anemologio
anemologio
Ανεμολόγιο
56 posts
56 συμμετοχές | 1/1/2017 - 30/6/2017
Don't wanna be here? Send us removal request.
anemologio · 8 years ago
Text
Ένα ελεύθερο νησί, Ερασμία Εμφιετζόγλου
Tumblr media
Ήταν σε πόλεμο. Αλλά ήταν πόλεμος από τους άλλους. Από εκείνους που συμβαίνουν μέσα στην ψυχή.
Τα είχε όλα. Ή μάλλον καλύτερα είχε πολλά. Μα κάτι έλειπε. Τι να ήταν αυτό; Πώς γίνεται να συνεχίζεις να ζητάς κι άλλα ενώ έχεις όσα ζήτησες; Στη συνομιλία τους Εκείνη τόν κατακεραυνώνει. "Γιατί έγινες ένας από τους άλλους; Εσύ ήσουν αυτός που κατηγο��ούσες τους ουδέποτε ευχαριστημένους και τους παντοτινά γκρινιάρηδες. Τούς αποκαλούσες αχάριστους. Και τώρα; Κάνεις ακριβώς το ίδιο. Είδες πόσο εύκολο είναι  να κρίνεις τους άλλους αλλά να δικαιολογείς τον εαυτό σου όταν σού τύχει κάτι αντίστοιχο;" "Έχεις δικιο. "απαντάει Εκείνος. Έχω πολλά ενώ άλλοι δε θα τά αποκτήσουν ίσως ποτέ.Αλλά για να τά αποκτήσω έχασα την ψυχή μου.Και τή θέλω πίσω." "Προτείνω να πάμε στο αγαπημένο σου νησί για λίγες μέρες. Το χρειάζεσαι και τό χρειάζομαι. Το χρειαζόμαστε και οι δύο." Δε χρειάστηκε πολύ προσπάθεια για να τόν πείσει. Έκλεισαν  τα πρώτα διαθέσιμα εισιτήρια με πλοίο. Το αίσθημα στο πλοίο είναι πράγματι αίσθημα ελευθερίας. Το νερό είναι τόσο λυτρωτικό καθώς τό κοιτάει κάποιος. Σαν να δρα ως αφαιρετική ιδιότητα των υπαρχόντων προβλημάτων. Το νερό σε κανει να ξεχνάς τα επουσιώδη και να αντιλαμβάνεσαι το ένα ουσιώδες. Ότι η ζωή είναι απλή και ας τήν κάνουμε δύσκολη. Φτάσανε. Ο αέρας τούς υποδέχτηκε χτυπώντας ελαφριά το πρόσωπο τους σαν ένα σκληρό φιλί. Το νησί ήταν γεμάτο τουρίστες. Πολύς κόσμος προσπαθούσε να αδράξει κάτι απο την ομορφιά του, να τήν αφομοιώσει και να τήν κρατήσει μέσα του για όταν γυρίσει πίσω στη συνηθισμένη, χωρίς εκπλήξεις, μίζερη καθημερινότητα του.
Tumblr media
"Ας πάμε κάπου ήρεμα", είπε Εκείνη. "Παραέχει κόσμο εδώ. Είναι σα να σού ρουφούν την ενέργεια επειδή δεν έχουν οι ίδιοι." Βρεθήκανε σε μια έρημη παραλία. Το νησί αν και αρκετά τουριστικό, είχε πολλά κρυφά σημεία για τους ακούραστους εξερευνητές της ως τώρα μή αποκρυπτογραφημένης ομορφιάς. "Ουάου" σιγοψυθίρισε Εκείνη, "ένας μικρός παράδεισος!". Έβγαλε μονομιάς τα ρούχα της και βούτηξε ολόγυμνη στη θάλασσα. "Έλα! Είναι απίστευτα τέλεια. Βούτα! Τι περιμένεις;" "Εεε..έτσι; Κι αν μάς δει κάποιος;", ρώτησε Εκείνος. "Και τι έγινε; Το μόνο που θα συμβεί είναι αυτός ο κάποιος να θαυμάσει δύο ελεύθερους ανθρώπους γιατί αυτό είναι ένα είδος ελευθερίας. Εσύ και η φύση. Οι δυο σας. Σαν σε βουβό διάλογο μεταξύ δημιουργήματος και δημιουργού. Βούτα!" Βούτηξε φυσικά. Και ήταν σαν σε όνειρο. Μούδιασε ολόκληρος από τα παγωμένα νερά σαν ο σκοπός του νερού να ήταν να τον κάνει να ξεχάσει τα πάντα. Τα κρυστάλλινα νερά καθρέφτιζαν το πρόσωπό του. Ήταν εκτεθειμένος πλέον όχι μόνο στη φύση αλλά και στον εαυτό του. Δεν χρειαζόταν πλέον όπλα. Ο πόλεμος του είχε μόλις λήξει.
ΥΣ: Όλα είναι ανώνυμα γιατί περιμένουν να ονοματιστούν από τον Καθένα μας. Δώστε το όνομα της αρεσκείας σας στο ζευγάρι, το νησί, στην παραλία, ακόμα και στο πλοίο! :)
_ Ερασμία Εμφιετζόγλου Μένω Βέλγιο εδώ και τρία χρόνια όπου εργάζομαι στο Ναυτιλιακό κλάδο. Προσπαθώ να αποτυπώνω αισθήματα και διάφορες σκέψεις στο χαρτί.
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Ελαφονήσι, Μαρία Μποτέα
Tumblr media
Με τα μάτια της ψυχής ορθάνοικτα, κλείνω τα μάτια στο χρόνο. Μεταφέρομαι. Εδώ. Στο τώρα του τότε… Σ’ ένα νησάκι απάτητο από ανθρώπου πόδι… πέραν του μαγεμένου ναυαγού.
Ακούω τα ελάφια να καλπάζουν ανάμεσα από τους αρκεύθους. Περικυκλώνουν με τα χνάρια τους τα κρίνα της άμμου. Κι αυτά χαρίζουν το μέλι τους στον Αίολο χορεύοντας σε κάθε ριπή του ανέμου. Ο Ποσειδώνας και η Άρτεμις προσέφεραν απλόχερα τα δώρα τους εδώ στις κόρες του Νηρέα. Έπαιζαν ανέμελα εκείνες στους κολπίσκους ιππεύοντας τα κύματα, όταν τον είδαν να ξεπροβάλλει μέσα από τους αμμόλοφους. Τρόμαξαν. Κίνησαν να τον πνίξουν… Μα είχε του Απόλλωνα το στέμμα στο χρυσό του κεφάλι και για φίλο ένα γλάρο. 
Tumblr media
Βγήκε μπροστά τους άφοβος. «Δεχτείτε με στη θεϊκή σας συντροφιά όμορφες Νύμφες! Τη νύχτα αποκοιμήθηκα κάτω από τ’ άστρα του τόπου ετούτου κι έτσι έγινα δικός του, δικός σας είμαι και παραδίνομαι στη χάρη σας…». Κι αυτές τον ‘βαλαν στο χορό τους μ’ έναν όρο. Να τιμήσει τους Θεούς του μυστικού νησιού με τη σιωπή του. Μα αλλοίμονο, εκείνος μαγεμένος, σφύριξε το τραγούδι τους στο αεράκι που ταξίδευε για τα μέρη των ανθρώπων. Χίλια κομμάτια τον εκάμαν. Αν κοιτάξεις ένα γύρο θα τον δεις. Είναι παντού. Βράχια το σώμα του, βράχια η βάρκα του, βράχια τα όνειρά του… Στο πιο γλυκό ονειροπόλημα, ένας σκόπελος με μια σπηλιά που κρύβεται η κόρη του Νηρέα η μικρότερη όταν την κυνηγούν οι ορέξεις-αστραπές του Δία. Ο γλαρόφιλος απ’ το ψηλότερο σημείο του αγναντεύει το πέλαγος.
Και κάπως έτσι, ο τόπος που τον μάγεψε τον έκανε δικό του…
Tumblr media
_ Η Μαρία Μποτέα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Αρχιτεκτονική Τοπίου και Φωτογραφία. Όταν οι λέξεις στριμώχνονται στο κεφάλι της και χτυπούν επίμονα την πόρτα τις αφήνει να βγούνε στο χαρτί σε μορφή ποιήματος, διηγήματος ή παραμυθιού με την ελπίδα πως θα βρούνε όμορες ψυχές να τρυπώσουν και να ταξιδέψουν παρέα. Έχει συμμετάσχει σε δύο συλλογικές εκδόσεις. Τις «Μάγισσες της Θεσσαλίας» με διηγήματα και το «Μπου Ξελευθερία!» με παραμύθια με θέμα τον σχολικό εκφοβισμό.
[email protected] www.mariabotea.com
2 notes · View notes
anemologio · 8 years ago
Text
Το μάτι της ψυχής, Νίκος Κομπολάκης
Tumblr media
 Ήταν τη δεκαετία του 1960 όταν το ανακάλυψαν. Τεράστιο, επιβλητικό, με όμορφα χρώματα και ένα μυστήριο που το περιβάλει ακόμα και στις μέρες μας.
 Το «μάτι της Σαχάρα» όπως το ονόμασαν, είναι από τα πιο ενδιαφέροντα γεωλογικά μέρη του πλανήτη. Στην αρχή οι συνάδελφοι μου – τότε βέβαια όχι μόνο συνάδελφοι δεν ήμασταν, αλλά εγώ δεν υπήρχα καν – νόμιζαν ότι δημιουργήθηκε από κάποια πρόσκρουση μετεωρίτη στην περιοχή. Μετά από μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι ένας σχηματισμός που προέκυψε από τη διάβρωση του εδάφους.  
Μόλις άρχισα να ασχολούμαι με τη γεωλογία – θυμάμαι ακόμα τον καθηγητή που είχα στο Γυμνάσιο, ο καημένος προσπαθούσε με μια μανία να τραβήξει την προσοχή των παιδιών σε ένα από τα πιο αδιάφορα μαθήματα του σχολείου – από τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση, ήταν τα πολύ όμορφα και σπάνια μέρη που έχει αυτός ο πλανήτης.
Πέρασα άνετα στη σχολή γεωλογίας, μιας και ήταν ο πρώτος μου στόχος. Εκεί όπως όλοι οι φοιτητές, είχα τα σκαμπανεβάσματα μου, τις δυσκολίες με κάποια μαθήματα και τελικά έφτασα εδώ που είμαι τώρα. Διπλωματική εργασία. Τι να επέλεγα δεν ήξερα. Μόλις αποφάσισα να ασχοληθώ με το μάτι, ο επιβλέπον καθηγητής που είχα εντυπωσιάστηκε με την επιλογή, αλλά προβληματίστηκε με το αποτέλεσμα που θα είχε η διπλωματική μου.
Άρχισα τη μελέτη μου με πολλή θέρμη. Διάβαζα μελέτες, ξεσκόνιζα διεθνή γεωλογικά περιοδικά, κατέβαζα αρχειακό υλικό από φωτογραφήσεις της περιοχής, έφτιαχνα σιγά-σιγά μια βιβλιογραφική βάση για να μπορέσω να μελετήσω την περιοχή που με ενδιέφερε όσο καλύτερα μπορούσα.
Μετά από ένα διάστημα περίπου ενός μήνα, όντας προσηλωμένος στο επίπονο έργο της διπλωματικής, άρχισα να τη βλέπω στον ύπνο μου. Μια ψηλή γυναίκα, με στεγνό σώμα, σχεδόν χωρίς καμπύλες. Το χρώμα του δέρματος της ήταν σκούρο καφέ με πιτσιλωτές κοκκινωπές κουκκίδες, οι οποίες έμοιαζαν να είναι κάτι ανάμεσα σε φακίδες και υποδόριες ελιές. Φορούσε σε κάθε όνειρο και διαφορετικά ρούχα, αλλά πάντα μακριά και πάντα με διάφορα ζωντανά χρώματα, μπλεγμένα μεταξύ τους σε επίπεδα γεωμετρικά μοτίβα, με μια μεθυστική κατάληξη για όποιο βλέμμα τολμούσε να περιπλανηθεί ανάμεσα τους.
Κάθε όνειρο ήταν το ίδιο με το προηγούμενο. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα απροσδιόριστης απόχρωσης και με μια σιγουριά και ένταση που με τρόμαζε και έκανε τη ραχοκοκαλιά μου να τρίζει, όπως τρίζει μια παλιά πόρτα που έχει πολύ καιρό να λαδωθεί. Δεν μιλούσε ποτέ. Ερχόταν πάντα στο δωμάτιο μου, έμενε για λίγη ώρα – στο όνειρο μου φαινόταν ότι ήταν δέκα λεπτά, αλλά ο ονειρικός χρόνος δεν συμβαδίζει ποτέ με τον πραγματικό – με κοιτούσε όρθια από τη μια γωνιά του δωματίου, και στο τέλος του ονείρου, σήκωνε ένα ατέλειωτα μακρύ και λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο χέρι και μου έδειχνε έναν χάρτη που είχα κρεμασμένο στον απέναντι τοίχο. Αυτό ήταν. Ξυπνούσα βουτηγμένος στον ιδρώτα και σε μια απροσδιόριστης φύσης αγωνία.
