Don't wanna be here? Send us removal request.
Text
μιλάω πολύ ε;και λέω τα μισά απο οσα σκέφτομαι.

930 notes
·
View notes
Text
“I see him. / He is exactly / the poem / I wanted to write.”
— Mary Oliver, White Heron Rises Over Blackwater
2K notes
·
View notes
Text
Φεραίου, Τρίτη 5/4/21.
Εισπνοή.
Κοιτάζω ανέμελη έξω από το παράθυρο. Ένα λεωφορείο στα δεξιά μου στέκεται ακίνητο - φουγάρο ο οδηγός συναγωνίζεται την εξάτμιση με ένα τσιγάρο στο χέρι - ποιος άραγε θα βγάλει το περισσότερο καπνό; Ζήλεψα, και τράβηξα μια τζούρα κι εγώ.
Εκπνοή.
Κοίταξα ευθεία. Πινακίδα μπλε, μου φωνάζει «ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ». Η καρδιά μου, πρόσταξε να συνεχίσω. Να δω την Αθήνα από ψηλά, και να με δει κι αυτή.
Μα το φανάρι δεν είχε ανάψει - και πρόλαβα να ρίξω μια κλεφτή ματιά στα αριστερά. Έξω από την Εθνική Βιβλιοθήκη, περπατά μια κοπέλα με γκρι παλτό κάτω από τον Απριλιάτικο ήλιο που σε ξεγελά και σου κλείνει το μάτι. Την σταματάει ένας ψηλός νεαρός με ένα βιβλίο στο χέρι - χαμογελάει. Δεν πρόλαβα να δω το εξώφυλλο. Θα ‘θελα πολύ να ήξερα τι διάβαζε. Ίσως να’ταν το «Έντεκα Λεπτά» - θα ταίριαζε τουλάχιστον, πολύ. Την τυλίγει από τη μέση, κλειδώνει το κορμί της επάνω του και τη φιλάει - μόνο που τώρα, το χαμόγελο του σαν να πήρε άλλο χρώμα, σαν να το βούτηξαν στο μέλι.
Κοίταξα μέσα μου (εισπνοή). Πινακίδα κόκκινη, να ψυθιρίζει «ΕΡΩΤΑΣ».
Το φάναρι άναψε πράσινο (εκπνοή). Κι έφυγα, χαμογελώντας.
0 notes
Text
05.34
ανεκπλήρωτα πάθη που μεταφράζονται σε εφιάλτες με ξυπνούν στη μέση της νύχτας - νιώθω το σώμα μου βρεγμένο κάτω από ένα απερίσκεπτο και άψογο σενάριο. το μόνο που έχω είναι μια ψυχή σάπια με μια καρδιά που τρέχει και βαστάει. η ανατολή κοντεύει κι οι παλμοί μπλέκονται και ξεπλένονται μπροστά στα μάτια μου - εκεί, στην ακτή του κρεβατιού μου
2 notes
·
View notes
Text
Πόσο στοιχίζει ο έρωτας ρωτώ.
Βρίσκομαι σε μια πλαγιά, τη δική μου πλαγιά με θέα ένα απέραντο ουρανό που πνίγεται στη θάλασσα. Δυο ανεξάντλητα γαλάζια, που τα συντροφεύει δενδρολίβανο. Στον ορίζοντα κρύβονται ακτίνες χρυσαφένιες — μάχονται να φανούν πίσω από τα γκρίζα σύννεφα για μια σταγόνα φως. Η σταγόνα αναπάραγεται, γίνεται κύμα και ξεδιπλώνεται μπροστά μου.
Δενδρολίβανο. Θυμάμαι τον πατέρα μου να περνάει δίπλα του, να το χαϊδεύει με τη παλάμη του - να προλάβουν να παγιδευτούν στις άκρες των δαχτύλων του όλες οι μυρωδιές. Πρόσωπο και χέρι σχεδόν ενωμένα. Τα μωβ άνθη του μου θυμίζουν κάτι πένθιμο, κόντρα σε μια σιγή νεκρική.
Μοιάζω με τον πατέρα μου. Δυστυχώς, σε πολλά. Κάθε φορά που θα υποψιαστώ ότι υπάρχουν κοντά τα αγαπημένα μου λαδιά σπυρωτά κλαδιά, τρέχω να τα χαϊδέψω. Να παγιδεύσω τη μυρωδιά. Και να εκπλαγώ με το πόσο πολύ κρατάει. Να εκπλαγώ που όντως κατάφερα να τη παγιδεύσω. Έστω και για λίγο.
Πόσο στοιχίζει ο έρωτας;
Ένα άγγιγμα μωβ, με μυρωδιά από πινελιές μπλε.
