Tumgik
#να μου έδιναν
justforbooks · 9 days
Text
Tumblr media
Προζυμένια ψωμιά που ψήνονται σε ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη
Μέσα από την ενασχόλησή του με το προζύμι και την αργή ωρίμανση, ο Γιώργος Τασούλας επαναπροσδιόρισε τη σχέση του με τον χρόνο. Από τις καραντίνες μέχρι σήμερα, ζυμώνει, ξεφουρνίζει και μοιράζει τα γεμάτα γεύση ψωμιά του πόρτα πόρτα.
Το προζύμι υπάρχει στη ζωή του Γιώργου Τασούλα από παιδί, ήταν κομμάτι της καθημερινότητας για την οικογένειά του. «Έτσι μεγάλωσα. Όλα γίνονταν εμπειρικά, με ό,τι αλεύρι υπήρχε στο σπίτι. Σκοπός ήταν να υπάρχει ψωμί στο τραπέζι. Στο πατρικό μου ξεκίνησε η ιστορία. Δεν πήρα ποτέ ουσιαστικά την απόφαση να στραφώ σε αυτό μεγαλώνοντας, γιατί απλώς το προζυμένιο ψωμί είναι στο ηπειρώτικο DNA μου, είμαι αυτοδίδακτος “προζυμάς”. Το παιδί μου, που είναι δυόμισι χρονών, όταν το ρωτούν τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς, τους λέει “φτιάχνει ψωμιά”. Αυτό με βλέπει να κάνω και να γεμίζω χαρά».
Ο Γιώργος δεν έχει, ούτε είχε ποτέ καμία σχέση με τις επαγγελματικές κουζίνες. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και μετράει είκοσι πέντε χρόνια στον χώρο της εκπαίδευσης, ενώ για κάμποσα χρόνια δούλεψε και σε εφημερίδες, περιοδικά, στο ραδιόφωνο. «Δεν βιοπορίζομαι από την ενασχόλησή μου με το προζύμι, από αυτήν όμως αντλώ ικανοποίηση. Πάντα ζύμωνα ψωμιά, με θυμάμαι δηλαδή ως φοιτητής να κάνω πειράματα, να τηλεφωνώ στη μάνα μου και να μου δίνει οδηγίες τότε που δεν υπήρχαν σόσιαλ μίντια και το ίντερνετ ήταν ακόμη φτωχό. Όση διαθέσιμη γνώση υπήρχε, λοιπόν, στο σόι την εξάντλησα».
Κάποια στιγμή άφησε την εμπορική μαγιά και πέρασε στο φυσικό προζύμι και στην αργή ωρίμανση, «έψαχνα τις γεύσεις με τις οποίες μεγάλωσα. Το έκανα αρχικά για μένα, μια και δεν έβρισκα να αγοράσω ψωμί με τη γεύση που ήθελα και θυμόμουν, έτσι αποφάσισα να το φτιάξω μόνος μου. Ο κόσμος της αργής ωρίμανσης και του προζυμιού, εκτός από τέχνη, έχει και πολλή επιστήμη. Ήθελα να καταλαβαίνω όλο τον μηχανισμό του, δεν μου αρκούσε να ακολουθώ απλά τα βήματα.
Στην πορεία βρήκα σεμινάρια και βιβλία, συνάντησα ανθρώπους που μοιράζονταν το ίδιο πάθος, έκανα ατελείωτες συζητήσεις και πολλά πειράματα. Το “trial and error” σε αυτή την τέχνη είναι η απόλυτη στρατηγική μάθησης. Ό,τι και να σου μεταφέρουν, ό,τι και να διαβάσεις, αν δεν πιάσεις με τα χέρια σου το ζυμάρι να το νιώσεις, να καταλάβεις τα στάδια που περνάει το αλεύρι μέχρι να γίνει ψωμί, κάνεις μισή δουλειά. Ακόμα ψάχνω και μαθαίνω νέες τεχνικές και ανοίγω νέους κύκλους αναζήτησης».
Το προζύμι και η μακρά ωρίμανση έχουν τη δική τους ιεροτελεστία, «έχουν βήματα και χρόνους και απαιτείται υπομονή και αγάπη για να δώσεις την ευκαιρία στο αλεύρι να απελευθερώσει τα θρεπτικά συστατικά του και να μετατραπεί σε μια θρεπτική τροφή». Όλη αυτή η διαδικασία είναι ένα τελετουργικό για εκείνον, «μια άγκυρα στο εδώ και τώρα», έτσι την περιγράφει, αφού μέσω αυτής επαναπροσδιόρισε τη σχέση του με τον χρόνο.
«Το μυαλό αδειάζει, σταματάς τις πολλές σκέψεις, είσαι εσύ και οι ζύμες σου που σιγά σιγά τις μεταμορφώνεις σε ψωμί. H διαδικασία παρασκευής ενός ψωμιού είναι και τρομερά αγχολυτική. Εξάλλου, όποιος μπλέξει με το προζύμι δύσκολα ξεμπλέκει. Σου αλλάζει τη νοοτροπία για την αξία της ετοιμασίας της τροφής. Είναι μια συνεχής άσκηση υπομονής και σεβασμού στις διαδικασίες».
Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά που περιγράφει; Ίσως, γιατί όλοι λίγο πολύ δοκιμάσαμε να πιάσουμε ζυμάρια στα χέρια πριν από τέσσερα χρόνια, τα ξεφουρνίσματα έδιναν κι έπαιρναν στα stories της καραντίνας, και όταν ξαναβγήκαμε στην πόλη το κίνημα των τριτοκυματικών φούρνων μόλις έκανε την πρώτη του εμφάνιση.
Και ο Γιώργος ήταν ένας από αυτούς που μέσα στον κορωνοϊό ασχολήθηκε πιο εντατικά με το ψωμί, «ειδικά μετά την πρώτη καραντίνα, όταν άρχισαν όλα να μαυρίζουν, τα προζυμένια μου ψωμιά έγιναν αφορμή για να συναντιέμαι με φίλους και γνωστούς. Τους τα πήγαινα φίλεμα, στέλναμε τα SMS μας και βρισκόμασταν. Τα λέγαμε, τρώγαμε το ψωμί και ξαναγυρνάγαμε στην καραντίνα μας. Είχα φτιάξει και ένα hashtag (#sharing_is_caring) για τις φωτογραφίες που ανεβάζαμε στα σόσιαλ». Όλο αυτό εξελίχθηκε σε μια κοινότητα. «Οι φίλοι μου μίλησαν για τα ψωμιά μου στους φίλους τους και έτσι γεννήθηκε το Bobota - The sourdough project».
Πώς λειτουργεί σήμερα η Bobota: σε αρκετούς έδωσε από το προζύμι του και τους έδειξε πώς να φτιάχνουν το δικό τους ψωμί. Στους υπόλοιπους έχει αφιερώσει τις Παρασκευές του, τους ψήνει τα ψωμιά της εβδομάδας. Μέχρι την Τετάρτη μπορείτε να του στέλνετε μήνυμα στο Ιnstagram για την παραγγελία σας. Την Πέμπτη ζυμώνει τα ψωμιά, τα αφήνει να ωριμάσουν στο ψυγείο, την επόμενη μέρα μπαίνουν για ψήσιμο και ξεκινάει να κάνει delivery μαζί με τον αδελφό του, πόρτα πόρτα.
Προφανώς δεν φτιάχνει μπομπότα, το ψωμί που κατανάλωναν κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα, όταν τα τρόφιμα σπάνιζαν και οι άνθρωποι έπρεπε να επιβιώνουν με πολύ περιορισμένους πόρους. Παρασκευαζόταν κυρίως από αλεύρι καλαμποκιού, το οποίο ήταν πιο εύκολο να βρεθεί. Συνήθως το ανακάτευαν και με άλλα υλικά, όπως κάστανα ή ακόμη και αλεύρι από ρίζες δέντρων ή άλλους σπόρους που υπήρχαν διαθέσιμοι. «Αυτό το είδος ψωμιού ήταν φτωχικό, φτιαγμένο κυρίως για να χορτάσει και να δώσει ενέργεια. Η μπομπότα είναι ένα σύμβολο για το πώς οι άνθρωποι καταφέρνουν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, γι’ αυτό το επέλεξα ως όνομα του πρότζεκτ».