Ο καιρός άρχισε να περνάει βασανιστικά αργά. Η διπλωματική είχε βαλτώσει. Χωρίς σωστό ύπνο, με μια σύγχυση, η οποία προέκυπτε από τις ελλιπείς πληροφορίες που είχα μαζέψει, με μια υποδόρια αγχώδη αγωνία, η οποία προέκυπτε από  την ανάγκη μου να τελειώσω αυτό που είχα αναλάβει όσο καλλίτερα και πιο πλήρως μπορούσα, είχα πάρει την απόφαση μου. Θα έκανα ένα ταξίδι μέχρ�� το μάτι. Μπορεί να μην είχα το χρόνο ή τα χρήματα να πάω από κοντά να το δω, αλλά θα αφιέρωνα όσο χρόνο μπορούσα ώστε να βρω τρόπο να το «παρακολουθώ» και να το μελετώ.
Τελικά μετά από επίμονη και επίπονη αναζήτηση, και με την απαραίτητη βοήθεια από τους καθηγητές μου, βρέθηκε η άκρη. Μπορούσα με μια μικρή συνδρομή να παρακολουθώ ένα διαδικτυακό – τύπου live streaming – σύστημα απεικόνισης και προβολής γεωλογικών περιοχών με επιστημονικό ενδιαφέρον. Μπορεί να ακούγεται παράξενο σε κάποιον μη μυημένο, αλλά ουσιαστικά μπορώ να ενημερώνομαι άμεσα, με τη βοήθεια των δορυφόρων που έχουν ανεβάσει στην ατμόσφαιρα οι αστρονομικές υπηρεσίες Αμερική και Ευρώπης, για όλες τις γεωλογικές αλλαγές και τις καιρικές μεταπτώσεις σε μια περιοχή του πλανήτη.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, τα όνειρα αντί να καταλαγιάσουν, εντάθηκαν και έγιναν ακόμα πιο παράξενα. Το σκηνικό με τη σκουρόχρωμη ξερακιανή γυναίκα ήταν το ίδιο. Αυτή τη φορά όμως, στο τέλος του ονείρου, το τρομακτικό τεράστιο και επιμηκυμένο χέρι της κατέληγε στην οθόνη του υπολογιστή μου, σπάζοντας την. Μετά ξυπνούσα.
Συνεχίστηκε για ένα μακρύ διάστημα το ίδιο όνειρο, πολλές φορές κάθε νύχτα. Σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα, κοιμόμουν, ξυπνούσα βουτηγμένος μέσα στον ιδρώτα, με ταχυπαλμία και μια εντυπωμένη υποδόρια αγωνία και μετά κοιμόμουν ξανά, μέχρι το επόμενο κάθιδρο ξύπνημα. Είχα γίνει σκιά του εαυτού μου, ένα ζόμπι. Δεν μπορούσα να φάω, δεν είχα καθαρό μυαλό για μελέτη, άρχισα να φοβάμαι για τη σωματική μου ακεραιότητα και να συμβιβάζομαι στην ιδέα , ότι η διπλωματική μου θα έμενε μια ανοιχτή, μόνιμη εκκρεμότητα, η οποία θα με χώριζε για πάντα από την ακαδημαϊκή μου ολοκλήρωση και θα με κρατούσε δέσμιο της για πολλά χρόνια.
«Κοίταξε με! Κοίτα με στα μάτια! Μπορείς;»
               Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια της γυναίκας που ακούστηκαν μετά από σχεδόν τέσσερις μήνες συνεχών επισκέψεων στο υποσυνείδητο του μυαλού μου και στο ονειρικό μου σπίτι. Μετά από αυτή την φράση, έσπασε όπως συνήθιζε την οθόνη και εγώ άνοιξα τα μάτια μου.
Αυτή τη φορά όμως ήμουν ήρεμος και με στεγνό δέρμα. Στο δωμάτιο έκανε ζέστη αφόρητη, αλλά εγώ δεν ίδρωνα. Το όνειρο, αντί να με αναστατώσει και να γίνει η αφορμή και η αιτία για ένα έντονο καρδιοχτύπι, με χαλάρωσε και μου έδωσε μια αυτοπεποίθηση για να ολοκληρώσω τη διπλωματική. Αμέσως άνοιξα τον υπολογιστή μου και μπήκα στη σελίδα για να δω αν είχε αλλάξει κάτι στο μάτι.
Τότε το είδα! Ένα μεγάλο, σαν βλέφαρο σύννεφο είχε καλύψει το μισό μάτι και από την μια άκρη του γεωλογικού σχηματισμού φαινόταν μια σκιά που είχε τη μορφή σταγόνας – μια τεράστια σταγόνα, σαν δάκρυ – χωρίς όμως να υπάρχει κάτι εμφανές που να μπορούσε να δικαιολογήσει την παρουσία του νερού.
Αμέσως το δωμάτιο μου ζεστάθηκε πολύ και στο επόμενο λεπτό πάγωσε ακαριαία. Η καρδιά μου, παρόλη την απότομη και ξαφνική μετάπτωση της θερμοκρασίας, χτυπούσε σε κανονικούς ρυθμούς και το σώμα μου δεν κρύωνε, δεν ζεσταινόταν, σχεδόν δεν ένοιωσα καμιά μετάπτωση του κλίματος.
Έκλεισα τα μάτια μου και τα άνοιξα μετά από ένα λεπτό, για να δω και να συνειδητοποιήσω ότι δεν ονειρευόμουν. Τότε, μπροστά μου εμφανίστηκε ολοζώντανη η ξερακιανή ονειρική μου συντροφιά των τελευταίων μηνών.
«Τώρα με είδες! Τώρα ξέρεις! Μπορείς να πεις όσα δεν τόλμησαν να πουν όλοι οι προηγούμενοι!»
               Μετά από αυτά τα λόγια χάθηκε και ταυτόχρονα το μάτι στην οθόνη του υπολογιστή μου καλύφθηκε από ένα παχύ πέπλο σύννεφων. Σαν να ήταν ένα αληθινό μάτι και έκλεισε. Η σκιά που πριν έμοιαζε με τεράστια σταγόνα είχε κυλήσει πιο κάτω. Είχε σχεδόν χαθεί από την εικόνα που έπιαναν οι δορυφόροι. Σαν δάκρυ που χανόταν σε ένα φανταστικό μάγουλο.
               Είχα πια καταλάβει. Αυτή η απόφαση που είχα πάρει, αυτή η γοητεία που μου ασκούσε από μικρή ηλικία η γεωλογία, η τολμηρή μου επιλογή να ασχοληθώ με το μάτι, η πνευματική ένωση που είχε επιλέξει το μάτι να κάνει μαζί μου μέσα από το υποσυνείδητο μου, όλα πλέον ήταν ξεκάθαρα.
               Η Γέα, η ψυχή του πλανήτη, επικοινωνούσε μέσα από σπάνια γεωλογικά φαινόμενα και υπέροχα μέρη με τους ανθρώπους, τα παιδιά της που την πλήγωναν και την στεναχωρούσαν, την μάτωναν και δεν την σέβονταν. Το «μάτι της Σαχάρα» ήταν και το μάτι της ψυχής του πλανήτη μας, της Γέας. Τώρα ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τώρα ήξερα που έπρεπε να στρέψω τις έρευνες μου και τη δουλειά μου. Είχα πλέον βρει το νόημα της ζωής μου.
               Θα προσπαθούσα να μεταπείσω όσους επιστήμονες, πολιτικούς και κατοίκους του πλανήτη μπορούσα, για να ασχοληθούν με πιο φυσικές μεθόδους έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της Γης. Κάθισα στον υπολογιστή μου και άρχισα να γράφω μια επιστολή στη διοίκηση του πανεπιστημίου. Κοίταξα την εικόνα από το μάτι στην οθόνη του υπολογιστή και μου φάνηκε πιο λαμπερό από πριν. Χαμογέλασα και συνέχισα να γράφω. Η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπάει δυνατά και η αγωνία επανήλθε κάτω από το δέρμα μου.    
_
Γεννήθηκα το 1981. Μένω μόνιμα στο Ηράκλειο Κρήτης. Είμαι απόφοιτος του τμήματος Ηλεκτρονικής ΤΕΙ Κρήτης, το οποίο εδρεύει στα Χανιά. Δουλεύω ως ιδιωτικός υπάλληλος στην πόλη του Ηρακλείου.
Από πολύ μικρή ηλικία, καταπιανόμουν με τη συγγραφή και τη μανιώδη ανάγνωση. Το διάβασμα είναι ένας μόνιμος σύντροφος από τα παιδικά μου χρόνια. Κατά διαστήματα έχω πειραματιστεί με τη συγγραφή ημερολογίου, ποιημάτων, διηγημάτων και θεατρικού έργου.
Κατά διαστήματα συμμετέχω σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχω λάβει κάποιες διακρίσεις σε διαγωνισμούς με κείμενά μου. Μου αρέσει να αναζητώ νέες φόρμες έκφρασης και αποτύπωσης σκέψεων. 
3 notes · View notes
anemologio · 8 years ago
Text
Το Μπαλκόνι, Βίκυ Κατσαρού
Tumblr media
Τόπος εγκλήματος φαινομενικά ασήμαντου, εις βάθος χρόνου ανεξίτηλου και μοιραίου: μπαλκόνι. 
Χρόνος: τα τρία πιο σημαντικά χρόνια της ζωής μου, όταν ακόμα τα μαλλιά μου στόλιζαν ροζ κοκαλάκια και τα γδαρμένα παπούτσια μου, ένα ζευγάρι όλο κι όλο, άσπροι φιόγκοι. Relationship status: σε σχέση με το μπαλκόνι.
Ανάσα, διέξοδος, ζωή, επαφή με τον κόσμο, επαφή με ανθρώπους άλλους, φυγή από τους δαίμονες που στοίχειωναν το εσωτερικό του σπιτιού, δαίμονες που στα παιδικά μου μάτια μου υπόσχονταν αγάπη και με άφηναν πεινασμένη και πιο φτωχή από ποτέ. Το βράδυ έστρωνα να κοιμηθώ στο μπαλκόνι, το δέρμα μου τσιμπούσαν λογής λογής ζωύφια, μικρό το κακό. Το αεράκι, άγγιγμα μητρικό, μου χάιδευε τα μαλλιά, η νύχτα προνοούσε και σκέπαζε τους φόβους μου με το σκοτάδι της. Ο ήλιος, αξιόπιστος και φιλεύσπλαχνος, σωστός πατέρας, δεν ξεχνούσε κανένα πρωινό του καλοκαιριού να με ξυπνήσει. Λες και η φύση, τα στοιχειά της, με υιοθέτησαν.
«Μπες μέσα, θα κρυώσεις», φώναζε η μάνα μου.
«Δεν πάω πουθενά», στήλωνα τα πόδια και έπεφτα μπρούμυτα στο πάτωμα. Ααα, γεια σας μυρμηγκάκια, ένα-δύο-τρία-τέσσερα, μπαίνουν στο σπιτάκι τους, κουβαλούν το φαγητό τους, πόσο μου αρέσουν έτσι ψυχαναγκαστικά που παρατάσσονται σε μια σειρά, που ζουν με οδηγίες, ένα εγχειρίδιο ζωής που δυστυχώς σε μας δεν δίνεται, και το αναζητάς για μια ζωή, κι αν το βρεις, κι αν καταφέρεις να το χρησιμοποιήσεις, αν καταφέρεις τελικά να ζήσεις.
«Σήκω, σου είπα, από το πάτωμα, θα κρυώσει η κοιλιά σου». Σηκώνομαι από το πάτωμα, δεν διακινδυνεύω να νευριάσει κι άλλο και με το ζόρι να με βάλει μέσα. Χοροπηδάω, ένα μέτρο όλο κι όλο, άντε δύο, φοβάμαι μεμιάς να καλύπτω μεγάλες αποστάσεις, έχω μάθει τίγρη εξημερωμένη να φέρνω βόλτες αργά και κουρασμένα μέσα στο κλουβί μου, να φτάσω μακριά φοβάμαι. Μπαίνει μέσα, κρεμιέμαι η μισή από το μπαλκόνι, να δω πέρα από τα φυτά της γειτόνισσας, λίγο, μόνο λίγο ουρανό να ξεκλέψω, εκείνο το ροζ που χρωματίζεται ο ουρανός όταν τον εγκαταλείπει ο ήλιος, κρεμιέμαι από το μπαλκόνι λίγο μόνο ουρανό να δω, κι ας γλιστρά λίγο το παντοφλάκι μου, κι ας κοντεύω να πέσω από τον τρίτο, θέλω μια φέτα ουρανό κι εγώ να δω. Δεν πέφτω.
