acrobatis-blog1
acrobatis-blog1
ακροβάτης
441 posts
Ο ακροβάτης έρχεται αυτό το γενάρη στο acrobatis.tumblr.com και ανοίγει τον τρίτο κύκλο του.
Don't wanna be here? Send us removal request.
acrobatis-blog1 · 9 years ago
Video
vimeo
0 notes
acrobatis-blog1 · 9 years ago
Link
0 notes
acrobatis-blog1 · 9 years ago
Text
Τι γυρεύουμε εμείς μέσα στη νύχτα των άλλων;
youtube
Στάση λεωφορείου. Δυο άντρες τσακώνονται. Στέκονται όρθιοι κάνοντας χειρονομίες. Δείχνουν να γνωρίζονται. Ωστόσο δείχνουν να κουβεντιάζουν για κάτι ξένο. Μιλούν ο ένας πάνω στον άλλο. Δείχνουν να μην ακούνε. Δείχνουν επίσης να είναι πλήρως απορροφημένοι από τον καυγά τους., τόσο, που να μη δίνουν καμία σημασία στο τι συμβαίνει γύρω τους, στο αν πέρασε ή φεύγει κάποιο λεωφορείο που ίσως περιμένουν. η συζήτηση όλο και γίνεται πιο έντονη. Ένα λεωφορείο περνά γρήγορα γρήγορα από μπροστά τους. Το κοιτάζουν να φεύγει. Μια γυναίκα μόνη της στο δρόμο. Τρέχει, λαχανιασμένη, προσπερνώντας περαστικούς, κολώνες, κάδους, παρτέρια. Σε μια διάβαση πεζών, δε σταματάει παρά το κόκκινο και τρέχει. Τη βρίζουν οι οδηγοί που φρενάρουν απότομα για να μην την πατήσουν. Αυτή τρέχει. Δε σταματάει. Κοιτάζει πίσω. Τρέχει πιο γρήγορα. Βγαίνει τώρα στο δρόμο. Σηκώνει τα χέρια της κοιτάζοντας προς τα πίσω. κάνει τα τελευταία της βήματα. Ένα λεωφορείο σταματάει δίπλα της. Ανεβαίνει. Ένα λεωφορείο φεύγει από μια στάση. Αφήνει πίσω του καπνούς και σκοτάδι. Είναι το τελευταίο δρομολόγιο. Κανείς δε μπορεί να το προλάβει πια. Ένα ζευγάρι φτάνει στη στάση λίγα δευτερόλεπτα μετά. Βλέπουν το λεωφορείο να φεύγει, κι όμως περπατούν προς τη στάση. Δείχνει να μην τους επηρεάζει το ότι το έχασαν. Κάθονται στη στάση λες και δεν τρέχει τίποτα. Ανάβουν τσιγάρο μαζί. Είναι πολύ αργά. Φιλιούνται. Ένας άνθρωπος κάθεται με το παιδί του στη στάση. Το κρατάει σφιχτά στα χέρια του λες και θα του το πάρει κάποιος. Που και που το κοιτάζει, λες και είναι η τελευταία φορά. Το χαϊδεύει προσεκτικά, και τακτοποιεί τα ρούχα, την τσάντα και τα μαλλιά του. Το φιλά και το σφίγγει ξανά και ξανά. Το παιδί τον κοιτάζει αποσβολωμένο και τυφλώνεται από τα φώτα των αυτοκινήτων. Περιμένουν. Το λεωφορείο έρχεται και σηκώνονται απρόθυμα. Ο άνθρωπος ανεβάζει το παιδί στο λεωφο��είο και το φιλά για μία τελευταία φορά. Οι πόρτες κλείνουν πίσω από το παιδί, που μπαίνει χωρίς να καταλαβαίνει στο όχημα. Το λεωφορείο φεύγει. Ο άνθρωπος στέκεται για λίγο μετέωρος. Έπειτα σωριάζεται. Δύο άνθρωποι κατεβαίνουν από το λεωφορείο. Έρχονται προς τη στάση αλλά το μετανιώνουν. Στέκονται στη μέση του δρόμου. Κοιτάζουν προς τα δυο ρεύματα, αλλά κανείς δεν έρχεται. Ξαφνικά, ένα ταξί σταματά μπροστά τους. Μπαίνουν και φεύγουν. Κατέβηκαν σε λάθος στάση. Ένα λεωφορείο σταματά σε μια στάση. Οι πόρτες ανοίγουν. Ο οδηγός εκνευρισμένος κοιτάζει προς τα έξω. Ο άντρας που κάθεται στη στάση αμέριμνος δεν του δίνει καμία σημασία. Οι πόρτες κλείνουν απότομα, ενώ το όχημα ήδη έχει ξεκινήσει. Να και κάποιος που δεν ανέβηκε στο λεωφορείο. Ένα ταξί κυκλοφορεί στον άδειο δρόμο. Η πιθανότητα να βρει κάποιον πελάτη είναι πολύ μικρή, κάτι που το κάνει να κινείται με μεγάλη ταχύτητα. ξαφνικά, κατεβάζει ταχύτητα. Σταματάει σε μια στάση λεωφορείου. Ίσως κάποιος χάσει το τελευταίο δρομολόγιο. Ίσως κάποιος που κατέβει από το λεωφορείο, θελήσει μια σύντομη διαδρομή κάπου εκεί κοντά. Πάντως από το να κάνει βόλτες στους άδειους δρόμους, καλύτερα κάπου να σταματούσε. Παρκάρει και περιμένει. Η ώρα περνά, αλλά κανένα λεωφορείο δεν έρχεται. Κόντεψε να τον πάρει ο ύπνος.  Είπε να ξεκινήσει ξανά. Το ταξί δεν έπαιρνε μπροστά. Ξανά και ξανά. Είχε ξεχάσει να βάλει βενζίνη μέσα σε όλες αυτές τις διαδρομές. Βγήκε από το ταξί. Το κλείδωσε προσεκτικά και κάθισε στη στάση περιμένοντας το τελευταίο λεωφορείο. Το τελευταίο λεωφορείο ξεκίνησε βαριεστημένα από την αφετηρία. Όπως κάθε βράδυ, τα περισσότερα καθίσματά του ήταν άδεια και μόνο κάποιοι σταθεροί επιβάτες που ξέρουν τα χούγια του, τους οδηγούς τους, τους χαιρετάνε ευγενικά και τους αποχαιρετούν όποτε κατεβαίνουν, ο καθένας στη στάση του. Έτσι και εκείνο το βράδυ μόλις είχε φύγει από την αφετηρία, με μόνο έναν επιβάτη, που καθόταν στο πίσω δεξιά κάθισμα. Όπως συνήθως συμβαίνει, οι περισσότεροι από τους επιβάτες ανέβαιναν είτε στην αφετηρία είτε στη στάση της μεγάλης πλατείας, κυρίως βέβαια τα βράδια του Σαββάτου, που οι πιτσιρικάδες γυρίζουν σπίτι τους. Απόψε που ήταν καθημερινή, τα πράγματα κυλούσαν μάλλον φυσιολογικά: ένας επιβάτης στην αρχή, ίσως κάποιοι τυχαίοι στο δρόμο, κατά τα άλλα ησυχία. Οι στάσεις περνούσαν η μία μετά την άλλη. Ο οδηγός από τη μία θα ήθελε πολύ να έπιανε κουβέντα με τον επιβάτη ώστε να κυλήσει η ώρα πιο ευχάριστα, από την άλλη θα ευχόταν να τελειώσει με το δρομολόγιο το συντομότερο δυνατό. Όμως ο επιβάτης του έδειχνε μάλλον να τον αποφεύγει από επιλογή, αν έβλεπε κανείς εκεί που καθόταν. Έδειχνε να τον ενδιαφέρουν περισσότερο όσα συνέβαιναν στο δρόμο. Μόλις τρεις στάσεις μετά, το λεωφορείο σταμάτησε. Ο οδηγός είπε κάτι στην ανοιχτή πόρτα. Ξεκίνησε ξανά. Δυο στάσεις μετά, το μόνο που πρόλαβε να παρατηρήσει, είναι δυο ζευγάρια μάτια να  κοιτάζουν εμβρόντητα ενώ το λεωφορείο τα άφηνε πίσω του. Αμέσως κάποιος φάνηκε να τρέχει στο πεζοδρόμιο. Ο επιβάτης αναγκάστηκε να μιλήσει: "Για όνομα του Θεού, κάνετε μια στάση". Μια κοπέλα μπαίνει και σωριάζεται μισολιπόθυμη στο πρώτο κάθισμα που βρήκε μπροστά της. Το λεωφορείο ξεκινάει και σταματάει δυο τρία τετράγωνα μετά. Η κοπέλα δεν έχει εισιτήριο και ο οδηγός την πετάει έξω. Ταυτόχρονα ένα παιδί ανεβαίνει, κοιτάζει κάτω. Ο επιβάτης   κοιτάζει από το παράθυρο έναν άντρα να σωριάζεται στη στάση. Τον κοιτάζει για όση ώρα μπορεί, όσο απομακρύνεται το όχημα. Για λίγες στιγμές μετά το μάτι του πέφτει στο απέναντι ρεύμα. Παρατηρεί το τελευταίο δρομολόγιο που περνάει απέναντι, σταματάει στην απέναντι στάση. Πίσω από τους καπνούς που αφήνει, δυο άνθρωποι που μόλις είχαν κατέβει, ψάχνουν και κοιτάζουν αριστερά δεξιά. πριν καταλάβει τι έχει συμβεί,  το λεωφορείο σταματάει ξανά για μια στιγμή, πριν ο οδηγός βρίζοντας σχεδόν ξεκινάει με ανοιχτές πόρτες. Κάποιος που στεκόταν στη στάση δεν ανέβηκε. Συμβαίνουν συχνά αυτά. Ξαφνικά καταλαβαίνει ότι κάτι του πάει στραβά. Δεν έχει ξαναδεί τις γειτονιές αυτές  από το λεωφορείο. Έχει χάσει τη στάση του. Το λεωφορείο είχε περάσει τώρα στο πάνω μέρος της πόλης. Άρχισε να αγχώνεται. Πάτησε το κουμπί να κατέβει, λες και βρισκόταν στο τρενάκι του τρόμου. Ίσως κάποιο ταξί να βρισκόταν για να τον γυρίσει πίσω. Κοίταξε επίμονα τη στάση που θα κατέβαινε. Ένα ταξί σταματημένο, για καλή του τύχη βρισκόταν εκεί.  Κατέβηκε χωρίς καθυστέρηση. Το ταξί βρίσκονταν όντως εκεί. Περπάτησε προς αυτό. Ούτε που πήρε είδηση τον άντρα που ανέβηκε στο λεωφορείο. Κανείς δεν ήταν μέσα.
4 notes · View notes
acrobatis-blog1 · 9 years ago
Text
test
1 note · View note
acrobatis-blog1 · 10 years ago
Text
Η τεθλασμένη γραμμή ανάμεσα στην ανασφάλεια και την εξουσία
youtube
Υπάρχει μονοπάτι ανάμεσα στην ανασφάλεια και την εξουσία, και αν ναι, πόσο εύκολο είναι να το περπατήσει κανείς; Η ανασφάλεια ερμηνεύεται συνήθως ως αδυναμία, έρχεται και πλασάρεται σαν κάτι που πρέπει κανείς να αποφεύγει, εξ ου και το πρότυπο της αυτοπεποίθησης, που διαφημίζεται με πολλούς τρόπους και αποτελεί ζητούμενο για τις πλατιές μάζες τηλεθεατών και  άλλων εξαρτ��μένων από τις οθόνες. Ο ανασφαλής άνθρωπος είναι ο αδύναμος, ή φαινομενικά αδύναμος άνθρωπος που δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Συνήθως δεν προσελκύει ανθρώπους γύρω του, παρά μόνο όσους θέλουν να επιβεβαιώσουν την αυτοπεποίθηση που μόλις απέκτησαν, ξεσπώντας πάνω του. Γενικώς τέτοιοι άνθρωποι φοβούνται πολύ. Φαντάζουν ή πολλές φορές αυτοπαρουσιάζονται ως θύματα.
Από την άλλη έχουμε τους λεγόμενους θύτες, αν όντως δηλαδή οι προηγούμενοι είναι θύματα. Αν χρησιμοποιήσουμε το προηγούμενο σχήμα, είναι όσοι νοιώθουν καλά με τον εαυτό τους, τόσο πολύ όμως που να τον θεωρούν σημαντικότερο από ό,τι άλλο Αναγκαία συνέπεια του παραπάνω και της ύπαρξής τους, είναι το να ζητούν από τους άλλους, να ισοπεδώνουν οτιδήποτε δε θεωρούν τόσο σημαντικό, οτιδήποτε στέκεται εμπόδιο μπροστά τους. Όλα τα προηγούμενα, είναι εντελώς φυσιολογικά και δίνουν σε αυτούς και στους όμοιούς τους μια αίσθηση ευρωστίας, δύναμης, ευτυχίας και φυσιολογικότητας. Αναγκαίος όρος βέβαια γι αυτό είναι η ύπαρξη υποταγής και επιβεβαίωσης, τόσο από τους "κατώτερους", όσο και από τους "ισότιμούς" τους. Ε, αυτό, όπως και να το κάνουμε, είναι μια σχέση εξουσίας.
Πόσο ωστόσο ισχύει αυτό το μοντέλο; Ας δούμε μερικά ερωτήματα. Ο κόσμος χωρίζεται, λες και είναι κομμένος με το μαχαίρι του ψωμιού στα δύο; Σε "ανασφαλείς" και σε "εξουσιαστές"; Ή για να το πούμε καλύτερα, σε θύματα και θύτες; Πόσο ντετερμινιστικό είναι το να είναι κανείς ή το ένα μόνο, ή το άλλο; Και  για να το κάνουμε ακόμα πιο πολύπλοκο, πόσο ανασφαλής μπορεί να γίνει κάποιος που έχει αυτοπεποίθηση; Ή μάλλον, πόση ανασφάλεια κρύβει μέσα του; Και επιπλέον: τι ονειρεύεται να γίνει κάποιος ανασφαλής; Πόσο καλά θα αισθανόταν αν άρχιζε κι αυτός να εκμεταλλεύεται τους άλλους;
Ας πιάσουμε λοιπόν το νήμα από την αρχή. Η αλήθεια είναι ότι τα σύνορα ανάμεσα στην εξουσία και την ανασφάλεια, δεν είναι τόσο διακριτά. Και εξηγούμαστε.
Ας περπατήσουμε χέρι χέρι από την ανασφάλεια προς την εξουσία.