2 notes
·
View notes
Text
Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στο Παγκράτι, για πρώτη φορά. Η Σοφία είναι εμμονική μαζί του - δηλώνει γοητευμένη και απόλυτα παραδομένη στην ιδέα του. Από το μπαλκόνι με τις ροζ σι��ερένιες καρέκλες και τα ψεύτικα ροζ λουλούδια (που με ξεγέλασαν για λίγο ότι ήταν αληθινά) έπιασα και τον εαυτό μου να γοητεύεται. Ίσως ήταν ένα κράμα μετάλλων. Από τη βουή των περαστικών, τις μουντές πολυκατοικίες, μέχρι τις ταράτσες με τις εκατοντάδες κεραίες να δείχνουν με την άκρη τους σε αμέτρητες οδούς. Κάθε οδός, και μια ιστορία. Και στο μυαλό μου, ήταν μονάχα μία. Ίσως και να γοητεύτηκα από όλα αυτά που θα μπορούσα να ζήσω κάπου εκεί γύρω, μονάχα 4 λεπτά μακριά. Εγώ παρωδικά στο 24, εσύ παρωδικά στο 23. Παραλίγο. Αν με ρωτούσε ποτέ κανείς ποια είναι η πιο θλιβερή λέξη του σύμπαντος, θα έλεγα αυτή; “παραλίγο”. Παραλίγο εραστές. Παραλίγο δωσμένοι. Παραλίγο μεθυσμένοι. Παραλίγο. Αφήνει μια πικρίλα στη γλώσσα μου και κάνει το σώμα μου να ανατριχιάζει. Οι σκέψεις μου χορεύουν σε μια ταράτσα με κεραίες που δείχνουν εμάς. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, όπως λέει και η Άννα. Σκάω ένα χαμόγελο στην ιδέα. Πόσο παράδοξο. Αυτή η πικρίλα έρχεται με μια ανεπαίσθητη γλύκα. Ίσως μου ξέμεινε η γεύση του φιλιού σου. Μα τη φωνή σου την ξέχασα. Παλεύω να θυμηθώ φράσεις σου, τον τρόπο που έλεγες δυο-τρία πράγματα ασήμαντα. Αυτό δεν είναι το πρώτο που ξεχνάς; Η φωνή, η χροιά. Ας βγει απ’ τη λίστα. Ξεχάστηκε. Περιμένω τα υπόλοιπα να έρθουν η σειρά τους - να ξεχαστούν κι αυτά. Μέχρι που βρέθηκα στη πυλωτή. Βροχή. Έβρεχε και εκείνη τη μέρα θυμάμαι, καρέκλες. Από την αμηχανία και το άγχος δεν σκέφτηκα καν να ντυθώ, να προστατευτώ από το νερό. Απλά βιάστηκα να βάλω τα πράγματα στο πίσω κάθισμα και να έρθω κοντά σου. Το κάνω συχνά αυτό. Πιο συχνά με τη ψυχή μου - έχω μια συνήθεια να την αφήνω απροστάτευτη. Κοντόσταθηκα ξανά στη πυλωτή. Ακούνητη. Βουβή. Περίμενα μήπως φανείς. Μήπως λάβω μήνυμα “Μπορείς να κατέβεις”. Το μήνυμα δεν ήρθε, ούτε και εσύ. Ξανάκουσα το τραγούδι - αυτό που σου έστειλα και σου άρεσε. Αυτό που είχες βάλει να παίζει όταν ξανασυναντηθήκαμε μετά από καιρό. Η καρδιά μου έχασε μερικά καρδιοχτύπια στο άκουσμα του. Χάνω και μερικά βράδια τελευταία, στη σκέψη σου. Ή μάλλον στη σκέψη πως όλα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά. Και θα μου πεις, ναι, θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Ίσως έπρεπε τα σταυροδρόμια μας κάπως να συναντηθούν. Ίσως έπρεπε να μάθεις αυτό το τραγούδι. Ίσως έπρεπε να μου δείξεις μια Αθήνα αλλιώτικη. Ίσως έπρεπε να δω την Αθήνα αλλιώτικα, όντας συντριπτικά και ανόθευτα ερωτευμένη με το βλέμμα σου. Ίσως θα έπρεπε να είμαι επαρκής από τις αναμνήσεις - όμως θέλω κι άλλες. Άλλη μια τελευταία στιγμή. Άλλο ένα τελευταίο τραγούδι. Άλλη μια τελευταία βόλτα. Άλλο ένα τελευταίο θέατρο. Άλλο ένα τελευταίο φιλί. Ενδεχομένως αν τα μετρήσεις όλα μαζί, μπορέσουν να ολοκληρώσουν τη πλοκή, να δώσουν απάντηση στο γιατί. Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στο Παγκράτι, για πρώτη φορά. Κι η σκέψη μου, έχει σταθμεύσει στο 23.
2 notes
·
View notes