Νύχτωσε πια. «Μ’ ακούει κανείς;» ψιθυρίζω αλλά δεν θέλω να με ακούσουν οι δαίμονες του σπιτιού. Κάθομαι στην καρέκλα στο μπαλκόνι όπως έχω δει να κάνουν, κάνω ότι πίνω και καπνίζω, σταυρώνω και το πόδι, είμαι σημαντική. Μιλώ στον εαυτό μου. Σηκώνομαι πάλι όρθια και κοιτώ κάτω στον δρόμο. Ξανά η μισή κρεμιέμαι έξω από το μπαλκόνι. «Με βλέπει κανείς; Με βλέπετε; Εδώ είμαι…» ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά αμάξια περνούν. Αν περάσουν τρία συνεχόμενα με αγαπάνε. Ένα δύο τρία, ένα δύο, ένα δύο τρία τέσσερα, ένα δύο τρία τέσσερα, με αγαπάνε πολύ. Γεμίζω έναν κουβά νερό, περνάει μια παρέα, τους εκτοξεύω το νερό, «γαμώ τη μάνα σου», όχι ρε γαμώτο, έβρισε τη μάνα μου, τι κάνω τώρα, οφείλω να την προστατέψω, δεν είμαι σωστή απέναντί της, δεν είμαι κόρη καλή, καλή κόρη. Κοκαλώνω. Κάθομαι στη θέση μου. Πίνω και καπνίζω.
Κάθομαι στη θέση μου. Τα πόδια μου σταυρώνω. Πίνω και καπνίζω. Στρώνω λίγο και τον φιόγκο μου. Νομίζω πως ξημέρωσε, αλλά εγώ πίνω και καπνίζω, έτσι κάνουν οι μεγάλοι, σπίτι τους ποτέ δεν γυρνάνε νωρίς, κι όταν γυρνούν βρομούν οινόπνευμα και τσιγάρο. Έτσι κάνουν οι μεγάλοι. Ναι, ξημέρωσε.
Σηκώνομαι πάλι και κρεμιέμαι από το μπαλκόνι. Κρεμιέμαι και βλέπω το κεφάλι ενός παιδιού, φτύνω, κλαίει και φωνάζει, κρύβομαι, περνά μια εύσαρκη γυναίκα «πού πας μωρή φακλάνα», πέφτω κάτω και κρύβομαι, η γάτα της γειτόνισσας είναι πολύ όμορφη, ψι-ψι-ψι γατούλα, έλα μαζί μου είμαι, είμαι μόνη μου, γιατί δεν έρχεσαι, έλα, έλα μαζί μου, είμαι πολύ μόνη μου, άντε γαμήσου, κωλόγατο, κάτσε εκεί που είσαι, νομίζω άκουσα την πόρτα της γειτόνισσας, ας τρέξω να μπω, να της πάρω εκείνη την ωραία κούκλα που έχει.
Δεν μπορώ να τρέξω. Δεν μπορώ. Φωνάζω, κλαίω, χτυπιέμαι, δεν με ακούει κανείς. Κανένας. Έχω ριζώσει. Είμαι υπαρκτή και ανύπαρκτη. Βασικά, είμαι σίγουρα ανύπαρκτη… Χρόνια τώρα, πολλά, ακόμα μικρή σε σώμα μεγάλο, ανύπαρκτη σίγουρα, γιατί δεν ξέρω αν υπάρχω για τους άλλους. Αγάπησέ με… αγάπησέ με… αγάπησέ με… επαναλαμβάνω εμμονικά, ακατάπαυστα. Κρεμιέμαι από το μπαλκόνι να δω λίγο τον κόσμο, να με δει ο κόσμος, δεν μου χωρά πια το παντοφλάκι εκείνο, γλιστράει κάπως νομίζω, ναι, αλλά θέλω να δω τον ουρανό, να με δουν κι εμένα. Γλίστρησα.
 «Ποια είναι η Αγγελική, μαμά;»
«Μια ξαδέρφη μου, αγάπη μου. Πέθανε στα 25 της. Καλή κοπέλα, ήσυχη, αλλά δεν ήταν στα λογικά της. Έλα, αγάπη μου, τώρα, μη με ρωτάς πολλά. Άντε πήγαινε να παίξεις στο μπαλκόνι».
Η Βίκυ Κατσαρού είναι διορθώτρια και μεταφράστρια. Διατηρεί το βιβλιοφιλικό μπλογκ και την ομώνυμη σελίδα στο facebook, Pickabook καθώς και τη στήλη Τα Κεράσια της Εύας, στο site Με αφορμή τα γεγονότα.  
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Ο φάρος της αγάπης στην Κέρκυρα, Ραφαέλλα Άννα Μπούχλα
Tumblr media
Το ταξίδι μου κατέληξε εκεί, στον πιο όμορφο προορισμό.
Στην αριστουργηματική κοντέσα του Ιονίου Κέρκυρα,  που οπλισμένη με το βενετσιάνικο απαράμιλλο οπτικό χάδι της, κουλουριάστηκε σε κάθε γωνιά των ματιών μου, που όντας πεισματάρικα δεν θέλησαν στιγμή να αποστραγγιστούν από την χάρη της.
Περπατώντας σιγά στα λιθόστρωτα πεζοδρόμια της, έτσι ώστε  να γεμίσω τις λιγοστές αποσκευές του μυαλού μου με τις επιβλητικές αναμνήσεις της, προσπέρασα το διάσημο σε κάθε γωνιά του κόσμου μνημείο της, το Λιστόν, που όντας λουφαγμένο στο πλήθος των  αμέτρητων  επισκεπτών  από κάθε σημείο του πλανήτη, στεκόταν  αγέρωχα υπέρλαμπρο στην πλαϊνή πλέον κοφτή και  κλεφτή ματιά μου, εξουσιάζοντας σαν κατακτητής με μια εικόνα του  όλα τα περήφανα βλέμματα πάνω του.
Ενώπιον μου, καθώς τα βήματα μου λιγόστευαν και με προκαλούσαν να ακινητοποιηθώ για χάρη μίας ακόμη πινελιάς, ιδιοκτησίας  της παραμυθένιας ομορφιάς του νησιού, διαγράφηκε ένα ακόμη αξέχαστο κομμάτι της ιστορίας του, που γεμίζοντας με δέος ως προς την ακατέργαστη παρουσία του το ίνε μου, κατάφερε καθρεφτισμένο το ονομαστό παλαιό φρούριο της Πόλης  στις κόρες μου να με παγώσει σε μια γωνιά, έτσι ώστε αφημένη στα χέρια του να  γεμίσει το άγγιγμα των οπτικών ερεθισμάτων  μου με συναισθήματα, με σεβασμό ως προς την ιστορία του, με πληρότητα ως προς την καλλιτεχνία μιας άλλης  γεμάτο πνεύμα και όραμα εποχής, με τιμή που ύστερα από τόσα χρόνια επάξια στεκούμενο μπρος μου,  διατηρούσε και μαρτυρούσε το θαύμα και την μνήμη όλων όσων για την ασφάλεια του αγαπημένου τους νησιού προσφέρθηκαν  στην υλοποίηση της επιβλητικής ανέργεσης του.
Εκεί παρέμεινα.
Φουλάροντας τα κενά των σκέψεών μου με θεωρητικές υποθέσεις της τάξεως, το πώς και πόσο χρόνο χρειάστηκε η δημιουργία του.
Και ύστερα από λίγο πάλι εκείνη η γνωστή συντροφιά μου, η τόσο γεμάτη λόγια σιωπή.
Δίπλα μου, σαν να απολάμβανε και εκείνη το όνειρο που ζούσα τώρα εγώ.
Το απογευματιάτικο αγέρι έσκαγε αθόρυβα  πάνω μου, χτυπώντας  με μανία τα λιτά αφημένα μου μαλλιά, που σε συνδυασμό με τις έντονες χρυσές και πορφυρές ακτίνες του ηλιοβασιλέματος, αποτύπωναν ιδέες και  εμπνεύσεις στο καλεσμένο του χώρου, έναν ξένο ζωγράφο που προσπαθούσε να αποτελειώσει την δημιουργία του.
Και όσο το αγέρι δυνάμωνε σε κάθε βήμα μου, μη ευνοώντας τις προθέσεις μου, που επεκτείνονταν στο να εξερευνήσω  με θάρρος την κορυφή του φρουρίου, μια παρουσία βρέθηκε να με σιγοντάρει και από το πουθενά να περπατάει σχεδόν δίπλα μου.
Ξαφνιασμένη από την κίνηση της λεπτεπίλεπτης ηλικιωμένης φινετσάτης κυρίας που πλέον γέμιζε το οπτικό μου πεδίο, για λίγο σιώπησα.
Μη αφήνοντας μου περιθώρια, σήκωσε αμίλητη το χέρι και μου έδειξε το φάρο που στόλιζε το τέρμα του μνημείου, ο οποίος στην δεύτερη πιο εξεταστική μου ματιά,  έδωσε περισσότερα στοιχεία της εν λόγω  ύπαρξης του, όντας σχεδόν ενσωματωμένος στα τείχη του ��άστρου και έχοντας ύψος με ένα βιαστικό προφορικό υπολογισμό, γύρω στα 8 μέτρα.
Η άγνωστη κυρία τότε έκατσε σε έναν παγκάκι, δίπλα από ένα μνημειακό κανόνι και άρχισε να εξιστορεί σε μένα την ιστορία του στο πέρασμα του χρόνου, την καταστροφή από τους εχθρούς του νησιού αλλα και την επαναλειτουργία του.
Εκεί όμως που μάθαινα καινούργια στοιχεία και άγραφα τμήματα του χρόνου, που οι χάρτες  και η ιστορία δεν διαθέτει στην κατοχή της, όπως μικρές λεπτομέρειες χαραγμένες σημαντικές  ίσως και ασήμαντες για κάποιον που υπολείπετε της φαντασίας, μια φράση  στα βυθισμένα  νοσταλγικά λόγια της μου τράβηξε την περιέργεια.
Ο φάρος της αγάπης.
Πριν προλάβω να ρωτήσω περαιτέρω, βλέποντας και η ίδια πως παραξενεύτηκα από αυτή την δήλωση της, άρχισε οικειοθελώς να μου εξιστορεί ένα άλλο είδος διαφορετικής ιστορίας από τα συνηθισμένα.
Σαν να μου μιλούσε για κομμάτι από το δικό της προσωπικό παρελθόν.
Ο φάρος της αγάπης λοιπόν σύμφωνα με τα λεγόμενα της, ονομάστηκε έτσι, διότι οι κοντεσίνες της περασμένης εποχής τον επισκέπτονταν σχεδόν κάθε μέρα εξερευνώντας το τότε απροσπέλαστο πέλαγος, με την ελπίδα να δουν από μακριά με τις βάρκες και τα πλοία, τους αγαπημένους τους  να επιστρέφουν από τον πόλεμο και ύστερα  με την λήξη του από τα επαγγέλματα που αναπτύχθηκαν  μέσω της θάλασσας.
Για χρόνια ολόκληρα αμέτρητες γενιές κοντεσίνων και απλών γυναικών κάθε τάξεως, γέμιζε την  πέτρινη θώρια του.
Χαρακτηριστικά οι γυναίκες με το ηλιοβασίλεμα συντροφιά  και συνοδοιπόρο στην προσπάθεια τους,  ανέμιζαν με ζήλο κόντρα στο ανεμώδες πνεύμα του καιρού, ένα λευκό μαντήλι, έχοντας στο μυαλό τους την ψευδαίσθηση ως σημείο ελπίδας και παρηγοριάς, ότι οι αγαπημένοι τους θα το δουν και θα αναπτερωθούν ενάντια στα αγριεμένα κύματα, έτσι ώστε να μπαρκάρουν και πάλι στην αγκαλιά τους.
Πολλοί γύρισαν , μα και άλλοι τόσοι ποτέ.
Μα ο φάρος της αγάπης που σύνδεε την προσμονή των γυναικών με την λαχτάρα εκείνων που έλειπαν, είχε κάτι μαγικό.
Μπορεί να απογοήτευε καμιά φορά τις γυναίκες η άσκοπη αδειανή ματιά τους στο πέλαγος, όμως δυνάμωνε τα συναισθήματα τους κάθε μέρα όλο και πολύ, σαν φωτιά που πύρωνε με σίδερα τις ψυχές τους στο όνομα και σε όλη την σημασία αυτής της λέξης.
Κάποιες ευτυχούσαν  με αυτό, κάποιες άλλες όχι.
Καμία όμως δεν έμενε κενή μέσα της.
Μια πινελιά πάντα στόλιζε τα πρόσωπα τους με αισιοδοξία.
Ανάμεσα τους και εκείνη.
Η Σοφία.
Χρόνια ολόκληρα καρτερούσε πίσω από την πέτρινη υπεροχή του φάρου τον αγαπημένο της.
Είχε χαθεί στην θάλασσα, όμως η ελπίδα ριζωμένη βαθιά μέσα της είχε γίνει ένα με την ψευδαίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή από μέρα σε μέρα θα γυρνούσε.
Για αυτό ποτέ δεν σταμάτησε να τον επισκέπτεται καθημερινώς, και ανελλιπώς.
« Όπως τώρα» είπε και σηκώθηκε  απομακρύνοντας το γερασμένο κορμί της  λίγα μέτρα από μένα
« όπως για πάντα. Γιατί αυτό το νησί, κάτω από κάθε πέτρα, βότσαλο, κύμα, κρύβει μια ιστορία.
Αυτή είναι η μαγεία του.
Αυτή ( δείχνοντας τον φάρο) είναι η δική μου.»
 Έφυγα για να εξερευνήσω έχοντας κρεμάμενα  στα χείλη μου τα λόγια της σαν ένα ακόμη παραμύθι, όσο γλυκόπικρό και να ήταν για την όμορφη Κέρκυρα.
Μα πριν περάσω την κεντρική πύλη του παλαιού φρουρίου, η μάτια μου στολίστηκε  καρφωμένη για τελευταία φορά από την χάρη της.
