Ελληνικός Όμιλος Πολιτικής και Ιδεολογικής Αναθεώρησης
Don't wanna be here? Send us removal request.
Photo

Να μετράμε τα έσοδα, όχι μόνο τις αφίξεις
Το τηλέφωνό του δεν σταματά λεπτό να χτυπά. «Με παίρνουν ακόμα για συγχαρητήρια», εξηγεί. Εχουν περάσει λίγα 24ωρα από την εκλογή του ως νέου προέδρου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων. «Μην ανησυχείτε, πριν ξεκινήσουμε, θα το κλείσω». Τηρεί την υπόσχεσή του με το που καθόμαστε στη σκιερή αυλή του ξενοδοχείου Electra Palace, στην Πλάκα. Γιατί εδώ; Γιατί ο Γιάννης Ρέτσος, ο άνθρωπος που θα ηγηθεί της πορείας του ΣΕΤΕ τα επόμενα τρία χρόνια, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την τύχη του ελληνικού τουρισμού, είναι διευθύνων σύμβουλος και από τους βασικούς μετόχους του ομίλου Electra Hotels & Resorts, με πέντε ξενοδοχειακές μονάδες στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στη Ρόδο. Το συλλογικό και το ατομικό θα εναλλάσσονται, λοιπόν, στην κουβέντα μας. Ξεκινάμε με τις προβλέψεις για το φετινό καλοκαίρι που είναι θετικές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΤΕ, τα τουριστικά έσοδα πιθανότατα θα αυξηθούν ώς και στα 14,5 δισ. ευρώ, μετά την πτώση τους στα 13,2 δισ. ευρώ το 2016 (άνοδος της τάξεως του 9%). Οι αφίξεις τουριστών θα φτάσουν τα 27 εκατ., από 25 εκατ. πέρυσι. Πού οφείλεται αυτή η «άνοιξη»; «Σίγουρα στις ευρύτερες γεωπολιτικές συνθήκες και συγκυρίες, αλλά κυρίως στις επενδύσεις που έγιναν από τον ιδιωτικό τομέα και στο γεγονός ότι συνεργαστήκαμε ως κλάδος με κυβερνήσεις και υπουργεία και χαράξαμε κοινούς στόχους τους οποίους ακόμα κυνηγάμε», λέει ο Γιάννης Ρέτσος. «Είναι... ευκολάκι, λοιπόν, για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα των πιτσιρικάδων, η ενασχόληση με τον τουρισμό;», τον ρωτώ. «Δεν θα το έλεγα. Επιχειρηματικά, δεν είναι εύκολος ο τουρισμός. Ιδιαίτερα αν μιλ��με για τα ξενοδοχεία. Από τη μία πλευρά απαιτεί μεγάλα κεφάλαια κι από την άλλη ο χρόνος απόσβεσης είναι μακρύς και αβέβαιος. Οπότε, η δυσπραγία σε σημαντικές τουριστικές επενδύσεις που παρατηρείται δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική κατάσταση της χώρας μας και το ρίσκο που αυτή συνεπάγεται, αλλά και με το γεγονός ότι στα μάτια των επενδυτών αυτή η ενασχόληση δεν θεωρείται καθόλου ελκυστική. Διευκρινίζω, όμως, ότι αναφέρομαι κυρίως στα ξενοδοχεία, γιατί σε άλλους τομείς, όπως το Διαδίκτυο που τείνει να κυριεύσει τα πάντα, υπάρχουν κενά για startups, εφαρμογές και υπηρεσίες που “κουμπώνουν” στον τουρισμό και δεν απαιτούν τόσο μεγάλα κεφάλαια όσο ανοιχτό μυαλό και ετοιμότητα: να δεις τι θέλει η αγορά και να της το προσφέρεις». Χώρος υπάρχει, λοιπόν, ακόμα και για νέους ή «μικρούς» επιχειρηματίες, φτάνει να επιδεικνύουν καλά ανακλαστικά στα καινούργια δεδομένα. «Και για όσους θέλουν να εργαστούν ως στελέχη του τουρισμού», συμπληρώνει ο συνομιλητής μου. «Αυτό είναι κάτι που ευτυχώς έχει αλλάξει. Ξέρετε, επί δεκαετίες οι Ελληνες ζούσαμε με πολλά στερεότυπα και στρεβλές απόψεις. Πιστεύαμε ότι ο τουρισμός είναι καθαρά εποχική δραστηριότητα. Μας κυνηγούσε αυτό που είχε πει το 1981 ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου: “Εμείς δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης”. Θεωρούνταν υποτιμητικό το να ασχολείται κανείς με τον τουρισμό. Νέοι άνθρωποι έμπαιναν στον χώρο αντιμετωπίζοντάς τον ως μεταβατικό στάδιο: για να κάνουν ένα... πέρασμα και να βγάλουν χαρτζιλίκι μέχρι να βρουν τον επαγγελματικό τους δρόμο». Πλέον, αυτό έχει αλλάξει. Στα χρόνια της συνεχιζόμενης ύφεσης, όταν οι θέσεις εργασίας σε κλάδους περιζήτητους κατά το παρελθόν συρρικνώνονται ολοένα και περισσότερο, ο τουρισμός φαντάζει μοναδική λύση για πολλούς. Ο Γιάννης Ρέτσος το επιβεβαιώνει. «Βάζουμε αγγελία για μία θέση και δεχόμαστε δεκάδες καλά βιογραφικά ακόμα και από εργαζομένους με εμπειρία σε άλλους τομείς της οικονομίας που αναζητούν διέξοδο για να αποφύγουν την ανεργία». Τον ρωτώ για τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο κλάδος του τουρισμού. «Η υπερφορολόγηση είναι ψηλά στη λίστα. Μαζί με την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού προϊόντος, την οριστική επίλυση του χωροταξικού ζητήματος, την ευέλικτη πολιτική για τα “κόκκινα“ δάνεια στις τουριστικές επιχειρήσεις. Και δεν γίνεται να καλούμαστε κάθε τόσο να σηκώσουμε νέα βάρη τα οποία δεν έχουμε προϋπολογίσει. Οπως το τέλος διανυκτέρευσης. Είμαστε σε διαπραγματεύσεις για τα συμβόλαια του 2018 και δεν ξέρουμε αν θα περάσει στον πελάτη. Ζητήσαμε από την κυβέρνηση να ισχύσει μόνο για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Αν ισχύσει για όλη τη χρονιά, θα αναγκαστούμε να το μετακυλίσουμε στον πελάτη. Το προϊόν μας είναι ήδη ακριβό σε σχέση με τον ανταγωνισμό, οι πελάτες μας θα δυσαρεστηθούν, θα έχουμε ενδεχομένως απώλειες. Φαύλος κύκλος, δηλαδή!». Οι στρατηγικοί στόχοι του ΣΕΤΕ θα είναι τέσσερις – Ποιες είναι οι προσδοκίες σας; Ποιο λιθαράκι θέλετε να βάλετε στο οικοδόμημα του ελληνικού τουρισμού ως επικεφαλής του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων; – Οι στρατηγικοί στόχοι του ΣΕΤΕ θα είναι τέσσερις. Να κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να εδραιωθεί η Ελλάδα στους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς του κόσμου. Είμαστε ήδη σε καλή θέση στη σχετική κατάταξη, είναι γνωστό, αλλά πρέπει να παραμείνουμε ψηλά, να μην είναι πρόσκαιρη η εκτίναξη που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Να διαφυλάξουμε την εργασιακή ειρήνη· σ’ αυτό το θέμα έχω ιδιαίτερη ευαισθησία. Πιστεύω στην ανάγκη να είναι ρυθμισμένη η αγορά εργασίας με αμοιβαίες υποχωρήσεις, αυτή είναι βασική προϋπόθεση για την επιτυχία μας. Μην ξεχνάτε ότι είμαστε ο πρώτος κλάδος που έδωσε αυξήσεις μέσα στην κρίση. Δεν άνοιξε μύτη μέσα στα ξενοδοχεία, οι υπηρεσίες μας ολοένα και βελτιώνονται, οι τουρίστες μένουν ευχαριστημένοι. Ζητούμενο είναι φυσικά και η στενή συνεργασία με τις κυβερνήσεις. Εμείς βλέπουμε τον τουρισμό ως εθνική υπόθεση, όχι ως πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης. Οποια κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τη σημασία και τη δυναμική του, εμ��ίς θα είμαστε στο πλευρό της, να τη στηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Τέλος, σκοπεύουμε να επιδείξουμε ακόμα μεγαλύτερη εξωστρέφεια, δηλαδή να έρθουμε κοντά στις τοπικές κοινωνίες, να συνδεθεί ουσιαστικά ο πρωτογενής τομέας με τον τουρισμό. Είναι μια δραστηριότητα που αφορά όλους, εμπλέκει πολλούς κλάδους της οικονομίας. Αν στη διάρκεια της θητείας μου καταφέρουμε έστω και ένα μέρος αυτών, θα είμαι ευχαριστημένος. – Το θέμα της τρομοκρατίας σας απασχολεί; – Φυσικά! Η απειλή, άλλωστε, όπως φαίνεται από τα χτυπήματα (σ.σ. εκείνη την ημέρα είχε γίνει η επίθεση στη Γέφυρα του Λονδίνου) είναι ασύμμετρη. Και μολονότι, ευτυχώς, δεν έχει «ακουμπήσει» ακόμα την Ελλάδα, αναπόφευκτα επηρεάζει την ψυχολογία των ταξιδιωτών. Εχουν αρχίσει να αλλάζουν ακόμα και οι συνήθειες των ξένων τουριστών. Μένουν περισσότερο μέσα στα ξενοδοχεία, δεν κυκλοφορούν πολύ, αποφεύγουν τους χώρους συνάθροισης (μπαρ, εστιατόρια κ.λπ.). Γι’ αυτό τονίζω ότι το να μετράμε αφίξεις δεν λέει τίποτα, δεν έχει ουσιαστική αξία. Εκτός κι αν το μόνο που προσπαθεί κανείς να κάνει είναι να κρατήσει το κεφάλι του έξω από το νερό, για να μην πνιγεί. Εμείς, τουριστικά, δεν βρισκόμαστε σε τέτοια θέση. Ο στόχος μας, λοιπόν, πρέπει να είναι επικεντρωμένος στα έσοδα, στο πόσο συνάλλαγμα θα μπει στη χώρα. Η ανάπτυξη θα έλθει από τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία Είναι γιος ενός από τους πρωτεργάτες του ελληνικού τουρισμού: του Θανάση Ρέτσου, ο οποίος το 1965, μαζί με τους Θωμά Σβυριάδη, Χαράλαμπο Τσαούσογλου και Γεράσιμο Φωκά δημιούργησαν το πρώτο Electra. Ηταν, λοιπόν, αναπόδραστη η ενασχόληση και του ίδιου με τα ξενοδοχεία; «Πάντα το είχα στο μυαλό μου. Αλλωστε, σε ηλικία δώδεκα ετών δούλεψα για πρώτη φορά στο ξενοδοχείο μας στην Κρήτη (στο σέρβις) και αυτό συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια των γυμνασιακών μου σπουδών», λέει ο Γιάννης Ρέτσος. Δεν σπούδασε, όμως, τουριστικές επιχειρήσεις, τουλάχιστον όχι από την αρχή, αλλά στη Νομική Αθηνών. «Ημουν τριτοδεσμίτης, μου άρεσαν αυτά τα μαθήματα», εξηγεί γελώντας. Παίρνοντας το πτυχίο του έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έκανε μεταπτυχιακό στο πανεπιστήμιο Cornell, στη διοίκηση ξενοδοχείων, με ειδίκευση στο Hospitality Real Estate Finance. «Ολοκληρώνοντας και το μεταπτυχιακό, σκέφτηκα να μείνω στην Αμερική. Είχα ήδη προτάσεις για δουλειά. Το κουβέντιασα με τον πατέρα μου, ο οποίος είχε έρθει στη Νέα Υόρκη για την αποφοίτησή μου. Δεν με απέτρεψε. Μου είπε μόνο: “Σε χρειάζομαι”. Ετσι, αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Δεν το μετανιώνω. Μπήκα στη δουλειά, επαγγελματικά εξελίχθηκα, απέκτησα και τρεις όμορφες κόρες που σήμερα είναι 16, 14 και 11 ετών...». Ο θαυμασμός και η αγάπη για τον πατέρα του δεν κρύβονται. «Με βοήθησε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους στη ζωή μου. Και επειδή ήταν πάντα το πρότυπό μου, αλλά και επειδή στα πρώτα επαγγελματικά βήματά μου στεκόταν διακριτικά δίπλα μου. “Θα σου πω τη γνώμη μ��υ μόνο όταν θα τη ζητήσεις”, μου έλεγε. Κι όταν έλεγε τη γνώμη του, δεν τη θεωρούσε θέσφατο». Συζητάμε για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα. Και τι του δίδαξε η αμερικανική εμπειρία του. «Οι Ελληνες επιχειρηματίες λειτουργούσαν αν��καθεν με το θυμικό και όχι με τη λογική: τι μου αρέσει, τι ονειρεύομαι; Αυτό θα κάνω και μετά θα δω τη βιωσιμότητά του. Στην Αμερική, οτιδήποτε κάνεις πρέπει να σου βγαίνει το spreadsheet – oι λογιστικοί πίνακες. Αλλιώς δεν μπαίνεις καν στη διαδικασία να το προσπαθήσεις. Και στην Ελλάδα κάπως έτσι είναι πια τα πράγματα, λόγω της κρίσης: πριν από κάθε επενδυτικό πρότζεκτ γίνονται εξαντλητικές μελέτες, οι τράπεζες είναι πολύ αυστηρές. Μάθαμε με τον κακό τρόπο». Ο όμιλος Electra, σε μια δύσκολη συγκυρία, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα αποφάσισε να επενδύσει στην Αθήνα. Μεταμόρφωσε το κτίριο του πρώην υπουργείου Παιδείας, στη Μητροπόλεως, σε ένα εντυπωσιακό ξενοδοχείο, το Electra Metropolis. «Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που βλέπω αυτό το κομμάτι του ταλαιπωρημένου αθηναϊκού κέντρου να παίρνει ξανά ζωή», τονίζει ο κ. Ρέτσος. Πόσο πιστεύει στη δυναμική της πρωτεύουσας; «Η Αθήνα έχει πάρα πολλά να δώσει στον επισκέπτη, αλλά έχουμε σε μεγάλο βαθμό αποτύχει να τα πακετάρουμε και να του δώσουμε την ευκαιρία να τα επιλέξει. Κι αυτό έχει να κάνει και με δικές μας αδυναμίες, του ιδιωτικού τομέα, αλλά και με κρατικές αγκυλώσεις. Οταν ήμουν πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Αθηνών - Αττικής είχαμε ξεκινήσει μια έρευνα ικανοποίησης των πελατών μας. Από τα 2.000 και πλέον ερωτηματολόγια, το 60% των τουριστών δεν ήξερε ότι η Αθήνα έχει θάλασσα στα 7 χιλιόμετρα από το κέντρο της... Από την άλλη, ακόμα συζητάμε για το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές, ενώ αυτό έχει λυθεί σε όλη την Ευρώπη. Τι κάνουμε; Πότε θα το λύσουμε; Και δεν εννοώ νομοθετικά, με οριζόντιο τρόπο. Πρέπει να συζητήσουμε χωρίς συντεχνιακές προκαταλήψεις και εμμονές. Για τον τουρισμό είναι αδιάφορο αν θα είναι ανοιχτά τα καταστήματα στο Κερατσίνι ή στη Νέα Ιωνία. Αλλά στο κέντρο; Πώς θα γίνει ελκυστικός city break προορισμός η Αθήνα;». Τελικά, τι κάνει έναν επιχειρηματία να ασχοληθεί με τα κοινά, να αφιερώσει χρόνο από αυτόν που δεν του περισσεύει σε ένα συλλογικό όργανο; «Αν έχεις όραμα και κοιτάς το δάσος, όχι το δέντρο, με όσα θετικά γίνουν θα επηρεαστεί και η δική σου επιχείρηση. Δεν μπορείς μόνο να ζητάς. Επί δεκαετίες, ο ιδιωτικός τομέας, σε διάφορους τομείς της οικονομίας, εμφανιζόταν να ζητάει διαρκώς πράγματα και το κράτος να λειτουργεί σαν... πατερούλης (για να θυμηθούμε την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ενωση), που ποδηγετούσε, ήλεγχε, ρύθμιζε κάθε δραστηριότητα. Εγώ έχω διαφορετική φιλοσοφία: η ανάπτυξη θα έρθει από τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία. Αν πιστέψουμε σ’ αυτήν και βγούμε μπροστά, θα συμπαρασύρουμε το κράτος και τις κυβερνήσεις. Από τον συνδικαλισμό του τουρισμού έχουν περάσει πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι, οι οποίοι στην εποχή τους έκαναν σοβαρή δουλειά και συνέβαλαν σ’ αυτό που είναι σήμερα ο ΣΕΤΕ. Χαλάλι στον χρόνο που θα αφιερώσω κι εγώ από την πλευρά μου, λοιπόν, αν τα αποτελέσματα είναι τα προσδοκώμενα». «Θα καταφέρετε να πάτε διακοπές φέτος;», τον ρωτώ καθώς με ξεπροβοδίζει. «Λατρεύω τη θάλασσα και προσπαθώ όσο γίνεται περισσότερο να είμαι κοντά της. Ανακαλύπτω συνεχώς υπέροχα μέρη, όμορφα και ήρεμα. Επιτρέψτε μου να μην σας τα αποκαλύψω, για να μείνουν όμορφα και ήσυχα!». Και η κουβέντα μας τελειώνει με γέλια... Η συνάντηση Στο Motivo Restaurant, στο ισόγειο του ξενοδοχείου Electra Palace, φάγαμε πολύ ελαφρά, από μια σαλάτα: Χόρτα εποχής με τοματίνια και ξινομυζήθρα Κρήτης ο οικοδεσπότης, ανάμεικτη με σπαράγγια και κρέμα κατσικίσιου τυριού εγώ. Ηπιαμε από ένα ποτήρι λευκό κρασί. Μετά, μαζί με τον καφέ μου, δεν είπα όχι σε ένα γλυκό: μους ανθότυρο με τραγανό παστέλι, κολοκύθα και παγωτό κεράσι.
http://www.kathimerini.gr/
0 notes
Photo

Η Ελλάδα η γεωπολιτική της αξία και οι σχέσεις με ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ε.Ε
Η αξιοποίηση της Στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας, μέσω μιας αναβαθμισμένης ελληνοαμερικανικής διπλωματικής και στρατιωτικής συμφωνίας, φαίνεται να «κερδίζει» έδαφος στις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. «Θα πρότεινα, ως ΗΠΑ, να αναπτύξουμε ισχυρότερη και πιο ορατή παρουσία στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Θα πρότεινα και την ενδυνάμωση των δεσμών μας με την Ελλάδα. Η Κρήτη είναι ένα σημαντικό μέρος για μας» λέει σχετικά, εν όψει της συμμετοχής του, ως ομιλητής, στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ο Αμερικανός πτέραρχος εν αποστρατεία Τσαρλς Γουόλντ, πρώην κορυφαίο στέλεχος των Αμερικανικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, σε συνέντευξή του (Εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ»).
Η Ελλάδα, είναι δυνατόν και υπό προϋποθέσεις, όπως η οικονομική και πολιτική σταθερότητα, να εξελιχθεί σε Στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω της παροχής στρατιωτικών διευκολύνσεων, αποσπώντας και ανάλογα οφέλη, διότι:
1.Οι εξελίξεις (στρατιωτικές συγκρούσεις, ενεργειακά συμφέρονται) θα κορυφωθούν το προσεχές διάστημα στην Ανατολική Μεσόγειο, Μέση Ανατολή και Αραβική Χερσόνησο. (Εξελίξεις στο Παλαιστινιακό, στη Λιβύη, στη Συρία, κλιμάκωση των συγκρίσεων με τον ISIS, και σκληρή αντιπαράθεση των ΗΠΑ και Ισραήλ, με το Ιράν και το πυρηνικό του πρόγραμμα). Σε αυτή την περιοχή διακυβεύονται ύψιστα Στρατηγικά , οικονομικά, ενεργειακά, στρατιωτικά και πολιτικά συμφέρονται των ΗΠΑ. Καθοριστική η βάση της Σούδας για τις αμερικανικές στρατιωτικές επιλογές.
2. Οι σχέσεις «καχυποψίας» των ΗΠΑ με την Γερμανία, επηρεάζουν την συνοχή του ΝΑΤΟ. Οι αμερικανοί , δείχνουν να επενδύουν περισσότερο στις διμερείς συμμαχικές σχέσεις, παρά στις «δυσκίνητες» πολυεθνικές συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα είναι μεταξύ των κρατών που διαθέτουν τις προϋποθέσεις για συμμαχική συνεργασία με ΗΠΑ.
3. Η Τουρκία , είναι φυσικά σημαντικός σύμμαχος για τις ΗΠΑ, όμως, λόγω της αντιφατικής πολιτικής του Τ. Ερντογάν, έχει απολέσει μέρος της αξιοπιστίας της ως συμμαχικού εταίρου. Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ, δεν προτίθενται να υποκύψουν σε εκβιασμούς του Τ. Ερντογάν , όπως για παράδειγμα στο Κουρδικό. «Δεν πρόκειται να εγκαταλείψουμε τους Κούρδους», δήλωσε ο αντιστράτηγος ε.α. Κηθ Κέλογκ επικεφαλής του συμβουλίου εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ.
4. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει επιλέξει ως Στρατηγικούς εταίρους το Ισραήλ και την Αίγυπτο, χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει αναπτύξει ισχυρές συμμαχικές σχέσεις.
Προβληματικές σχέσεις ΝΑΤΟ-Ε.Ε.
Το ΝΑΤΟ ενώνει τις δυο όχθες του Ατλαντικού και είναι η ασπίδα ασφαλείας , κυρίως για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αν έχει κάποιο νόημα η ύπαρξη του ΝΑΤΟ, μετά την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, είναι , η άσκηση πολιτικο-στρατιωτικής πίεσης στη Ρωσία, στο πλαίσιο όμως των προτεραιοτήτων και επιλογών της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της λειτουργίας του ΝΑΤΟ, καταβάλλεται από τις ΗΠΑ. Η νέα αμερικανική Κυβέρνηση υπό τον Ντόναλντ Τράμπ, φαίνεται ότι αξιολογεί διαφορετικά το ρόλο του ΝΑΤΟ, απ’ ότι οι προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις. Εκτιμάται, από το επιτελείο Τράμπ, ότι στην Ευρώπη δεν πρόκειται να γίνει ο Μεγάλος Πόλεμος, η Ρωσία δεν είναι Στρατηγικός εχθρός της Δύσης και η Ε.Ε. και κυρίως η Γερμανία, δεν μπορεί να αξιοποιεί το ΝΑΤΟ, για την προώθηση πολιτικό-οικονομικών στόχων της, όπως μέτρα κατά της Ρωσίας, εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία. Αν οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη της Συμμαχίας, επιθυμούν το ΝΑΤΟ να τους παρέχει ασφάλεια, τότε θα πρέπει να αναλάβουν και το κόστος που τους αναλογεί, δηλώνει ο αμερικανός Πρόεδρος Ντ. Τράμπ.
Είναι η πρώτη φορά, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, που αναφύεται ένας ισχυρός προβληματισμός για την χρησιμότητα του ΝΑΤΟ, από πλευράς αμερικανών, που προκαλεί όμως, ρήγμα στην Ευρωατλαντική Συμμαχία ή ακριβέστερα, «απόσταση» μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανικής Ευρώπης.
Από το βήμα της Διάσκεψης για την Ασφάλεια στο Μόναχο ο αμερικανός αντιπρόεδρος Μάικ Πενς απηύθυνε αυστηρή προειδοποίηση προς τους Ευρωπαίους, λέγοντας ότι για πολύ καιρό η αρχή της κατανομής των βαρών εντός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας παραμένει ανεκπλήρωτη. Όπως υπογράμμισε, σήμερα έχει έρθει η ώρα να γίνουν περισσότερα σε αυτό το πεδίο. Επίσης στη σύνοδο των Υπουργών Αμύνης του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ο αμερικανός υπουργός Άμυνας Στρατηγός ε.ά. Τζέιμς Μάτις, κάλεσε τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη να αυξήσουν τη χρηματοδότησή τους, απειλώντας, ότι σε διαφορετική περίπτωση οι ΗΠΑ θα περιορίσουν τη συνεισφορά τους στη συμμαχία. Ουσιαστικά, ο επικεφαλής του αμερικανικού Πενταγώνου, είπε, ότι αν τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ δεν αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, τότε οι ΗΠΑ, θα «αφήσουν» το ΝΑΤΟ να απαξιωθεί ως πολιτικοστρατιωτικός μηχανισμός!!
Οι αμερικανοί θεωρούν αδιανόητο, η Ε.Ε. ως πολιτικο-οικονομικός οργανισμός να μην μεριμνά για την ασφάλεια της και να έχει αναθέσει τον τομέα της ευρωπαϊκής άμυνας στο ΝΑΤΟ, χωρίς μάλιστα να πληρώνει για την συντήρησή του. Είναι η αναγνώριση της εκτίμησης του αμερικανού Προέδρου Ντ. Τράμπ, ότι το ΝΑΤΟ είναι απαρχαιωμένο και δεν εξυπηρετεί τα πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, μόνο πέντε χώρες από τα 28 μέλη του ΝΑΤΟ βρέθηκαν πάνω από το στόχο του 2% του ΑΕΠ το 2016 και συγκεκριμένα η Ελλάδα, η Εσθονία, η Πολωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γαλλία διέθεσε λιγότερο από το 1,8% του ΑΕΠ της για την άμυνα, ενώ η Ιταλία και η Γερμανία λιγότερο από 1,1%! Επίσης ο περίφημος Ευρωστρατός είναι μονό στα χαρτιά …
Όμως, οι προβληματικές σχέσεις των ΗΠΑ με τη Γερμανία, δεν έχουν μόνο επιπτώσεις στη συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας, αλλά επηρεάζουν σαφώς και τον οικονομικό και πολιτικό τομέα. Οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να είναι διατιθέμενες να αναγνωρίζουν την ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα των Γερμανικών Βουλευτικών εκλογών και η πειθαναγκαστική αλλαγή πολιτικής της Γερμανίας, προς τα κράτη του ευρωπαϊκού νότου, πιθανόν, να είναι ένας αναβαθμός, για την ομαλοποίηση των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Γερμανία και την Ε.Ε. Είναι προφανές, ότι οι εξελίξεις σε ολόκληρο των φάσμα των ευρω-ατλαντικών σχέσεων, επηρεάζει και τις εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, που είναι ισχυρός εταίρος του ΝΑΤΟ, ανήκει στον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης και εξαρτάται οικονομικά από τους θεσμικούς δανειστές και από το αμερικανικής επιρροής Δ.Ν.Τ.
