imaginaireradical
imaginaireradical
from Nothing to love.
234 posts
Don't wanna be here? Send us removal request.
imaginaireradical · 6 years ago
Photo
Tumblr media
Μάιλς Ντέιβις: Ο Δανδής της Τζαζ
Από μικρός ήταν επίμονα και αμετάπειστα τελειοθήρας, πείσμων κυνηγός και συλλέκτης των ήχων, μανιακός με την τρομπέτα του, ευλαβικός απέναντι στην παράδοση της «μαύρης μουσικής», όπως επέμενε να αποκαλεί την τζαζ, αλλά και ανυποχώρητος όσο και προσεκτικός καινοτόμος. Όταν μία λευκή ξιπασμένη κυράτσα είχε το θράσος να τον ρωτήσει τι σημαντικό έχει κάνει και βρίσκεται καλεσμένος στον Λευκό Οίκο, ο άνθρωπός μας μπόρεσε να την αποσβολώσει απαντώντας ξεκάθαρα και ντόμπρα, «Έχω αλλάξει τη μουσική πέντε έξι φορές ίσαμε τώρα, αυτό έχω κάνει». Και όντως αυτό έκανε, ναι, αυτό έκανε αυτός που κατάφερε να κατακτήσει, με το αχανές ταλέντο του και την πάνοπλη προσωπικότητά του, όλα του τα μεγαλειώδη ινδάλματα, να γίνει ίνδαλμα ο ίδιος, και να πλάσει, να δημιουργήσει, να προωθήσει, να στηρίξει, να αναδείξει όλα, μα όλα, τα μετέπειτα ινδάλματα, όλους μα όλους τους μετέπειτα θρυλικούς μουσικούς της τζαζ. Και το έκανε επειδή δεν κλείστηκε στο κονάκι καμιάς ασφάλειας, το έκανε επειδή είχε το θάρρος να βγει στους δρόμους, να κόψει κάθε δεσμό με ό,τι δεν ήταν δημιουργικό, ικανός να στρέφει πάντα τα νώτα σε ό,τι ήταν τροχοπέδη, πιστός διάκονος της ρήσης του Άμλετ, «I am cruel only to be kind», «είμαι σκληρός μονάχα για να είμαι αβρός», και της ποιητικής της εκδοχής από τον Νίκο Καρούζο, «Φοβερός από Μειλιχιότητα». Το έκανε γιατί τα πάντα, ακόμα και το τρίξιμο μιας πόρτας, μπορούσε να το εκλάβει ως μελωδία, και να μετατρέψει τον ορυμαγδό της σύγχρονης μεγαλούπολης και τον σάλο και τον αχό και το αντιμάμαλο της εκάστοτε εποχής σε υψηλής ακρίβειας και αισθητικής και ελευθερίας μουσική. Ήταν ο Μάιλς Ντέιβις, ο Τρίτος, και γεννήθηκε πριν από οχτώ δεκαετίες.
Ο παππούς του, ο Μάιλς Ντέιβις ο Πρώτος, ήταν λογιστής, καλλιεργημένος και ευαίσθητος, πείσμων και ευσυνείδητος. Είχε μια υγιή μανία με το χρήμα, πίστευε ότι είναι μέσο απελευθέρωσης και εμφύσησε την πίστη αυτή στον γιο του, τον Μάιλς Ντέιβις τον Δεύτερο, ο οποίος σπούδασε γερά κι έγινε εξαιρετικός οδοντίατρος, επιμένοντας ότι η αξιοπρέπεια είναι το απόλυτο όπλων των καταφρονημένων μαύρων της Αμερικής απέναντι στον βάναυσο ρατσισμό των λευκών. Η μητέρα του, η Κλεότα Χένρι Ντέιβις ήταν μια εκπάγλου καλλονής γυναίκα που έπαιζε πολύ ωραία πιάνο και βιολί. Ήταν μάλλον συντηρητική συγκριτικά με τον σύζυγό της, ο οποίος διακινδύνευε συχνά παίζοντας με τον τζόγο και με την πολιτική. Ο Μάιλς είδε το πρώτο φως στο Άλτον του Ιλινόις στις 26 Μαΐου του 1926, και το πρώτο πράγμα που θυμάται από τα παιδικά του χρόνια είναι μια φλόγα, μια γαλάζια φλόγα που πετάχτηκε από μια συσκευή γκαζιού. Αυτή η φλόγα τον έκαιγε, θαρρείς, από τότε, και τον έκαιγε κάθε στιγμή, ωθώντας τον να προχωρεί, να εξελίσσεται διαρκώς, να πιστεύει ότι η κίνησή του έπρεπε να είναι πάντα προς τα εμπρός, όπως έλεγε κι ο ίδιος, μακριά από το κάψιμο εκείνης της φλόγας!