Και η ιστορία βάλθηκε να επαναλαμβάνεται  και να ζωντανεύει μπρος μου για άλλη μια φορά, βλέποντας την να αρμενίζει με χάρη και νοσταλγία και με ένα χαμόγελο το λευκό της μαντήλι.
Σαν να την φαντάστηκα νέα κοπέλα, πιο ψηλή, πιο φρέσκια.
Είχε τόσο δίκιο.
Όντως η μαγεία της Κέρκυρας κρύβεται πίσω από ένα βράχο, από ένα βότσαλο, από ένα κύμα…
Από ένα μαντήλι που αρμενίζει, κάπου εκεί στο φάρο της αγάπης.
_ Έχω γράψει μια νουβέλα η οποία είναι αυτοεκδούμενη διαδικτυακά. Ήμουν συντάκτρια σε τοπική εφημερίδα της Κέρκυρας, καθώς και σε διαδικτυακά αξιόλογα περιοδικά. Έχω τιμηθεί με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης ποιήτριας σε ελεύθερη γραφή(λογοτεχνικά αριστουργήματα) Όπως επίσης έχω δουλέψει στο τομέα της σύνταξης για ικανοποιητικό καιρό ως αρθρογράφος στο flomagazine.gr       [email protected] rafaellaampouhla.blogspot.gr  Facebook Rafaella Anna Mpouhla 
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Παραλία Αγχιάλου, Κασσάνδρα Αλογοσκούφι
Tumblr media
Ο παγερός αέρας νοτίζει του Αγχίαλου το δέρμα. Ήταν η παραλία η σκυφτή που μελετούσε την απελευθέρωσή της από το κύμα. 
Αχ, να μη τη βασάνιζε αιώνια με το υγρό φιλί της η θάλασσα. Αχ και να μην τη στεφάνωνε με το αρμυρίκι της. Κι ωστόσο κάβουρες και όστρακα την γαργαλούσαν καθημερινά και ευχόταν αυτό το μαρτύριο να τελείωνε και να έπαυε να ήταν η παραλία έτσι όπως τη γνωρίζαμε. Ευχήθηκε να ήταν ένα ανενόχλητο άστρο, να ήταν ο ήλιος. Το γοργό σύννεφο που μορφές αλλάζει. Αλλά η πενθούσα παραλία δεν εισακούστηκε στις προσευχές της. Έχασε την κυρτότητά της και κάποτε ήρθε μια μπουλντόζα και ένα φορτηγό και τη μετέτρεψαν σε μία άσχημη χωματερή μπετόν. Τότε, κατάλαβε την ομορφιά που έχασε, αλλά δεν ευχήθηκε να γίνει κάτι άλλο από φόβο να μην περιπέσει και σε ποιο άσχημη τύχη ή πεπρωμένο πες τε το. Τώρα τα γλαροπούλια χτίζουν φωλιές μέσα στους τσιμεντένιους τοίχους. Τώρα σιδερόβεργες την τραυματίζουν και άνθρωποι έρχονται και αδειάζουν ψόφια ζώα και σκουπίδια. Δεν ευχήθηκε όμως να γίνει η παραλία που υπήρξε κάποτε, από φόβο να μην περιπέσει σε πιο άσχημη τύχη. Κι έκλεισε τα μάτια και άρχισε να μετράει χωρίς σταματημό τα άπειρα άστρα του ουρανού. Και το μέτρημα κρατάει ως τις μέρες μας και θα κρατήσει ως τις μέρες που θα ακολουθήσουν.
_
Κασσάνδρα Αλογοσκούφι. Ζει στη Σαλαμίνα. Γράφει σε υπερρεαλιστική πρόζα. Διατηρεί το Κασσανδροκούτι cassandrasbox.wordpress.com Πηγή φωτογραφίας: myvolos.net
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Πυξίδα, Ιωάννα Αποστολάκου
Tumblr media
Λένε πως τα βράδια πριν κοιμηθούμε κάνουμε όνειρα για την ζωή μας. Κλείνουμε τα μάτια και όλες μας οι σκέψεις μετατρέπονται σε εικόνες.
Και άλλοτε ξυπνάμε χαρούμενοι, άλλοτε στεναχωρημένοι. Εγώ αυτά τα όνειρα τα κάνω με τα μάτια ανοιχτά. Όπου και αν βρίσκομαι, το ίδιο τοπίο τριγυρνάει στο μυαλό μου, μα ποτέ δεν έχω καταφέρει να φτάσω ως εκεί. Όμως ξέρω πως είναι κάπως έτσι... 
Η αντανάκλαση του ουρανού, της δίνει αυτό το τόσο ξεχωριστό χρώμα, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με λόγια γιατί κάθε δευτερόλεπτο αλλάζει. Ακολουθεί και εκείνη το χρώμα του ουρανού, όπως και εγώ θέλω να ακολουθήσω εσένα. Μα αναρωτιέμαι καθώς την κοιτάζω, γιατί του επιτρέπει να την κάνει ό, τι θέλει δίχως να αντάλλαγμα; Δίχως να τον αγγίζει, δίχως να τον επηρεάζει; Και έπειτα η απάντηση έρχεται μόνη της. Ανιδιοτελής Αγάπη. Τα χείλη μου προσπαθούν να ακουμπήσουν τα αυτιά μου, μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να υπάρξει μία τέτοια αγάπη. Και έπειτα αναρωτιέμαι αν η δική μας ανιδιοτελής σχέση θα μπορούσε να μετατραπεί σε αγάπη. 
Και καθώς περνούν οι ώρες φαντάζομαι εκείνο το μέρος γεμάτο λουλούδια πολύχρωμα που οι μυρωδιές τους εισχωρούν με βία στην μύτη μου θυμίζοντάς μου πως η αγάπη μας θα είναι ανιδιοτελής. Θυμίζοντάς μου πως εμείς φτιαχτήκαμε για να ζήσουμε μαζί. Σε εκείνο το νησί.
Να περπατάμε στα σοκάκια πιασμένοι χέρι χέρι. Να χαμογελάμε σε όλο τον κόσμο που μας κοιτάζει. Να ξυπνάμε το πρωί γεμάτοι ενέργεια και να πηγαίνουμε στην δουλειά με τα ποδήλατά μας. Και έπειτα να τριγυρνάμε στην αμμουδιά εκείνης της παραλίας που είναι γεμάτη καταπράσινα δέντρα και στη μέση της έχει δύο πανέμορφες γαρδένιες. Και την επόμενη μέρα να στροβιλιζόμαστε στο χορτάρι, σε εκείνο το δασάκι κοντά στο σπίτι μας, που πρέπει να περάσεις από εκείνο τον φούρνο με τα λαχταριστά και μυρωδάτα κρουασάν για να το επισκεφθείς. Και όταν θα φεύγει ο ήλιος να χαζεύουμε τον ουρανό και την θάλασσα να γίνονται ένα. Σαν και εμάς. Και εγώ να χάνομαι στην αγκαλιά σου και να αποκοιμιέμαι εκεί, για πάντα.
 Ξέρεις γιατί μ’ αρέσει αυτό το νησί; Επειδή όλα τα όνειρα εκεί γίνονται πραγματικότητα. Ακόμη και το δικό σου! Γιατί εκεί όλοι οι άνθρωποι είναι περικυκλωμένοι από αγάπη. Από αυτή την αληθινή. Την ανιδιοτελή. Όλα εκεί θα είναι πιο εύκολα. Γιατί ξέρω πως εκεί θα με αγκαλιάσουν. Θα με κρατήσουν κοντά τους σα να ήμουν δικό τους παιδί. Ποτέ δεν θα νιώσω ξένη, γιατί εσείς ξέρετε να αγαπάτε. 
Αν με ρωτάς ποια είναι η ζωή που θα ήθελα θα σου απαντούσα αυτή που κάθε μέρα ονειρεύομαι. Τη ζωή σε εκείνο το νησί. Στο νησί σου,  που η αγάπη και τα όνειρα κυριαρχούν.  Ξέρω πως θα ��υσκολευτώ να φτάσω ως εκεί αλλά δεν με πειράζει, γιατί ξέρω πως με πυξίδα μου εσένα δεν θα χαθώ ποτέ. 
-
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, γράφω τις σκέψεις μου στο ημερολόγιό μου. Είμαι Βιολόγος, μπαλαρίνα και σπουδάστρια στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής «Tabula Rasa».Έχω συμμετάσχει σε διάφορα projects με πρώτο αυτό του Γιώργου Ιατρίδη «25η ώρα». Αυτή ήταν η αρχή για το ταξίδι μου στη γραφή. Έπειτα, ένα διήγημα μου βραβεύθηκε στον διαγωνισμό “ΛΟΓΟ-ΤΕΧΝΙΑ 2015” και πρόσφατα συμμετείχα σε μία συλλογική έκδοση παραμυθιών “Μπου Ξελευτερία”.
1 note · View note
anemologio · 8 years ago
Text
Χρόνος, Κατερίνα Κρυστάλλη
Tumblr media
 Παπαρούνες, χαμομηλάκια και μυρμηγκοφωλιές. Τα φώτα των αυτοκινήτων που ανεβαίνουν το βουνό της Πεντέλης τόσο αργά που μετράω μέχρι το 50 και δεν έχουν φτάσει στη τρίτη στροφή ακόμα. 
Τη μυρωδιά των νυχτολούλουδων που με ζαλίζει. Το καυτό πλακόστρωτο που έτρεχα ξυπόλητη. Τα αστέρια, που νόμιζα πως αν μεγάλωνα και ψήλωνα θα άπλωνα τα χέρια μου και θα τα έπιανα. Η καταγάλανη θάλασσα, αλμυρή και παγωμένη. Αυτά θυμάμαι από τη Νέα Μάκρη της νιότης μου.
           Έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Τώρα βλέπω μόνο χαμομηλάκια. Τα αυτοκίνητα αναπτύσσουν ιλιγγιώδη ταχύτητα στο βουνό και ακούγονται τα στριγκλίσματα από τις ρόδες τους. Δεν τρέχω ξυπόλητη στο πλακόστρωτο, φοβάμαι πως θα καώ. Φαίνονται τα μισά αστέρια. Τα κρύβουν οι μεζονέτες. Η θάλασσα μυρίζει άσχημα λόγω των λυμάτων. Το μόνο που έμεινε ίδιο είναι η μυρωδιά των νυχτολούλουδων. Αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα. _ Η Κατερίνα γεννήθηκε ένα χιονισμένο απόγευμα του Νοέμβρη, γεγονός που την έκανε να αγαπήσει οτιδήποτε σχετίζεται με το μαύρο χρώμα, το παράξενο και το μυστήριο. Η πρώτη της ιστορία που κέρδισε σε διαγωνισμό ήταν το “Ντόροθυ” το οποίο εκδόθηκε σε β��βλιαράκι από το site 120 λέξεις. Το ποίημα της “Το κάλεσμα της αρχόντισσας” κέρδισε στον μίνι διαγωνισμό του nyctophilia.gr , “Dark Valentine” και ένιωσε μεγάλη τιμή για αυτό. Ιστορίες της θα βρείτε στο tovivlio.net αλλά και στο writecraftgr.wixsite.com όπου συνεργάζεται. Τα λινκς είναι τα ακόλουθα: E-mail: [email protected] https://writecraftgr.wixsite.com/writecraft/katerina-krystallh http://nyctophilia.gr/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B5%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%81%CF%87%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1%CF%82/
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Το δάκρυ που δεν θα σβήσει κανείς, Θέμης Γαλανάκος
Tumblr media
30/07/2014.. στον φίλο μου (..) 
