Είτε ακούσια, είτε εκούσια βρίσκω τον εαυτό μου να τριγυρίζει συνέχεια τον προβληματισμό γύρω από τον θάνατο. Είτε σε κείμενα αμιγώς λογοτεχνικά, είτε σε κείμενα με φιλοσοφικό και εσχάτως και δοκιμιακό χαρακτήρα.
Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα, από όπου και το απόσπασμα στην αρχή του κειμένου, είναι το Περί θανάτου του Τζωρτζ Στάινερ.
Είναι το πρώτο βιβλίο του Στάινερ που διαβάζω. Σίγουρα δεν έπιασα πολλά από όσα κρύβονται πίσω από τις γραμμές του κειμένου, αλλά ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία, ένα βιβλίο το οποίο όπως και τα περισσότερα που απεικονίζονται στη φωτογραφία, θα επισκεφτώ ξανά στο άμεσο μέλλον.
Εκτός από τον Μαστρο-Ζαχαρία, που με ακολουθεί από την παιδική μου ηλικία, όλα τα υπόλοιπα διαβάστηκαν για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια. Το βιβλίο του Καμύ δεν το έχω τελειώσει, θα γίνει σύντομα. Όλα σχετίζονται με τον θάνατο, όλα πλησιάζουν το μυστήριο αυτό και από μια διαφορετική γωνιά, όλα προσπαθούν να ρίξουν λίγο φως σε αυτό το σκοτάδι που περικλείει τη ζωή μας.
Στο κάτω κάτω όπως λέει και ο Πεσσόα,
"Θάνατος είναι η στροφή του δρόμου, πεθαίνω είναι δεν με βλέπουν πια",
ή όπως μας λέει και ο Αρονόφσκι στο The fountain,
"Ο θάνατος είναι ο δρόμος προς το δέος".
18.03.25
0 notes
Text

Κάθε πρωί ξυπνάω τα κορίτσια στις 7.25.
Η Ζωή έχει φύγει ήδη για τη δουλειά, το γάλα τις περιμένει στο τραπεζάκι του σαλονιού· ροζ με άσπρες βούλες το ποτήρι της Άννας, γαλάζιο με άσπρες βούλες το ποτήρι της Κλειώς. Η πρώτη τους λέξη είναι συνήθως "νυστάζω" όταν τις σηκώνω από τα κρεβάτια τους ή "κουβέρτα" όταν τις απιθώνω στον καναπέ ακόμα μισοκοιμισμένες.
Όσο πίνουν το γάλα τους ανοίγω την τηλεόραση και χώνομαι στον καναπέ κάτω από την κουβερτούλα μας. Τελειώνοντας μία μία έρχονται και αυτές και κουρνιάζουν δίπλα μου για να δούμε παιδικά μέχρι τις 7.50 που θα σηκωθούμε για να ετοιμαστούμε για το σχολείο.
Μέχρι τώρα βλέπαμε το Lloyd of the flies, μια πολύ ωραία σειρά με τις περιπέτειες του Λόυντ, που προφανώς είναι μύγα, και του κολλητού του του Άμπακους που είναι ονίσκος. Η σειρά είναι πραγματικά πολύ ωραία και στην παραγωγή και τη μεταγλώττιση μεταξύ άλλων συμμετέχουν δύο γίγαντες της ελληνικής μεταγλώττισης ο Αργύρης Παυλίδης και ο Ακίνδυνος Γκίκας.
Προχθές όμως μας περίμενε μια έκπληξη. Δεν είχε Λόυντ. Αντ' αυτού είχε μια άλλη σειρά, το Paper Port, το οποίο έχει αποδοθεί στα ελληνικά ως Πόρτο Χαρτί, το οποίο είναι κλάσεις ανώτερο από το αν είχε αποδοθεί ως Χάρτινο Λιμάνι. Η υπόθεση είναι απλή. Η μικρή Ματίλντα θα περάσει τις καλοκαιρινές της διακοπές στο Πόρτο Χαρτί μαζί με τον παππού της, το ψάρι του και τους νέους της φίλους. Η Ματίλντα κάθε πρωί ξυπνάει με μια καινούρια υπερδύναμη την οποία δεν μπορεί να ελέγξει και η οποία την βάζει συνήθως με μικρούς και μεγάλους μπελάδες μέχρι να βρει τον τρόπο με τη βοήθεια των φίλων της να τη δαμάσει.
Σε ένα από τα χθεσινά επεισόδια, έχει δύο κάθε πρωί, η Ματίλντα ξύπνησε και ό,τι αστείο και αν έλεγε, τα περισσότερα από αυτά παγωμένα σαν πτώμα σε καταψύκτη, σαν γκουλάγκ στη Σιβηρία, σαν κώλος Ινουίτ μέσα στην Αρκτική νύχτα, έκαναν τους πάντες να γελάνε ανεξέλεγκτα, κυριολεκτικά μέχρι θανάτου. Ναι, κάποια στιγμή ο κόσμος άρχισε να πεθαίνει από τα γέλια. Τελικά τη λύση έδωσε ο φίλος της ο Τσάρλι που κάποια στιγμή ξεκίνησε να λέει ακόμα πιο κρύα αστεία, αν αυτό είναι ποτέ δυνατόν, με αποτέλεσμα ο κόσμος να αρχίζει να βαριέται και έτσι επήλθε η ισορροπία.
Χθες το μεσημέρι πήγα για μια δουλειά στο Πάμπλικ· έχουμε ένα ΑΤΜ εκεί. Τελειώνοντας ανέβηκα πάνω στο βιβλιοπωλείο. Χάζευα τα ράφια σκεφτόμενος να μου κάνω ένα μικρό δώρο για τη γιορτή μου. Κοιτώντας τα ράφια παρατήρησα κάτι περίεργο. Φαίνονταν ...τακτοποιημένα. Κοιτώντας καλύτερα είδα ότι είχαν βάλει τα πάντα αλφαβητικά και είχαν αφαιρέσει και αρκετά βιβλία από τα ράφια. Κάπως έτσι εμφανίστηκε μπροστά μου μέσα σε ένα κενό στο πάνω πάνω ράφι το βιβλίο που έμελλε να πάρω.