Το πιο δυνατό συναίσθημα που ένιωσε στη ζωή του (ντυμένος!, όπως διευκρινίζει ο Μάιλς με το απαράμιλλο ντοκιμαντερίστικο χιούμορ του) ήταν όταν πρωτάκουσε τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Ντίζι Γκιλέσπι να παίζουν μαζί στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Ήταν στα 1944, και ο δεκαοχτάχρονος συγκλονίστηκε. Και άλλαξαν μέσα του τα πάντα. Σε λίγο έμελλε να παίζει κι αυτός μαζί τους, μαζί με τους θρύλους. Οι δίσκοι του εξάλλου ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, όλοι απίθανοι, όλοι «γαμησεροί», σύμφωνα με τα λόγια του: Ντίζι, Τσάρλι «Μπερντ» Πάρκερ, Κόλμαν Χόκινς (αυτό το βελούδινο τενόρο σαξόφωνο), Λέστερ Γιανγκ (ο «Πρόεδρος», όπως τον είχε βαφτίσει η Μπίλι Χόλιντεϊ) και Ντιουκ Έλινγκτον (ο «Δούκας»). Ένας κι ένας. Αυτοί οι δίσκοι έστρεψαν τον Μάιλς στη μουσική, τον έκαναν να εγκαταλείψει τα σχέδια για σπουδές στην ιατρική, τον οδήγησαν στην αγκαλιά της Αϊρήν Μπερθ, και κυρίως στο θάλπος των μικρών μπαρ όπου δέσποζε το αλκοόλ και η τζαζ, κι εκεί να γνωρίσει τον εξαίσιο Σόνι Στιτ, εκεί ν’ αρχίσει να παίζει κι ο ίδιος, στην μπάντα του Έντι Ραντλ, και να δέχεται, σχεδόν έφηβος, καταιγισμό προτάσεων για συνεργασίες με τα πιο ταλαντούχα ονόματα της εποχής. Αυθεντία των αποφάσεων και μετρ της ταχύτητας, ο μικρός Μάιλς θα πάρει το απολυτήριο του γυμνασίου και θα κάνει το πρώτο του παιδί, την Τσέριλ, ενώ δεν έχει κλείσει καλά-καλά τα δεκαοχτώ! Αμέσως μετά θα αναχωρήσει για τη Νέα Υόρκη, το κέντρο της σκηνής της bebop, θα περάσει άνετα τις εξετάσεις και θα εγγραφεί στην περιλάλητη Σχολή Μουσικής Julliard, αλλά δεν θ’ αργήσει να περιφρονήσει τα μαθήματα. Πιο πολλά έμελλε να μάθει μακριά από τη σχολή, στους δρόμους της μεγαλούπολης όπου περιπλανιόταν νυχθημερόν αναζητώντας τον Τσάρλι Πάρκερ, συχνάζοντας στο «Μίντον’ς» και στο «Σέσιλ», το ένα στρατηγείο της τζαζ και το άλλο φίνο ξενοδοχείο όπου οι τζαζίστες απολάμβαναν το αλκοόλ και τη γυναικεία θαλπωρή.
Τα πάντα γρήγορα καμωμένα. Ο Μάιλς παρατάει το Julliard, ο Μάιλς γνωρίζει καλλιτέχνες, συγγραφείς, όλους εκείνους τους μπήτνικ ποιητές, τον σαξοφωνίστα Ντέξτερ Γκόρντον, τον πιανίστα Θελόνιους Μονκ, τον μάγο των πλήκτρων Μπαντ Πάουελ, τον άσσο ντράμερ Μαξ Ρόουτς, τον τρομπετίστα Φατς Ναβάρο, και παίζει μαζί τους, ακούει τα πάντα μαζί τους, συζητάει με τις ώρες για τη μουσική μαζί τους: «Ήμασταν κάτι σαν επιστήμονες του ήχου», γράφει στην ‘Αυτοβιογραφία’ του (μτφρ. Μαριλένα Μασσάρου, εκδ. Σέλας). «Και πόρτα να έτριζε, μπορούσαμε να πούμε ακριβώς τι νότα ήταν ο ήχος». Συνάμα μελετάει εμβριθώς τις παρτιτούρες μεγάλων συνθετών όπως ο Στραβίνσκι, ο Προκόφιεφ, ο Άλμπαν Μπεργκ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι κάποιοι το υπαινίσσονταν από τότε ενώ σήμερα οι πάντες το διαλαλούν: η τζαζ είναι η μεγάλη μουσική του 20ού αιώνα, η κλασική μουσική της σύγχρονης εποχής!
Ο Μάιλς θα συγκατοικεί κατά διαστήματα με τον Τσάρλι Πάρκερ. Και θα συνεργαστεί στενά μαζί του. Τα προβλήματα δεν λείπουν. Ο «Μπερντ» ήταν αχόρταγος όπως είναι και οι περισσότερες μεγαλοφυΐες, θα πει ο Μάιλς. Ήθελε τα πάντα – μουσική, ναρκωτικά, τσιγάρα, ποτά, γυναίκες – σε κολοσσιαίες ποσότητες. Θα βγάζει την ψυχή του Μάιλς, αλλά θα του μάθει τα πάντα. «Ήμουνα δεκαεννιά χρονών και έπαιζα παρέα με το φοβερότερο άλτο σαξόφωνο στην ιστορία της μουσικής», θα πει, έμπλεος ευγνωμοσύνης, όπως πάντα, ο τρομπετίστας μας. Μαζί με την ένταση της τζαζ έρχονται και τα τιμήματα. Ο Μάιλς αρχίζει να σνιφάρει κοκαΐνη, να κοιμάται ελάχιστα, να πέφτει στην αγκαλιά κάθε γυναίκας που θαύμαζε το στιλ του, να περιοδεύει εξαντλητικά, να κυριεύεται από μια μανία για το προσεγμένο και πανάκριβο ντύσιμο, να προχωρεί σε ρήξεις με όσους αποτελούσαν τροχοπέδη στα ρηξικέλευθα σχέδιά του. Ηχογραφεί έργα που αλλάζουν άρδην τη μουσική. Ηχογραφεί το «Birth of the Cool», συνεπικουρούμενος από μια πλειάδα κορυφαίων, μαύρων και λευκών, όπως ο Μαξ Ρόουτς και ο Κένι Κλαρκ στα ντραμς, ο Τζέρι Μάλιγκαν στο βαρύτονο σαξόφωνο, ο Τζέι Τζέι Τζόνσον στο τρομπόνι, ο Λι Κόνιτζ στο άλτο, όλοι υπό την διακριτική επίβλεψη του μεγίστου ενορχηστρωτή, του έκτοτε και για πάντα καλύτερου φίλου του Μάιλς, του καναδού Γκιλ Έβανς. Ο Μάιλς δεν διστάζει να συνεργαστεί με λευκούς. Πάνω απ’ όλα η μουσική και η εξέλιξή της. «Ήταν σαν μια χειραψία λίγο πιο θερμή από το συνηθισμένο», λέει για τη χημεία του «Birth of the Cool». «Ταρακουνήσαμε τ’ αυτιά του κόσμου πιο διακριτικά απ’ ό,τι ο Μπερντ και ο Ντίζι, κάναμε τη μουσική πιο προσιτή στον κόσμο. Αυτό ήταν όλο».