Η ανασφάλεια εκφράζεται περισσότερο σαν κάτι που προϋποθέτει τους άλλους. Πιο συγκεκριμένα, η ανασφάλεια έχει δύο προαπαιτούμενα: την ύπαρξη την ύπαρξη της ασφάλειας των γύρω και την αίσθηση της απώλειας. Με άλλα λόγια δε μπορεί να υπάρξει κάποιος ανασφαλής αν δεν υπάρξει κάποιος σίγουρος για τον εαυτό του που επωφελείται ή ακόμα χειρότερα, αν δεν υπάρξει η σιγουριά ότι κάποιος ή όλοι οι άλλοι επωφελούνται από την κάθε κατάσταση. Άρα η ανασφάλεια από αυτή την άποψη, προϋποθέτει την εξουσία. Επιπλέον, η ανασφάλεια ταυτίζεται με την απώλεια. Αλήθεια όμως, τι είναι αυτό που έχει χάσει ένας ανασφαλής; Τι είναι αυτό που θα ήθελε να ανακτήσει; Με άλλα λόγια ο ανασφαλής αποζητά τη δυνατό��ητά του να επιβεβαιωθεί εις βάρος των γύρω του. Να λοιπόν άλλη μία ακόμα διαδρομή από την ανασφάλεια προς την εξουσία.
Ας περπατήσουμε τώρα προς τα πίσω: από την εξουσία προς την ανασφάλεια. Η εξουσία φαντάζει κάτι αντίθετο από την ανασφάλεια. Κάποιος που έχει στα χέρια του την εξουσία, γνωρίζει ότι αναγκαίος όρος για να συνεχίσει να την έχει ή για να την εφαρμόζει τέλος πάντων, είναι η άσκησή της πάνω σε κάποιους άλλους, που το μόνο που έχουν να χάσουν είναι οι αλυσίδες τους, όπως έλεγε μια ψυχή παλιά. Γνωρίζει πολύ καλά ότι το έδαφος κάτω από τα πόδια του θα χαθεί, αν αυτοί πάνω στους οποίους πατάει αποφασίσουν να φύγουν για κάποιο λόγο. Γνωρίζει μάλιστα ότι όσο αυτή η ιεραρχία συνεχίζεται, μπορεί αυτός ελεύθερα, να τσακίζει όποιον υποτάσσεται στα χέρια του. Έχει με άλλα λόγια πλήρη επίγνωση της κατάστασής και τις δύναμής του. Υπάρχει κάτι που να αποζητά; Θα έλεγε κάποιος βιαστικά ότι το μόνο που ζητάς όταν έχεις στα χέρια σου την εξουσία,είναι κι άλλη εξουσία. Είναι όμως έτσι; Πόσο ασφαλής στην πραγματικότητα μπορεί να αισθανθεί ένας ελέφαντας που ισορροπεί με το ένα πόδι πάνω σε ένα σκαμπό; Πόσο βοηθητική είναι η μάζα, η δύναμη και ο όγκος του, στην προσπάθειά τους να ισορροπήσει; Τι θα γίνει στην περίπτωση που κάποιο από τα πόδια του σκαμπό σπάσει; Σε πόσο δύσκολη θέση έρχεται όταν πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην ισχύ και το φόβο που αυτή του προκαλεί; Το θέμα με την εξουσία, είναι ότι όση κι αν αποκτήσει κανείς, πάντα πάνω σε κάποιον θα πατάει και πάντα θα πέφτει όταν αυτός αποχωρεί από κάτω του. Η εξουσία λοιπόν είναι η αναμέτρηση με το φόβο του σπασμένου σκαμπό.   Θα μπορούσε να πει λοιπόν κανείς περιληπτικά ότι η ανασφάλεια είναι η απεγνωσμένη νοσταλγία ή αναζήτηση της εξουσίας  και η εξουσία είναι η απόγνωση μπροστά στην ανασφάλεια της απώλειας.
Η αλήθεια είναι ότι η ανασφάλεια και η εξουσία υπάρχουν εκεί έξω και συνδέονται με μια τεθλασμένη γραμμή. Ωστόσο ο κόσμος δεν κόβεται στα δύο όπως είπαμε στην αρχή. Τα σύνορα ανάμεσα στην εξουσία και την ανασφάλεια είναι αρκετά θολά και δυσδιάκριτα. Ας δέσουμε λοιπόν το νήμα κόμπο με ένα τελευταίο ερώτημα: Είναι ελεύθερος κανείς να αποφύγει τόσο την ανασφάλεια όσο και την εξουσία; Υπάρχει ελευθερία πριν και μετά από αυτές, ή σαν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, περιμένουν να περάσουμε ανάμεσά τους και ανταγωνίζονται στο ποια θα μας πρωτοκαταπιεί; Το θέμα είναι ότι το μονοπάτι διπλής κατεύθυνσης που διανύσαμε παρέα, είναι φτιαγμένο από ένα μόνο υλικό, και αυτό δεν είναι η φύση των ανθρώπων, όπως λένε σήμερα. Δεν είναι στη φύση των ανθρώπων να καταπιέζουν και να καταπιέζονται. Δεν είναι στη φύση των ανθρώπων να ακροβατούν ως υποκείμενα ή αντικείμενα κάποιας εξουσίας. Ο δρόμος από την ανασφάλεια προς την εξουσία είναι χτισμένος με φόβο, από τη μία άκρη μέχρι την άλλη. Αυτό είναι που ενώνει την ανασφάλεια και την εξουσία, αυτό είναι που αποτελεί βασική προ��πόθεση και για τις δύο. Η επιλογή του φόβου έχει προηγηθεί όλων των παραπάνω και στις δύο περιπτώσεις και θεωρείται σχεδόν αυτονόητη. Ο φόβος παρουσιάζεται σήμερα σαν τη φύση του ανθρώπου που γεννά την ανασφάλεια και την εξουσία. Όμως ούτε ο φόβος είναι η φύση του ανθρώπου. Ο φόβος είναι ο κόμπος του νήματος γύρω από το λαιμό του. Ε, αντί να τον κόψουν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, οι άνθρωποι χάνουν την αναπνοή τους, πάνω που καταλαβαίνουν  και πάνε να ψελίσσουν ότι κάτι τους πνίγει.
0 notes
acrobatis-blog1 · 10 years ago
Text
Τι γυρεύουμε εμείς μέσα στη νύχτα των άλλων;
youtube
Στάση λεωφορείου. Δυο άντρες τσακώνονται. Στέκονται όρθιοι κάνοντας χειρονομίες. Δείχνουν να γνωρίζονται. Ωστόσο δείχνουν να κουβεντιάζουν για κάτι ξένο. Μιλούν ο ένας πάνω στον άλλο. Δείχνουν να μην ακούνε. Δείχνουν επίσης να είναι πλήρως απορροφημένοι από τον καυγά τους., τόσο, που να μη δίνουν καμία σημασία στο τι συμβαίνει γύρω τους, στο αν πέρασε ή φεύγει κάποιο λεωφορείο που ίσως περιμένουν. η συζήτηση όλο και γίνεται πιο έντονη. Ένα λεωφορείο περνά γρήγορα γρήγορα από μπροστά τους. Το κοιτάζουν να φεύγει.
Μια γυναίκα μόνη της στο δρόμο. Τρέχει, λαχανιασμένη, προσπερνώντας περαστικούς, κολώνες, κάδους, παρτέρια. Σε μια διάβαση πεζών, δε σταματάει παρά το κόκκινο και τρέχει. Τη βρίζουν οι οδηγοί που φρενάρουν απότομα για να μην την πατήσουν. Αυτή τρέχει. Δε σταματάει. Κοιτάζει πίσω. Τρέχει πιο γρήγορα. Βγαίνει τώρα στο δρόμο. Σηκώνει τα χέρια της κοιτάζοντας προς τα πίσω. κάνει τα τελευταία της βήματα. Ένα λεωφορείο σταματάει δίπλα της. Ανεβαίνει.
Ένα λεωφορείο φεύγει από μια στάση. Αφήνει πίσω του καπνούς και σκοτάδι. Είναι το τελευταίο δρομολόγιο. Κανείς δε μπορεί να το προλάβει πια. Ένα ζευγάρι φτάνει στη στάση λίγα δευτερόλεπτα μετά. Βλέπουν το λεωφορείο να φεύγει, κι όμως περπατούν προς τη στάση. Δείχνει να μην τους επηρεάζει το ότι το έχασαν. Κάθονται στη στάση λες και δεν τρέχει τίποτα. Ανάβουν τσιγάρο μαζί. Είναι πολύ αργά. Φιλιούνται.
Ένας άνθρωπος κάθεται με το παιδί του στη στάση. Το κρατάει σφιχτά στα χέρια του λες και θα του το πάρει κάποιος. Που και που το κοιτάζει, λες και είναι η τελευταία φορά. Το χαϊδεύει προσεκτικά, και τακτοποιεί τα ρούχα, την τσάντα και τα μαλλιά του. Το φιλά και το σφίγγει ξανά και ξανά. Το παιδί τον κοιτάζει αποσβολωμένο και τυφλώνεται από τα φώτα των αυτοκινήτων. Περιμένουν. Το λεωφορείο έρχεται και σηκώνονται απρόθυμα. Ο άνθρωπος ανεβάζει το παιδί στο λεωφορείο και το φιλά για μία τελευταία φορά. Οι πόρτες κλείνουν πίσω από το παιδί, που μπαίνει χωρίς να καταλαβαίνει στο όχημα. Το λεωφορείο φεύγει. Ο άνθρωπος στέκεται για λίγο μετέωρος. Έπειτα σωριάζεται.
Δύο άνθρωποι κατεβαίνουν από το λεωφορείο. Έρχονται προς τη στάση αλλά το μετανιώνουν. Στέκονται στη μέση του δρόμου. Κοιτάζουν προς τα δυο ρεύματα, αλλά κανείς δεν έρχεται. Ξαφνικά, ένα ταξί σταματά μπροστά τους. Μπαίνουν και φεύγουν. Κατέβηκαν σε λάθος στάση.
Ένα λεωφορείο σταματά σε μια στάση. Οι πόρτες ανοίγουν. Ο οδηγός εκνευρισμένος κοιτάζει προς τα έξω. Ο άντρας που κάθεται στη στάση αμέριμνος δεν του δίνει καμία σημασία. Οι πόρτες κλείνουν απότομα, ενώ το όχημα ήδη έχει ξεκινήσει. Να και κάποιος που δεν ανέβηκε στο λεωφορείο.
Ένα ταξί κυκλοφορεί στον άδειο δρόμο. Η πιθανότητα να βρει κάποιον πελάτη είναι πολύ μικρή, κάτι που το κάνει να κινείται με μεγάλη ταχύτητα. ξαφνικά, κατεβάζει ταχύτητα. Σταματάει σε μια στάση λεωφορείου. Ίσως κάποιος χάσει το τελευταίο δρομολόγιο. Ίσως κάποιος που κατέβει από το λεωφορείο, θελήσει μια σύντομη διαδρομή κάπου εκεί κοντά. Πάντως από το να κάνει βόλτες στους άδειους δρόμους, καλύτερα κάπου να σταματούσε. Παρκάρει και περιμένει. Η ώρα περνά, αλλά κανένα λεωφορείο δεν έρχεται. Κόντεψε να τον πάρει ο ύπνος.  Είπε να ξεκινήσει ξανά. Το ταξί δεν έπαιρνε μπροστά. Ξανά και ξανά. Είχε ξεχάσει να βάλει βενζίνη μέσα σε όλες αυτές τις διαδρομές. Βγήκε από το ταξί. Το κλείδωσε προσεκτικά και κάθισε στη στάση περιμένοντας το τελευταίο λεωφορείο.
Το τελευταίο λεωφορείο ξεκίνησε βαριεστημένα από την αφετηρία. Όπως κάθε βράδυ, τα περισσότερα καθίσματά του ήταν άδεια και μόνο κάποιοι σταθεροί επιβάτες που ξέρουν τα χούγια του, τους οδηγούς τους, τους χαιρετάνε ευγενικά και τους αποχαιρετούν όποτε κατεβαίνουν, ο καθένας στη στάση του. Έτσι και εκείνο το βράδυ μόλις είχε φύγει από την αφετηρία, με μόνο έναν επιβάτη, που καθόταν στο πίσω δεξιά κάθισμα. Όπως συνήθως συμβαίνει, οι περισσότεροι από τους επιβάτες ανέβαιναν είτε στην αφετηρία είτε στη στάση της μεγάλης πλατείας, κυρίως βέβαια τα βράδια του Σαββάτου, που οι πιτσιρικάδες γυρίζουν σπίτι τους. Απόψε που ήταν καθημερινή, τα πράγματα κυλούσαν μάλλον φυσιολογικά: ένας επιβάτης στην αρχή, ίσως κάποιοι τυχαίοι στο δρόμο, κατά τα άλλα ησυχία. Οι στάσεις περνούσαν η μία μετά την άλλη. Ο οδηγός από τη μία θα ήθελε πολύ να έπιανε κουβέντα με τον επιβάτη ώστε να κυλήσει η ώρα πιο ευχάριστα, από την άλλη θα ευχόταν να τελειώσει με το δρομολόγιο το συντομότερο δυνατό. Όμως ο επιβάτης του έδειχνε μάλλον να τον αποφεύγει από επιλογή, αν έβλεπε κανείς εκεί που καθόταν. Έδειχνε να τον ενδιαφέρουν περισσότερο όσα συνέβαιναν στο δρόμο.
Μόλις τρεις στάσεις μετά, το λεωφορείο σταμάτησε. Ο οδηγός είπε κάτι στην ανοιχτή πόρτα. Ξεκίνησε ξανά. Δυο στάσεις μετά, το μόνο που πρόλαβε να παρατηρήσει, είναι δυο ζευγάρια μάτια να  κοιτάζουν εμβρόντητα ενώ το λεωφορείο τα άφηνε πίσω του. Αμέσως κάποιος φάνηκε να τρέχει στο πεζοδρόμιο. Ο επιβάτης αναγκάστηκε να μιλήσει: "Για όνομα του Θεού, κάνετε μια στάση". Μια κοπέλα μπαίνει και σωριάζεται μισολιπόθυμη στο πρώτο κάθισμα που βρήκε μπροστά της. Το λεωφορείο ξεκινάει και σταματάει δυο τρία τετράγωνα μετά. Η κοπέλα δεν έχει εισιτήριο και ο οδηγός την πετάει έξω. Ταυτόχρονα ένα παιδί ανεβαίνει, κοιτάζει κάτω. Ο επιβάτης  κοιτάζει από το παράθυρο έναν άντρα να σωριάζεται στη στάση. Τον κοιτάζει για όση ώρα μπορεί, όσο απομακρύνεται το όχημα. 
Για λίγες στιγμές μετά το μάτι του πέφτει στο απέναντι ρεύμα. Παρατηρεί το τελευταίο δρομολόγιο που περνάει απέναντι, σταματάει στην απέναντι στάση. Πίσω από τους καπνούς που αφήνει, δυο άνθρωποι που μόλις είχαν κατέβει, ψάχνουν και κοιτάζουν αριστερά δεξιά. πριν καταλάβει τι έχει συμβεί,  το λεωφορείο σταματάει ξανά για μια στιγμή, πριν ο οδηγός βρίζοντας σχεδόν ξεκινάει με ανοιχτές πόρτες. Κάποιος που στεκόταν στη στάση δεν ανέβηκε. Συμβαίνουν συχνά αυτά. 
