malvinaamelien
malvinaamelien
look at the word with your own eyes.
129 posts
we are a pile of broken images swimming inside the body of Time
Don't wanna be here? Send us removal request.
malvinaamelien · 9 months ago
Text
Κρατώ στο χέρι την καφέ βαλίτσα με τις σκούρες κηλίδες αίματος στην αριστερή άκρη. Σχηματίζουν τα αρχικά του ονόματός σου. Ένα γραμματόσημο κολλημένο στραβά γράφει την οδό - rue J. Κι ύστερα μικρές τελείες. Είναι οι δρόμοι που περπάτησα για να σε δω, δρόμοι μουχλιασμένοι από την υγρασία της ανάσας μου, δρόμοι που δεν είχαν ποδήλατα ή καρότσια με μωρά ή σκισμένες αφίσες, αλλά μόνο τον ήχο της καρδιάς μου, σαραβαλιασμένο, να σέρνεται στο κρύο τσιμέντο με τις στάλες μιας βροχής και κιτρινισμένα φύλλα. Μια τελεία για το σταυροδρόμι λίγο πριν το σπίτι σου, εκεί που πάντοτε χανόμουν, μια για τη λίμνη με τα αγάλματα, μια για τον τελευταίο όροφο, μια για την πλατεία μες το χιόνι, μια για τη γωνία πριν τον σταθμό του μετρό ένα ξημέρωμα, μια για τον ακάλυπτο με τις τούβλινες μεσοτοιχίες, μια για την ανηφόρα ενός Γενάρη.
Περιμένοντας το τραίνο ενώνω τις τελείες με τα δάχτυλά μου. Οι γραμμές το δέρμα σου σχηματίζουν. Το μέτωπο. Αγγίζω τις λεπτές του ρυτίδες. Ύστερα τα μάτια, τη μύτη, τα χείλια. Γλιστράω απαλά μέσα στο πρόσωπό σου, τα δάκρυά μου υγραίνουν το ύφασμα της βαλίτσας, πέφτω χάμω, τα γόνατα γδέρνονται στις σκουριασμένες ράγες, τις ακούω να στριγκλίζουν, η μυρωδιά του κάρβουνου και η γεύση του αίματος με αναριγά, σφίγγω τη βαλίτσα στη ξεσκισμένη μου παλάμη, τα γόνατά μου αγκιστρώνονται στις ευθείες του μετάλλου, μέσα στο βουητό μιας άφιξης ή μιας αναχώρησης.
Οι τελείες. Απροσδιόριστου μεγέθους κύκλοι.
Βαθουλώματα στο νωπό χώμα, μαρτυρούν τα βήματά μας. Τότε που ανηφορίζαμε σε σκοτεινά πλακόστρωτα, σε κάποιο δάσος θαρρώ, έβρεχε, θυμάσαι την μυρωδιά της βροχής; Σαν ένα ταξίδι που είναι στον δρόμο, σαν μια θάλασσα που δεν ξεβράστηκε ποτέ σε λιμάνια, σαν ένα καλοκαίρι που ουρλιάζει. Μύριζε δέρμα κείνη η βροχή. Έμενε κολλημένη μέσα μας. Οι στάλες της αποτελούνταν από μικρές εκρήξεις . Κομμάτια από φως στροβιλίζονταν τρελαμένα γύρω μας, τελείες με ανεπαίσθητες γωνίες, τελείες πολύχρωμες μέσα σε ασπρόμαυρα τελάρα. Η μπογιά τους είναι φρέσκια ακόμη, γλύφω της αποχρώσεις της. Έχουν τη γεύση της ηδονής˙ εμμονικής, σιωπηλής, σαν τα γαλάζια βράδια του Σεπτέμβρη.
Άνω τελείες. Αναμονή.
Δεν έχει σημασία αν φεύγω ή αν γυρίζω. Ένας γέρος με κοιτά. Άσπρα τα μάτια του, σύννεφα που ταξιδεύουν. Ένα μαντίλι ματωμένο κουνά. Περπατώ στη σιδηροδρομική γραμμή. Το τραίνο όλο φτάνει. Διακρίνω το περίγραμμά του σαν παύσεις από παραμύθια, νιώθω τον σφυγμό του να βγαίνει από μέσα μου.