Απαιτείται από την Κυβέρνηση, μια επεξεργασμένη διορατική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που θα είναι επικεντρωμένη στην ασφάλεια, στον εξορθολογισμό και την εξομάλυνση της ελληνικής οικονομίας, μέσω διακρατικών συμμαχιών στη βάση προώθησης κοινών συμφερόντων.
http://www.militaire.gr
0 notes
Photo

Σούλι
Σε μία άγονη βραχώδη και δυσπρόσιτη περιοχή της Ηπείρου, Νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων, στο δρόμο προς την Άρτα, ανάμεσα στα όρη Μούργκα (υψόμ.1340), Ζάβρουχο (υψόμ.1137), Τούρλια (υψόμ.1082) και στη συμβολή του ποταμού Αχέροντα με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο, υπήρχε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, μία ολόκληρη περιοχή με «ημιαυτόνομο» καθεστώς, που ονομάζετο «Σούλι». Συγκεκριμένα, στους πρόποδες των βουνών αυτών υψώνονται δύο λόφοι, ο ένας απέναντι στον άλλο: Το «Κούγκι», πάνω στο οποίο είναι κτισμένο ένα μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και η «Κιάφα», όπου βρίσκεται φρούριο. Απέναντι από το «Κούγκι» υψώνεται άλλος ένας λόφος, πάνω στον οποίο είναι κτισμένος ο ναός του «Αγίου Δονάτου», όπου συγκεντρώνονταν οι Σουλιώτες κατά τα «Γενικά Συνέδρια» (Σήμερα στον ίδιο χώρο γίνεται ετήσια θρησκευτική πανήγυρι). Πάνω από το χωριό «Κιάφα» υψώνεται ο βράχος της «Τρύπας», το Βορειοδυτικό τμήμα του οποίου λέγεται «Ράχη της Αστραπής ή Σκάλα της Τζαβέλαινας». Ολόκληρη η περιοχή του Σουλίου είναι ορεινή, άγρια, με απόκρημνους, υψηλούς, "διαβόητους βράχους", όπως τους έλεγε ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος και μοιάζει με γιγαντιαίο φρούριο, του οποίου οχυρωματικοί πύργοι και επάλξεις μπορούν να θεωρηθούν οι βουνοκορφές. Η απομονωμένη αυτή περιοχή δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Τούρκους, αποτελούσε όμως ένα είδος ζώνης ασφαλείας, ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές κτήσεις του Ιονίου και στην τουρκοκρατούμενη ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν είναι εξακριβωμένο πότε δημιουργήθηκαν οι πρώτοι οικισμοί στην ορεινή και δυσπρόσιτη αυτή περιοχή, οι περισσότεροι όμως ερευνητές, Έλληνες και ξένοι, δέχονται ότι η εγκατάσταση κατοίκων άρχισε επί Οθωμανικής κυριαρχίας τον 16ον αιώνα, για ν’αποφύγουν τις καταπιέσεις των Οθωμανών. Οι Τούρκοι έκαναν συχνά επιδρομές στα χωριά, για να εισπράξουν φόρους, αλλά και για ν’αρπάξουν, να βιάσουν, να στρατολογήσουν μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια και να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους. Η αντίδραση από τους υπερήφανους Έλληνες, όταν αδικούνταν ήταν η αυτοδικία, σκότωναν οι ίδιοι τους άρπαγες και βιαστές Τούρκους και κήρυτταν πόλεμο εναντίον τους. Ανέβαιναν στις απάτητες βουνοκορφές των Αγράφων, του Σουλίου και άλλων άγριων βουνών ανυπότακτοι, αλύγιστοι, αδούλωτοι, ελεύθεροι. Οι ��ρώτοι κάτοικοι που κατέφυγαν στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου ήταν από τις "Παρα-θυάμηδες" κοντινές πεδινές περιοχές και κυρίως από την εύφορη πεδιάδα του Φαναρίου. Αργότερα κατέφυγαν στην περιοχή του Σουλίου και άλλοι κυνηγημένοι Έλληνες από άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος και συγκεκριμένα από τις περιοχές των Αγράφων και του Τυμφρηστού, που ήταν από τις πρώτες περιοχές που οι κάτοικοι τους έλαβαν μέρος σε επαναστατικά κινήματα εναντίον των Τούρκων. Στην περιοχή των Αγράφων και του Τυμφρηστού ιδρύθηκε το πρώτο αρματολίκι και οι κάτοικοι των περιοχών αυτών κατόρθωσαν και πέτυχαν το 1525, με την συνθήκη του Ταμασίου, "Ειδικό καθεστώς αυτονομίας". Όμως ακολούθησαν άγριοι διωγμοί και απάνθρωπα δεινά για όλους όσους έλαβαν μέρος σε επαναστατικά κινήματα όπως: Ο Πούλιος Δράκος και ο Μαλάμος το 1583 στην Άρτα και τα Ιωάννινα, ο Θεόδωρος Μπούας-Γρίβας με τον αδελφό του Γκίνο το 1585 στα Άγραφα, ο Εθνομάρτυρας και διαφωτιστής Μητροπολίτης Λαρίσης - Τρίκκης, Διονύσιος ο Φιλόσοφος (Σκυλόσοφος), με τα δύο κινήματα που έκανε, το 1600 στα Άγραφα και το 1611 στην περιοχή της Παραμυθιάς, κ.ά. Μετά το δεύτερο κίνημα του πρώην Μητροπολίτου Λαρίσης - Τρίκκης, Διονυσίου του Φιλοσόφου (Σκυλοσόφου), το 1611, στην περιοχή της Παραμυθιάς (με ηγετικά στελέχη τον Ζώτο Τσίριπα τον Γεώργιο Ντελή και άλλους χωρικούς Χριστιανούς), ακολούθησαν άγριοι διωγμοί των κατοίκων και αναγκαστική αλλαγή θρησκεύματος, στην περιοχή της Παραμυθιάς, οι οποίοι συνέβαλαν στην ίδρυση της "Σουλιώτικης Συμπολιτείας". (Παραμυθιά σημαίνει "Παρά τον Θύαμι" = "Παρα-θυμιά" και σε παράφραση Παρα-μυθιά). Διότι πράγματι την περίοδο αυτή αρκετές οικογένειες που κατάγονταν από την περιοχή της Παραμυθιάς κατέφυγαν στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου για να αποφύγουν τις άγριες διώξεις και τον εξισλαμισμό όπως ο Λάμπρος Τζαβέλας από το Δραγάνι της Παραμυθιάς, ο Ζέρβας από το χωριό Ζερβό Άρτας, ο Δαγκλής από την πεδιάδα του Φαναρίου, ο Δράκος από το χωριό Μάρτανη της επαρχίας Λάμαρη (όπου μιλούσαν μόνο την Ελληνική Γλώσσα), ο Μπούσμας από την Κορίτιανη κ.ά. Επίσης, ότι στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου κατέφυγαν εκείνη την περίοδο κάτοικοι και από άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος, προκύπτει και από το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Σουλίου δεν είχαν ομοιογένεια μεταξύ τους. Ήταν χωρισμένοι σε 47 μεγάλες «φάρες» = πατριές (450 οικογένειες περίπου). Από αυτές οι σημαντικότερες ήταν του Τζαβέλα, του Μπότσαρη, του Ζέρβα, του Δράκου, του Δαγκλή, του Κουτσονίκα, του Μαλάμου, του Νίκα, του Καραμπίνη, του Φωτομάρα, του Κολιοδημήτρη, του Μπότση, του Μπούσμπα, του Μπούσγου, του Ζάρμπα, του Βέλιου, του Βέϊκου, του Γούση, του Μάνζου, του Μπάφα, του Μπασδέκη, του Κάσκαρη, του Καλογερά, του Κιεράσου, του Γεωργίου, του Νικολάου, του Πανταζή, του Πάνου, του Παναγιώτου, του Παπαγιάννη, του Σπύρου, του Πανομάρα, του Σταύρου, του Σταμούλη, του Σέχου, του Σούκα, του Τζαβάρα, του Τζίμα, του Τζιόρα, του Τσούγκα, του Παλάσκα (ήταν Κλέφτης και Αρματολός στα Άγραφα και εγκαταστάθηκε στο Σούλι όταν παντρεύτηκε την κόρη του Γιώργη Μπότσαρη, Μαρία) κ.ά. Κάθε οικογένεια - πατριά («φάρα») είχε το δικό της αρχηγό, το αξίωμα του οποίου ήταν κληρονομικό κατ' αρρενογονία. [Ο Δημήτριος Ζαχαρ. Αινιάν, γεννημένος στο χωριό Μαυρίλο Φθιώτιδος (με απώτερη καταγωγή από την Υπάτη), σπουδασμένος στην Κωνσταντινούπολη, γραμματικός και συμπολεμιστής του Γεωργίου Καραϊσκάκη το 1821, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις μιας Νυκτός εν Υπάτη» (για την φυγή των κατοίκων στα ορεινά και δυσπρόσιτα μέρη), μεταξύ άλλων αναφέρει: «... Δια τούτο πάς αδικούμενος υπό Οθωμανού και μη ευρίσκων δίκαιον έν τη Τουρκική εξουσία, εξεδικείτο ιδίαις χερσί διά φόνου τον αδικήσαντα και απεσύρετο είς τα όρη κηρύττων άσπονδον κατά των Τούρκων μίσος...»]. Οι πρώτοι «κάτοικοι - φυγάδες» έκτισαν αρχικά τέσσερα χωριά: Το Σούλι, την Κιάφα, το Αβαρίκοκαι την Σαμονίβα, τα οποία ονομάζονταν "Τετραχώρι". Τα χωριά αυτά κτίσθηκαν στους απόκρημνους και υψηλούς βράχους που δεν μπορούσε κανείς να τα πλησιάσει παρά μόνο από ένα στενό οφιοειδές μονοπάτι–λαβύρινθο, που περνούσε μέσα από βάραθρα και δάση. Στα δυσβατώτερα μέρη αυτής της στενωπού, υπήρχε και από ένας πύργος οχυρωμένος. Πάνω από το χωριό «Κιάφα»υψώνεται ο βράχος της Τρύπας (Μπίρας) και η «Ράχη της Αστραπής». Το όνομα προέρχεται από τα σχέδια που σχηματίζουν τα μεγάλα απελέκητα βράχια που μοιάζουν με αστραπή (κοντές και λοξές γραμμές). Είναι μία κατρακύλα από βράχια σαν να τα έσπρωξε ένας σεισμός και κύλησαν το ένα πάνω στο άλλο και σχημάτισαν μία φυσική σκάλα, κάθε βράχος και σκαλοπάτι. Στο σημείο αυτό το 1792, η Μόσχω Τζαβέλα μαζί με άλλες Σουλιώτισσες έδωσαν μεγάλη μάχη και κατάφεραν να σώσουν το Σούλι σκοτώνοντας 2000 Τουρκαλβανούς. Από τότε η περιοχή αυτή ονομάζεται και «Σκάλα της Τζαβέλαινας». Αργότερα άλλοι κάτοικοι - φυγάδες έκτισαν επτά ακόμη χωριά στους πρόποδες του βουνού: Το Τσικούρι, το Περιχάτι, την Βίλια, το Αλσοχώρι ή Αλποχώρι, τις Κοντάτες, την Γκιονάλα και το Τσεφλίκι ή Παλιοχώρι, τα οποία ονομάζονταν "Εφταχώρι". Οι κάτοικοι των 11 αυτών χωριών που περιληπτικά ήταν γνωστά ως Σούλι, συσπειρώθηκαν σε μία αξιόλογη στρατιωτική κοινότητα, που αναφέρεται από τους ιστορικούς ως «Ομοσπονδία ήΣυμπολιτεία» και αργότερα διακρίθηκαν σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της πατρίδος μας. Οι αρχηγοί όλων των φαρών (οικογενειο-πατριών) συγκροτούσαν ένα είδος Κυβέρνησης, η οποία ονομαζόταν «Κριτήριον της Πατρίδος», έργο της οποίας ήταν ή διαχείριση των κοινών (στράτευση, φόροι κ.λ.π), ενώ είχε και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στα έθιμα, αφού δεν υπήρχε γραπτό δίκαιο. Ανώτατη εξουσία ήταν το «Γενικόν Συνέδριον», στο οποίο έπαιρναν μέρος οι αρχηγοί των οικογενειών και όσοι είχαν διακριθεί για την ανδραγαθία τους, ακόμη και αν δεν ήταν αρχηγοί κάποιας οικογένειας. Το «Γενικόν Συνέδριον» αποφάσιζε περί πολέμου και ειρήνη�� με τους Τούρκους και ρύθμιζε τις εξωτερικές σχέσεις της «Συμπολιτείας» (που αριθμούσε 12.000 κατοίκους με 2.500 ένοπλους μαχητές), πρωτεύουσα της οποίας ήταν το χωριό Σούλι. Επειδή τα προϊόντα του άγονου εδάφους της περιοχής των 11 χωριών δεν επαρκούσαν για να ζήσουν οι Σουλιώτες, υπέταξαν 70 περίπου κοντινά χωριά της Θεσπρωτίας, κυρίως από την πεδιάδα της Παραμυθιάς και του Φαναρίου (περιοχές που είχαν εγκαταλείψει οι προγονοί τους πριν ανέβουν στις δυσπρόσιτες περιοχές του Σουλίου) και εισέπρατταν αυτοί τους φόρους (σε χρήμα και σε είδος), τους οποίους προηγουμένως εισέπρατταν οι Αγάδες και οι Μπέηδες της περιοχής. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών ονομάζονταν «Παρασουλιώτες» και με την προστασία των Σουλιωτών δεν ενοχλούνταν από τους Τούρκους, διότι είχαν αναλάβει αυτοί να τους εκπροσωπούν στις Τουρκικές αρχές. (Υπήρχε δηλαδή στην περιοχή αυτή ένα καθεστώς «ημιαυτονομίας». Οι μεν Σουλιώτες, κάτοικοι των 11χωριών στο βουνό, είχαν την Διοίκηση στην «Ομοσπονδία ή Συμπολιτεία», οι δε «Παρασουλιώτες», κάτοικοι των 70 περίπου χωριών στην εύφορη πεδιάδα, ήταν υποτελείς σε αυτούς). Η κατάληψη των 70 περίπου χωριών της εύφορης πεδιάδας, έγινε μετά από μακροχρόνιες συγκρούσεις και πολέμους των Σουλιωτών με τους Αγάδες και τους Μπέηδες της περιοχής. Για την κατάληψη των περιοχών αυτών και την ένταξή τους στην "Ομοσπονδία ή Συμπολιτεία", οι Σουλιώτες είχαν διακηρύξει ότι: "Οι τόποι τους οποίους κατέχουν οι Τούρκοι, δεν ανήκουν εις τους Τούρκους. Είναι τόποι των πατέρων μας. Οι πατέρες μας εστερήθησαν αυτούς δια της βίας και ημείς τα τέκνα των και οι κληρονόμοι των, έχομεν το δικαίωμα να ανακτήσωμεν, δια να ζήσωμεν, ότι δυνάμεθα δια της δυνάμεως να ανακτήσωμεν. Ως προς τους Έλληνας και τους λοιπούς Χριστιανούς, οι οποίοι μοχθούν χάριν των Τούρκων, άς λάβουν όπλα μαζί με ημάς δια να ανακτήσουν την κοινήν χώρα, ή άς υποταχθούν, ώστε ημείς να μεταχειρισθώμεν αυτούς, όπως εκείνοι, οι οποίοι είχον αρπάσει την χώραν". Σε περίοδο πολέμου οι κάτοικοι των 7 χωριών (Εφταχωρίου), που βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού, ανέβαιναν για προστασία στα 4 ορεινά χωριά (Τετραχώρι), διότι υπήρχε καλή οχύρωση πάνω στους απότομους βράχους. Επίσης, επάνω στο «Τετραχώρι» γίνονταν δεκτοί και όσοι κάτοικοι από το «Παρασούλι» (των 70 χωριών που βρίσκοντο στην πεδιάδα), είχαν διακριθεί για την ανδραγαθία τους. Οι υπόλοιποι κάτοικοι από το «Παρασούλι» παρέμειναν στην πεδιάδα, διότι αν συγκεντρώνονταν όλοι επάνω στα κάστρα, αφενός θα υπήρχε έλλειψη τροφών και αφετέρου κάποιοι έπρ��πε να καλλιεργούν τα κτήματα και να τροφοδοτούν κρυφά αυτούς που πολεμούσαν επάνω στα κάστρα. Σε περίοδο ειρήνης, οι Σουλιώτες των 11 χωριών, ασχολούνταν με την είσπραξη των φόρων από τους κατοίκους των 70 χωριών στο «Παρασούλι», που είχαν υπό την προστασία τους και εν συνεχεία απέδιδαν ένα μέρος απ’αυτούς στην «Υψηλή Πύλη». Επίσης, δεν ήταν λίγες οι φορές που εισέπρατταν φόρους για λογαριασμό τους, από τους γειτονικούς Αγάδες και Πασάδες, προκειμένου να μη λεηλατούν τις περιουσίες τους (φόρος υποτέλειας). Ήταν δηλαδή οι Σουλιώτες ταυτόχρονα άρχοντες και αρχόμενοι. Αυτό είχε εξοργίσει τις μουσουλμανικές αρχές και επεδίωκαν με κάθε τρόπο να τους αφανίσουν ή να τους αναγκάσουν να υποταχθούν. Λόγω της αδυναμίας των Οθωμανών να υποτάξουν τους Σουλιώτες, η «Υψηλή Πύλη» και ο Σουλτάνος αποφάσισαν να εποικήσουν ολόκληρη την περιοχή γύρω από τον «Θύαμι» (Καλαμά) ποταμό με επήλυδες Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους, προκειμένου να αλλοιώσουν τον Ελληνικό πληθυσμό και έτσι να μειώσουν την δύναμη των Σουλιωτών. Δημιούργησαν ξεχωριστό «Βιλαέτι» στην περιοχή αυτή της Ηπείρου, που περιελάμβανε την Παραμυθιά, τις Φιλιάτες, την Πάργα, το Μαργαρίτι, και ορισμένα χωριά του Δελβίνου. Το ξεχωριστό αυτό «Βιλαέτι» ονομάσθηκε «Τσιαμουριά» (από το Θυαμουριά), με λατινική γραφή = CHΙAMOURIA και η κτηματική του περιουσία μοιράστηκε σε επήλυδες Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους, αλλά και σε εξισλαμισμένους ντόπιους κατοίκους της περιοχής (γενίτσαρους), που εξισλαμίστηκαν για να διατηρήσουν τις περιουσίες τους καθώς και για να αποκτήσουν αξιώματα (Ισλάμ Πρόνιος, Μωχάμετ Νταϊλιάνης, Σουλεϊμάν Τσάπαρης, Χασάν & Μπάλιο Χούσος κ.ά). Οι σημαντικότερες φάρες ήταν του Πρόνιου και του Τσάπαρη ή Τσαπάρη, οι οποίες υπήρξαν για ολόκληρη την περιφέρεια μεγάλη μάστιγα. Το Νότιο μέρος της «Τσιαμουριάς» και κυρίως η πεδιάδα του Φαναρίου με τα 70 χωριά που κατείχαν οι Σουλιώτες, βρίσκονταν σε συνεχείς πολέμους με τους «Προνιάτες & Τσαπαραίους» καθώς και με τις τοπικές μουσουλμανικές αρχές των Ιωαννίνων (Μπέηδες, Αγάδες, Πασάδες κ.ά), όπως: Χατζή Αχμέτ το 1731, του Μουσταφά πασά το 1754 και αργότερα με τον Αλή πασά (Τεπελενλή) 1791 – 1792, 1802 – 1803. Οι απόγονοι αυτής της μικρής μειονότητας των επήλυδων Τουρκαλβανών Μουσουλμάνων Τσιάμηδων, καθώς και οι απόγονοι των εξισλαμισμένων και εξαλβανισμένων ντόπιων κατοίκων - γενιτσάρων της περιοχής (Προνιατών, Τσαπαραίων, Νταϊλιάνιδων, Χούσιδων, κ.ά) διεκδικούν σήμερα ολόκληρη την Ήπειρο, προκειμένου να την εντάξουν στη Μεγάλη Αλβανία. Όμως η περιοχή αυτή κατοικείται ανελλιπώς, από τους Προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα, από Ελληνικά φύλα και θεωρείται «κοιτίδα του Ελληνισμού», καθ’όσον όλα τα γνωστά Ελληνικά φύλα είχαν αφετηρία αυτή την περιοχή (Σελλοί ή Ελλοί, Γραικοί, Δωδωναίοι - Αινιάνες, Θεσπρωτοί, Μολοσσοί κ.ά). Είναι γνωστό ότι στην περιοχή αυτή βρίσκεται το Μαντείο της Δωδώνης, ο Αχέροντας ποταμός, η Αχερουσία λίμνη, το Νεκρομαντείο και φυσικά ο «Θύαμις» ποταμός που σήμερα ακόμη δυστυχώς ονομάζεται Καλαμάς!!!. [Ο «Θύαμις» ποταμός κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας (168 π.Χ - 1449 μ.Χ), λόγω της λατινικής γραφής και προφοράς έγινε «Τhyamis», διότι το Ελληνικό (Θ) αντικαταστάθηκε με το λατινικό (TΗ). Οι κάτοικοι που διέμειναν γύρω από τον Θύαμι ποταμό, με την λατινική γραφή και προφορά, έγιναν THYAMIDES και η περιοχή γύρω από τον Θύαμι ποταμό, που μέχρι πριν την Ρωμαϊκή κυριαρχία ονομαζόταν Θυαμουργιά ή Θυαμεριά, με την λατινική γραφή και προφορά, έγινε THYAMOYRIA 'Η THYAMERIA. Αργότερα, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι Οθωμανοί επηρεασμένοι από την Αλβανο-Σλαβική γραφή και προφορά (Cjam), ονόμασαν τον Θύαμι ποταμό Τσάμ (Tham ή Cam), τους κατοίκους που διέμειναν γύρω από τον Θύαμι ποταμό τους ονόμασαν CHAMIDES και την ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Θύαμι την ονόμασαν CHAMOURIA Ή CAMERIA]. Οι κάτοικοι που διέμειναν γύρω από τον Θύαμι = οι "Παρα-θυάμηδες", ήταν τα γνήσια αρχαία Εληνικά φύλα που αναφέρθηκαν παραπάνω και δεν έχουν καμία σχέση με τουςεπήλυδες Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους «Τσάμηδες», που εποίκησαν την περιοχή κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (η ονομασία της περιοχής Παρα-μυθιά προέρχεται από την παραφθορά της λέξης Παρα - θυμιά, που σημαίνει παρά τον Θύαμι ποταμό). Συνεπώς η περιοχή αυτή δεν μπορεί ποτέ να ενταχθεί στην Μεγάλη Αλβανία διότι πάντοτε ήταν τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας, από τους Προϊστορικούς χρόνους μέχρι και σήμερα]. Όμως οι απόγονοι των εξισλαμισμένων και εξαλβανισμένων Ελλήνων της Τσιαμουριάς θα μπορούσαν να ενταχθούν στην Ελληνική κοινωνία, αν ζητούσαν συγνώμη για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι προγονοί τους σε βάρος των Ελλήνων κατοίκων της Θεσπρωτίας, αποκτούσαν πραγματικά Ελληνική Εθνική Συνείδηση και ήταν αποφασισμένοι να θυσιαστούν για την Ελλάδα. Όσον αφορά την διεκδίκηση περιουσιών από τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες, δεν είναι μόνο η συνθήκη της Λωζάνης (30 Ιανουαρίου του 1923) που απαγορεύει οποιαδήποτε αποζημίωση, αλλά είναι και οι αποφάσεις των Δικαστηρίων με τις οποίες δημεύτηκαν αυτές, λόγω των εγκλημάτων που διέπραξαν σε βάρος των Ελλήνων κατοίκων της Θεσπρωτίας, από το 1939 έως το 1944 (εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, του Νομάρχη Βασιλάκου, άλλων 800 πολιτών, πυρπόληση 2.332 κατοικιών κ.ά). Συγκεκριμένα από το Ειδικό Δικαστήριο Ιωαννίνων, κατά πάντα νόμιμο και διεθνώς αναγνωρισμένο, εξεδόθησαν μέχρι το 1948 χίλιες επτακόσιες (1700) και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος εγκληματιών Τσάμηδων. Γνωστότερη όλων των αποφάσεων αυτών είναι η υπ' αρίθ' 344/ 23 - 5 - 1945 Απόφαση. Στη συνέχεια ακολούθησε στέρηση της Ελληνικής ιθαγένειας των καταδικασθέντων, με την υπ' αρίθ' Α.Π. 5086/47 Απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών, καθώς και Δήμευση των Περιουσιών τους Β.Δ 2185/1952 και Ν. 2781/54, που διατέθηκαν στα θύματα της θηριωδίας τους και σε ακτήμονες, σύμφωνα με τις διεθνείς ανάλογες διατάξεις. Επίσης, το 1923 και 1924 έφθασαν στην περιοχή της Θεσπρωτίας 18.000 πρόσφυγες "ανταλλάξιμοι" Χριστιανοί της Μικράς Ασίας και σύμφωνα με την συνθήκη της Λωζάνης, "περί υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων", εγκαταστάθηκαν σε ακίνητα (αγροτικά και αστικά) των 17.311 "ανταλλάξιμων" Τσάμηδων Μουσουλμάνων της περιοχής. Συνεπώς σήμερα δεν υπάρχουν περιουσίες προς διεκδίκηση από τους απογόνους των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Τσιαμουργιάς (Θυαμουργιάς). Οι Σουλιώτες ήταν Έλληνες γηγενείς, απόγονοι των αρχαίων «Σελλών». Η ονομασία της περιοχής που εγκαταστάθηκαν δεν ονομάσθηκε τυχαία «Σούλι», ήθελαν με το όνομα αυτό να θυμίζουν την αρχαία καταγωγή τους. Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Γραικοί, οι Σελλοί ή Ελλοί, οι Δωδωναίοι - Αινιάνες, κατοικούσαν σε αυτή την περιοχή, καθώς και σε όλη την Ραχοκοκαλιά της Πίνδου μέχρι τις «Παρυφές του Τυμφρηστού» στη Δυτικ�� Φθιώτιδα. Αργότερα η περιοχή αυτή αποτελούσε τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Μετά την κατάλυση του Δεσποτάτου το 1449, η περιοχή αυτή περιέρχεται στους Τούρκους, όμως ελάχιστοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή από την αρχή. Μέχρι τον 16ον αιώνα ο πληθυσμός ήταν Ελληνικός και Χριστιανικός και δεν υπήρχαν στην περιοχή Τούρκοι αλλά ούτε και Αλβανοί, συνεπώς οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής, οι "Παρα-θυάμηδες", ήταν Έλληνες. Η αρχαία Θεσπρωτία ήταν η κοιτίδα του Ελληνισμού. Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748 -1833) γνωρίζει ότι οι Σουλιώτες είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και τους ονομάζει "αναντιρρήτους Έλληνες". Κατά την γνώμη του Άγγλου Λόρδου Βύρωνα οι Σουλιώτες ήταν γνήσιοι Έλληνες απόγονοι των αρχαίων Ηρακλειδών. Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος (1792-1869), στην ωδή του «Εις Σούλι», συνδέει το «Σούλι» με την χώρα των «Σελλών». Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Πανταζής αναφέρει ότι οι Σουλιώτες ήταν απόγονοι των «Σελλών». Επίσης, ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους των «Σελλών». Αλλά και ο Αθανάσιος Ψαλίδας (1767-1829), λόγιος και γραμματέας του Αλή πασά, μαρτυρεί ότι το «Σούλι» κατοικείτο από «Γραικούς» πολεμιστές που «πάλευαν» τους Αλβανούς για πολλά χρόνια (Αθανάσιος Ψαλίδας, σελ. 62: "Εις την Τζαμουργιάν είναι το περίφημον Σούλι ή Κακοσούλι [...] Αυτή η περιοχή των χωριών τούτων εκατοικείτο από Γραικούς πολεμικούς..."). Ο ιστορικός Ιωάννης Λαμπρινίδης, θεωρεί το όνομα του Σουλίου προσωπωνύμιο, που αντιστοιχεί σε όνομα αρχηγού εποικιστικού γένους: "...ηγέτου επηλύδων ομωνύμου. Στρατιώτης και φυλάρχης πατριάς εκ της φυλής των Τσιάμηδων, ός σκηνώσας εν τη ομωνύμω περιοχή δέδωκε κατά το σύνηθες και το όνομα αυτού εις ταύτην...". Οι Σουλιώτες χαρακτηρίζονταν από την τυφλή πειθαρχία στους αρχηγούς τους, κατά την περίοδο πολέμου και θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη από τη ζωή τους. Εκτός από τη γενναιότητα και το πάθος τους για την ελευθερία, κύρια γνωρίσματα των Σουλιωτών ήταν η φιλοπατρία, η αφιλοχρηματία και η μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους. Τα ήθη τους ήταν αυστηρά και ο σεβασμός τους προς τις γυναίκες ήταν απόλυτος. Οι γυναίκες έφεραν όπλα και ακολουθούσαν τους άνδρες στις μάχες. Τις διαφορές μεταξύ των ανδρών της ιδίας φάρας επίλυαν συνήθως οι γυναίκες. Η ηθική των γυναικών ήταν υπερβολικά αυστηρή και τους απέδιδαν ιδιαίτερη τιμή. Ο φόνος γυναίκας τιμωρούταν με θάνατο, όμως σε περίπτωση μοιχείας, μετά από απόφαση του αρχηγού της φάρας (πατριάς) και επικύρωση από την Γερουσία, υπήρχε λιθοβολισμός της μοιχαλίδας, ακόμη και θάνατος. (έβαζαν τη μοιχαλίδα μέσα σε τσουβάλι και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα). Ιδιαίτερα τιμούσαν όσους είχαν επιδείξει ηρωισμό κατά τις μάχες, ενώ περιφρονούσαν τους δειλούς, καθώς και τις συζύγους αυτών. Επίσης, διακρίνονταν για την τήρηση των συμφωνιών και των υποσχέσεών τους είχαν «μπέσα» (λέξη που προέρχεται από την Ελληνική λέξη «εμπιστοσύνη») και τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν τις ηθικές αρχές. Η αντεκδίκηση (βεντέτα) ήταν γι'αυτούς νόμος απαράβατος. Άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Σουλιωτών ήταν, ότι δεν έκοβαν τα μαλλιά τους, όπως οι αρχαίοι Έλληνες (ο Ομηρος στην Ιλιάδα Β. 51, Β. 324, ονομάζει τους Έλληνες μακρόμαλλους: «κάρη κομόωντας»). Οι Σουλιώτες φορούσαν την πιο «μερακλίδικη» φουστανέλλα και στο στήθος τους είχαν ασημένιο "τσαπράζι - κιουστέκι" (Πρόκειται για διασταυρούμενο ασημένιο κόσμημα που φερόταν από τον ένα ώμο στον άλλο χιαστί, σε μορφή ζωνών, με καλλιτεχνικές σμαλτοδέσεις, μικρούς δικέφαλους αετούς, φυλαχτά και θυσάνους. Το κόσμημα αυτό αποτελούσε σύμβολο λεβεντιάς και ηρωϊκής καταγωγής και το έφεραν συνηθέστερα οι κάτοικοι των πολεμικών περιοχών του ελλαδικού χώρου επί τουρκοκρατίας). Τα φορέματα των γυναικών ήταν κεντητά. Μουσικά όργανα των Σουλιωτών ήταν κυρίως ο ταμπουράς και το λαούτο (απόγονοι της αρχαιοελληνικής πανδούρας ή πανδουρίδας). Οι χοροί τους, ήταν ο τσάμικος, ο συρτός και το καγκέλι. [ Ο χορός Τσάμικος ή κλέφτικος είναι ο Εθνικός χορός των Ελλήνων. Με τον Τσάμικο ή κλέφτικο είναι δεμένοι οι αγώνες των Ελλήνων στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο χορός αυτός χορευόταν από τους σκλαβωμένους Έλληνες πάνω στα βουνά, όπου οι Κλέφτες και Αρματολοί δεν είχαν άλλο μέσον εκδήλωσης των καημών τους, της δίψας για την λευτεριά και της ανάτασης της ψυχής τους. Ο χορός αυτός είναι Ελληνικότατος. Το όνομά του το οφείλει στους Έλληνες Τσιάμηδες και είναι άγνωστος στους Αλβανούς ακόμη και σήμερα. Διαδόθηκε αρχικά στους Κλέφτες και Αρματολούς και αργότερα σε όλους τους Έλληνες, από τους Έλληνες Τσιάμηδες της Θεσπρωτίας. Συγκεκριμένα, μετά το αποτυχημένο κίνημα του Μητροπολίτη Διονυσίου του Φιλοσόφου (Σκυλοσόφου), το 1611, οι "Παρα-θυάμηδες" (Τσιάμηδες) για ν'αποφύγουν τις άγριες διώξεις των Τούρκων και τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό εγκατέλειψαν την Θεσπρωτία και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Θεσσαλία, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος. Επίσης, ο τσάμικος χορός διαδόθηκε και από τους Σουλιώτες, όταν αυτοί αναγκάσθηκαν στις 16 - 12 - 1803 από το Αλή πασά, να εγκαταλείψουν το Σούλι και να εγκατασταθούν σε άλλες περιοχές της Ελλάδος]. Ο Χριστόφορος Περραιβός (1774 - 1863), που έκανε επιτόπια έρευνα στο Σούλι όταν στάλθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στην ιστορική συγγραφή του αναφέρει για τους Σουλιώτες τα εξής: «...