Κάθε τόσο προσπαθεί να προσθέτει κάτι νέο στο Bobota - The sourdough project. Πάντα έχει το «κλασικό» του ψωμί με τα τρία διαφορετικά άλευρα (ημιολικής, ολικής και κίτρινο) που ταιριάζει με όλα τα φαγητά και είναι ο απόλυτος συνδυασμός με αυγά μάτια με ρευστό κρόκο, τηγανισμένα σε φρέσκο βούτυρο. Κυνηγάει τα πετροαλεσμένα άλευρα γιατί περιέχουν μεγαλύτερη ποσότητα από τον αρχικό καρπό του σταριού. «Σπουδαίο ρόλο παίζει η σωστή ωρίμανση. Έτσι το ψωμί, με φυσικό τρόπο, αποκτά αρώματα και βάθος στη γεύση. Γενικά, δεν τσιγκουνεύομαι και το σπουδαιότερο συστατικό όλων που είναι ο χρόνος που πρέπει να δώσεις».
Ψήνει επίσης ένα ολικής με 60% αλεύρι ολικής και 40% ημιολικής που έχει γεύση μεστή, έντονα αρώματα, είναι εξαιρετική πηγή φυτικών ινών και απογειώνει τα όσπρια.
Κάνει και ψωμί με χαρούπι, είτε σκέτο είτε γεμιστό με καρπούς και φρούτα ‒ αυτό δοκιμάστε το με μια πικάντικη γραβιέρα και ένα ποτήρι κρασί.
Τώρα πια το καλοφτιαγμένο ψωμί με προζύμι είναι η απόλυτη τάση, δεν μπορούμε να το φάμε κακό, του δίνουμε βάση, το βρίσκουμε παντού και χειροποίητο, έχουμε αφήσει πίσω μας τις φραντζόλες πολυτελείας. «Το ψωμί υπήρξε στήριγμα στην εξέλιξη του ανθρώπου. Είχε εξέχουσα θέση στην καθημερινότητά του, συνδέθηκε ακόμα και με διάφορα τελετουργικά. Μετά ήρθε η βιομηχανοποιημένη παραγωγή που το έδωσε φτηνό και χόρτασε τους πολλούς. Κάπου εκεί, στον βωμό της ποσότητας χάθηκε η ποιότητα και δαιμονοποιήθηκε η κατανάλωσή του».
Ωστόσο, παρότι το ψάχνουμε πολύ με το ψωμί πια, ο Γιώργος βλέπει να επικρατούν ακόμα οι μύθοι οι σχετικοί με αυτό. «Μετά ήρθαν τα social media και ξαναθυμήθηκε ο κόσμος ότι κάποτε γνωρίζαμε να φτιάχνουμε οι ίδιοι, με φυσικό προζύμι, το ψωμί μας. Εκείνα όμως έχουν στρέψει και την κουβέντα σε λάθος κατεύθυνση, μας έχουν κάνει να θεωρούμε “σωστά” μόνο τα καρβέλια με την τεράστια κυψέλωση που, αν μη τι άλλο, είναι εντυπωσιακή, αλλά δοκίμασε να κάνεις βούτα σε χωριάτικη με μια τέτοια φέτα ψωμί. Είναι πιο σημαντικό το να φτιάξεις με τα χέρια σου το ψωμί σου από το να σε απασχολεί το αισθητικό κομμάτι και να σε απογοητεύει το ότι δεν πέτυχες το “oven spring”».
Τον τελευταίο καιρό πειραματίζεται με τα μπαχαρικά και τα μυρωδικά, αγαπημένο του ψωμί είναι ένα γεμιστό με κόλιανδρο, άνηθο, μαϊντανό, πράσινα κρεμμυδάκια και σχοινόπρασο. Παράλληλα, δουλεύει ώστε να τελειοποιήσει άμεσα τη συνταγή των cookies με προζύμι, ώστε να φτάνουν και αυτά στην πόρτα μας τις Παρασκευές.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
8 notes · View notes
athhenaa · 6 months
Text
Δεν έχω γράψει για πολλά άτομα στη ζωή μου. Μόνο γι’ αυτούς που με κάποιον τρόπο, εξέπνεαν τέχνη. Ή που έστω, μου έδιναν το ελεύθερο, εγώ να τη χτίσω γύρω τους. Έχω ερωτευτεί μια φορά. Έχω γεμίσει τετράδια πολλά, τα έχω μουσκέψει με δάκρυα. Έχω τελειώσει στιλό αμέτρητα.
Πίστευα πως μετά από αυτόν, κανείς δεν θα με έκανε να νιώσω ξανά έτσι. Όχι τον πόνο, απαραίτητα, αλλά αυτή την έμπνευση, που σε κάνει να μη μπορείς να σταματήσεις να γράφεις για τον άλλον. Μετά από εκείνον νόμιζα πως οι λέξεις μου θα στέρευαν, και το μελάνι θα τελείωνε. Πως δεν γινόταν να ξαναγράψω έτσι για κάποιον. Πως θα μπορούσα να στολίσω με τόσο περίτεχνο τρόπο κάποια ιστορία, ή κάποιο πρόσωπο.
Μα όταν τον γνώρισα, όλα άλλαξαν.
Ήτανε βράδυ, αργά. Σχεδόν ξημέρωνε. Το αλκοόλ έρεε άφθονο. Είχαμε πιει όλοι. Το αγόρι μου είχε πέσει για ύπνο. Δεν τον ήξερα, μόνο ακουστά τον είχα. Τον είχα παρατηρήσει όμως λίγο. Κάποια στιγμή με πλησίασε. Να πω την αλήθεια, περίμενα την ώρα να το κάνει, καθώς το ενδιαφέρον του ήταν παραπάνω από εμφανές, μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι παρά να το απορρίψω. Παρόλα αυτά ρώτησε για μένα κι έμαθε, από τους κοινούς μας φίλους. Και οι δυο είχαμε ακούσει ο ένας για τον άλλον, μα ποτέ δεν έτυχε να γνωριστούμε. Ήταν όμορφος, πολύ, αυτό δεν μπορούσα σε καμία περίπτωση να το αρνηθώ. Αλλά μέχρι εκεί. Οτιδήποτε παραπάνω ήταν αδύνατο να ειπωθεί, και πόσο μάλλον να γίνει.
Κάπου τον ξαναείδα, σ’ ένα γήπεδο. Καθόταν λίγες σειρές μπροστά μου. Ανταλλάξαμε κάποια βλέμματα, το θυμάμαι.
Τον θυμάμαι.
Ο λίγος καιρός πέρασε και πλέον δεν είχα κάτι να με σταματήσει από το να στρέψω το ενδιαφέρον μου εκεί. Μπορώ να πω, πως τον είχα βάλει στο μάτι. Κάτι είχε. Κάτι τόσο ιδιαίτερο που με τράβαγε πάνω του.
Κάπως ήρθανε τα πράγματα, και αυτός βρισκόταν απέναντι μου, καθισμένοι και οι δυο. Τον θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνη τη μέρα. Φόραγε μια πανάκριβη μπλούζα, μαύρη, που τόσο πολύ του πήγαινε.
Το βλέμμα μου δεν μπορούσε παρά να καρφωθεί πάνω του.
Θα με χαρακτήριζα ισχυρογνώμον άνθρωπο, και αρκετά ευσυνείδητη. Μορφωμένη, εθισμένη σε συζητήσεις μα με ενα ελάττωμα θα ανέφερε κανείς. Ανήμπορη να βάλω τελεία. Μα μαζί του δεν ήταν έτσι. Πρώτη φορά δεν ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω, απλά τον άκουγα. Ο λόγος του ήταν τόσο δομημένος, είχε τέτοια ροή. Μου ανέπτυξε θέματα και μου έδειξε οπτικές που δεν είχα σκεφτεί. Μου είχε κάνει τέτοια εντύπωση.
Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα μαζί του, και πως βρεθήκαμε έξω απ’ το σπίτι μου. Μιλώντας, αναλύοντας, γελώντας. Πειράζοντας ο ένας τον άλλον.