Στραγγαλίζω τους λυγμούς που έχουν γραπωθεί στο στέρνο μου .Οι χρωματιστοί χυμοί τους κυλούν στο εσωτερικό των ματιών μου. Τα αποκολλώ προσεκτικά από την υγρή τους βάση. Δύο βολβοί ματιών κάτω από σκούρες, πυκνές βλεφαρίδες. Μες τους χαρακωμένους μου καρπούς σαν υδρόγειες σφαίρες μοιάζουν. Έχουν τη μυρωδιά του νυχτολούλουδου . Φλέβες τα τυλίγουν, λευκές, αναρριχώνται σαν κισσοί γύρω από τα εξογκώματα. Τους σφίγγω στις ματωμένες μου παλάμες ,σπαρταρούν κι ύστερα λιώνουν, γίνονται οι δείκτες ενός ρολογιού, που για αριθμούς έχει τις μαύρες ολοστρόγγυλες τελείες από ζάρια.
Τώρα έχω δυο τρύπες για μάτια. Ξεχειλίζουν κομμάτια από παζλ. Μπορούν να αναδημιουργηθούν με πολλούς τρόπους. Σαν τοπία που μπλε και ώχρα στάζουν , σαν φώτα αιχμηρά που εκσφενδονίζουν υγρές, συμπυκνωμένες μνήμες.
Η σιδηροδρομική γραμμή σπάει σε τελείες. Κυνηγώ να τις μαζέψω. Σαν ένα παιδί που συλλέγει τους βόλους του ύστερα από το παιχνίδι.
Μια τελεία έχει το χρώμα του ξύλου. Την ακουμπώ στο μέρος της καρδιάς. Είναι ζεστή ακόμη, σαν να το 'σκασε από τις φλόγες ενός χειμωνιάτικου τζακιού.
Κι ύστερα θυμάμαι. Ναι, μοιάζει με την ελιά στο μέτωπό σου. Εκείνη κάτω από το πηγούνι σου. Εκείνη στις γραμμές του λαιμού σου. Εκείνη στον αριστερό σου ώμο. Ναι , μοιάζει με το υλικό των ματιών σου, με κείνες τις ολόγιομες πανσέληνους που γέμιζαν τις φλέβες μου φως, ένα φως λευκό, αναμειγμένο με την παστέλ απόχρωση του κεχριμπαριού.
Το έχασα το τραίνο, όχι ,δεν σταμάτησε ποτέ, είμαι εγώ αυτή που το κυνηγά ή είναι εκείνο ;
Τρεις τελείες. Αποσιωπητικά.
0 notes
malvinaamelien · 1 year ago
Text
θα ήθελα να συλλέξω τη φωνή σου Να την σταξω σε ένα πήλινο πιθάρι να παίρνω λίγο από το υγρό και να το πίνω την ώρα που θα το καταπίνω θα μουδιαζω λίγο όπως ο μαγικός ζωμός στον Αστεριξ
θα λούζομαι με αυτό Θα αφήνει μια υγρασία στο δέρμα μου Και ασημοσκονη Πώς μια φωνή γίνεται στάλες? Θα έπαιρνα τον ήχο από τις λέξεις και θα το�� έπλαθα σαν να φτιάχνω κουλουρακια Ή θα τον εστιβα σαν να ήταν πορτοκάλι Θα έφτιαχνα καραμέλες από αυτόν Και θα τις έγλυφα αργά Ύστερα θα έτρεχα τόσο γρήγορα μέσα στην πόλη,που θα νόμιζαν πως έπεσε κομήτης αποτην σκονη, θα εξαυλωνομουν, και κατά της διάρκεια οι φωνές σου όλων των χρόνων, θα ηχουσαν σαν καμπάνες, σαν πυροτεχνηματα, από μέσα μου
0 notes
malvinaamelien · 1 year ago
Text
που πας; με ρωτάς
πάω στη θάλασσα.
πού ήσουν όλο αυτό το διάστημα;
ήμουν ανάμεσα σε σύμπαντα
λαχανιασμένη
με την καρδιά να χτυπάει μέσα από το βλέμμα
να περιμένω
μου έλεγες πάντα
πως τη ζωή πρέπει να την ζω,
ενώ εγώ την σκέφτομαι.
με ρώτησες ποιά είμαι
είμαι ουρλιαχτά
με ρώτησες τι ψάχνω
ψάχνω απαντήσεις
να τις γράψω σε ένα χαρτί
και έπειτα να το κάψω
και έτσι να καούν και οι ερωτήσεις
τελικά κατάλαβα πως η λύπη είναι σχεδόν άχρηστη
Πού πας ; με ρωτάς
Ίσως πάω στο σπίτι
το κουβαλάω μέσα μου
υπάρχει κάποιος που με περιμένει και θα χαμογελάσει
*Μαλβίνα Α.