Ξαφνικά καταλαβαίνει ότι κάτι του πάει στραβά. Δεν έχει ξαναδεί τις γειτονιές αυτές  από το λεωφορείο. Έχει χάσει τη στάση του. Το λεωφορείο είχε περάσει τώρα στο πάνω μέρος της πόλης. Άρχισε να αγχώνεται. Πάτησε το κουμπί να κατέβει, λες και βρισκόταν στο τρενάκι του τρόμου. Ίσως κάποιο ταξί να βρισκόταν για να τον γυρίσει πίσω. Κοίταξε επίμονα τη στάση που θα κατέβαινε. Ένα ταξί σταματημένο, για καλή του τύχη βρισκόταν εκεί.  Κατέβηκε χωρίς καθυστέρηση. Το ταξί βρίσκονταν όντως εκεί. Περπάτησε προς αυτό. Ούτε που πήρε είδηση τον άντρα που ανέβηκε στο λεωφορείο. Κανείς δεν ήταν μέσα.
2 notes · View notes
acrobatis-blog1 · 10 years ago
Text
Μήπως λοιπόν για όλα φταίνε οι άντρες;
youtube
Έφτασε η εποχή όπου πέρα από την πραγματικότητα που επιβάλλει τ��υς όρους της και βάζει δύσκολα στους ίδιους τους ανθρώπους για να την εξηγήσουν, βρισκόμαστε ως κοινωνία σε μια μεγάλη σύγχυση γύρω από διάφορα καθιερωμένα ζητήματα, που άλλοτε έχριζαν μιας απλής διάγνωσης και έξω από εδώ, τα οποία τώρα επίσης μας πιέζουν και δηλώνουν επίμονα την ανάγκη και για πρακτικές λύσεις. Έφτασε με άλλα λόγια η εποχή όπου το συμβολικό, όχι μόνο αποχαιρετά τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, αλλά έχει εγκαταλείψει την καθημερινή ζωή προ πολλού.
Είναι μάλιστα αυτή η σύγχυση, που προκαλεί μεγάλες εντάσεις, καταθλίψεις, θανάτους, αυτοκτονίες, διαζύγια αλλά και μεγάλες μόδες και ρεύματα. Για παράδειγμα, είναι πολλοί αυτοί που στις μέρες μας πέφτουν από τα σύννεφα διαπιστώνοντας την κατάσταση γύρω τους, την ασφυξία που νιώθουν όταν μετράνε όλο και περισσότερους ανθρώπους  που ανεξαρτήτως καταβολής, χαρακτήρα, ιδιότητας, πρότερου έντιμου βίου, προσδοκιών, κουλτούρας, ηθικής, εθνότητας και οικονομικής κατάστασης, να έχουν ένα και μόνο κοινό, ή να καταλήγουν να το αποκτούν, σπέρνοντάς τους την απογοήτευση: καταπατούν το χώρο των άλλων γκρεμίζοντας οποιαδήποτε έννοια σεβασμού ή ευγένειας.
Έτσι βλέπουμε πολέμους σε όλα τα επίπεδα, όπως σε αυτό της θρησκείας,  που καταστρέφει σύνορα, ανθρώπους κάθε ηλικίας, μνημεία, ηθικές και αξιακά συστήματα, πολέμους οικονομικούς που στο όνομα ιδεολογημάτων και οραμάτων του παρελθόντος και του μέλλοντος, πνίγουν ανθρώπους, λαούς και κράτη στο όνομα του κέρδους και του φασισμού του. Βλέπουμε επίσης βιομηχανίες φόβου, να πουλάνε ακριβά το ψέμα και να αγοράζουν συνειδήσεις, ζωές και τυφλή συγκατάβαση και μάλιστα στην πιο φτηνή τιμή. Βλέπουμε ταυτόχρονα ανθρώπους, που επικαλούμενοι την κοινή λογική, ή τη συνήθεια των πολλών, αγοράζουν πρόθυμα και με κάθε τίμημα ό,τι τους πουλήσουν και σα να μην έφτανε αυτό, τα βάζουν και αποκλείουν όποιον διαφέρει και αρνείται να αγοράσει και να ξεπουληθεί.
 Δε βλέπουμε ωστόσο μόνο αυτά. Βλέπουμε ανθρώπους που θεωρούν δεδομένη τη συγχώρεση, όποιο λάθος και να κάνουν, την επικαλούνται και στο όνομά της αρνούνται να μάθουν από τα λάθη τους. Βλέπουμε άλλους, που ρίχνουν πάντα την ευθύνη στους άλλους, τους κατηγορούν είτε για να τους μειώσουν, είτε για να αυξήσουν τη δική τους μετριότητα και πάντα έχουν μια δικαιολογία για τον εαυτό τους. Βλέπουμε ακόμα ανθρώπους που τάχα μου βγάζουν συνέχεια αναλύσεις επί αναλύσεων, καταλήγοντας πάντα με την ίδια έκπληξη στο ίδιο συμπέρασμα, συνήθως κάνοντας πρώτα ένα μικρό ή μεγαλύτερο λογικό άλμα, με λίγο σπρώξιμο από κάποιο τυφλό κίνητρο. Βλέπουμε τέλος ανθρώπους αδύναμους, που όσο κι αν καταλαβαίνουν τα παραπάνω, όσο κι αν σωστά εξηγούν την κατάσταση, δεν είναι σε θέση όσο κι αν είναι έτοιμοι ή πιο έτοιμοι από τους γύρω τους, να κάνουν κάτι πολύ πολύ απλό: να δώσουν σε αυτό που οι ίδιοι έχουν τη σημασία και την προσοχή που του αξίζει. Αυτή ωστόσο είναι και η συνέπεια της αδυναμίας τους. Να μετράνε απώλειες.
Το ζήτημα είναι ότι στην εποχή της σύγχυσης, στην εποχή μας, όσο κι αν ο πόλεμος και ο φασισμός σε όλα τα επίπεδα  και η καταστροφή που προκαλούν, φαντάζουν το κύριο πρόβλημα, είναι η συμπεριφορά και οι σχέσεις των ανθρώπων που προκαλούν το γενικό φαινόμενο, τη μεγάλη εικόνα που κανείς δε μπορεί να εξηγήσει. Ας αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που συνδέει τις συμπεριφορές όλων αυτών των ανθρώπων, αν υπάρχει, ή πρόκειται για ξεχωριστά μεταξύ τους φαινόμενα.
Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο παραπάνω με έναν μόνο ισχυρισμό, όσο ριψοκίνδυνο και αν είναι αυτό. Ζούμε στην εποχή λοιπόν του παροδικού ή υποσυνείδητου μίσους.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι άνθρωποι μισούν τον εαυτό τους, τους ικανότερούς τους, τους μεγαλύτερους σε ηλικία, τους αδύναμους και τα παιδιά. Όλα τα παραπάνω εξηγούν ίσως κάποιες από τις παραπάνω συμπεριφορές. Ας δούμε ωστόσο και ένα άλλο αντικείμενο του μίσους.
Ας μιλήσουμε για το μίσος προς τις γυναίκες. 
Αλήθεια πόσο πιθανό είναι, κάποιος που μίσησε τη μαμά του επειδή δεν τον αναγνώρισε όσο έπρεπε ή του δικαιολογούσε τα πάντα, να επιβάλλει στους άλλους τη συγχώρεση άνευ όρων και να απαλλάσσει  τον εαυτό του από κάθε ευθύνη χωρίς να πληρώνει κανένα κόστος; Ή πόσο πιθανό είναι κάποιος να αναπαράγει στις γυναίκες γύρω τους το ρόλο της μάνας του με σκοπό να μπορεί αμέσως μετά να παραβιάσει κάθε σεβασμό και να πάρει εκδίκηση για την παιδική του ηλικία; Πόσες σχέσεις άραγε δε θυσιάστηκαν αλήθεια στον παραπάνω βωμό; Ή ακόμα πόσα παιδιά δε μεγάλωσαν και δε διαμορφώθηκαν πάνω στο πρότυπο του δήθεν ανώτερου άντρα που βάζει τον εαυτό του πάνω από όλα; Ας το πάρουμε όμως και ανάποδα. Πόσες μητέρες  δεν έπεσαν θύμα του μίσους των ανδρών και συμπεριφέρθηκαν ανακλαστικά στα παιδιά τους; Πόσες γυναίκες δε μεγάλωσαν με πρότυπα που βασίζονταν στο μίσος των ανδρών προς αυτές; Πόσες γυναίκες δεν υπέκυψαν στο δίκαιο αυτού του μίσους; Ή τέλος πόσες γυναίκες δε ζουν με το φόβο της απόρριψης ή της κάκωσης, και γι αυτό το λόγο απορρίπτουν προληπτικά τους γύρω τους με σκοπό να προστατέψουν ό,τι μπορεί να προστατευτεί;
Μήπως λοιπόν για όλα φταίνε οι άνδρες; Ίσως.
Το σίγουρο είναι ότι στην εποχή της σύγχυσης και του παροδικού μίσους, σπάνια παίρνει κανείς ακριβώς αυτό που του αξίζει τη στιγμή που πρέπει, ενώ κάποιοι δεν τον παίρνουν ποτέ. Ας αποφασίσουμε τι θα κάνουμε ενώ περιμένουμε.
1 note · View note
acrobatis-blog1 · 10 years ago
Text
Ξέρεις πως εσύ, όχι η μοίρα, όχι η τύχη, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι και αν κάμεις, ό,τι και αν γίνεις ακέραιη την ευθύνη.
youtube
Αγαπητέ παππού,
Απαντώντας στην επιστολή σου, αποφάσισα σήμερα, ημέρα παράξενη από κάθε άποψη, να σου απαντήσω, και να ευχηθώ κατ' αρχήν χρόνια πολλά, καθώς και μια άλλη ευχή, που συνηθίζω να σου λέω τα τελευταία δυο χρόνια περίπου: “να ρίξεις μπόι”.
Συνεχίζοντας θα ήθελα να αντιπαραβάλλω τις σκέψεις μου με τις δικές σου. Υπάρχει η παροιμία που λέει ότι “ο άντρας κάνει τη γενιά, κι όχι η γενιά τον άντρα”. Χωρίς να μπορώ να πω ότι συμφωνώ απόλυτα, θα έλεγα ότι αυτό με το οποίο έχουν να αναμετρηθούν όλα τα τέκνα του κόσμου τούτου, είτε τα έχουν έτοιμα από τους προγόνους τους, είτε αναμετριούνται με τα γράμματα, είτε βιοπορίζονται, είτε ρίχνουν μπόι, είτε παλεύουν μέσα στην απεραντοσύνη των σκοπών τους σε άγνωστα νερά, είναι ένα: η συνήθεια και η τεμπελιά του μυαλού τους.
Αντί να εξηγή��ω τι εννοώ με το παραπάνω, θα μοιραστώ προς το παρόν εδώ μαζί σου τις φράσεις κάποιου, που δε θα σου πω ποιος είναι, γιατί σκοπός μου δεν είναι να επικαλεστώ την αυθεντία του:
“Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλαβαίνεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις… γιατί δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άνανδρες πράξεις σου, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους. Ξέρεις πως εσύ, όχι η μοίρα, όχι η τύχη, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι και αν κάμεις, ό,τι και αν γίνεις ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή 'ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να 'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.”
Για να το πω πιο απλά, οι άνθρωποι υποτάσσονται  στα όρια όσων νομίζουν μπορούν να καταφέρουν. Διαμορφώνουν μάλιστα αντίστοιχα και τις άκρες του μυαλού τους. Είναι σίγουροι για μέχρι που φτάνει η δύναμη του ανθρώπου και τα βάζουν σκληρά με όποιον δοκιμάζει να καμωθεί με κάτι που τους ξεπερνάει. Πάνε κόντρα στη φύση τους. Χωρίς ντροπή, σαν τον πνιγμένο τραβάνε μαζί τους στο βυθό όποιο χέρι τους τραβάει προς τα πάνω. Φοβούνται. Λένε "ναι" σε ό,τι και όποιον δήθεν υπηρετεί αυτή τους τη μιζέρια και τους κολακεύει επιβεβαιώνοντας ότι τάχατες όλοι είναι σώπατοι, όλοι μαζί στο βυθό. Μόνο όταν η ανάγκη επιβάλλει τους κανόνες της και φέρνει μαζί τα δώρα της, και τους θυμίζει την αξία και την ευθύνη, τότε η άρνησή τους έρχεται σαν την αστραπή, χωρίς να είναι βέβαιο ότι μπορούν να εξηγήσουν και αυτή τους  τη δύναμη.
Πρέπει εδώ να σου πω ότι μου έκανε μεγάλη εντύπωση σε όσα μου έγραψες, η απουσία της φράσης που πάντα έλεγες, όταν μιλούσες ή άκουγες αυτά που κάνω, αυτού του “μακάρι να είναι έτσι”, που πάντα εδώ μου καθόταν. Ελπίζω πάντως να μην το πεις όταν διαβάζεις αυτές τις γραμμές.Δεν πειράζει όμως και να το πεις...
Αυτό που στην πραγματικότητα έχει σημασία, και μάλιστα διπλή αν σκεφτείς όσα έγραψες και έγραψα, είναι  κάτι που περίπου είπα χθες σε μια συζήτηση που είχαμε εδώ:
“Μπορούμε να λέμε πολλά, μπορούμε να υποσχόμαστε περισσότερα, αυτό όμως για το οποίο είμαστε σίγουροι, είναι το εξής: τρία πράγματα χρειαζόμαστε και εμείς ��αι ο κόσμος στις μέρες μας και αυτά είναι και δύσκολα και αρκετά, το να ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας και να φωτίζουμε τις σκοτεινές του γωνίες, να πιστεύουμε σε όσα μπορούμε και θέλουμε να καταφέρουμε, και το κυριότερο από όλα, να θαυμάζουμε έστω και λίγο ο ένας τον άλλον. Γι αυτό κάνουμε ό,τι κάνουμε εδώ.”
Αυτά είχα να σου πω και ελπίζω να μη σε κούρασα. Τα φιλιά μου σε όλους, εορτάζοντες και μη.
0 notes
acrobatis-blog1 · 10 years ago
Text
Τα μυρμήγκια και οι τρεις γείτονες.
youtube
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μυρμηγκοφωλιά. Όπως σε όλες τις μυρμηγκοφωλιές, μόνο η είσοδος ήταν ορατή στην επιφάνεια και μόνο τα μυρμήγκια ήξεραν και μπορούσαν να μπουν μέσα στους διαδρόμους. Όπως επίσης συμβαίνει στις μυρμηγκοφωλιές,κανένα από τα μυρμήγκια δε μπορούσε με βεβαιότητα να πει πόσο βαθιά ριζωμένη ήταν η φωλιά, κάτι που μπορούσε μόνο να διαπιστωθεί αν κάποιο σκαπέτι έσκαβε και την ξεπάτωνε.