Ήταν το Mind the gap του Λάζαρου Αλεξάκη.
Το άνοιξα και άρχισα εκεί στα όρθια να διαβάζω τον πρόλογο του συγγραφέα. Εκεί ο Λάζαρος περιγράφει πως όταν δούλευε μικρός σε ένα περίπτερο άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο που πήγαινε και ερχόταν και που ψώνιζε από το περίπτερο. Περιγράφει πως έβαζε στοιχήματα με τον εαυτό του προσπαθώντας να προβλέψει τις συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω του. Σε κάποιο σημείο λέει:
Το "παιχνίδι" έγινε πιο ενδιαφέρον όταν άρχισα να στρέφω την προσοχή μου σε αυτούς που απλώς ψώνιζαν και έφευγαν. Στους ανθρώπους με τα φτηνά ριγέ πουκάμισα, τα πλάκα, κουρασμένα παπούτσια, τα τριμμένα παντελόνια. Στους ανθρώπους που η φωνή τους είχε την ελάχιστη δυνατή διακύμανση και το βλέμμα τους περνούσε αδιάφορα από τους τίτλους των εφημερίδων, τις τσίχλες, τα πακέτα των τσιγάρων. Αυτοί ήταν οι πραγματικοί γρίφοι. Άρχισα να τους προσέχω παντού: στις ουρές που σχηματίζονταν στις τράπεζες, στις στάσεις των λεωφορείων, έξω από καντίνες να περιμένουν τον καφέ μέσα στο ψιλόβροχο. Ήταν εκείνοι που δεν έβλεπες να τσαντίζονται, να χτυπάνε το χέρι τους σε κάποιο γκισέ ή να βηματίζουν νευρικά. Έπρεπε να προσέχεις πολύ για να συλλέξεις ακόμα και εκείνο το ελάχιστο σπάσιμο της φωνής τους, την βραχνάδα στην εκφορά μιας λέξης, την αποφυγή του βλέμματος στο άκουσμα μιας άλλης. Ήταν σαν μια δεμένη, κλειστή κάστα με δικούς της κανόνες, μια τεράστια κινητήρια δύναμη που κρατούσε τον κόσμο σε μια σταθερή, αταλάντευτη πορεί. Πίστευα ότι αυτή η πορεία τους ήταν ευχάριστη, ότι αποστρέφονταν την αλλαγή, μα με τον καιρό άλλαξα γνώμη. Αυτό που μπορεί κάποιος να παρεξηγήσει για ηρεμία είναι συχνά το αποτέλεσμα μιας εξουθενωτικής εσωτερικής πάλης, καθημερινής, χωρίς καμία ελπίδα επιτυχημένης έκβασης.
Αν υπήρχε μία αμφιβολία μέσα μου για να πάρω το βιβλίο διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα εξανεμίστηκε. Μου θύμισε το πως ξεκινάει ένα πολύ αγαπημένο μου βιβλίο, ο Εκκλησιαστής από τους Luther Blisset:
Στην πρώτη σελίδα είναι γραμμένο: "Στην τοιχογραφία είμαι μία από τις φιγούρες στο βάθος".
Νιώθω κι εγώ μια ταύτιση με αυτούς τους ήσυχους ανθρώπους, αυτούς που ζουν στον ορίζοντα της όρασής μας, στις γωνιές της πραγματικότητας που δεν πέφτει το φως, αυτούς που δεν τραβάνε πάνω τους την προσοχή. Προσπαθώ ίσως πολλές φορές να γίνω σαν αυτούς και να παρατηρώ αθόρυβα όλους τους υπόλοιπους. Δεν τα καταφέρνω πάντα ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο.
Πήρα λοιπόν το βιβλίο και το απόγευμα που έκατσα για καφέ περιμένοντας την Άννα να τελειώσει από τα αγγλικά της το ξεκίνησα. Και δεν το άφησα μέχρι το βράδυ που το τελείωσα.
Κάποια στιγμή διαβάζοντας το διήγημα Κοτελέ και μοκασίνια άρχισα να γελάω τόσο πολύ χωρίς να μπορώ να συγκρατηθώ που τα κορίτσια ανησύχησαν μέχρι που η Άννα μου θύμισε πως το πρωί στο Πόρτο Χαρτί οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν από τα γέλια!!
Με τα διηγήματα γενικά δεν τα πάω καλά. Τα πρώτα διηγήματα που διάβασα ήταν από μια δίτομη ανθολογία ελληνικών διηγημάτων του πατέρα μου, σώζεται πλέον μόνο ο ένας τόμος, ο άλλος κάπου χάθηκε. Από εκεί διάβασα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του Δροσίνη, του Βικέλα, του Βιζυηνού, του Εφταλιώτη, του Μωραϊτίδη. Αυτό που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση και διάβασα και τις περισσότερες φορές ήταν το Θάνατος παλικαριού του Παλαμά. Μου έκανε εντύπωση από πάντα ακόμα και ο τίτλος. Έτσι ξερός. Όχι Ο θάνατος ΕΝΟΣ παλικαριού. Ούτε Ο θάνατος ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ. Θάνατος παλικαριού. Πιο λιτά, πιο αβάσταχτα δεν γινόταν.