0 notes
malvinaamelien · 1 year ago
Text
Κάθε αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές. Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός. Το αίσθημα της ελευθερίας του άλλου. Της αξιοπρέπειάς του. Την παραδοχή.
Marguerite Yourcenar (8/6/1903 - 17/12/1987). Απόσπασμα συνέντευξης, στο βιβλίο της Ε. Νικολαϊδου "Μια ευλαβική ανάμνηση", εκδ. Ελληνικά Γράμματα
0 notes
malvinaamelien · 1 year ago
Text
Δεν ξέρω πόσες ψυχές έχω. Αλλάζω κάθε στιγμή Πάντα σαν ξένος νιώθω. Ποτέ δεν βρήκα τον εαυτό μου. Για να 'μαι ζωντανός, έχω ψυχή. Άνθρωπος που έχει ψυχή, δεν έχει ηρεμία. Άνθρωπος που βλέπει, είναι αυτό που βλέπει. Άνθρωπος που νιώθει, δεν είναι αυτό που νιώθει. Προσεχτικός σε ό,τι είμαι και σε ό,τι βλέπω, Γίνομαι οι άλλοι και σταματώ να είμαι εγώ. Κάθε μου όνειρο, κάθε επιθυμία Ανήκει σε όποιον το 'χει και όχι σ' εμένα. Το τοπίο μου είμαι εγώ ο ίδιος.
f. pessoa
0 notes
malvinaamelien · 1 year ago
Text
Δε θ’ αντιταχθώ
στα μαθηματικά
πράγματι
η ευθεία γραμμή είναι η πιο σύντομη
απόσταση μεταξύ δυο σημείων
όμως δεν είναι πάντα καλό να την χαράσσουμε
σε κάποιες περιπτώσεις
μπορεί να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον
να πλησιάσουμε σχηματίζοντας κύκλο
απ’ το ένα σημείο στ’ άλλο
δίνοντάς μας χρόνο να σιγουρευτούμε
αν είναι θεμιτό να τα ενώσουμε
ή αν αντίθετα
το καλύτερο είναι να τα αφήσουμε ασύνδετα επ’ άπειρον
καμιά φορά
το να χαράξεις μια απλή ευθεία γραμμή
ανάμεσα σε δυο σημεία προκαλεί καταστροφή
μια πραγματική καταστροφή
Φερνάντεθ, Φεράν, Δώδεκα ενθουσιαστικά ποιήματα σε απόγνωση, Το Δέντρο, τεύχ. 159-160, χειμ. 2007-2008, σελ. 260-263
0 notes
malvinaamelien · 1 year ago
Text
τι ώρα ανατέλλει ο ήλιος μέσα στο κεφάλι μας
ενθάδε κείται η πατρίδα των παιδικών μας χρόνων
οι ρυτίδες από το χαμόγελο μας ανήκουν
είμαστε εμείς
όλοι οι άνθρωποι που περάσαν από μέσα μας
κοιτάμε τον ουρανό κοιτώντας ο καθένας το δικό του ταβάνι
ζωγραφίζουμε δένδρα και περιμένουμε να ανθίσουν
η αγάπη χαρίζει χρόνια
χρόνια που πέφτουν πάνω μας
σκεπάζουν τα τραύματα
όσες φορές και αν κλαίμε
τα δάκρυα μας κάνουν να βλέπουμε
να αναγνωρίζουμε πλέον τις σκιές
να είμαστε ακόμη εδώ
να ζούμε
*Μαλβίνα Α.
0 notes
malvinaamelien · 3 years ago
Text
όνειρο, μεσάνυχτα κυριακής
Οι πρωινές καμπάνες χτυπουν μέσα στο κεφάλι μου. αναμιγνυονται με τον ρυθμο της καρδιας. χοροπηδαει πανω στο κρεβατι το στηθος, θελει να βγει απο το σωμα.
ματια που σταζουν μελι, το κορμι υγρο. ανοιγω το παραθυρο. ο αερας του αυγουστου και η μυρωδια της προσμονής.
τι γευση εχει το δερμα σου;
φτανω με το ποδηλατο στο απεναντι βουνο. τρεμω.
το κρυμμένο πλακόστρωτο και ο ίσκιος των φύλλων. ξεκινώ να χορευω σαν να μην με βλεπει κανείς.
ο ήχος του δέρματος πάνω σε δέρμα. το τρεμουλιασμα της γλώσσας που ακολουθεί τις άκρες του κορμιού.