Να πούμε εδώ ότι η φωλιά αυτή υπήρχε πολλά πολλά χρόνια, και κάποιοι  έλεγαν ότι την έφτιαξαν τα πρώτα μυρμήγκια, και ότι με βάση αυτή φτιάχτηκαν και οι υπόλοιπες. Ωστόσο ποτέ για πολλά πολλά χρόνια δεν είχε παρατηρηθεί το παραμικρό πρόβλημα και κανένας δεν είχε τολμήσει να διορθώσει ή να υποπτευθεί ότι κάτι στη φωλιά θα πήγαινε στραβά.
Τα μυρμήγκια δούλευαν λοιπόν μέρα νύχτα, έμπαιναν και έβγαιναν από την είσοδο και αποθήκευαν συνεχώς τρόφιμα στο εσωτερικό της. Ήταν τόσο πολλά αυτά που αποθήκευαν, που έφτασαν στο σημείο να μη μπορούν να χωρέσουν και τα ίδια στη φωλιά.
Στέκονταν λοιπόν μαζεμένα μπροστά στην είσοδο. Κι έτσι όπως ήταν καλοκαίρι, και ο χειμώνας δεν είχε φτάσει, κι έτσι συνεργατικά όπως ήταν αυτά, όσο κι αν συζητούσαν κι αν έψαχναν, λύση στο πρόβλημά τους δεν έβρισκαν. 
Όπως ήταν μαζεμένα μπροστά στη φωλιά , πέρασε πρώτα μια κότα που βοσκούσε παραπέρα, και  είπε να πλησιάσει, για να μάθει τι συνέβαινε. 
Όταν τα μυρμήγκια της εξήγησαν είπε:
"Εγώ θα σας πώ τι να κάνετε και αντάλλαγμα δε θέλω.  Η φωλιά σας φταίει που είναι μικρή. Θα σας λύσω εγώ λοιπόν το πρόβλημά σας. Θα αρχίσω να τσιμπάω γύρω γύρω και να ��κάβω, και θα σας ανοίξω νέους διαδρόμους στη φωλιά, για  να μπορείτε κι εσείς να χωρέσετε. Μόνο μην τρώτε μέχρι να τελειώσω, γιατί όσο πιο αδύνατα είστε, τόσο πιο πολλά θα μπορείτε να χωρέσετε." 
"Ναι, ναι, αυτή είναι η λύση. Πώς δεν το είχαμε σκεφτεί;" είπαν κάποια από τα μυρμήγκια αμέσως. "Να κάνουμε αυτό που λέει η κότα".
Άρχισε η κότα να τσιμπάει, έσκαβε από εδώ, έσκαβε από εκεί, έφτιαχνε γούβες στο χώμα,  όμως δεν έμοιαζαν καθόλου με τη φωλιά τους. Η κότα άλλωστε δεν ήταν μυρμήγκι,  τό μόνο που ήξερε να κάνει είναι να σκάβει για να ξετρυπώσει κανένα σκουλήκι. Σα να μην έφτανε αυτό κάποια στιγμή έσκαψε τόσο βαθιά και πέτυχε ένα διάδρομο, τον γκρέμισε, βρήκε την τροφή που ήταν αποθηκευμένη και άρχισε από τη λαιμαργία της να την τρώει και αυτή.
"Σε ευχαριστούμε κότα για τις συμβουλές σου, αλλά δε μπορείς να βοηθήσεις. Εσύ μόνο σκουλήκια ξέρεις να  βρίσκεις, μας γκρέμισες και το διάδρομο και έφαγες και την τροφή μας. Πήγαινε στο κοτέτσι σου".
Μαζεύτηκαν πάλι τα μυρμήγκια μπροστά στην είσοδο και τότε πέρασε από κοντά ο τζίτζικας που καθόταν στο απέναντι κλαδί, που διέκοψε την ανεμελιά του, για να μάθει τι τους συνέβαινε.
Όταν τα μυρμήγκια του εξήγησαν  το πρόβλημά τους,αυτός είπε:
"Εγώ πάντα σας έλεγα ότι το καλοκαίρι δεν είναι για δουλειές. Κοιτάξτε εμένα που κάθομαι και λιάζομαι στο κλαδί, ενώ εσείς ιδρώνετε και ξεϊδρώνετε! Να τώρα τι πάθατε. Εγώ λέω να αρχίσετε να τρώτε, μέχρι να μείνει χώρος στη φωλιά για να χωρέσετε".
"Ναι, ναι, αυτή είναι η λύση. Πώς δεν το είχαμε σκεφτεί;", είπαν αμέσως κάποια από τα μυρμήγκια, τα πιο λαίμαργα. "Να κάνουμε αυτό που λέει ο τζίτζικας".
Άρχισαν τα μυρμήγκια να τρώνε λοιπόν  σιγά σιγά τα αποθηκευμένα, όμως, πολλά όπως ήταν τα μυρμήγκια και μικρή όπως ήταν η είσοδος, ήταν τα πιο λαίμαργα από αυτά, που έτρωγαν  πιο γρήγορα και περισσότερα, και άφηναν τα υπόλοιπα νηστικά, που δεν προλάβαιναν να σταυρώσουν μπουκιά, μόνο έβλεπαν τους κόπους ενός καλοκαιριού ολόκληρου, να καταλήγουν στο στομάχι λίγων μόνο από αυτά, μέσα σε λίγες ημέρες.
Είδαν ότι άκρη δε θα έβρισκαν τα μυρμήγκια, σταμάτησαν να τρώνε και έδιωξαν πικραμένα και το τζίτζικα.
"Σε ευχαριστούμε τζίτζικα, αλλά η ανεμελιά είναι για τύπους σαν κι εσένα. Εμείς μαζεύουμε την τροφή για να την έχουμε και το χειμώνα, μαζί τη μαζεύουμε και μαζί θα τη μοιραστούμε. Δε θα μας βάλεις να τσακωθούμε και μεταξύ μας. Γύρνα στο κλαδί σου."
Είδαν και απόειδαν τα μυρμήγκια και ξαναμαζεύτηκαν μπροστά στην είσοδο. Τότε κατέβηκε από το πάνω κλαδί η αράχνη που είχε τον ιστό της ψηλά, και είπε να ρωτήσει τι τους συνέβαινε.
Όταν τα μυρμήγκια εξήγησαν το πρόβλημά τους, αυτή είπε:
"Εγώ θα σας πώ τι να κάνετε και αντάλλαγμα δε θέλω.  Θα πάρετε το καθένα ένα ψίχουλο ή ένα σπόρι στην πλάτη, από αυτά που έχετε στη φωλιά, και θα αδειάσει η φωλιά σιγά σιγά, ώστε να μπορείτε να χωρέσετε. Και για να μη σας τα πάρει κανένας, θα τα κρύψουμε εκεί ψηλά δίπλα στον ιστό μου, σε μια κουφάλα του δέντρου, και δε θα τα βρει κανείς. Κι όταν τα χρειαστείτε, τα παίρνετε πίσω."
"Ναι, ναι, αυτή είναι η λύση. Πώς δεν το είχαμε σκεφτεί;", είπαν αμέσως κάποια από τα μυρμήγκια.. "Να κάνουμε αυτό που λέει η αράχνη".
Ξεκίνησαν  να κουβαλάνε λοιπόν τα μυρμήγκια και να αδειάζουν τη φωλιά, ένα ψίχουλο το καθένα στην πλάτη, και ανέβαιναν στο δέντρο. Κι όπως έκαναν γραμμή τα μυρμήγκια στον ανήφορο, πήγαιναν αλλά κανένα από αυτά δεν επέστρεφε. Κι αυτό γιατί με το που άφηναν στην κουφάλα την τροφή, τα άρπαζε η αράχνη στον ιστό ης για να τα φάει. Όταν το κατάλαβαν αυτό τα μυρμήγκια, σταμάτησαν να κουβαλάνε.
"Αυτή αντί να μας βοηθήσει θα μας φάει όλα ένα ένα. Είπαμε να βρούμε λύση, όχι να βρούμε τροφή για την αράχνη!" είπαν τα μυρμήγκια και δεν ξανανέβηκαν στο δέντρο.
Αυτά έπαθαν τα μυρμήγκια που πρόθυμα ακολούθησαν αυτά που τους έλεγαν οι άλλοι και που εκ των υστέρων κατάλαβαν ότι όσα τους είπαν και οι τρεις γείτονες, έδιναν λύση στο πρόβλημά τους, όμως είχαν και το κόστος τους. Αν δεν το είχαν καταλάβει, θα είχαν πάει χαμένα,  είτε φαγωμένα από την αράχνη, είτε πεθαμένα από την πείνα, είτε με γκρεμισμένη φωλιά και χωρίς τροφή.
Μήπως έτσι δε συμβαίνει άλλωστε και γενικότερα;
0 notes
acrobatis-blog1 · 10 years ago
Text
Η εποχή του κενού και των ανθρώπων που το αναδημοσιεύουν
Ένα συντριπτικό μέρος του ψυχισμού βασίζεται στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
youtube
Μπορούμε να πούμε ότι η καλύτερη βάση στην οικοδόμηση ενός ανθρώπου και στις σχέσεις με τους άλλους είναι αυτό που λέμε αξιοκρατία. Όποιος μιλά για αξιοκρατία, έχει πολλά να πει  και να επικαλεστεί, για αρχές και κανόνες, κυρίως δε για έννοιες, όπως η ισότητα, η ηθική, το δικαίωμα στις ίσες ευκαιρίες και τα λοιπά.  Ελπίζοντας ωστόσο στην αξιοκρατία, είτε με δόλο είτε χωρίς, με λογικά άλματα ή χωρίς, ξεχνάμε (ή επιλέγουμε να αγνοήσουμε) την αλήθεια, ότι δηλαδή το να περνάει και να παραμένει στο κόσκινό της κάποιος, με άλλα λόγια το να λειτουργεί, προϋποθετει την ύπαρξη άξιων, δηλαδή κάποιων που διαθέτουν κάτι που οι υπόλοιποι δεν έχουν. Όπως καταλαβαίνουμε ωστόσο, αν το κριτήριο της αξιοσύνης είναι κάτι που όλοι διαθέτουν, ένα τέτοιο κόσκινο απλά δε θα δούλευε ποτέ. Πόσο λογικό είναι λοιπόν ένα  κοινωνικό συμβόλαιο που θεμέλιος λίθος του είναι  ο ανταγωνισμός, ακόμα και αν αυτός βασίζεται σε ένα πιο θεμ��τό σκοπό, δηλαδή τη διεκδίκηση του τίτλου του άξιου; "Τόμπολα"! Αν κάποιος λοιπόν κάνει κάποιες αφαιρέσεις,  και όσο και αν ισοπεδοτικό και αν ακούγεται κάτι τέτοιο, η αξιοκρατία είναι κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να έρθει. Ο λόγος είναι ένας. Είναι ήδη εδώ, και με τα δύο πόδια, ή τουλάχιστο με το ένα.
Σε κάθε περίπτωση, είτε κάποιος απορρίπτει τις παρούσες κοινωνικές σχέσεις και επικαλείται την αξιοκρατία, είτε διαπιστώνει τα παραπάνω και το μάταιο αυτού που επικαλείται, απορρίπτοντάς με τη σειρά του και αυτό, οδηγείται σε ένα κενό.
Πολλοί  σκεπτικιστές προσπαθούν να μας πείσουν ότι η εποχή μας διακατέχεται από "μάστιγες", όπως την άρνηση της πραγματικότητας σε όλα της τα στάδια και με όλα τα μέσα, την υβριδοποίηση, την ανάγκη για διαρκή ανάλυση και κριτική μακριά πάντα από την πραγματικότητα, την έντονη ανάγκη ακόμα για συνομωσιολογία, τη διαρκή επιβεβαίωση και αναμάσηση πάγιων συμπερασμάτων και κυρίως τεμπελιά του μυαλού. Όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος να μας πείσει ότι αυτά είναι φαινόμενα που αφορούν την επιστήμη ή τη φιλοσοφία, κανείς, ή σχεδόν κανείς δε μπορεί να εξηγήσει πρακτικά τι είναι αυτό που τις προκαλεί άμεσα σε τέτοια κλίμακα. Υπάρχουν μάλιστα κάποιοι που, όχι μόνο δεν έχουν μια τέτοια προσέγγιση, αλλά υπερασπίζονται μια εκδοχή των παραπάνω με ένα δήθεν θετικό πρόσημο, ως μοναδική εκδοχή για να ξεφύγουμε από αυτά, ή τουλάχιστο, ή ως ένα ατομικό δρόμο κοσμοαντίληψης, που πολλαπλασιαζόμενος είναι ίσως πιθανό να σώσει  κάποια στιγμή το σύνολο, προς το παρόν σώζει τον καθένα ξεχωριστά και αυτό είναι αρκετό.
Το μόνο εφόδιο που μπορεί να κρατήσει κανείς από την επιστήμη  πάνω σε αυτό το θέμα, είναι κάτι που μαθαίναμε από παλιά στο σχολείο: η φύση απεχθάνεται το κενό.
Ας δοκιμάσου��ε να απαντήσουμε ένα ερώτημα: Τι είναι αυτό που τελικά καλύπτει, ή φαίνεται ότι καλύπτει τα κενά γύρω μας;  Για να το κάνουμε πιο απλό, με τι γεμίζουμε τη ζωή μας σήμερα;
Η επανάληψη και η επιμονή σε αυτή. Η δήθεν παρουσίαση κάθε νέας πραγματικότητας, με τα ερμηνευτικά εργαλεία μιας προηγούμενης, είναι πολύ διαδεδομένη στις μέρες μας. Σε ένα φάσμα από τομείς και θέματα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ανθρώπους που αφήνονται, ή ακόμα και αρνούνται να αποχωριστούν, μοντέλα, συνήθειες, και επιλογές που αναπαράγουν προηγούμενες πραγματικότητες, χωρίς να βλέπουν την αναντιστοιχία ή ακόμα και προσπαθώντας να επαναφέρουν αυτές τις προηγούμενες εποχές, ανεξαρτήτως κινήτρου, ωφέλους, ή ζημίας από αυτή. Αυτό τους είναι αρκετό και αποτελεί τον πρώτο τρόπο με τον οποίο γεμίζουν τα κενά.
Με βάση το παραπάνω, αλλά και ανεξαρτήτως από αυτό, ευδοκιμεί σήμερα η ανάγκη για ενός ορισμένου τύπου κρυφτό. Ευδοκιμούν δηλαδή οι πλασματικοί και απρόσωποι κόσμοι, όπου ο καθένας φορά μια μάσκα, απαλάσσεται δήθεν από τις ευθύνες του εαυτού του, και χάνεται σε παράλληλα σύμπαντα εκτός πραγματικότητας. Αυτός είναι ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο γεμίζουν τα κενά.
