έπεσε στην αντίληψη μου πως οι περισσότεροι που κάνουν reblog εκείνο το post για το πως ο Σπύρος είναι asexual είναι wlws (κυρίως λεσβίες) και θέλω να ξέρετε έχετε ΜΟΝΟ ΣΕΒΑΣΜΟ από εμένα
Παρόλο που έτυχε να συζητήσω το ίδιο ακριβώς θέμα πριν κάτι μέρες μπορώ να πω ότι με έβαλες σε σκέψεις. Δεν μπορώ να πω ότι αυτό που θα περιγράψω είναι Η Καλύτερη Στιγμή της Ζωής Μου ως Μικρός Άνθρωπος™ - πώς να συγκριθεί με την πρώτη στιγμή που είδαμε το πρώτο μας σκυλί ή τη φάτσα του φρουρού της Βουλής όταν, κατά την είσοδό μας, η μαμά τού είπε -προειδοποιητικά- ότι είχαμε μαζί ένα όπλο (πλαστικό😢) ή όταν είδα πρώτη φορά να πέφτει χιόνι. Αλλά τώρα, μεγαλώνοντας, σκέφτομαι κάποια πράγματα και τα αξιολογώ διαφορετικά απ’ότι όταν ήμουν μικρή. Οπότε η παρακάτω σκηνή, παρόλο που αντικειμενικά μπορεί να θεωρηθεί ως τίποτα-το-ιδιαίτερο, για μένα έχει μεγάλη συναισθηματική αξία και θέλω να τη θυμάμαι συχνά για να μην την ξεχάσω (να το το δάκρυ). Ένιγουει!!!!!!!!!!!!!!!!! Κάπως βιαστικά, σίγουρα νυσταγμένα:
----
Ήταν Κυριακή, είχε τελειώσει η Εκκλησία και όλα στο σπίτι ένιωθες πως κυλάνε πιο αργά από το κανονικό. Ίσως έφταιγε που ήταν Κυριακή ή το ότι ήμουν μικρή- γιατί όταν είσαι μικρός έχεις τη διαρκή φαγούρα της ανυπομονησίας: να φτάσεις στον προορισμό, να παίξεις, να φας, να νιώσεις τη χαρά, τώρα. Παρακάλεσα επίμονα τον μπαμπά να πάμε στο πάρκο κάτω από το σπίτι και εκείνος δέχτηκε. Φορούσε ένα ανοιχτό μουσταρδί καρό πουκάμισο και η ύπαρξή του ήταν σαν να αντανακλά τον όψιμο πρωινό ήλιο. Με πήρε από το χέρι για να περάσουμε το δρόμο και μπήκαμε στο πάρκο από μια πλαϊνή είσοδο⸱ Τότε ο χώρος είχε μια δική του ζωή, δεν ήταν το-πάρκο-για-τα-παιδιά, ήταν Το Πάρκο, σκέτο. Με το που έμπαινες ήταν σαν να είχες πάρει ειδική, προσωπική άδεια εισόδου. Τα χόρτα που ξεπετάγονταν από παντού, τα κλαδιά από τα δέντρα ξαπλωμένα άναρχα από δω κι από κει, οι πευκοβελόνες που σχημάτιζαν ένα μαλακό πάτωμα, ακόμα και ο περαστικός ίσκιος των δέντρων, όλα μαζί σού δημιουργούσαν μια αξιοπερίεργη αίσθηση οικειότητας και ασφάλειας, παρά το γεγονός ότι, αντικειμενικά, η εικόνα που παρουσίαζε ο χώρος ήταν αυτή της εγκατάλειψης. Προχωρήσαμε με τον μπαμπά και πήγαμε στις κούνιες. Μου άρεσε η αίσθηση που δημιουργούσε στο στομάχι μου η καμπύλη που διέγραφε η κούνια. «Κι άλλο, πιο δυνατά», φώναζα γελώντας στον μπαμπά να σπρώχνει την πλάτη της θέσης. Τα μάτια μου χάιδεψαν τους κορμούς των δέντρων που μας σκέπαζαν και δεν άργησαν να καρφωθούν ψηλά, σε ένα από τα χαμηλωμένα από το βάρος του χρόνου κλαδιά του πεύκου πιο δίπλα. Ένιωθα μια παιδική παντοδυναμία, πως αν ο μπαμπάς σπρώξει αρκετά, τα χέρια μου από την επιθυμία θα μακρύνουν και θα φτάσουν το κλαδί-ορόσημο και θα έχω πετύχει έναν πολύ σημαντικό στόχο. Η ευτυχία αιωρήθηκε λίγο ακόμη από πάνω μας, όσο διήρκεσε το πέρα-δώθε μου, το οποίο άρχισε να σβήνει σταδιακά, ενόψει της επιστροφής μας. Το τελευταίο πράγμα που είδα από ψηλά, καθώς έδινα μόνη μου μια τελευταία ώθηση στην κούνια, ήταν ένα συνονθύλευμα χυμένων χρωμάτων κάτω από τα πόδια μου: το σκούρο καφέ του χορτασμένου ανοιξιάτικου χώματος και το ζωηρό πράσινο των αγριόχορτων μπλέκονταν με το χρυσαφί των πευκοβελόνων που δεν είχαν προλάβει ακόμη να ξεραθούν πλήρως. Τη μεθυστική αυτή αοριστία ξεδιάλυνε η φιγούρα του μπαμπά. Μέσα από τη φυλλωσιά των δέντρων, λεπτές ακτίνες φωτός χόρευαν αργόσυρτα και μεταμόρφωναν τα καστανόξανθα μαλλιά του σε ένα βουβό ήλιο, ενώ με μάτια μελιά και αχόρταγα με χάζευε να γελάω και να σηκώνομαι. Έτεινε το χέρι του και εγώ το έπιασα όσο δυνατά μού υποδείκνυε η υπερχειλίζουσα ευτυχία μου.