πώς γίνεται να βλέπω τα μάτια σου μέσα στο σκοτάδι;
κλαίω ξανά. τρέχω να πλύνω το πρόσωπο από την καταραμένη προσμονή. απλώνεται πάνω του σαν αναρριχητικό φυτό. ύστερα ξεκολλώ το δέρμα που μυρίζει επιθυμία. καίω την κάθε πέτσα που πέφτει στο έδαφος. κι όμως εκείνη ξανακυλαει πανω στα μαγουλα, σταζει απο τα χειλη.
πώς γινεται να βλεπω τα αστέρια, πώς γίνεται να πέφτουν μέσα μου, να καίγονται ; λιωνω πάνω στην υγρή οροφή.
γαμημένες ενοχές, γαμημένες προσδοκίες. γαμημένη επιθυμία.
Πού είναι τα χέρια σου; τα διψάω.
Τα εχω στην μνήμη. τη φυλάω προσεκτικά μέσα στο στομάχι μου, στα δάχτυλα, στο στέρνο μου. σαν ένα χάδι είναι.
εγκλωβίζω τον χρόνο σε συμπυκνωμένες στιγμές από ουρλιαχτά. 
ύστερα θυμαμαι να τρεχω σε ενα μονοπατι γεματο πετρες, να ακουω τα συρσιματα του ανεμου. ένας σκατζόχοιρος κοιμάται κοντά στην εκκλησία.
ξημερωματα. περσίδες πεφτουνε στον ουρανο, στροβιλίζονται σαν τρελές μέσα στο ημίφως.
πόσο ζυγίζει η καρδιά σου;
το πρωι ξυπνησα γυμνή σε ένα λιβάδι με σπαρμένους σπόρους. θυμαμαι να τρέχουνε ποτάμια από τα μάτια σου, νερό γάργαρο και δροσερό, να γίνονται θάλασσες και να κολυμπαω μέσα τους. καίω. είμαι λαχανιασμενη σαν να ετρεξα χιλιάδες χιλιόμετρα σε μια στιγμή, με μιαν ανάσα.
8 notes · View notes
malvinaamelien · 3 years ago
Text
η τρίτη φορά
ενα λεπτο μαχαιρι. απο αυτα που ξεφλουδιζουν φρουτα. το παιρνει με ματια που λαμπουν. χαρασσει προσεκτικα το δερμα, στο χείλος των ραφών σκαλίζει διόδους. λίγο πιο πάνω από το στομάχι. ανοίγει τη σάρκα, κοιτωντας τα χερια του, ποση μεγαλη μοναξιά χωρούν. μπορει να την ψηλαφίσει. σταζει από μέσα του. την χύνει στη βαλιτσα. Υπερβαρο παλι. μα πώς να ταξιδέψει χωρίς δαυτην. περιμένει. το βλεμμα σκαρφαλώνει στα δωματια, στις πολυθρονες και τα ξέστρωτα κρεβάτια, στο ραδιοφωνάκι της κουζίνας, τις γλάστρες στα μωσαικά, τις βιβλιοθήκες, το κουδούνι με τα ξεσκισμένα χαρτάκια, τις πόρτες που τρίζουν. πολύβουη πόλη, τα σόσιαλ που τρεμοπαίζουν, οι ειδοποιήσεις  αντανακλώνται στα μάτια. πεινάει. ενας κυκλος οσο το κορμί κουλουριασμένο. πόση μοναξιά χωράει; στέκεται κάτω από το φανάρι να μετρήσει τη διάμετρο της αγκαλιάς του, τη διάμετρο της χουφτας του υπολογιζει. ντιν νταν ντον. ο κουκος. στο ρολοι στον τοιχο. παιδι οταν το ακουγε να χτυπα ετρεχε για υπνο. μαζι και οι φοβοι του διατεταγμενοι σε σειρα ξαπλωναν ενας ενας διπλα του. τικ τακ. τικ τακ. ακουγε το σφυγμο τους σε καθε του ανασα. κάποτε τους εσπρωχνε, να πεσουνε κατω απο το κρεβατι να τον αφησουν ησυχο, μα κεινοι γεννουσαν και φτιαχναν οικογενειες ολοκληρες τοσο που δεν χωρουσε πια στο κρεβατι. τοτε χωνόταν από κάτω, μέσα στο πηχτό σκοτάδι και τα πεταμένα κουκλάκια στις γωνίες, μεχρι να αποκοιμηθει. ντιννν. πράσινο. αρχίζει να διασχίζει το δρόμο. η βαλίτσα σέρνεται ολοένα και πιο δυσκολα. σε καθε βημα του βαραινει. ποσο