Την επόμενη χρονιά, το 1949, ο Μάιλς θα βρεθεί στο Παρίσι. Και θα το λατρέψει. Εκεί οι πάντες σέβονταν την τζαζ και τους μουσικούς της. Η μυρωδιά του Παρισιού θα θυμίζει πάντα στον Μάιλς την απαράμιλλα θαλπερή ευωδιά του καφέ. Ο Μάιλς θα γνωρίσει τον Πικάσο, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, και την πανέμορφη Ζυλιέτ Γκρεκό. Η μούσα των υπαρξιστών θα ερωτευτεί τον δανδή της τζαζ, και η σχέση τους θα κρατήσει δεκαετίες ολόκληρες. Μαζί της θα μάθει τι σημαίνει καλό φαγητό, αργότερα άλλωστε έγινε μέγας μάγειρας, τι σημαίνει Απρίλης, τι σημαίνει έρωτας. «Μιλούσαμε με τα μάτια μας, με τα δάχτυλά μας, τέτοια πράγματα…» Θα χαθούν, θα ξαναβρεθούν στη Νέα Υόρκη, θα σμίξουν ξανά, θα χαθούν ξανά, θα ανταμώσουν πάλι, και ξανά και ξανά και πάλι, θυελλωδώς αλλά και τρυφερά, ώσπου θα αποφασίσουν το καταπληκτικό να μείνουν για πάντα «απλώς εραστές και απόλυτοι φίλοι»!
Από την αυγή της δεκαετίας του 1950, ο Μάιλς θα περάσει μια τετραετία τρόμου, μπλεγμένος μέχρι τα μπούνια με τα ναρκωτικά. Κι από τα ναρκωτικά θα κυλήσει στη μαστροπεία. Θα συλληφθεί πολλάκις, θα γνωρίσει στο πετσί και στην ψυχή του τον εξευτελισμό της χειροπέδης, του εγκλεισμού, της χαρμάνας μες στα υγρά κελιά. Όταν η θολούρα και η ταπείνωση αρχίσουν να απειλούν και το ταλέντο του, ο Μάιλς θα καταπολεμήσει από μόνος του το πάθος του για τα ναρκωτικά. Θα περάσει τον εφιάλτη της στέρησης, αλλά εντέλει θα επιβληθεί. Τον βοήθησε και το μποξ σ’ αυτό. Στα γυμναστήρια ξαναβρήκε τη φόρμα του. Θα συνεργαστεί με τον ανερχόμενο τότε Τζον Κολτρέιν, τον Άγιο Ιωάννη της τζαζ, τον μεγαλειώδη σαξοφωνίστα και συνθέτη του «Ole» και του «A Love Supreme». Θα συνεργαστεί και με τον άλλο μεγάλο σαξοφωνίστα, τον Σόνι Ρόλινς, με τον ιδι��φυή πιανίστα Ρεντ Γκάρλαντ, και με ένα από τα δυνατότερα δίδυμα της τζαζ, τον μπασίστα Πολ Τσέιμπερς και τον ντράμερ Φίλι Τζο Τζόουνς. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ο Μάιλς έχει συνυπάρξει με όλη την ιστορία της τζαζ, ότι ο Μάιλς είναι η ιστορία της τζαζ!
Κατακτά όλο τον κόσμο, κατακτά την Άβα Γκάρντνερ και τον Τζέιμς Ντιν, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Λόρενς Χάρβεϊ, τον Φρανκ Σινάτρα και τον Τόνι Μπένετ, ηχογραφεί την ανοξείδωτη τετραλογία «Steamin’», «Cookin’» «Workin’» «Relaxin’», συμπράττει με τον Μπιλ Έβανς, τον λευκό πρίγκιπα του πιάνου, συνεργάζεται εκ νέου με τον Γκιλ Έβανς και μας δωρίζουν τα διαμάντια του «Miles Ahead», του «Porgy & Bess», και του «Sketches of Spain», υπογράφει τη μουσική επένδυση της θρυλικής ταινίας «Ασανσέρ για Δολοφόνους» του Λουί Μαλ, συνθέτοντας ένα από τα πιο ερωτικά, αισθησιακά και μελωδικά ζενερίκ στην ιστορία της 7ης Τέχνης. Ηχογραφεί άλλο ένα κορυφαίο έργο, το «Kind of Blue», επηρεασμένος από το «Κονσέρτο για Μονόχειρα και Ορχήστρα» του Ραβέλ και από το «Κονσέρτο Νο. 4» του Ραχμάνινοφ. Και δεν παύει να ανακαλύπτει διαρκώς νέα ταλέντα και να τα αναδεικνύει με έναν συνδυασμό καλλιτεχνικής αυστηρότητας, αισθητικής ελευθερίας, και άδολης γενναιοψυχίας. Ανάμεσά τους οι πλέον θρυλικοί Γουέιν Σόρτερ, Ρον Κάρτερ, Τόνι Γουίλιαμς, Χέρμπι Χάνκοκ, Κιθ Τζάρετ, Τσικ Κορία, Τζον Μακλάφλιν! Ναι, και πάλι, ένας κι ένας! Γενναιόψυχος θα είναι και με τις εκάστοτε ερωμένες του. Προσφέρει ζαφειρένια δαχτυλίδια τυλιγμένα σε χαρτί υγείας, τις βοηθάει στην όποια σταδιοδρομία τους, εμπνέεται κομμάτια και τους τα αφιερώνει, δίνοντας μάλιστα τα ονόματά τους για τίτλο, τις κάνει εξώφυλλά στα άλμπουμ του, ως και μία Rolls Royce έκανε δώρο στην άλλη αιώνια αγαπημένη και σύζυγο και φίλη του, την αμφιθυμική καλλονή Σίσλι Τάισον που μας θαμπώνει από το εξώφυλλο του «Sorcerer», του «Εκατόγχειρα»!