Τα τελευταία χρόνια έχω διαβάσει αρκετά βιβλία με διηγήματα τα οποία μου άρεσαν πολύ. Τα περισσότερα μυστηριωδώς από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Μπορεί να είναι ίσως εύκολο να γράψεις ένα διήγημα ή δέκα διηγήματα. Είναι όμως νιώθω εξαιρετικά δύσκολο να γράψεις δένα διηγήματα που να έχουν μια υποβόσκουσα σύνδεση. Κάτι που να μην είναι εμφανές με την πρώτη ματιά, ένας άξονας γύρω από τον οποίο να περιστρέφονται οι ιστορίες όλων των ηρώων χωρίς όμως να είναι ξεκαάθαρος. Είναι μαγικό για τον αναγνώστη να ανακαλύπτει σιγά σιγά διαβάζοντας, τον ίδιο τον συγγραφέα μέσα από τους ήρωές του, να μπαίνει στη θέση του και να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια του. Και όχι απλώς με τα μάτια του. Αλλά να προσέχει τις λεπτομέρειες που πρόσεξε ο συγγραφέας, να δει αυτά που είδε γύρω του και που τον ενέπνευσαν και που υπάρχουν παντού γύρω μας στις άρσεις και τις παύσεις της ζωής μας. Φτάνει να έχουμε ανοιχτά τα μάτια, τα αυτιά και την καρδιά μας για να τα δούμε, να τα ακούσουμε και να τα νιώσουμε.
Γέλασα απίστευτα με τις ιστορίες του Λάζαρου. Αλλά και συγκινήθηκα. Και θύμωσα. Και είδα τα δικά μου θέλω, τα πρέπει που με εγκλωβίζουν, τις αδυναμίες μου, τους ορίζοντές μου, τις σκέψεις μου, τα όνειρά μου, τις μνήμες μου.
Είδα όμως και τον Λάζαρο.
Τον Λάζαρο τον γνώρισα από τη στήλη του στο ΜΟΤΟ.
Φοιτητής στην Πάτρα γνώρισα δυο αδέρφια τον Κώστα και τον Δημήτρη, οι οποίοι ασχολούνταν με μηχανές, ο Δημήτρης έτρεχε κι ένα φεγγάρι σε αγώνες εντούρο. Στο σπίτι τους λοιπόν καθόμουν και χάζευα τα τεύχη του ΜΟΤΟ που είχαν. Στην τελευταία σελίδα λοιπόν υπήρχαν κάτι ευφάνταστες ιστορίες οι οποίες με έκαναν πάντα να γελάω πολύ. Χρόνια μετά εδώ μέσα στο φβ γνώρισα τον Λάζαρο, γίναμε διαδικτυακοί φίλοι, αρχίσαμε να τα λέμε.
Από το λίγο λοιπόν που ξέρω τον Λάζαρο νιώθω ότι όλα αυτά που του αρέσουν, όλα αυτά που "είναι" ο Λάζαρος είναι μέσα σε αυτές τις ιστορίες. Οι μηχανές, η μουσική, η διδασκαλία, τα παλιά πράγματα, οι παλιατσαρίες για κάποιους, το γράψιμο, το "δόσιμο", το ανιδιοτελές δόσιμο είτε υλικών είτε άυλων, όλα αυτά παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου και όλα αυτά περιέχουν και λίγο από τον συγγραφέα χωρίς να ρίχνουν όμως τη σκιά του πάνω στο έργο του.
Πέρα από το γέλιο, τη συγκίνηση και όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα που ξυπνάει η ανάγνωση αυτού του βιβλίου, υπάρχουν και δυο τρεις στιγμές που πίσω από τις γραμμές κρύβεται ένας ανείπωτος, ένας αβάσταχτος πόνος. Το μεγαλείο αυτών των στιγμών είναι πως δεν προσπαθούν να εκβιάσουν κάτι από τον αναγνώστη. Είναι εκεί για αυτούς που θα τις νιώσουν, απλά σαν ψηφίδες του μωσαϊκού.
Μπορεί να μην σας είπα πολλά για το βιβλίο του Λάζαρου. Κι αν φτάσατε μέχρι εδώ χωρίς να έχετε καταλάβει αν και πόσο μου άρεσε, και αν αξίζει να του δώσετε μια ευκαιρία σαν αφήνω ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα Χωρίς:
Εκείνη κάπνιζε αδιάφορα, κοιτώντας από την αντίθετη μεριά του δρόμου, σαν να μη συνέβαινε τίποτα τρομερό, σαν να μην είχε βάλει το χέρι, νύχια βαμμένα μπορντό, στη λυγισμένη μέση της, σαν να μην είχε ξεκινήσει έναν πόλεμο. Είχε μακριά λεπτά δάχτυλα, σκασμένα και κόκκινα από τις δουλειές, που συχνά θα τα περνούσε αδιάφορα μέσα από σγουρές μπούκλες που θα έκρυβε πίσω από το αυτί, γυμνώνοντας τον λαιμό σαν να μην ήταν η αρχή και το τέλος του κόσμου αυτή η κίνηση.
06.03.25
0 notes
Text

Την Παρασκευή το πρωί τελείωσα το Βαδίζοντας, ένα μικρό βιβλιαράκι του αγαπημένου μου πλέον Τόμας Μπέρνχαρντ. Θα σας τα πω αλλη στιγμή για αυτό, ήταν πολύ ενδιαφέρον.
Μετά ήταν η διαδήλωση, η πορεία, μετά το χαζευτήρι στο φβ στα βίντεο και τις φωτογραφίες από άλλες πόλεις, οι συζητήσεις με φίλους, τα βίντεο με τις μαλακίες των μπάτσων.
