Ίσως αυτή η βόλτα, αυτή η βόλτα η οποία ζητούσα απεγνωσμένα να συμβεί τόσα χρόνια και η οποία κατάφερε να συμβεί τώρα
Αυτή η βόλτα, ήταν εκείνη η οποία διέλυσε τα πάντα.
Και μετά από αυτήν το χάος
Σαν να μην έγινε τίποτα, σαν να μην ψάχναμε λίγες μέρες πριν τρόπους να δούμε ο ένας τον άλλον
και ας ξέραμε ότι ήταν λάθος
Σαν να προσποιήθηκαμε ότι όλο αυτό ήταν κάτι επιφανειακό
Σαν να μην νιώθαμε τίποτα δυνατό
Σαν να μην το θέλαμε.
Και έπρεπε να ήμουν υποψιασμένη ότι ήταν πολύ καλό για να κρατήσει
Και πως μετά από αυτό όλα θα συνεχιζόντουσαν και μάλισταθα ήταν ακόμα ποιο έντονα
Ωστόσο,αντί αυτού
Βρέθηκα για αλλη μια φορά πληγωμένη
να σε ψάχνω στα στενά και στην πολυκατοικία που καθίσαμε,
Να ακούω την φωνή σου στην ησυχία
και αλλη μια φορά που όλες οι συζητήσεις μας έρχονται στο μυαλό μου χωρίς να τις καλέσω.
Άλλη μια φορά που με βρίσκω να κλαίω γιατί μου λείπεις
Και άλλη μια φορά που έλπιζα σε κάτι το παραπάνω,που όσο κράτησε με έκανε ποιο χαρούμενη από ποτέ
Και ας ήσουν η θλίψη μου
Και ας είμαι συντρίμμια
Με έκανες να ανθίζω και ας πέθαινα
Ίσως όμως ο θάνατος θα ήταν λιγότερο επώδυνος, ίσως κάπως έτσι θα σε έβγαζα από το κεφάλι μου και δεν θα ξαναγύρναγες
Σαν μια ανάμνηση γλυκιά και καλή, χωρίς πόνους κλάματα, νοσταλγίες και γιατί.
Και ας πονάω
Και ας έχω γράψει σελίδες ολόκληρες για σένα,τις οποίες δεν θα διαβάσεις ποτέ, και ας μην είσαι ποτέ εκεί για να ακούσεις αυτά που λέω για σένα, και ας μην με καταλάβεις ποτέ.
Και καπου τώρα έφτασε η στιγμή να σε αφησω ξανά,
Να φύγω για να εξιλεωθώ από τον πόνο που προκάλεσες
Να ξαναμαζεψω τα κομμάτια μου, ενα ένα με υπομονή και να μου τα ξανακολλησουν άνθρωποι που μ αγαπάνε και με κάνουν χαρούμενη.
Και ίσως ξαναβρεθούμε,
Κάπου στο μέλλον στα γνωστά «τυχαία» σοκάκια μας.
Μέχρι τότε όμως, θα σταματήσω να είμαι στην ζωή σου,
Μηνύματα μου δεν θα βρεις, την φωνή μου δεν θα ακούς,
Και που ξέρεις;
Ίσως τότε θα είναι επιτέλους η κατάλληλη στιγμή,
Μέχρι τότε όμως, να με σκέφτεσαι που και που
Ως το κορίτσι που πάντα ποθούσες κρυφά, και εκείνη το ίδιο.
Και κάπου εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας.