Την εποχή της ραγδαίας διάδοσης του ροκ και της πτώσης της τζαζ, ο Μάιλς δεν θα το βάλει κάτω. Περνάει στην αντεπίθεση και πειραματίζεται ανοίγοντας νέους δρόμους, μπολιάζοντας τα δύο είδη, φέρνοντας τον ηλεκτρισμό στην τζαζ. Παρεμπιπτόντως, πειραματίζεται και με τη ζωγραφική αλλά και με την μαγειρική. Επινοεί το ειδικό πιάτο «Miles’s South Side Chicago Chili Mack», ένα είδος τσίλι σερβιρισμένο με μακαρόνια, τριμμένο τυρί και κρακεράκια, ενώ εκδηλώνει μια λατρεία για τις μπάμιες. Καταφέρνει, και επαίρεται δίκαια γι’ αυτό, να ξαναφέρει τον νεαρόκοσμο στην τζαζ. Παράγει εκρηκτικές δουλειές όπως τα νεωτεριστικά «E.S.P», «Miles Smiles», «Nefertiti», «Miles in the Sky», «Filles de Kilimanjaro». Οι αλλεπάλληλες εντάσεις τον κλονίζουν και πάλι. Ο Μάιλς ζει μέσα σ’ ένα χάος, μπλέκει και πάλι με τα ναρκωτικά, καταφεύγει στο «βρόμικο σεξ» όπως λέει, βρίσκοντας εφήμερη παρηγοριά στα όργια με μικρές στρατιές από θαυμάστριές του κάθε νύχτα, και περνάει σε μια περίοδο παρατεταμένης σιωπής. Από το 1975 έως το 1980 δεν αγγίζει καν την τρομπέτα του. «Πήγαινα και την κοίταγα», λέει, «κι ύστερα σκεφτόμουνα να κάνω μια απόπειρα να παίξω. Αλλά μετά σταμάτησα να κάνω κι αυτή τη σκέψη. Την έβγαλα τελείως από το μυαλό μου». Οι φίλοι του πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο. Ο Κολτρέιν, ο Μπερντ, ο Μπιλ Έβανς, ο Πολ Τσέιμπερς, ο Μίνγκους, και καμπόσο αργότερα ο Γκιλ Έβανς παίζουν στις μπάντες του ουρανού. Ο Μάιλς βασανίζεται από τη θλίψη, από τα ναρκωτικά, από τον διαβήτη που τον κατατρώγει ύπουλα, από την φραγή της δημιουργικότητας. Πολλοί τον έχουν για ξοφλημένο. Άλλοι για πεθαμένο. Αλλά αυτός βάζει τα δυνατά του και επιστρέφει!
Και πάλι με την αρωγή της ζωγραφικής, της πυγμαχίας και της ποίησης, που τη λατρεύει από μικρός ολοένα και περισσότερο, ο Μάιλς Ντέιβις σηκώνεται και βγάζει από το τέλμα τον εαυτό του και, για μιαν ακόμα φορά, την ίδια την τζαζ. Μαζεύει εκρηκτικούς πιτσιρικάδες, συνθέτει, προβάρει, περιοδεύει. Ηχογραφεί το «You’re Under Arrest», κερδίζει την εύνοια ως και του λησμονημένου πια ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Γιούρι Αντρόποφ, μαζεύει βραβεία με τη σέσουλα, παίζει στο Όσλο και στο Ρίο, στο Παρίσι και στο Τόκιο, στην Ιταλία και στην Πολωνία, γράφει την αυτοβιογραφία του, ένα από τα πιο δυνατά και δίκαια βιβλία στην ιστορία της τζαζ, ένα τεκμήριο μακροθυμίας, σοβαρότητας, χιούμορ, αυτογνωσίας και αυτοσαρκασμού. Ένα μάθημα ηθικής και φωτός μέσα από τον βόρβορο και το σκότος. Και, προ��αντός, ένας αίνος στη βελούδινη βασίλισσα που είναι βέβαια η Βούληση. «Τις ουλές μου», γράφει ο Μάιλς Ντέιβις, «τις βλέπω σαν παράσημα, σαν τιμητικές διακρίσεις, σαν την ιστορία της επιβίωσής μου, την ιστορία που λέει πως συνέχιζα να στέκομαι στα πόδια μου και μετά από πολύ κακές φάσεις και τρομαχτικές αντιξοότητες, πως στάθηκα όρθιος και συνέχισα να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό. Ξέρω γιατί είμαι περήφανος για τις ουλές μου, γιατί μου θυμίζουν ότι δεν άφησα τις αναποδιές να με πάρουν από κάτω, ότι μπορείς να βγεις νικητής άμα έχεις την ψυχή και τα κότσια να συνεχίζεις τον αγώνα».
O Μάιλς Ντέιβις έφυγε, πήγε να συναντήσει τους εκλεκτούς παλιόφιλούς του, τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Τζον Κολτρέιν και τον Γκιλ Έβανς, πριν από δεκαπέντε χρόνια, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1991. Όπως έγραψε ένας μελετητής του έργου του, χωρίς τον Μάιλς, χωρίς το «Kind of Blue» και το «Sketches of Spain», ο κόσμος ολόκληρος θα ήταν πιο θλιβερός.
του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
3 notes · View notes
imaginaireradical · 7 years ago
Video
youtube
1 note · View note
imaginaireradical · 7 years ago
Photo
Tumblr media
Freud’s couch
1 note · View note
imaginaireradical · 7 years ago
Photo
Tumblr media
Χρειαζόμαστε το θέατρο, την τέχνη, για να δούμε βαθιά μες στους εαυτούς μας, την κοινωνία μας. Χρειαζόμαστε αυτό το μπαλέτο αδρεναλίνης και γύμνωσης που χορογραφεί ο Οικονομίδης, τις φωνάρες και τις βρισιές που μπλέκονται, για να δείξουν την ωμότητα, τη στέγνια, την υποκρισία, τη σκληρότητα, τον κυνισμό, τη συντριβή. Τη θεμελιώδη ανατροπή: Οταν η μεγάλη κόρη του μαφιόζου ολιγάρχη επιχειρεί να ματαιώσει τον γάμο σκοπιμότητας με τον πολιτικό γόνο, διότι ανακαλύπτει ξαφνιασμένη ότι μπορεί και να έχει κάποια αισθήματα χωρίς υπολογισμούς, μπορεί, ίσως, να έχει καρδιά, ψυχή και μήτρα, και να δονούνται. Και όλη η αγία οικογένεια πέφτει πάνω της για να τη συνετίσει: ο γάμος είναι το μεγάλο κόλπο, για ξέπλυμα του χρήματος και κοινωνικό gentrification.