Κάτι με είχε εξιτάρει τόσο πολύ πάνω του. Το χιούμορ του, το τουπέ του. Θα δυσκολευόμουν να πιστέψω οτι θα πέρναγε απαρατήρητη σε κάποια. Μα πως; Το θεωρούσα αδύνατο.
Είχα εθιστεί σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ρώταγα συνεχώς για εκείνον. Που θα ‘ναι και αν θα ‘ρθει μαζί μας. Τον έψαχνα παντού. Ετοιμαζόμουν σε κάθε μου έξοδο μήπως και τον πετύχω κάπου. Ως που τον είδα όντως. Όχι τυχαία, προφανώς. Είχα κάνει τα πάνδεινα για να μάθω αν θα ‘ναι εκεί μαζί μας. Τον παρατηρούσα από μακριά να μειώνει την απόσταση μεταξύ μας με ένα χαμόγελο φορεμένο, κι έναν καφέ στο χέρι. Στάθηκε δίπλα μου. Κι εκεί ήταν που ήξερα πως δεν μπορώ, παρα να κάθομαι να τον κοιτάω. Όλοι μου οι φίλοι με κοίταγαν και χαζογέλαγαν, όσο εγώ χαζογέλαγα με ο,τι έλεγε εκείνος, φορώντας το μπουφάν του.
Έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω τι έχω πάθει. Γιατί με ταράζει τόσο το να βρίσκεται κοντά μου και το να με ακουμπάει δήθεν καταλάθος. Γιατί όταν μου μιλάει κοκκινίζω και γιατί δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω του.
Δε νομίζω πως μπορώ να περιγράψω με λεξεις πως ένιωσα την πρώτη φορά τα χέρια του ακούμπησα το πρόσωπο μου. Ή πως όταν τα χείλη μου ακούμπησαν το δικό του. Το είχα αγκαλιάσει με τις παλάμες μου σα να ήξερα, πως, αυτή ήταν η στιγμή μου, και ίσως η μοναδική μου ευκαιρία.
Δεν υπήρχε ποτέ κάτι μεταξύ μας. Τουλάχιστον για εκείνον. Τίποτα πέρα από κάποια χαζά φιλιά. Αλλά αν επιμένει τόσο πως δεν ήμουν τίποτα παρά πάνω από μία αφελή έφηβη γι’ αυτόν τότε γιατί ένιωθα το βλέμμα του να με καίει και γιατί ένιωθα τόση ένταση στον χώρο; Δεν γίνεται να μην την ένιωθε κι αυτός. Το πεδίο ήταν τόσο ηλεκτρισμένο ακόμα και με την απόσταση που είχαμε.
Έχω φτάσει στο σημείο να μην μπορώ να κοιμηθώ χωρίς να τον βλέπω στον ύπνο μου αλλά παράλληλα αρνούμαι να παραδεχτώ ότι τα συναισθήματα μου για εκείνον είναι τόσο βαρυσήμαντα.
Φοβάμαι μέχρι και να αποτυπώσω εκείνη την λέξη που θα περιέγραφε με ακριβή τρόπο το πως νιώθω, πόσο μάλλον να την ξεστομίσω. Φαντάζει αδύνατο. Οπότε υπεκφεύγω με κάθε πιθανό τρόπο να μιλήσω για εκείνον.
Μα δεν γίνεται. Όλα γυρίζουν γύρω του. Οι παρέες μου, οι βόλτες μου. Οι γνωστοί μου, τα τραγούδια που ακούω. Τα ποιήματα που γράφω. Ο τρόπος που ντύνομαι, που κινούμαι στον χώρο.
Όλα μου τον θυμίζουν. Όλα έχουν χαραγμένο το όνομα του. Ολα μυρίζουν σαν αυτόν. Η θύμηση του με στοιχειώνει και το να ξέρω πως είναι αναπόφευκτο να τον ξαναδώ, με κάνει να μη θέλω να βγω απ’ το σπίτι.
Είμαι σε αδιέξοδο. Βρίσκομαι σε έναν φαύλο κύκλο, επαναλαμβάνοντας και ζώντας την ίδια ιστορία συνεχώς με διαφορετικά πρόσωπα. Μα είμαι ανήμπορη να ξεφύγω.
Οι φίλοι μου με κατηγορούν πως έχω χάσει το μυαλό μου. Πως δεν με έχουν ξαναδεί έτσι.
Δεν θέλω να μιλάω άλλο για εκείνον. Γιατί κάθε φορά που οποιοσδήποτε προφέρει έστω και τυχαία το όνομα του νιώθω το στήθος μου να βαραίνει.
Οπότε, έρχομαι στο συμπέρασμα πως το να συνεχίσω να λέω ψέμματα πως δεν με νοιάζει, πως δεν με επηρεάζει, είναι ανούσιο. Πως μου είναι αδιάφορος. Πως δεν με νοιάζει που είναι ��αι με ποια.
Γελάω.
Γελάω με την κατάσταση που έχω φτάσει γιατί οποιαδήποτε άλλη αντίδραση πλέον είναι ανώφελη. Γιατί όσο και να πιστεύω πως θα μπορούσε να υπάρξει το εμείς σ’ εκείνον δεν έχει περάσει στιγμή απ’ το μυαλό του.
16 notes · View notes
kavlorapano-stories · 3 months
Text
Εξομολογήσεις ΙΙΙ
Εμείς, παιδί μου, τότε δεν τα είχαμε αυτά. Δηλαδή, τα είχαμε αλλά όχι όπως είναι σήμερα. Τότε ήσασταν όλοι σας δακτυλοδεικτούμενοι. Είχαμε έναν στη γειτονιά, τον Πανούλη. Έμενε σ' ένα χαμόσπιτο που μετά τη δικτατορία γκρεμίστηκε για να περνάει ο δρόμος, που τότε ήταν ποτάμι. Στη δική του όχθη, έμενε μόνο εκείνος και η κατάκοιτη μάνα του, δεν υπήρχαν άλλα σπίτια. Όλοι οι υπόλοιποι μέναμε απέναντι. Μπορούσες να περάσεις το ποτάμι, αλλά γινόσουν χάλια. Βρεχόσουν.
Να μη στα πολυλογώ, εγώ τότε με τον παππού σου μέναμε σε μια μονοκατοικία. Δεν είχαμε κάνει ακόμα τη μάνα σου. Ο παππούς σου δούλευε σε βυρσοδεψείο, κάθε μέρα πήγαινε στον Πειραιά με τα πόδια. Άσε, παιδάκι μου. Αυτό το παλικάρι το ψηλό, το λιανό, που όλες το ζήλευαν στη γειτονιά, το κατέτρωγε το μεροκάματο. Το τι είχε τραβήξει αυτός ο άνθρωπος στη ζωή του το ξέρεις. Για να χτίσουμε το σπίτι, για να μεγαλώσουμε τη μάνα σας, άσε. Γυρνούσε το βράδυ και ήταν κατάκοπος. Του έβγαζα να φάει στην αυλή μας και δεν μιλούσε. Έτρωγε και μετά καθόμουν και του τραγουδούσα μέχρι που γλάρωνε και πήγαινε να κοιμηθεί. Ε, καμιά φορά, με κατάφερνε κι εμένα, αλλά εγώ πού όρεξη; Να πηγαίνω τηλεφωνήτρια στο νοσοκομείο το πρωί, στο αναψυκτήριο το απόγευμα, να γυρνάω να κάνω τη λάτρα, όρεξη είχα για κρεβατώματα θε μου σχώραμε;
Αλλά ήταν και μέρες που, παρά την κούραση, γυρνούσε ανήσυχος. Το έβλεπα στο μάτι του, ήταν αλλιώς. Γυάλιζε, δεν έβλεπες κούραση, σα να έψαχνε διαρκώς κάτι που δεν έβλεπε αλλά ήξερε ότι ήταν εκεί, ότι υπήρχε. Στην αρχή, δεν είχα καταλάβει τίποτα, στ' ορκίζομαι. Αλλά μετά, άρχισε να ξεπορτίζει κάποιες φορές μέσα στη νύχτα. 8 το βράδυ ήταν νύχτα, τότε. Δεν βγαίναμε ποτέ. Είχαμε συνηθίσει κι από τον πόλεμο, βλέπεις. Κι εκείνος ντυνόταν με το καλό του παντελόνι, φορούσε και το καπέλο του το οποίο έβανε μόνο σε γιορτές και επισκέψεις και έβγαινε. Έκανα να δω για που τραβούσε, αλλά τότε το σκοτάδι ήταν πήχτρα, δεν έβλεπες τίποτα στο ένα μέτρο. Μόνο το ποτάμι που ακουγόταν καμιά φορά και οι βατράχοι.