Ένας ακόμα τρόπος, είναι τα απρόσωπα λόγια (ίσως όπως και αυτό εδώ το κείμενο), τα οποία είναι πολύ πολύ διαδεδομένα και που έχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά: Απαντούν πάντα σε μια αόριστη ανάγκη για ανάλυση μέχρι τελείας κάθε κατάστασης, κάθε στιγμής, κάθε συμβάντος, κάθε προηγούμενου και επόμενου βήματος, την ίδια στιγμή που τα συμπεράσματα έχουν ήδη βγει. Έχουν  δηλαδή αυτά τα απρόσωπα λόγια πάρει διαζύγιο με κάθε είδους συλλογιστική, με κάθε είδους suspense, και αποτελούν περισσότερο δείγματα ενός αποδεικτικού λόγου, τις περισσότερες φορές φτωχού τόσο ως προς τα νοήματα αλλά και ως προς τα κίνητρα, με τον αρχικό ισχυρισμό, που καθορίζει και το κίνητρο, πολλές φορές όχι μόνο να μην αναφέρεται ούτε στην αρχη του κειμένου προκειμένου να αποδειχτεί στη συνέχεια, αλλά να υπονοείται ως κάτι αδιαμφισβήτητο και αμετάβλητο, από πριν.  Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοια λόγια, σε συνδυασμό με το απρόσωπο μοτίβο τους, επιστρατεύουν συχνά και θεωρίες συνομωσίας, οι οποίες είναι κατά γενική ομολογία διάσημες στις μέρες μας. Μια τέτοιου είδους μέθοδος απόδειξης, όπως ήδη ξέρουμε είναι εκ των προτέρων ελλειπής, και το μόνο που προσφέρει στο τέλος της ημέρας είναι επιπλαστη ικανοποίηση όχι στον αναγνώστη, αλλά στο γράφοντα και σε όσους αρκούνται στο να επικροτήσουν ελαφρά τη καρδία το αρχικό συμπέρασμα, και να αναπιάσουν με τη σειρά τους το ίδιο συμπέρασμα, επικαλούμενοι ο ένας τον άλλον.
Κάπου εδώ όπως καταλαβαίνουμε, έρχεται και η τεμπελιά του μυαλού. Αυτό δε χρειάζεται και πολλά λόγια για να το καταλάβει κανείς, αρκεί να δει ξανά τις παραπάνω παραγράφους και να κοιτάξει και γύρω του ή ακόμα και τον καθρέφτη. Πλήρες διαζύγιο  με τη γλώσσα τόσο από την πλευρά του αναγνώστη όσο και από αυτή του γράφοντα, πλήρης αποπροσωποίηση και επίκληση με κάθε τρόπο του παρελθόντος, αποθέωση της συνομωσίας και της νοητικής φτώχιας, πάντα στο βωμό ενός ήδη βγαλμένου συμπεράσματος, κριτική με το κιλό, χωρίς επίγνωση των συνεπειών στους άλλους, και όλα τα παραπάνω για να καλυφθεί απλά ένα προσωπικό κενό.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ζούμε στην εποχή του κενού. Προσοχή εδώ. Παρά την ανοχή ή και τη συγκατάβασή μας, δεν είμαστε εμείς το κενό. Δε ζούμε στην εποχή των κενών ανθρώπων, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί από αυτούς γύρω μας. Το κενό δεν υπάρχει και δε μπορεί να υπαρξει γύρω μας χωρίς να υπάρχουμε εμείς στη μέση. Αρκεί εμείς να το δούμε και ��α μη βιαζόμαστε να το καλύψουμε.
0 notes
acrobatis-blog1 · 11 years ago
Text
Συγκρίνοντας την τροφή με την ειλικρίνεια.
Η τροφή είναι απαραίτητη για τη συντήρηση της ανθρώπινης ζωής.
 Όταν κάποιος τρέφεται, κερδίζει ενέργεια, διατηρεί το μεταβολισμό του, λειτουργούν τα συστήματα του οργανισμού του. Το χρώμα του είναι φυσιολογικό, οι δείκτες της υγείας του είναι φυσιολογικοί, η υγεία του είναι φυσιολογική, η αντοχή του είναι φυσιολογική.
Η τροφή συναντά τον άνθρωπο από τις πρώτες του στιγμές, από τους γονείς του που συνήθως ξεσπούν στα παιδιά τους τα δικά τους σύνδρομα. Τα παιδιά των πεινασμένων, συνήθως ταΐζονται πολύ. Τα παιδιά των χορτάτων, προσέχουν τη σιλουέτα τους. Τα παιδιά, είτε τρώνε ότι δεν έφαγαν οι γονείς τους είτε σνομπάρουν αυτά που οι γονείς τους έφαγαν άφθονα.
Μια άλλη διάσταση της τροφής είναι η σχέση της με την ενοχή. Αναλύσεις επί αναλύσεων γίνονται πάνω στο ζήτημα της παχυσαρκίας, της κακής διατροφής, της υγιεινής διατροφής, της διατροφικής αξίας, και της δαιμονοποίησης ουσιών, γλυκών και αλμυρών, ή ακόμα και της ίδιας της τροφής στο σύνολό της. Γνωστή είναι ταυτόχρονα η νευρική ανορεξία, μεγάλος κίνδυνος όπως λένε όλοι οι ειδικοί. Ταυτόχρονα υπάρχουν διατροφικά σκάνδαλα, καθώς και ευρέως γνωστά είναι τα τρόφιμα απομιμήσεις των αυθεντικών, ή τα τρόφιμα που δεν  προκύπτουν από φυσικές διαδικασίες, ωστόσο αποτελούν αυτό που θα έλεγε κανείς διατροφικές βόμβες, με πολλαπλά οφέλη για τον άνθρωπο.
 Όπως και να έχει υπάρχει πολύ συζήτηση στις μέρες μας για την τροφή. Αν κάποιος έλεγε μία φράση για να περιγράψει όλη αυτή τη  συζήτηση και τα παρακλάδια της, αυτή θα ήταν ότι η τροφή χωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς σε έχοντες και μη έχοντες, αλλά και τους ενώνει ταυτόχρονα, μιας κι οι δεύτεροι είναι αυτοί που τρώνε τα αποφάγια των πρώτων.
Ανορεκτικοί ή παχύσαρκοι, ενήλικες ή ανήλικοι, προσεκτικοί και απρόσεκτοι, άντρες και γυναίκες, πλούσιοι και φτωχοί,  ανεξαρτήτως της αφετηρίας ή της κατάληξης του συλλογισμού τους, όλοι δέχονται ότι η τροφή είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδεδεμένη με την ίδια τη ζωή και το θάνατο.
Η ειλικρίνεια δεν είναι απαραίτητη για την συντήρηση της ανθρώπινης ζωής, ούτε της δικής μας ούτε των άλλων, το αντίθετο μάλιστα.
Η ειλικρίνεια είναι το να μιλά κανείς ανοιχτά λέγοντας αυτό που πιστεύει και σκέφτεται, αυτό που έχει στο μυαλό του, το κίνητρό του, την αλήθεια του ή την εν γένει αλήθεια, χωρίς να κρύβεται, να διστάζει, να προσποιείται ή να κοροϊδεύει.
Η ειλικρίνεια λοιπόν, αντίθετα από την τροφή, δεν είναι απαραίτητη για τη συντήρηση της ανθρώπινης ζωής στις μέρες μας. Ίσα ίσα πολλές φορές  φαίνεται ότι το να είναι κανείς ειλικρινής μπορεί να τον οδηγήσει ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα, στο να χάσει  δηλαδή τη ζωή του.
Όσο κι αν αυτό μας προκαλεί εντύπωση, είναι πολλά εκείνα τα γεγονότα που επιβεβαιώνουν αυτή την πικρή αλήθεια:
Όταν δεν είσαι ειλικρινής μπορείς κατ'αρχήν να κάνεις καριέρα στην πολιτική με την κακή έννοια. Μπορείς ποτέ να μην αποκαλύπτεις τα πραγματικά σου κίνητρα, που όλα συνδέονται με την επιβίωσή  της αφεντιάς σου και να βάζεις εσένα και τους ομοίους σου, να συναγωνίζεστε στα ψέμματα, στα δήθεν γνήσια επιχειρήματα και στα χειροκροτήματα που απλόχερα δίνετε ο ένας στον άλλον, προκαλώντας μόνο θόρυβο.  Μπορείς να τρομοκρατείς και να απειλείς,  δαιμονοποιώντας όσους σου χαλάνε τη σούπα,  επικαλούμενος την αυταπόδεικτη αλήθεια σου, μπήγοντας έτσι ακόμα πιο βαθειά τα νύχια σου στην εξουσία που κρατάς γερά.  Μπορείς επίσης να διατηρείσαι σα φελός μέσα στην τρικυμία της πολιτικής ζωής, βολοδέρνοντας από εδώ και από εκεί, λέγοντας ό,τι βολεύει την κατάσταση και μετανιώνοντας δήθεν οδυνηρά για την επιλογή που μόλις έκανες, πουλώντας ακριβά το σαρκίο σου σε όποιον το ζητήσει για να χρησιμοποιήσει την όποια αξιοπρέπειά σου όπως περίπου το μαντήλι με το οποίο καθαρίζει.... τα γυαλιά του. Τίποτα από τα παραπάνω μεγαλιώδη δε μπορείς να κάνεις με την ειλικρίνεια, ίσα ίσα μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ για σένα
Όταν δεν είσαι ειλικρινης, μπορείς να διαπρέπεις και σε άλλους τομείς. Μπορείς να συνδέεσαι με όσους κάνουν την καριέρα που λέγαμε πριν, αναπαράγοντας την ανειλικρίνειά τους. Αυτό το επάγγελμα στις μέρες μας έχει μεγάλη επιτυχία, τόσο μεγάλη, μιας και είναι τόσο διαχρονικό, που σου δίνει να τα έχεις καλά με όλους, και αυτούς και τους επόμενους που θα έρθουν στη θέση τους. Ειδικά σε αυτή την περίπτωση, η ειλικρίνεια είναι κάτι το απαγορευτικό που κόβει όλες τις πιθανότητές επιτυχίας σου σε κάθε περίπτωση.
Όταν δεν είσαι ειλικρινής, μπορείς, ή νομίζεις ότι μπορείς να φοβάσαι λιγότερο. Μπορείς να πιστεύεις ό,τι σου λένε, όλοι αυτοί που είπαμε παραπάνω. Επομένως, όλοι αυτοί οι κίνδυνοι με τους οποίους ταΐζουν τον τρόμο σου, σε κάνουν να τους δίνεις απλόχερα τη συνενοχή σου και την ανειλικρίνειά σου απένταντι στον ίδιο σου τον εαυτό. Είσαι ανειλικρινής απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό. Και σα να μην έφτανε αυτό, είσαι και σίγουρος ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να επιβιώνεις. Και ενώ οι προηγούμενοι έχουν συμφέρον από την ανειλικρίνειά τους, εσύ όχι μόνο είσαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, αλλά επειδή είσαι και λίγο παραπάνω άνθρωπος, πρόθυμα μεταδίδεις αυτή σου τη συνήθεια και σε όσους αγαπάς, στα ίδια σου τα παιδιά.
Καλή τύχη σε περιμένει τέλος όταν είσαι επιλεκτικά ειλικρινής. Υπάρχουν πολλοί στις μέρες μας που βλέπουν όλα τα παραπάνω. Είναι πάρα πολλοί καλοί στο να αποκαλύπτουν την ανειλικρίνεια των άλλων, να διακρίνουν όλα αυτά που γράφονται παραπάνω. Είναι πάρα πολύ καλοί στο να φωνάζουν για την ανάγκη να ξεφύγουμε από την ανειλικρίνεια. Είναι πάρα πολύ καλοί επίσης στο να διαπιστώνουν καταστάσεις, να αναλύουν και να βρίσκονται μεταξύ τους, ή να περιγράφουν αναλυτικά τα πράγματα με μεγάλο ταλέντο, το οποίο μεγαλώνει, όσο μεγαλώνει και η απόστασή τους από τα γεγονότα. Μέχρι εδώ όλα καλά. Κάπου εκεί αρχίζουν συνήθως οι εκπτώσεις. Ακριβώς πάνω στο σημείο όπου έχει αποδειχτεί η ανειλικρίνειά των άλλων και συμφωνείς μαζί τους, αυτοί οι άνθρωποι (ή οι περισσότεροι από αυτούς για να είμαστε δίκαιοι), φρενάρουν. Κάπου εκεί η ειλικρίνεια φθίνει, και αποθεώνεται  το μεγαλείο των συμπερασμάτων, το μεγαλείο της αυτοπραγμάτωσης μέσα από την ανάλυση, το ταλέντο του να μιλάς με δύσκολες λέξεις ή να ταυτίζεσαι με όσους υποφέρουν, και το κυριότερο, ο ανταγωνισμός πάνω στο να εκφραστεί κάποιος πάνω σε αυτές τις έννοιες. Πιο ικανός θεωρείται αυτός που μιλά πολύπλοκα, που αναλύει μέχρι αηδίας την κατάσταση και το κυριότερο αυτός που βγάζει συμπεράσματα. Από συμπεράσματα άλλο τίποτα. Κάπου εκεί η πορεία προς την αλήθεια τελειώνει και αφήνεται στην άκρη. Και σε αυτή την περίπτωση ενώ υπάρχει μια τίμια στάση απέναντι στην ειλικρίνεια από αυτούς τους ανθρώπους, αυτή είναι μέχρι ενός σημείου και δεν αφορά τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η τροφή και η ειλικρίνεια είναι δύο διαφορετικά πράγματα, μάλιστα φαίνεται να έχουν εντελώς αντίθετα ή μάλλον αντιστρόφως ανάλογα αποτελέσματα. 
Και δείτε κάτι που προέκυψε στις μέρες μας:
Αυτοί που επιλέγουν να μην τρώνε είναι συνήθως αρκετά ειλικρινείς. Αυτοί πάλι που τρώνε, συνήθως επιλέγουν να μην είναι ειλικρινείς. 
Απεργοί πείνας και απεργοί ειλικρίνειας.