καμμίαν τέχνην η πραγματείαν δεν μεταχειρίζονται, παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι είς τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν...». Ο συνολικός πληθυσμός των χωριών του Σουλίου, εκείνη την εποχή, ήταν 12.000 περίπου και συντηρούσαν 2.500 περίπου ένοπλους, λιτοδίαιτους, ολιγαρκείς και σκληραγωγημένους μαχητές, που αποτελούσαν εγγύηση για την ασφάλεια της περιοχής, αλλά και απειλή εναντίον των Τούρκων, που δεν μπόρεσαν ποτέ να τους υποτάξουν. Από μικρή ηλικία γυμνάζονταν στα όπλα τα οποία έφεραν πάντοτε μαζί τους, ακόμη και όταν πήγαιναν στην εκκλησία. Χρονολογίες με τις Συγκρούσεις Σουλιωτών και Τούρκων 1635Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Σουλιωτών και Οθωμανών άρχισαν, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, περίπου στα 1635 και ενδεχομένως πολύ νωρίτερα, στα 1611. Δηλαδή αμέσως μετά το αποτυχημένο κίνημα του Μητροπολίτη Διονυσίου του Φιλοσόφου (Σκυλοσόφου). Διότι πράγματι την περίοδο αυτή αρκετές οικογένειες που κατάγονταν από τις πεδινές "Παρα-θυάμηδες" περιοχές (Τζαβέλας, Ζέρβας, Δαγκλής, Δράκος, Μπότσαρης, Μπούσμας, κ.ά), εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους στις εύφορες κοντινές πεδινές περιοχές, κυρίως του Φαναρίου και κατέφυγαν στην ορεινή, άγονη και δυσπρόσιτη, περιοχή του Σουλίου. Οι οικογένειες αυτές ήταν από τις πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο Σούλι και συνέβαλαν στην ίδρυση της "Σουλιώτικης Συμπολιτείας". 1684 - 1689 Κατά την διάρκεια του Βενετο-τουρκικού πολέμου, οι επιτυχίες των Βενετών προκάλεσαν επαναστατικό αναβρασμό στην περιοχή και οι Σουλιώτες κατέλαβαν τελικά, μετά από μακροχρόνιες συγκρούσεις με τους Τούρκους, τα 70 περίπου κοντινά πεδινά χωριά (που είχαν εγκαταλείψει οι προγονοί τους το 1611, για ν'αποφύγουν τις άγριες διώξεις και την αναγκαστική αλλαγή του Θρησκεύματος) και εισέπρατταν αυτοί τους φόρους που εισέπρατταν προηγουμένως οι Αγάδες και Πασάδες της περιοχής. Αυτό εξόργισε τους Τούρκους και ήθελαν με κάθε τρόπο να τους αφανίσουν. 1721Ο πασάς των Ιωαννίνων Χατζή Αχμέτ, πολιόρκησε το Σούλι με 8.000 άνδρες, όταν οι Σουλιώτες απέρριψαν την πρότασή του για υποταγή. Μετά από νυκτερινή αιφνιδιαστική σφορδή αντεπίθεση των Σουλιωτών, οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν με πολύ μεγάλες απώλειες. 1731 - 1762Πολυάριθμες διαδοχικές απόπειρες διαφόρων Τούρκων Διοικητών της περιοχής της Ηπείρου να καταλάβουν το Σούλι, με αφορμή εξεγέρσεις των Σουλιωτών και «Παρασουλιωτών» στην περιοχή της «Τσαμουριάς» (πεδιάδες Παραμυθιάς, Φαναρίου, Μαργαριτίου), αποτυγχάνουν και συγκεκριμένα: 1731 Χατζή Αχμέτ, 1754 Μουσταφά πασά, Δόσπεης Δελβίνου, Μουσελίνης Άρτας. 1770 - 1771Εξέργεση στην Πελοπόννησο («Ορλωφικά»). Ο Ρωσικός στόλος καταστρέφει τον Οθωμανικό στον Τσεσμέ (4 Ιουλίου 1770) και κυριαρχεί στα νησιά του Αιγαίου. Κατά την διάρκεια των "Ορλωφικών", Έλληνας απεσταλμένος των Ρώσων ήλθε στο Σούλι (Φθινόπωρο 1771) με γράμματα του Αλέξιου Ορλώφ και με πολεμικά εφόδια για να ενισχύσει την εξέγερση των κατοίκων της περιοχής. 1772Η Πύλη αναλαμβάνει μεγάλη εκστρατεία εναντίον του Σουλίου, με 8.000-9.000 στρατό. Παρά την πυρπόληση σπιτιών και εκκλησιών στο "Παρασούλι" (περιοχή της «Τσαμουριάς»), η εκστρατεία αυτή όχι μόνο απέτυχε, αλλά ο ίδιος ο Αγάς του Μαργαριτίου Σουλεϊμάν Τσαπάρης (Έλληνας Τσάμης που εξισλαμίσθηκε για να γίνει Αγάς) αιχμαλωτίσθηκε και οι απώλειες σε αιχμαλώτους Τούρκους υπήρξαν πολύ μεγάλες. Ο Αγάς - γενίτσαρος και ορισμένοι από τους αιχμαλώτους απελευθερώθηκαν με λύτρα, που στάλθηκαν από τα Ιωάννινα και την Κωνσταντινούπολη και άλλοι αιχμάλωτοι που ανταλλάχθηκαν με υποσχέσεις ανεξαρτησίας, προς τους Σουλιώτες Οπλαρχηγούς. 1774Συνθήκη Ρωσο-τουρκικής ειρήνης του "Κιουτσούκ-Καϊναρτζή", όπου έβαλε όλους τους Χριστιανούς, υπηκόους της Τουρκίας, υπό την προστασία της Ρωσίας. Ήταν η πρώτη συνθήκη που μεριμνούσε για τους υπόδουλους των Οθωμανών. Το σημαντικότερο άρθρο της συνθήκης για τους Έλληνες ήταν το έβδομο (7): "Η Πύλη υπόσχεται να παρέχει συνεχή προστασία στη Χριστιανική Θρησκεία και τις εκκλησίες αυτής". Επίσης, σημαντικό ήταν και το άρθρο που επέτρεπε στους υπόδουλους Έλληνες να υψώνουν στα εμπορικά τους πλοία την Ρωσική σημαία, ώστε να μην παρενοχλούνται από το τουρκικό ναυτικό, όταν αυτά διέσχιζαν το Αιγαίο και την Μαύρη Θάλασσα. 1787 - 1792Νέος Ρωσο - τουρκικός πόλεμος. Ο Λουϊζης Σωτήρης ήλθε σε επαφή με τους Οπλαρχηγούς του Σουλίου. Τον Σεπτέμβριος 1788, πράκτορες της Ρωσίας έρχονται σε επαφή με Σουλιώτες Οπλαρχηγούς, προκειμένου να συντηρήσουν το κλίμα αστάθειας στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Ο Λάμπρος Κατσώνης πραγματοποιεί επιχειρήσεις στο Ιόνιο και το Αιγαίο πέλαγος ως επικεφαλής του Ρωσικού στόλου. Τον Μάρτιο του 1789 ονομαστοί οπλαρχηγοί (Γιώργης Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλας, Νικολός Ζέρβας, Νίκ. Κουτσονίκας, Χρήστος Φωταμάρας, Δήμος Δράκος κ.ά, με έγγραφό τους προς τους απεσταλμένους της Μεγάλης Αικατερίνης (τον Λουίτζη Σωτήρη κ.ά), δήλωναν ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων. Ο Λάμπρος Τζαβέλας υποσχέθηκε να λάβει μέρος: «...στον πόλεμον καθολικόν εναντίον των Αγαρηνών εις Ρούμελη με ανθρώπους τριακόσιους αρματωμένους...». Ανάλογος ήταν ο αριθμός των ανδρών που είχε υποσχεθεί και ο Νικολός Ζέρβας, ενώ ο Γιώργης Μπότσαρης υποσχέθηκε χίλιους . 1789 Ο Αλή πασάς, πληροφορημένος για τις κινήσεις των Σουλιωτών, οργάνωσε την πρώτη του εκστρατεία με 10.000 άνδρες, η οποία κράτησε τέσσερις μήνες, από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1789 και έληξε άδοξα. Ο Αλής αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη υποτέλειας με τους Σουλιώτες (ανέλαβε να καταβάλλει μισθούς στους αρχηγούς τους, που πλέον θα φρόντιζαν για την ασφάλεια της περιοχής). Συγχρόνως πήρε ομήρους πέντε (5) παιδιά, από τις οικογένειες των οπλαρχηγών. 1792 (1ος ) Ένα σώμα με 70 Σουλιώτες, με επικεφαλής το Λάμπρο Τζαβέλα και τον γιο του Φώτο, στάλθηκε για διαπραγματεύσεις με τον Αλή πασά, αυτός τους συνέλαβε και πρότεινε στο Λάμπρο Τζαβέλα να επιστρέψει στο Σούλι και να πείσει τους συμπατριώτες του να παραδοθούν, δηλώνοντας ότι σε περίπτωση άρνησής τους θα εκτελούσε τον γιο του Φώτο Τζαβέλα και τους άλλους ομήρους του. Οι Σουλιώτες απέρριψαν την απαίτηση του Αλή πασά, με πρόταση του ίδιου του Λάμπρου Τζαβέλα, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Αλή του έγραψε τα εξής : «Αλή πασά. Χαίρομαι όπου γέλασα έναν δόλιο. Είμ’ εδώ και διαφεντεύω πάλι την πατρίδα μου εναντίον είς έναν κλέφτη. Ο γιός μου το ξέρω θα πεθάνει. Αλλά εγώ πριν πεθάνω απελπίστως θέλω τον εκδικήσει. Κάποιοι Τούρκοι καθώς ελόγου σου θα πούνε πως είμαι πατέρας άσπλαχνος, με το να θυσιάσω το παιδί μου για το λιτρωμό το δικό μου. Αποκρίνομαι. Αν εσύ πάρεις το βουνό μας, θα σκοτώσεις και το παιδί μου και τη φαμίλια μου την επίλοιπη και τους συμπατριώτες μου όλους. Αμή άν νικήσωμε, η γυναίκα μου είναι νέα, θα κάνω κι’ άλλα παιδιά. Κι ακόμα αν ο Φώτος μου δεν μένει ευχαριστημένος να πεθάνει για την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήσει και να γνωρίζεται για παιδί μου. Προχώρα λοιπόν, άπιστε. Είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ». Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου Καπετάν Λάμπρο Τζαβέλας1792 ( 7ος) Ο Αλή πασάς με δύναμη 10.000 άνδρες επιτέθηκε στο Σούλι και στη μάχη της «Κιάφας» οι Τουρκαλβανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ο στρατός του Αλή πασά παθαίνει πανωλεθρία. Υπό τις διαταγές του Γεώργη Μπότσαρη, του Λάμπρου Τζαβέλα και του Δήμου Δράκου, με συμμετοχή ακόμη 400 γυναικών, με επικεφαλής τη Μόσχω Τζαβέλα (σύζυγο του Λάμπρου), οι Σουλιώτες καταφέρνουν να σκοτώσουν 2.000 Τουρκαλβανούς χάνοντας μόνο 74 άνδρες. Ο Βενετός προνοητής από την Λευκάδα έγραψε: «... εις τα ορεινά καταφύγια τα οποία αποτελούν την άμυναν των Σουλιωτών, κατέρρευσεν η φιλαυτία του υπερηφάνου τούτου πασά...». 1800Στις 19 Μαϊου η οικογένεια του Γεωργίου Μπότσαρη εγκαταλείπει το Σούλι. «... 1800 έτει Μαϊου 19. Εγώ ο Θόδωρος του Πανταζή, ψάλτης, ότι σήμερον κίνησαν από Παλιοχώρι ζωντανά περίπου διακόσια φορτομένα βιός των Μποτσαρέων, κι’ Μποτσαρέοι μαζί κι’ έφυγαν είς Τσουμέρκο…». (Ανέλαβαν το αρματολίκι των Τζουμέρκων και έστρεψαν εναντίον τους όλους τους Σουλιώτες, οι οποίοι τους αντικατέστησαν στην αρχηγία με τον γιο του Λάμπρου Τζαβέλα, Φώτο) 1802Ο Αλή πασάς αποκόβει εντελώς το Σούλι από τις οδούς ανεφοδιασμού του, ανεγείροντας κάστρα σε ολόκληρη τη γύρω περιοχή. Παρά τον σφοδρό λιμό, οι Σουλιώτες εξακολουθούν να αντιστέκονται . 1 - 12 - 1803 Έπειτα από προδοσία του Πήλιου Γούση ; (δέχθηκε να συμπράξει με τις δυνάμεις του Βελή, με σοβαρό ποσό γροσίων ; ), οι Τούρκοι καταφέρνουν να μπούν στο Σούλι. Αρχικά κατέλαβαν τη στρατηγική θέση του χωριού Αβαρίκο και στη συνέχεια κύκλωσαν όλη την περιοχή του Σουλίου. 7 - 12 - 1803Οι Σουλιώτες αποσύρονται στα φρούρια «Κιάφα» και «Κούγκι», όπου δίνουν την τελευταία μάχη. Χωρίς τρόφιμα και πολεμοφόδια (λόγω του αποκλεισμού), η κατάσταση ήταν τραγική. Αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις για συνθηκολόγηση, υπό τον όρο να εγκαταλείψουν το Σούλι, με τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τα όπλα τους και με όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, χωρίς παρενόχληση. 12 - 12 - 1803Οι Σουλιώτες αποφασίζουν να εγκαταλείπουν το Σούλι, με κύριο προορισμό την Πάργα, που ήταν τότε υπό Ρωσικό έλεγχο. Ο μοναχός Σαμουήλ και τέσσερις Σουλιώτες αποφασίζουν να παραμείνουν στο Μοναστήρι στο Κούγκι, το οποίο είχαν οχυρώσει με πολεμοφόδια (βαρέλια με μπαρούτι κ.λ.π), που δεν πήραν μαζί τους οι Σουλιώτες που έφυγαν. Αργότερα (16 - 12 - 1803), όταν πήγαν οι Τούρκοι να παραλάβουν το Κούγκι, ο μοναχός Σαμουήλ βάζει φωτιά στη μπαρουταποθήκη και ανατινάζει το Κούγκι, μαζί με τον εαυτό του, τους τέσσερις Σουλιώτες και όλους τους Τούρκους. 16 - 12 - 1803. Οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και αναχώρησαν. Η πρώτη ομάδα, με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε αβλαβώς στην Πάργα και από εκεί διαπεραιώθηκε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη ομάδα εγκλωβίστηκε στο Ζάλογγο και χτυπήθηκε από τους Τούρκους. Πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, ενώ 60 Σουλιώτισσες, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, αποφασίζουν να ριχτούν στο γκρεμό, μαζί με τα παιδιά τους, χορεύοντας και τραγουδώντας. Η τρίτη ομάδα έφθασε στο Βουλγαρέλι, που τους περίμεναν οι Μποτσαραίοι. Όλοι μαζί αναχώρησαν για τα Άγραφα όπου εγκαταστάθηκαν γύρω από την Μονή Σέλτσου. Όμως στις 20 Απριλίου του 1804 δέχθηκαν επίθεση από τους Τούρκους και μετά από άνισο αγώνα σκοτώθηκαν αρκετοί Σουλιώτες και πολλές γυναίκες αιχμαλωτίστηκαν ενώ άλλες έπεσαν στον ποταμό και πνίγηκαν. Ο Μάρκος Μπότσαρης, με τον πατέρα του Κίτσο και λίγους Σουλιώτες που διασώθηκαν, αναχώρησαν για στην Πάργα αρχικά και στη συνεχεία έφθασαν στην Κέρκυρα. Οι υπόλοιποι διασωθέντες Σουλιώτες, ακολούθησαν τον αρχαίο δρόμο: Άγραφα - Ράχες Τυμφρηστού - Οξυά και έφθασαν μέχρι τον αυχένα που συνδέει τον Τυμφρηστό με την Οξυά. Εκεί εγκαταστάθηκαν γύρω από τα Μοναστήρια : α / Του Προφήτη Ηλία, στο Παλαιοχώρι. β / Του Αγίου Νικολάου, στη Στάγια (Πλάτανος). γ / Του Αγίου Ιωάννου, στηΣέλλιανη (Μάρμαρα), κ.ά. 1820 Ο Αλή πασάς συγκρούεται ευθέως με το Σουλτάνο και το Οθωμανικό κράτος, ζητά την βοήθεια των Σουλιωτών και τους παραχώρησε το Σούλι. Οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν σε αυτό, στις 12 Δεκεμβρίου του 1820, 17 χρόνια μετά από τότε που είχαν υποχρεωθεί να το εγκαταλείψουν. Όσο ζούσε ο Αλή πασάς οι Σουλιώτες παρέμειναν σύμμαχοί του και μάχονταν μαζί του κατά των Τούρκων, αλλά και όταν φονεύθηκε ο Αλής (17 -1- 1822) εξακολουθούσαν μόνοι τους να μάχονται κατά των Τούρκων με ηγέτη τον Μάρκο Μπότσαρη. Η ηγεσία της Ελληνικής Επανάστασης αποφάσισε να τους ενισχύσει με στράτευμα και απέστειλε δύο ομάδες στρατού, μία με τον Αλ. Μαυροκορδάτο και άλλη με τον Κυρ. Μαυρομιχάλη. Όμως καμία δεν έφθασε στο Σούλι. 4 - 7 - 1822Το στράτευμα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου καταστράφηκε στη μάχη του Πέτα, ενώ το στράτευμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αποβιβάσθηκε στο Φανάρι της Θεσπρωτίας και έδωσε μάχη με τους Τούρκους, κατά την οποία σκοτώθηκε και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Μετά τις 2 καταστροφικές μάχες του Πέτα και στο Φανάρι, το Σούλι ετοιμάζετο να παραδοθεί στους Τούρκους. 2 - 9 - 1822Αποκλεισμένοι από παντού χωρίς τρόφιμα και πολεμοφόδια, αναγκάστηκαν στις 28 - 7 - 1822 να συνθηκολογήσουν με τους Τούρκους και στις 2 - 9 - 1822, εγκατέλειψαν οριστικά το Σούλι, αλλά όχι τον αγώνα για την Ελευθερία της Πατρίδος. Με ηγέτες τους τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλα κ.ά, κατέβηκαν στην επαναστατημένη Στερ. Ελλάδα (Μεσολόγγι) και την Πελοπόννησο, πήραν μέρος σε πάρα πολλές μάχες επιδεικνύοντας σε όλες τις περιπτώσεις απαράμιλλη ανδρεία. 28 - 7 - 1823Ο Πασάς της Σκόντρας Μουσταή, με 10.000 Αλβανούς επιτίθεται κατά της Δυτικής Ελλάδος και κατευθύνεται προς την Κεντρική Ελλάδα, μέσω της φυσικής διαβάσεως που υπάρχει από τον Αμβρακικό κόλπο μέχρι την Ράχη Τυμφρηστού. Η Ράχη Τυμφρηστού, ήταν από την αρχαιότητα ένα στρατηγικό σημείο, ένα σημείο κλειδί για τον έλεγχο όλης της Κεντρικής Ελλάδος. Ο Μάρκος Μπότσαρης (επικεφαλής) και ο Κί��σος Τζαβέλας, με 1250 αγωνιστές έφυγαν από το Μεσολόγγι για να τον αντιμετωπίσουν. Φτάνοντας έξω από το Καρπενήσι (Κεφαλόβρυσο), όπου είχαν στρατοπεδεύσει τα στρατεύματα του Μουσταή Πασά, αποφάσισε να επιχειρήσει αιφνιδιαστική νυκτερινή επίθεση. Την νύκτα της 8ης προς 9ηςΑυγούστου του 1823, ο Μάρκος Μπότσαρης με 450 Σουλιώτες, όρμησε προς το εχθρικό στρατόπεδο ενώ οι άλλοι 800 με τον Κίτσο Τζαβέλα θα επιχειρούσαν αντιπερισπασμό, όταν θα άρχιζε ο αιφνιδιασμός, που δυστυχώς δεν έκαναν από κακή συνεννόηση. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε αλλά ο Μάρκος Μπότσαρης τραυματίσθηκε. Αν και πληγωμένος, προχωρούσε προς τη σκηνή του Πασά, με σκοπό να τον αιχμαλωτίσει ή να τον σκοτώσει. Στην προσπάθειά του ν'ανέβει την μάνδρα που ήταν εμπρός από την σκηνή, έγινε αντιληπτός από τους Το��ρκαλβανούς, 3.000 περίπου φρουρούς του Μουσταή πασά και έγινε μεγάλη μάχη. Μία σφαίρα βρήκε τον Μάρκο στο μάτι και λίγο αργότερα πέθανε. Το σώμα του μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, όπου τάφηκε στις 10 Αυγούστου του 1823 με μεγάλες τιμές. Μετά τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, η αρχηγία του στρατού ανατέθηκε στον Ζυγούρη Τζαβέλα, τριτότοκο γιο του Λάμπρου Τζαβέλα. Παρά την προχωρημένη ηλικία του ανέλαβε την οργάνωση της άμυνας που θα αντιμετώπιζε την ισχυρότατη τουρκική δύναμη, στο βουνό Καλιακούδα, Νότια του Καρπενησίου στο δρόμο για τον Προυσό. Κατά την επίθεση των Τούρκων (28-8-1823), ο Ζυγούρης Τζαβέλας έπεσε νεκρός. Στην ίδια μάχη σκοτώθηκε και ο γιος του Ζυγούρι, Κιτσάκης. Η οικογένεια-πατριά («φάρα») των Μποτσαραίων, κατάγετο από το χωριό Δραγάνι της Παραμυθιάς και ήταν από τις πιο παλιές φάρες των Σουλιωτών. Αρχικά η φάρα των Μποτσαραίων κατοικούσε στο χωρίο «Κιάφα» (τετραχώρι), μαζί με τις φάρες του Ζέρβα, του Μπούσμα, του Δαγκλή του Μαλάμου κ.ά. Αργότερα όμως, η φάρα των Μποτσαραίων έφυγε από το τετραχώρι, μετά από ορισμένα γεγονότα και εγκαταστάθηκε στο χωριό «Παλιοχώρι», που ευρίσκετο στη Λάκα Σουλίου και ήταν ένα από τα επτά χωρία του Σουλίου (εφταχώρι). Συγκεκριμένα, ο Γενάρχης Γιώργης Μπότσαρης, που ήταν μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ήταν πολέμαρχος στις επιθέσεις του Αλή πασά το 1789 και 1792, ο Αλή υποχώρησε και το κύρος του Μπότσαρη αυξήθηκε. Αργότερα όμως, επηρεασμένος από της αύξηση της δύναμης του Αλή πασά, άρχισε να δέχεται δώρα και άλλες παροχές σε αντάλλαγμα την ουδετερότητα των Σουλιωτών. Αυτό προκάλεσε την καταφρόνια των άλλων Σουλιωτών, οι οποίοι τον αντικατέστησαν στην αρχηγία με τον γιο του Λάμπρου Τζαβέλα Φώτο και ο Γιώργης Μπότσαρης έφυγε από την «Κιάφα» (Τετραχώρι) και κατέβηκε στο «Παλιοχώρι» (εφταχώρι). Στη συνέχεια προς τα τέλη του 1799, δέχθηκε από τον Αλή πασά το αρματολίκι των Τζουμέρκων και 60 πουγκιά γρόσια. Αργότερα όμως συναισθανόμενος το σφάλμα του αυτοκτόνησε με δηλητήριο. Από την γυναίκα του Δέσπω Κουτσονίκα απέκτησε μία κόρη την Μαρία, που παντρεύτηκε ο Παλάσκας από τα Άγραφα. Τον Τούσια, που είχε πάει στη Ρωσία για να ζητήσει βοήθεια από την Τσαρίνα Αικατερίνη. Τον Νότη, τον Νικήτα και τον Κίτσο, πατέρα του Μάρκου. Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν μία από τις αγνότερες μορφές της Επαναστάσης του 1821 (Σούλι 1790 – Καρπενήσι 1823). Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες με τους Τούρκους στις οποίες διακρίθηκε, για τον λόγο αυτό η Κυβέρνηση στις 12 –10– 1822 με ειδικό Διάταγμα τον ονόμασε Στρατηγό. Όμως επειδή προκλήθηκαν δυσαρέσκειες ανάμεσα στους άλλους οπλαρχηγούς και για να μην βλάψει τον Αγώνα, έσχισε το Διάταγμα αυτό δηλώνοντας:«όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό». Ο Μάρκος Μπότσαρης με την προσφορά του στον μεγάλο Αγώνα των Ελλήνων, εξιλέωσε την μεγάλη φάρα των Μποτσαραίων. Η οικογένεια-πατριά (φάρα) «Τζαβέλα», ήταν μία από τις σημαντικότερες του Σουλίου, που τα μέλη της διακρίθηκαν σε πολλές μάχες κατά του Αλή πασά και αργότερα σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων, από το 1821 έως τους Βαλκανικούς πολέμους. Γενάρχης της οικογένειας, ήτανο ιερέας Ζάχος (Παπα - ζάχος), ο οποίος κατάγετο από το χωριό Δραγάνι της Παραμυθιάς (Θυαμουργιάς ή Θυαμεργιάς). Εγκατέλειψε την κατοικία του και κατέφυγε στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου, για ν'αποφύγει τις άγριες διώξεις και τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό που έκαναν οι Τούρκοι στην περιοχή της "Τσιαμουργιάς" (Θυαμουργιάς), μετά το αποτυχημένο κίνημα του Μητροπολίτη Διονυσίου του Φιλοσόφου, το 1611. Με το επώνυμο «Τζαβέλας» αναφέρεται πρώτος ο Λάμπρος το 1789, σε έγγραφο των Σουλιωτών που απευθύνετο στον απεσταλμένο της Ρωσίας στην Ελλάδα, Λουίτζη Σωτήρη. Επίσης, όταν αρνήθηκε να υποκύψει στον εκβιασμό του Αλή πασά, που κρατούσε τον γιο του Φώτο όμηρο (αναφέρθηκαν παραπάνω και τα δύο περιστατικά). Η σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα «Μόσχω» (Τζαβέλαινα), ήταν ατρόμητη γυναίκα και προικισμένη με ηγετικά προσόντα ("Γυναίκα Σύμβολο στην ιστορία της Νεότερης Ελλάδας"). Στη μάχη των Σουλιωτών κατά του Αλή το 1792, όταν οι Σουλιώτες έχασαν το θάρρος τους, ξεσήκωσε τις γυναίκες του Σουλίου και μαζί με άλλες 400 Σουλιώτισσες, επιτέθηκαν στους Τουρκαλβανούς με ογκόλιθους και με τουφέκια και τους έτρεψαν σε φυγή. Από τότε οι Σουλιώτες την τιμούσαν ιδιαίτερα και της επέτρεπαν να συμμετέχει ενεργά, σε όλα τα συμβούλια που αφορούσαν την τύχη του Σουλίου. Το όνομά της έγινε θρύλος και γράφτηκαν πολλά τραγούδια που εμπνεύστηκαν από τον ηρωϊσμό της. Η εγγονή της η Φωτεινή, κόρη του Φώτου Τζαβέλα, κατά την διάρκεια του Αγώνα, παντρεύτηκε τον γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «Γενναίο». Ο Ιωάννης Τζαβέλας, πρωτότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα, είναι γνωστός με το παρωνύμιο «Μπακατσέλος», διακρίθηκε στις μάχες της Ζελίστας, του Μεσολογγίου και της «Γραμμένης Οξυάς». Ο Κίτσος Τζαβέλας, δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες με τους Τούρκους (Βραχώρι Μάϊος 1821, Πλάκα – Μεσολόγγι Δεκέμβριος 1821, Καρπενήσι, Κεφαλόβρυσο - Καλιακούδα Αύγουστος 1823, Άμπλιανη Ιούλιος 1824, Δίστομο, Μάϊος 1825, Μεσολόγγι, Ιούλιος 1825). Στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ήταν αντιπρόσωπος των Σουλιωτών. Αργότερα έγινε υπουργός Στρατιωτικών και μετά τον θάνατο του Ιωάννη Κωλλέτη, έγινε και πρωθυπουργός της Ελλάδος, από τον Αύγουστο του 1847 έως τον Μάρτιο του 1848. Μία άλλη ισχυρή Σουλιώτικη οικογένεια-πατριά (φάρα) ήταν οι «Ζερβαίοι», από το χωριό Ζερβό Θεσπρωτίας, μέλη της οποίας έλαβαν μέρος στους αγώνες κατά του Αλή πασά και αργότερα σε πολλές μάχες κατά την Επανάσταση του 1821, τους Βαλκανικούς πολέμους, ακόμη και εναντίον των Γερμανών 1941-1944 (Ναπολέων Ζέρβας). Από τα πιο αξιόλογα μέλη την οικογένειας ήταν: Ο Τζήμας, οπλαρχηγός του Σουλίου, τον οποίο απέτυχε να προσελκύσει με χρήματα ο Αλή πασάς με σκοπό να τον βοηθήσει στην κατάληψη του Σουλίου. Ο Αθανάσιος, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες ως οπλαρχηγός υπό του Μάρκου Μπότσαρη, σκοτώθηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου. Ο Γεώργιος, ο οποίος διακρίθηκε κατά την τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο Διαμαντής, πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις όπως: Κατά την τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου, στο Κεφαλόβρυσο, στη μάχη της Αράχοβας (Νοέμβριος 1826), στη μάχη του Διστόμου (21 -1- 1827) και επί Καποδίστρια διορίστηκε αρχηγός της Β΄ χιλιαρχίας και πολέμησε στη Δυτική Στερεά υπό του Ρ. Τσώρτς. Ο Νικόλαος, ο οποίος διακρίθηκε στους αγώνες κατά του Αλή πασά, έλαβε μέρος επίσης στην τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου, στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου, στη μάχη του Φαλήρου (Απρίλιος 1827), πήρε μέρος σε απελευθερωτικούς αγώνες των Ηπειρωτών και πρωτοστάτησε στην Πλάκα και πέντε πηγάδια, πέθανε το 1869. Επίσης άλλα μέλη που έλαβαν μέρος στους αγώνες του 1821, ήταν ο Κων/νος, ο Τούσιας και ο Χρήστος. Συμμετείχαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου, στις μάχες στο (Κεφαλόβρυσο– Καλιακούδα) και σε άλλες μάχες της Δυτικής Στερεάς. Απόγονος της Σουλιώτικης οικογένειας των «Ζερβαίων», ήταν και ο Ναπολέων Ζέρβας (Άρτα 1891 – Αθήνα 1957). Στρατιωτικός, πολιτικός και μία από τις σημαντικότερες μορφές της Εθνικής Αντίστασης. Ο Ναπολέων Ζέρβας, κατά τους πρώτους μήνες της κατοχής (Σεπτέμβριος 1941), ίδρυσε μαζί με άλλους αξιωματικούς και πολιτευτές, τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο. Τον Νοέμβριο του 1942, οι δυνάμεις του Ε. Δ. Ε. Σ και οι αντάρτικες δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ υπό τον Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα), σε συνεργασία με Βρετανούς σαμποτέρ (Έντι Μάγερς, Κρίς Γουντχάουζ) ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου. Προς το τέλος της κατοχής οι δυνάμεις του Ναπ. Ζέρβα έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου. Αργότερα στις εκλογές της 31 –3– 1946, εξελέγη Βουλευτής Ιωαννίνων, ενώ το Κόμμα του (Εθνικόν Κόμμα), κέρδισε 25 έδρες. Ο Ναπολέων Ζέρβας και ο Άρης Βελουχιώτης ήταν «συγγενείς εξ αίματος». Το αποκάλυψε ο αδελφός του Άρη, λογοτέχνης και Ιστορικός Μπάμπης Κλάρας, σε μία ομιλία του στην Λαμία: «Η Ρούμελη στη Μεγάλη Αντίσταση». Μεταξύ των άλλων ανέφερε και τα εξής: «...Οι τρεις εξέχουσες μορφές του ιδιότυπου αυτού πολέμου, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Ναπολέων Ζέρβας και ο Δημήτρης Ψαρρός, με μία εκπληκτική συγκυρία: Ρουμελιώτες καθαρόαιμοι ο πρώτος και ο τρίτος. Γέννημα - θρέμμα ο ένας της Λαμίας, γιός του δικηγόρου Δημητρίου Κλάρα και της Αγλαϊας, το γένος Ζέρβα, που κρατούσε απ’ τα Πουγκάκια του Τυμφρηστού, ο Θανάσης Κλάρας. Γέννημα - θρέμμα της Παρνασσίδας ο Διοικητής του 5 /42 Ευζώνων Δημήτριος Ψαρρός. Κοντο - Ηπειρώτης ο Στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας. Δεμένοι και οι τρείς με συγγενικούς μεταξύ τους δεσμούς. Ο Ζέρβας, έξ αίματος συγγενής του Άρη, από τη «Ζερβοπούλα» μάννα του. Κοινός τους πρόγονος ο «Ζέρβας», το πρωτοπαλλήκαρο του Μάρκου Μπότσαρη, που όταν δέχθηκε κατακούτελα το βόλι στη μάχη, τον σήκωσε στους ώμους του για να μην το ζωγρήσουν οι άπιστοι. Ο Ψαρρός, εξ αγχιστείας συγγενής του Άρη, πάλι από τη μάννα του, που ξαδέρφη της, αδερφή του Σπύρου Κρεμεζή από την Άμφισσα, νυμφεύθηκε ο αδερφός του, δικηγόρος Χαράλαμπος Ψαρρός...» [Λ. Κορέλης, «Φθιωτικά Γράμματα (Λαμιακές Σελίδες), Νοέμβριος 1976].