Δεν αργούσε. Το πολύ καμιά ώρα. Κι ερχόταν πάντα αμίλητος και δεν με κοίταζε στα μάτια. Δεν ήθελε να με βλέπει. Το καταλάβαινα και κρυβόμουν στην κουζίνα, δήθεν ότι μαγειρεύω για αύριο. Κι όποτε γδυνόταν εκείνες τις μέρες, τα πατζάκια του ήταν μούσκεμα. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό, αλλά δεν το είχα συνδυάσει. Μα να μπαίνει στο ποτάμι βραδιάτικα; Γιατί; Δεν καταλάβαινα τίποτα, το όρνιο.
Έτσι πέρασαν κανα δυο χρόνια. Τίποτα δεν άλλαζε. Η γειτονιά όλο και ρήμαζε, οι άνθρωποι λιώναμε στη δουλειά, μόνο η μάνα του Πανούλη που πέθανε. Δεν μας το είπε κανείς, απλά είδαμε να την παίρνουν με φορείο πίσω απ' τις κουρτίνες μας. Δεν τους μιλούσαμε, βλέπεις. Δεν είχαμε σχέσεις μαζί τους. Ο Πανούλης δεν κρυβόταν, έκανε μπαμ. Και κουνιόταν και μιλούσε σα γυναίκα και έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Βέβαια, φρόντιζε τη μάνα του, αυτό του το αναγνωρίζαμε όλες, αλλά ρε παιδάκι μου, άντρας πράμα να φέρνει διάφορους μέσα στο σπίτι. Φοβόμασταν για φασαρίες, τότε. Δεν θέλαμε τέτοια δίπλα στα τίμια σπίτια μας.
Αλλά σου είπα ότι η μάνα του Πανούλη πέθανε. Κι εκείνος δεν είχε άλλο τρόπο να μείνει στη γειτονιά. Ζούσε από τη σύνταξη του πατέρα του, αλλά αφού πέθανε η μάνα πάει κι η σύνταξη. Γιατί να του την έδιναν; Ως άπορη θυγατέρα; Με συγχωρείς που μιλάω έτσι παιδάκι μου αλλά τότε τέτοια αστεία κάναμε μεταξύ μας οι νοικοκυρές. Οπότε, μάθαμε ότι ο Πανούλης θα άφηνε το σπίτι και θα πήγαινε να γηροκομήσει μια θειά του στο Γύθειο. Μέσα σε τρεις μέρες τα είχε μαζέψει όλα και έβαλε ενοικιαστήριο. Επίσης, μια μέρα σηκωθήκαμε και βρήκαμε από μια γλάστρα του σε κάθε σπίτι στη γειτονιά. Δεν ήθελε να πεθάνουν τα φυτά του και μας τα μοίρασε έτσι, μυστικά. Εμάς μας έτυχε ένα γεράνι κόκκινο που το είχα μέχρι που ήσουν δέκα χρονώ, μετά το μάδησες και το' σπασες, ακούς τι ήσουν; Τέλος πάντων.
Και την επόμενη, εκεί κατά τη δύση, καθόμασταν με τον παππού σου στην αυλή και βλέπουμε κάτι να κινείται στο ποτάμι. Ήταν ο Πανούλης μ' ένα δισάκι στον ώμο. Περπατούσε για πρώτη φορά αγέρωχος, κοιτώντας κατα πάνω το σπίτι μας. Τι γύρευε να έρχεται προς εμάς; Προς το σπίτι το δικό μας; Κοιτάω τον παππού σου με ανησυχία. Εκείνος τον κοίταζε αμίλητος. Μετά από λίγο, καταλαβαίνει ότι έχω τρεμουλιάσει και σηκώνεται απ' την καρέκλα του, σωστό βουνό και πλησιάζει την εξώπορτα. Ο Πανούλης μόλις που είχε φτάσει απ' έξω. Και σταμάτησε.
Δεν είπαν τίποτα. Απλά κοιτάχτηκαν για λίγο και μετά ο Πανούλης κίνησε προς τα ΚΤΕΛ. Ο παππούς σου έμεινε εκεί για λίγο και κοιτούσε το ποτάμι και το χαμόσπιτο απέναντι. Μετά ήρθε μαζί μου και κάθισε.
Ε, μετά δεν άλλαξε τίποτα. Ο παππούς σου δεν ξαναξεπόρτισε. Μετά κάναμε και τη μάνα σας και τα λοιπά. Απλά, ο παππούς σου άρχισε να ασχολείται με τον κήπο και τον γέμισε με κόκκινα γεράνια. Τότε, να σου πω, κάτι κατάλαβα αλλά δεν ήμουν και σίγουρη. Και γενικά, παιδάκι μου, τότε δεν τα έλεγες αυτά τα πράματα και μάλιστα για τον άντρα σου. Αφού ήταν καλός μαζί μας, και δούλευε και μας τάιζε και μας αγαπούσε και δεν είχε καταλάβει η γειτονιά, εμένα τι με ένοιαζε τι έκανε ο παππούς σου;
Αλλά πες μου τώρα εσύ, παιδάκι μου, που είσαι από κείνους, μετά απ' αυτά που σου είπα, τι λες; Κατάλαβες κι εσύ αυτό που κατάλαβα;
5 notes · View notes
v1ckymult1fand0m · 10 months
Text
Τα Ντάλια-Αγγελα παραλελς που μου ζήτησε ένα (1) άτομο.
Και οι δύο τους μεγάλωσαν με μη ιδανικούς γονείς οι οποίοι δεν τους έδιναν ιδιαίτερη σημασία ή ήταν σκληροί απέναντι σ��ις κόρες τους (δεν μιλάμε για τον πατέρα της Αγγέλας γτ φαίνεται πως ήταν οκ). Είχαν και οι δύο από λίγους έως ανύπαρκτος φίλους στην ζωή τους (το λίγους είναι επειδή υπονοείται ότι η Αγγέλα έκανε παρέα με τουλάχιστον ένα παιδί στην Γ' Γυμνασίου), και έφαγαν και οι δύο τους χοντρό μπουλινγκ από τους συμμαθητές τους. Στον ερωτικό τομέα και οι δύο τους είχαν κυρίως σύντομες σχέσεις χωρίς κάποια κατάληξη (Ο Βέλγος αρραβωνιαστικός της Νταλιας, όλες οι σχέσεις της Αγγέλας).
Γενικότερα έζησαν τις ζωές τους και οι δύο πάρα πολύ μοναχικά και είχαν την τάση να απομονώνονται από θέληση όταν τα πράγματα δυσκόλευαν, έχοντας πολύ λίγες επαφές στην καθημερινή τους ζωή. Επίσης στις ζωές και των δύο έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο το χρήμα. Η Ντάλια μεγάλωσε και έζησε ως δισεκατομμυριούχα ενώ η Αγγέλα ήταν στην βιοπάλη από την ηλικία των δεκατεσσάρων, πράγμα που κάνει τις ζωές και των 2 πρακτικά εξαρτημένες από το χρήμα.
Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά αυτών των δύο. Η Ντάλια μεγάλωσε με όλες τις ανέσεις και πολύ προστατευμένη από τον κόσμο ενώ η Αγγέλα αναγκάστηκε πρακτικά από την Δ' Δημοτικού να μάθει πως να υπερασπίζεται τον εαυτό της και δεν είχε καμία προστασία. Και αυτός είναι πιστεύω ο λόγος που η Αγγέλα ήταν τόσο απότομη απέναντι στην Ντάλια στην αρχή. Είδε τις ομοιότητες τους και θύμωσε που ένα άτομο που πέρασε παρόμοιες εμπειρίες με την ίδια είχε μια τόσο προστατευμένη και 'εύκολη' ζωή. Συνδυασμένο με την χαμηλή εκτίμηση της Αγγέλας για την σημαντικότητα των σχέσεων καταλήξαμε στην σκηνή που μαθαίνουν την αλήθεια..