ζυγιζει η μοναξιά; το κινητο καταχωνιασμένο στον πάτο, στο αθόρυβο. για πολλές ώρες δεν θα χτυπήσει. ίσως και για μέρες. κάποτε αναθαρρεί, νομιζει πως ακουει τη μελωδια του να χτυπα αναμεσα στις κορνες και τις ομιλίες. η φαντασία του. αγγιζει τις παλάμες του. να, η αίσθηση μιας σκέψης. τώρα η βαλίτσα εχει φουσκωσει. στεκεται ακινητος, ιδρωμενος στη μεση του δρομου με τα αυτοκινητα να κορναρουν. η τρυπα στην καρδια ολοένα μεγαλώνει, χύνεται όση απέμεινε πανω στη βαλιτσα, σα μπογια την πιτσιλάει. μα τα χερια ειναι ζεστά, απαλά, περιμένουνε να αγγίξουν. πόση μεγάλη μοναξιά χωρούν. μπορούν να χωρέσουνε και των άλλων. μπορούν να αγκαλιάσουνε και αυτή των άλλων. κι ύστερα το αμαξι που ετρεχε με την ξεφρενη μουσικη σκάει πάνω στη βαλιτσα και εκεινος αναπηδαει, καρφωνεται στον τοιχο. το μυαλο του πιτσιλαει το πεζοδρομιο. σαν κομφετι απλωνεται στους περαστικους. το κινητο χτυπαει.
0 notes
malvinaamelien · 4 years ago
Text
Δευτέρα βράδυ
Στεκόταν στο τέρμα κάποιου πεζοδρόμου, σε κείνη την πλατεία με τις μουσικές και τον καπνό.
Άνοιξε το βιβλίο. Μπήκε μέσα του. Μέσα στο μελάνι των λέξεων. Ένας υγρός αέρας στρίγγλιζε μέσα στο στομάχι της. Οι λέξεις γινόντουσαν χελιδόνια. Την τσιμπούσαν στο στήθος. Γέμιζαν το στόμα της με αίμα. Τρυπώνανε στα δάχτυλα των ποδιών της και τα κάνανε να χορεύουν. Έφτιαχναν φωλιές μέσα στα μαλλιά της.
Μα συγκρατούσε έναν λυγμό μέσα της. Έναν μεγάλο και βαθύ, τόσο βαθύ που την έκανε να ανατριχιάζει. Ήταν που δεν πρόλαβε να πει όσα θα ήθελε, ήταν που όλα τέλειωσαν τόσο νωρίς, ή μάλλον δεν ξεκίνησαν καν. Ήταν που η βία του αποχαιρετισμού της έφερνε στον λαιμό μια καυτή θλίψη.
Και ξάφνου, όσο βυθιζόταν μέσα στις λέξεις, οι λέξεις ξεκολλούσαν από το χαρτί, πετούσαν μέσα στον άνεμο του κορμιού της, έμπαιναν στις φλέβες της , στα μάτια της. Μέχρι που έφτασαν στο μέρος της καρδιάς, την ξέσκισαν, την ρούφηξαν, την έσπασαν σε χίλια μικρά κομματάκια, σε χίλιες καρδιές που συνέχιζαν να χτυπούν μέσα στο κεφάλι της.
Και οι καρδιές έγιναν λέξεις, οι λέξεις από το βιβλίο με τις λευκές πια σελίδες, και πάλλονταν σε κάθε σημείο του κορμιού της , άλλοτε ησύχαζαν, άλλοτε έτρεμαν, άλλοτε ο παλμός τους μεγάλωνε τόσο που νόμιζε πως ��α σπάσουν, ή σώπαινε τόσο που νόμιζε πως είναι πια νεκρή.
Και οι λέξεις χοροπηδούσαν μέσα της, ώσπου έγινε και εκείνη μια λέξη, μια λέξη που αποτελούνταν από χιλιάδες γράμματα, από χιλιάδες καρδιές, από χιλιάδες χελιδόνια.
Και ύστερα κανείς δεν αντιλήφθηκε την έκρηξη, μα ο δρόμος γέμισε φως, που στην πραγματικότητα ήταν χιλιάδες θραύσματα, από παλλόμενες καρδιές, λευκές, χωρίς ίχνος αίματος αφού το αίμα ήταν πια οι λέξεις.
Μα όλοι απόρησαν όταν κραυγές ξεχύθηκαν από παντού, έψαχναν να τις βρουν να τις σταματήσουν , και τότε μονάχα είδαν το φως που έπεφτε από την έκρηξη , σαν φλεγόμενα άστρα.