Σκεφτόμουν σήμερα έναν άνθρωπο τον οποίο και γνώρισα από τον κόσμο του διαδικτύου. Ξέρει ότι αυτό που κάνω ετούτη την στιγμή το κάνω μόνο για μένα.  Ξέρει ότι οι βλέψεις μου δεν ξεπερνούν το πρώτο μου βήμα και τίποτα δεν ανθίζει πέρα του βλέμματός μου. Γνωρίζει πολύ καλά την κυριαρχία της μοναξιάς, όπως και το γεγονός να σε περιβάλλουν λευκές μπλούζες και να μην σε επισκέπτεται κανείς. Να κοιμάσαι και να ξυπνάς δίχως να ανασαίνεις και όλα τα εμπρός αμφίδρομα πίσω. Και κάθε φορά ένα εξιτήριο ακόμη. Όχι δεν μου τα είπε ποτέ, με την φαντασία μου έφτιαχνα τα σενάρια της ζωής του, βίωνα τον πόνο του σαν να ‘τανε δικός μου. Το πρώτο μήνυμα που μου είχε στείλει μιλούσε για τα βουνά που ζουν αγέρωχα εκεί ψηλά,μιλούσε για θάλασσες που σε πετούσαν μακριά και σε βάφτιζαν ωκεανό για να γευτείς την αλμύρα τους. Περιέγραφε τα πουλιά σαν αδάμαστους Αγγέλους όπου η ζωή τους δεν τελείωνε και όλα μαζί τα έκανε ουρανό, να κατέβει και να περπατήσει επάνω στα όσα του στέρησε η ανίατη αρρώστια του. Έβαζε κάτω ένα μικρό δάκρυ τυλίγοντας τα να μην τα χάσει.Απάντηση δεν πήρε σε αυτό το μήνυμα, ο πόνος του με βύθισε τόσο πολύ που πνίγηκαν όλες μου οι λέξεις. Κι όμως φορές που νιώθεις σωπαίνεις. Τον άκουγα που σπάραζε στα γιατί, κι έμενα σιωπηλός ακούγοντας. Σήμερα μου είπε κάποτε θα γράψω κάτι όπως κάνεις εσύ ρε φίλε. Πάλι θα γράψεις του λέω;Μα δεν έγραψα και ποτέ, μου απάντησε. Και πιάνω και του στέλνω το πρώτο μήνυμα που μου είχε στείλει. Με την εξής διαφορά. Έβαλα χρώματα στους κάμπους. Έδωσα πνοή στους ουρανούς. Και έβαλα τον ίδιο να καλπάζει στα βουνά. Μόνο που δεν κατάφερα να σβήσω το δάκρυ, αν και τόσο μικρό έκρυβε τεράστια δύναμη μέσα του. Ίσως και να ήταν εκείνο που μας ένωνε. Από μια άγνωστη γνωριμία. Υγεία εύχομαι…
_
Ονομάζομαι Γαλανάκος Θέμης. Ξεκίνησα να αποτυπώνω κάποιες σκέψεις μου με το μελάνι της ψυχής μου. Το μελάνι που χρησιμοποιώ είναι μόνο το μαύρο, δεν το επέλεξα εγώ. Η ψυχή μου το επελεξε.Ήταν το μοναδικό που γέμιζε την μοναξιά μου.Το ψευδώνυμο μου ειναι Μοναχικός Άγγελος εδώ και αρκετά χρόνια. Γράφω βιωματικά τις περισσότερες φορές, και λατρεύω αυτό που κάνω. Αδυναμια μου μεγάλη, μου αρέσει πολύ να παίζω με τις λέξεις. Αυτός είμαι Εγώ...
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Με τρομάζει η πόλη, Κατερίνα Ντούβλη
Tumblr media
Είμαι ένα μπαλόνι που ταξιδεύει από τόπο σε τόπο κι αλλάζω χρώμα και σχήμα μέρα με τη μέρα. 
Φοβάμαι μη ξεφουσκώσω ή ακόμη χειρότερα μήπως σκάσω και σκορπίσω τα λαστιχένια κομμάτια του μυαλού μου στη λάσπη και τη σκόνη της πόλης. Τη φοβάμαι την πόλη. Φοβάμαι τις κεραίες στις ταράτσες των πολυκατοικιών. Φοβάμαι τα φανάρια που γίνονται κόκκινα πριν προλάβω να φτάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο. Με τρομάζουν τα στενά σκοτεινά δρομάκια. Tα περιστέρια φωλιάζουν στη βεράντα της απέναντι πολυκατοικίας το βράδυ και κουτσομπολεύουν τους ανθρώπους που αντάμωσαν στο πάρκο όλη την ημέρα. Τα περιστέρια είναι οι μεγαλύτερες κατίνες των αστικών κέντρων. Ηλίθια πλάσματα. Κι αυτά με τρομάζουν. Μερικές φορές όταν περνάω ανάμεσά τους κι αυτά ξεσηκώνονται από φόβο μην τα ποδοπατήσω, σηκώνω κι εγώ αντανακλαστικά τα χέρια μου για να προστατέψω τα μάτια μου. Οι κατίνες το μόνο που θέλουν είναι να σου βγάλουν τα μάτια άλλωστε, όλοι το γνωρίζουν αυτό. 
Ο κυριούλης που πουλάει κουλούρια στο δρόμο τα βράδια δεν με φοβίζει, όμως το κάλεσμά του είναι σχεδόν αγχωτικό.  Θέλεις να τρέξεις να τον προλάβεις, να του δώσεις αυτά τα 50 λεπτά που τόσο χρειάζεται, μόνο και μόνο για να σταματήσει να τραγουδάει αυτό το μονότονο τραγούδι... “κουλούρι κουλούρι κουλούρι κουλούρι”. 
Σήμερα είδα ένα ζωντανό άγαλμα. Κρατούσε στα χέρια ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα. Ήθελα να τα αρπάξω και να φύγω τρέχοντας Just For Fun. Ψάχνω λοιπόν να βρώ μέσα σ’ όλη αυτή την ασχήμια μικρές αναίτιες χαρές. Περπατάω στους δρόμους και κοιτάζω τα πάντα γύρω μου με περιέργεια, όπως θα έκανε ένα μικρό παιδί. Πιο πολύ απολαμβάνω τα Graffiti’s και τα συνθήματα στους τοίχους. Μπορεί να στέκομαι και να τα χαζεύω με τις ώρες. Έχω φτιάξει μια μικρή φωτογραφική συλλογή από δάφτα. Το αγαπημένο μου είναι το κορίτσι με τον αλυσιδωτό φοίνικα. Έχω ταυτιστεί μ’ αυτό το mural. Αυτό δεν είμαι κι εγώ άλλωστε? Καίγομαι και ξαναγεννιέμαι από τις στάχτες μου. 
Ένα ηλιόλουστο πρωινό χάζευα βιτρίνες, μα αυτό δεν βοηθάει όταν είσαι άνεργος. Σε κάνει ανήμπορο μπροστά σε τόσους πολλούς πειρασμούς. Πειρασμούς να σκορπίσεις τα λεφτά σου σε ανούσια πράγματα, που δεν φέρνουν φυσικά την ευτυχία. Σκεφτόμουν πόσο μάταιη ήταν αυτή η βόλτα, απ’ τη στιγμή που δεν μπορώ να μου πάρω δώρο ούτε μια σοκολάτα, έτσι για να μου χαρίσει το χαμόγελο της παρηγοριάς που μόνο αυτή ξέρει. Έπρεπε να περάσω απ’ το Καπάνι στην επιστροφή να πάρω κάποια λιγοστά τρόφιμα με τα λεφτά που μου είχαν απομείνει. 
Το μυαλό μου πηδούσε απ’ τη μια σκέψη στην άλλη, μα κάτι άρχισε να παρεμβαίνει στις σκέψεις μου. Ένας ακαθόριστος γνώριμος ήχος ερχόταν όλο και πιο κοντά. Συνειδητοποίησα ότι ήταν το λατρεμένο μου τραγούδι, αλλά αυτή δεν ήταν σίγουρα η φωνή του Daniel Johnston. Τα βήματά μου έγιναν όλο και πιο γοργά. Φοβήθηκα ότι μπορεί να μην προλάβω. Κι όμως να! Κάποια παιδιά έπαιζαν με τις κιθάρες τους στο πεζοδρόμιο. Αυτό το πυρόξανθο πλάσμα τραγουδούσε το “True love will find you in the end” κι εγώ σαστισμένη καθόμουν απέναντί του και τον καμάρωνα με χαρμολύπη. Ακόμη δεν ξέρω αν τα δάκρυα στα μάτια μου τον έκαναν να νιώσει άβολα. Αλλά ένας άνθρωπος που τραγουδάει το συγκεκριμένο κομμάτι με την ψυχή του είμαι σίγουρη ότι κατάλαβε πολύ καλά τι έπαθα. 
��ταν τελείωσε το τραγούδι έβγαλα απ’ την τσέπη μου ένα 2ευρο και το έβαλα προσεκτικά στην θήκη της κιθάρας που  ήταν ακουμπισμένη μπροστά του. Τους έκανα έτσι δώρο την σοκολάτα που δεν μου αγόρασα ποτέ, ως μια μικρή ένδειξη ευγνωμοσύνης για το χαμόγελο που μου χάρισαν. “Δεν θα πάω απ΄ το Καπάνι. Έχω λίγα μακαρόνια στο σπίτι. Φτάνουν για σήμερα. Και αύριο θα αρχίσω να μαζεύω τα πράγματα. Δεν ανήκω εδώ” 
Σας ευχαριστώ Chinese Basement από καρδιάς για όλα.... _ Αποφοίτησα από το Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Νηπιαγωγός στο πτυχίο και την καρδιά. Τον ελεύθερό μου χρόνο τον μοιράζω ανάμεσα σε μουσικές, ταινίες και βόλτες με το ποδήλατο. Λατρεύω την εξοχή. Μου αρέσει να κατασκευάζω αντικείμενα και ιστορίες.
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Κατερίνη, Άντζη Δαλαλέλη
Tumblr media
Ήταν το μέρος που πήρα στροφή 360 μοιρών. Ήταν η πόλη που έχασα τα πάντα και ήταν η αφορμή να καταλάβω ότι τα είχα. Και μόχθησα για να τα ξανακερδίσω. Όλα όσα έχασα. Η πόλη που μισούσα, εκεί που τα έχασα όλα και ο χρόνος πάγωσε.
Έφυγα κυνηγημένη απ τους δαίμονες μου. Γύρισα στον τόπο μου, Θεσσαλονίκη στην πόλη που αγάπησα. Στην πόλη που μου στέρησαν. Στην πόλη ΜΟΥ που δεν μεγάλωσα.
Νόμιζα ότι ήταν αυτό που λαχταρούσα. Να είμαι ελεύθερη. Χωρίς όρια. Στην αγαπημένη μου πόλη. Ούτε δυο μέρες δεν άντεξα. Όλα έγιναν ξένα. Ξαφνικά η πόλη έγινε γκρι. Οι άνθρωποι όλοι ξένοι. Τόσες χιλιάδες κι ούτε ένας φίλος. Γύρισα πίσω. Στην πόλη που μισούσα. Που είχα αφήσει την αγάπη μου. Που είχα φερθεί εγωιστικά, εκείνο το βράδυ που είχα πιει το Βόσπορο. Κι είδα ότι ο χρόνος είχε παγώσει. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ήταν όλα όπως τα είχα αφήσει. Ερείπια. Σπασμένες καρδιές και τσακισμένα φτερά.
Άλλαξα. Αυτή η πόλη μου έδωσε πίσω όλα όσα έχασα. Η πόλη που μισούσα μου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία. Δύσκολο πράγμα αυτό στις μέρες μας. Δεν την αγάπησα την πόλη, όχι. Απλά άλλαξα.
Όλα για κάποιο λόγο συμβαίνουν. Ακόμα κι αυτά που μας πονάνε. Μας καθορίζουν. Μας δαμάζουν. Μας δείχνουν την αφέλεια μας. Μας δείχνουν τι είχαμε και δεν εκτιμήσαμε ποτέ. Όχι γιατί είμαστε κακοί άνθρωποι. Απλά επειδή τα παίρνουμε όλα δεδομένα. Νομίζουμε ότι τα πάντα, ακόμα κι η αγάπη, ένα τόσο αρχαίο συναίσθημα, είναι άφθαρτα.
Μη φοβάσαι που δεν κάνεις τίποτα για να πραγματοποιήσεις τα όνειρα σου. Είναι τρομακτική η μοναξιά τη στιγμή που τα πραγματοποιείς. Εκτός κι αν το όνειρο σου είναι να μην είσαι μόνος. Τότε μόνο θα είσαι ευτυχισμένος, σε όποιο μέρος και να σαι. Όταν δε θα σαι μόνος. Σπίτι σου, τόπος σου, δεν είναι εκεί που μεγάλωσες ή μένεις. Σπίτι, τόπος σου είναι εκεί που σου λείπει όταν είσαι μακριά. Εκεί που μένει η καρδιά σου. Όχι το σώμα σου...
_
Η Άντζη Δαλαλέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1990.Αυτό τον καιρό γράφει το πρώτο της βιβλίο. Λατρεύει τη λογοτεχνεία, την ποίηση, την κιθάρα της και το σκάκι.Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της εδώ Facebook & Twitter ή εδώ [email protected]
2 notes · View notes
anemologio · 8 years ago
Text
Εκεί που σε βρίσκω…, Πόπη Κλειδαρά
Tumblr media
Αφήνω το χνάρι μου, τη χαρά και τη λύπη μου, εδώ… Ένας κόσμος έγινε ανάμνηση, βιβλίο και ιστορία.
Τώρα ίσως μπορώ να γράψω κάτι για μένα, για σένα, για μας. Αφού με περικυκλώνει ένας αγέρας και μια αύρα αλλιώτικη διαπερνά τα σωθικά μου. Ανατριχιάζω. Το κάστρο δίπλα στο νερό στις βάρκες μισοσβησμένα ονόματα τα κουπιά αόρατα καταδιώκουν το χρόνο που χάθηκε. Πιο πέρα σημάδια αρχαίου πολιτισμού αναγεννιούνται σε μια πόλη με κίνηση. Αλλάζουμε. Σε κοιτάζω. Ο ήλιος τρεμοπαίζει στα μάτια μας. Μια εσύ, μια εγώ, μια ο κόσμος. Υπάρχουμε. Και μιλάμε, μιλάμε αιώνια, αδιάκοπα μέχρις ότου η νύχτα ν’ απλώσει και να γίνει δροσούλα το άγγιγμα. Με φωτίζεις, σε βλέπω το πρόσωπο σου στα μάτια μου. Σκοτάδι δεν έχω μοναχά εσένα… σε θέλω, σε νιώθω με το φιλί σου ξαγρυπνώ και υπάρχω.