12 notes · View notes
solmeister13 · 2 years
Note
Για ποιο λόγο δεν θα είναι όλο το wnc στις συναυλίες και οι στάνταρ θα είστε μόνο εσύ και η Μαρσό;
Δεν το λέω καθόλου για hate,σας ακούω πολλά χρόνια και σας εκτιμώ όλους το ίδιο απλώς θέλω να καταλάβω το σκεπτικό αυτής της απόφασης, διότι το wnc είναι συγκρότημα και νόμιζα πως σαν συγκρότημα θα γίνει το tour.
Υ.Γ Μας έλειψες πολύ,πως είσαι και σε τι βάση βρίσκεσαι καλλιτεχνικά;
Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις επί αυτού, αν και το 'χω εξηγήσει ένα εκατομμύριο φορές, το λέω άλλη μία και εξηγείστε το κι εσείς σε όποιον βλέπετε να το ρωτάει.
Εγώ και η Marseaux, είμαστε δηλωμένοι τραγουδιστές μέχρι και στην εφορία. Είναι το επάγγελμα μας και ζούμε από αυτό. Τα παιδιά στο WNC δεν είναι ακόμα σε επίπεδο να κάνουν αυτό το βήμα, καθώς το εισόδημα τους από τη μουσική δεν τους επιτρέπει να αφήσουν τις μη-καλλιτεχνικές δουλειές τους.
Όταν λοιπόν ένα τουρ διαρκεί κοντά ένα μήνα, σπαστά, καμία δουλειά δε σου δίνει 12 μέρες ρεπό επειδή θες να γίνεις τραγουδιστής. Δυστυχώς, όσο μεγαλώνεις, γίνεται όλο και πιο δύσκολο το να μπορείς να τα κάνεις όλα για την καύλα σου. Μετά τα 25, λίγοι έχουν την ευχέρεια να γυρνάνε την Ελλάδα κάθε ΣΚ, για ένα μήνα, ακόμα και να τους έδιναν τα ρεπό. Είναι πάρα πολύ κουραστικό και εάν δουλεύεις πέντε μέρες 8ωρο, θες και κάπου να ξεκουραστείς.
Παραδόξως, η λύση είναι στο δικό σας χέρι. Εάν θέλετε περισσότερο από κάποιον καλλιτέχνη, φροντίστε να προωθείτε τη μουσική του όπου σταθείτε κι όπου βρεθείτε. Αυτό θα του δώσει την ευχέρεια να έρθει σε όλες τις πόλεις, να ζει και να ασχολείται μόνο με αυτό και να σας δώσει κι εσάς αυτό που θέλετε. Κανείς δε γίνεται γνωστός μόνος του, οι fans του τον κάνουν. Για το CKND μια γενιά ολόκληρη μίλαγε με πάθος και κατέληξε να το ξέρει λίγο πολύ όλος ο κόσμος, άρα αυξήθηκαν τα έσοδα, άρα τα επένδυσα στο να φτιάξω ένα στούντιο, άρα αυξήθηκε η ποιότητα, άρα το τελικό αποτέλεσμα έγινε καλύτερο, άρα το άκουσε περισσότερος κόσμος, άρα δε χρειαζόμουν δουλειά, άρα έχω χρόνο να πάω όπου υπάρχουν έστω και 100 άνθρωποι που ακούν τη μουσική μου και να τα σπάσουμε μαζί.
Η Marseaux αντίστοιχα είναι ένα φαινόμενο που προκαλεί ανθρώπους έξω από τον κύκλο του WNC να μιλήσουν για τη μουσική της κι ας μην ξέρουν ούτε τα βασικά, ότι τα τραγούδια της τα γράφω εγώ. Δεν πειράζει. Δεν δίνεις εξετάσεις για να γίνεις φαν και αν θες να ακούς μόνο το "Βότκα Βύσσινο" με γεια σου, με χαρά σου.
Με αφορμή λοιπόν το Alles Klar και την αγάπη που ξέρω πως έχετε στον Geo, βοηθήστε τον να πετύχει το όνειρο του με τον τρόπο σας και όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν, το δευτερόλεπτο που θα είναι εφικτά.
Αυτό σας το υπόσχομαι εγώ και ξέρετε πως δε σας έχω αθετήσει ποτέ υπόσχεση.
Υ.Γ. Τα καλλιτεχνικά μου έρχονται στα επόμενα ask.
125 notes · View notes
babiskavvadias · 1 year
Text
Η απελευθέρωση - Μπάμπης Καββαδίας
(2ο βραβείο στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος για τον El Greco, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2014)
Tumblr media
Κοίταξε το ρολόι του. Πριν προλάβει να δυσανασχετήσει για την διαφαινόμενη αργοπορία του άλλου, τον είδε να περνάει έξω από τη τζαμαρία του καφέ. Την επόμενη στιγμή σάρωνε από την πόρτα με μια αγχωμένη ματιά το εσωτερικό. Δεν χρειάστηκε να του κάνει νόημα. Πλησίασε το τραπέζι έχοντας κάτω απ’ την μασχάλη του ένα τετράγωνο δέμα, 40 επί 40, τυλιγμένο με κίτρινο χαρτί και δεμένο με σπάγκο από λινάρι.
«Τά ‘φερες;» τον ρώτησε ο νιοφερμένος, χωρίς να καθίσει, σφίγγοντας στο στήθος του με τα δυο του χέρια το δέμα, γερά αλλά και τρυφερά, σα μωρό.
Δεν απάντησε αμέσως. Σκάλωσε για λίγο στην εμφάνισή του. Ήταν δυνατόν; Αυτός ο κακομοίρης; Το βλέμμα του ταξίδεψε στους γκρίζους κροτάφους -της ταλαιπώριας, όχι της γοητείας-, στους μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια -αναμφίβολα μόνιμο χαρακτηριστικό κι όχι πρόσκαιρο σημάδι ενός ξενυχτιού-, στους σκυφτούς ώμους, στα τριμμένα ρούχα. Το γενάκι και τα ρουφηγμένα μάγουλα του έδιναν μορφή ασκητική. Η ομοιότητα -σκέφτηκε- ήταν εντυπωσιακή για να είναι τυχαία.
«Εδώ είναι;» τον ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι του το δέμα.
Αγριωπά ο άλλος επανέλαβε την ερώτησή του.
«Τά ‘φερες;»
Χαμογέλασε πλατιά για να τον καθησυχάσει.
«Και βέβαια. Αλλά πρώτα θέλω να τον δω.»
Σήκωσε τα χέρια του προς το δέμα. Ο άλλος τραβήχτηκε.
«Περίμενε!» έκανε απότομα. «Όχι ακόμα. Να δω τα λεφτά.»
Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά και σήκωσε κάτω απ’ το τραπέζι ένα σάκο. Τον τοποθέτησε στην καρέκλα δίπλα του και τον άνοιξε προς το μέρος του: Δεσμίδες πενηντάρικων και εικοσάρικων μέχρι απάνω.
«Είναι όλα εδώ. Τώρα, τον πίνακα.»
Με το ένα χέρι έδωσε το σάκο και με το άλλο πήρε το δέμα. Ψηλάφισε τις άκρες του και ένοιωσε την ανάγλυφη διακόσμηση της κορνίζας. Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Ήταν αλήθεια! Με την κορνίζα τον βούτηξε!», σκέφτηκε. Δεν τόλμησε να πάει το χέρι του προς το κέντρο· φοβόταν μην πειράξει τον καμβά. Έκανε να τραβήξει τον σπάγκο, για ν’ ανοίξει το δέμα.