Και τότε οι λέξεις έγιναν βροχή, μια βροχή με μυρωδιά νυχτολούλουδου.
Ήταν εκείνη, από την αρχή, οι λέξεις του βιβλίου, οι λέξεις πριν από κάθε κεφάλαιο.
Μέσα μου φτερουγίζει ακόμη μια από εκείνες τις καρδιές.
Το βιβλίο δεν μπόρεσα να το τελειώσω.
Τα μάτια μου είναι κολλημένα μέσα στα δάκρυα. Δάκρυα. Δάκρυα. Δάκρυα. Και κείνος ο λυγμός. Αναπνέει μέσα στο στέρνο μου. Νομίζω δεν θα φύγει ποτέ.
-Mαλβίνα Α.
0 notes
malvinaamelien · 4 years ago
Text
Περασμένες δύο. Σιγή. Ακούς την ανάσα σου σαν να βγαίνει μέσα από τα πνευμόνια. Σκοτάδι. Τα μάτια κλεισμένα μα απο μέσα τους κυλούν δάκρυα, δάκρυα πηχτά, καυτά, παλλόμενα. Για όλες τις στιγμές που περίμενες, για όλες τις στιγμές που πόνεσες, για όλες τις στιγμές που φοβήθηκες. Μάτια γερά κλεισμένα, μα τα δάκρυα να κυλούν δίχως τέλος. Αθόρυβα. Η ανάσα γίνεται πιο κοφτή τωρα. Ένας συριγμός. Περιμέ��οντας να χτυπήσει το τηλέφωνο το σκοτάδι γινεται πιο βαθύ. Σαν να τυλιγονται οι φλέβες μέσα του, σαν να ενώνονται με αυτό και μα ρέουν μαύρο. Σκάβουν τα μάγουλα, τα γεμίζουν χαρακιές, η κάθρ μια είναι σαν μια σουβλιά στο στήθος. Σαν ενα χαστούκι στο πρόσωπο, σαν μια βέργα στο δέρμα, σαν μια κλωτσιά στα σωθικά. Τα δάκρυα καίνε τα πάντα τώρα, μυρίζει στάχτη το πρόσωπο. Το χαμόγελο όλης της ημέρας, το 'όλα καλά' δεν υπάρχει σχεδιασμένο. Μόνο δυο μάτια, στο σχήμα αμυγδάλου όπως συνήθιζαν να λένε ειναι ερμητικά κλειστά μα βλέπουν τα πάντα. Όλες οι προηγούμενες στιγμές περνούν απο μέσα τους, τα τρυπούν και διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα. Το οξυγόνο λιγοστεύει. Το πρωί θα ξυπνήσεις με δυο λευκές κόγχες. Ο χυμός του βλέμματος θα έχει απορροφηθεί από τα αποκαΐδια. Η προσμονή. Πάλι. Ο φόβος. Οι πληγές που δεν έκλεισαν. Ουρλιάζουν μέσα στο κεφάλι σου. Κοπανούν με λύσσα τα τοιχώματα του στέρνου σου. Νιώθεις πως ανακατεύεσαι. Φτύνεις ό,τι απέμεινε μέσα σου και σηκώνεσαι αργά. Το τηλέφωνο δεν χτύπησε. Ούτε θα χτυπήσει. Όταν ανοίξεις την πόρτα τίποτε από όλα αυτά δεν θα φαίνεται πάνω σου. 'Όλα καλά'.