Κάπου αργά το απόγευμα έκατσα στην πολυθρόνα μου μπροστά στη βιβλιοθήκη. Κοιτούσα τα ράφια που έχω τα αδιάβαστα. Σκεφτόμουν τι άραγε ήθελα να διαβάσω. Σκεφτόμουν ότι ήθελα να διαβάσω κάτι οικείο, όχι απαραίτητα κάτι που έχω ξαναδιαβάσει, αν και έχω δυο τρία τέτοια βιβλία στο περίμενε, ίσως κάποιο βιβλίο κάποιου συγγραφέα που έχω ήδη διαβάσει όπως του Ροθ ή του Κάφκα. Παράλληλα όμως κάτι άλλο με τσιγκλούσε. Ήθελα να διαβάσω κάτι που να με κάνει να νιώσω άσχημα, άβολα, να με κλείσει κάπως σαν στρείδι μέσα μου.
Άπλωσα το χέρι μου και πήρα το μοναδικό βιβλίο από το ράφι που ήξερα πως μπορεί να με κάνει κομμάτια. Και αυτό γιατί το είχα ξαναδιαβάσει.
Ήταν ο Αιματοβαμμένος μεσημβρινός.
Σάββατο πρωί το ξεκίνησα, Δευτέρα βράδυ το τελείωσα.
Έψαξα να βρω το κείμενο που είχα γράψει πριν από δυόμιση χρόνια όταν το διάβασα, καλοκαιριάτικα τρομάρα μου, για πρώτη φορά. Δεν αλλάζω ούτε λέξη. Ούτε θέλω να προσθέσω κάτι.
Νομίζω ότι είναι ένα πραγματικά μεγάλο βιβλίο, ένα βιβλίο παγκόσμιο και διαχρονικό, ένα βιβλίο που κρύβει τόσο πόνο που πραγματικά μπορεί να σε στραγγίξει, να σε κάνει να ξεχάσεις το οτιδήποτε γίνεται γύρω σου, όσο άσχημο και αν είναι.
Και παραμένει το αγαπημένο μου του Μακάρθι.
Η δε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή πραγματικά απαράμιλλη.
Και ένα τελευταίο σχολιάκι για το εξώφυλλο της νέας έκδοσης από τον Γκούτενμπεργκ.
Δεν νομίζω ότι έχω δει τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια πιο ταιριαστό εξώφυλλο σε βιβλίο. Ενώ στην αρχή "είδα" ένα πρόσωπο με κλειστά βλέφαρα στα οποία καθρεφτίζεται η κόκκινη δύση του ήλιου, όσο διάβαζα το βιβλίο τα μάτια αυτά άνοιγαν και άρχισαν να μοιάζουν με τα χωρίς κόρες μάτια των αρχαίων αγαλμάτων τα οποία γεμίζουν από το κόκκινο του αίματος.
Τελειώνω αυτό το σημείωμα με ένα απόσπασμα από το βιβλίο. Μπορείτε να βρείτε το κείμενο που έγραψα όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο στο αρχείο αυτής εδώ της σελίδας.
"Δεν έχει σημασία τι πιστεύουν οι άνθρωποι για τον πόλεμο, είπε ο δικαστής. Ο πόλεμος είναι αιώνιος. Είναι σαν να ρωτάς τους ανθρώπους τι πιστεύουν για την πέτρα. Ο πόλεμος υπήρχε από πάντα. Πριν υπάρξει ο άνθρωπος, ο πόλεμος ήταν εδώ και τον περίμενε. το υπέρτατο επάγγελμα που περίμενε τον υπέρτατο επαγγελματία. Έτσι ήταν, κι έτσι θα 'ναι. Έτσι, κι όχι αλλιώς."
04.03.25
0 notes
Text

Πιτσιρικάδες τη δεκαετία του '90 χαζεύαμε όσο μπορούσαμε είτε από την τηλεόραση, είτε κυρίως μέσα από περιοδικά, τον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ.
Μαθαίναμε τα ονόματα των αστέρων, τις ομάδες, αγοράζαμε τα Air Max, φορούσαμε φόρμες με τα εμβλήματα των ομάδων, προσπαθούσαμε να ξεσηκώσουμε τις κινήσεις του Τζόρνταν, του Ολάουζον, του Σακίλ, του Μπάρκλεϊ, του Κεμπ, του Χάρνταγουεϊ, του Πίπεν.
Μέσα σε όλους αυτούς εγώ ξεχώριζα πάντα έναν μυστήριο τύπο που κάθε φορά εμφανιζόταν με τα μαλλιά του βαμμένα διαφορετικό χρώμα, ήταν γεμάτος τατουάζ, και η φάτσα του θύμιζε φυλακόβιο. Δεν μιλούσε πολύ και κάρφωνε τους πάντες με το βαθύ βλέμμα του. Δεν σκόραρε πολύ. Η ειδικότητά του ήταν άλλη. Μάζευε ριμπάουντ. Πολλά ριμπάουντ.
Ήταν ο Ντένις Ρόντμαν. Το Σκουλήκι του ΝΒΑ.
Τον θυμάμαι με τη φανέλα των Bulls. Αλλά στο NBA Jam που παίζαμε ήταν στην ομάδα των Spurs. Αυτήν έπαιρνα πάντα. Εμφανισιακά ο Ρόντμαν ήταν, και είναι ακόμα, εντελώς διαφορετικός από μένα. Το πιο εξτρίμ πράγμα που έκανα στην εμφάνισή μου ήταν που άφησα μακριά μαλλιά στο πανεπιστήμιο. Αλλά όταν έπαιζα μπάσκετ προσπαθούσα να παίζω σαν τον Ρόντμαν. Σκληρά. Και να μαζεύω ριμπάουντ.
Δεν είχα ποτέ το ύψος ή τη δύναμη για να παίξω καλό μπάσκετ. Και δεν μου άρεσε και τόσο πολύ όσο το ποδόσφαιρο. Αλλά όταν παίζει η παρέα εσύ τι θα κάνεις? Θα κάθεσαι και θα κοιτάς? Θα παίξεις. Και θα κάνεις αυτό που μπορείς.