Το πρόσωπο του πατριάρχη Γερακάρη που λέει στην οικογένεια με το πιστόλι στο χέρι «έχουμε πόλεμο ρε, πάρ’ το μαγαζί!», που λέει στον εαυτό του «βρωμιάρη βοσκέ, ποτέ δεν πήρες καλό χαρτί», αντικρίζεις εγχώριους φύλαρχους, πατριάρχες και γόνους, δημαρχάρες, μάκαρους, μούρες στα επίσημα των γηπέδων, μούρες στα καλά τραπέζια, ελίτ ανερχόμενες και ελίτ κυρίαρχες.
Στο παραμιλητό του Γερακάρη, στην παγωνιά της Στέλλας, βρίσκεται πολλή, πηχτή, σκοτεινή Ελλάδα. Και δεν είναι μόνο παραμιλητό, είναι κατάδυση στο πλουτώνειο βένθος της πόλεως και της δημοκρατίας. Χρωστάμε στον Γιάννη Οικονομίδη και στους άξιους ηθοποιούς.
Καλή χρονιά.
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Text
Όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά
[ Χριστούγεννα 2018 ]
Εικόνες ζωής, πλην όμως παρελθούσες. Το ΄χουν οι γιορτές αυτό.
Γιρλάντες LED στα μπαλκόνια, εορταστικά ποτά σε πεζοδρόμια, κόκκινα κρασιά και ρακές, ρεβεγιόν σε σπίτια φίλων με τζουράδες και μαντολίνα, μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, σε αχνούς κεκοιμημένους, στα τηλεφωνήματα που δεν θα γίνουν, στον χρόνο που μας καταπίνει.
Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια.
Ι
Ο κόσμος που ανατέλλει με την ανά έτος γέννηση του Μεσσία, δεν είναι εντελώς ίδιος με του περασμένου έτους. Φέρει πάντα μια υπόσχεση, μια δυνατότητα: για μια απειροελάχιστη διαφορά. Αυτή την τόση δα μετατόπιση ευαγγελίζεται ο Μεσσίας, για όσους μπορούν να το ακούσουν και όσους θέλουν να το πιστέψουν. Και με αυτή τη μεσσιανική μικροώθηση ανά έτος κινείται ο κόσμος μετά Χριστόν. Νά πώς το αφηγείται ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν:
«Οι Χασιδίμ Εβραίοι διηγούνται μια ιστορία για τον κόσμο που έρχεται, σύμφωνα με την οποία τα πάντα εκεί θα είναι ακριβώς όπως εδώ. Οπως ακριβώς είναι το δωμάτιο αυτό τώρα, έτσι ακριβώς θα είναι και στον ερχόμενο κόσμο· εκεί όπου το βρέφος κοιμάται τώρα, εκεί επίσης θα κοιμάται και στον άλλο κόσμο. Και τα ρούχα που φοράμε στον κόσμο τούτο, αυτά θα φορέσουμε κι εκεί. Τα πάντα θα είναι όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά».
Η προσδοκία τού «όπως τώρα, μόνο λίγο διαφορετικά» θερμαίνει τους νεωτερικούς ανθρώπους, τους βάζει σε τροχιά προς τον αενάως ερχόμενο κόσμο, τους βάζει να λατρεύουν τη διαρκή πρόοδο, ν’ ακολουθούν το διάνυσμα: όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μπροστά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετύχουν μόνοι τους αυτή τη μετατόπιση, να ταράξουν την ομοιότητα μετακινώντας ένα τόσο δα κλαράκι, γι’ αυτό υπάρχει ο Μεσσίας. Γι’ αυτό γεννιέται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας τον ερχόμενο κόσμο, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα του άλλου κόσμου, υπενθυμίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την ανάγκη του Μεσσία. Η Γέννηση είναι η προσδοκία.
Ολοι προσδοκούν μια τόση δα μετατόπιση· οι μάνατζερ που ξεγελούν τον χρόνο για να κερδίσουν μπόνους, οι ζηλωτές που διεκδικούν όλες τις καλές θέσεις στη Βασιλεία των Ουρανών, οι ρακοσυλλέκτες που αναζητούν πολύτιμα σκουπίδια, οι έφηβοι που κοινωνούν το άλλο σώμα, τα παιδιά που μιλούν με τ’ άστρα, οι μεσήλικες που γυρεύουν απεγνωσμένα να συγκολλήσουν τη ραγισμένη τους πίστη.
Μερικοί δεν προσδοκούν πια. Καταπιάστηκαν με την επιστήμη, τη μεταφυσική, τη θρησκεία, τα διέτρεξαν όλα και τα βρήκαν μάταια. Εμειναν μόνοι, χωρίς πίστη για την τόση δα μετατόπιση προς τον ερχόμενο κόσμο. Σαν τους ήρωες του Φλωμπέρ, τους αντιγραφείς Μπουβάρ και Πεκυσέ: Δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η ματαιότητα, η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, τους οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουν τον κόσμο ως έχει. Καμιά αλλαγή, καμιά προσδοκία. Δυο ανθρωπάκοι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους, με κατάστιχα, ξύστρες, σανδαράχη, αντιγράφουν.