0 notes
acrobatis-blog1 · 11 years ago
Text
Έφυγε απ’ την καρδιά μου ο πανικός και γελαστός την πόρτα μου χτυπάει
Τρικυμία. Την τρικυμία την προκαλεί ο άνεμος. Η γη θερμαίνεται. Τα μόρια του αέρα που βρίσκονται από πάνω της θερμαίνονται , και ανεβαίνουν ψηλά. Σπρώχνουν τα βαριά κρύα μόρια που βρίσκονται από πάνω τους. Αλλάζουν θέση. Ανεβαίνουν. Κινούνται. Αυτή η κίνηση είναι ο άνεμος.  Ο άνεμος προκαλεί την πρώτη κίνηση. Παρασέρνει τα πάντα, στο πέρασμά του. Προκαλεί κίνηση και στη θάλασσα. Α, ναι. Η θάλασσα. Στη θάλασσα συμβαίνει ό,τι ακριβώς συμβαίνει από πάνω της. Οι θερμοκρασίες αλλάζουν. Τα θερμά σπρώχνουν τα βαριά. Κινούνται. Η θάλασσα απ'άκρη σ'άκρη κινείται. Τα πράγματα αλλάζουν θέση. Προκαλούνται ρεύματα. Η θάλασσα κινείται σε όλα της τα ύψη. Τα ρεύματα προκαλούν τη δεύτερη κίνηση. Η τρίτη κίνηση είναι στα σύννεφα. Όχι η προφανής κίνηση του σύννεφου που το παρασέρνει ο άνεμος. Η πιο ουσιαστική κίνηση είναι το πώς φτάνουμε στο να έχουμε σύννεφα και τι είναι αυτό που τοποθετεί τα σύννεφα στο ίδιο περίπου ύψος. Εκεί είναι η ουσία. Η επιφάνεια της θάλασσας θερμαίνεται. Το νερό από υγρό γίνεται αέριο όταν θερμαίνεται. Αφήνει το υπόλοιπο νερό και πετάει στον αέρα. Σπρώχνει κι αυτό προς τα πάνω. Χιλιάδες μόρια νερού σε αέρια μορφή σπρώχνουν ό,τι βρουν μπροστά τους και ανεβαίνουν. Βρίσκουν το ένα το άλλο σιγά σιγά σε αυτή τους την κίνηση. Τρεις κινήσεις λοιπόν από κάτω μέχρι πάνω με ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό, με τα θερμά να σπρώχνουν τα κρύα και να ανεβαίνουν προς τα πάνω. Και επειδή η φύση ως γνωστό απεχθάνεται το κενό, τα κρύα είναι αυτά που παίρνουν τη θέση τους. Ε, αυτή η κίνηση πάνω κάτω είναι περίπου η τρικυμία, με τον άνεμο, τα ρεύματα της θάλασσας και τα κύματα, και τα σύννεφα στα πρόθυρα της βροχής. Τρικυμία μέσα μας. Τι συμβαίνει; Κάποιοι λένε ότι σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το αίμα θερμαίνεται, σπρώχνει το κρύο αίμα οπότε φτάνει όσο πιο ψηλά μπορεί να φτάσει και εξ ου και η τρικυμία. Όσο και αν αυτή η αντιστοιχία φαντάζει πειστική καμία σχέση δεν έχουν οι δύο καταστάσεις. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει κίνηση. Κίνηση σκέψεων, οι ζεστές(καλές) σκέψεις ανεβαίνουν, οι κρύες (κακές) κατεβαίνουν, κάπου εκεί συγκρούονται. Αυτή η εκδοχή φαίνεται πιο πειστική καθώς τα σύννεφα που σχηματίζονται κάπου στη μέση είναι αυτά που περιορίζουν την ορατότητα, δηλαδή τη διαύγεια του εγκεφάλου. Ας δούμε περισσότερες λεπτομέρειες. Είπαμε η μία από τις τρεις κινήσεις είναι αυτή των σκέψεων. Αφού αυτή  είναι που παράγει σύννεφα, είναι η τρίτη από τις κινήσεις που είπαμε πριν. Ας ψάξουμε τις άλλες δύο. Η δεύτερη κίνηση.  Αυτή της θάλασσας. Για να βρει κανείς τη θάλασσα μέσα του, πρέπει να την ψάξει όχι σε κατάσταση τρικυμίας, αλλά σε κατάσταση ηρεμίας. Η θάλασσα έχει επιφάνεια και βάθος. Αν κάποιος περπατήσει πάνω της θα βυθιστεί.  Αν βυθιστεί τότε δεν του μένει παρά να κολυμπήσει. Αν δεν κολυμπήσει, θα πνιγεί. Αν μείνει ακίνητος και απόλυτα ήρεμος, θα επιπλεύσει. Που βρίσκεται κάτι τέτοιο μέσα μας; Η αναπνοή. Για να δούμε. Αναπνέεις γρήγορα, αργά, κανονικά.  Υπάρχει λοιπόν μία μέση. Αν βρεθείς εκεί τότε βυθίζεσαι. Αναπνέεις κανονικά, δε ζεις εντάσεις, ζεις στην κανονικότητα και στην άγνοιά σου. Δε μαθαίνεις ποτέ το τι θα γίνει αν φτάσεις στην άκρη, σε κανένα άκρο. Βυθίζεσαι στην καθημερινότητα. Όταν συμβεί αυτό νοσταλγείς δύο πράγματα: Ή αναζητάς αργότερους ρυθμους, απελπίζεσαι, δεν πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι που να έχει νόημα. Ή αναζητάς κάποια πιο  έντονη στιγμή, κάποια ένταση που θα σου δώσει κάποια πιο γρήγορη αναπνοή. Είναι περίπου το ίδιο.  Όταν βρεθείς σε κάποια από τις δύο καταστάσεις, ή μάλλον,  μόνο όταν βρεθείς σε κάποια από τις δύο καταστάσεις, υπάρχει πιθανότητα, να ξαναγυρίσεις στο κανονικό της αναπνοής σου, χωρίς όμως να βυθίζεσαι σε καμία κανονικότητα, και τότε βρίσκεις την πραγματική ισορροπία, όπως όταν επιπλέεις απόλυτα ήρεμος στην επιφάνεια της θάλασσας. Η αναπνοή λοιπόν είναι η θάλασσα μέσα μας, μιας και υπάρχει πλήρης αντιστοιχία μεταξύ τους. Όταν υπάρχει τρικυμία μέσα μας, είναι γιατί βρισκόμαστε σε μία από τις δύο στιγμές που είπαμε πριν, αυτή της πολύ γρήγορης ή της πολύ αργής αναπνοής. Και αυτή λοιπόν είναι η δεύτερη κίνηση. Υπάρχει λοιπόν άλλη μία κίνηση για να ανακαλύψουμε. Είπαμε ότι η πρώτη κίνηση είναι αυτή του ανέμου. Τι είναι αυτό που παρασέρνει τα πάντα μέσα μας; Οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι βρίσκονται με ένα αφηρημένο τρόπο γύρω μας. Υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονται αφηρημένα γύρω μας, μας αγγίζουν, μας μιλάνε, τους ακούμε. Κάποιοι μας σκέφτονται ή τους σκεφτόμαστε. Κάποιοι άλλοι, υπάρχουν εκεί έξω, μπορεί να ταιριάζουμε, μπορεί να μην ταιριάζουμε και κυρίως μπορεί να μην τους γνωρίσουμε ποτέ.  Ωστόσο οι άνθρωποι υπάρχουν. Ζεστοί, κρύοι, παράλογοι, αχάριστοι, χαρισματικοί, εγωιστές, ταπεινοί ή φλύαροι, είναι όλοι εκεί έξω. Και κινούνται γύρω μας. Οι ζεστοί άνθρωποι συνήθως ανεβαίνουν στην εκτίμησή μας, στη σκέψη μας, ανεβαίνουν, ξεχωρίζουν και λάμπουν. Κινούνται. Και εδώ βρίσκεται το ζήτημα. Αυτή η κίνηση των ανθρώπων είναι που συνήθως προκαλεί την τρικυμία. Οι άνθρωποι είναι που σαρώνουν τα πάντα, πο�� σαρώνουν τη σκέψη μας και προκαλούν όλη την τρικυμία. Αυτή είναι λοιπόν η τρίτη κίνηση. Άνεμος, θάλασσα, σύννεφα, θαλάσσια ρεύματα και κίνηση από τη μία. Σκέψεις, αναπνοή, άνθρωποι από την άλλη. Πάντα τρία κύματα που πρέπει να ξεπεράσεις. Δεν έχει και πολλή διαφορά.
0 notes
acrobatis-blog1 · 11 years ago
Text
Γιατί ο κόσμος είναι καλύτερος με λίγη μυωπία (έστω και για λίγες στιγμές)
Γιατί μόνο όταν δε βλέπεις τις λεπτομέρειες, παρατηρείς καλύτερα τα χρώματα, τις αποχρώσεις και τις σκιές.
Γιατί όταν δε βλέπεις μακριά, είσαι επικεντρωμένος σε αυτό που βλέπεις μπροστά σου.
Γιατί μόνο αν βλέπεις μπροστά σου,χαίρεσαι πραγματικά αυτό που έρχεται.
Γιατί όταν σε απασχολεί τόσο πολύ αυτό που ζεις και αυτό που πρόκειται να ζήσεις,εκτιμάς με σωστή βαρύτητα αυτό που άφησες πίσω.
Γιατί όταν τρακάρεις και σκοντάψεις καθώς περπατάς, έχεις ένα προφανή λόγο για να το εξηγήσεις και γίνεσαι όλο και πιο έτοιμος.
Γιατί όταν δε βλέπεις καλά, οξύνεις τις άλλες αισθήσεις σου και κυρίως την αφή σου.
Γιατί όταν έχεις μυωπία, δεν έχεις πρεσβυωπία, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Γιατί μόνο όταν έχεις μυωπία, μπορείς να εκτιμήσεις πραγματικά την αξία του να μπορείς να βλέπεις μακριά.
Γιατί όταν έχεις μυωπία, κοιτάζεις τους ανθρώπους πιο προσεκτικά για να δεις ποιοί είναι στην πραγματικότητα. 
Γιατί μετά από κάποιο σημείο παίρνεις απόφαση ότι το μόνο σου όπλο για να εισπράττεις την πραγματικότητα, είναι τα μάτια σου και τότε είναι πιο πιθανό να συναντηθείς με την καρδιά σου.
0 notes
acrobatis-blog1 · 11 years ago
Text
Εκτός από τη θάλασσα υπάρχει και η στεριά.
Μια φορά και έναν καιρό ένα ψάρι έφυγε από το κοπάδι του. Το γεγονός συνέβη σε κάποια γωνιά του απέραντου πελάγου. Κάποιο ρεύμα το πήρε μακριά από τους υπόλοιπους εκεί που κολυμπούσαν όλοι μαζί στα ρηχά.
 Είχε μάθει να κολυμπά μαζί με το κοπάδι του από τότε που γεννήθηκε. Είχε βρεθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη του ωκεανού, πάντα με άλλα δίπλα, μπροστά και πίσω του,  ποτέ ωστόσο δεν είχε βρεθεί μονάχο του.Και όσο κολυμπούσε δεν είχε ποτέ συναίσθηση ούτε του βάθους από κάτω του, ούτε των πιθανών κινδύνων γύρω. Συνήθως κολυμπούσαν όλα μαζί εκμεταλλευόμενα τα ρεύματα, που επιτάχυναν την κίνησή τους. Τώρα όμως ένα τέτοιο τους είχε χωρίσει.
Ήταν μικρό και ευέλικτο, όπως όλη η ράτσα του και θα μπορούσε να πει κανείς ότι μπροστά στην απεραντοσύνη αυτού του κόσμου, ένα τέτοιο μέγεθος είναι μάλλον αμελητέο. Όμως  μόνο αυτή η ράτσα μπορούσε να κολυμπήσει τόσο κοντά στην επιφάνεια.
Και αντίθετα με τους ανθρώπους που μετρούν τη σοβαρότητα και τη σοφία με το βάθος, φαίνεται ότι στην περίπτωση των ψαριών και των πλασμάτων της θάλασσας, τα πράγματα ήταν κάπως ανάποδα. Αυτά τα αφρόψαρα, όχι μόνο μπορούσαν να πάνε όπου ήθελαν ανεξαρτήτως βάθους, αφού κολυμπούσαν πάντα σχετικά ψηλά,όχι μόνο δεν τους τρόμαζε ούτε το σκοτάδι, ούτε το κύμα αλλά και μπορούσαν να νοιώσουν και να δουν ό,τι συνέβαινε πάνω από τη θάλασσα όταν έφταναν με το κολύμπι τους ακριβώς πάνω πάνω, ή ακόμα όταν πηδούσαν για κάποιες στιγμές έξω από τη θάλασσα. Αυτή η  ικανότητα λοιπόν, ακόμα και αν δεν την ανακάλυπταν ποτέ στη σύντομη ζωή τους, στην πραγματικότητα τα έκανε εν δυνάμει τα πιο σοφά πλάσματα της θάλασσας.
Η δεύτερη διαφορά με τους ανθρώπους, ήταν αυτό που μόλις είπαμε, ότι οι βαθιοί άνθρωποι, εννοώντας τους σοφούς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τις περισσότερες των στιγμών τους έχουν τη σοφία τους όπως τα τσουβάλια που κουβαλούν στην πλάτη τους. Όταν ανοίγουν το στόμα τους λοιπόν, είναι σα να αδειάζουν λίγο από αυτό το φορτίο, μιλάνε για να πουν κάτι σοφό οπωσδήποτε. Στην πλειοψηφία τους όμως τα αφρόψαρα, γεννιόντουσαν και πέθαιναν μη έχοντας μάθει τη σοφία τους. Και παρεμεναν ανάλαφρα, αφελή, μοναδικά και αόρατα να κολυμπούν πάντα ψηλά, χωρίς συνήθως να γίνονται αντιληπτά από τα μεγάλα ψάρια ούτε και από τους ανθρώπους, και κυρίως χωρίς να υπάρχει καμία ανάγκη και κανένα φορτίο να κουβαλήσουν για να αποδείξουν τη σοφία τους. 
Ξαναγυρίζουμε στο ψάρι. 
 Έμεινε για μια στιγμή μετέωρο στο νερό που το πήγαινε εδώ και εκεί. Δεν κολυμπούσε, δεν προσπαθούσε να αντισταθεί, μόνο αφέθηκε να παρασύρεται, λες και ήταν κάποιο αντικείμενο.
Μετά από τις πρώτες στιγμές, άρχισε ξανά να κινείται. Δεν είχε που να πάει. Άρχισε να κολυμπά νωχελικά και να αντιστέκεται στο ρεύμα, ίσα για να μπορεί να σταθεί σχετικά ακίνητο. Έπρεπε να ταξιδέψει μόνο του. Ίσως έτσι μπορούσε να βρει τους δικούς του, ή τουλάχιστο ένα νέο κοπάδι.
Όπως ήταν στο ένστικτό του, κολύμπησε μέχρι την επιφάνεια, που ήταν και πιο κοντά. Με το που έφτασε εκεί, και κοίταξε, ίσα που είδε κάτι που επέπλεε να πέφτει κατά πάνω του με δύναμη. Αφού το απέφυγε με τη γνωστή του ευελιξία και κατάφερε να απομακρυνθεί, είδε τη μεγάλη πλαστική βάρκα με έναν πιτσιρικά πάνω που καμάρωνε ουρλιάζοντας προς την ακτή, να παρασέρνεται απ�� τα κύματα.