Κάπως έτσι ξεκίνησε και η καριέρα του Ρόντμαν. Βρήκε κάτι στο οποίο μπορούσε να γίνει καλός, κάτι που κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει και το έκανε. Και το έκανε καλά.
Ο Ρόντμαν δεν ήταν αυτό που λέμε "μεγάλος παίκτης". Τελείωσε την καριέρα του κατακτώντας πέντε πρωταθλήματα στο ΝΒΑ, ενώ εφτά συνεχόμενες φορές ήταν ο κορυφαίος ριμπάουντερ της λίγκας. Και όλα αυτά σε 14 χρόνια καριέρας. Όχι κι άσχημα.
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του με τον προβοκατόρικο τίτλο Bad as I wanna be εκδόθηκε το 1996 όταν πήγε στο Σικάγο και τους Bulls. Τότε ήταν 35 ετών, είχε ήδη πίσω του μια καριέρα δέκα ετών, είχε ήδη κερδίσει δύο πρωταθλήματα με τους Detroit Pistons, είχε ήδη καταφέρει να εκνευρίσει πολύ κόσμο στο ΝΒΑ, αλλά τα καλύτερα ήταν ακόμα μπροστά του. Στα τρία επόμενα χρόνια κέρδισε ισάριθμα προωταθλήματα με την μυθική ομάδα των Bulls πριν πάρει μεταγραφή για τους Lakers για να κλείσει μάλλον άδοξα την καριέρα του στο ΝΒΑ το 2000 στους Mavericks.
Στο βιβλίο ο Ρόντμαν περιγράφει τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, την καθυστερημένη σωματική του ανάπτυξη που τον οδήγησε κάπως αργοπορημένα στο κολλέγιο και στο μπάσκετ, την κατάθλιψη που αντιμετώπιζε σε διάφορες φάσεις της ζωής του, τις σχέσεις του με τους συμπαίκτες του, με τις γυναίκες, την σχέση του με τη Μαντόνα, τους καυγάδες και τις προστριβές με τον Γκρεγκ Πόποβιτς και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας των Spurs τα δύο χρόνια που ήταν εκεί, μιλάει με πολύ καλά λόγια για τον πρώτο του προπονητή στους Pistons τον Τσακ Ντέιλι, αλλά και τον μοναδικό του μάλλον φίλο όλα αυτά τα χρόνια στα παρκέ, τον Τζακ Χέιλι, με τον οποίο έφυγαν μαζί από τους Spurs για τους Bulls το 1995.
Η εικόνα που έχουμε για τον Ρόντμαν είναι η εικόνα ενός σχεδόν παρανοϊκού τύπου, που έκανε ό,τι μπορούσε για να προκαλέσει ντόρο. Με βάση τα όσα λέει στο βιβλίο του, η αλήθεια μπορεί και να διαφέρει.
Διαβάζοντας μια αυτοβιογραφική διήγηση δεχόμαστε, στο βαθμό που δεν ξέρουμε από άλλες πηγές την αλήθεια, ότι αυτά που μας διηγείται ο αφηγητής είναι αλήθεια. Έτσι λοιπόν με βάση τα όσα μας διηγείται ο Ρόντμαν στο βιβλίο του η ιστορία του μοιάζει να είναι η ιστορία ενός πληγωμένου παιδιού που άρπαξε όποια ευκαιρία του δόθηκε για να ξεφύγει από το γκέτο, τα ναρκωτικά, τη βία, τη φυλακή και ίσως έναν πρόωρο θάνατο.
Ο Ρόντμαν δεν μασάει τα λόγια του. Καταφέρεται ενάντια σε πολλούς αστέρες της εποχής, τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον, τον Καρλ Μαλόουν, τον Τζον Στόκτον, λέει και καλά λόγια για κάποιους μεταξύ των οποίων τον Χακίμ Ολάουζον και τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ. Σε πολλά από αυτά που λέει υπάρχει μια έντονη δόση υπερβολής αλλά οκ, προσωπικά του το συγχωρώ. Άλλωστε ποιος δεν γράφει υπερβολές στην αυτοβιογραφία του για να μην γράψει ο Ρόντμαν?
Υπάρχει ένα πολύ ωραίο και συγκινητικό κομμάτι στο βιβλίο στο οποίο μιλάει για την επιστροφή του Μάτζικ Τζόνσον στο ΝΒΑ το 1996 μετά τη διάγνωσή του με HIV το 1992 και την αποχώρησή του από τη ενεργό δράση. Στο κεφάλαιο αυτό ο Ρόντμαν μιλάει για την υποστήριξή του στον Τζόνσον αλλά και στους ασθενείς με AIDS. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως στα πλέιοφ της σεζόν 1994-95 ενάντια στους Lakers έβαψε στα μαλλιά του την κόκκινη κορδέλα, σύμβολο της ευαισθητοποίησης κατά του AIDS, όντας ο πρώτος αθλητής του ΝΒΑ που έκανε κάτι τέτοιο δημόσια.
Ευχαριστήθηκα τις δύο μέρες που πέρασα διαβάζοντας τις περιπέτειες του τρελο-Ντένις. Θα ήθελα να τον θυμάμαι μόνο από εκείνα τα χρόνια και όχι από τα όσα λέει και κάνει τα τελευταία χρόνια, ειδικά η επιλογή του να στηρίξει δύο φορές τον Τραμπ τα λέει όλα.
Από την άλλη λέει στο βιβλίο του ότι οι αθλητές δεν θα έπρεπε να είναι πρότυπα για το οτιδήποτε οπότε μάλλον μένει πιστός σε όσα έλεγε πριν από σχεδόν 30 χρόνια.
"Don't let what other people think decide who you are."