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Χαμένη Ζωή, Παύλος Κουτρουμπάς
Tumblr media
Πορφύριζε ο ορίζοντας με το χασμουρητό του ήλιου, καθώς ετοιμαζόταν να χουζουρέψει  στη δροσερή αγκαλιά της θάλασσας, ν' αποκοιμηθεί και ν' απλωθεί ξωπίσω του η αστερόεσσα νυχτιά.
Πρώτος δαδούχος ο αποσπερίτης είχε φανεί ήδη στον ουρανό, κόβοντας το νήμα του τερματισμού του Μαραθώνιου των άστρων που θα ακολουθήσουν ολονυχτίς. Επέστρεφε ο Φαίδωνας φουρκισμένος από το εξοχικό του οδηγώντας. Κρατούσε με δύναμη, νευρικά το τιμόνι. Δάγκωνε τα χείλη του. Σούφρωνε  τα φρύδια όλο νεύρο και  αγανάκτηση για την επιλογή του. Μούγκριζε η μηχανή αγκομαχώντας, μιας κι είχε ξεχάσει να αλλάξει ταχύτητα ώρα πολλή από αφηρημάδα. Άλλα περίμενε κι άλλα του τύχανε.
               Ήταν, βλέπεις, κι εκείνη η εμπειρία στο μετρό... Το χρησιμοποιούσε κάθε μέρα πηγαίνοντας στη δουλειά. Σταματούσε στο Σύνταγμα κι άλλαζε γραμμή για να πάει προς Δουκίσσης Πλακεντίας. Εκεί το μυαλό του σταμάτησε, βλέποντας τους συνεπιβάτες του να σπεύδουν αλλόφρονες να προλάβουν τον επόμενο συρμό. Έμεινε ακίνητος, ενεός, γούρλωσε τα μάτια κι αισθάνθηκε μιαν άρνηση να αναδύεται από τα τρίσβαθα της ψυχής του.  Σε τι πόλη ζω; αναρωτήθηκε τρομαγμένος. Τι άνθρωποι είναι τούτοι που σκοτώνονται έτσι, επειδή τους είναι αδιανόητο να περιμένουν  για τρία λεπτά το επόμενο τρένο;  Τι φρενήρεις ρυθμοί απομυζούν την ικμάδα μας;  απόρησε  κι αισθάνθηκε  ένα κόμπο να του δένει το λαιμό και μια ελαφρά αναγούλα να του ανακατεύει στομάχι.
               Τη στιγμή εκείνη, πέρα από την άρνηση, πήρε και μιαν απόφαση. Να επιδιώξει στη ζωή του την ποιότητα. Να μην ενταχθεί στη μάζα απερίσκεπτα, μοιρολατρικά.  Θυμήθηκε πόσο όμορφα, γαλήνια και ποιοτικά ήταν στο εξοχικό του. Π��γαινε αρκετές φορές για να ηρεμήσει, όμως ποτέ ως τότε δεν είχε ενδώσει στον πειρασμό να μείνει μόνιμα.  Κι αυτό, γιατί το σπίτι εκείνο δεν ήταν τόσο κοντά στην Αθήνα, αν και ούτε τόσο απαγορευτικά μακριά, όπως εκ των υστέρων συμπέρανε.  Πάντως, δε μπορούσες να πετάγεσαι όλη την  ώρα είναι η αλήθεια...
               Ήταν και το είδος της δουλειάς του που βοηθούσε να ξεκινήσει μια τέτοια ζωή. Εξάλλου, παιδιά  σκυλιά δεν είχε -δεν είχε παντρευτεί ακόμη- λογαριασμό δεν έδινε σε κανένα. Μιαν ηλιόλουστη μέρα, λοιπόν, τα μάζεψε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο εξοχικό. Μια νέα ζωή ξεκινούσε με  όλες τις προϋποθέσεις να είναι υπέροχη!
               Μαγευτική η φύση, μεθυστικό το άρωμα της θάλασσας όπως το 'φερνε η αύρα ανάκατο με ιώδιο• παραδεισένιες οι μελωδίες των πουλιών που απ' τα χαράματα καλημέριζαν μουσικά το φώς. Σού 'κοβαν την ανάσα οι εντυπωσιακοί  χρωματισμοί του ουρανού και της θάλασσας κατά τις περιπτύξεις της με τον ήλιο την αυγή, καθώς εκείνος την αποχαιρετούσε για το ουράνιο ταξίδι του. Η αλήθεια είναι ότι σύντομα αισθάνθηκε να λυτρώνεται από μία ένταση που κουβαλούσε μόνιμα, σαν αρρώστια, όσο ζούσε στη μεγαλούπολη, χωρίς ποτέ να το αντιλαμβάνεται επίσημα. Κάπως έτσι θα 'ναι στον Παράδεισο, κατέληξε λυτρωτικά, ανακουφισμένος ο Φαίδωνας και είχε δίκιο σε ό,τι αφορούσε  στη φύση. Μα το πρόβλημα  είναι ότι τελικά ζεις με τους ανθρώπους...
               Οι ντόπιοι αναρωτιόντουσαν καχύποπτα ποιός να 'ναι τούτος ο ξενομπάτης που εμφανίστηκε σαν κομήτης στην καθημερινότητά τους. Προσπαθούσαν  να ψυχανεμιστούν το ποιόν του, να εντοπίσουν- συχνά να φανταστούν- τις αδυναμίες του και το κατά πόσο αυτές είναι αποδεκτές, ή ακραίες και κατακριτέες.  Ήταν, βλέπεις και μοναχικός, γεγονός που προκαλεί πολλά ερωτηματικά και εξάπτει τη φαντασία...
               Ο Φαίδωνας προσπάθησε φιλότιμα να δικτυωθεί με τους κατοίκους της περιοχής. Ήταν εγκάρδιος, φιλικός, προσηνής, μειλίχιος. Όμως αισθανόταν μια απόσταση, μια αδιόρατη ψυχρότητα. Ουδείς έδειχνε να τον εμπιστεύεται και να αισθάνεται άνετα μαζί του.  Πάντοτε ένας νοητός τοίχος τον εμπόδιζε. Εξασφάλιζε μόνο αόριστες υποσχέσεις για καφέ, για φαΐ, πάντοτε απραγματοποίητες. Έσπαγε το κεφάλι του να μάθει το γιατί. Τι έφταιγε; Τι λάθος έκανε; Άκρη δεν έβγαζε. Ο καιρός περνούσε, εκείνος είχε απομονωθεί και τελικά η μοναξιά σε συνδυασμό με τη σκοτεινιά του χειμώνα, το κρύο και την υγρασία, τον έφερναν στις παρυφές της κατάθλιψης.
               Γυρίζοντας μια μέρα με το αυτοκίνητο, συνάντησε μια γνωστή του που έμενε δυο - τρία στενά παρακάτω. Κρατούσε μια πάνινη τσάντα γεμάτη πράγματα και πάσχιζε να τα κουβαλήσει, γέρνοντας και κουτσαίνοντας από το βάρος.   Προσφέρθηκε πρόσχαρα να τη μεταφέρει. Εκείνη δέχτηκε, αλλά όταν πλησίαζαν να στρίψουν στο στενό που ήταν το σπίτι της, του φώναξε όλο άγχος: "Που πας; Σταμάτα! " Εκείνος σάστισε. "Στο στενό δεξιά δε μένεις;" ψιθύρισε έκπληκτος. "Ναι, αλλά θέλω να κατέβω εδώ!"  απαίτησε νευρικά εκείνη.  Ο Φαίδωνας υπάκουσε και την κατέβασε περίπου τριάντα μέτρα πριν το στενό που έμενε. Όταν ρώτησε να μάθει το λόγο,  του εξήγησε ότι  το ίδιο έκανε και μια γειτόνισσα προ καιρού και αμέσως απλώθηκε η φήμη ότι έχει σχέση με εκείνον που την πήγε σπίτι. Μάλιστα, "φίλοι" του άντρα της του τηλεφώνησαν να προσέχει, διότι συζητείται ευρέως ότι τον απατά... Πάντα καλοπροαίρετα...
               Ο Φαίδωνας δε μπορούσε να πιστέψει ότι ζούσε τέτοιες καταστάσεις σε μια περιοχή που ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον εικοστό πρώτο αιώνα!  Δυστυχώς, όμως, ερευνώντας λίγο περισσότερο, ανακάλυψε και τις αιτίες της δικής του απομόνωσης. Αν έβγαινε,  λέει, με γυναίκα, αμέσως εκείνη του έδινε το δικαίωμα να πιστεύει ότι τον γουστάρει, γεγονός που δεν ίσχυε, οπότε οι ελεύθερες παρέμεναν απόμακρες. Για παντρεμένη, βέβαια, ούτε λόγος. Αυτό το συνειδητοποίησε αμέσως με τη βοήθεια που πρόσφερε στη γειτόνισσα ... Να πιεί κανένα καφέ, να κάνει φιλία με άντρες; Ναι, αλλά, γιατί είναι μόνος; Γιατί δεν έχει γυναίκα, οικογένεια;  Ύποπτο... πολύ ύποπτο αυτό! Οπότε άσε καλύτερα... Φαύλος κύκλος!
               Ψάχνοντας και παραπάνω, όλο κι ανακάλυπτε να κυκλοφορούν εναντίον του κατηγορίες αναπόδεικτες,  αστήρικτες, αυθαίρετες, ψεύτικες, συκοφαντικές• για την προσωπικότητά του, για τις συνήθειές του, για υποτιθέμενα πάθη του, ακόμη και για την υγεία του. Για ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, αλλά και πέρα από κάθε φαντασία. Κουτσομπολιά που καταστρέφουν ζωές, που κλείνουν σπίτια, που σε κάνουν δυστυχισμένο "εκ του μη όντος"!
               Κάποιοι  φίλοι του από την Αθήνα που έζησαν αρκετά χρόνια στην επαρχία τον ορμήνευαν να μη δίνει σημασία στους ψιθυρισμούς, αλλά να κάνει τη ζωή του αγνοώντας τους κακεντρεχείς. Μα δεν είχε καμία απολύτως σημασία τι θα αγνοούσε εκείνος. Τον είχαν προληπτικά αγνοήσει οι συντοπίτες του, φυλακισμένοι στα κόμπλεξ, τις φοβίες, τις προκαταλήψεις, το φθόνο, την ανασφάλειά, τον επαρχιωτισμό τους.
               Μέσα στο εξαντλημένο από την αρρωστημένη νοοτροπία εκείνων των ανθρώπων μυαλό του, στραφτάλιζαν σοφά ρητά όπως: "Να προσέχεις τι εύχεσαι", "ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός", "τα φαινόμενα απατούν". Αρχικά κυριεύτηκε από απόγνωση για την επιλογή του να μείνει στο εξοχικό, μα σύντομα αναλογίστηκε ένα διαφορετικό ρητό: "Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες".
               Μια αμυγδαλιά είχε προ πολλού προαναγγείλει ότι ο χειμώνας είχε προχωρήσει πολύ. Λίγο μετά, παρατήρησε ότι οι άκρες των κλωναριών της συκιάς είχαν ήδη αρχίσει να μαλακώνουν, να σκάνε και να ξεπετιούνται δειλά  δειλά τα πρώτα μικρά φυλλαράκια. Καλωσόριζε την άνοιξη. Την εποχή που το εξοχικό αποκτούσε άλλο νόημα. Οι άνθρωποι μπήκαν σε δεύτερη μοίρα πια. Η φύση τραβούσε την προσοχή όλο και πιο μακριά από τη μιζέρια τους. Από τη φυλακή στην οποία οι ίδιοι εγκλώβισαν τους εαυτούς τους, ενώ θα μπορούσαν να ζουν στον Παράδεισο.
               Ο Φαίδωνας επέστρεφε πια συνειδητά εκεί όπου είχε συνηθίσει να ζει. Εκεί όπου μπορούσε να πιεί καφέ -χωρίς να κάνει σεξ και να μην το σχολιάσει ποτέ κανείς. Εκεί όπου μπορούσε να κάνει σεξ - χωρίς να πιεί καφέ και να μην το μάθει ποτέ κανείς. Εκεί όπου  η ανωνυμία επιτρέπει να κάνεις ελεύθερα τα πιο απλά κι αυτονόητα πράγματα, τα οποία αλλού ξεσηκώνουν σκάνδαλα αναίτια. Όχι πολύ μακριά από την Αθήνα, ούτε όμως και τόσο δίπλα όσο να πετάγεσαι για το παραμικρό... _
Ο Παύλος Κουτρουμπάς γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Αυτοματισμού του ΤΕΙ Πειραιά και έκανε Μεταπτυχιακό (MSc in Control Systems) στο Πανεπιστήμιο του Sheffield στην Αγγλία. Εργάστηκε στο ΤΕΙ Πειραιά ως εργαστηριακός συνεργάτης και στην Cosmote ως Τηλεπικοινωνιακός Μηχανικός. Ανάμεσα σε ανθρώπους και μηχανές όμως, θα επιλέξει τελικά την ανθρώπινη επικοινωνία. Για το λόγο αυτό, μεταπήδησε στη Δευτεροβάθμια και Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση όπου διδάσκει Πληροφορική. Έργα του είναι: Μυστικό Ταξίδι, Εκδόσεις Captainbook Ταξίδι στην Ανάσταση, Εκδόσεις Carpe Librum ΟΛΙΣ.ΘΗΣΗ, Εκδόσεις Σαΐτα  Η Σοφία του Ηλίθιου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης Συμμετοχή στο 25th hour Project
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Πάντα υπάρχει δρόμος, Χάρης Γαντζούδης
Tumblr media
Το άδειο διαμέρισμα στο Κέντρο της Αθήνας, άρχισε σιγά σιγά να μοιάζει με το σπίτι που πάντα ονειρεύονταν ο Παντελής και η Δήμητρα. Τα περισσότερα πράγματα είχαν πάρει τη θέση τους στο χώρο. Μόνο τα βιβλία παρέμειναν ακόμη στις κούτες τους.