[ Ο Ναπολέων Ζέρβας, όταν πήγε στο Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδος και συναντήθ��κε με τον Άρη Βελουχιώτη για να καταστρώσουν τα σχέδια για την ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου, διανυκτέρευσε το βράδυ στις 18 Νοεμβρίου του 1942 στα Πουγκάκια Φθιώτιδος, αφενός γιατί εκεί ήταν συγγενείς του και ήθελε να τους συναντήσει και αφετέρου για να έχει περισσότερη ασφάλεια. Επίσης, κάθε χρόνο μετά την 15ην Αυγούστου, η «φάρα» των Ζερβαίων συγκεντρώνεται στην κεντρική πλατεία της Παναγίας στα Πουγκάκια Φθιώτιδος και γίνεται πολύ μεγάλο γλέντι]. Πολλοί προσπάθησαν ν’αμφισβητήσουν την Ελληνικότητα των Σουλιωτών επειδή μιλούσαν την λατινογενή «Αρβανίτικη γλώσσα», που εισήχθη κατά την Ρωμαϊκή κυριαρχία. Το πρώτο πλήγμα που δέχθηκε η Ελληνική γλώσσα ήταν κατά περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας. Την περίοδο αυτή μεγάλος αριθμός Ελλήνων «εκλατινίσθηκε» και δημιουργήθηκε η λεγόμενη «Βλάχικη» διάλεκτος (Ελληνο - Λατινικά = Βλάχικα) και η «Αρβανίτικη» διάλεκτος (Αλβανο - Ελληνο - Λατινικά), στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Τόσο η «Βλάχικη» διάλεκτος όσο και η «Αρβανίτικη» διάλεκτος, είναι προφορικές γλώσσες και δεν έχουν γραπτή εκπροσώπηση, προήλθαν από τον «εκλατινισμό» των κατοίκων της Ελλάδος, της Ιλλυρίας και των άλλων λαών των Βαλκανίων, κατά την μακρόχρονη παραμονή των Ρωμαίων στις περιοχές αυτές. Ο Κων/νος Κούμας, μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, αναφέρει τα εξής: «...Οι Ρωμαίοι επί οκτώ εκατονταετηρίδας, καθυποτάξαντες τα έθνη και αναμίξαντες δια των αποικιών των ταύτα, εισήγαγον κατά φυσικόν λόγον εις αυτά και την γλώσσα των […] και ούτω κατασκεύασαν ανάμικτον τι παραμόρφωμα διαλέκτου, σωζόμενον εισέτι είς πολλά μέρη της Ελλάδος ...». Αργότερα, στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας, ο Ελληνισμός κινδύνεψε να εξαφανισθεί. Με Σουλτανική διαταγή, τα Ελληνικά σχολεία έκλεισαν και όποιος συλλαμβάνετο να διδάσκει την Ελληνική γλώσσα τιμωρείτο με θάνατο. Μόνο ορισμένοι μοναχοί, σε απομακρυσμένα Μοναστήρια δίδασκαν κρυφά, στοιχειώδη Ελληνικά (γραφή, ανάγνωση, αριθμητική και Ιστορία). Η καθομιλουμένη γλώσσα στις συναλλαγές με την κρατούσα εξουσία ήταν η Τουρκική. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, λόγω της Αλβανικής καταγωγής των Πασάδων, Αγάδων, Στρατιωτικών και λοιπών αρχών, επεκράτησε ως καθομιλουμένη η λατινογενής «Αλβανική - Αρβανίτικη» διάλεκτος. Ειδικότερα, όταν ο Αλή πασάς, επεδίωξε να οργανώσει το πασαλίκι του κατά το πρότυπο των Ευρωπαϊκών κρατών και προσπάθησε να ιδρύσει μία μικρή ανεξάρτητη ηγεμονία. Στην αυλή του είχε συγκεντρώσει, εκτός από τους Τουρκαλβανούς, Τόσκιδες, Λιάπιδες και αρκετούς Έλληνες λόγιους, Οπλαρχηγούς (καπεταναίους), Γιατρούς κ.ά. Μεταξύ των συνεργατών του ήταν ο Σπυρίδων Κολοβός, που υπήρξε από τα δραστήρια στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Ο γλωσσομαθής Μάνθος Οικονόμου, οι πολιτικοί Αλέξης Νούτσος και ο Μάρκος Δαμιράλης (αντιπρόσωπος των «Αλβανών συμμάχων» στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου). Γιατροί του Αλή πασά διατέλεσαν ο Κεφαλλονίτης Μεταξάς, ο Ζακυνθινός Ταγιαπιέρας, ο Ιωάννης Βιλαράς κ.ά. Επίσης, υπηρέτησαν στην αυλή του Αλή πασά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Βαρνακιώτης, ο Πανουργιάς κ.ά. Θέλησε να δημιουργήσει τακτικό στρατό και είχε προσλάβει εκτός από τους Έλληνες και Ευρωπαίους στρατιωτικούς, μεταξύ αυτών και τον Άγγλο συνταγματάρχη Γ. Λήκ, που μας άφησε πολύτιμο περιηγητικό έργο για την Ελλάδα της εποχής εκείνης. Ο Αλή πασάς, ακόμη και τους άσπονδους εχθρούς του τους Σουλιώτες, κάλεσε να γυρίσουν στην πατρίδα τους (μετά από 17 χρόνια), προκειμένου να τον βοηθήσουν στον πόλεμο εναντίον του Σουλτάνου, για την πραγματοποιήσει των φιλόδοξων σχεδίων του, που ήταν η ίδρυση μιας ανεξάρτητης ηγεμονίας. Οι Έλληνες της Κεντρικής Ελλάδος και οι Σουλιώτες συνεργάσθηκαν με τον Αλή, στον πόλεμο κατά του Σουλτάνου, γιατί αυτό εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους. Ήταν η στιγμή που ο Ελληνικός χώρος ήταν έτοιμος για την επαναστατική ανάφλεξη και μία σύγκρουση του Αλή πασά με τον Σουλτάνο ήταν ότι το καλύτερο. Ακόμη και μετά την αποτυχία του Αλή πασά και την δολοφονία του από τον Αλή Χασάν (24-1-1822), οι Έλληνες της Κεντρικής Ελλάδος, της Πελοποννήσου και οι Σουλιώτες, συνέχισαν όλοι μαζί τον πόλεμο κατά των Τούρκων και είχαν τα γνωστά άριστα αποτελέσματα. Όλοι όσοι αναφέρθηκαν παραπάνω και πολλοί άλλοι Έλληνες εκείνης της εποχής, μιλούσαν παράλληλα με την Ελληνική γλώσσα και την Αρβανίτικη διάλεκτο. Ακόμη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γνώριζε και χρησιμοποιούσε τα Αρβανίτικα. Μάλιστα, είχε αδελφικό φίλο - «αδελφοποιτό» τον αρχηγό των Αλβανών στην Πελοπόννησο Αλή Φαρμάκη, όταν Διοικητής της Πελοποννήσου ήταν ο γιος του Αλή πασά, Βελής. Επίσης, ο πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο Ανδρέας Βερούσης (Ανδρέας = Ανδρούτσος), από τις Λιβανάτες Φθιώτιδος, ήταν αδελφικός φίλος - «αδελφοποιτός» με τον Αλή πασά, όταν αυτός ακόμη ήταν άσημος αρχηγός των «χαϊντούκων» Αλβανών, που η δράση τους έφθανε μέχρι την Κεντρική Ελλάδα. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την Ελληνικότητα, ούτε του Κολοκοτρώνη, ούτε του Ανδρούτσου, ούτε του Διάκου. Αυτό είναι μία μεγάλη απόδειξη, ότι όσοι μιλούσαν την Αρβανίτικη γλώσσα δεν ήταν και Αλβανοί. Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες (ορισμένοι τους υπολογίζουν 500.000), αποκομμένοι στη Βόρειο Ήπειρο, οι οποίοι κατ’ ανάγκη είναι Αλβανοί υπήκοοι και ομιλούν την Αλβανική γλώσσα, αλλά διατηρούν την Ελληνική τους συνείδηση και είναι Ελληνικότατοι των Ελλήνων. Τους προηγούμενους αιώνες συνέβαινε το ίδιο με τους ομοφύλους τους κατοίκους της ιδίας περιοχής και οι οποίοι ονομάζονταν «Αρβανίτες», λόγω καταγωγής τους από το «Άρβανον», περιοχής που ευρίσκετο Βορειοδυτικά του Δυρραχίου (αρχαίας Επιδάμνου). Η Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς, "Ερευνητικό έργο, Δρόμοι της Πίστης - Ψηφιακή Πατρολογία, του Πανεπιστημίου Αιγαίου", Βιβλ. 13. 5. 1, σελ. 220 [PDF]), αναφέρεται στο «Άρβανο» με γεωγραφική και στρατιωτική έννοια: "... τω δε Ευσταθίω Καμύτζη τας περί το Άρβανον ανατεθείκει κλεισούρας [… Βιβλ. 13. 5. 2] "Επεί δε τινά των ομορούντων τω Αρβάνω πολίχνια προέφθασαν τω Βαϊμούντω προσχωρήσαι, οι τούτων έποικοι, τας του Αρβάνου ατραπούς ακριβώς επιστάμενοι, προσελθόντες πάσαν, ως είχε, της Δεύρης την θέσιν εξηγήσαντο και τας λανθανούσας ατραπούς υπέδειξαν…". Επίσης η Άννα Κομνηνή, με βάσει τα γεγονότα του Δυρραχίου το 1081 και τους πολέμους των Βυζαντινών με τους Νορμανδούς σταυροφόρους, αναφέρεται σε κάποιον αξιωματούχο (Κοσμισκόρτη) που πήγε να ενισχύσει την άμυνα του κάστρου (Αλεξιάς, Βιβλ. 4. 8. 4, σελ. 73): "...και την της ακροπόλεως φρουράν τοις εκκρίτοις Βενετίκοις των εκείσε αποίκων ανέθετο, την δε γε επίλοιπον πάσα πόλιν τω εξ Αρβάνων ορμωμένου Κοσμισκόρτη τα συνοίσοντα δια γραμμάτων υποθέμενος...". Το Άρβανον εκτεινόταν Β/Δ του σημερινού Δυρραχίου και η περιοχή υπαγόταν στην πολιτική και στρατιωτική δικαιοδοσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Γι'αυτό τον 12ον αιώνα, ιδρύθηκε το "Θέμα Δυραχίου και Αχρίδος", με Διοικητή τον Ελληνικής καταγωγής, Βυζαντινό Στρατηγό, Γεώργιο Ακροπολιτη. Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής ήταν Έλληνες εκλατινισμένοι - λατινόφωνοι, συνεπώς και οι Έλληνες Αρβανίτες που προέρχονται από την περιοχή του Αρβάνου είναι Ελληνικότατοι των Ελλήνων. Επίσης, το Δυρράχιον είναι η αρχαία Ελληνική πόλη Επίδαμνος : "...το μέντοι Δυρράχιον ή Επίδαμνος, αρχαία πόλις και ελληνίς..."(Βλ. Αλεξιάς. Βιβλ. 12. 9. 4. σελ. 211. Ερευνητικό έργο...). Ο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 - 1779), ο Εθνομάρτυρας και Άγιος της Εκκλησίας, ο διδάσκαλος και φωτιστής του Γένους, για να περιορίσει και να εξαφανίσει από τους Έλληνες τη χρήση του «Αρβανίτικου» γλωσσικού ιδιώματος είχε φθάσει σε σημείο να δηλώσει: «... Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα είς το σπίτι του να μη κουβεντιάζει Βλάχικα και Αρβανίτικα, άς σηκωθεί επάνω να μου είπη και να πάρω όλα τα αμαρτήματα του είς τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθηκε, έως τώρα και να βάλω όλους τους Χριστιανούς να τον συγχωρέσουν...». Ο «Πατροκοσμάς» υπήρξε απόστολος όχι μόνο της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και της Ελληνικής παιδείας. Η παιδεία που διέδιδε ο Πατροκοσμάς απέβλεπε στην αναγέννηση του Έθνους και επειδή δεν υπήρχαν Ελληνικά σχολεία, έλεγε να μετατρέψουν τις Εκκλησίες σε σχολεία: «…για να συντελέσει είς την διαφύλαξιν της πίστεως και της ��λευθερίας της πατρίδος...». Σε πολλά μέρη των Αγράφων και της Στερεάς Ελλάδος, άρχιζε η Επανάσταση με το δίστοιχο: «...Βοήθα μας, Αϊ ’ Γιώργη και συ πατρο – Κοσμά, να πάρουμε την πόλη και την Αγιά Σοφιά...». Προσπαθούσε με υπονοούμενα και συμβολικές φράσεις να εμπνεύσει στις ψυχές των υποδούλων Ελλήνων τον πόθο της παλιγγενεσίας και να συντηρήσει την ελπίδα για την έλευσ�� του «ποθούμενου», το οποίο όπως έλεγε: «…θα γίνει την τρίτη γενεά και θα το δούν τα εγγόνια σας...». (Πράγματι η γενεά του 1821 ήταν η τρίτη, από την εποχή του Πατρο -Κοσμά). Επίσης, επάνω στον λόφο «Κούγκι» του Σουλίου, στο μικρό Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, υπήρξε ένας άλλος Εθνομάρτυρας, Απόστολος της Εκκλησίας και διαφωτιστής του Γένους, ο Σουλιώτης καλόγηρος «Σαμουήλ» (με απώτερη καταγωγή από το χωριό Λάμποβο Μουργκάνας), ο οποίος παράλληλα με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα δίδασκε στα παιδιά των Σουλιωτών και στοιχειώδη Ελληνικά γράμματα και προπαντός το Πατριωτικό φρόνημα. Ο Μιχαήλ Περάνθης στο βιβλίο του Σουλιώτες, σχετικά με το σχολείο που υπήρχε στο «Κούγκι» και τον μεγάλο Πατριώτη - καλόγηρο Σαμουήλ («Άϊ-Σαμουήλης»), αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: «... Το σχολειό παιδιά μου είναι σαν την εκκλησία. Η εκκλησία μας μαθαίνει πως να κερδίσουμε την άλλη ζωή, στον ουρανό. Το σχολειό μας μαθαίνει πως να κερδίζουμε ετούτη τη ζωή πάνω στη γής. Κι’ εμείς οι Γραικοί όπου είμαστε σκλάβοι, τούτη τη ζωή θα την κερδίσουμε πρώτα – πρώτα με το ντουφέκι. Όταν σηκώνεις ντουφέκι σ’ άνθρωπο που δεν φταίει τότες είναι αμαρτία. Όταν σηκώνεις ντουφέκι για την λευτεριά και το δίκιο, τότε κάνεις το χρέος σου. Αυτή την διαφορά για να την ξεχωρίζετε, πρέπει να ξέρετε γράμματα. Για τούτο τα γράμματα τ’ άπαν «του Θεού τα πράματα» […] Και πρέπει να ξέρετε πως απ’ τ’ άλλα τα παιδιά σ’ ολάκερο το γένος μας εσείς είστε τα πιο καλοτυχισμένα. Γιατί έχετε το λεύτερο ν’ άρχεστε και ν’ ακούτε και να μαθαίνετε όσα θέλετε. Ενώ εκείνα δεν έχουν που να πάν παρά μαζεύονται κρυφά στις σπηλιές νύχτα κι’ ο Τούρκος τους κυνηγάει...». Ενδεικτικά αναφέρω δύο περιπτώσεις Σουλιωτών που έγραφαν Ελληνικά, τον Φώτο Τζαβέλα και τον Μάρκο Μπότσαρη. Μάλιστα ο Μάρκος Μπότσαρης παρά την περιορισμένη του μόρφωση, έγραψε ένα λεξικό το οποίο ονόμασε: «Λεξικό της Ρωμαϊκής και Αρβανιτικής Απλής». Αυτό έγινε γιατί, οι Σουλιώτες, όπως και οι άλλοι Έλληνες της Ηπείρου, ενώ είχαν για επίσημη γλώσσα την Ελληνική (Ρωμαϊκήν όπως την ονόμαζαν, από το Ρωμιός = Έλληνας), καθομιλουμένη είχαν, λόγω της Ιστορικής συγκυρίας, την λατινογενή «Αρβανίτικη». Το λεξικό γράφτηκε μετά από πρωτοβουλία του Γάλλου πρέσβη Πουκεβίλ, είναι κατατεθειμένο στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, στο τμήμα Ελληνικών χειρογράφων, από τον ίδιο τον Πουκεβίλ το 1819 και αποτελεί τμήμα κώδικα 244 σελίδων. [Βλ. 1/ Σελίδα από το Χειρόγραφο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη 2/ Σελίδα από το Ημερολόγιο του Φώτου Τζαβέλα: «εγό ο φότος Τζαβέλας κάνο θήμηση», καθώς και την σφραγίδα του, ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ]. Οι Σουλιώτες ήταν Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι που είχαν καταφύγει σ’αυτή την ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή, μη αντέχοντας την καταπίεση των Τούρκων κατακτητών. Είχαν μεγάλη πίστη και αφοσίωση στη θρησκεία τους και αυτό προκύπτει από ορισμένα γεγονότα που θα αναφέρω ενδεικτικά: Ο Γενάρχης των Τζαβελαίων Ζάχος, πριν καταφύγει στο Σούλι, ήταν ιερέας (Παπα-Ζάχος), στο Δραγάνη της Παραμυθιάς. Επάνω στον πύργο «Κούγκι», που ήταν χτισμένος σε απότομο βράχο, υπήρχε μικρό μοναστήρι με την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Εκεί ο ηρωϊκός καλόγηρος Σαμουήλ ευλογούσε και κοινωνούσε τους Σουλιώτες, όταν συγκεντρώνονταν στον πύργο για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των Τούρκων. (Ψηλά πάνω από το Μοναστήρι ήταν υψωμένη σημαία με πανί κατάμαυρο, μεταξωτό, μεγάλο όσο ένα πάτωμα σπιτιού, με άσπρα κρόσσια ολόγυρα μεταξωτά, ένα δικέφαλο αετό στη μέση και κάτω, με πελώρια γράμματα στα Ελληνικά, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ). Το 1803, όταν προδόθηκε το Σούλι, από τον Πήλιο Γούση; και πήγαν οι απεσταλμένοι του Αλή πασά για να παραλάβουν τον πύργο, ο καλόγερος Σαμουήλ με άλλους πέντε Σουλιώτες έβαλαν φωτιά στην μπαρουταποθήκη και ανατινάχτηκαν όλοι στον αέρα, μαζί με τους άνδρες του Αλή πασά. Αλλά και στο «Ζάλογγο», χαμηλά, υπήρχε το Μοναστήρι του «Αϊ-Δημήτρη» και πάνω στην κορυφή του βράχου το μετόχι του, αφιερωμένο στο όνομα των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ (Ήταν ο κρυψώνας της κλεφτουργιάς, που αναφέρει το Δημοτικό τραγούδι: «...Μες στην κορφή στο Ζάλογγο, ψηλά στον Αϊ-Ταξιάρχη, έχουν οι Κλέφτες σύναξη…»). Το 1803 αρκετοί Σουλιώτες της «δεύτερης ομάδας» οχυρώθηκαν στο μοναστήρι αυτό, για να διαφύγουν την καταδίωξη των Τουρκαλβανών του Αλή πασά. Επίσης, το 1803 περισσότεροι από 1000 Σουλιώτες, της «τρίτης ομάδας», κατέφυγαν με τα γυναικόπαιδα τους στη Μονή Σέλτσου, στο δρόμο για τα Άγραφα. Οι διασωθέντες της τρίτης ομάδας, που έφθασαν στις «Παρυφές του Τυμφρηστού», εγκαταστάθηκαν γύρω από τα Μοναστήρια του Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι, του Αγίου Νικολάου στη Στάγια, του Αγίου Ιωάννου στη Σέλλιανη κ.ά. [Στο Σούλι υπήρχαν πολλές εκκλησίες, όπως του Αϊ-Δονάτου, του Αϊ-Γιώργη, της Παναγίας της Κλεφτρίνας, του Αϊ Δημήτρη, της Αγ. Κυριακής και άλλες, τις οποίες δεν αναφέρω λόγω χώρου]. Στην περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος («Στις Παρυφές του Τυμφρηστού»), εγκαταστάθηκαν οι επιζήσαντες Σουλιώτες της «τρίτης ομάδας», που αναχώρησαν από το Σούλι το 1803 και οι επιζήσαντες μετά από τις μάχες που έγιναν στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου (8ην και 9ην Αυγούστου 1823 και μετά δέκα μέρες 28 -8- 1823) στο δρόμο για τον Προυσό. Συγκεκριμένα, εγκαταστάθηκαν σε όλη την ανατολική πλευρά, από τη Ράχη Τυμφρηστού μέχρι την Οξυά και τα Βαρδούσια κατά μήκος του αρχαίου δρόμου, πάνω από τα σημερινά χωριά: Πουγκάκια, Παλαιοχώρι, Γαρδίκι, Στάγια, Σέλλιανη, Αργύρια, Νικολίτσι κ.ά. Στις περιοχές αυτές υπήρχαν ελάχιστοι κάτοικοι κτηνοτρόφοι – Σαρακατσάνοι, οι οποίοι αφού πρώτα προστάτευσαν και βοήθησαν τους Σουλιώτες δημιούργησαν μαζί τους αργότερα τους νέους οικισμούς που υπάρχουν σήμερα. Είναι γνωστό ότι στο τέλος της Επανάστασης του 1821, οι επιζήσαντες Σουλιώτες δεν επέστρεψαν στο Σούλι. Διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος (Στ. Ελλάδα, Πελοπόννησο, Κέρκυρα, Μακεδονία, Αττική, κ.λ.π), και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις περιοχές αυτές. Από τα αρχικά χωριά του Σουλίου, σήμερα σώζεται μόνο η «Σαμονίβα», με ελάχιστους κατοίκους που δεν έχουν καμία σχέση με τους παλαιούς Σουλιώτες. Ακόμη, σώζονται ερείπια του «Κουγκίου» και του φρουρίου της «Κιάφας». Όπως προαναφέρθηκε, όταν οι Σουλιώτες υποχρεώθηκαν την 16 –12– 1803 να εγκαταλείψουν το Σούλι, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και αναχώρησαν. Η «πρώτη ομάδα» με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε αβλαβώς στην Πάργα. Η «δεύτερη ομάδα» εγκλωβίσθηκε στο Ζάλογγο και χτυπήθηκε από τους Τούρκους. Και η «τρίτη ομάδα» αρχικά έφθασε στο Βουλγαρέλι, όπου τους περίμενε ο Μάρκος Μπότσαρης με τον πατέρα του Κίτσο, φοβούμενοι όμως επίθεση από τον Αλή πασά, αναχώρησαν για τα Άγραφα και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη «Μονή Σέλτσου». Στις 20 Απριλίου 1804, χτυπήθηκαν από τους Τούρκους και μετά από άνισο αγώνα πολλοί Σουλιώτες σφαγιάσθηκαν και πολλές γυναίκες έπεσαν στον ποταμό μαζί με τα παιδιά τους και πνίγηκαν. Ο Μάρκος Μπότσαρης, με τον πατέρα του Κίτσο και λίγους Σουλιώτες που διασώθηκαν αναχώρησαν για την Πάργα και επειδή οι Παργιανοί δεν τους δέχθηκαν πήγαν στην Κέρκυρα. Οι υπόλοιποι διασωθέντες Σουλιώτες, μέσω της αρχαίας οδού Άγραφα - Ράχες Τυμφρηστού - Οξυά, έφθασαν μέχρι τις «Παρυφές του Τυμφρηστού» όπου εγκαταστάθηκαν γύρω από τα Μοναστήρια της Δυτικής Φθιώτιδος (Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι, Αγίου Νικολάου στη Στάγια, Αγίου Ιωάννου στη Σέλλιανη, κ.ά). Επίσης το 1823, όταν ο Πασάς της Σκόνδρας Μουσταή με 10.000 Αλβανούς, επιτέθηκε κατά της Δ. Ελλάδος και κατευθύνετο προς την Κεντρική Ελλάδα, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κίτσος Τζαβέλας, με 1250 Σουλιώτες έφυγαν από το Μεσολόγγι, όπου πρόσφεραν υπηρεσίες στην πρώτη πολιορκία και κατευθύνθηκαν στην περιοχή «Ράχη Τυμφρηστού», για να τον αντιμετωπίσουν και να του φράξουν τον δρόμο προς την Κεντρική Ελλάδα. Στη μάχη που έγινε στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου, την 8η προς 9η Αυγούστου 1823, ο Μάρκος Μπότσαρης τραυματίσθηκε από σφαίρα που τον βρήκε στο μάτι και λίγο αργότερα πέθανε. Αλλά και στη δεύτερη μάχη που έγινε μετά δέκα ημέρες στο δρόμο προς τον Προυσό, ο νέος αρχηγός τους Ζυγούρης Τζαβέλας σκοτώθηκε. Μετά τις δύο μάχες αυτές αρκετοί από τους Σουλιώτες αγωνιστές που διασώθηκαν διασκορπίστηκαν «Στις Παρυφές του Τυμφρηστού» και βρήκαν καταφύγιο και αυτοί γύρω από τα Μοναστήρια που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ενδεικτικά αναφέρονται μερικά επώνυμα Σουλιωτών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή: Ζέρβας, Τσικούρας ή Τσεκούρας, Αλεξίου, Μπότσης, Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου, Παπαγιάννης, Πούγκας Κοντογιάννης, Νίκας, Κουτσονίκας, Τζιόκας η Τσιόκας, Πανομάρας, Φωτομάρας, Γιάννης Τζαβέλας ή Μπακατσέλος (διακρίθηκε στη μάχη της Οξυάς), Τζατζάνης, Δράκος, Μαλισόβας, κ. ά. Για την ονομασία του σημερινού χωριού Πουγκάκια, υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή θέλει το όνομα να προέρχεται, από την λέξη «απάγκιο – απαγκιάζω – απαγκάκια = Πουγκάκια» (Η λέξη απάγκιο προέρχεται από την πρόθεση από και την Ομηρική λέξη άγκος = κοίλωμα, καμπή, απάνγκιο ή απάγκειο = απάγκιο - καταφύγιο). Και η δεύτερη εκδοχή, από το επώνυμο ενός κατοίκου που ονομαζόταν «Πούγκας» και εν συνεχεία από τα παιδιά του Πούγκα ονομάσθηκε ολόκληρη η περιοχή «Πουγκάκια». Η δεύτερη εκδοχή είναι η πιθανότερη, διότι όπως προκύπτει από τις αιτήσεις που υπέβαλλαν οι Αγωνιστές για να λάβουν τα αριστεία ανδρείας [Βλ. (Σελίδα: "Σελλάκια ή Σουλλάκια"), Κατάσταση Αγωνιστών = Πούγκας Κοντογιάννης, στρατιώτης, 50αρχη Ιωαν. Μαργαρίτη. Το επώνυμο Μαργαρίτης, προέρχεται από το «Μαργαρίτι Τσαμουριάς», ήταν η περιοχή που βρίσκονταν οι «Παρασουλιώτες»]. Το επώνυμο «Πούγκας» προέρχεται από τη λέξη «πουγκί» = πορτοφόλι, που σημαίνει ότι αυτός που είχε το παρωνύμιο «Πούγκας» πρέπει να ήταν ο ταμίας της Σουλιώτικης ομάδας που αναχώρησε το 1803 από το Σούλι, ή της ομάδας των Σουλιωτών που έλαβαν μέρος στη μάχη (8η προς 9η Αυγούστου 1823), στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου. Το παρωνύμιο «Πούγκας», μετά την εγκατάστασή του στην περιοχή των Πουγκακίων, έγινε επώνυμο και αργότερα προσδιοριστικό όνομα της περιοχής. Ότι δηλαδή, στην περιοχή αυτή κατοικούν «τα παιδιά του Πούγκα» = «τα Πουγκάκια». Και οι δύο εκδοχές είναι σωστές και ενδεχομένως να ισχύουν και οι δύο ταυτοχρόνως. Διότι και απάγκιασαν οι πρώτοι κατατρεγμένοι κάτοικοι στην περιοχή αυτή και κάποιος από αυτούς ονομαζόταν Πούγκας και από τα παιδιά του Πούγκα, προέκυψε το προσδιοριστικό όνομα της περιοχής = «Τα Πουγκάκια». Αλλά και για την ονομασία του Παλαιοχωρίου υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή θέλει το όνομα να προέρχεται από τον αρχαίο οικισμό των Αινιάνων (Σελλών - Ελλών - Γραικών) που υπήρχε στην ίδια θέση = Παλαιό-χωριό. (Σύμφωνα με τους αρχαίους Χάρτες, στην ίδια περιοχή ευρίσκετο πόλη, ή όμιλος μικρών οικισμών, των Αινιάνων με την ονομασία "Ομίλαι" και ειδικότερα ο οικισμός που ευρίσκετο Νοτιοδυτικά του σημερινού χωριού, με τελευταία ονομασία «Σελλάκια» = τα παιδιά των Σελλών). Η δεύτερη εκδοχή θέλει το όνομα να προέρχεται από το «Παλιοχώρι Σουλίου», που ήταν το παλαιό χωριό των Σουλιωτών (Μποτσαραίων, κ.α) πριν εγκατασταθούν στην περιοχή αυτή. Ενδεχομένως όμως και σ’αυτή την περίπτωση να ισχύουν και οι δύο εκδοχές. Δηλαδή η ονομασία του Παλαιοχωρίου να προήλθε από το παλαιό χωριό των «Σελλών», που υπήρχε στην ίδια περιοχή, αλλά και από το όνομα του παλαιού χωριού των Σουλιωτών που ήταν το Παλιοχώρι Σουλίου. Πάντως η ονομασία της συνοικίας "Σούλι", στο σημερινό χωριό, προέκυψε μετά την εγκατάσταση του Κώστα Παναγιώτου -Παπαναγιώτου-"Κουδούνα" στα κτήματα του διαλυθέντος Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, που κατά μία εκδοχή είχε Σουλιώτικη καταγωγή. (Αυτό προκύπτει από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Ε. Β/ΓΧΟ/ΑΑ 1821 Σουλιώτες Αγωνιστές, όπου υπάρχει το όνομα του Σουλιώτη Φώτη Παναγιώτου, ο οποίος έλαβε μέρος στον Αγώνα από το 1820 στο σώμα του Μάρκου Μπότσαρη, υπηρέτησε στο σώμα του αδελφού του Κ. Μπότσαρη, έφερε το βαθμό του στρατηγού και σκοτώθηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου. Επίσης, από το Γενικά Αρχεία του Κράτους, προκύπτει ότι και ο Κώστας Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου "Κουδούνας" έλαβε μέρος στον Αγώνα από το 1822 έως το 1828, σε πολλές μάχες καθώς και στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Εάν συνδυάσουμε το γεγονός ότι ο Κώστας Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου "Κουδούνας" είχε κόρη με το όνομα Φωτεινή, καθώς επίσης και τα παιδιά του Γεώργιος (Κακαλιούρας) και Κωνσταντίνος (Κουδούνας Β΄), είχαν κόρες με το όνομα Φωτεινή, τότε προκύπτει σαφώς ότι μεταξύ του Φώτη Παναγιώτου και του Κώστα Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου-"Κουδούνα" υπήρχε συγγένεια). Στην ίδια συνοικία "Σούλι", στο Παλαιοχώρι, εγκαταστάθηκε αργότερα και ο Αθανάσιος Τσικούρας (Τσικρογάλλος) και συγκεκριμένα όταν παντρεύτηκε την κόρη του Κώστα Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου- "Κουδούνα", Λεμονιά. [ Το επώνυμο "Τσικούρας", προέρχεται από το όνομα του Σουλιώτικου χωριού "Τσικούρι". (Όπως και το επώνυμο της φάρας των "Ζερβαίων", προέρχεται από το χωρίο "Ζερβό ή Ζερβάτα" της Θεσπρωτίας, από το οποίο κατάγονταν οι "Ζερβαίοι"). Το Τσικούρι όπως προαναφέρθηκε, ήταν ένα από τα ένδεκα χωριά του Σουλίου και προφανώς αυτός που είχε αυτό το παρωνύμιο, το οποίο αργότερα έγινε επώνυμο, καταγόταν από το χωριό "Τσικούρι" του Σουλίου. Στα Μητρώα του Παλαιοχωρίου και Πουγκακίων μέχρι το 1954, όλοι οι απόγονοι του "Τσικούρα" αναγράφονταν με το επώνυμο "Τσικούρας", από το 1954 και έπειτα αναγράφονται με το επώνυμο "Τσεκούρας" (Βλ. Σελίδα 1 & Σελίδα 2). Σχετικά με το "Τσικούρι" του Σουλίου, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», στο κεφάλαιο «Σούλι και Σουλιώται» (Τ. 6ος, σελ. 558), αναφέρει τα εξής: «...Οι αρχαιότεροι έξ αυτών έκτισαν τέσσερα χωρία* το Σούλι, την Κιάφαν, το Αβαρίκον και την Σαμωνίβαν, άτινα ονομάζοντο τετραχώριον […] Αλλά, καθ’ όσον επολλαπλασιάζοντο οι έποικοι, εκτίσθησαν και άλλα επτά χωρία* το Τσικούρι, το Περιχάτι, η Βίλια, το Αλσοχώρι, οι Κοντάτες, η Γκιονάλα και το Τσεφλίκι (Παλιοχώρι). […] Ήσαν διηρημένοι εις γενεάς ή φάρας, έξ ών είς μέν το Σούλι υπήρχαν 19, εις δε την Κιάφαν 4, εις δε το Αβαρίκον και την Σαμωνίβαν και το Αλσοχώρι και την Γκιονάλαν ανά 3, εις δε το Τσικούρι 5, εις δε το Περιχάτι, την Βίλιαν και το Τσεφλίκι ανά 2 και εις τους Κοντάτας 1. Έν όλοις λοιπόν αί φάραι ήσαν 47...». (Το Παλιοχώρι ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος το αναφέρει Τσεφλίκι). Επίσης, σχετικά με τα χωριά του Σουλίου, η Εγκ. Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, αναφέρει τα εξής: «...αρχικά σχημάτισαν τέσσερα χωριά: Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, Αβαρίκο (Τετραχώρι) […] Αργότερα κτίστηκαν και άλλα επτά χωριά: Τσικούρι, Αλσοχώρι, Παλιοχώρι, Γκιονάλα, Περιχάτι, Βίλια, Κοντάτες (Εφταχώρι). Οι κάτοικοι των 11 αυτών χωριών περιληπτικά ήταν γνωστά ως Σούλι...».