"Παράξενο πλάσμα", σκέφτηκε. 
"Τόση προσπάθεια, τόση βία απλά για να επιπλέυσει. Και τί νόημα έχει να επιπλέει κάποιος, αν δε βραχεί κι όλας; Καλά αυτός πώς αναπνέει; Α, δε θα κάνω χωριό με αυτόν."
Έπειτα κολύμπησε προς τα κάτω μέχρι που συνάντησε το βυθό που δεν ήταν τόσο μακριά. Είχε πέτρες και  βράχια, αλλά όχι βλάστηση του βυθού, μας και την είχαν τσακίσει τα ρεύματα. Κάπου εκεί στις πέτρες, είδε κάτι μαύρο με αγκάθια. Το πλησίασε όσο μπορούσε, μέχρι που άκουσε το εξής:
-"Μη με πλησιάζεις!"
-"Ποιός; Εγώ;"
-"Ναι εσύ. Είσαι μικρό και θα μπλεχτείς στα αγκάθια μου. Μείνε μακριά"
-"Και τι κάνεις εσύ εδώ;"
-"Είμαι αχινός"
-"Και γιατί είσαι εδώ κάτω;"
-"Εδώ ζούμε εμείς οι αχινοί. Ανάμεσα στις πέτρες,  κρυμμένοι στα βαθιά νερά. Και δεν αφήνουμε κανένα να μας αγγίζει, τον τρυπάμε με τα αγκάθια μας."
-"Και δεν έχεις δει ποτέ τον ήλιο;"
-"Τον ποιόν;"
-"Τον ήλιο, την επιφάνεια, τα ρεύματα του νερού;"
-"Δεν ξέρω τι είναι όλα αυτά που μου λες. Εμένα αυτό που με νοιάζει είναι να είμαστε προστατευμένοι και να μη μας αγγίζει κανείς. Έτσι επιβιώνουμε. Έτσι ζούμε τόσα πολλά χρόνια"
Το αφρόψαρο απομακρύνθηκε.
"Τόση προσπάθεια, τόση βία, απλά για να μείνει καρφωμένο στο βυθό και να μην πεθάνει. Και τι νόημα έχει να μένει κάποιος ζωντανός αν δεν κινείται, αν δεν κολυμπά, αν δε φτάνει ποτέ στην επιφάνεια; Καλά αυτός πώς μπορεί να ζει όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο φόβο; Δεν κάνω χωριό ούτε με αυτόν."
 Ξανανέβηκε προς τα πάνω. Πρόσεξε μήπως προσγειωθεί κάτι απότομα πάνω του και ανέβηκε όσο πιο κοντά στην επιφάνεια μπορούσε. Κοίταξε έξω. Είδε ένα χαμόγελο.
Ένας άνθρωπος το κοιτούσε ακίνητος και στεκόταν απέναντί του. Έδειχνε φιλικός. Πρόσεχε πώς κινούσε τα χέρια και τα και τα πόδια του ώστε να μην το χτυπήσει και το παρατηρούσε καλά καλά. Το αφρόψαρο ξεθάρεψε, και άρχισε να κάνει τα δικά του παιχνίδια. Τον κοίταζε και αυτό, κολυμπούσε όλο και πιο κοντά του, ανταποδίδοντας τη φιλικότητα και τη χαρά του.
"Εδώ είμαστε", σκέφτηκε.
"Τι όμορφο που είσαι; τι ψάρι θα γίνεις εσύ;" , του είπε ο άνθρωπος.
Το αφρόψαρο δεν απάντησε, μόνο τον πλησίασε κι άλλο.
Παίζανε μαζί για κάποια ώρα. Ο άνθρωπος πλησίαζε κι αυτός όλο και περισσότερο το ψάρι, και αυτό προσπαθούσε να μείνει ακίνητο κοντά του. Έπειτα βουτούσαν και οι δύο μαζί προς τα βαθιά και πάλι στην επιφάνεια. Έδειχναν και οι δύο να χαίρονται τη θάλασσα σε όλα της τα βάθη και να μη φοβούνται τίποτα. Το αφρόψαρο ήταν εντελώς χαρούμενο και αφημένο, όπως όταν κολυμπούσε με το κοπάδι του.
"Αυτός είναι για μένα. Κατ'αρχή με πρόσεξε, τόσο μικρό που είμαι. Και παρά το ότι είναι τόσο μεγάλος, ξέρει πώς να με προστατέψει και πώς να κάνουμε παρέα. Δε φοβάται να βραχεί ούτε να τον πλησιάσουν. Και το κυριότερο, πηγαίνει παντού, τόσο βαθιά, όσο και στην επιφάνεια, όπως κι εγώ. Πόσο τυχερός είμαι που τον βρήκα.  Και δείχνει να ψάχνει κι αυτός το κοπάδι του. Μακάρι να υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι. Θα κολυμπούμε μαζί όλη μέρα.", σκεφτόταν. 
Κολύμπησαν μαζί από εδώ και από εκεί και πάντα ο άνθρωπος γυρνούσε να δει αν τον ακολουθούσε και αν ήταν καλά. Το αφρόψαρο κολυμπούσε μία δίπλα του, μία πίσω του και μία μπροστά του. Όλα έδειχναν ότι θα περνούσαν μαζί από εδώ και πέρα.
Ωστόσο η ώρα πέρνούσε και ο άνθρωπος έβγαινε όλο και περισσότερο πιο ρηχά. Τώρα πια δεν κολυμπούσε, μόνο πατούσε στα πόδια του, όσο πλησίαζε στο σημείο που χτυπούσε το κύμα. Το αφρόψαρο δε σταματούσε να τον ακολουθεί αμέριμνο. 
Ο άνθρωπος άρχισε να πετάει νερά προς το αφρόψαρο και να το σπρώχνει προς τα μέσα. Έγινε ξαφνικά απότομος. Αυτό ωστόσο τον πλησίαζε όλο και πιο πολύ.
"Δεν πρέπει να είσαι εδώ. Δεν υπάρχουν ψάρια στη στεριά." είπε ο άνθρωπος, στήλωσε τα πόδια και σηκώθηκε όρθιος. Το νερό τον έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Περπάτησε και  βγήκε προς τα έξω. Το αφρόψαρο τον κοιτούσε έκπληκτο και παραλίγο ένα μεγάλο κύμα που έσκαγε εκείνη την ώρα να το πετάξει έξω από τη θάλασσα. 
Με πολλή προσπάθεια κατάφερε να κρατηθεί ζωντανό.
Έτσι το αφρόψαρο έμαθε, ότι εκτός από τη θάλασσα, υπάρχει και η στεριά.
Εκεί δεν υπάρχει βυθός, μόνο επιφάνεια. Αυτό εξηγούσε το γιατί  όλοι οι άνθρωποι ξέρουν καλά να επιπλέουν. Μόνο που όταν επιπλέει κανείς στη στεριά δε βλέπει σχεδόν τίποτα. Ίσως για να τα δει κανείς όλα αυτά, απλά πρέπει να βρεθεί στην επιφάνεια της θάλασσας.  Η σοφία των ανθρώπων, όπως και η βία και ο φόβος ακόμα και η αναπνοή τους, βασίζονται στα "πρέπει" τους. Μπροστά σε αυτά, ακόμα και οι πιο ξεχωριστοί από τους ανθρώπους υποκύπτουν.
Αυτά έζησε το αφρόψαρο και έμαθε τη σοφία του.
0 notes
acrobatis-blog1 · 11 years ago
Text
Απόγνωση για μια σταγόνα: κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κρυώνει. Συνηθίζει να κάθεται σε ανοιχτά παράθυρα. Μουσικές ακούγονται από μακριά. Μουσικές... ο θεός να τις κάνει δηλαδή. Το μόνο που ακούγεται είναι μπάσα και σταθεροί ρυθμοί από απροσδιόριστα συνθετικά κρουστά. Δεν τους δίνει και πολλή σημασία.
 Είναι κατακαλόκαιρο και τα πάντα καίγονται. Ο ήλιος αφήνει τον κόσμο να δροσερέψει μόνο για τις ώρες που του χρειάζονται για να σηκωθεί σχετικά ψηλά. Μετά αρχίζει να σιγοψήνει τον κόσμο. Θερμαίνει αρχικά τον αέρα, από ψηλά προς τα χαμηλά, διαλύει την υγρασία του πρωινού και τη ρίχνει στα κεφάλια των ανθρώπων. Κι όταν και αυτή στεγνώνει, αρχίζει να αφυδατώνει τα πάντα, αρχίζοντας να αδειάζει σιγά σιγά τον κόσμο από ό,τι ζωντανό τολμούσε να κινηθεί. Αλίμονο σε όποιον ή ότι από εκείνη τη στιγμή βρίσκεται σε κίνηση.
Βλέπει μόνο τους ανθρώπους να περπατούν διψασμένοι και ιδρωμένοι μπροστά από το παράθυρο.  Δεν είναι πολλοί και κινούνται βιαστικά μέχρι να βρουν κάποιον ίσκιο ή κάποιο δροσερό ποτήρι. Όσο οι ώρες περνούν, η συχνότητα εμφάνισής τους είναι αντίστροφα ανάλογη από τον ιδρώτα κα�� την απελπισία πάνω τους. Όλοι πιάνουν το κεφάλι τους ελέγχοντας το ενδεχόμενο κάποιας ηλίασης.
Επικρατεί άπνοια εκεί έξω.
Αυτός κάθεται μόνος του σε ένα ανοιχτό παράθυρο στην άκρη του δρόμου. Το τι είναι αυτό το παράθυρο και ποιος είναι αυτός δεν έχει κάποια σημασία. Ας επικεντρωθούμε ωστόσο στο ότι μπορεί να βλέπει το δρόμο και στο ότι είναι μόνος του. Και κυρίως στο ότι κρυώνει. Τρέμει κάποιες στιγμές που το ρεύμα αέρα που μπαίνει από το παράθυρο δυναμώνει.  Ίσως να τρέμει περισσότερο όταν κάποιος περνάει απ΄έξω και συναντιούνται τα βλέμματά τους.
Μπορείτε να πείτε  ότι αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται στα πρόθυρα της πνευμονίας ή της ηλίασης και έτσι εξηγούνται τα συμπτώματά του. Πέφτετε έξω. Δε μοιάζει καθόλου να ζαλίζεται ή να έχει πυρετό, και δε φαίνεται να έχει κάποια δυσκολία στο αναπνευστικό, μόνο μοιάζει να κάθεται ώρες στο ανοιχτό παράθυρο.
Μπορείτε επίσης να ��είτε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι απλά κάποιος από τους περαστικούς που στάθηκε σε αυτή τη δροσερή γωνιά του δρόμου. Όμως όπως είναι εμφανές, δεν υπάρχει σταγόνα γύρω του και το κυριότερο, δεν είναι εμφανής ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να φτάσει στο παράθυρο απευθείας από το δρόμο.
Σε αυτό το σημείο, ας προβούμε σε περισσότερες αποκαλύψεις.
Η πλάτη του τον είχε τσακίσει. Ένας πόνος που ερχόταν και έφευγε, τον έκανε να καμπουριάζει λες και του είχαν φορτώσει κάτι στην πλάτη.
 Ήταν αυτός ένα από το τρίπτυχο του πόνου του, μαζί με αυτόν στο στομάχι και τον πονοκέφαλο. Ο πρώτος όπως είπαμε τον καμπούριαζε και τον έκανε κυρτό. Ο δεύτερος τον ξάπλωνε και τον δίπλωνε στη μέση. Ο τρίτος κατάφερνε και τα δύο, όχι όμως στο σώμα του, αλλά στο μυαλό του. Το έκανε αρχικά καμπουριαστό προς μία κατεύθυνση και δε μπορούσε αυτό να στρίψει προς κάπου αλλού. Όταν φούντωνε, το δίπλωνε στη μέση, με αποτέλεσμα να επιστρέφει η σκέψη του εκεί που ξεκινούσε. Αυτό τον έκανε να παίρνει ένα ύφος μάλλον θυμωμένο και έδινε ένταση στις κινήσεις του.
  Όμως τώρα είναι μόνος του. Ούτε κινείται ώστε να φανεί κάποια ένταση, ούτε έχει τη δυνατότητα να ξαπλώσει ή να λιποθυμήσει. Το τι σκέφτεται επίσης είναι κάτι που κανείς, ούτε εμείς μπορούμε να μάθουμε. Μόνο κρυώνει. Και ότι κατά πάσα πιθανότητα υποφέρει από κάποιον από τους πόνους του.
Αυτοί οι άνθρωποι, αυτός που κάθεται μόνος του και αυτοί που περνούν, φαντάζουν εντελώς διαχωρισμένοι. Θα μπορούσαν όλοι τους να θεωρούν αυτόν που γλιτώνει τον καύσωνα τυχερό. Θα μπορούσαν για παράδειγμα αυτοί που περνούν να θέλουν να είναι στη θέση αυτού που κάθεται, ενώ και αυτός με τη σειρά του να επιδιώξει λίγες στιγμές κάτω από τον ήλιο ώστε να ανακουφιστεί από το κρύο που τον βασανίζει. Θα μπορούσαν επίσης και οι δύο να νοσταλγούν κάποια ισσοροπία κρύου και ζέστης για όλους.
Αξίζει να προσεχτεί ότι αυτός που κρυώνει είναι μόνος του. Έχει παρέα το κρύο και τους πόνους του. Το κυριότερο όμως είναι ότι φαίνεται από το δρόμο. Βλέπει και τον βλέπουν. Είναι σίγουρο ότι βλέπει ανάμεσα σε αυτούς που περνούν πρόσωπα αγαπημένα που περνούν και χάνονται. Και είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι που περνούν τον παρατηρούν που στέκεται εκεί και ίσως τον αναγνωρίζουν, λίγα μέτρα μακριά τους. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια ιστορία μοναξιάς. Πρόκειται για μια ιστορία απόγνωσης. Άνθρωποι που δεν έχουν που να απλώσουν τα χέρια τους όταν ο καιρός τους χωρίζει. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν συνεχίζοντας τη ζωή τους στον ήλιο και πάντα υπάρχει κάποιος που τους κοιτάζει μόνος του από κάποιο σκοτεινό παράθυρο. Απόγνωση για μια σταγόνα. Το αν αυτή θα είναι η πρώτη σταγόνα της βροχής που θα λυτρώσει τους έξω, ή το πρώτο δάκρυ αυτού που τους κοιτάζει, είναι το ένα και το αυτό.
0 notes
acrobatis-blog1 · 11 years ago
Text
Η (σύντομη) ιστορία μιας νύχτας.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια γυναίκα που την έλεγαν Νύχτα.
Ήταν διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους και της άρεσε να ζει μόνη της τον περισσότερο καιρό. Όταν λοιπόν έφευγε μακριά τους, συνήθως ζούσε στο βουνό.