Thanx for the memories Worm.
26.02.25
0 notes
Text

Τέτοιες μέρες πριν απο 15 χρόνια ήμουν στο κρεβάτι με εγχειρισμένο το πόδι μου για τρίτη φορά.
Η πρώτη ήταν το 2003 όταν έπαθα τη ρήξη πρόσθιου χιαστού.
Η δεύτερη ήταν το 2007 όταν η πρώτη διάγνωση ήταν για ρήξη μηνίσκου. Μέσα στο χειρουργείο όμως εντοπίστηκε πρόβλημα στον χόνδρο, το οποίο διορθώθηκε επιτόπου, αλλά και ένα μεγαλύτερο πρόβλημα. Είχε σπάσει το μόσχευμα του χιαστού. Και αυτό δεν μπορούσε να διορθωθεί. Έτσι έμεινε σε εκκρεμότητα.
Το Φλεβάρη του 2010 γύρισα στη Λάρισα από την Πάτρα. Δέκα μέρες μετά έμπαινα στο χειρουργείο. Σαν σήμερα έβλεπα τον Παναθηναϊκό να κερδίζει την Ρόμα μέσα στη Ρώμη με 3-2. Κάπου βαθιά μέσα μου ήλπιζα τότε πως σύντομα θα ξανάπαιζα ποδόσφαιρο για πρώτη φορά μετά το 2007.
Δυστυχώς αυτό δεν έγινε ποτέ.
Για κάποιο μυστήριο λόγο η τομή στο πόδι μου δεν έκλεινε. Μετά από αρκετές μέρες καταλάβαμε ότι το πόδι χρειάζεται άνοιγμα πάλι. Το πιθανότερο σενάριο ήταν ότι δεν είχε δεχτεί το μόσχευμα. Την Πρωταπριλιά λοιπόν ξαναμπήκα στο χειρουργείο. Εκεί αφαιρέθηκε το νέο μόσχευμα. Το πόδι ανάρρωσε κανονικά. Κι εγώ δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να επιχειρήσω ξανά να διορθώσω το πρόβλημα. Έτσι έμεινα χωρίς χιαστό.
Κάτι που μου χρησίμεψε το 2013 όταν πήγα φαντάρος. Λόγω του προβλήματος στο πόδι βγήκα Ι4. Προσπάθησα πολύ να βγω Ι5 χωρίς αποτέλεσμα, αλλά και το Ι4 τελικά ήταν αρκετό για να περάσω μια σχετικά ήρεμη θητεία. Στη διάρκεια της οποίας ξεκίνησα πάλι να διαβάζω μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα. Στους εννιά μήνες που κράτησε η θητεία μου κατάφερα να διαβάσω 25 βιβλία, τα οποία βλέποντας τις επιδόσεις των τελευταίων ετών μου φαίνονται πλέον λίγα, αλλά ερχόμουν από ένα αρκετά μεγάλο reader's block, ενώ κατάφερα να διαβάσω και αρκετά "δύσκολα" βιβλία για τον τότε αναγνωστικό εαυτό μου. Κάποια από αυτά τα ξαναδιάβασα τα τελευταία χρόνια και τα αγάπησα ακόμα περισσότερο.
Ένα από αυτά τα βιβλία ήταν και το Τι ωραίο πλιάτσικο! του Τζόναθαν Κόου το οποίο αγόρασα από ένα βιβλιοπωλείο στην Αλεξανδρούπολη. Σε αυτό το πολύ ωραίο και σημαντικό βιβλίο ο Κόου περιγράφει και σατιρίζει με έναν μοναδικό τρόπο την εποχή που στη Μεγάλη Βρετανία μεσουρανούσε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Το πόσο καταστροφική υπήρξε η διακυβέρνηση της Θάτσερ φαίνεται από τις ακραίες πανηγυρικές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα στο Νησί όταν εκείνη πέθανε το 2013.
Ξεκινώντας το βιβλίο του Μορντεκάι Ρίχλερ Ο Σόλομον Γκάρσκυ ήταν εδώ, το μυαλό μου πήγε αυτόματα στο βιβλίο του Κόου.
Λίγο το μεγάλο σχήμα των εκδόσεων Πόλις, λίγο το ότι ξεκινάνε και τα δύο παραθέτοντας ένα γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας που πρωταγωνιστεί, στο βιβλίο του Κόου είναι οι Γουίνσο, στο βιβλίο του Ρίχλερ οι Γκάρσκυ, λίγο η σατιρική διάθεση και των δύο συγγραφέων, οι ομοιότητες είναι αρκετά εμφανείς, τουλάχιστον επιφανειακά.
Προχωρώντας όμως οι ομοιότητες σταματάνε.
Και αν το βιβλίο του Κόου είναι ένα σημείο αναφοράς για εκείνη την εποχή και κουβαλάει ένα ειδικό πολιτικό βάρος παραμένοντας ένα απολαυστικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα, το βιβλίο του Ρίχλερ είναι κάτι διαφορετικό.
Τον τελευταίο καιρό έχω διαβάσει αρκετά "εβραϊκά" βιβλία. Έβαλα τον όρο σε εισαγωγικά και θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ.
Νιώθω ότι σε πολλά βιβλία Εβραίων συγγραφέων, άσχετα αν προέρχονται από το Ισραήλ ή από τη διασπορά, άσχετα αν έζησαν και έγραψαν πριν ή μετά την δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, άσχετα αν έγραψαν στα εβραϊκά ή στα γίντις ή σε κάποια άλλη γλώσσα, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο, ένας κοινός άξονας που τα διατρέχει, και με βάση αυτόν τον κοινό άξονα τα κατατάσσω χονδροειδώς σε αυτό που εννοώ με τον όρο που χρησιμοποίησα παραπάνω.