Διασχίζεις τις παγωμένες αρτηρίες διαυγής, καθαρός, χωρίς αισθήματα, μόνο με σκέψεις. Αδειος, ερημωμένος. Κηφισός, Λένορμαν, Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρας, Συγγρού, Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας.
ΙΙ
Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».
ΙΙΙ
Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα.
Νίκος Ξυδάκης
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Photo
Tumblr media
Αυτό το άτομο που έχει εμφάνιση ενός άστεγου είναι ο Γκριγκόρι Πέρελμαν Ρώσος μαθηματικός. Η συνεισφορά στη γεωμετρία κατά Ρίμαν και γεωμετρική τοπολογία είναι τεράστια αφού είναι αυτός που έλυσε το περίφημο μαθηματικό πρόβλημα που είναι γνωστό ως «εικασία του Πουανκαρέ».
Μέσω της απόδειξης αυτής γνωρίζουμε πότε ένα συμπαγές αντικείμενο είναι τοπολογικά ισοδύναμο με μία σφαίρα.
Ο Πέρελμαν απέδειξε το 1994 την «εικασία του Πουανκαρέ» που είχε τεθεί το 1904 και η οποία πριν από τη λύση της θεωρούνταν ως ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα στην τοπολογία.
Ο Διδάκτωρ των μαθηματικών Πέρελμαν έγινε ο πρώτος επιστήμονας που αρνήθηκε να παραλάβει το θεωρούμενο ως Νόμπελ των μαθηματικών Μετάλλιο Φιλντς το 2006 λέγοντας: «Τα χρήματα ή η δόξα δεν με ενδιαφέρουν. Δεν θέλω να με επιδεικνύουν όπως ένα ζώο σε ζωολογικό κήπο. Δεν είμαι ένας ήρωας των μαθηματικών. Δεν είμαι καν επιτυχημένος· γι' αυτό δεν θέλω να βρεθώ στη θέση του να πρέπει να με κοιτάνε όλοι»
Για να αντιληφθεί κανείς πόσο περίπλοκη ήταν η Υπόθεση του Πουανκαρέ, αρκεί να αναφέρουμε ότι ιδιοφυείς μαθηματικοί χρειάστηκε να εργαστούν επί τέσσερα χρόνια για να ελέγξουν την εγκυρότητα της απόδειξης του Πέρελμαν. Εκτιμάται ότι η επιβεβαίωση της λύσης του γρίφου θα συμβάλει καθοριστικά στην κατανόηση που έχουμε για το χώρο, ακόμη και στη γνώση μας για το «σχήμα» του σύμπαντος.
Εξήγησε επίσης ότι αρνήθηκε την αμοιβή του ενός εκατομμυρίου δολαρίων του Ινστιτούτου Clay Mathematics για τη λύση του προβλήματος του Ανρί Πουανκαρέ, γιατί όπως είπε «γνωρίζω πώς να κυβερνήσω το σύμπαν· γιατί να τρέξω πίσω από ένα εκατομμύριο δολάρια;».
Όταν ένας δημοσιογράφος κατάφερε να τον βρει τυχαία στο τηλέφωνο για μια δήλωση, του απάντησε “μη με ενοχλείτε τώρα μαζεύω μανιτάρια”.
Ο Πέρελμαν ήξερε ποιος ήταν, αγαπούσε αυτό που ήταν, είχε κατανοήσει ότι το να λύνει μαθηματικούς γρίφους και να μαζεύει μανιτάρια ήταν ό,τι θα του έδινε χαρά στη ζωή του και δεν ασχολήθηκε ποτέ να ετεροπροσδιοριστεί από κάποιον τρίτο. Ζει ακόμη σε ένα υπόγειο σπίτι με την μάνα του και την αδελφή του.
Όντας μεταδιδακτορικός φοιτητής ακόμα, απέρριψε όλες τις προτάσεις για δουλειά που του έγιναν από τα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια (Princeton, Stanford, κ.τλ.) και το 1994 επέστρεψε στην Ρωσία όπου και απομονώθηκε για 7 χρόνια προκειμένου να λύσει την εικασία του Poincare.
Στη συνέχεια, προς έκπληξη όλης της ακαδημαϊκής κοινότητας, αντί να δημοσιεύσει τη λύση της εικασίας και τα ευρήματά του σε κάποιο επίσημο μαθηματικό journal, τα δημοσίευσε όλα online, δωρεάν και δημόσια, το 2002 στην πλατφόρμα arxiv.org.
Τα επόμενα χρόνια έδωσε κάποιες διαλέξεις για να εξηγήσει τη δουλειά του. Όταν όμως είδε τον κανιβαλισμό των συναδέλφων και το επίπεδο φιλαργυρίας και οπορτουνισμού που επικρατούσε στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αποφάσισε να αποσυρθεί μια και καλή από όλα.
Έτσι αρνήθηκε όλες τις τιμές και τις προτάσεις για δουλειά που του έγιναν, αρνήθηκε το βραβείο Fields και, σαν κερασάκι στην τούρτα, αρνήθηκε το 2010 και τα ένα εκατομμύριο δολάρια του Ινστιτούτου Clay για τη λύση της εικασίας.
***
Yet Grigory Perelman, a 43-year-old Russian mathematician, has consciously spurned plaudits and wealth to subsist like a hermit. He lives in a 2-bedroom flat with his elderly mother in a dilapidated Soviet-era tower block in St. Petersburg.
Now he has proved again, and in spectacular fashion, that he despises society's conventional norms. Picking up the telephone last week, the bearded genius, who is jobless, found himself being offered an academic prize worth $1 million.
He politely but tersely told the prestigious American institute offering him the prize that he would have to consider whether he wanted to accept the money or not.
"He said he would let me know at some point," Jim Carlson, President of the Clay Mathematics Institute, told The Sunday Telegraph.
Mathematician rejects $1m prize "He did not give a sense of timing but I do not expect it will be tomorrow. He is more than extremely brief. He does not say too much," he added, explaining that Mr Perelman had not said why he would need to think about such a windfall.
"It is not every day that a person even entertains turning down a million dollars."