«Δεν έχω άλλο κουράγιο» είπε η Δήμητρα και βούλιαξε στον καναπέ.
«Θα τα τακτοποιήσω εγώ. Εσύ πήγαινε να ξεκουραστείς» της είπε ο Παντελής και αφού της έδωσε ένα φιλί την οδήγησε ως την κρεβατοκάμαρα.
           Όταν έμεινε μόνος στο σαλόνι έβαλε μια απαλή μουσική να παίζει χαμηλά και άρχισε να ανοίγει μια μια τις κούτες μπροστά από την άδεια βιβλιοθήκη. Από “Το Υπόγειο” του Ντοστογιέφσκι έπεσε στο πάτωμα μια φωτογραφία. Ο Παντελής την πήρε στα χέρια του και παραμερίζοντας με το πόδι του τις κούτες έφτασε ως τον καναπέ.
Αύγουστος του 2014 στο λιμάνι της Σκάλας στο Αγκίστρι. Ο Παντελής είχε κατέβει από το καράβι ΑΧΑΙΟΣ που εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Αίγινα – Αγκίστρι με τη ζωή του τσακισμένη και με τη θλίψη να έχει στερέψει κάθε πηγή αισιοδοξίας. Μόλις είχε απολυθεί, η μακροχρόνια σχέση του με την Έλλη είχε φτάσει σε αδιέξοδο και οι γονείς του το είχαν πάρει πια απόφαση πως δεν είχαν κάτι ευχάριστο να περιμένουν από εκείνον.
Οι τουρίστες είχαν κατακλίσει το λιμάνι. Οι ιδιοκτήτες των τουριστικών μαγαζιών τους περίμεναν με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Ο Παντελής με δυσκολία κατάφερε να κυλήσει ανάμεσα τους και τελικά να πάρει το δρόμο για το ξενοδοχείο του.
Εκεί έμεινε πολλές ώρες προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τα δεδομένα της ζωής του. Μα κάθε του προσπάθεια την τσάκιζε στο τέλος η απογοήτευση. Ό,τι είχε ζήσει μέχρι τα τριάντα πέντε χρόνια έμοιαζαν νεκρά φύλλα στο πάτωμα που όμως τώρα είχαν σχηματίσει ένα βουνό μπροστά του που εκείνος ένιωθε ανήμπορος να το ανέβει. Το σώμα του πονούσε. Η ψυχή του λαχανιασμένη από τον πανικό είχε χάσει κάθε ελπίδα. Παραιτήθηκε.
Βγήκε στο δρόμο. Περπάτησε από το λιμάνι της Σκάλας μέχρι το Μεγαλοχώρι και ξανά πίσω. Προσπαθούσε να πιαστεί από τις εικόνες γύρω του για να ξεχάσει λίγο τον πανικό του μα ούτε τα γέλια των τουριστών, ούτε η μουσική από τα μαγαζιά κατάφεραν να τον βγάλουν από τον μικρόκοσμο του.
Πήρε ξανά το δρόμο για το ξενοδοχείο. Λίγο πριν μπει στην τελική ευθεία άκουσε δυο νεαρές κοπέλες να ρωτούν έναν κάτοικο του νησιού για το πώς θα πήγαιναν στη Χαλκιάδα. Ο Παντελής στάθηκε λίγο και προσποιούμενος ότι χαζεύει τα αναμνηστικά άκουγε προσεκτικά τις οδηγίες του ηλικιωμένου άνδρα. Είχε διαβάσει για αυτή την παραλία στο διαδίκτυο, όταν έψαχνε να βρει τον προορισμό που θα τον βοηθούσε να βρει ξανά τον εαυτό του.
Δέκα λεπτά αργότερα είχε αφήσει πίσω του τη Χώρα και περπατούσε στο μικρό μονοπάτι που οδηγούσε στην παραλία. Το δάσος με τα ψηλά πεύκα ήταν γεμάτο σκηνές. Στα αφτιά του έφταναν τραγούδια και φωνές από τις παρέες που είχαν αράξει στις δροσερές γωνιές του.
Όταν τελείωσε το μονοπάτι, βρέθηκε μπροστά σε ένα γκρεμό. Για να φτάσει στην παραλία έπρεπε να κατέβει τα βράχια. Έφτασε στην άκρη και έριξε μια ματιά κάτω. Η παραλία ήταν και αυτή γεμάτη σκηνές ενώ κάθε τόσο τουρίστες ανέβαιναν και κατέβαιναν τα βράχια σαν να διέσχιζαν τη μεγαλύτερη λεωφόρο. Αδιέξοδο, σκέφτηκε ο Παντελής και έμεινε στην άκρη του γκρεμού να κοιτάζει τη θέα.
Το απαλό αεράκι που φυσούσε έφερνε στο μυαλό τα λάθη του, τον άδικο τρόπο που σπατάλησε τις στιγμές του και τώρα… αδιέξοδο. Στην καρδιά του δεν υπήρχε τίποτα, στην  ψυχή του μόνο πανικός. Όσα πίστεψε έγιναν ένα τεράστιο ΤΙΠΟΤΑ, που σαν φίδι είχε τυλίξει το σώμα του και το κρατούσε δεμένο στο σημείο μηδέν. Άνοιξε τα χέρια του και σήκωσε το δεξί του πόδι από το έδαφος μα η φωνή που ακούστηκε πίσω του δεν το άφησε να ολοκληρώσει το βήμα του.
«Πάντα υπάρχει δρόμος». Ο Παντελής γύρισε και είδε έναν άγνωστο άνδρα γύρω στα εξήντα, να τον κοιτάζει. «Μην το κάνεις, σίγουρα υπάρχει κι άλλος δρόμος» επανέλαβε πιο μαλακά αυτή τη φορά ο άγνωστος άνδρας χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από το πρόσωπο του Παντελή.
«Κι όμως, έρχεται μια στιγμή που υπάρχει μόνο αδιέξοδο» είπε ο Παντελής και γύρισε ξανά την πλάτη του στον άγνωστο άνδρα.
«Μόνο αν εσύ ο ίδιος το επιτρέψεις. Εμείς επιλέγουμε τι θέλουμε να βλέπουμε. Αν βλέπεις μόνο αδιέξοδο είναι γιατί εσύ το έχεις επιλέξει». Ο Παντελής για μερικά λεπτά έμεινε σιωπηλός. Νοερά, διάβαζε στο μυαλό του μια – μια τις λέξεις του άγνωστου άνδρα. Όταν ο θυμός πλημμύρισε το σώμα του και γύρισε προς το μέρος του να τον αντικρούσει με τα επιχειρήματα του, δεν υπήρχε κανείς. Ο Παντελής έψαξε για μερικά λεπτά στις γύρω σκηνές μα σε καμιά παρέα δεν εντόπισε τον άγνωστο άνδρα. Γύρισε στο ξενοδοχείο χωρίς να μπορεί να δώσει μια εξήγηση για αυτό που είχε ζήσει.
           Το επόμενο πρωί επιβιβάστηκε στο καράβι της επιστροφής. Κάθισε στο σχεδόν άδειο σαλόνι και άνοιξε τον υπολογιστή του. Στα εισερχόμενα μηνύματα είδε το όνομα ενός παλιού συνεργάτη του ο οποίος τον καλούσε να δουλέψει στη νεοσύστατη εταιρεία του. Μετά από μέρες ένα μικρό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του στο πρόσωπο του.
«Συγγνώμη, μπορώ να έχω τον αναπτήρα σας για ένα λεπτό;». Ο Παντελής σήκωσε το βλέμμα του και είδε μια μικροκαμωμένη κοπέλα να του χαμογελά.
«Παρακαλώ» της είπε Παντελής και έτεινε το χέρι του με τον αναπτήρα προς το μέρος της. Η κοπέλα πήρε τον αναπτήρα και κατευθύνθηκε προς το κατάστρωμα. Λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε.
«Σε ευχαριστώ, Δήμητρα»
«Παντελής, χάρηκα».
Πάντα υπάρχει δρόμος, ξεπήδησαν από το πουθενά τα λόγια του άγνωστου άνδρα στο μυαλό του καθώς έκλεινε στην παλάμη του το λεπτό χέρι της Δήμητρας.
           «Πάντα υπάρχει δρόμος» ψέλλισε ο Παντελής και έκλεισε τη φωτογραφία ξανά μέσα στο βιβλίο.
_
Ο Χάρης Γαντζούδης γεννήθηκε τον Μάιο του 1985 στο Αγρίνιο και ζει στην Αθήνα. Το 2012 δημοσιεύτηκε το πρώτο του διήγημα κι από τότε πολλά κείμενά του έχουν φιλοξενηθεί σε λογοτεχνικά μπλογκ και περιοδικά. Το τελευταίο του βιβλίο «Ν’ αντέχω» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «το ανώνυμο βιβλίο».
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Σχεδόν, Βασιλική Δραγούνη
Tumblr media
Ήταν γοητευμένος με τον τόπο από την πρώτη ημέρα που διάβασε γι' αυτόν.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια φτιάχνοντας ιστορίες για τον τόπο αυτόν. Ονειρευόταν τη ζωή του με τους ανθρώπους εκεί. Διάβασε για την ιστορία τους, τις παραδόσεις και τα έθιμά τους. Έμαθε τη γλώσσα τους. Έμαθε την τοπική τους κουζίνα. Έμαθε ακόμη και να ντύνεται σαν αυτούς. Και έπειτα, μετά από πολλές  προσπάθειες βρήκε κάποια μέρα μια δουλειά εκεί και πήγε να ζήσει στον τόπο των ονείρων του.
Ήταν πιο όμορφα από ό, τι είχε ποτέ φανταστεί. Οι άνθρωποι ήταν φιλικοί μαζί του - τον ρωτούσαν σχετικά με τη χώρα του, τον πολιτισμό και τους ανθρώπους της. Έκανε πολλούς φίλους.
Λίγο αργότερα, συνάντησε ένα όμορφο κορίτσι που καταγόταν από εκεί. Την ερωτεύτηκε και παντρεύτηκαν. Τώρα πια ήξερε ότι ανήκε σε αυτόν τον τόπο. Αυτό ήταν πια το σπίτι του.
Πέρασαν μήνες και χρόνια. Τα παιδιά του μεγάλωσαν κι έφυγαν για να ζήσουν αλλού με τις δικές τους οικογένειες. Η σύζυγός του πέθανε. Και στη συνέχεια ένα πρωί, εντελώς αναπάντεχα, αποχώρησε κι εκείνος από τον τόπο των ονείρων του.
Κόσμος πολύς ��υγκεντρώθηκε στο σπίτι του. Ήταν όλοι τους πολύ λυπημένοι. Υπήρχε σιωπή.
Και τότε κάποιος είπε: «Αυτός ο ξένος ήταν καλός άνθρωπος. Σχεδόν ένας από εμάς».
Όλοι έγνεψαν καταφατικά.
_
Η Βασιλική Δραγούνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ευρωπαϊκή Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης (Βέλγιο) και έχει μεταπτυχιακό στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Εργάζεται στον αεροπορικό χώρο.
Ποιήματα και διηγήματά της έχουν βραβευθεί σε Πανελλήνιους και Διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν εκδοθεί σε συλλογικές ανθολογίες ποίησης και διηγημάτων καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματα και κείμενά της έχουν επίσης δημοσιευθεί στο διαδίκτυο σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες και σε ψηφιακά λογοτεχνικά περιοδικά.
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Ταξιδάκι για δυο στη Μάνη, Ζωή Γαϊτανάρου
Tumblr media
Ένα καλοκαιριάτικο Σάββατο πρωί, θα ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο και να σου πω την ιδέα μου: να κάνουμε ένα ταξιδάκι αστραπή, μόνο οι δυο μας. 
Ίσα για το Σαββατοκύριακο, για δυο μερούλες. Να πάρουμε το αυτοκίνητο, μια αλλαξιά ρούχα και να φύγουμε στα γρήγορα για το χωριό, την Παγανέα. Ίσως και να σου άρεσε η ιδέα, να χαμογελούσες και να μου έλεγες ότι με περιμένεις σε μισή ώρα.
Εγώ θα οδηγούσα αυτή τη φορά, θα ήταν η τέλεια ευκαιρία να σου δείξω πόσα έχω μάθει. Θα φοράγαμε τα γυαλιά ηλίου μας και πίναμε κρύο καφέ από το πλαστικό ποτήρι. Θα βάζαμε μια ωραία κασέτα με τα αγαπημένα μας ροκ κομμάτια, τραγουδώντας στο ρεφρέν δυνατά και λίγο παράφωνα.