0 notes
malvinaamelien · 4 years ago
Text
περασμένες μία. τα φωτα απο τα αυτοκινητα μοιαζουν με πυγολαμπιδες οπως τοτε στο δασος βορεια του Μ. που για πρώτη φορα ειδα ουρανιο τοξο. θυμαμαι τα ξυλινα κομματια απο το καλουπι. ένα χερι ητανε θαρρώ, το βουτούσαμε σε κοκκινη μπογια κι υστερα πάνω στο δέρμα. νύχτες, νύχτες ξάγρυπνες με μια διψα στην ψυχη, στο βλεμμα, με αναρριχήσεις στη στέγη των διπλανών κατοικιών μέχρι να δούμε την μικρή άρκτο. η βροχη μέσα στο στομάχι μας έκανε το στομάχι να γουργουρίζει. βροχή στα χείλια και στην παλάμη ορτανσίες. τι χρώμα έχει η προσμονή; σε λίγα λεπτά το λευκό βανάκι θα έχει διασχίσει το οικόπεδο. μπαινεις μεσα σαν να ηταν κυριακή, σαν να ετοιμαζεσαι για εκδρομή. αγγίζεις το τζάμι σαν τον παιδικό σου εαυτό. πού πάμε; ρωτας ξεροντας πως δεν υπάρχει απάντηση. το κρύο νερό τώρα εχει σκεπάσει το στήθος σου. ολοένα και πιο βαριά τα πέλματα καρφιτσώνονται στον βυθο. πώς μπορεί το σκοτάδι να είναι φωτεινο; τωρα ο ηχος της καρδιάς σου βγαίνει από το στόμα σου μέσα, σαν ένα τραγουδι που μόλις δημιουργείται. χωρις οξυγονο. τα πνευμονια συμπυκνωνονται. καθε ανασα ειναι ενα ουρλιαχτο. ενας συριγμος. το τρενο που περνουσε καθε απογευμα, η πορτα που ανοιγε με βιάση. κοιτάς κατω να μην δουν τα δακρυσμενα σου ματια. μεχρι να φυγει και ο τελευταιος ταξιδιωτης, ανθρωποι που κρατουν ταμπελες, που φωναζουν ονοματα, που περιμενουν, που αγκαλιάζουν. ηρθε η ωρα να βγεις. και καθε βλεμμα μεσα στην κογχη του ματιου ειναι μια σουβλιά που αντηχει στον αριστερο σου καρπό. τα λουλουδια που κρατουσες μαραινονται με καθε μετακινηση του δεικτη. το μεγαλο ρολοι. οπου και να στρεχεις το βλεμμα, ενα ρολοι τοιχου, καδραρισμενο ή εντιχοισμένο, χτυπαει σε άλλη στιγμή. τα σκαλιά για το υπόγειο. κλεινεις την πόρτα και πίσω της παύουν οι μέρες να στάζουν. το τραπεζι στρωμενο για κάθε νεκρή στιγμή που σε επνιξε σε αναφιλητα. τι γευση εχει ο φοβος;
αλλη μια αποτυχία. τις στοιβαζεις εδω και χρονια σαν βιβλια. μαζευοντας απο κατω καθε σκονισμενη σκεψη, τις ακουμπας στα ξυλινα ραφια. καθε μια έχει άλλη συνθεση υλικων, άλλο βάρος. πόσο ζυγίζει η καρδιά σου τώρα; τρεμεις. το χερι παραλύει. τα γονατα σκάνε στο πέτρινο δαπεδο. ματωνουν. οι χαρακιές στο δέρμα σου δεν ειχαν κλεισει. τις ειχες καλυψει με χρωμα. οχι, λες, οχι δεν θα κλαψω. κι υστερα τα δακρυα ξεχεινονται από το μέρος της καρδιάς σαν θάλασσες, μονο που εχουν τις αποχρώσεις των δειλινών. και λες, θα ξανασηκωθώ. αλλά τρεκλίζεις. φτιάχνεις ιστορίες και ανεβαίνεις στη ράχη τους να σε πάρουν μαζί τους. λίγο ακομη και θα φτασεις σε εκεινη την πολιτεια. εκεινη που θυμασαι απο μικρο παιδι, την εβλεπες καθε βραδυ. μα η πραγματικότητα τρεχει παντα πιο μπροστα, ο καβαλαρης σε αρπαζει και σε ριχνει με βια στη γη. σταζουν τα ματια σου χειμμάρους, και ο πονος σου θυμιζει τις παλιές πληγές που νόμιζες πως είχαν κλείσει.
σαν να ζεις ξανα και ξανα την ιδια ιστορια, με άλλη αρχη και άλλο τέλος. κι ομως μαζευεις ενα ενα τα ξέφτια της και τα βάζεις με προσοχή στο ράφι. πρέπει να μπαλώσεις τα κενά στο δέρμα σου. ξανά. ωστε να βγεις εξω και να φαιεσαι συμπαγης. κι υστερα παλι θα χυθει το μυαλο σου μεσα στο σωμα σου. φτυνεις το υγρό κι υστερα κάνεις πως κοιμάσαι. μέχρι ο πόνος  να αφήσει τα μάτια σου ορθανοιχτα, πετρωμενα, να αναβλυζουν ακομη δακρυα.
0 notes
malvinaamelien · 4 years ago
Text
Fuori contesto.
Non so che ora sia, né mi interessa saperlo. Non importa, dopo tutto.
La sveglia dice l'ora delle notizie e le Informazioni ufficiali, ridotte a numeri. Tanti morti, tanti malati.