The Russian has turned down high honours before. In 2006, he was offered and declined the Fields Medal, the mathematical world's equivalent of a Nobel Prize. He said at the time he was "not interested in money or fame" and did not want "everybody looking at me like I'm a creature in a zoo".
Sir John Ball, the man tasked with persuading him to accept the medal at the time, remembers walking the streets of St Petersburg for two days trying in vain to get him to say yes.
"He did not want the attention. His reason was that he felt alienated from the mathematical community," he said.
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Photo
Tumblr media
6.12.2018
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Photo
Tumblr media
Κι έτσι, με μια σφαίρα στην καρδιά, αποχώρησε μια ημέρα σαν τη σημερινή. Guy Louis Debord 28 December 1931 – 30 November 1994 τατουάζ παντοτινό
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Photo
Tumblr media
Οι θρησκείες που καταδικάζουν την ηδονή των αισθήσεων, ωθούν τους ανθρώπους να αναζητούν την ηδονή της εξουσίας.
Μπέρτραντ Ράσσελ
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Photo
Tumblr media
Τζια, Κυκλάδες καλοκαίρι 2018
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Text
Tumblr media
Και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών
~~~
... φευγάτα καλοκαίρια που σφράγισαν το πετσί, κεντήθηκαν στη μνήμη κι έκτοτε ανασβοβήνουν ολοένα πιο αδυνατισμένα, ολοένα πιο αγλαϊσμένα.
~
Ο μπουλούκος δεν άκουγε τ’ όνομά του (Θεολόγε, μη στα βαθιά! Οχι στο βράχο!), πείραζε τις τις ήσυχες, εύτακτες αδελφούλες του, παραπετούσε τα μπρατσάκια του, που δεν έστεκαν κιόλας στα Michelin φρατζολοχεράκια του, ξεγλιστρούσε ύπουλα σε ζαβολιές και ρίσκα. Σγουρομάλλης, έτοιμος να εκραγεί από πάχος και σκανταλιά, ο Δωδεκανήσιος κούκλος Θεολόγος. Εξερράγη ο πατέρας με τα μισομαυρισμένα μπράτσα και πόδια, μέλη εργατικού που ηλιοκαίγεται καθώς δουλεύει, και κολυμπά μόνο Κυριακές. Γλίστρησε ο παχουλός θεούλης Σκάνταλος, βούλιαξε, κι ο πατέρας του αφού τον διέσωσε του ‘ριξε δυο παλαμιές στον αφράτο ποπό. Πλάνταξε ο ανυπάκουος, έσκισε όλη την βοτσαλωτή παραλία ο γόος και το παράπονό του.
Εκλαιγε έως ότου τον έστρωσαν στο τραπέζι της ταβέρνας, στην παρηγόρια της τηγανιτής πατάτας. Τον κοιτούσα από δίπλα, πάνω από σαργούς και παγωμένο κρασί, και καθώς αποκάρωνα, με κοιτούσε κι αυτός απορημένος που τον κοιτούσα κι έπεφτε στους κεφτέδες, με το καπέλο ριγμένο πίσω.
~
Εγώ βρισκόμουν παραδομένος στο φασκόμηλο: με πήγαινε πίσω, πολύ πίσω, βυθιζόμουν στο άρωμα της Σύρου, η νήσος μοσχομύριζε φασκόμηλο όταν τη συνάντησα στα ’60s, το αφέψημά του δυνατό, αψύ, υπόπικρο, δροσιστικό, πολυθεραπευτικό, πότιζε τους τοίχους μινιόν καφενείων με ονόματα από τον αιγαιακό συναξαριστή, έτσι τα φαντάζομαι πια, η Ωραία Μύκονος, η Μυροβόλος Χίος, η Ανεμόεσσα Τήνος, το Ανδριακόν, παλαιοί οίκοι λουκουμοποιΐας, κότερα, ρυμουλκά και πιλοτίνες, κι όλη η αποβάθρα, περπατημένη από άνδρες κοντομάνικους και γυναίκες κλαρωτές φρεγάδες, μύριζε θυμάρι, ούζο, χταπόδι, Eau de Cologne απ’ τα κουρεία, αρμύρα λιμανίσια, σχοινιά στις δέστρες, ψαρίλα, τσιγάρα άφιλτρα και τσιγάρα βιρτζίνια των ναυτικών.
~
Ξαναμέθυσα με φασκόμηλο ένα θερινό απόγευμα στη Μύκονο, όταν ο περιβόητος Μίλτος, γυρολόγος-φιλόσοφος εκ Σύρου, λοταριατζής φυστικιών και μυθικών ροφών στους καφενέδες, πλασιέ μαντολάτου στο γήπεδο (δύο η χλέπα!), στρουθίον του ουρανού και αφρόψαρο του πελάγου, με τεράστιες χειλάρες και κοφτερές ατάκες αμφίστομες, σαν Αρχίλοχος και Διογένης μαζί, αυτός ο αρχαϊκός Μίλτος της Κέρου και της Δήλου, «βρέθηκα εδώ για εμπόριο, μάγκες!» δήλωσε μεγαλόπρεπα, κι απίθωσε στην πεζούλα μια κούτα Νουνού γεμάτη δεματάκια φασκόμηλο και μοσχοβόλησε η πλατεία, και τα πρότεινε προς πώληση σε έκθαμβους τουρίστες, την εποχή ανάμεσα στη χίππικη και την γκέι Μύκονο.