«Μη!» έσκουξε πνιχτά ο άλλος. «Όχι εδώ! Όχι μπροστά μου!» Τον κοίταξε με απορία, καθώς ο άλλος έβαζε το χέρι μέσα στο σακάκι του και έβγαζε μερικές φωτογραφίες πολαρόιντ. «Θα πρέπει να σ’ εμπιστευθώ για τα λεφτά. Κι εσύ, θα πρέπει να μ’ εμπιστευθείς για τον πίνακα», είπε πιο μαλακά. Ακούμπησε τις πολαρόιντ στο τραπέζι και κάθησε. Ήταν έντεκα, με ημερομηνίες σημειωμένες στο άσπρο τους περιθώριο. 21/3/2003, 21/3/2004, 21/3/2005 και ούτω καθεξής. Όλες τους απεικόνιζαν το ίδιο πράγμα: Τον πίνακα, ενώ το κεφάλι που φαινόταν μπροστά απ’ αυτόν ανήκε αναμφίβολα στον συνομιλητή του. Πόσο μέσα είχε πέσει! Το κεφάλι του ήταν ολόιδιο με αυτό της φιγούρας στον πίνακα. Θα ‘λεγες ότι ο Ελ Γκρέκο τον είχε στο εργαστήρι του, για μοντέλο. Ναι, σκέφτηκε, δεν θα του φαινόταν παράξενο, αν αυτή η ταλαιπωρημένη φιγούρα ήταν ένας ζωντανός νεκρός, καταδικασμένος να τριγυρνά στον πάνω κόσμο, 500 χρόνια τώρα. Ξανακοίταξε την πρώτη πολαρόιντ. Όχι. Αυτός που ποζάρει μπροστά στον πίνακα δεν είναι απέθαντος. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή, με μάτια που αστράφτουν από ενθουσιασμό. Το νεανικό του πρόσωπο δεν το σκιάζει τίποτα. Μόλις κατόρθωσε το ακατόρθωτο και το απολαμβάνει. Όχι, τα σύννεφα αρχίζουν να εμφανίζονται στις επόμενες πολαρόιντ. Ο πίνακας παραμένει αναλλοίωτος, αλλά ο άνθρωπος μπροστά του αλλάζει. Το χέρι που κρατάει τη φωτογραφική μηχανή τραβώντας αυτές τις selfies χαμηλώνει σιγά σιγά, χρόνο με το χρόνο. Και ο άνθρωπος κοιτάει τον φακό όλο και πιο εξαντλημένος. Οι πρώτες φωτογραφίες ήταν τρόπαια νίκης. Οι μεσαίες φλέρταραν με την αγγαρεία. Στις τελευταίες, η λάμψη του ενθουσιασμού στα μάτια έχει δώσει ξεκάθαρα τη θέση της στην λάμψη της τρέλας και της απόγνωσης.
Όσο ο άλλος ψαχούλευε τις δεσμίδες μέσα στην τσάντα, εστίασε στο δεύτερο επίπεδο των πολαρόιντ, στον πίνακα: Ναι, ήταν αυτός. Ένας χαμένος για αιώνες Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης λαμβάνων τα στίγματα, του Ελ Γκρέκο, έργο περίπου του 1595. Μια από τις 6-7 παραλλαγές που έκανε με αυτό το θέμα ο Δάσκαλος –και σώζονται ακόμα.
Tumblr media
Αφού ρούφηξε φωτογραφία την φωτογραφία, άφησε τις πολαρόιντ στο τραπέζι και εξέτασε τον άλλον. Έτρεμε, και όχι λόγω του ότι ψηλαφούσε τόσες χιλιάδες ευρώ. Και πριν έτρεμε, πριν πάρει στα χέρια του το σάκο. Και στο τηλέφωνο η φωνή του ακουγόταν τρεμάμενη. Πώς διάολο μπόρεσε αυτό το ανθρώπινο ράκος, να κάνει τη «ληστεία του αιώνα» πριν 11 χρόνια;
Εντάξει, δεν ήταν μόνος του. Οι συνεργάτες του, όμως δεν φάνηκαν ιδιαίτερα έξυπνοι, αν τους κρίνεις απ’ το ότι πιάστηκαν μέσα στη βδομάδα μετά τη ληστεία. Μπα… Δεν είχε νόημα να τον ρωτήσει λεπτομέρειες. Όλοι τις γνώριζαν. Και ένας 12χρονος μπορεί να googlάρει και να τις μάθει. Ο πίνακας, που ανήκε σε μια ιδιωτική συλλογή, βρισκόταν στην Αθήνα για μια έκθεση. Η λήξη της έκθεσης και η μεταφορά των έργων στο αεροδρόμιο για να επιστραφούν αυτά στους ιδιοκτήτες τους, συνέπεσε με μια από τις μεγαλύτερες πορείες ενάντια στους βομβαρδισμούς στο Ιράκ. Ένας συνδυασμός καλών πληροφοριών, ερασιτεχνισμών των διοργανωτών της έκθεσης, αποφασισμένων συνεργατών και χιλιάδων εξαγριωμένων διαδηλωτών που είχαν ξεχυθεί από την Ομόνοια ως τον κόμβο Αμπελοκήπων είχε σαν αποτέλεσμα τα φορτηγά να χτυπηθούν, λίγα μόλις λεπτά μετά την αναχώρησή τους από την Εθνική Πινακοθήκη. Δέκα πίνακες ανυπολόγιστης αξίας έκαναν φτερά. Με τους συνεργούς ανακαλύφθηκαν οι εννιά. Ο δέκατος, αυτός ο Ελ Γκρέκο, εξαφανίστηκε, μαζί με τον εμπνευστή και οργανωτή της καταδρομικής επιχείρησης. Και τώρα, ω τώρα! τους είχε και τους δύο μπροστά του.
Ξανακοίταξε τις πολαρόιντ. Τις έφερε ακόμα πιο κοντά στα μάτια του. Ναι, ο πίνακας ήταν αναμφίβολα κρεμασμένος, από καρφί. Ο τοίχος φαινόταν ο ίδιος. Και στις 11 φωτογραφίες. Μόνο το χρώμα του σκούραινε σταδιακά, μαρτυρώντας το πέρασμα των χρόνων -και την ηλικία των πολαρόιντ. Ώστε έτσι λοιπόν. Για 11 χρόνια ο πίνακας βρισκόταν στο ίδιο μέρος. Από την πρώτη μέρα που κλάπηκε. Και μαζί του ήταν και ο κλέφτης. Γούστο θα είχε, να τον είχε συνέχεια κρεμασμένο στο σπίτι του, στο σαλόνι του, στο γραφείο του ή στην κρεβατοκάμαρά του! Να τον βλέπουν οι επισκέπτες του, οι φίλοι του, η ή ο σύντροφός του.
Ο άλλος σταμάτησε το ψευτομέτρημα των λεφτών και τον κοίταξε. Δεν έτρεμε τόσο πολύ πλέον. Η έκφραση στο πρόσωπό του είχε μαλακώσει. Ψέλλισε ένα «Σ’ ευχαριστώ». Για τα χρήματα; Είναι δυνατόν; Αυτός ο επαγγελματίας να λέει «σ’ ευχαριστώ;» Τι διάολο είχε πάθει;
«Σ’ ευχαριστώ που τον παίρνεις από μένα. Δεν άντεχα άλλο.» Σταμάτησε και πήρε δυο ανάσες. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φορές έφτασα στα πρόθυρα να τον καταστρέψω.»