http://www.paleochori.gr/
0 notes
Photo

Φιλική Εταιρεία: Τα μυστικά της Οργάνωσης και η Επανάσταση του ’21
http://www.tovima.gr
0 notes
Text

Ρωσία - Τουρκία - Συρία: Πως θα αποφευχθεί ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Το ΝΑΤΟ μπήκε σε "ανεξερεύνητα νερά" την Τρίτη, όταν ένα από τα μέλη του, η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό πολεμικό αεροσκάφος. Η Ουάσινγκτον προσπαθεί διακαώς να αποφύγει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τζόσουα Ουόλκερ του German Marshal Fund των ΗΠΑ γράφει στο DefenceMatters.org Η Άγκυρα εξακολουθεί να δίνει λεπτομέρεις για το περιστατικό στην δημοσιότητα για να επιβεβαιώσει την επιμονή της ότι το αεροσκάφος είχε λάβει επανελειμμένες προειδοποιήσεις και παραβίασε τον Τουρκικό εναέριο χώρο κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι αυτό το γεγονός, δεδομένη την ξαφνική συσσώρευση αντικρουώμενων απόψεων μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας στη Συρία, βρισκόταν εδω και καιρό στα σκαριά.
Απο την στιγμή που τα ρωσικά αεροσκάφη πετούν πάνω από τη Συρία υποστηριζοντας τον Άσαντ, έχουν επανειλημμένως παραβιάσει τον τουρκικό εναέριο χώρο. Παρά τις ελπίδες σχηματισμού ενός «μεγάλου συνασπισμού» στον απόηχο των γεγονότων της Άγκυρας, του Σινά, και τις επιθέσεις του Παρισιού από το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος, τώρα υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη για αποκλιμάκωση ετσι ώστε να διασωθεί ο,τι εχει μείνει από ειρήνη και σταθερότητα στη Μέση Ανατολή. Οι κατηγορίες της Μόσχας για «πισώπλατα μαχαιρώματα» της Άγκυρας και για υποστήριξη στο Ισλαμικό Κράτος αλλα και οι προειδοποιήσεις του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για«σοβαρές συνέπειες» υπογραμμίζουν ακριβώς τι διακυβεύεται στη Συρία για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Οι ελπίδες οτι οι δευτερογενείς επιπτώσεις απο τη Συρία θα μπορούσε να περιοριστούν διαψεύδονται κατηγορηματικά. Η υποστήριξη της Τουρκίας στους Τουρκομάνους της βόρειας Συρίας στην περιοχή όπου έπεσαν οι ρώσοι πιλότοι θα περιέπλεκε ακόμη περισσότερο την κατάσταση στο έδαφος. Αν λάβουμε υπόψη μας το ρήγμα μεταξύ Κούρδων, ισλαμιστών, και την ομάδων ανταρτών που ειναι κατά του Προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Ασάντ, και των ρωσικών και ιρανικών δυνάμεων που τον υποστηρίζουν, δεν υπάρχει καμία ελπίδα νίκης στο έδαφος. Για να αποφευχθεί περαιτέρω ενάερια αντιπαράθεση και για να αποτραπεί η Ρωσία από οποιαδήποτε πράξη αντιποίνων, το ΝΑΤΟ πρέπει να επαναβεβαιώσει την υποστήριξή του προς την Τουρκία και την έκκληση για μορατόριουμ απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Συρία. Ο μοναδικός ρόλος της Αμερικής ως μεσολαβητής μεταξύ των υπερατλαντικών σύμμαχων της στην Άγκυρα και των αντιπάλων της στη Μόσχα ειναι στην επικαιρότητα τώρα όσο ποτέ. Πολλοί στην Ουάσιγκτον ήλπιζαν ότι, σε συνέχεια των πρόσφατων επιθέσεων στο Παρίσι και την πρόοδο στη σύνοδο κορυφής των G-20 την περασμένη εβδομάδα στην Τουρκία, οτι μια κοινή προσέγγιση για να νικήσει το ισλαμικό κράτος θα αναπτυχθεί. Ακόμα και μετά από τους βομβαρδισμούς στην Άγκυρα, οι Τούρκοι είναι δύσπιστοι όσον αφορά εξωτερική παρέμβαση στην περιοχή που δεν ειναι κατά του Άσαντ, καθώς φοβούνται ότι στο τέλος θα πρέπει να μαζέψουν τα κομμάτια. Η Τουρκία ήδη φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων στον κόσμο και ο συριακός εμφύλιος πόλεμος έχει εμπλακεί στον αγώνα της Άγκυρας εναντίον Κούρδων μαχητών μερικοί από τους οποίους υποστηρίζονται πλέον από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα, το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι ότι η Άγκυρα και η Μόσχα θα επικεντρωθούν στο κόστος που θα μπορούσε να εχει η περαιτέρω κλιμάκωση και θα προσπαθήσουν να μην αφήσουν την Συρία να τους σύρει σε ανοιχτό πόλεμο. Φέρνοντας τη Ρωσία και την Τουρκία στο ίδιο τραπέζι πρέπει τώρα να είναι μέρος ενος ευρή πολιτικού συμβιβασμού Περιφερειακών Κέντρων σχετικά με το μέλλον του Άσαντ. Θα είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο, να διαμορφωθεί μια στρατηγική που συμπεριλαμβάνει τον Άσαντ βραχυπρόθεσμα, επιτρέποντας παράλληλα τη μακροπρόθεσμη μετάβαση του καθεστώτος. Οποιαδήποτε τέτοια λύση θα επιτρέψει στη Μόσχα και στην Τεχεράνη να αποφύγουν την προσβολή και στις διάφορες συμμαχίες να ενωθούν. Δεδομένου των εκκλήσεων της Τουρκίας για ‘περιφερειακές λύσεις σε περιφερειακά προβλήματα” η Άγκυρα πρεπει να υποστηριχτεί από τους διατλαντικούς συμμάχους στην προσπάθεια της να καταστεί ενας μη αιρετικός περιφερειακός ηγέτης. Στα πλαίσια αυτης της προσπάθειας συμπεριλαμβάνεται και η άσκηση πίεσης στις αραβικές και σουνιτικές εξουσίες για την σε κρίσιμη αναπτυξιακή βοήθεια στην αντιμετώπιση του Ιράν και της ρωσικής επιρροής στη Δαμασκό. Παράλληλα, η Μόσχα θα πρέπει να ειναι σίγουρη ότι η Μεσογειακή της πρόσβασή στην Λατάκεια θα διατηρηθεί ακόμη και μετά τον Άσαντ. Λόγω της αμφιλεγόμενης εκλογικής πολιτικής της πριν μερικές βδομάδες, η Άγκυρα πάγωσε. Αλλά ο Πούτιν μπορεί να υποτίμησε τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του οποίου το εκλογικό του σύνθημα ειναι τώρα σαφές: σταθερότητα μέσω δύναμης. Η αποφυγή προσβολής και για τους δυο ηγέτες που κάποτε θεωρούνταν φίλοι ειναι κρίσιμη και διευκολύνεται από εκκλήσεις αυτοσυγκράτησης από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και τον ηγέτη της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ. Η κάθε συζήτηση ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα για ένα μεγάλο συνασπισμό ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος τώρα πρέπει να περιλαμβάνει στην Τουρκία για να υπάρχει κάποια ελπίδα επιτυχίας. Η τοποθέτηση της μεγαλύτερης οικονομίας τ��ς περιοχής, στρατού /πληροφοριών, και σύμμαχο του ΝΑΤΟ, εναντίον της Ρωσίας, είναι μια συνταγή για την περαιτέρω αποσύνθεση της Μέσης Ανατολής. Για να αποφευχθεί περαιτέρω πόλεμος, όλες οι πλευρές πρέπει να επικεντρωθούν στο κοινό συμφέρον της αποκλιμάκωσης της κατάστασης. Θα πρέπει να επικεντρωθούν στον κοινό τους εχθρό - το Ισλαμικό Κράτος - το οποίο πρέπει να νικηθεί με στρατιωτικά μέσα για να διευκολύνει την στρατηγική οσο αφορά την πολιτική ανασύσταση της Συρίας και το Ιράκ. Ο Ομπάμα έχει προσπαθήσει να αποφύγει την επανάληψη των ενεργειών του Προέδρου George W. Bush στο Ιράκ, αλλά τώρα η Αμερική πρεπει να αποφύγει περαιτέρω πόλεμο. Η προετοιμασία για ειρήνη στην περιοχή είναι κρίσιμη για όλους και μια συμφωνία θα πρέπει να είναι αμοιβαία. Μια περιφερειακή σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ θα πρέπει να συμπεριλάβει την Άγκυρα και τη Μόσχα για να επιτρέψει στις δύο πλευρές να ξεχάσουν το επεισόδιο αυτης της βδομάδας, και να βοηθήσει όλους τους εμπλεκόμενους να επικεντρωθούν στον κοινό εχθρό. DefenceMatters.org
http://www.onalert.gr
0 notes
Text

Ηρόδοτος: ο πατέρας της παγκόσμιας Ιστοριογραφίας
ΗΡΟΔΟΤΟΣ, ο «πατήρ της ιστορίας», ήτο άνθρωπος εξόριστος και εξ επαγγέλματος αφηγητής· όχι βεβαίως ως Ιταλός improvisatore, αλλά πεζογράφος αντίστοιχος προς αοιδόν, διηγούμενος πράξεις αληθινών ανθρώπων, και περιγράφων ξένους τόπους. Η εργασία του λοιπόν, καθώς ο Θουκυδίδης αυστηρώς λέγει, ήτο «αγώνισμα ες το παραχρήμα», δηλαδή απέβλεπε μάλλον εις προσωρινήν επιτυχίαν παρά μόνιμον εύρεσιν της αληθείας.
Ο πρώτος του σκοπός ήτο να εξάπτη την περιέργειαν των ακροατών, φαίνεται δε ότι ο Ηρόδοτος είχε την χάριν ταύτην οποτεδήποτε ήνοιγε τα χείλη· αλλ' είναι φανερόν και ότι υψώθη υπεράνω του επαγγέλματός του, ότι επροχώρησεν από σειράς δημοσίων αναγνωσμάτων εις μεγάλην ιστορίαν και πιθανώς εις κάτι περισσότερον. Διότι το έργον του δεν είναι μόνον διήγησις ενός συγκινητικού πολέμου, πολιτικώς σπουδαίου και πνευματικώς μεγίστου· αλλ' είναι ίσως υπέρ παν άλλο γνωστόν βιβλίον και η έκφρασις ενός όλου ανθρώπου, η παράστασις όλου του κόσμου, βλεπομένου διά μέσου ενός νου και από μιας ιδιαιτέρας απόψεως. Τότε ο κόσμος ήτο εξαιρέτως διαφέρων, αλλά και ο νους εκείνος αν και λίαν ατομικός, ήτο εκ των περιεκτικωτάτων, όσους εγνώρισεν η ανθρωπότης. Η όλη του μέθοδος είναι λίαν υποκειμενική. Ο Ηρόδοτος συμπαθεί τόσον, ώστε δεν δύναται διαρκώς να επικρίνη ή να μένη ψυχρός προς τας πέριξ αυτού βαθείας προλήψεις του λαού· λοιπόν ευθύς εξ αρχής συμμερίζεται την κοινήν πίστιν και διαβλέπει την ενέργειαν ηθικού θεού επί πάντων των ιστορικών συμβάντων. Είναι ζωηρός, ευαίσθητος, αγαπά τους ανθρώπους, συγκρατεί τας λεπτομερείας, όσαι ζωογονούσι την αφήγησίν του, λησμονεί δε αυτάς, οσάκις είναι μόνον αριθμοί και γεγονότα· αμέσως αισθάνεται το περιβάλλον της κοινωνίας όπου εμβαίνει, και διαρκώς επηρεάζεται υπό της γοητείας μεγάλων ανθρωπίνων ενεργειών, π. χ. της αυστηράς και απροσώπου αιγυπτιακής ιεραρχίας ή του λαμπρού κύκλου των μεγάλων ανδρών των Αθηνών· αλλ' όμως είναι πάντοτε έξυπνος, χαριτολόγος, αβρός εις τας κρίσεις, βαθυτάτα πεπεισμένος περί της ασθενείας της ανθρωπίνης φύσεως, των σφαλμάτων του ηρωισμού της και της οφειλομένης συγγνώμης διά την ατέλειαν αυτής. Το βιβλίον του Ηροδότου φέρει παντού την σφραγίδα του χαρακτήρος τούτου και τούτων των αρχών. Ο Ηρόδοτος εγεννήθη εν Αλικαρνασσώ, απέναντι της Ρόδου. Η πόλις αύτη ήτο μεικτή, διότι δωρικόν στρώμα κατέβαλε το εγχώριον καρικόν, έπειτα δε και αυτό υπέκυψεν εις τον υψηλότερον πολιτισμόν των Ιώνων γειτόνων, πάντες δε ήσαν υπήκοοι της Περσίας· ήτο λοιπόν καλόν τροφείον ιστορικού, όστις έμελλε να διακριθή διά την έλλειψιν πάσης φυλετικής προκαταλήψεως. Εγεννήθη δε περί τα 484 π. Χ. μεταξύ των απηχήσεων της μεγάλης πάλης. Η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, επολέμησεν υπέρ του Ξέρξου εν Σαλαμίνι, ο δε εγγονός αυτής Λύγδαμις κατείχεν ακόμη τον θρόνον ως τύραννος υπό τον Αρταξέρξην μετά τα 460. Ο Ηρόδοτος κατέτριψε τα πρώτα νεανικά του έτη πολεμών υπό την ηγεσίαν συγγενούς του, όστις ήτο ο ποιητής και μάντις Πανύασις, όπως ελευθερώση την πατρίδα του από του τυράννου και του περσικού ζυγού· αλλ' εν τη ιστορία του δεν αναφέρει τους αγώνας εκείνους, οι οποίοι βεβαίως αφήκαν ίχνη εις τον χαρακτήρα του. Και ο μεν Πανύασις εζωγρήθη και εθανατώθη, ο δε Ηρόδοτος έφυγεν εις την Σάμον. Τέλος — άγνωστον πώς, — ο Λύγδαμις έπεσε και ο Ηρόδοτος επανήλθεν· αλλά η άρχουσα μερίς δεν ήτο φιλική προς αυτόν — ίσως εκείνοι ήσαν θιασώται της αυτονομίας, αυτός δε της μετά των Αθηναίων συμμαχίας — και τοιουτοτρόπως ο Ηρόδοτος ήρχισε τας περιηγήσεις του. Εν Αθήναις ηύρε δευτέραν πατρίδα, και είχε φίλον τον Σοφοκλή, και ίσως τον Περικλή και τον Λάμπωνα. Τέλος έγινε πολίτης των Θουρίων, της υποδειγματικής αποικίας, ήν οι Αθηναίοι έκτισαν επί της κάτω Ιταλίας κατά τα 443 παρά την Σύβαριν, ήτις κατεστράφη δύο φοράς. Αλλά περί των τελευταίων αυτού χρόνων και των περιηγήσεων ολίγα βάσιμα γινώσκομεν. Ο Ηροδότος εταξείδευσεν εις την Αίγυπτον μέχρι της Ελεφαντίνης πόλεως, ότε η χώρα υπέκειτο εις την Περσίαν και, εννοείται, ότε η Περσία ήγεν ειρήνην προς τας Αθήνας, δηλαδή μετά τα 447. Τότε είχεν ήδη συμπληρώσει την μεγάλην ασιατικήν του περιήγησιν (Β' 150) και διέλθει την Βαβυλωνίαν μέχρι των περιχώρων των Σούσων και των Εκβατάνων. Εταξείδευσε δε και εις τον Εύξεινον πόντον, εις τας εκβολάς του Ίστρου, εις την Χερσόνησον και την γην των Κόλχων· επειδή δε κατά τα 444 ο Περικλής έπλευσεν εις τον Εύξεινον μετά μεγάλου στόλου, είναι πιθανόν ότι προηγουμένως ο Ηρόδοτος είχε σταλή προς εξερεύνησιν των χωρών εκείνων. Πλην τούτων, έπλευσεν εις την Τύρον και φαίνεται ότι κατέβη όλην την ακτήν της Συρίας μέχρι της Αιγύπτου. Απήλθε δε και εις την Κυρήνην και είδε μέρος της Λιβύης. Εγνώρισε τας ακτάς της Θράκης και διήλθε την Ελλάδα κατά πάσαν διεύθυνσιν, ιδών την Δωδώνην, την Ακαρνανίαν, τους Δελφούς και τας Θήβας και εν Πελοποννήσω την Τεγέαν, την Σπάρτην και την Ολυμπίαν. Αλλά ποίος ήτο άραγε ο σκοπός όλων των ταξειδίων τούτων; και πώς κατώρθωνεν άνθρωπος εξωρισμένος εκ της πατρίδος και επομένως μη δυνάμενος να έχη το εισόδημα της περιουσίας του, να δαπανά τόσα; Τούτο είναι περίεργότατον ερώτημα και η ορθή απάντησις αυτού θα μας εδίδασκε πολλά, σήμερον άγνωστα, περί του ελληνικού βίου κατά τον πέμπτον π. Χ. αιώνα. Ο Ηρόδοτος ίσως εταξείδευεν ως έμπορος· αλλ' όμως περί εμπόρων λαλεί παροδικώς και όχι μόνον αναφέρει, συμφώνως προς τον σκοπόν του βιβλίου του, αλλά πράγματι φαίνεται ότι επεσκέφθη κέντρα μαθήσεως μάλλον ή εμπορίου. Διότι εν Β' 44 λέγει ρητώς ότι έπλευσεν εις την Τύρον θέλων περί των χρόνων του Ηρακλέους «σαφές τι ειδέναι». Αληθώς λοιπόν φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος ήτο εξ επαγγέλματος λογοποιός, δηλαδή έγραφε και ανεγίνωσκελόγους, ακριβώς όπως ο Κύναιθος και ίσως ο Πανύασις έγραφον και ανεγίνωσκον έπη. Η ανεκδοτική παράδοσις, η αναφέρουσα δημόσια αυτού αναγνώσματα εν Αθήναις, Θήβαις, Κορίνθω και Ολυμπία, είχε βεβαίως αληθινήν βάσιν. Ο Ηρόδοτος δηλαδή εταξείδευεν, όπως οι αοιδοί και οι σοφισταί· όπως οι Ομηρίδαι, ο Πίνδαρος, ο Ελλάνικος, ο Γοργίας. Και εν μεν τω ελληνικώ ήτο βέβαιος ότι θα εύρισκε γενναιοδώρους ακροατάς· μεταξύ δε των βαρβάρων συνέλεγε τουλάχιστον νέους λόγους. Διαφωτιστική πιθανώς είναι και η μαρτυρία του Αριστοτελικού Διύλλου (κατά τα τέλη του δ' π. Χ. αιώνος) ότι ο Ηρόδοτος «δέκα τάλαντα δωρεάν έλαβεν εξ Αθηνών, Ανύτου το ψήφισμα γράψαντος» (187). Αύτη δεν ήτο πληρωμή διά σειράν αναγνωσμάτων, αλλ' αμοιβή σπουδαίας δημοσίας υπηρεσίας. Είναι δε προτιμοτέρον να εξηγήσωμεν την υπηρεσίαν εκείνην ως συλλογήν συστηματικών ειδήσεων περί χωρών πολιτικώς σπουδαιοτάτων διά τας Αθήνας, — Περσίας, Αιγύπτου, Θράκης και Σκυθίας, ίνα παραλίπωμεν το Άργος — ή ως ιστορικήν υπεράσπισιν των Αθηνών κατά τας αρχάς του Πελοποννησιακού πολέμου, ότι έσωσαν την Ελλάδα. Και αυτό το δημοσιευθέν βιβλίον, όπως έχομεν αυτό, γέμει πληροφοριών, ανεκτιμήτων δι' Αθηναίον πολιτικόν των Περικλείων χρόνων· είναι δε πιθανώτατον ότι ο Ηρόδοτος είχε και σωρούς άλλων πληροφοριών, τας οποίας ηδύνατο ν' ανακοινώση μεν εις το αθηναϊκόν «υπουργείον των εξωτερικών», αλλά να μη δημοσιεύση προς χρήσιν όλης της Ελλάδος. Αι ιστορίαι του Ηροδότου συνήθως είναι διηρημέναι εις εννέα βιβλία, φέροντα τα ονόματα των Μουσών. Αλλ' η διαίρεσις αύτη, εννοείται, είναι πολύ μεταγενεστέρα. Ο Ηρόδοτος δεν είχεν είδησιν περί των Μουσών του, αλλ' απλώς επέγραψε το βιβλίον του «Ηροδότου Θουριέως ιστορίης απόδεξις ήδε». Αι ημέτεραι εκδόσεις λέγουσιν «Ηροδότου Αλικαρνασσέως», αλλ' εκείνος φαίνεται κατά πάσαν αναλογίαν ότι έγραψε «Θουρίου»,Θουρίου δε ανέγνωσε και ο Αριστοτέλης. Αλλ' οι Αθηναίοι ή οι Ίωνες βιβλιοπώλαι, οι πραγματευόμενοι προς κοινόν, γνωρίζον τον Ηροδότον ως Αλικαρνασσέα, φυσικά διώρθωσαν τους κυλίνδρους των συμφώνως προς αυτό. Είναι δηλαδή η αυτή περίπτωσις της επιγραφής της Αναβάσ��ως, ήτις εδημοσιεύθη ψευδωνύμως, ως βιβλίον Θεμιστογένους του Συρακοσίου· αλλ' επειδή ήτο γνωστόν ως έργον του Ξενοφώντος, η βιβλιεμπορία επροτίμησε να επιγράψη το γνωστοτέρον όνομα. Τα τρία τελευταία βιβλία του Ηροδότου διηγούνται την εισβολήν του Ξέρξου και την απόκρουσιν αυτού, τα δ' έξ πρώτα αποτελούσιν είδος εισαγωγής εις αυτά, αφήγησιν περί της βαθμιαίας υπαγωγής των δυνάμεων όλου του κόσμου υπό την Περσίαν, του δυνατού λακτίσματος της Ιωνίας κατά του ακαταμαχήτου κράτους και την έκρηξιν της εναντίον της Ελλάδος καταιγίδος. Το νήμα του συνόλου είναι κατ' αρχάς χαλαρόν και δυσδιάκριτον· μόνον εφ' όσον προχωρούμεν αρχίζομεν να αισθανώμεθα την αυξανομένην έντασιν του θέματος, δηλαδή την συγκέντρωσιν όλων των δυνάμεων και των εθνών, όσα βαθμηδόν εγνωρίσαμεν, εις την μίαν μεγάλην πάλην. Ο Ηρόδοτος αρχόμενος από της μυθικής και παλαιοτάτης έχθρας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας αναλαμβάνει την αφήγησιν αφ' ής ο Κροίσος της Λυδίας υπεδούλωσε, πρώτος Ασιανός, Ελληνίδας πόλεις. Οι λυδικοί λόγοι πλούσιοι και φαντασιώδεις, περιέχοντες πολλήν δελφικήν παράδοσιν, άγουσιν εις την κατάκτησιν της Λυδίας υπό του Κύρου και την ανύψωσιν της Περσίας εις την κυριαρχίαν της Ασίας. Η προηγουμένη ιστορία και υποταγή της Μηδίας και της Βαβυλώνος έρχονται ως επεξηγήσεις του μεγαλείου της Περσίας και η διήγησις προχωρεί εις την κατάκτησιν της Αιγύπτου υπό του Καμβύσου. Το Β' βιβλίον είναι όλον «Αιγύπτιοι λόγοι». Το δε Γ' επανέρχεται εις την αφήγησιν, ήτοι την αγρίαν υπό του Καμβύσου κυβέρνησιν της Αιγύπτου, τον ψευδοσμέρδιν, την συνωμοσίαν και ενθρόνισιν του Δαρείου και την υπ' αυτού κοπιώδη οργάνωσιν του κράτους. Εν τω Δ' βιβλίω ο Δαρείος, ορεγόμενος και άλλων χωρών, εκστρατεύει κατά των Σκυθών και ούτω κατά πρώτον η Περσία εκτείνει την χείρα επί την Ευρώπην προς βορράν, — εδώ δε παρεμβάλλονται οι «σκυθικοί λόγοι»· αλλ' εν τω μεταξύ η βασίλισσα της Κυρήνης εκάλεσεν εκ του νότου τον περσικόν στρατόν κατά της Βάρκης και η τρομερά δύναμις προχωρεί και εις την Λιβύην — εδώ λοιπόν είναι η θέσις των «λιβυκών λόγων». Εν τω Ε' βιβλίω, ενώ απόσπασμα του σκυθικού στρατού, αγόμενον υπό του Μεγαβάζου, καταλείπεται όπισθεν, όπως υποτάξη την Θράκην — εδώ έρχονται οι «θρακικοί λόγοι» — ο Αρισταγόρας ο τύραννος της Μιλήτου, παρορμώμενος υπό του πενθερού του, του πρώην τυράννου Ιστιαίου, βαρυνόμενος υπό χρεών και φοβούμενος ταποτελέσματα στρατιωτικών αποτυχιών, βυθίζει όλην την Ιωνίαν εις απεγνωσμένην εξέγερσιν εναντίον των Περσών, ζητεί βοήθειαν παρά του ισχυροτάτου κράτους της Ελλάδος και παρά της μητροπόλεως της Ιωνίας και η μεν Σπάρτη αρνείται, αι δε Αθήναι δέχονται. Η Ερέτρια, η παλαιά σύμμαχος της Μιλήτου, συμμαχεί μετά των Αθηνών, κατά δε την πρώτην ορμήν οι σύμμαχοι ειςχωρούσιν εις τας περσικάς κτήσεις και καίουσι τας Σάρδεις· αλλ' αμέσως τρέπονται εις αναπόφευκτον υποχώρησιν, καθιστώσι δ' αναγκαίαν διά την περσικήν τιμήν την καταστροφήν των Ελλήνων, Το Στ' βιβλίον διηγείται την αδιάκοπον ήτταν της Ιωνίας, το τέλος του Αρισταγόρου και την περιπετειώδη και φοβεράν φυγήν ολοκλήρων κοινοτήτων από της περσικής εκδικήσεως. Ήδη ο βασιλεύς εγείρει την χείρα κατά της Ελλάδος· βορείως μεν ο Μαρδόνιος προχωρεί διαρκώς επιτυγχάνων, υποτάσσων την Θράκην και τας νήσους και δεχόμενος την υποταγήν της Μακεδονίας· νοτίως δε ο Δάτις έρχεται διά θαλάσσης κατ' ευθείαν εναντίον της Ερετρίας και των Αθηνών. Συγχρόνως πέμπονται κήρυκες ανά τας Ελληνίδας πόλεις, ζητούντες «γην και ύδωρ», τα σημεία της υποταγής εις το θέλημα του μεγάλου βασιλέως. Εντός πάντων των βιβλίων τούτων, αλλ' ιδίως του Στ', η ιστορία των ελληνικών κρατών συνοψίζεται εις παρεκβάσεις και σημειώσεις, ιστορικώς σπουδαιοτέρας της κυρίας περί της Ασίας αφηγήσεως. Ο Δάτις αποβιβάζεται εις την Εύβοιαν και εκτελεί το πρώτον μέρος των διαταγών του, σαρώνων την Ερέτριαν από προσώπου της γης, έπειτα δε προχωρεί εις τον Μαραθώνα προς εκτέλεσιν και του υπολοίπου μέρους. Εκεί απαντώσιν αυτόν όχι πάντες οι Έλληνες ηνωμένοι, ουδέ καν αι μεγάλαι δωρικαί πόλεις, αλλά μόνον οι Αθηναίοι και οι ανδρείοι Πλαταιείς πανδημεί, — απαντώσιν αυτόν και τη βοήθεια των θεών και προς έκπληξιν των ανθρώπων, νικώσι. Μετά τούτο η διήγησις προβαίνει σταθερώς· το Ζ' βιβλίον προχωρεί βραδύτατα· λέγει τον θάνατον του Δαρείου και την ενθρόνισιν του Ξέρξου· την μακράν συνάθροισιν αηττήτου στρατού, τας παρασκευάς, τας σειούσας την Ασίαν επί τρία έτη· τας συσκέψεις και το αναποφάσιστον των πόλεων, τον τρόμον αυτών και το μόλις βασταζόμενον θάρρος, τα