Υ.Γ
Μακάρι τον καπνό και τα χαρτάκια που σου είχα πάρει τότε, να ήταν τα τελευταία που κάπνισες
Ετσι λοιπον το βραδυ πηγαμε μια βολτα.Φτασαμε σε ενα ψηλο μερος που ειχε απιστευτη θεα του φεγγαριου.Εγω ομως αντι την θεα δεν μπορουσα να σταματησω να τον κοιταω
“Το αισθάνεσαι και εσύ;“ με ρώτησε. Τα μάτια του έλαμπαν τόσο πολύ λες και είχαν κλέψει το πιο φωτεινό αστέρι. Για μια στιγμή νόμιζα πως πήγε να δακρύσει. Φαντάστηκα πως τον είχε παρασύρει η ηρεμία της νύχτας, η στιγμή, ή τέλος πάντως ό,τι άλλο μπορούσε να τον κάνει να δακρύσει. "Σαν τι να αισθάνομαι;” αποκρίθηκα με απορία. Έκανε κρύο. Τα χέρια του ήταν πάντα ζεστά. Σαν με αγκάλιαζε ένιωθα το καυτό αίμα του να κυλά στις φλέβες του. “Αυτή τη μαγεία σε κάθε άγγιγμα…”. Με ξάφνια��ε! “Δηλαδή;” ήμουν περίεργη να δω τι θα απαντούσε. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν όταν ήταν μαζί μου, για μένα, για τον τρόπο που χαμογελάω, που μιλάω, που σκέφτομαι, δεν ξέρω καν αν περνούσα από το μυαλό του. Ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Μ'άρεσε βέβαια. Το έβλεπα σαν μια πρόκληση. Καθημερινή, η οποία θα μου άλλαζε κατά κάποιο τρόπο τη ζωή. Θα με έκανε καλύτερο άνθρωπο. “Ίσως ακουστεί υπερβολικό και κλισέ, μα όταν σε αγγίζω αισθάνομαι μέσα μου μια πυρηνική έκρηξη.” Χαμήλωσα τα μάτια μου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ακούμπησε απαλά το πηγούνι μου και το ανασήκωσε. Με έπιασε από τη μέση και με έφερνε όλο και πιο κοντά σε εκείνον. Οι παλμοί του δυνάμωναν. Ένιωθα την ανάσα του να με πλησιάζει λίγο-λίγο. Τα χείλη του είχαν τη γεύση που γούσταρα. Καφέ με καραμέλα. Μπορεί να μην είμαστε πλέον μαζί, αλλά τον κουβαλάω μέσα μου. Βλέπεις οι συνήθειες δεν αλλάζουν. Ήθελα να γίνει κομμάτι της καθημερινότητας μου και τα κατάφερα. Δεν μετανιώνω. Ποτέ και για τίποτα. Γι'αυτό, κάθε πρωί πίνω καφέ με γεύση καραμέλα.”
Δεν σε ένοιαξε. Δεν νοιάστηκες για το τι μπορεί να χω γύρω μου.
Λες και ήξερες ότι θα τα έκανα όλα πέρα για ‘σένα.
Δεν είχε νόημα όμως άλλο φιλί, αφού γεύτηκα τα δικά σου.
Δεν έιχε νόημα άλλο βλέμμα, αφού κοιτούσα τα μάτια σου.
Δεν είχε νόημα άλλη φωνή αφού η δική σου ήταν το μόνο που μπορούσα να ακούσω.
Δεν είχα επιλογή βλέπεις για κάτι άλλο. Ξέμεινα.
Και όχι επειδή γύρω μου δεν υπάρχουν επιλογές.
Υπάρχουν.
Εγώ απλά τις αγνοώ.
Και τείχη δεν πρόλαβα να υψώσω. Και τώρα πια, δεν θέλω κιόλας.
“Μην τρομάζεις, μην το μειώνεις, ζήσε το” μου παν.
Και τις άμυνες μου είχα πει δεν θα τις έριχνα ξανά. Έμαθα τι μπορεί να φέρει μια παράδοση.
Και μιά παράδοση μαζί σου, δεν ξέρω που θα με οδηγήσει.
Μα λέω να μην δώσω σημασία στον προορισμό. Αλλά στο ταξίδι.
Και ας τα ποντάρω όλα. Εξάλλου σε κλουβιά δεν μένω, και σίγουρα τον έρωτα σε ένα κλουβί δεν θα τον βρω.
Μπορεί να οδεύω προς μια κόλαση, μα μωρό μου άμα με περιμένεις στην πόρτα της, θα μπω μαζί σου.
Θυμαμαι την θλιψη που ενιωσα μεσα σου στην τελευταια μας αγκαλια.Που δεν ηθελες να μαφησεις.Που δεν ηθελα να σε αφησω.Που δεν ηθελα να φυγεις.Που ηθελα να παγωσει ο χρονος.Που ενιωσα τοσο εντονα το
-ε ξερεις κατι μου λειπεις.
Και κει βουρκωσα.Αλλα κανεις δεν το καταλαβε λογο της βροχης..
Σε ξανασκευτομαι οπως βλεπεις.Παντα ξεχνιεμαι και μολις εμφανιζεσαι τα γαμας ολα απο την αρχη..
Δεν ξερω τι με κραταει εδω μαζι σου.Ουτε γιατι επιμενω σε σενα.Ουτε γιατι εισαι διπλα μου ενω δεν εισαι.Ουτε γιατι εθιζομαι σε οτι με γρατσουναει.