Γιατί τόσο μίσος για ένα τέτοιο αριστούργημα;
«Μετά το χτύπημα εξαφανίστηκα. Τσιμπάγανε και τους δικούς μου… Ούτε σκέψη να τον σπρώξω ακόμα. Ο αγοραστής που τον περίμενε ήξερε ότι ήταν στο πρόγραμμα μια κάποια περίοδος αναμονής μέχρι να τον πάρει στα χέρια του…»
Το αγρίμι που βρυχιόταν μπροστά του 5 λεπτά της ώρας πριν, πλέον είχε εξαφανιστεί. Τα λόγια σιγά σιγά έρρεαν αβίαστα και συγκροτημένα από το στόμα του. Λες; Τα χιλιάρικα εξανθρώπισαν τον πίθηκο;
«Ήμουν ευτυχισμένος. Δεν μ’ ένοιαζε που έπρεπε να κρύβομαι στα λαγούμια και να μη ξεμυτίζω καθόλου. Ήταν μέρος της δουλειάς. 15 χρόνια στο κουρμπέτι τα είχα μάθει καλά. Και η πληρωμή τις άξιζε αυτές τις θυσίες. Δεν μ’ ένοιαζε τι έκλεβα. Με το που έβγαζα την πρώτη πολαρόιντ, τα καταχώνιαζα και δεν ασχολιόμουνα με δαύτα. Διάβαζα τα βιβλία που είχα αφήσει στην άκρη, άκουγα τους δίσκους που δε�� είχα προλάβει να ακούσω, έβλεπα ταινίες, έκανα ό,τι έχανα όσο καιρό προετοίμαζα το κάθε χτύπημα. Και όταν καταλάγιαζε ο αχός, τσουπ, ξεμυτούσα, παρέδιδα και εισέπραττα. Και ξεκίναγα την ετοιμασία για το επόμενο.»
Ρούφηξε μια γερή γουλιά νερό από ένα ποτήρι που ήταν στο τραπέζι.
«Όλα πήγαιναν ρολόι, σε όλες μου τις δουλειές. Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου αυτός ο αναθεματισμένος.» Δεν έδειξε τον πίνακα. Δεν κοίταξε καν προς την καρέκλα που είχε ακουμπήσει ο άλλος το δέμα.
«Το βλέμμα του, αχ… το βλέμμα του… Αν τον δεις, θα καταλάβεις. Μου μοιάζει. Φτυστός είμαι. Στην αρχή τον άφησα κρεμασμένο. Σίγουρα ήταν ό,τι ομορφότερο είχα κλέψει ποτέ. Προσποιόμουν ότι ήταν καθρέφτης. Και άρχισα να του μιλάω, σαν να μιλούσα στον εαυτό μου. Φτου σου, ομορφάντρα μου. Τι φάτσα, τι κορμοστασιά. Τα μάτια του, δυο αναμμένα κάρβουνα που λάμπανε μέσα σε τόση μαυρίλα, πιο δυνατά κι απ’ τον Εσταυρωμένο που έστελνε απ’ την γωνιά του, πάνω αριστερά, τα στίγματα στον Φτωχούλη Άγιο. Κι αυτός μου απαντούσε, ξέρεις. Έστριβε το βλέμμα του και μού ‘λεγε πόσο πολύ χάρηκε που τον πήρα εγώ. Πόσο άξιος ήμουν που κατάφερα τέτοιο κόλπο και που ήμουν ακόμα ελεύθερος. Πως είχα επιδείξει τέτοια ευφυία, που όμοιά της δεν είχε συναντήσει άλλη φορά στην πεντακοσαετή του ύπαρξη, παρά μόνο όταν ο Ελ Γκρέκο σκούπιζε απέναντί του τα πινέλα του και τον κοιτούσε ολοκληρωμένο. Από τότε, στις τόσες χιλιάδες κόσμου που πέρασαν μπροστά του, κανένας δεν ήταν αντάξιός του.»
Αναστέναξε βαθιά και ρούφηξε μια ακόμα γουλιά νερό πριν συνεχίσει.
«Στο χρόνο ο αγοραστής άλλαξε γνώμη. Γαμημένοι νεόπλουτοι. Καμία σχέση με τους παλιούς ευρωπαίους αριστοκράτες. Τσαπατσούληδες κι ανυπόμονοι. Κι έτσι έμεινα με τον πίνακα. Δεν μπορώ να πω ότι στεναχωρήθηκα. Στα δύο χρόνια άρχισα να βγαίνω πάλι έξω, για να ξαναστήσω το δίκτυό μου. Ίσως και να βρω νέο αγοραστή. Και με έβλεπε να βγαίνω και δυσφορούσε. Είχε συνηθίσει, φαίνεται, τα ταξίδια, τους ανθρώπους, τις φροντίδες. Άρχισε να γκρινιάζει. Το βλέμμα του συνοφρυώθηκε. Σου φαίνεται απίστευτο, ε; Κι όμως. Έγινε ακόμα πιο σκυθρωπός. Και τα δάχτυλά του, αχ, αυτά τα μακριά δάχτυλα, εκεί που πριν τεντώνονταν σε ικεσία προς τον Εσταυρωμένο, τώρα σφίγγονταν σχεδόν σε γροθιά, αδιαφορώντας για το κόκκινο στίγμα στην παλάμη, με μόνο το δείχτη να στρέφεται απειλητικά προς εμένα. Θυμόταν τα χέρια του Δασκάλου όταν δουλεύαν πάνω του. Πώς τον φρόντιζαν, πώς τον χάιδευαν, πώς τον ομόρφαιναν. Πώς βλαστήμαγε σε μια λάθος πινελιά. Μα, πώς την ξεχώριζε τη λαθεμένη ανάμεσα στις τόσες ακατάστατες; Τι φοβόταν; Μην δείχνω εγώ άσχημος –μου έλεγε- ή μήπως μειωνόταν η αμοιβή του; Μήπως πληττόταν η υστεροφημία του; Του φώναζα, Σκάσε! Για να σε κλείσουν σ’ ένα σκοτεινό παρεκκλήσι σ’ έφτιαχνε! Για να σε χαζεύει κάποιος χοντρομπαλάς ευγενής, ή ένας διεστραμμένος επίσκοπος! Για να σε φιλάνε σιχαμένα χείλη και να γονατίζουν μπροστά σου βαρεμένοι θρησκόληπτοι! Για να μουτζουρώνεσαι απ’ την καπνίλα των κεριών! Αλλά αντί να ησυχάζει, φούντωνε! Τι λες ανθρωπάκι, μου απάνταγε. Η κάθε παραγγελία ήταν μόνο η αφορμή. Η σπίθα που έβαζε φωτιά σε ό,τι ήξεραν οι τοτινοί, σε ό,τι τόλμαγαν να φανταστούν οι κατοπινοί. Εσύ βλέπεις το πρόσωπό μου, τα παραμορφωμένα μου χαρακτηριστικά. Δεν μπορείς να διακρίνεις τίποτα πίσω από το μαύρο. Υπάρχουν άλλοι όμως που μπορούν. Και θέλουν να δουν. Και θέλουν να δείξουν σ’ όλο τον κόσμο τι κρύβεται πίσω από τις σκοτεινές μου γωνίες. Δες αυτή την πινελιά, στ’ αριστερό μου χέρι. Γιατί είν’ αλλιώτικη απ’ τις άλλες; Τι έκανε το Δάσκαλο να πατήσει έτσι το πινέλο του πάνω μου κι όχι αλλιώς; Ξέρεις εσύ; Μπορείς να καταλάβεις; Δες την πολύτιμη υπογραφή του, σα να είναι γραμμένη σε ένα παλιόχαρτο, που πίσω του κρύβει τα μεγαλύτερα μυστήρια του κόσμου!»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Με έκανε σκουπίδι. Κάθε μέρα. Κάθε του φράση, μια ακόμα επιβεβαίωση της ασημαντότητάς μου. Ποιος είσ’ εσύ, μού ‘λεγε, που με κρατάς εδώ φυλακισμένο; Επέζησα από πολέμους, από καταστροφές, από λεηλασίες. Είδα να περνούν από μπροστά μου όλων των λογιών οι ανθρώποι. Τι νομίζεις, ότι είσαι ο πρώτος που έβαλε τ’ άνομο χέρι του πάνω μου; Υπερφίαλοι αξιωματικοί του Ναπολέοντα, ναζιστικά σκουλήκια, τσιράκια του Φράνκο… Κι εγώ να μην μπορώ να τον ξεκρεμάσω. Τι μου ζητάς; του ούρλιαζα. Σε ποιους θες να κηρύξεις την Πενία; Στο λαουτζίκο; Ήρθες καθυστερημένος! Κι άλλοι, πότε σ’ άκουσαν για να σ’ ακούσουν τώρα; Και τον άφηνα εκεί, να με ξεφτιλίζει… Γιατί ήξερα ότι είχε δίκιο. Με πλησίασαν αγοραστές, αλλά, για να τον τιμωρήσω –χα! έτσι νόμιζα!-, τους αγνοούσα. Έντεκα χρόνια όμως είναι πολλά. Σώθηκαν και οι καβάτζες μου. Και έτσι, αποφάσισα να τον… απελευθερώσω, για να μην τον κάνω τελικά κομμάτια.»