ζωηρά ερωτήματα των ανδρών, οίτινες ευρίσκουσιν αυτά τα γεγονότα δεινότερα των φόβων των. Ακούεται η φοβερά φωνή του εν Δελφοίς Θεού, εις όν εθάρρουν, συμβουλεύουσα ταχείαν φυγήν (Ζ' 140) «ω μέλεοι, τι κάθησθε;» Αι Αθήναι, αι υβρίσασαι εις τον βασιλέα, επρόκειτο ν' αφανισθώσι. Το Άργος και άλλαι πόλεις ηδύναντο ν' αγοράσωσι την ζωήν διά της υποταγής και της αποχής από των μωρών, όσοι ετόλμησαν να πολεμήσωσιν εναντίον ισχυροτέρων. Αλλ' οι πλείστοι των Ελλήνων εξαίρονται υπεράνω των θρησκευτικών προλήψεων, επέρχεται η συνεννόησις των φρονιμωτέρων και τέλος η ανατριχιαστική διήγησις της μάχης. Πολλά εγράφησαν περί της συνθέσεως των ιστοριών του Ηροδότου· ότι ευκόλως λοξοδρομούσιν εις παρεκβάσεις, ότι περιέχουσιν επαναλήψεις και αντιφάσεις κατά τας λεπτομερείας και ότι αι μνείαι συμβάντων και τόπων, κειμένων εκτός της κυρίας αφηγήσεως, σκοτίζουσι τον νουν προσεκτικού αναγνώστου. Και ο μεν Bauer ήχθη εις την υπόθεσιν ότι το βιβλίον απετελέσθη εκ χωριστών λόγων, οργανικώς ασυνδέτων. Ο δε Kirchhoff υπεστήριξεν ότι το έργον εσχεδιάσθη μεν ως σύνολον, συνετέθη δε βαθμηδόν και το μεν εξ αρχής μέχρι του Γ' 119 μέρος, όπερ ουδεμίαν δεικνύει προς την Δύσιν αναφοράν, εγράφη προ του 447 και προ της εις Θουρίους μεταβάσεως του Ηροδότου· ολίγω δε βραδύτερον συνεγράφη το μέχρι τέλους του Δ' βιβλίου· τέλος δε κατά τας αρχάς του πελοποννησιακού πολέμου ο Ηρόδοτος επανήλθεν εις τας Αθήνας και κατά τον ενθουσιαστικόν εκείνον καιρόν έγραψεν όλον το δεύτερον ήμισυ του έργου, ήτοι τα βιβλία Ε'-Θ', εσκόπει δε να προχωρήση, αλλά τα συμβάντα του 431 διέκοψαν το έργον, ο δε θάνατος αφήκεν αυτό ασυμπλήρωτον. Ο δε Macan νομίζει ότι τα τρία τελευταία βιβλία εγράφησαν πρώτα, και ότι το λοιπόν έργον είναι προοίμιον «συντεθέν εκ μερών, μάλλον ή ήττον ανεξαρτήτων, ών το Β' βιβλίον είναι το φανερώτατον, το δε Δ' περιέχει δύο άλλα μέρη, κατά ένα μόνον βαθμόν ολιγώτερον φανερά»· αλλ' η εσωτερική αυτή μαρτυρία δεν δύναται να δείξη αν οιονδήποτε των μερών τούτων συνετέθη ή εδημοσιεύθη ανεξαρτήτως. Ολίγα λοιπόν είναι περί τούτου βέβαια· και πρώτον, ως τελευταία γεγονότα μνημονεύει την κατά των Πλαταιών προσβολήν του 431 π. Χ., την επακολουθήσασαν εισβολήν των Λακεδαιμονίων εις την Αττικήν και τον φόνον των εις Περσίαν σταλέντων πρεσβευτών της Σπάρτης κατά τα 430. (188) Γινώσκομεν έπειτα ότι ήτο εν Αθήναις μετά τα 432, διότι είχεν ιδεί τα Προπύλαια τελειωμένα· το δε βιβλίον αυτού θα ήτο ήδη νωπόν εν τη μνήμη των Αθηναίων κατά τα 425 π. Χ., ότε ο Αριστοφάνης παρώδησε την αρχήν του Α' βιβλίου. (189) Τεκμαιρόμενοι δ' εκ των σιωπωμένων, εικάζομεν, ότι δεν έγραφε μετά τα 424, ότε ο Νικίας κατέλαβε τα Κύθηρα, και σχεδόν είμεθα βέβαιοι ότι δεν εγίνωσκε την εις Σικελίαν εκστρατείαν του 415 ή την κατάληψιν της Δεκελείας του 413. Θέμα του Ηροδότου ήτο η απελευθέρωσις της Ελλάδος και η μετ' αυτήν αθηναϊκή ηγεμονία, απέθανε δε πριν η ηγεμονία εκείνη αρχίση να καταρρέη. Φαίνεται δε μάλλον ότι δεν έζησε να τελειώση το έργον του. Ο Kirchhoff εικάζει ότι εσκόπευε να εκτείνη την ιστορίαν μέχρι της επ' Ευρυμέδοντι μάχης, δηλαδή του οριστικού σημείου, ότε οι ελευθερωθέντες Ίωνες ώμοσαν τον όρκον της ενώσεως υπό την ηγεμονίαν των Αθηνών· τούτο κατά την γνώμην του Kirchhoff είναι το πραγματικόν τέλος των μηδικών και όχι η πολιορκία της Σηστού, το τελευταίον γεγονός της υπαρχούσης διηγήσεως. (190) Αλλ' άραγε αυτός ο Ηρόδοτος δεν υποδεικνύει ότι ενόει να καταβή· και παρακάτω, λέγων (Ζ' 213) ότι θα είπη «εν τοίσι όπισθε λόγοισι» την άλλην αιτίαν, δι' ήν εφονεύθη ο προδότης Εφιάλτης, γεγονός, όπερ συνέβη ολίγον μετά τα 476; Ο Kirchhoff παραδέχεται τούτο, αλλά δεν θεωρεί το πόρισμα ως πειστικόν· διότι η αφορμή ηδύνατο να συνέβη πολύ προ του φόνου, είναι δ' εκ πολλών χωρίων φανερόν ότι ο Ηρόδοτος θεωρεί πάντα τα μετά τα 479-8 γεγονότα ως έξω του ιστορικού του κύκλου. Ούτω φθάνει, φαίνεται, εις την τελευταίαν του χρονολογίαν, αλλά δεν έχει αποτελειώσει την αναθεώρησιν και την συναρμογήν, αφήνει ανεκπλήρωτον την περί του Εφιάλτου υπόσχεσιν, επαναλαμβάνει δις κατά τρόπον όμοιον, αλλ' όχι τον αυτόν (Α' 175, Η' 104), γεγονός όχι άξιον τόσης εμφάσεως, ότι οσάκις οι Πηδασείς έμελλον να πάθωσι κανέν ατύχημα, τότε «η ιερείη της Αθηναίης φύει πώγωνα μέγαν» { the priestess of Athena there, was liable to grow a beard } το δε περιεργότερον, δις αναφέρεται εις ό,τι μέλλει να είπη «εν τοίσι Ασσυρίοισι, λόγοισι» (Α' 106,184), όπερ δεν ευρίσκεται. Ποίον δε θα ήτο το πραγματικόν τέλος του έργου, είναι ζήτημα περιμάχητον. Δύναται απλούν περί Κύρου ανέκδοτον σχετιζόμενον προς ωχρόν θαύμα του τάφου του Πρωτεσίλαου να είναι το τέλος του μεγάλου και ισοβίου έργου ενός καλλιτέχνου του λόγου; Τούτο είναι ζήτημα καλαισθησίας. Αγάπη προς επεισόδια και ανέκδοτα είναι η πρώτη αδυναμία του Ηροδότου, η δ' ελληνική τέχνη του λόγου ηγάπα κατά το τέλος του έργου να χαλαρώνη μάλλον ή να εντείνη την δύναμιν αυτού. Περί δε των Ασσυρίων λόγων το μάλλον αξιοσημείωτον είναι ότι ανέγνωσεν αυτούς ο Αριστοτέλης. Διότι εν Η' ιη' [των περί τα Ζώα ιστοριών] λέγει « Τα μεν ουν γαμψώνυχα . . . άποτα πάμπαν εστίν, αλλ' Ηροδότος (191) ηγνόει τούτο· πεποίηκε γαρ τον της μαντείας πρόεδρον αετόν εν τη διηγήσει τη περί την πολιορκίαν της Νίνου πίνοντα». { crook-clawed birds do not drink. Herodotus1 did not know this, for he has fabled his ominous eagle drinking in his account of the siege of Nineveh. } Τούτο συντελεί όπως σχηματίσωμεν περί της συνθέσεως του όλου έργου θεωρίαν, ρίπτουσαν ολίγον φως εν γένει εις τον τρόπον των αρχαίων συγγραφών. Εάν ο Ηρόδοτος έλεγε και έγραφε τας «ιστορίας» του κατά το πλείστον του βίου, θα κατείχε πάντως πολύ περισσοτέραν ύλην ή όσην έδωκεν εις ημάς, και βεβαίως μέρη της ύλης ταύτης είχον διάφορα σχήματα. Είναι «αφύσικον» να πιστεύσωμεν ότι «λογογράφος» τις εχρησιμοποίει «λόγον» τινά μίαν μόνον φοράν ή ότι ουδέποτε μετέβαλλε την μορφήν αυτού. Η περί Πηδασέων διήγησις δεικνύει πως το ανέκδοτον άνευ τοιαύτης προθέσεως μεταβάλλεται και παρενείρεται εις διάφορον σειράν. Το δε σωζόμενον έργον προδήλως φαίνεται στηριζόμενον επί ογκώδους υλικού συλλεχθέντος και καταγραφέντος καθ' όλον τον βίον του συγγραφέως· εξ άλλου δε υπάρχει βεβαίως ενότης, καθόσον τα διάφορα υφάδια στερεώς κρατούνται και συγκλώθονται κατόπιν εις το κύριον νήμα. Τούτο δε πείθει ότι η μνεία μεταγενεστέρων γεγονότων δεν αποδεικνύει και ότι μέρος τι συνετέθη βραδύτερον. Το έργον, όπως έχει, είναι σύνθεσις των τελευταίων ετών του ανδρός, αλλά πολλά μέρη ηδύναντο να ληφθώσιν όλως αμετάβλητα εκ χειρογράφων ετοίμων προ πολλών ολυμπιάδων. Κατά τούτο μόνον ο Meyer και ο Busolt φαίνονται ότι έχουσι δίκαιον, διαφωνούντες προς τον Macan και άλλους Ηροδοτείους, ότι οι Αιγύπτιοι λόγοι εγράφησαν πολύ κατόπιν, δηλαδή μάλλον μετά την εκ Θουρίων επιστροφήν του ιστορικού ή προ της πρώτης αυτού εκεί εγκαταστάσεως. Διότι το Β' βιβλίον απομένει χωριστόν από του υπολοίπου έργου, δεικνύει δε σημεία βαθείας εις το πνεύμα του συγγραφέως εντυπώσεως της αιγυπτιακής ιστορίας και παιδείας· ενώ δ' έχει όλην την ευπιστίαν του αόπλου νου του Ηροδότου, δεικνύει περισσοτέραν παρά παν άλλο μέρος ανεξαρτησίαν από της ελληνικής θρησκείας. Αν η εντύπωσις αύτη ήτο πρωιμωτέρα, θα άφηνε βεβαίως επί του όλου έργου πλειότερα ίχνη των ήδη ορατών. Αλλ' όμως υπάρχει και άλλη εικασία, πιθανωτάτη· ίσως ο Ηρόδοτος εχρησιμοποίησε νεανικόν έργον, όπερ εσκόπευε ν' αναθεωρήση. Ο Diels απονέμει τον ιδιαίτερον τόνον του Β' βιβλίου εις την άμεσον του συγγραφέως εξάρτησιν από του Εκαταίου, νομίζει δε ότι η εκείθεν αντιγραφή ήτο αφθονωτέρα ή όσον εσυνήθιζον το πάλαι, πλην αν υποθέσωμεν ότι οι «Λόγοι» προωρίζοντο μόνον ως κοινά αναγνώσματα, και δεν έτυχον της αναγκαίας επεξεργασίας, ως μόνιμα βιβλία. Τας περί Ηροδότου κρίσεις ημών αναποδράστως παραβλάπτει παραβολή τις όχι προς τους προδρόμους και συγχρόνους αυτού, ουδέ καν προς τους κοινούς αυτού διαδόχους, όπερ θα ήτο εύλογον, αλλά προς μεταγενέστερον συγγραφέα μεγαλοφυή, τον Θουκυδίδην. Τοιουτοτρόπως δε ο Ηρόδοτος θεωρείται κάποτε ως τύπος απλοϊκής ευσεβείας, ή και ευπιστίας. Παράδοξος κρίσις! Είναι αλήθεια, ότι ο Ηρόδοτος σπανίως εκφράζει αμφιβολίαν περί οιουδήποτε σχετικού προς τους θεούς, ενώ πολλάκις αμφιβάλλει περί ζητημάτων της ανθρωπίνης ιστορίας· αμέσως λοξοδρομεί από θεμάτων επικινδύνων, πάντοτε σέβεται τα ονόματα των θεών, και αποφεύγει να διηγηθή ιστορίας, άς ωνόμαζεν ιεράς. Αλλά τούτο, εννοείται, ήτο όρος του επαγγέλματός του· διότι ο ραψωδός ή ο λογοποιός ο πράττων άλλως, θα εσωφρονίζετο αμέσως. Ο Ηρόδοτος δεν ήτο θρησκευτικός φιλόσοφος, ουδέ είχε θεωρίας να κηρύξη· εις πάντα τα μεταφυσικά είναι απροκατάληπτος, τούτο δε αποτελεί μέρος του μεγαλείου του. Αλλ' όμως ολίγοι ίσως Έλληνες ήσαν περισσότερον αυτού ελεύθεροι από των πεδών της τοπικής λατρείας και της πατροπαραδότου πολυθεΐας. Όθεν ωνομάσθη «μονοθεϊστής». Μονοθεϊστής βεβαίως δεν ήτο. Αλλά το ύφος του εμφαίνει είδος τι «μονοθεϊσμού», ήτοι ηθικόν τινα θεόν όπισθεν των φυσικών δυνάμεων και των ηρώων, σχεδόν τόσον σαφώς, όσον και το ύφος του Αισχύλου και αυτού του Πλάτωνος. Ησίοδος Αι περιηγήσεις ήσαν μεγάλα ρήγματα των φραγμών της πίστεως, οσάκις τα θρησκεύματα των ανθρώπων ήσαν εθνικά ή επαρχιακά ή και ενοριακά. Ήτο δε βεβαίως υπέρτερος της πολυθεΐας της πατρίδος του ο ανήρ, ο λέγων (Β' 53) ότι μόλις προ τετρακοσίων ετών ο Όμηρος και ο Ησίοδος ήσαν «οι ποιήσαντες θεογονίην Έλλησι και τοίσι θεοίσι τας επωνυμίας δόντες και τιμάς τε και τέχνας διελόντες και είδεα αυτών σημήναντες». { invented the Greek theology, and gave the gods their names,} Επικίνδυνος φράσις διά το κοινόν· αλλ' όμως ο Ηρόδοτος αδιαφορεί περί των ακροατών. Και βεβαίως δυνάμεθα να συνδυάσωμεν τούτο προς την παροδικήν αυτού παρατήρησιν περί της αιγυπτιακής θεολογίας (Β' 3) ότι νομίζει «πάντας ανθρώπους ίσον περί αυτών (των θεών) επίστασθαι» { about the gods one man knows as much as another} · φανερά δε συμπαθεί προς την περσικήν θρησκείαν κατ' αντίθεσιν προς την ελληνικήν, λέγων ότι γινώσκει τους Πέρσας «αγάλματα μεν και ναούς και βωμούς ουκ εν νόμω ποιευμένους ιδρύεσθαι, αλλά και τοίσι ποιεύσι μωρίαν επιφέρουσι, ως εμοί δοκέειν, ότι ουκ ανθρωποφυέας ενόμισαν τους θεούς κατά περ οι Έλληνες είναι, οι δε νομίζουσι Διί μεν επί τα υψηλότατα των ορέων αναβαίνοντες θυσίας έρδειν, τον κύκλον πάντα του ουρανού Δία καλέοντες, θύουσι δε ηλίω τε και σελήνη και γη και πυρί και ύδατι και ανέμοισιν». { Images and temples and altars it is not in their law to set up — nay, they count them fools who make such, as I judge, because they do not hold the gods to be man-shaped, as the Greeks do. Their habit is to sacrifice to Zeus, going up to the tops of the highest mountains, holding all the round of the sky to be Zeus!' " They sacrifice" he goes on, "to sun, moon, earth, fire, water, and the winds. } Το αίσθημα του χωρίου τούτου (Α' 131) εκφράζει την αληθινήν ελληνικήν πολυθεΐαν, ελευθέραν των τοπικών παραδόσεων και της ανθρωπομορφίας. Βεβαίως ο Ηρόδοτος ή και ο κοινός μη δεισιδαίμων Έλλην πιεζόμενος θα ωμολόγει ένα θεόν υπάρχοντα όπισθεν της μεταβαλλομένης φύσεως και της ιστορίας· αλλ' εσυνήθισε να αισθάνεται κάποιον θείον στοιχείον εδώ, εκεί, παντού, εις τους ανέμους και τα νερά και το φως και εις ό,τι συγκινεί την καρδίαν του, έπειτα δε ν' απομονώνη εκάστην αυτού εκδήλωσιν και να λατρεύη αυτήν οπότε θέλει. Είναι δίκαιον να επιμείνωμεν εις ταύτα μάλλον τα χωρία ή εις εκείνα, όπου ο Ηρόδοτος ταυτίζει ποικίλους αλλοδαπούς θεούς προς γνωστούς ελληνικούς υπό τα πατροπαράδοτα ονόματα, Αλιλάτ-Αφροδίτη [Α' 132] Μένδης-Παν [Β' 46] Ίσις- Δημήτηρ [Β' 59] ή όπου μετά μικράν παρέκβασιν περί του βίου του Ηρακλέους και μετά το συμπέρασμα ότι υπήρχον δύο ομώνυμοι, εύχεται «τοσαύτα ημίν ειπούσι και παρά των θεών και παρά των ηρώων ευμενείη είη» {the gods and heroes " to take no offence } (Β' 45). Εκεί λαλεί την γλώσσαν των ακροατών του, ίσως δε και η «ασφαλής» επαγγελματική συμπεριφορά κατήντησε δευτέρα αυτού φύσις. Αλλά προκειμένου περί μαντείων και οιωνών και των θαυμάτων της Προνοίας, το πράγμα διαφέρει. Ο Ηρόδοτος συμπαθεί πολύ προς τους μάντεις και τούτο διά δύο τουλάχιστον λόγους. Τω καιρώ εκείνω ο κόσμος ηγάπα τους μάντεις, όπως κατόπιν τους ήρωας των μυθιστοριών, τους περιπλανωμένους ιππότας και τους τρουβαδούρους. Περί περισσοτέρων του ενός μάντεων, παρακολουθούντων τα ελληνικά στρατεύματα, ηδύνατο να είπη ο Ηρόδοτος [ό,τι λέγει περί Τιμησιθέου του Δελφού] «του έργα χειρών τε και λήματος έχοιμ' αν μέγιστα καταλέξαι» (Ε' 72) { might tell deeds most wonderful of might and courage }. Έπειτα δε η ιδιαιτέρα του αγάπη προς τον Ηρακλή, τον ήρωα του Πανυάσιδος, εμφαίνει ότι ο Ηρόδοτος δεν ηδύνατο να λησμονήση [τον θείον του εκείνον] τον μάντιν και τον εν τη μάχη παραστάτην, τον αποθανόντα υπέρ της ελευθερίας της Αλικαρνασσού. Περί των χρησμών και των οιωνών πρέπει πάντοτε να ενθυμώμεθα την συχνήν αυτού επιφύλαξιν, ότι επαναλαμβάνει ό,τι ήκουσε, «πείθεσθαί γε μην ου παντάπασιν οφείλω». { he does not by any means profess always to believe it } Περί δε της μεγάλης σειράς των προ του πολέμου χρησμών (εν τω Ζ' βιβλ.) είναι φανερόν ότι, όσον και αν ήσαν επιδεκτικοί διαφόρου ερμηνείας, — και ποίος χρησμός δεν ήτο; — οι δώσαντες αυτούς θα επεθύμουν να είχον λησμονηθή. Οι δε λοιποί συνεφώνουν προς τα γενόμενα και επέτεινον το περίεργον της αφηγήσεως, το κύριον μέλημα του Ηροδότου· αναμφιβόλως δε πάντες οι Έλληνες, αναλογιζόμενοι τας θαυμασίας αυτών νίκας, θα ησθάνοντο κατά τας επισημοτάτας στιγμάς ό,τι ο Ηρόδοτος παριστά λέγοντα τον Θεμιστοκλή κατά την ώραν του θριάμβου· «τάδε γαρ ουκ ημείς κατεργασάμεθα, αλλά θεοί τε και ήρωες» { It is not we who have done this! " " The gods and heroes } — ήτοι καθόλου το θείον, πράγματι όχι διάφορον της αγαπητής φράσεως του Ηροδότου «θεός» ή «του θείου η προνοίη» [Γ' 108] — οι εφθόνησαν άνδρα ένα της Ασίης και της Ευρώπης βασιλεύεσαι, εόντα ανόσιόν τε και ατάσθαλον» [Η' 109]. Ποιος Άγγλος δεν ησθάνετο τα ίδια κατά την καταστροφήν της «μεγάλης αρμάδας» ή ποίος Ρώσος μετά την εκ της Μόσχας υποχώρησιν των Γάλλων; Μάλιστα κατά την περιγραφήν της τρικυμίας, η οποία διέφθειρε (Ζ' 189, 191) την «αρμάδαν» του Ξέρξου, αν και οι Αθηναίοι πραγματικώς είχον παρακαλέσει τον Βορέαν να την πέμψη, ο Ηρόδοτος δεν στέργει να την αποδώση θετικώς εις τας ευχάς των, διά τον λόγον ότι και οι Μάγοι των Περσών προσηύχοντο επί τρεις ημέρας τα εναντία, τότε δε κατέπαυσεν η θύελλα. Ο θεός του Ηροδότου είναι φθονερός και καταρρίπτει, ως κεραυνός, τους υπερηφάνους τους τείνοντας να εξισωθώσι προς αυτόν. Ο Αριστοτέλης είναι των ολίγων θεολόγων, όσοι εξήγησαν ότι ο φθόνος είναι ανάρμοστος προς την ιδέαν του θεού και ότι κατ' αλήθειαν ο άνθρωπος έπρεπε να πλησιάζη προς τον θεόν όσον είναι δυνατόν. Κατά το σημείον τούτο ο θεός του Ηροδότου φαίνεται τω όντι ελλιπής· αλλ' αφού είναι ηθικός του κόσμου δικαστής, είν' έτοιμος, καθώς όλοι οι δικασταί, να τιμωρήση μάλλον αδίκως παρά ν' ανταμείψη δικαίως, θα ήτο δε διδακτικόν μεν, αλλ' άτοπον, να παραθέσωμεν ολίγα χωρία νεωτέρων ιστοριογράφων, οίτινες αποδίδουσιν εις ειδικάς ενεργείας της Προνοίας τους ανέμους και τα παρόμοια. Περί δε των χρησμών λέγομεν μόνον ότι την πίστιν του Ηροδότου επικυρώνει και ο σπουδαιότατος αυτού μεταφράστης και σχολιαστής, ο Rawlinson, (I, 176 σημ.) όστις φέρει επιχειρήματα όπως αποδείξη ότι την Πυθίαν ενέπνεεν o διάβολος! Κατά της καλής πίστεως του Ηροδότου είδος λύσσης κατέλαβε περιοδικώς πολλούς αξιολόγους άνδρας. Αλλ' ούτε ο Κτησίας, ούτε ο Μανέθων, ούτε ο Πλούταρχος, ούτε ο Panowsky, ούτε ο Sayce επέτυχον να πείσωσι πολλούς περί της κακοπιστίας αυτού. Ο Ηρόδοτος επαγγέλλεται να διηγηθή την παράδοσιν και την παράδοσιν διηγείται· παραθέτει διαφόρους μαρτυρίας, αφήνων πλήρη ελευθερίαν εκλογής και πολλαχού επικρίνει ό,τι αναφέρει. Είναι δ' εντελώς απηλλαγμένος πάσης εθνικής ή τοπικής προκαταλήψεως. Θαυμάζει την ελευθερίαν και μισεί από καρδίας τους τυράννους. Αλλά δεν δεικνύει καμμίαν φανεράν προτίμησιν πραγματευόμενος περί ολιγαρχικής ή δημοκρατικής πολιτείας· είναι δε δύσκολον ν' αποδείξη τις οιανδήποτε λοξήν υπό του συγγραφέως παράστασιν τυράννου τινός, αν και είναι πιθανόν ότι γενικώς ηκολούθει την δυσμενεστέραν προς τους τυράννους παράδοσιν. Αλλά καθόλου ο Ηρόδοτος δεν είναι προς αυτούς αυστηρότερος του Θουκυδίδου ή του Πλάτωνος. Περί δε των Περσών προθυμότατα μαρτυρεί όχι μόνον την ανδρείαν των, αποδειχθείσαν, παραδείγματος χάριν, ότ' εμάχοντο ακάλυπτοι εναντίον των Ελλήνων οπλιτών, αλλά και την ελευθεριότητα, την φιλαλήθειαν και την πολιτικήν ορ��άνωσιν αυτών. Αντιπαθεί προς το σύστημα των γυναικωνιτών, προς τας ανατολικάς ωμότητας, τας μαστιγώσεις των δούλων στρατιωτών, τας συλήσεις των πόλεων, οσάκις οι Ασιανοί εφέροντο καθώς οι νεώτεροι Τούρκοι ή καθώς και οι Ευρωπαίοι κατά τους θρησκευτικούς πολέμους. Είναι αυστηρός προς τους Κορινθίους και τους Θηβαίους, ών άλλως η υπεράσπισις δεν θα ήτο πειστική. Διά να εκτιμήση δε κανείς πόσον δίκαιος είναι ο Ηρόδοτος, αρκεί να παρατηρήση ποίαν γλώσσαν μεταχειρίζονται νεώτεροι [Άγγλοι) συγγραφείς, όπως ο Froude και ο Motlye, περί οιουδήποτε καθολικού και μάλιστα Ισπανού ή Γάλλου. Τα δε σφάλματα του Ηροδότου καθόλου μεν απορρέουσιν εκ των πηγών του, είναι δε κατά πάντα, πλην ενός, αληθέστερος αυτών. Είχεν αναγνώσει σχεδόν όλα τα τότε υπάρχοντα ελληνικά βιβλία· διότι όχι μόνον αναφέρει πλείστους συγγραφείς και ιδίως ποιητάς, αλλά και μεταχειρίζεται φράσεις αποδεικνυούσας γνώσιν της όλης γραμματείας. Αλλά φαίνεται ότι διά κάποιον λόγον απέφυγε να κάμη χρήσιν των έργων των συναδέλφων του, του Χάρωνος και του Ξάνθου, ουδένα δε αναφέρει λογογράφον εκτός του Εκαταίου. Εις δεκατέσσαρα δε χωρία μνημονεύει μνημεία και επιγραφάς, αν και βεβαίως δεν έκαμε συστηματικήν αυτών χρήσιν. Κατά μέγα δε μέρος στηρίζεται εις την προφορικήν διήγησιν, καλώς πληροφορημένων ανθρώπων και περί της παλαιοτέρας ιστορίας της Ελλάδος και περί των μηδικών. Περιερχόμενος δε τας βαρβαρικάς χώρας, εξηρτάτο κυρίως εκ των διερμηνέων και των αβασανίστων λόγων, των περιφερομένων ανά την ελληνικήν εκάστης πόλεως συνοικίαν. Αι συχναί του φράσεις «ως οι Λίβυες» ή «ως οι Κυρηναίοι έλεγον», φαίνονται ότι αναφέρονται είτε εις τα πορίσματα των επιτοπίων ερευνών του, είτε εις την άμεσον πληροφορίαν κανενός επιχωρίου. Τετράκις δ' έχομεν μνείαν ωρισμένης πηγής. (192) « Αρχίη τω Σαμίου του Αρχίεω αυτός εν Πιτάνη συνεγενόμην» { Archias whom I met at Pitane } λέγει, είτα δε ιστορεί τα περί του πάππου του Αρχίου· «ως δ' εγώ ήκουσα Τύμνεω τον Αριπείθιος επιτρόπου» η γενεαλογία είχεν ούτω. Τον δε Θέρσανδρον τον Ορχομένιον, όστις εδείπνησε μετά του Μαρδονίου εν Θήβαις και Δίκαιον τον Αθηναίον, όστις έζησεν εξόριστος μεταξύ των Μήδων μετά του Δημαράτου, του Σπαρτιάτου βασιλέως, επικαλείται μάρτυρας δύο επεισοδίων, δεικνυόντων, αν μη άλλο, νευρικήν ταραχήν μεταξύ των ακολούθων του Μαρδονίου. Σπουδαιοτέραν πηγήν γνώσεως παρείχον ταρχεία πολλών οικογενειών και σωματείων· ίσως επετρέπετο κάποτε εις τον Ηροδότον ν' αναγινώσκη τα επίσημα έγγραφα· συχνότερον δε, φαίνεται, ηρώτα τους κατόχους αυτών. Τούτο, παραδείγματος χάριν, συμβαίνει περί του εν Δελφοίς μαντείου, εις του οποίου τα υπομνήματα ο Ηρόδοτος οφείλει πλείστα όσα των πρώτων ιδίως βιβλίων. Αντλεί δ' επίσης εκ των