~
Να το καλοκαίρι του δαφνοστεφούς 2004, και μέσα του τόσα καλοκαίρια: Θεολόγος και φασκόμηλο, Εuro και βακχεία αμέριμνων, ανυπακοή και flânerie, μέθη αισθήσεων και δέσμες μνήμης, δοσίματα αδόκητα σε ακτές και εμπορειά, ξερονησίδες και ξωκλήσια, σουλάτσο, αργό ξεκούκισμα του χρόνου, απόνερα πλοίων νυκτερινών, φώτα μεσοπελάγου, φανερώσεις μεταφυσικές στην Παναγιά την Αγγελόχτιστη της Σίφνου, στο τηνιακό Σκυλαντάρ με ημισέληνο αγναντεύοντας τη βεγγαλική Μύκονο, με Περσείδες εφηβικού ρίγους στα ανοιχτά των πρωτοκυκλαδικών οικισμών του Τσούντα, με τον πύρινο δίσκο προβάλλοντα στη θάλασσα της Γυάρου, νύχτα θαυμάτων άγρυπνη στο ντεκ του Κολοκοτρώνη Καρλόβασι-Δωδεκάνησα, πευκώνες καριώτικοι και ταπεινά αρμυρίκια Ντελαγκράτσιας, στον πάγο της Εφταλούς με τις σέξι κορδέλες της Λουλούς εκ Παρισίων, στην υγρή άμμο του Πλατύ Γιαλού με τ’ αποτσίγαρα, όλα τα καλοκαίρια μας παρηγόρησαν, μας έθρεψαν και μας επανεκκίνησαν, κι όσα δεν θυμόμαστε ίσως βαθύτερα αυτά.
Αυτές τις αισθήσεις αναζητάμε πάλι, τώρα, τις λαχταράμε περισσότερο από ποτέ, παραμυθία, ζωτική μνήμη, φαντάσματα ιστορικά, συνέχεια ρωγμών. Αισθήσεις. Οι ψευδαισθήσεις ετελείωσαν.
~
Νίκος Ξυδάκης καλοκαίρι 2011
φωτ.: Στράτος Καλαφάτης.
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Photo
Tumblr media
Τήνος, Κυκλάδες καλοκαίρι 2018
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Text
Ne pas oublier
Οι κοινωνίες είναι κτηνοτροφικές μονάδες, ορνιθοτροφεία. Ιδιοκτήτες τους είναι οι πολυεθνικές εταιρείες. Στο όνομα της δημοκρατίας, του ορθού λόγου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελεύθερης αγοράς. Επιστάτες των ορνιθοτροφείων είναι οι επαγγελματίες πολιτικοί, οι γραφειοκράτες, οι μεσαίοι επιχειρηματίες, οι δημοσιογράφοι, οι πανεπιστημιακοί, οι διανοούμενοι, οι τεχνοκράτες. Είναι οι “άξιοι”, οι “άριστοι”, που οργανώνουν την κτηνοτροφική μονάδα κι επιτηρούν τα κοτόπουλα.
Η εμβληματική μορφή του δυτικού πολιτισμού δεν είναι ούτε ο Αριστοτέλης, ούτε ο Χέγκελ, ούτε ο Καντ. Είναι ο Μιχάλης Χριστοφοράκος. Αυτό το άτομο είναι από μόνο του μια αποκάλυψη, είναι ο ανθρωπολογικός τύπος που ενσαρκώνει τις αρχές του “Διαφωτισμού”. Στο εξής, για να αναφερθούμε στις κυρίαρχες άξιες, δεν θα μιλάμε για δημοκρατική ιδεολογία, για (νεο)φιλελευθερισμό και λοιπές πίπες. Η πραγματική ιδεολογία του συστήματος είναι ο Χριστοφορακισμός.
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Video
youtube
Remember when you were young, you shone like the sun. Shine on you crazy diamond. Now there's a look in your eyes, like black holes in the sky. Shine on you crazy diamond. You were caught on the crossfire of childhood and stardom, Blown on the steel breeze. Come on you target for faraway laughter, Come on you stranger, you legend, you martyr, and shine! You reached for the secret too soon, you cried for the moon. Shine on you crazy diamond. Threatened by shadows at night, and exposed in the light. Shine on you crazy diamond. Well you wore out your welcome with random precision, Rode on the steel breeze. Come on you raver, you seer of visions, Come on you painter, you piper, you prisoner, and shine! Copenhagen, 20.6.2018
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Link
Η εξάρτηση ως κοινωνικό φαινόμενο έχει τις ρίζες της βαθιά στην κρίση της κοινωνίας και του πολιτισμού. Δεν σχετίζεται μόνο με το ευάλωτο ψυχολογικό υπόστρωμα κάποιου συγκεκριμένου ατόμου, αλλά και με την κοινωνική ευαλωτότητα, τη ρήξη των κοινωνικών δεσμών. Εκφράζει τη δυσφορία του ατόμου μέσα σ’ έναν πολιτισμό παρακμής, για να παραφράσω την έκφραση του Freud, για τον πολιτισμό ως πηγή δυστυχίας. Μια δυσφορία που ωθεί τα πιο ευάλωτα άτομα στην αναζήτηση δρόμων φυγής από αυτήν την αβίωτη πραγματικότητα. Έτσι, εγκαθιδρύεται η σχέση αυτού του ατόμου με την ουσία, το αντικείμενο της εξάρτησής του. Πρόκειται για μια σχέση αποκλειστικότητας που το αποξενώνει από την κοινωνική πραγματικότητα, τους άλλους, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του, την ανθρώπινη ουσία του, δηλαδή από το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, όπως ορίζει ο Marx την ουσία του ανθρώπου.
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Link
«Το πρεζάκι», μου λέει ο Θανάσης -24 χρόνια στην πρέζα, «δεν θέλει να πάρει απλά την πρέζα του. Θέλει να έχει πέντε ανθρώπους να μιλήσει. Θέλει ένα στέκι με ανθρώπους σαν κι αυτό. Τι να την κάνεις τη μεθαδόνη όταν μετά θα πρέπει να ξαναπάς στην πιάτσα – γιατί μόνο εκεί έχεις να πάς; Και αφού ξαναπάς στην πιάτσα, δεν θα «συμπληρώσεις» τη μεθαδόνη με σίσα και πρέζα και ό,τι άλλο βρεις; Η πρέζα δεν είναι απλή χρήση. Είναι κοινωνία.»
0 notes
imaginaireradical · 7 years ago
Video
youtube
Μαζί.
0 notes