Ο κοινός αυτός άξονας είναι το ταξίδι. Η αναζήτηση. Η Οδύσσεια.
Το ταξίδι είναι βασικό και αρχέγονο στοιχείο της εβραϊκής μυθολογίας, αλλά και έντονο βίωμα της εβραϊκής φυλής καθόλη την ιστορία της. Άλλοτε από επιλογή, άλλοτε από ανάγκη, άλλοτε βίαια οι Εβραίοι έχουν βρεθεί στον δρόμο να φεύγουν από τη μια περιοχή του κόσμου για μια άλλη, έχουν αφήσει πίσω τους τον κόσμο τους για να θεμελιώσουν κάπου αλλού έναν καινούριο.
Στο βιβλίο του Ρίχλερ αυτό το ταξίδι έχει κεντρικό ρόλο. Αποτελεί την αφορμή, τον λόγο από τον οποίο εκκινεί η ιστορία της οικογένειας Γκάρσκυ, αλλά παραμένει και σε όλη τη διάρκεια της πλοκής κινητήρια δύναμη της δράσης.
Στην πλοκή του βιβλίου μπλέκονται η πραγματικότητα με τον μύθο, η αλήθεια με τον θρύλο, το όνειρο με τη φαντασία. Σε κάποια σημεία μου έφερε στο μυαλό ακόμα και τα Εκατό χρόνια μοναξιάς του Μάρκες με κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία που έντεχνα φυτεύει ο Ρίχλερ εδώ κι εκεί.
Το ύφος του Ρίχλερ μου θύμισε επίσης τον αγαπημένο μου Ροθ. Δεν είναι τόσο ακραίος όσο ο Ροθ, θα έλεγα ότι το χιούμορ του, η ειρωνεία του και η σάτιρά του είναι πιο εκλεπτυσμένες, πιο φινετσάτες, πιο υποχθόνιες, ενώ ο Ροθ σε χτυπάει μάλλον κατακούτελα.
Ο Ρίχλερ εκτός από τους Εβραίους ακολουθεί και την ιστορία των αυτοχθόνων της αμερικανικής ηπείρου, τόσο των φυλών των Ινδιάνων όσο και κυρίως των Ινουίτ. Οι άνθρωποι αυτοί έζησαν, και σε πολλές περιπτώσεις ζουν ακόμα, καταστροφές ανάλογες με αυτές των Εβραίων. Και για αυτούς το ταξίδι είναι κύριο στοιχείο της ζωής τους. Και της επιβίωσής τους.
"Σύμφωνα με τους Χάιντας, αυτήν τη φυλή Ινδιάνων των Χάιντα Γκουέι, των "Νησιών των Ανθρώπων", που κατά κακή τους τύχη μετονομάστηκαν σε Νήσους της Βσίλισσας Καρλότας", είχε πει κάποτε ο Σερ Χάιμαν στον Μόζες, "σύμφωνα μ' αυτούς, στην αρχή των πάντων, πριν τα νερά του Κατακλυσμού καλύψουν όλη τη γη και πριν υποχωρήσουν ξανά, πριν ακόμα περπατήσουν τα ζώα πάνω στη γη, πριν φυτρώσουν τα δέντρα στο έδαφος και πριν πετάξουν τα πουλιά ανάμεσα στα δέντρα, υπήρχε το κοράκι. Επειδή το κοράκι υπήρχε από πάντα και θα υπάρχει για πάντα. Αλλά ήταν θυμωμένο καθώς, εκείνο τον καιρό, ολάκερος ο κόσμος βρισκόταν βουτηγμένος στο σκοτάδι. Μαύρο σκοτάδι, πίσσα. Και ο λόγος ήταν ένας γέρος που έμενε σ' ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι. Ο γέρος αυτός είχε ένα κουτί το οποίο έκλεινε μέσα του ένα άλλο κουτί που είχε μέσα έναν ατελείωτο αριθμό κουτιών, ολοένα και πιο μικρών, και, στο τέλος, υπήρχε ένα κουτί τόσο μικρό που το μόνο που μπορούσε να κλείσει μέσα του ήταν όλο το φως της πλάσης. Το κοράκι ήταν θυμωμένο, και με το δίκιο του. Εξαιτίας του σκότους που κάλυπτε όλη τη γη, δεν μπορούσε να κάνει βήμα χωρίς να σκουντουφλάει διαρκώς πάνω σε κάτι. Δυσκολευόταν έτσι να βρει τροφή ή άλλες σαρκικές απολαύσεις και δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τη μόνιμη και ακαταμάχητη ανάγκη του να ανακατώνεται παντού και να αναστατώνει τα πάντα. Κι έτσι, αναπόφευκτα, ανέλαβε μόνο του να κλέψει από τον γέρο το φως του σύμπαντος".
25.02.25
0 notes
Text

Κάθομαι σε ένα καφέ στην Καλαμπάκα και διαβάζω.
Μπαίνει μια κοπέλα μέσα και στέκεται στη μέση του μαγαζιού. Λέει πως είναι λεχώνα, πως δεν έχει τα απαραίτητα για το μωρό της, πως δεν ζητιανεύει, πως δίνει αυτά τα στιλό και αν θέλουμε να της δώσουμε κάτι.
Βγάζω το πορτοφόλι μου, έρχεται κοντά μου, της δίνω κάποια ψιλά, μου δίνει ένα στιλό. Με ευχαριστεί.
Ακόμα και αν δεν θέλω να πω τίποτα για την κίνησή μου αυτή, για την πράξη μου αυτή, και μόνο που ξεκινάω την ιστορία μου με αυτή κάτι λέω. Κάτι λέω για μένα, κάτι λέω για τον κόσμο. Ακόμα και αν δεν σχολιάσω το αν και πόσο αξιοπρεπή θεωρώ τη στάση της κοπέλας, αν έλεγε αλήθεια ή ψέματα, είναι κουβέντα για άλλη στιγμή, ακόμα και αν δεν πω τίποτα για αυτήν κάτι λέω για αυτήν.