παραδόσεων των Αλκμεωνιδών (του οίκου του Περικλέους) και των Φιλαϊδών (του οίκου του Μιλτιάδου), ίσως δε και των του Πέρσου στρατηγού Αρπάγου. Η θολότης των πηγών εκείνων είναι ευνόητος. Ούτως εν τη σπαρτιατική ιστορία [Α' 65,66] ο Ηρόδοτος γινώσκει μεν τα πάντα περί του Λυκούργου, όστις, εννοείται, ήτο πρόσωπον θρυλικόν, έπειτα δε αγνοεί το παν περί περιόδου τριών περίπου αιώνων, μέχρις ού φθάνει εις τον Λέοντα και τον Αγασικλή, όπου σκορπίζει πλήθος ανεκδότων. Η πραγματική σπαρτιατική παράδοσις αρχίζει μόνον εκείθεν. Τας δε αθηναϊκάς αυτού πληροφορίας πλην της σκωρίας, ήν έχουσι και αι λοιπαί, παρέβλαπτον και τα αισθήματα των χρόνων, ότ' έγραφε τα τελευταία του βιβλία. Αι διηγήσεις π. χ. πως [μετά την αγγελίαν της καταστροφής του Λεωνίδου] οι Κορίνθιοι απεχώρησαν εκ Σαλαμίνος και πως επί της κεφαλής των Θηβαίων απετυπώθη πύρινον το μονόγραμμα του βασιλέως, είναι απλώς απηχήσεις της καταιγίδος του 432-1 π. Χ. Κάτι παρόμοιον, δηλαδή παλαιότερος πόλεμος παθών, επιφέρει και την όλως ανυπεράσπιστον καταδίκην του Θεμιστοκλέους. Αναμφίβολον ήτο ότι ο Θεμιστοκλής είχε σώσει την Ελλάδα και ότι ανεδείχθη ο μέγιστος του καιρού εκείνου ανήρ. Αλλ' εν τέλει έφυγεν εις την Περσίαν! Ποία όμως ήτο η αφορμή, ελησμονήθη· και τοιουτοτρόπως η κηλίς της προδοσίας ημαύρωσεν εν τη μνήμη της πατρίδος του την εικόνα του ανδρός. Ο Ηρόδοτος ακολουθεί τελείως τας διηγήσεις των δύο μεγάλων οίκων, οι οποίοι κατεδίωξαν τον Θεμιστοκλή, ώστε ν' αποθάνη ως προδότης. (193) Ούτω δε αφ' ενός μεν εκείνοι, εξάλλου δε ο ταλαντευόμενος λαός κατώρθωσαν να παραστήσωσι τον άνδρα ως τύπον θριαμβεύσαντος αγύρτου. Την μνήμην του Θεμιστοκλέους ελύτρωσεν ο Έφορος, μέχρις ού και ο Έφορος δεν ηδύνατο πλέον να ακουσθή. Εκτός των προφορικών ειδήσεων, των ούτως ή άλλως προερχομένων εξ υπομνημάτων, υπήρχε και η καθαρά παράδοσις πλέον της άλλης «ζώσα» καθώς θα έλεγεν ο Πλάτων, και επομένως μάλλον τείνουσα προς τον μύθον. Το στοιχείον τούτο είναι πανταχού παρόν εν τω Ηροδότω. Ούτω μέρος της ιστορίας του δύναται να καταταχθή εις την ανατολικήν ή ιαπετικήν λαογραφίαν. Ο Πολυκράτης, ο ρίπτων τον δακτύλιον εις την θάλασσαν και ευρίσκων κατόπιν αυτόν εντός οψαρίου, είναι παλαιός γνώριμος. Ο δε Άμασις και ο Ραμψίνιτος είναι καθαρά παραμύθια. Δύο δε περίφημα χωρία — το Γ' 119, όπου η σύζυγος του Ινταφέρνους προτιμά τον αναντικατάστατον αδελφόν αντί των αντικαταστατών τέκνων, και το Στ' 126, όπου ο αθάνατος Ιπποκλείδης, αφού εκέρδισε την νύμφην διά της ανδραγαθίας και της ευγενείας του, την έχασεν, επειδή εχόρευσε «την κεφαλήν ερείσας επί την τράπεζαν» και είπε κατά την ζέσιν του χορού «ου φροντίς Ιπποκλείδη» { all one to Hippocleides! }— τα δύο ταύτα πηγάζουσι μακρόθεν, εξ ινδικών βιβλίων! (194) Ο δε Σόλων ήτο αδύνατον να είχε συναντήσει τον Κροίσον, διότι αι χρονολογίαι δεν συμβιβάζονται, ουδ' εξεφώνησε τον μέγαν λόγον, όν ο Ηρόδοτος του αποδίδει, διότι ο λόγος εκείνος έχει συγκολληθή εξ Αργείων και Δελφικών θρύλων, δηλαδή θρύλων συσσωρευθέντων περί τάφους τινάς του Άργους και των Δελφών. Έπειτα τα όνειρα, όσα κατέβησαν όπως απατήσωσι τον Ξέρξην [Ζ' 12], χρειάζονται και όρκους, διά να πιστευθώσιν. Αι δε περί μοναρχίας, ολιγαρχίας και δημοκρατίας συζητήσεις των επτά Περσών, καίτοι ο Ηρόδοτος στοιχηματίζει την υπόληψίν του χάριν αυτών, εφάνησαν αχώνευτοι σχεδόν εις πάντας. Ίσως δε ο Μaass έχει δίκαιον αποδίδων την αρχήν αυτών εις κάποιον διάλογον του Πρωταγόρου. Αλλά ματαιοπονία είναι ν' απορρίπτωμεν μόνον ό,τι φαίνεται χονδροειδώς απίθανον, να δεχώμεθα δε αμάρτυρον ό,τι είναι δυνατόν ν' αληθεύη. Το πλείστον της ιστορίας του Ηροδότου είναι ανάμεικτον μετά καθαράς λαϊκής μυθοπλαστίας κατά διαφόρους δόσεις· ούτως η μεν αρχαία αλλοδαπή ιστορία καταντά σχεδόν αγνώριστος, η δε προ των μηδικών ελληνική είναι βαθύτατα χρωματισμένη, τα δε μετά την εν Μαραθώνι μάχην είναι όχι μικρόν παρηλλαγμένα. Αλλ' εις μίαν μόνον περίπτωσιν ο Ηρόδοτος είναι προσωπικώς, καίτοι ασυναισθήτως, ένοχος απάτης· αι μεταβάσεις του, οι τρόποι της προσαρμογής του ενός λόγου προς τον άλλον, είναι απλά λογοτεχνικά επινοήματα. Ούτως εξευρίσκει μετάβασιν εις τους Λιβυκούς του λόγους, λέγων (Δ' 167) ότι ο Αρυάνδης εστράτευσε καθ' όλης της Λιβύης. Αλλ' ουδείς λόγος υπάρχει να πιστεύσωμεν εις τούτο. Την δε αθηναϊκήν ιστορίαν εισάγει λέγων (Α' 56) ότι ο Κροίσος ζητών συμμάχους μεταξύ των Ελλήνων, «εύρισκε Λακεδαιμονίους και Αθηναίους προέχοντας, τους μεν του δωρικού γένεος, τους δε τον ιωνικού» αλλ' ότι οι Αθηναίοι ήσαν τότε «διεσπασμένοι» υπό του Πεισιστράτου. Αλλ' ο μεν τύραννος δεν «διέσπασε» τας Αθήνας και πιθανώς ουδ' ετυράννευε τότε, αι δε Αθήναι ήσαν τρίτης τάξεως ιωνικόν κράτος. Ο Ηρόδοτος κατασκευάζων τας μεταβάσεις ταύτας και ζητών αφορμάς προς παραγεμίσματα ανεκδότου, — αποδίδων π. χ. εις τον Γέλωνα το περίφημον του Περικλέους απόφθεγμα, ότι εξαιρείται «εκ τον ενιαυτού το έαρ» (Ζ' 162) — δεν προσδοκά ότι θα εξαχθώσι συμπεράσματα εξ αυτών. Περί τούτων κατά την οργίλην φράσιν του Πλουτάρχου «ου φροντίς Ηροδότω). (195) Τα δε λοιπά ιστορικά του λάθη είναι ταναπόφευκτα επακολουθήματα των πηγών του· δηλαδή η πραγματική αναξιοπιστία κείται όχι εις τας σποραδικάς ανακριβείας, πολύ δε ολιγώτερον εις πρόθεσιν διαστροφής, αλλ' εις την βαθείαν και ασυνείδητον τάσιν αυτής της μνήμης των ανθρώπων προς ποιητικήν διακόσμησιν του παρελθόντος και εις την διαμόρφωσιν της όλης ιστορίας ως παραδείγματος των ενεργειών ηθικής τινος προνοίας. Gilbert Murray Τον ιδικόν του σκοπόν ο Ηρόδοτος επιτυγχάνει πληρέστατα — «ως μήτε τα γενόμενα υπ' ανθρώπων εξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα και θωμαστά τα μεν Έλλησι, τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα ακλεά γένηται» { the real deeds of men shall not be forgotten, nor the wondrous works of Greek and barbarian lose their name }.Ο δε Πλούταρχος — διότι αναμφιβόλως εκείνος έγραψε το Περί της Ηροδότου κακοηθείας — δεν αντικρούει αυτόν απλώς χάριν των Θηβών· όχι· θεωρεί την περίοδον, ήν επραγματεύετο ο Ηρόδοτος, ως περίοδον γιγάντων, σοφών και ηρώων υπερανθρώπων, εχόντων το χάρισμα των αποφθεγμάτων και των απαντήσεων, βλέπει δε πάσας τας πράξεις των, ως προσκυνητής γονατισμένος· δεν θέλει ν' ακούση, μηδέ να ίδη την άλλην αυτών άποψιν και δεν ανέχεται την ελαφράν του Ηροδότου καταλαλιάν, ήτις εγκλείει τόσην αλήθειαν. Αλλ' όμως ακριβώς η τοιαύτη περιγραφική τέχνη του ανδρός, η συνδυαζομένη προς την δραματικήν αυτού δύναμιν και το ευρύτατον διαφέρον, ο τρόπος εκείνος, καθ' όν βλέπει τας καρδίας των ανθρώπων με όλας των τας αρετάς και όλας τας ελλείψεις, έπεισε νεώτερον κριτικόν, όστις εζύγισε πάσαν αυτού λέξιν, (196) να εκφράση ότι «ουδείς άλλος Έλλην συγγραφεύς περιέγραψεν ευρύτερον του Ηροδότου κόσμον, περιέχοντα τόσον πλήθος ζωντανών και αθανάτων ανδρών και γυναικών» και να θέση «αμετακινήτως» το έργον αυτού ως αντίστοιχον του έργου του Ομήρου, ως την πρώτην πηγήν της ευρωπαϊκής πεζογραφίας. (197)
(απόσπασμα από το βιβλίο του Gilbert Murray "Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας" σε μετάφραση του Σίμου Μενάνδρου που βρίσκεται σε πλήρη μορφή στον υπερσύνδεσμο https://www.gutenberg.org )
0 notes
Text

Πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος;
Γιατί προκαλεί ανησυχία η κατάσταση στη Συρία, η εμπλοκή της Ρωσίας, οι σχέσεις ΗΠΑ- Κίνας αλλά και τα τεκταινόμενα σε Μέση Ανατολή και Ουκρανία – Το τυχαίο γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει «έκρηξη»Πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος τον αιώνα που διανύουμε; Είναι απλό. Το φιτίλι μιας παγκόσμιας σύρραξης θα μπορούσε να ανάψει ένα μικρό γεγονός ή απλά ένα ατύχημα, γράφει ο Αμερικανός αναλυτής PW Singer, συγγραφέας του βιβλίου «Ghost Fleet: Α Novel of the Next World War».
Η αλήθεια είναι πως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με γεγονότα που δεν υπήρχαν καν πριν από μία δεκαετία. Ο συριακός εμφύλιος, η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους αλλά και οι αυξανόμενες αντιπαλότητες μεταξύ ΗΠΑ - Κίνα, η προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσία αλλά και η επίδειξη δύναμης της Μόσχας στη Δύση που «ερεθίζει» το ΝΑΤΟ, φέρνουν στο προσκήνιο ψυχροπολεμικές εντάσεις και τις υπερδυνάμεις να ενισχύουν το ρόλο τους στην γεωπολιτική σκακιέρα.
Τον 21ο αιώνα, ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος θα μπορούσε να ξεκινήσει όπως και στο παρελθόν από ένα ατύχημα ή ένα μικρό γεγονός. Για παράδειγμα, ένα από τα ρωσικά βομβαρδιστικά την ώρα που κάνει βόλτες στα νατοϊκά σύνορα και ετοιμάζεται να σφυροκοπήσει θέσεις τζιχαντιστών στη Συρία, θα μπορούσε να συγκρουστεί με ένα βρετανικό μαχητικό Eurofighter Typhoon της RAF, σημαίνοντας την έναρξη αερομαχιών που δεν έχει δει μέχρι σήμερα ο πλανήτης. Την ίδια ώρα, ο ουρανός της Συρίας γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνος με τα ρωσικά τζετ να ίπτανται σε απόσταση αναπνοής από τα αμερι��ανικά αεροπλάνα - αφού δεν υπάρχει μέχρι τώρα στρατιωτική συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ- Ρωσίας ενώ η Μόσχα βομβαρδίζει περιοχές της Συρίας στοχοποιώντας θέσεις των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους. Στο μεταξύ, νατοϊκά αεροπλάνα σπεύδουν να συνδράμουν τουρκικά αεροσκάφη πάνω από τα σύνορα της Συρίας προκειμένου να βάλουν τέλος στις συνεχείς παραβιάσεις του τουρκικού εναέριου χώρου από ρωσικά μαχητικά. Μπορεί όμως να μην ξεκινήσει ο πόλεμος από τον ουρανό αλλά από τη θάλασσα αφού είναι ανοιχτό κι ένα άλλο, καυτό μέτωπο: Αυτό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Μπορεί, δηλαδή, ένα γιαπωνέζικο ή αμερικανικό πλοίο να δεχτεί πρόκληση από ένα πλοίο του κινεζικού Ναυτικού. Παράλληλα η συνεχής κόντρα Πεκίνου-Ουάσινγκτον για κυβερνοκατασκοπεία, δεν είναι δύσκολο να πυροδοτήσει μία σύγκρουση Κίνας - ΗΠΑ στο εγγύς μέλλον. Οι Κινέζοι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες πιστεύουν ότι η χώρα τους βρίσκεται στο επίκεντρο των αμερικανικών πολεμικών σχεδιασμών. Το Πεκίνο πιστεύει ότι οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για το ενδεχόμενο σύγκρουσης με την Κίνα- και ότι πρέπει να ετοιμαστεί και αυτό από την πλευρά του: Η σύγκρουση θα μπορούσε να ξεκινήσει μ΄ένα ατύχημα: Το αμερικανικό ναυτικό να αποστείλει πολεμικά πλοία παραβιάζοντας, σύμφωνα με την Κίνα, τα χωρικά της ύδατα και να ακολουθήσει θερμό επεισόδιο. Ή, από την πλευρά της η Κίνα να προσπαθήσει να σταματήσει τις αμερικανικές παραβιάσεις στην περιοχή ποντάροντας ότι η Ουάσινγκτον δεν θα ρισκάρει κάτι τέτοιο. Τα τελευταία χρόνια, Κίνα και ΗΠΑ ερίζουν για τα διαφιλονικούμενα νερά της Ανατολικής και νότιας Σινικής Θάλασσας. Οι ΗΠΑ κατηγορούν το Πεκίνο πως έχει αναλάβει αποσταθεροποιητικές, μονομερείς ενέργειες για την επιδίωξη των διεκδικήσεών του στα διαφιλονικούμενα νερά της Ανατολικής και νότιας Σινικής Θάλασσας ενώ ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Ζινμπινγκ δεσμεύεται πως δεν πρόκειται να προκαλέσει προβλήματα, όμως θα αντιδράσει με τον απαραίτητο τρόπο σε προκλήσεις από άλλες χώρες. Οι σχέσεις της Κίνας με την Ιαπωνία, το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες είναι τεταμένες λόγω των αμοιβαίων διεκδικήσεών τους στην πλούσια σε ορυκτά περιοχή με την Ουάσινγκτον να κρατά ξεκάθαρη στάση. Τα νησιά Σενκάκου, τα οποία η Κίνα διεκδικεί με το όνομα Νταογιού, τελούν υπό την ιαπωνική διοίκηση, βάσει τις αμοιβαίας αμυντικής συνθήκης μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας, διαμηνύει η αμερικανική κυβέρνηση. Κι όλα αυτά την ώρα που παραμένουν ανοικτά τα μέτωπα στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία...
http://www.protothema.gr
0 notes
Text

Η Παιδεία ως εθνική άµυνα
Η έννοια τής «εθνικής άµυνας» είναι µια σύνθετη έννοια που περιλαµβάνει κάθε µορφή υπεράσπισης ενός έθνους έναντι επιβουλών και διεκδικήσεων που –άµεσα ή έµµεσα– απειλούν την ύπαρξη, την επιβίωση και την ακεραιότητά του. Κάθε αντίσταση και αγώνας, ένοπλος ή ηθικός, εναντίον έµπρακτης ή επαπειλούµενης αµφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωµάτων, τής ελευθερίας και τής αξιοπρέπειας ενός έθνους συνιστά ό,τι ονοµάζουµε εθνική άµυνα.
∆εν είναι δε τυχαίο ότι η έννοια τής άµυνας έχει συνδεθεί µε την έννοια τού έθνους (µιλούµε για εθνική άµυνα), αφού η άµυνα αναλαµβάνεται και ασκείται κυρίως από τις ένοπλες δυνάµεις µιας χώρας, για να διαφυλαχθούν τα ιερά και τα όσια τα οποία συνιστούν ένα έθνος: η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια, οι θεσµοί, η ελευθερία, η δηµοκρατία, η παιδεία, ο πολιτισµός. Η εθνική άµυνα απλώνεται και σκεπάζει όλα όσα ενσαρκώνει ο ιστορικός βίος ενός έθνους, η εθνική του υπόσταση, η ταυτότητά του ως έθνους. Γι’ αυτό και η άµυνα τού έθνους, η εθνική του άµυνα, έχει µεν ως επίκεντρο και ως αιχµή το ένοπλο τµήµα τής εθνικής άµυνας, τις Ένοπλες ∆υνάµεις, αλλά επεκτείνεται και σε µια ηθική και πνευµατική άµυνα η οποία περιβάλλει, συµπληρώνει και εµπνέει την εθνική άµυνα. Γιατί δεν πολεµάς και δεν θυσιάζεις τη ζωή σου για την πατρίδα, αν δεν πιστεύεις σε αξίες κι αν δεν εµπνέεσαι από ιδανικά: αν δεν νοιάζεσαι για την ελευθερία τής πατρίδας σου, για τη ζωή και την αξιοπρέπεια των προσώπων που αγαπάς, για τη δηµοκρατία και τις παραδόσεις σου, για τη θρησκεία στην οποία πιστεύεις, για τη δική σου τιµή και την τιµή όλων γύρω σου, για αµέτρητες χιλιάδες συµπατριωτών σου, που δεν τους έχεις συναντήσει ποτέ, αλλά που σε συνδέουν µαζί τους η κοινή πατρίδα, η κοινή καταγωγή, η κοινή γλώσσα, η κοινή πίστη, η κοινή ιστορία, τα κοινή ήθη και έθιµα, η κοινή νοοτροπία, οι κοινές αξίες, ο κοινός πολιτισµός.
Ό,τι µε µια λέξη, στην περίπτωση τής Ελλάδος, θα µπορούσε να ονοµασθεί ελληνική παιδεία και ελληνική συνείδηση: αυτή η βαθύτερη, σώψυχη, βιωµατική και βιούµενη αίσθηση των κοινών ψυχικών αρετών και πνευµατικών ιδιοτήτων τού Έλληνα, το σύνολο των χαρακτηριστικών που ενώνουν όλους τους Έλληνες και τους διακρίνουν ως έθνος. Αυτή 2 ακριβώς η ελληνική παιδεία είναι η εθνική παιδεία µας που είναι προϋπόθεση, στήριγµα και απαντοχή τής εθνικής µας άµυνας. Να γιατί πιστεύω και υποστηρίζω ότι δεν νοείται εθνική άµυνα που δεν πηγάζει, δεν τροφοδοτείται και δεν εµπνέεται από µια εθνική παιδεία, από µια παιδεία που αποσκοπεί στην καλλιέργεια τής προσωπικότητας τού παιδιού, ώστε να αποτελέσει συνειδητό και υπεύθυνο πολίτη µιας ελεύθερης και δηµοκρατικής χώρας, τής οποίας την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα και τους δηµοκρατικούς θεσµούς να αισθάνεται από µόνος του την ανάγκη και να θεωρεί τιµή του να υπερασπίσει, αν και όποτε χρειαστεί. Η εθνική παιδεία των παιδιών µας, µέσα και έξω από το σχολείο, παράλληλα µε την καλλιέργεια και τόνωση τού εθνικού φρονήµατος των ενηλίκων πολιτών µέσα από πρότυπα και ιδανικά που πρέπει να προβάλλει η κοινωνία µας, η εθνική δηλ. παιδεία σε µια ευρύτερη σύλληψή της, είναι αυτή που οδηγεί σε µια ουσιαστική και ενεργό εθνική άµυνα, στην οποία το ηθικό και πνευµατικό σκέλος παίζουν καθοριστικό ρόλο. Στο σηµείο αυτό θα ήθελα να κάνω εξ’ αρχής µια εννοιολογική διασάφηση: µιλώντας για εθνική παιδεία δεν εννοώ την εθνικιστική παιδεία, αυτήν που θα µπορούσε να εκτρέψει την παιδεία σε φασιστικές ή απολυταρχικές συλλήψεις τού έθνους, σε εδαφικές διεκδικήσεις και ρατσιστικές διακρίσεις, ασυµβίβαστες προς την έννοια τού έθνους όπως την συνέλαβαν οι Έλληνες και την πραγµάτωσαν µε υποδειγµατικό τρόπο στην αρχαία αθηναϊκή και στη σύγχρονη δηµοκρατία. Άλλο εθνισµός και εθνικός και άλλο εθνικισµός και εθνικιστικός. Ο πρώτος συµπίπτει µε τον πατριωτισµό και κάθε έννοια πατριωτική που πρέπει να είναι µέληµα και σκοπός τής εθνικής παιδείας, ο δεύτερος συµπίπτει µε µορφές ολοκληρωτισµού διαφόρων χρωµάτων, ανεπίτρεπτες και ασυµβίβαστες µε τα διδάγµατα τού ελληνικού πολιτισµού, τα οποία απετέλεσαν και τη βάση τού ευρωπαϊκού πολιτισµού: την ελευθερία, τη δηµοκρατία, τον σεβασµό τής τιµής και τής αξιοπρέπειας τού άλλου, τα ανθρώπινα δικαιώµατα, τις ανθρωπιστικές αξίες και ό,τι τελικώς συνιστά τη βαθύτερη ουσία τού ανθρώπου. ∆εν είναι τυχαίο, από ιστορικής σκοπιάς, ότι οι πόλεµοι που διεξήγαγε ο Ελληνισµός ήταν όλοι αµυντικοί πόλεµοι, στο πλαίσιο µιας άµυνας του έθνους των Ελλήνων προς υπαρκτούς ή ορατούς κινδύνους.
Η εθνική άµυνα µε τις Ένοπλες ∆υνάµεις, µε το στράτευµα και τη στράτευση, προετοιµάζει τους πολίτες να υπερασπισθούν την πατρίδα µε τα όπλα. Η εθνική παιδεία, µε την καλλιέργεια τού πνεύµατος, τού ήθους και τού φρονήµατος των νέων µέσα από την Εκπαίδευση όλων των βαθµίδων, τούς προετοιµάζει ηθικά και πνευµατικά να καταλάβουν τί σηµαίνει υπεράσπιση τής πατρίδας, ποιες αξίες και ποια ιδανικά έχουν 3 χρέος να υπερασπίσουν όταν χρειαστεί να πολεµήσουν, και γιατί πρέπει —έστω και µε κίνδυνο τής ζωής τους — να αγωνιστούν γι’ αυτά. Ο σκοπός τής εθνικής παιδείας, δηλ. τής παιδείας που παρέχεται στη σχολική εκπαίδευση, είναι διττός: α) να διδάξει γνώσεις, να εφοδιάσει δηλ. τους µαθητές µε πληροφορίες σε διάφορους κλάδους τού επιστητού και να αναπτύξει τη γνωστική και νοητική δύναµη τού νέου, ώστε να ενεργεί και να σκέπτεται σωστά και δηµιουργικά˙ β) (που ενδιαφέρει το θέµα µας) να καλλιεργήσει την ψυχή και το πνεύµα τού νέου, να τού εµπνεύσει αξίες και ιδανικά, να τού δώσει αρχές, να τού δείξει µορφές συµπεριφοράς και αυτοπειθαρχίας, να τού ξυπνήσει ευαισθησίες ηθικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές. Ειδικότερα, έργο τής εθνικής παιδείας είναι να µυήσει τον νέο στη γλώσσα, στην ιστορία και στις παραδόσεις τής πατρίδας του, στην πίστη, στις τέχνες και στα γράµµατα και, γενικότερα, στον πολιτισµό, που προσδιορίζει την εθνική του ταυτότητα, την εθνική φυσιογνωµία τής χώρας του και την εθνική ιδιοπροσωπία τού λαού στον οποίον ανήκει. Και η γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, ο πρώτος στόχος που αναφέραµε, και η πνευµατική και ηθική καλλιέργεια και ανάπτυξη τής προσωπικότητας τού παιδιού, ο δεύτερος στόχος, είναι µέληµα και επιδίωξη τής Παιδείας ενός έθνους, ιδίως τής σχολικής Εκπαίδευσης από την οποία περνάει το σύνολο των παιδιών ενός λαού. Και ο µεν στόχος τής γνωστικής και νοητικής ανάπτυξης επιτυγχάνεται κυρίως µε τα γνωστικά µαθήµατα (µαθηµατικά, φυσική, χηµεία, βιολογία, πληροφορική κ.λπ.), ενώ ο στόχος τής πνευµατικής και εθνικής γενικότερα καλλιέργειας και αγωγής επιτυγχάνεται κυρίως µε τα εθνικά λεγόµενα µαθήµατα (γλώσσα, ιστορία, λογοτεχνία, θρησκευτικά, γεωγραφία, πολιτισµός, παραδόσεις κ.λπ.). Στους δασκάλους τής πρωτοβάθµιας Εκπαίδευσης και στους καθηγητές τής δευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης, ιδίως τους φιλολόγους, εµπιστεύεται η Πολιτεία, η κοινωνία και το έθνος ολόκληρο την εθνική παιδεία των νέων, την εθνική εκπαίδευση των αυριανών πολιτών του. Αυτό και µόνο δείχνει τί βαρύτητα δίδεται στο Σχολείο και τί βάρος εναποτίθεται στους ώµους των εκπαιδευτικών, των δασκάλων δηλ. των Σχολείων µιας χώρας, των ανθρώπων που θα οδηγήσουν εξ απαλών ονύχων τους νέους να αποκτήσουν εθνική συνείδηση. Γι’ αυτό και ο ρόλος τού δασκάλου —τού αληθινού δασκάλου και όχι τού απλού διδάσκοντος— σφραγίζει την εθνική Παιδεία και προσδιορίζεται ως λειτούργηµα. Γι’ αυτό και η επάρκεια τού δασκάλου να ασκήσει το µέγα αυτό λειτούργηµα είναι περισσότερο από επιβεβληµένη.