Ma non possiamo misurare il dolore della perdita, no ? Stiamo davanti agli schermi e leggiamo, pensiamo che questa sia la vita. Come viene rappresentata la tristezza in una curva? La morte? le storie dei morti?
Ho paura.Temo che nulla cambierà dopo.
Non sono mai stata così grata e felice di stare in salute. So che passerà l'emicrania. Ingoio gli antidolorifici insaziabilmente e guardo la primavera che verrà. La natura continua il suo ciclo. Ognuno lo capirà a suo modo.
Una tempesta di videochiamate. No, non voglio. Ma solo ora si sono ricordati di me? Prima, dove erano ? Spariti. Che ironia. Furono lasciati soli e sono spaventati di loro se stessi. No, la solitudine non riguarda l'essere tra la quattro mura. Questo è un privilegio, ma sentirsi soli durante una videochiamata? Cosa significa? Come puo’ essere risolto? Beh, alla fine questi non sono problemi. Sono situazioni. Che ci fosse il virus o no, il vero interesse o la solitudine esistevano già. Non sono nati all'improvviso. Sono solo venuti in superficie.
La cosa peggiore è non avere nessuno con cui effettuare una videochiamata.
Vorrei poter alleviare il dolore di coloro che soffrono. Lo trasformerei in nuvole e la pioggia verserebbe le loro lacrime. Il soffito sopra la mia testa improvvisamente non mi pesa. Sono fortunata. Penso a chi non lo ha. Poi penso a loro che abbraccerò tra qualche mese. Penso a quelli che non hanno qualcuno da abbracciare.
Il tempo è passato.
È mezzanotte
Chiuderò gli occhi e farò finta di dormire.
Antigone, che voleva seppellire suo fratello morto, Polyneiki, mise l'onore degli dei e l'amore per suo fratello sopra delle leggi degli uomini.
E ora tanti corpi giacciono come sacchi.
Hubris?
Questo è quello che ho pensato all'inizio. Adesso non lo so. Forse alla fine non importa molto.
Dobbiamo amare le persone finché sono vive. Finché siamo vivi.
Mostrare il nostro amore.
L'unica cosa che abbiamo, l'unica cosa che ci appartiene, è il presente.
 Malvina A.
1 note · View note
malvinaamelien · 4 years ago
Text
"There is a mask for the family, one for the society, one for the job. But when you're alone no one remains.”
Luigi Pirandello.
C’è una maschera per la famiglia, una per la società, una per il lavoro. E quando stai solo, resti nessuno.
Uno, nessuno e centomila, L. Pirandello
1K notes · View notes
malvinaamelien · 5 years ago
Text
αποκαθήλωση
ύστερα από τη μάσκα που τράβηξα από το πρόσωπό σου
γλίστρησαν τα ρούχα από το σώμα
μεμιάς
σαν να βιάζονται να ελευθερωθούν απο τον εγωισμό σου
οι κογχες των ματιών σου έλιωσαν
μπαρούτι μυρίζουν
κατάπια την βόμβα και έσκασε μέσα στο στομάχι μου
τώρα βλέπω καθαρά
μια στήλη από κάρβουνα που σιγοσβήνουν είσαι
συγκαλυμμένη σε δήθεν αβρότητες
ανοίγω τα παράθυρα να φύγει η φθορά
ένα πράγμα μένει μονάχα τώρα.
Να σε ξεχάσω.
0 notes
malvinaamelien · 5 years ago
Text
ΕΡΓΟ ΓΙΑ ΜΑΣΚΑ, II Φτιάξε μια μάσκα μεγαλύτερη από το πρόσωπό σου. Γυάλιζέ την καθημερινά. Κάθε πρωί πλένε τη μάσκα αντί για το πρόσωπό σου. Αν κάποιος θελήσει να σου δώσει ένα φιλί άφησέ τον να φιλήσει τη μάσκα.              (Χειμώνας του 1961)
Yoko Ono, Grapefruit.
1 note · View note
malvinaamelien · 5 years ago
Text
η στυλιζαρισμένη φύση
τα γυαλισμένα βότσαλα στην άκρη των ομοιόμορφα κλαδεμένων δένδρων
δίνετε το σχήμα σε ό,τι μπορείτε να ελέγξετε
ο,τι απομένει το κρύβετε κάτω από το χαλί
με βιάση
με τρόπο μην σας δουν οι γείτονες και καταλάβουν
και το βράδυ όλα φαίνονται καλογυαλισμένα
έτοιμα προς οπτική κατανάλωση
μα το φως του πρωινού δεν ξεγελιέται
οι ίσιες γραμμές μοναχά καλύπτουν
0 notes