Όπως ήταν φυσιολογικό, οι άνθρωποι, που το αδοκίμαστο και το απ'αλλού φερμένο δεν το αντέχουν, παρά μόνο προσπαθούν να το φέρουν στα δικά τους μέτρα,έλεγαν πολλά γι αυτή.
Άλλοι έλεγαν ότι είχε αποτρελαθεί, άλλοι ότι ήταν μάγισσα, άλλοι έλεγαν ότι είχε έρθει από άλλο κόσμο και καλό θα ήταν να πάει από εκεί που ήρθε.
Άλλοι που είχαν μεγάλη φαντασία, έλεγαν δήθεν ιστορίες για το παρελθόν της, μιλούσαν για ερωτικές απογοητεύσεις, για εγκλήματα, φυγοδικίες και άλλα τέτοια παραμύθια.
Άλλοι, από αυτούς που οι άνθρωποι έλεγαν φιλεύσπλαχνους, έλεγαν ότι χρειαζόταν βοήθεια, προσπαθούσαν να την κρατήσουν μαζί τους ή και να τη βρουν όταν χανόταν, ένοιωθαν συμπόνοια γι αυτή και λύπηση, και  κοιμόντουσαν ήσυχοι τα βράδια ξεχειλισμένοι από ανωτερότητα.
Η αλήθεια είναι ότι κανείς τους δεν είχε μιλήσει μαζί της ούτε ένα λεπτό.
Έτσι λοιπόν αυτή συνέχιζε να έρχεται και να φεύγει και επι της ουσίας κανείς δεν ασχολιόταν μαζί της.
Μία από τις φορές που έφυγε, άργησε πολύ να έρθει.
Όλοι έσπευσαν να επιβεβαιωσουν την εκδοχή τους, συμφώνησαν ότι η Νύχτα χάθηκε, και ένα βράδυ κοιμήθηκαν ήσυχοι.
Το βράδυ αυτό η Νύχτα γύρισε.
Χτύπησε όλες τις πόρτες του χωριού, αλλά απάντηση δε βρήκε πουθε��ά, γιατί οι άνθρωποι είχαν πέσει σε ύπνο βαθύ.
 Έφυγε και από τότε δεν ξανάρθε.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι ήθελε να τους πει.
Αυτή ήταν η ιστορία μιας Νύχτας.
Το μόνο που έκανε τόσο καιρό, ήταν να στέκεται όσο πιο ψηλά γίνεται, μακριά από τα βλέμματα των άλλων, όχι για να βλέπει τα πάντα αφ' υψηλού, αλλά για να επιβεβαιώνει κάτι πολύ απλό, ότι ο ουρανός παραμένει ψηλά,ότι τα αστέρια παραμένουν στον ουρανό, ότι η γη βρίσκεται πάντα από κάτω, και οι άνθρωποι πάνω της. 
Ήταν γι αυτή ο μόνος τρόπος για να βρει τη δική της θέση σε αυτόν τον κόσμο.
0 notes
acrobatis-blog1 · 11 years ago
Text
Ο χωρισμένος μου εαυτός είναι που χώρισε το κόσμο από λάθος
Λένε ότι οι άνθρωποι, πλάσματα δίποδα και εφυή, έτσι όπως στέκονται και μετακινούνται όρθιοι, δένονται με το  χώμα που πατούν. Αυτή η οπτική, μπορεί να εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την εποχή που ζούμε, όπου χοντρικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι κανείς άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος να σταθεί κάπου μόνιμα και άρα να δεθεί  ούτε με κάποιες χούφτες χώμα. Κι όταν δε μπορείς ούτε με το χώμα να δεθείς, σκέψου πόσο μαντάρα τα κάνεις με τους ανθρώπους και με τον εαυτό σου.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας καρεκλάς. Είχε μάθει την τέχνη από παιδί και είχε φτιάξει πολλές καρέκλες. Και ήταν από τόπο που η τέχνη αυτή ήταν πολύ γνωστή, υπήρχαν μάλιστα άλλοι στην ηλικία του, που ήταν τέταρτη και πέμπτη γενιά καρεκλάδων, γνώση που πήγαινε από τον πατέρα στο γιο συνήθως. Αυτός όμως δεν ήταν τέτοιος, ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και επειδή δεν είχε έτοιμη δουλειά να του δώσει, τον προέτρεψε να μάθει κάτι που στον τόπο τους έδινε κάποιο μέλλον. Και το πήρε αυτός ζεστά το θέμα, έφτιαχνε συνέχεια καρέκλες στην αρχή και βελτιωνόταν όσο προσπαθούσε. Και επείδή ήταν γιος δασκάλου και είχε τη μάθηση στο αίμα του, όσο πήγαινε και καλυτέρευε, μάθαινε τα μυστικά του ξύλου και το δούλευε όλο και καλύτερα.
Βρέθηκαν και κάποιοι που, καλόψυχοι όπως ήταν, εκτίμησαν την τέχνη του και του ζήτησαν να φτιάξει γι αυτούς καρέκλες. Ο καρεκλάς πολύ χάρηκε, και άρχισε να καταστρώνει σχέδια για το πώς θα τις κάνει, ήθελε μάλιστα να φτιάξει τις καλύτερες καρέκλες από ποτέ. Άρχισε να φτιάχνει το ένα σχέδιο μετά το άλλο. Το ένα δεν του άρεσε καθόλου, τσαλάκωνε το χαρτί και το πετούσε. Το άλλο του άρεσε αλλά ήθελε να του κάνει μια διόρθωση, το άφηνε στην άκρη. Το τρίτο του έβγαινε στραβό το έσκιζε. Καθόταν και σχεδίαζε μέρες και νύχτες. Γέμισε το πάτωμα από τα χαρτιά του. Δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι. Έψαχνε να βρει την τέλεια καρέκλα και από αποτέλεσμα ακόμα τίποτα. 
Οι άλλοι καρεκλάδες, που είχαν την κληρονομιά να είναι καρεκλάδες, είχαν συνηθίσει να έχουν τις δουλειές τους κανονισμένες, τόσο για τον καθένα, όσο και μεταξύ τους, και δεν άφηναν καμία ευκαιρία να πάει χαμένη.  Είδαν αυτόν τον ξενομπάτη, το γιό του δασκάλου, να τους παίρνει τη δουλειά και ζήλεψαν πολύ. Πήγαν το λοιπόν και έβαλαν λόγια στα καφενεία του χωριού, και στους πελάτες του τους ίδιους ότι αυτός αργεί, ότι είναι αεριτζής και τσαρλατάνος, και ότι τόσα σχέδια που κάνει, για ζωγράφος θα έπρεπε να γίνει και όχι καρεκλάς. Και ότι τόσο κακός είναι, που αν πάνε να κάτσουν στις καρέκλες του, όποτε αυτός τις φτιάξει, θα πέσουν ευθύς κάτω.
Και πήγαν οι πελάτες και χτύπησαν την πόρτα του καρεκλά. Του χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε. Είδαν αυτοί το πάτωμα γεμάτο χαρτιά και πείστηκαν για αυτά που τους είχαν πει. Πήγε αυτός να τους δείξει τις πρώτες καρέκλες που είχε φτιάξει, και τότε αυτοί τον σταμάτησαν και του είπαν:
"Να σώνει παιδί μου και δεν τις θέλουμε πια τις καρέκλες.  Δεν είναι ότι δεν είσαι καλός στη δουλειά σου, την τέχνη σου την είδαμε και είπαμε να σε βοηθήσουμε. Όμως μας άργησες πολύ και  είπαμε κι εμείς να τις ζητήσουμε αλλού που τις έχουμε ανάγκη. Και ξερουμε ότι είσαι και καλό παιδί και δε μας ζήτησες ούτε μπροστάντζα, αλλά τι να κάνουμε. Επαγγελματίες είμαστε. Να ξέρεις πάντως ότι αν σε χρειαστούμε θα σε προτιμήσουμε."
Αυτά είπαν και ο καρεκλάς  έσκυψε τόσο πολύ την πλάτη του, που έμοιαξε με τις καρέκλες που έφτιαχνε. Τόσος κόπος, τόσες μέρες πήγαν χαμένες. Και μόνο μαύρες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του το αγαθό, που δεν έβγαζε άκρη. Πικράθηκε πολύ, σκεφτόταν τα λάθη του, σκεφτόταν την καθυστέρησή του, σκεφτόταν ότι ίσως θα ήταν καλύτερο να ακολουθούσε όπως όλος ο κόσμος τη δουλειά του πατέρα του.
Ήταν μεγάλο το βάρος που τον πλάκωνε, που δεν τον χωρούσε το σπίτι του. άρχισε να πετάει τα  σκίτσα του από τα παράθυρα, να σπάει τις καρέκλες και τα έπιπλα που είχε φτιάξει τόσο καιρό. Τα βράδια ένιωθε ότι οι τοίχοι θα πέσουν να τον πλακώσουν. Αυτό που στην πραγματικότητα θα τον πλάκωνε ήταν οι σκέψεις του. 
Μια μέρα είδε κάποιον να κουβαλάει μια από τις καρέκλες του και να περνάει μπροστά από το σπίτι. Τον ρώτησε πού τη βρήκε. Του είπε αυτός ότι την αγόρασε από τα καρεκλάδικα πιο κάτω. Γιατί ��ε φτάνει που του είχαν κάνει τόση ζημιά στην πρώτη του δουλειά, δε φτάνει που τον είχαν αποκλείσει και από τις επόμενες, είχαν μαζευτεί σαν τα κοράκια τις μέρες που πετούσε τα σκίτσα του από τα παράθυρα και του τα έκλεψαν. Σηκώθηκε ευθύς, μπήκε μέσα. Πήρε πρόχειρα πρόχειρα, τα εργαλεία του και μια αλλαξιά, τα έβαλε στο δισάκι του και έφυγε από το σπίτι. Περπατούσε και περπατούσε για μέρες και νύχτες χωρίς σταματημό, μέχρι που στάθηκε. Γύρισε πίσω και βεβαιώθηκε καλά καλά κλείνοντας σχεδόν τα μάτια του και κοιτώντας προσεκτικά προς τη μεριά του χωριού. Βεβαιώθηκε ότι δε φαινόταν πια και τότε ξεφύσηξε από ανακούφιση. Άρχισε να περπατάει πιο αργά και να ψάχνει ένα νέο προορισμό γι αυτόν. Βρήκε ένα κομμάτι γης με ασκιανό καλό και κοντά σε νερό καθαρό, και είπε να στήσει εκεί το μετόχι του. Δεν είχε ιδέα τι θα κάνει, ούτε ποια ήταν η φάρα των ανθρώπων που έμεναν εκεί κοντά. Έστησε ένα πρώτο δώμα και εγκαταστάθηκε εκεί μέσα. Καθόταν και σκεφτόταν τι θα έκανε για να ζήσει. Από τη μία είχε την τέχνη του, που τόσο πολύ την είχε εξελίξει  και την είχε αγαπήσει από τη μία, από την άλλη σκεφτόταν όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις και τον πόνο που του είχε αυτή προσφέρει. Έτρεμε από την οργή και το φόβο στο ενδεχόμενο να ξανασυνέβαινε αυτό που του είχαν κάνει. Ορκίστηκε λοιπόν να μην ξαναφτιάξει ποτέ καρέκλα, ούτε άλλο έπιπλο, ούτε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο. Μόνο που δεν ήξερε τι να κάνει. Οι ντόπιοι εκεί, πήραν είδηση ότι κάποιος είχε στήσει το μετόχι του εκεί κοντά τους και όλο και περισσότερο πήγαιναν προς τα μέρη του.  Αυτός δεν πολυέβγαινε έξω, ούτε κατέβαινε στο χωριό, μόνο τους χαιρετούσε όποτε αυτοί περνούσαν, με ένα δισταγμό είναι η αλήθεια. Κάποιοι από αυτούς, καλοπροαίρετοι, όπως και οι άλλοι, τον πλησίασαν και του έπιασαν την κουβέντα: -Τι κάνεις ξένε στον τόπο μας; Καλωσόρισες. -Καλώς σας βρήκα. -Ωραίο το μετόχι σου. -Να 'στε καλά. -Τι δουλειά κάνεις ξένε; -Εμ... -Το στήσιμο του δώματος δείχνει ότι κατέχεις κάποια τέχνη. Ποιά είναι αυτή; -Οι τέχνες είναι γι αυτούς που το λέει η καρδιά τους. Είναι τα ξύλα σας καλά εδώ και γι αυτό βγήκε καλό το μετόχι. -Δε σε πιστεύουμε ξένε, έλα να δεις και τα δικά μας μετόχια να δεις ότι τα ξύλα δεν κάνουν το μετόχι. -Εμ...  -Πες μας, γιατί διστάζεις τόσο; Τι δουλειά έκανες εκεί από όπου ήρθες; -Παλιά ήμουν καρεκλάς. -Καρεκλάς; Τι είναι πάλι τούτο; Πρώτη φορά το ακούμε. -Καρεκλάς. Φτιάχνω καρέκλες. Για το σπίτι, για τα μαγαζιά, για να κάθεσαι πάνω. - Α, λες αυτά τα έπιπλα που κάθονται οι ξενομερίτες στα σπίτια τους, νομίζω ότι τα έχω δει μια φορά ή δυο. -Εδώ που κάθεστε; -Εδώ καθόμαστε στο χώμα. Διπλώνουμε τα πόδια σταυρωτά, καθόμαστε και τρώγουμε ή τραγουδάμε ή κάνουμε τις δουλειές μας. - Εντάξει να είστε καλά, στο καλό να πάτε, αφήστε με μόνο μου τώρα. Αυτά που του είπαν τον έβαλαν σε σκέψεις και νέες φουρτούνες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το νέο του σπίτι ήταν ακριβως γι αυτόν. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δε θα έβρισκε έναν τόπο που δε θα γνώριζε εκείνο το επάγγελμα που του είχε δώσει τόσες πίκρες και θα ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Τα πράγματα ωστόσο δεν ήταν έτσι, ούτε μέσα στο μυαλό, ούτε μέσα στην καρδιά του. Μπορεί να ορκίστηκε ότι δε θα ξαναφτιάξει καρέκλα, όμως το πρώτο και μόνο πράγμα που πήρε μαζί του ήταν τα εργαλεία του. Και την αγάπη για την τέχνη του, δεν την έδιναν τα λεφτά που θα έπαιρνε, την έδινε η ίδια η καρδιά του. Από αυτή χωρίστηκε, με τις αποφάσεις και τους όρκους του. Από την ίδια την καρδιά του. Και λένε ότι γι αυτό κι αυτή τον τιμώρησε λίγες μέρες μετά, αφήνοντάς τον, όταν αποφάσισε αν ξεχάσει και να σκεφτεί πιο θα ήταν το νέο του επάγγελμα.
1 note · View note