Ένα έθνος δεν µπορεί να παίζει εν ου παικτοίς. Γι’ αυτό και ο ρόλος των Πανεπιστηµίων που καταρτίζουν τους δασκάλους και των δύο βαθµίδων τής Παιδείας είναι ιδιαίτερα σηµαντικός, καθοριστικός θα έλεγα τής εθνικής παιδείας. Γι’ αυτό και είναι πολύ µεγάλη η ευθύνη τής Πολιτείας, η 4 οποία µέσα από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων επιλέγει, καταρτίζει, οργανώνει και ελέγχει το σύστηµα, τη λειτουργία και την απόδοση τής εθνικής παιδείας. Εθνική Παιδεία και Εθνική Άµυνα, άρρηκτα συνδεδεµένες µεταξύ τους, αφού δεν µπορεί να υπάρξει η µία χωρίς την άλλη, συνιστούν τον κορµό τής εθνικής πολιτικής µιας χώρας και βασική προϋπόθεση για την εθνική της ανεξαρτησία, εδαφική και πνευµατική. Ας προσθέσουµε ότι µια ισχυρή, δηµιουργική και εµπνευσµένη εθνική παιδεία, σε όλες τις βαθµίδες τής Εκπαίδευσης, σε συνδυασµό µε την οικονοµική πολιτική µιας χώρας εξασφαλίζουν και την Εθνική Οικονοµία της, που είναι και αυτή αυτονόητη προϋπόθεση τής εθνικής άµυνας και, κυρίως, τής εθνικής ανεξαρτησίας. Μια αδύναµη και εξαρτηµένη από άλλες χώρες και δυνάµεις οικονοµία αποδυναµώνει και την εθνική ανεξαρτησία µιας χώρας και τους γενικότερους χειρισµούς της σε όλα τα επίπεδα –και στο επίπεδο τής εθνικής άµυνας. Με όσα λέω προσπαθώ να δείξω ότι η εθνική άµυνα είναι µια ευρύτερη έννοια. Στηρίζεται αναµφισβητήτως στις Ένοπλες ∆υνάµεις, στο δυναµικό των αξιωµατικών και των οπλιτών όλων των Όπλων, στη στρατιωτική ισχύ, στην υπεροπλία και στην καλή εκπαίδευση των µονίµων και των εφέδρων, αλλά συγχρόνως η εθνική άµυνα έχει ως αφετηρία και βάση την εθνική παιδεία, αυτήν που προετοιµάζει, εµψυχώνει και εµπνέει όσους καλούνται να υπερασπίσουν την πατρίδα και εν καιρώ ειρήνης αλλά, κυρίως, εν καιρώ πολέµου. Άλλωστε η έννοια τής Παιδείας και τής Εκπαίδευσης διέπει και το ίδιο το στράτευµα. Τι άλλο κάνουν οι Ανώτατες Στρατιωτικές Σχολές από το να παρέχουν εξειδικευµένη στρατιωτική παιδεία αλλά και ευρύτερη εθνική παιδεία στους µελλοντικούς αξιωµατικούς, στους ηγέτες τού στρατεύµατος; Τι άλλο κάνει η Σχολή Εθνικής Αµύνης σ’ ένα υψηλότερο και διευρυµένο επίπεδο; Και, βεβαίως, δεν πρέπει καθόλου να υποτιµά κανείς την εκπαίδευση που παρέχεται στους εφέδρους (οπλίτες και αξιωµατικούς), από την οποίαν όλοι µάθαµε πολλά.
Ότι ο στρατός είναι ένα «µεγάλο σχολείο» είναι εµπειρία και συνείδηση κάθε Έλληνα πολίτη. ∆εν είναι δε καθόλου τυχαίο ότι η έννοια τής πειθαρχίας, η οποία αποτελεί τη βάση τής στρατιωτικής εκπαίδευσης και η οποία είναι η «µέγιστη άσκηση», αφού µ’ αυτήν ο άνθρωπος επιχειρεί να δαµάσει και να επιβληθεί στον εαυτό του, µέσα από την αναγνώριση, τον σεβασµό και τη συµµόρφωσή του σε µια ιεραρχική κλίµακα, δεν είναι τυχαίο, λέω, ότι η πειθαρχία η οποία είναι ευρύτερα γνωστή µε τη λατινική ονοµασία disciplina, έφθασε να σηµάνει και την επιστηµονική πειθαρχία, την ιεραρχηµένη γνώση και συστηµατική οργάνωση των διαφόρων κλάδων τού επιστητού, δηλ. την επιστήµη (discipline). 5 Απ’ όσα είπαµε, φαίνεται, ελπίζω, ότι στις βασικές µορφές εθνικής άµυνας µιας χώρας, και εν προκειµένω τής Ελλάδος, ανήκει κατ’ εξοχήν η εθνική Παιδεία. Θα άξιζε, νοµίζω, εφεξής να θίξουµε µερικές αρχές και αξίες, οι οποίες πρέπει να «ποτίζουν» τη Γενική Παιδεία που παρέχεται στο σχολείο και να αποτελούν την πνευµατική υποδοµή κάθε εθνικής άµυνας. Συγκεκριµένα, µε τρόπο πειστικό και τεκµηριωµένο µε βάση τα κείµενα τής παράδοσής µας, χωρίς υπερβολές και ρητορισµούς, απλά και ουσιαστικά, θα πρέπει να διδαχθεί συστηµατικά στους νέους µας η κοσµοθεωρία των Ελλήνων και η αντίληψή τους για τη ζωή και τον άνθρωπο, για τις αξίες στις οποίες πίστεψαν και στις οποίες στήριξαν τον πολιτικό βίο και την εθνική τους συµπεριφορά. Θα πρέπει να διδαχθεί και να δειχθεί ότι από τον Όµηρο µέχρι τους χρόνους µας δέσποσε και κατηύθυνε τις πράξεις και τη στάση ζωής των Ελλήνων η έννοια τής ελευθερίας, σε ατοµικό και σε εθνικό επίπεδο. Η ελευθερία και ο έντιµος θάνατος ήταν η σταθερή επιλογή τού Έλληνα έναντι τής επαίσχυντης δουλείας.
Ανατρέχοντας στα κείµενα, στα οποία αποτυπώνεται η στάση των Ελλήνων από τα πανάρχαια χρόνια, θα βρούµε στον Όµηρο (496) – που ήταν και η βάση τής εκπαίδευσης των αρχαίων Ελλήνων– να διδάσκεται ως αρχή: οὐ ὐεικὐς ὐµυνοµὐνὐ περὐ πὐτρης τεθνὐµεν «αξίζει να πεθαίνει κανείς µαχόµενος για την πατρίδα». Το ρήµα µνω και µνοµαι τής ελληνικής γλώσσας (απ’ όπου και η λέξη άµυνα), που αρχικά σήµαινε «αποκρούω, υπερασπίζω, προστατεύω», στη γλώσσα των Οµηρικών Επών χρησιµοποιείται για να δηλώσει την έννοια τού «µάχοµαι, αγωνίζοµαι». Ποιος δεν θυµάται την επική διακήρυξη: εἶς οἶωνἶς ἶριστος ἶµἶνεσθαι περἶ πἶτρης (Όµηρος Μ 243) Η λέξη αµύνοµαι έφθασε δηλ. να σηµάνει στην Ελληνική ό,τι και το µάχοµαι, αφού «η υπεράσπιση των πατρίων» και «η εκδίκηση προσγενοµένης ύβρεως» είναι τα κίνητρα για τη µάχη, για τον πολεµικό αγώνα των Ελλήνων. Η σταθερή διαχρονική θέση των Ελλήνων, ότι πρέπει να θυσιάσει κανείς και τη ζωή του µαχόµενος για την ελευθερία, είναι φανερή ήδη στην ποίηση τού Τυρταίου (ΣΤ΄, στ. 1-2), την οποία πρέπει να διδάξουµε συστηµατικά στα παιδιά µας: τεθνἶµεναι γἶρ καλἶν ἶνἶ προµἶχοισι πεσἶντα ἶνδρ' ἶγαθἶν περἶ ἶ πατρἶδι µαχόµενον που σηµαίνουν «ο γενναίος άνδρας είναι ωραίο να πεθαίνει µαχόµενος για την πατρίδα του, ανάµεσα στους πρώτους πολεµιστές».
Ο ίδιος ποιητής περιγράφει συγκινητικά τις 6 τιµές που συνοδεύουν έναν τέτοιο «ωραίο θάνατο» και εξαίρει το µέγεθος τής θυσίας που ανεβάζει τον ήρωα στον χώρο τής αθανασίας: τἶν δ' ἶλοφἶρονται µἶν ἶµἶς νἶοι ἶδἶ γἶροντες, ἶργαλἶἶ δἶ πἶθἶ πἶσα κἶκηδε πἶλις, καἶ τἶµβος καἶ παἶδες ἶν ἶνθρἶποισ' ἶρἶσηµοι καἶ παἶδων παἶδες καἶ γἶνος ἶξοπἶσω˙ οἶ δἶ ποτε κλἶος ἶσθλἶν ἶπἶλλυται οἶδ' ἶνοµ' αἶτοἶ ἶλλ' ἶπἶ γἶς περ ἶἶν γίγνεται ίθίνατος (Θ΄, στ. 27- 32). Το αποκορύφωµα τής εννοίας τής ελευθερίας και τής θυσίας γι’ αυτήν, ως προϊόντος υπεύθυνης επιλογής τού πολίτη, εκφράζουν µε τραγικό µεγαλείο και απλότητα οι δύο πρώτοι στίχοι τού Σιµωνίδου (στ. 361-2) στο ταφικό επίγραµµα για τους Μεγαρείς, τού πεσόντες στον αγώνα κατά των Περσών: ἶλλἶδι καἶ Μεγαρεἶσιν ἶλεἶθερον ἶµαρ ἶἶξειν ἶἶµενοι, θανἶτου µοἶραν ἶδεξἶµεθα «ὐδεξὐµεθα»: οδηγηθήκαµε οικειοθελώς προς τον θάνατο˙ «ὐὐµενοι»: επειδή θελήσαµε να εξασφαλίσουµε «ὐλεὐθερον ὐµαρ», την ελευθερία για την Ελλάδα και τους Μεγαρείς. Τον απόηχο αυτών των λόγων θα τον βρούµε αρκετούς αιώνες αργότερα –γιατί αυτό που χαρακτηρίζει τούτο το Έθνος είναι η συνέχεια, συνέχεια αιώνων–, όταν οι Έλληνες µαχητές, διά στόµατος Κωνσταντίνου τού Παλαιολόγου, διαδηλώνουν και πάλι την απόφασή τους να υπερασπισθούν την ελευθερία τους και να θυσιάσουν οικειοθελώς τη ζωή τους γι’ αυτήν: «κοινἶ γἶρ γνἶµἶ πἶντες αίτοπροαιρίτως ἶποθανοἶµεν καἶ οἶ φεισἶµεθα τἶς ζωἶς ἶµἶν» «συµφωνήσαµε όλοι να πεθάνουµε µε τη θέλησή µας και να µη λυπηθούµε τη ζωή µας». Αυτά τα λόγια δεν ακούγονται συχνά στον κόσµο, γι’ αυτό και αποτελούν το «µέγιστον µάθηµα» που πρέπει να περνάει στους νέους µέσα από την εθνική µας Παιδεία.
Όπως «µέγιστον µάθηµα» είναι και τα λόγια τού οραµατιστή τής Ένωσης των Βαλκανικών 7 λαών µε επίκεντρο την Ελλάδα, τα λόγια τού εθνοµάρτυρα Ρήγα Φεραίου, ο οποίος µέσα από τον «Θούριό» του άφησε τη γνωστή «υποθήκη ελευθερίας»: Κἶλλιἶ 'ναι µιἶς ἶρας ἶλεἶθερη ζωἶ παρἶ σαρἶντα χρἶνοι σκλαβιἶ καἶ φυλακἶ. Τέτοια κείµενα, τέτοια πρότυπα, τέτοια διδάγµατα για τη στάση των Ελλήνων απέναντι στην έννοια τής ελευθερίας πρέπει να περάσει στα παιδιά µας ο δάσκαλος στο σχολείο µε βάση τη γραπτή παράδοση των κειµένων και την ιστορία µας και µε βάση τους αγώνες που έχουν αναλάβει επί αιώνες οι Έλληνες για να διαφυλάξουν και να υπερασπίσουν την ελευθερία τους. Κι από την έννοια τής ελευθερίας να περάσει ο δάσκαλος στις έννοιες τής πατρίδας και τής θρησκείας. Με θάρρος και µε αίσθηση ευθύνης —µακριά από ψευδοπροοδευτικά συµπλέγµατα και ρηχά ειρηνιστικά συνθήµατα— οι λειτουργοί τής εθνικής Παιδείας έχουν χρέος και κύρια ευθύνη να διδάξουν στα παιδιά µας, στους αυριανούς υπερασπιστές τής χώρας, το περιεχόµενο και το βάθος τής εννοίας τής πατρίδας: πατρἶς γαἶα ή πατρἶς αἶα, δηλ. «πατρική γη» είναι η γη των πατέρων µας (πατήρ > πατρός > πατρίς), ο τόπος των προγόνων, όπου γεννιέται, ζει, δηµιουργεί και πεθαίνει ο άνθρωπος˙ τόπος ιερός, τόπος για τον οποίο αξίζει να αγωνίζεσαι. Όπως έννοια ιερή, αξία για την οποία είναι χρέος να αγωνίζεσαι, είναι η θρησκεία, η θρησκευτική Πίστη. Μπορούµε να µη διδάξουµε στα παιδιά µας πως από τον Αισχύλο µέχρι τον Μακρυγιάννη οι Έλληνες αγωνιζόµαστε για πατρίδα και θρησκεία και για την εξίσου ιερή έννοια τής οικογένειας; ∆εν θα διδάξουµε στα Σχολεία µας το κήρυγµα ελευθερίας και εθνικής άµυνας που ακούγεται από τον Αισχύλο, τον µεγαλύτερο Έλληνα τραγικό, όταν προτρέπει «τοὐς παὐδες ὐλλὐνων» να πάρουν τα όπλα εναντίον των Περσών: «ἶ παἶδες ἶλλἶνων, ἶτε ἶλευθεροἶτε πατρίδ’, ἶλευθεροἶτε δἶ παίδας, γυναίκας, θείν τε πατρίων ίδη, θἶκας τε προγἶνων˙ νίν ίπίρ πίντων ί ίγίν» (Πέρσαι, 402-5) ∆εν θα διδάξουµε στα Σχολεία µας την προτροπή για εθνική άµυνα που ακούγεται από τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο, τον τελευταίο αυτοκράτορα τού Βυζαντίου, ο οποίος µπροστά στα τείχη τής πολιορκουµένης από τους Τούρκους Κωνσταντινούπολης λέει στους µαχητές: «προτιµἶσωµεν ἶποθανεἶν µἶλλον ἶ ζἶν, πρἶτον µἶν 8 ἶπἶρ τἶς πίστεως ἶµἶν καἶ εἶσεβεἶας, δεἶτερον δἶ ἶπἶρ τἶς πατρίδος» ∆εν θα διδάξουµε τον Σολωµό, ο οποίος είτε γράφοντας τον Ύµνο εις την Ελευθερίαν είτε τους Ελεύθερους Πολιορκηµένους είτε τον Λάµπρο είτε τον Κρητικό στήριξε πάντα την ποίηση του σε δύο πόλους, στην Πατρίδα και την Πίστη: «Σκἶψου βαθιἶ και σταθερἶ τἶ φἶση τἶς ἶδἶας πρἶν πραγµατοποἶσεις τἶ ποἶηµα. Εἶς αἶτἶ θἶ ἶνσαρκωθεἶ τί οίσιαστικίτερο καί ίψηλίτερο περιεχίµενο τίς ίληθινίς ίνθρίπινης φίσης, ἶ Πατρίδα καἶ ἶ Πίστις». ∆εν θα διδάξουµε στα παιδιά µας τον Μακρυγιάννη, τον στρατηγό που οι πληγές από τα τραύµατά του εξακολουθούσαν να αιµορραγούν χρόνια µετά τις µάχες τού ’21, τον θυµόσοφο Έλληνα αγωνιστή που λέει µε λόγια απλά: «Η πατρίδα τού κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν [...] Καί τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισµένα µε πατριωτικά αισθήµατα» (Απόµνηµον, σ. 13) Και µιλώντας για το Έπος τού ’40 δεν θα µιλήσουµε στα παιδιά µας για την πολεµική κραυγή αέρα, το σύνθηµα που γεννήθηκε στα βουνά και τις χαράδρες τής Β. Ηπείρου, την κραυγή που ξεκίνησε να σηµαίνει το «τίποτε», την περιφρόνηση προς την ιταµή προκλητικότητα και τα πλήγµατα τού εχθρού, για να εξελιχθεί σε πολεµική κραυγή ένθεου ηρωισµού, που δήλωνε «το παν»: «Σε όλες τις στιγµές τής δόξας, µέσα σε όλες τις µεγάλες και απίστευτες επιτυχίες, σύντροφος αχώριστος ήταν η µεγάλη λέξη, η λέξη χωρίς νόηµα, το ποίηµα τής µάχης και τού θανάτου, η λέξη αέρα […] Αέρας και τα βόλια. Αέρας και η πείνα και η παγωνιά και οι πληγές και ο θάνατος. Αέρας και τ’ αδέρφια τα σκοτωµένα. Αέρας και τα ορφανά σπίτια που ερηµώθηκαν και έκλεισαν για πάντα. Αέρας και οι νεκροί και το αίµα. Αέρας και οι τάφοι. Όλα γι’ αυτούς ήταν αέρας, όλα έγιναν Αέρας, και το µόνο που δεν έγινε ήταν η πατρίδα τους, που την έκαναν µεγάλη και δυνατή µε τον αέρα τους».
Κυρίες και Κύριοι, 9 Η σηµερινή επέτειος για τη συµπλήρωση 50 χρόνων λειτουργίας τής Σχολής Εθνικής Αµύνης είναι κι αυτή µια γιορτή Παιδείας. Γιατί Παιδεία, πάνω απ’ όλα, και Εκπαίδευση ασκείται και παρέχεται µέσα από αυτήν, την υψηλού κύρους παιδευτική διαδικασία, που εφαρµόζεται στη Σχολή. Παιδεία που αφορά στην εθνική µας άµυνα, παιδεία που κινείται σε διάφορα επίπεδα, από το πιο ειδικό µέχρι το πιο ευρύ µορφωτικό επίπεδο, µε σκοπό να ενηµερώσει, να προβληµατίσει και να κρατάει σε µορφωτική εγρήγορση και ευαισθητοποίηση τα βασικά στελέχη τής εθνικής µας άµυνας. Αυτό που και ο ίδιος έχω διαπιστώσει για το παιδευτικό έργο που επιτελείται στη Σχολή αυτή, είναι ότι —µε µια ευρύτερη, σωστή αντίληψη τής παιδείας που χρειάζονται τέτοια στελέχη— επιχειρείται ορθώς να δοθεί µια σύγχρονη εθνική και δηµοκρατική προσέγγιση των θεµάτων, µε σεβασµό στους θεσµούς και στις αρχές που διέπουν το Πολίτευµά µας και σε συσχετισµό µε τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ενεργό πλέον συµµετοχή µας στην Ενωµένη Ευρώπη. ∆ύο, συµπληρωµατικού χαρακτήρα, προοπτικές κατευθύνουν και την Παιδεία των στελεχών αυτής τής Σχολής και την παιδεία τής Ελλάδος γενικότερα: η εθνική προοπτική— η θεώρηση των θεµάτων µε βάση τα εθνικά συµφέροντα και την εθνική µας ιδιοπροσωπία˙ και η ευρωπαϊκή προοπτική— η εξέταση των ζητηµάτων µε τις δεσµεύσεις αλλά και τις ευρύτερες δυνατότητες για συνεργασία και ανάπτυξη που ανοίγονται από µια πολύ ισχυρή πολιτική, οικονοµική και πολιτισµική δύναµη, την Ενωµένη Ευρώπη. Σ’ αυτή την Ευρώπη, που αποτελεί ανοιχτή και δηµιουργική πρόκληση για µια ποιοτικά καλύτερη και κοινωνικοπολιτικά πιο δυνατή Ελλάδα, η πατρίδα µας ανταποκρίνεται ήδη µε επιτυχία! Γιατί η Ελλάδα δεν ανήκει απλώς στην Ευρώπη· είναι η Ευρώπη: από το όνοµα Ευρώπη που έδωσε η γλώσσα µας σ’ αυτή την ήπειρο, µέχρι –το σπουδαιότερο– τις βασικές αρχές, αξίες , έννοιες και λέξεις που έδωσε ο ελληνικός πολιτισµός και στις οποίες στηρίζεται ο λεγόµενος «ευρωπαϊκός πολιτισµός.»
Είναι αναντίρρητο ότι σήµερα έχουµε αξιοκρατικά επιτύχει µια δυναµική παρουσία στην Ενωµένη Ευρώπη, ιδίως µετά την ένταξή µας στην οµάδα τού κοινού νοµισµατικού συστήµατος (ευρώ). Όπως είναι αναντίρρητο ότι η Ελλάδα σήµερα παίζει —και θα παίζει όλο και περισσότερο— έναν ξεχωριστό, ηγετικό, θα µπορούσε να πει κανείς, ρόλο στα Βαλκάνια. Όλα αυτά, για να κατοχυρωθούν, να διαφυλαχθούν και να αναπτυχθούν δεν υπάρχει άλλος δρόµος από µια ισχυρή Παιδεία, µια ισχυρή Οικονοµία και µια ισχυρή Άµυνα. Συνεκτικός δεσµός και προϋπόθεση όλων είναι η Παιδεία —γενική και ανωτάτη. Φτάνει να είναι µια Παιδεία πραγµατικά εθνική µε τη σολωµική έννοια ότι «εθνικό είναι το αληθινό», παιδεία δηµοκρατική, παιδεία µε ουσιαστικό περιεχόµενο που να φρονηµατίζει και να εµπνέει 10 τους νέους, παιδεία που να καλλιεργεί τις ψυχές και τη σκέψη των ανθρώπων, παιδεία που να ενεργοποιεί τις ευαισθησίες µας και να κινητοποιεί την αγάπη, την αφοσίωση και τη θυσία και τής ζωής µας ακόµη για την πατρίδα. Αυτή την παιδεία, που µορφώνει την εθνική συνείδηση των νέων και δια-µορφώνει στις ψυχές τους αίσθηση ιθαγένειας και ταυτότητας, αυτή την εθνική παιδεία έχουµε ανάγκη και είναι χρέος όλων να παλέψουµε γι’ αυτήν.
Γ. Μπαµπινιώτης
http://www.babiniotis.gr
0 notes
Text

Μαθήματα από τον Καποδίστρια
Ο θεμελιωτής της νέας Ελλάδος σεβόταν την Ιστορία και την εθνική ταυτότητα του λαού μας
Οι εκλογές τέλειωσαν. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι άξιος συγχαρητηρίων, διότι επέτυχε σημαντική εκλογική νίκη, και ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης είναι άξιος επαίνου, διότι με προσωπικό και τίμιο αγώνα βοήθησε στη συσπείρωση των οπαδών της Νέας Δημοκρατίας. Σήμερα δεν θα σχολιάσω τις εκλογές. Θα επιχειρήσω να τιμήσω τη μνήμη του πρώτου κυβερνήτη μας, του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο πριν από 184 χρόνια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831.
Ο Κερκυραίος πολιτικός, ιατρός και διπλωμάτης ήταν πρωτίστως ευλαβής ορθόδοξος χριστιανός. Είχε πάντα μαζί του την εικόνα της Παναγίας Πλατυτέρας από την ομώνυμη μονή της Κέρκυρας, στην οποία τώρα βρίσκεται ο τάφος του. Πίστευε στη βοήθεια της Θείας Πρόνοιας και το έγραφε στις επιστολές του. Ο θεμελιωτής της νέας Ελλάδος σεβόταν την Ιστορία και την εθνική ταυτότητα του λαού μας. Οταν έγραφε στους Ευρωπαίους, τόνιζε ότι τα θεμελιώδη στοιχεία της ελληνικότητας είναι η ορθόδοξη πίστη και η διαχρονική ελληνική γλώσσα. Ο Καποδίστριας παραχωρούσε τον μισθό του στο δημόσιο ταμείο και πούλησε προσωπικά του κτήματα στην Κέρκυρα για να βοηθήσει το πάμπτωχο νεοσύστατο κράτος. Ηταν εργατικότατος και κοιμόταν λίγες ώρες για να αναλωθεί υπέρ πατρίδος. Οι πρώτοι γραφείς-δημόσιοι υπάλληλοι τους οποίους προσέλαβε στην Αίγινα δεν έκαναν ούτε διάλειμμα για φαγητό. Ετρωγαν κολλύρια (κουλούρια) κατά την ώρα της εργασίας, η οποία τέλειωνε αργά το βράδυ. Εφήρμοσε την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Διατήρησε τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία, της οποίας είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών, αλλά φρόντισε να έχει τη στήριξη και των Αγγλων και των Γάλλων για να επεκτείνει τα ασφυκτικά σύνορα που προβλέπονταν για τη μικρή Ελλάδα. Για την επέκταση των συνόρων από τη Λαμία προς τον Παγασητικό δημιούργησε αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη. Αξιοποίησε τις καλές σχέσεις που είχε αναπτύξει με τη Γαλλία για να εκδιώξει τον Ιμπραήμ και τους Αιγυπτίους από την Πελοπόννησο. Το καθήκον αυτό ανέλαβε το γαλλικό ιππικό υπό τον στρατηγό Μεζόν. Εδωσε έμφαση στην παιδεία. Ιδρυσε αλληλοδιδακτικά σχολεία με βάση παιδαγωγικά πρότυπα που έλαβε από την Ελβετία. Διακήρυττε ότι η αγωγή των νέων πρέπει να είναι βασισμένη στα κείμενα της Εκκλησίας και των αρχαίων συγγραφέων. Ο ίδιος δώριζε στα ορφανά ορθόδοξα προσευχητάρια και τον Πλούταρχο. Λίαν επίκαιρη είναι η άποψή του για τις σχέσεις Ευρώπης και Τούρκων. Εγραφε σε ξένους διπλωμάτες ότι δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξει η (τότε) Οθωμανική Αυτοκρατορία με τους Ευρωπαίους, αν δεν εγγυηθεί την προστασία των χριστιανών και τη διάκριση μεταξύ ενόχων και αθώων. Οι μαζικές σφαγές των Ελλήνων και των Αρμενίων κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα δικαιώνουν τον Καποδίστρια. Διδάγματα εσαεί.
Κωνσταντίνος Χολέβας
http://www.dimokratianews.gr
0 notes
Text

Γιατί χρειάζονται τα Θρησκευτικά
Αν πρόκειται να περάσεις Πανελλήνιες, τρέχεις όλη μέρα από το σχολείο στο φροντιστήριο και ξέρεις πως αν μπορείς να γλιτώσεις μία ώρα την εβδομάδα, θα το κάνεις. Θα ζητήσεις απαλλαγή από τα θρησκευτικά κι ας μην είσαι άθεος ή ετερόδοξος. Θα αδιαφορήσεις και για τη λογοτεχνία από τη στιγμή που ξέρεις ότι δεν πρόκειται να εξετασθείς επί του θέματος. Αν μάλιστα έχεις συμπληρώσει τα 17 σου, άρα θεωρείσαι ενήλικος από τον νόμο, και δεν χρειάζεσαι καν τη συγκατάθεση των γονέων σου για να απαλλαγείς, τότε δεν το σκέφτεσαι. Βάσει αυτής της λογικής ο τελειόφοιτος έχει τη διακριτική ευχέρεια να διδάσκεται ό,τι τραβάει η όρεξή του. Τότε ποίο το νόημα της γενικής παιδείας;
Αυτή είναι η χρησιμοθηρική απάντηση στη συζήτηση που άνοιξε μια δήλωση της κ. Αναγνωστοπούλου σε ραδιοφωνικό σταθμό. Η ίδια προσπάθησε να την περιβάλλει με δημιουργική ασάφεια στη συνέχεια, όμως η συζήτηση ��νοιξε. Γιατί χρειάζονται τα θρησκευτικά στην εκπαίδευση; Αλλέως πώς: σε τι χρειάζονται τα θρησκευτικά; Η απάντηση της επίσημης εκκλησίας είναι ότι η ορθοδοξία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνισμού. Θα συμφωνήσω, όπως θα συμφωνήσω ότι το παιδί από το δημοτικό θα πρέπει να αποκτά το αίσθημα της χριστιανικής ηθικής, τον διαχωρισμό του καλού και του κακού, τον σεβασμό στον πατέρα σου και τη μητέρα σου.
Η προαιρετική διδασκαλία των θρησκευτικών, με το επιχείρημα της ανεξιθρησκίας, μπορεί να τανύζει τις χορδές της προοδευτικής ψυχής, δεν παύει όμως να αποτελεί την άλλη πλευρά του νομίσματος. Οπως η αθεΐα είναι η άλλη πλευρά της πίστης. Το ζήτημα είναι λίγο πιο περίπλοκο. Η Βίβλος, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, είναι ένας από τους πυλώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι επιστολές του Παύλου είναι από τα σημαντικότερα κείμενα της γλώσσας μας, κείμενα γραμμένα από Ρωμαίο πολίτη που έμαθε τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα. Το ζήτημα δεν θα λυθεί αν αντικατασταθούν τα θρησκευτικά με τη θρησκειολογία ή την ιστορία των θρησκειών. Χριστιανισμός πρέπει να διδάσκεται.
Η Εκκλησία πρώτη θα έπρεπε να επεξεργαστεί τρόπους για να απαλλαγεί η διδασκαλία των Θρησκευτικών από την προσήλωση στη δογματική τυπολατρία. Θα μου πείτε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, από τον Πλάτωνα ώς τον Βιζυηνό, κι από την Αλγεβρα ώς τη Φυσική στηρίζεται στην τυπολατρική παπαγαλία. Γιατί να εξαιρεθούν τα θρησκευτικά; Και γιατί σε λίγα χρόνια, καιρού επιτρέποντος, να μη μετατραπεί και η διδασκαλία των αρχαίων σε προαιρετική; Λυπάμαι αλλά το ζήτημα που άνοιξε, αν άνοιξε, δείχνει την ανικανότητά μας όχι μόνον να σχεδιάσουμε, αλλά ακόμη και να σκεφθούμε πώς θα σχεδιάσουμε το ελληνικό σχολείο.
Η κ. Αναγνωστοπούλου, ως καθηγήτρια του Παντείου, έχει άποψη για το ελληνικό σχολείο. Δυστυχώς άποψη είχε και ο κ. Μπαλτάς. Δεν ξέρω αν έχει άποψη και ο κ. Φίλης. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η εκπαίδευση, κυρίως η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια, θα πρέπει να απελευθερωθεί από τις ιδεολογικές εμμονές των προοδευτικών δογμάτων. Οπως τα αρχαία ελληνικά φέρνουν πιο κοντά τα Ελληνόπουλα στην ευρωπαϊκή παιδεία, έτσι και η διδασκαλία του χριστιανισμού. Αν μη τι άλλο, το σχολείο οφείλει να διδάσκει πως υπάρχουν γνώσεις οι οποίες υπερβαίνουν τη χρησιμοθηρία του φροντιστηρίου. Και αυτές στηρίζουν τον ανθρωπισμό μας.
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
http://www.kathimerini.gr
0 notes