Κάποια στιγμή που άφησα το βιβλίο έπιασα να δω το στιλό που μου άφησε. Μοιάζει με κλασικό BIC αλλά δεν είναι. Είναι απομίμηση. Εκεί κάθησα και σκέφτηκα ότι ο κόσμος μας έφτασε στο σημείο να κατασκευάζει απομιμήσεις από τα πιο ευτελή πράγματα, από τα πράγματα τα οποία θεωρούμε εντελώς πεζά και δεδομένα και που ακόμα και όταν τα έχουμε στα χέρια μας δεν τους δίνουμε σημασία.
Η υπόθεση του βιβλίου του Όσκαρ Ουάιλντ είναι φαντάζομαι γνωστή σε όλους.
Ένας νέος της καλής κοινωνίας του Λονδίνου σταματάει να γερνάει και αντ' αυτού τα σημάδια του χρόνου αποτυπώνονται σε ένα πορτρέτο του που έχει φιλοτεχνήσει ένας φίλος του ζωγράφος.
Μαζί όμως με τα σημάδια του χρόνου αποτυπώνονται αξεδιάλυτα και τα σημάδια της έκλυτης ζωής που ζει ο ήρωάς μας. Το πορτρέτο γερνάει, ασχημαίνει, παρακμάζει, ενώ ο Ντόριαν Γκρέι ζει μια ζωή μέσα στην πολυτέλεια, τους εφήμερους έρωτες και την σήψη της καλής κοινωνίας που ζει εις βάρος των υπόλοιπων τάξεων χωρίς να κάνει τίποτα εκτός από το να χαριεντίζεται και να σκοτώνει την ώρα της με ανούσιες συναναστροφές.
Αν ήθελα να περιγράψω με μια λέξη το βιβλίο του Ουάιλντ θα έγραφα απλά "ιδιοφυές".
Και αυτό γιατί είναι ένα βιβλίο που από το 1891 που γράφτηκε μέχρι και σήμερα νιώθω ότι παραμένει συνεπές ως προς την οποιαδήποτε χρονική περίοδο. Ο Ουάιλντ σατιρίζει με ακρίβεια και επιδεξιότητα όλα τα περιττά που γεμίζουν τις ζωές μας, όλη αυτή την επίπλαστη ασημαντότητα που διαφεντεύει την ύπαρξή μας, χώνει το μαχαίρι βαθιά στην καρδιά μιας κοινωνίας που δεν θέλει να κοιτάξει στον καθρέφτη το πρόσωπό της όπως είναι, αλλά θέλει να ζει μέσα σε μια ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση που νομοτελειακά κάποια στιγμή γίνεται πάντα κομμάτια.
Από την άλλη ο Ουάιλντ γράφει τρομερά όμορφα. Το βιβλίο διαβάζεται τόσο ευχάριστα, φέρνει συνεχώς χαμόγελα στο πρόσωπο του αναγνώστη, σε βάζει τόσο πολύ στον κόσμο του, σε κάνει να συμπάσχεις με τον ήρωα και την απόγνωσή του που μοιάζει με την απόγνωση του σύγχρονου ανθρώπου που προσπαθεί να βρει τη θέση του στην καπιταλιστική ζούγκλα που έχουμε οικοδομήσει.
Ο Ντόριαν κάποια στιγμή αποφασίζει να αλλάξει τρόπο ζωής. Όμως είναι αργά. Ή μάλλον δεν είναι αργά, δεν έχει αυτή την επιλογή. Λόγω κοινωνικής θέσης, λόγω της ατραπού στην οποία έχει ήδη μπει η ζωή του, λόγω της εικόνας που έχουν οι άλλοι για αυτόν. Η αλλαγή είναι αδύνατη, ανέφικτη. Και αυτή η συνειδητοποίηση των πληγώνει ακόμα περισσότερο. Προς το τέλος περηφανεύεται ότι γνώρισε μια όμορφη κοπέλα, μια χωριατοπούλα, την οποία ενώ μπήκε στον πειρασμό να αποπλανήσει, τελικά δεν το έκανε. Και αυτό το θεωρεί μια καλή πράξη. Την πρώτη του καλή πράξη. Ο φίλος του του επισημαίνει ότι ακόμα και τώρα μάλλον δίνει περισσότερη σημασία στον εαυτό του και λιγότερη στα συναισθήματα της κοπέλας. Ακόμα και τώρα ο εγωκεντρισμός του υπερβαίνει την πράξη που έκανε, την καλοσύνη που ο Ντόριαν νιώθει ότι πρόσφερε.
Ο Ντόριαν Γκρέι είναι ένας από τους μεγάλους ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η τραγική του μοίρα, σφραγισμένη από ένα ανελέητο κυνήγι της ομορφιάς, της νίκης του φαίνεσθαι επί του είναι, τον αφήνει στο τέλος ανήμπορο να πάρει την οποιαδήποτε απόφαση για να αλλάξει τη μοίρα του. Οι αποφάσεις έχουν παρθεί όλες ερήμην του. Η κοινωνία έχει μοιράσει τους ρόλους και κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί να παίξει στο έργο.
Έχουμε άραγε επιλογές?
Ή όλα είναι προδιαγεγραμμένα?
Όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη άραγε τι βλέπουμε?
Αυτό που θέλουμε ή αυτό που είμαστε?
Αυτή η ρημάδα η ψυχή υπάρχει τελικά ή είναι μια ψευδαίσθηση?
Μια αντανάκλαση?
Mirror, mirror on the wall, who's the fairest of them all?
24.02.25
0 notes