Ο δρόμος για τη Μάνη θα ανοιγόταν μπροστά μας όπως τον έχουμε διασχίσει άπειρες φορές. Κι όμως, πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία; Σχεδόν σε όλο του το μήκος έχει αλλάξει, έχουν γίνει πολλά έργα και είναι πια αγνώριστος. Κάτι σαν ένστικτο όμως με οδηγεί, μια εσωτερική πυξίδα με κατευθύνει στον τόπο που πέρασα τόσα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας, τον τόπο σου.
Θα σταματούσαμε στο Γύθειο φυσικά, μεσημέρι θα είναι περίπου άλλωστε, για τα κλασσικά σουβλάκια με «τραβηχτές», τις γνωστές τηγανίδες που μας έκανε και η γιαγιά. Θα περπατούσαμε και λίγο στο λιμάνι για να ξεμουδιάσουμε και να ρεμβάσουμε, κοιτώντας το όμορφο νησάκι, την Κρανάη όπου ο Πάρις είχε δώσει ραντεβού με την ωραία Ελένη για να φύγουν με το πλοίο για την Τροία.
Λίγη ώρα ακόμα με το αυτοκίνητο και θα φτάναμε στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς, το γεμάτο αναμνήσεις από όλες τις όμορφες οικογενειακές στιγμές μας. Αφήνοντας τα πράγματα μας, θα τρέξουμε στην αγαπημένη μας παραλία, το Μέσα Πηγάδι και θα κάνουμε μια βουτιά στο κρυστάλλινο νερό: η απόλυτη ξεκούραση και δροσιά μετά από την οδήγηση. Θα κάναμε απλωτές και θα σου έδειχνα πόσο γρήγορη έχω γίνει μετά από δυο τρία χρόνια στο κολυμβητήριο. Ίσως και να μη με φτάνεις ούτε εσύ πια που τα μάτια μου ήσουν ο καλύτερος κολυμβητής του κόσμου.
Μετά, θα ξαπλώναμε στην άμμο μέχρι να μας στεγνώσει ο ήλιος και θα συζητούσαμε για τη δουλειά, για τη ζωή, για τους ανθρώπους. Για όλα αυτά που έχουν συμβεί από τότε που έχουμε να βρεθούμε και για όλα αυτά για τα οποία δεν μιλήσαμε ποτέ. Γιατί ήταν πολλά αυτά που δεν λέγαμε παλιά και είναι κρίμα.
Το βραδάκι, θα πηγαίναμε για σεργιάνι στα γραφικά σοκάκια της Αρεόπολης. Έχει γίνει πολύ κοσμοπολίτικη από τότε που έχουμε να πάμε! Θα σταματούσαμε σε όποιο μπαράκι μας άρεσε περισσότερο και θα καθόμασταν για να πιούμε με ησυχία το ποτό μας. Και εκεί στο ημίφως θα σε έπαιρνα μια αγκαλιά και θα σου έλεγα πόσο σε αγαπώ για όλα όσα ήσουν και όλα όσα έκανες για μένα.
Θα ήταν η τέλεια εκδρομή, θα περνάγαμε φίνα μαζί μπαμπά. Το θέμα είναι ότι εκεί μακριά που πήγες δεν υπάρχει τηλέφωνο να σε πάρω να τα πούμε, δεν μπορώ να πεταχτώ να έρθω να σε δω. Έχουν περάσει επτά χρόνια από τότε που έφυγες και ακόμα προσπαθώ να συνηθίσω στην ιδέα ότι δεν είσαι κοντά μας. Η Μάνη, όσο υπέροχη και να είναι, δεν θα είναι ποτέ πια το ίδιο μέρος για μένα.
_
Ζωή Γαϊτανάρου
Βαθιά ερωτευμένη με τη γοητεία των λέξεων από πριν μάθω ανάγνωση, όσο περνούν τα χρόνια συνειδητοποιώ ότι οι ιστορίες μου είναι απαραίτητες σαν την αναπνοή. Τελευταία, ακονίζω την πένα μου πιο συστηματικά ώστε να ολοκληρώσω το πρώτο μου μυθιστόρημα.
0 notes
anemologio · 8 years ago
Text
Ένα νησί... το Λειψώ, Γιώτα Κλουτσούνη Παπαδάκη
Tumblr media
Το πλοίο φτάνει στο λιμάνι και η καρδιά μου χτυπάει τρελά…
Είναι αρχές καλοκαιριού κι όμως ο κόσμος είναι πολύς. Πολύς για ένα τόσο δα μικρό νησάκι όπως αυτό. 
        Το Λειψώ. Ένα νησί ανάμεσα σε Πάτμο και Λέρο. Ένα νησί ανάμεσα σε μια συστάδα τριάντα νησιών, στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, το νησί όπως και η ονομασία του, συνδέονται με τη Θεά Καλυψώ. 
        Μόλις κατεβαίνω απ’ το πλοίο, με πλημμυρίζει μια παράξενη αύρα…
Όλα γύρω είναι στα χρώματα του λευκού και του γαλάζιου. Φρεσκοβαμμένα και περιποιημένα να περιμένουν να υποδεχτούν τους επισκέπτες, τους φιλοξενούμενους, τους τουρίστες. Να γεμίσουν όλα ζωή… 
        Όπως κάθε καλοκαίρι. 
        Στεκόσουν εκεί, στην άκρη του λιμανιού (μ’ ένα χαμόγελο φωτεινό) και με περίμενες. Σε παρατηρούσα χωρίς να με έχεις ακόμα δει. Φορούσες ένα μακό μπλουζάκι κι ένα τζιν παντελόνι. Τα μάγουλά σου ήταν κατακόκκινα από τον ήλιο και τα χείλη σου υγρά... 
        Εγώ φόραγα ένα απλό μακρύ φόρεμα που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους και είχε ανοίγματα στα πλάγια, κάνοντας με το περπάτημα να φαίνονται οι γάμπες μου. Τα χείλη μου ήταν βαμμένα μ’ ένα απαλό ροζ κραγιόν και στα μάτια μου μία λεπτή γραμμή απ’ το αγαπημένο μου μπλε μολύβι. 
        Με είδες κι έτρεξες κοντά μου… Χώθηκα στην αγκαλιά σου κι άρχισα να σε φιλώ, προσπαθώντας να ξεδιψάσουν τα χείλη μου. Έτσι αγκαλιασμένοι, ξεκινήσαμε για τον Ανεμόμυλο.  Το ξενοδοχείο στην παραλία της Λιεντού μας περίμενε για να περάσουμε ένα μήνα πάθους. 
         Ήταν μεσημέρι και περπατούσαμε στο δρόμο του λιμανιού, όταν τ’ αυτιά μας χάιδεψε η απαλή μουσική που ερχόταν από ένα ουζερί. Πεινούσαμε και οι δυο και είπαμε να κάνουμε μια στάση προτού πάμε στο ξενοδοχείο. 
        Ανεβήκαμε τα σκαλιά του που οδηγούσαν σε μία πέτρινη αυλή γεμάτη τραπέζια και μια αναρριχώμενη βουκαμβίλια που, όπως μας είπαν αργότερα, στα κλαδιά της το βράδυ κούρνιαζαν ζευγάρια χελιδονιών που έψαχναν δροσιά στα φύλλα της.
         Καθίσαμε και απολαύσαμε θαλασσινούς μεζέδες, αχινοσαλάτα, χταπόδι, σαλάχι, φούσ��ες, γυαλιστερές και άλλα τέτοια. Και φυσικά το ούζο… ένα τέλειο συνοδευτικό ποτό για ό,τι είχαμε στο τραπέζι μας. 
        Η θαλάσσια αλμύρα, οι χαμογελαστοί νησιώτες, οι μεζέδες, το ούζο, εσύ κι εγώ. Ήταν μια όμορφη αρχή για το ταξίδι μας.
 Σε παρατηρούσα τώρα ν’ ανάβεις ένα Camel με τον αναπτήρα σου και να τραβάς τον καπνό κι εγώ… κι εγώ ανυπομονούσα να χωθώ στην αγκαλιά σου. 
        Αφού πληρώσαμε, φύγαμε για τον Ανεμόμυλο. Η διαδρομή ήταν κοντινή, όλο το νησί το γυρνούσες σε μια μέρα. Γιατί νόμιζα τώρα ότι περπατούσαμε για ώρες; Η ζέστη έκανε τα κορμιά μας να γυαλίζουν από τον ιδρώτα. 
        Φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Απέναντί του βρίσκεται η Λιεντού. Η παραλία αυτή την ώρα ήταν γεμάτη κόσμο. Τι ωραία θα ήταν ένα δροσερό μπανάκι τώρα! 
        Όμως εμείς μετρούσαμε τα δευτερόλεπτα για να βρεθούμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Να σβήσουμε τη φλόγα απ’ τα κορμιά μας. Ανεβήκαμε γρήγορα τα σκαλιά του ξενοδοχείου και βρεθήκαμε σε ένα παραμυθένιο δωμάτιο. Είχε μόνο ένα μπάνιο με ντουζιέρα κι ένα τεράστιο, ολοστρόγγυλο κρεβάτι, σαν να ήταν βγαλμένο από παραμύθι. 
        Πετάξαμε τα ρούχα μας και μπήκαμε στη ντουζιέρα μαζί. Τα κορμιά μας έτρεμαν από την ηδονή… Έτσι βρεγμένοι, βρεθήκαμε στο κρεβάτι… 
        Τα χάδια μας αέρινα, τρυφερά. Τα χέρια μας ζωγράφιζαν πάνω στα κορμιά μας. Τα χείλη μας ξεδιψούσαν ρουφώντας έρωτα μαζί με κοφτές ανάσες… Σου δόθηκα και μου δόθηκες πολλές φορές. Κούρνιαζα γυμνή δίπλα σου δίχως ίχνος ντροπής...
Ήμασταν εσύ, εγώ και το νησί μας. 
        Ώρες αργότερα… είχε νυχτώσει πια, κατεβήκαμε από το δωμάτιο και με τη λιγοστή δύναμη που είχαν τα πόδια μας πήγαμε στην παραλία για μια βουτιά. 
        Η παραλία αυτή τη φορά ήταν άδεια. Η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα. Δε θύμιζε καθόλου την παραλία που το μεσημέρι έσφυζε από κόσμο. Είχε φεγγάρι απόψε και το φως του απλωνόταν στη θάλασσα κι άφηνε χιλιάδες χρυσαφένια στολίδια. 
        Βγάλαμε τα μαγιό και βουτήξαμε. Ήταν μαγεία. Αυτό είναι έρωτας. Εσύ, εγώ και η θάλασσα. Από εκείνο το βράδυ, η παραλία κάθε τέτοια ώρα μας περίμενε για να μας κλείσει η θάλασσα στην αγκαλιά της. Να φυλακίσει τον έρωτά μας.
Αν φυλακίζεται ο έρωτας, δηλαδή. 
        Τα πρωινά γυρνούσαμε όλο το νησί. Μου έδειχνες τις παραλίες του. Τη Χοχλακούρα, το Μονοδέντρι, τον Πλατύ Γιαλό, την Κατσαδιά, τον Κάμπο. Τα εκκλησάκια, που έχει πολλά στο νησί, σχεδόν όσα και οι μόνιμοι κάτοικοί του. Την Παναγιά του Χάρου… 
        Τα μεσημέρια τρώγαμε στα ταβερνάκια του νησιού και στο ουζερί που πρωτοκάτσαμε όταν έφτασα σ’ αυτό το μικρό νησί. Τα απογεύματα κάναμε βόλτες και πιάναμε κουβέντα με τους νησιώτες, πίνοντας καφέ. 
        Τα βράδια - πάντα την ίδια ώρα στην παραλία μας - για το τελευταίο μπάνιο της ημέρας. 
        Και οι μέρες περνούν τόσο γρήγορα όταν είσαι ευτυχισμένος, ερωτευμένος, σαν την άμμο μέσα από την κλεψύδρα. Εσύ… εσύ θα μείνεις στο νησί μας, γιατί εδώ μένεις, εδώ δουλεύεις. Εγώ, όμως, που πρέπει να φύγω, πώς θα μπορέσω να σε αποχωριστώ;
        Πώς θ’ αφήσω εσένα; Την παραλία μας; Το νησί μας; 
        Θα ξανάρθω… θα έρχομαι όποτε μπορώ. Χειμώνα καλοκαίρι, ώσπου να μπορέσω να μείνω εκεί. Και να μην ξαναφύγω για όσο ζω. 
Για όσο… 
ΥΓ: Σ’ αγαπώ.
Σ’ ευχαριστώ που μέσα από τα μάτια σου αγάπησα τόσο πολύ αυτό το μικρό νησάκι. Το νησί μας.
Το Λειψώ.
_
Με λένε Γιώτα Κλουτσούνη Παπαδάκη. Ζω σε μια μικρή γειτονιά της Αθήνας. Αγαπώ να διαβάζω βιβλία και να μοιράζομαι τις σκέψεις και τα συ��αισθήματά μου. Θέλω να αφουγκράζομαι τις ζωές των φίλων μου και μαζί τους να μοιράζομαι όνειρα για ζωή και να τα αποτυπώνω στο χαρτί. Παρακολουθώ σεμινάρια δημιουργικής γραφής, στιχουργικής και τραγουδοποιίας.
3 notes · View notes