Σηκώθηκε να φύγει.
«Ε! Τα λεφτά!», του φώναξε ο άλλος. Γύρισε και τον κοίταξε, γαλήνιος.
«Αυτά; Τα -πώς τα λέτε;- προσημειωμένα;», κάγχασε και ξανάκανε προς την έξοδο, με τα χέρια ψηλά, σαν να παραδινόταν.
Ο άλλος γέλασε.
«Χα χα! Τον κακομοίρη! Νομίζει ότι είμαι μπάτσος», μονολόγησε και κάθησε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του, περιμένοντάς τον να επιστρέψει. Γρήγορα θα διαπίστωνε ότι δεν θα τον συλλάμβανε κανείς.
3 notes · View notes
psyxhmou · 2 years
Text
Πράγματα που μου έμαθε το 2022 (32):
Δεν έχει 32 ο μήνας αλλά φρόντισε μέσα από την ψυχή σου να παραμείνεις ευτυχισμένη. Σε παρακαλώ, μην τυχόν και αφήσεις τον οποιονδήποτε να πάρει αυτό το χαμόγελο από πάνω σου, ούτε καν τους γονείς σου. Ούτε καν τους φίλους σου. Ούτε καν το αγόρι σου ή κάποιον τοξικό μαλάκα. Μην αφήνεις κανέναν να σε πείσει πως δεν αξί��εις γιατί αξίζεις τα πάντα. Πάρε την ζωή στα χέρια σου και μην μένεις με ανθρώπους που δεν σε πληρούν. Μην τυχόν και αφήσεις κανέναν να χαλάσει αυτό που έχετε, μην τυχόν και τον αφήσεις (ξέρεις για ποιον μιλάω) και δεν προσπαθήσεις για ο,τι αξίζει να μείνει, θα είσαι άξια της μοίρας σου γιατί τέτοια αγάπη, πραγματική αγάπη, δύσκολα θα βρεις και ακόμα πιο δύσκολα θα υπάρξει. Προσπάθησε να δουλέψεις οποιαδήποτε άλλη ανασφάλεια έμεινε για να δουλέψεις, ταυτόχρονα με την σχέση σου και βελτιώσου σε ακόμα καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Ταξίδεψε μαζί με τους ανθρώπους που αγαπάς και σε παρακαλώ, προσπάθησε να βρεις χρόνο για να πας στην κολλητή σου. Μαγείρεψε με το αγόρι σου, χόρεψε, γέλα με την ψυχή σου, βγες έξω με φίλους και σταμάτα να ντρέπεσαι. Ταξίδεψε στο εξωτερικό αν μπορείς, κόψε δεσμούς με ανθρώπους που δεν σε «εξυπηρετούν» κάπως, διάβασε τα βιβλία που είναι αδιάβαστα στο σπίτι σου αλλά και για να τελειώσεις την σχολή, βρες μια δουλειά (έστω και με την πρακτική) και δώσε τον καλύτερο σου εαυτό στο να βγει το βιβλίο ακριβώς όπως το θέλεις. Αγάπα σαν να μην υπάρχει αύριο και μην κρατήσεις ξανά τα συναισθήματα μακριά σου, όποια κι αν είναι η κατάληξη. Αγκάλιασε τον σφιχτά αύριο που θα τον δεις και μοιράσου όλες σου τις σκέψεις μαζί του. Δείξε του πόσο πολύ τον αγαπάς με πράξεις και με λόγια και κάνε τον να χαμογελάσει. Φίλησε τον και δείξε του τ��ν δρόμο για το «για πάντα». Γίνε η πρωταγωνίστρια του βιβλίου σου και προσπάθησε για το καλύτερο. Γιατί το αξίζεις. Περάσαμε τόσα και τόσα, βράδια που κλαιγαμε για ανθρώπους που δεν έδιναν δεκάρα για εμάς, κρίσεις πανικού σε αυτοκίνητα ανθρώπων που δεν θα ήταν άξιοι ούτε να τους κοιτάξεις, αλλά επιβιώσαμε. Και όχι μόνο αυτό αλλά βρήκαμε και ό,τι πραγματικά επιθυμούσαμε· ηρεμία και αγάπη. Πραγματική αγάπη. Ας μην την χαλάσουμε και την χαραμίσουμε αυτή την αγάπη λοιπόν.
2 notes · View notes
Text
Γιατί πρέπει η Αλβανία να αποκτήσει τώρα όπλα (Αλβανική ανάλυση)
Ως άνθρωπος που έζησε είκοσι χρόνια υπό ημιστρατιωτικό καθεστώς, σχεδόν μισούσα τον στρατό. Μου φαινόταν ο στρατός σαν μια αποθήκη γεμάτη περιττά πράγματα.  Αδιαφορούσα για τα στρατιωτικά και χρησιμοποιούσα τα όπλα που μας έδιναν ως αποκριάτικο στολισμό, δίπλωνα τα καπέλα με τα κόκκινα αστέρια που μου χάλασαν τα μαλλιά στην τσέπη, αποσυναρμολόγησα νωχελικά το Καλάσνικοφ μοντέλο […] Γιατί πρέπει η…
0 notes
thoughtfullyblogger · 10 days
Text
Γιατί πρέπει η Αλβανία να αποκτήσει τώρα όπλα (Αλβανική ανάλυση)
Ως άνθρωπος που έζησε είκοσι χρόνια υπό ημιστρατιωτικό καθεστώς, σχεδόν μισούσα τον στρατό. Μου φαινόταν ο στρατός σαν μια αποθήκη γεμάτη περιττά πράγματα.  Αδιαφορούσα για τα στρατιωτικά και χρησιμοποιούσα τα όπλα που μας έδιναν ως αποκριάτικο στολισμό, δίπλωνα τα καπέλα με τα κόκκινα αστέρια που μου χάλασαν τα μαλλιά στην τσέπη, αποσυναρμολόγησα νωχελικά το Καλάσνικοφ μοντέλο […] Γιατί πρέπει η…
0 notes
greekblogs · 10 days
Text
Γιατί πρέπει η Αλβανία να αποκτήσει τώρα όπλα (Αλβανική ανάλυση)
Ως άνθρωπος που έζησε είκοσι χρόνια υπό ημιστρατιωτικό καθεστώς, σχεδόν μισούσα τον στρατό. Μου φαινόταν ο στρατός σαν μια αποθήκη γεμάτη περιττά πράγματα.  Αδιαφορούσα για τα στρατιωτικά και χρησιμοποιούσα τα όπλα που μας έδιναν ως αποκριάτικο στολισμό, δίπλωνα τα καπέλα με τα κόκκινα αστέρια που μου χάλασαν τα μαλλιά στην τσέπη, αποσυναρμολόγησα νωχελικά το Καλάσνικοφ μοντέλο […] Γιατί πρέπει η…
0 notes
justforbooks · 3 months
Text
Tumblr media
Γαλλία: Και τώρα τι;
Όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει, η Γαλλία παραμένει χώρα των άκρων
Οι Γάλλοι ψηφοφόροι κινητοποιήθηκαν για μια ακόμα φορά —την έσχατη στιγμή— και το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, αν και φαίνεται ότι εκφράζει γύρω στο 35% του εκλογικού σώματος, κέρδισε μαζί με τους συνεργαζόμενους «μόνο» 143 έδρες. Υπενθυμίζω ότι πολλές δημοσκοπήσεις έδιναν στο ευρωσκεπτικιστικό κόμμα μέχρι και 288 έδρες, τουτέστιν την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Νομίζω ότι αυτές οι υποθέσεις και οι θρήνοι περί «ανόδου της ακροδεξιάς» προέρχονταν από πηγές που δεν γνωρίζουν τη Γαλλία: η Γαλλία είναι μια χώρα που όλοι διακηρύσσουν ότι ξέρουν — οι δημοσιολογούντες έχουν δημιουργήσει πολλές παρεξηγήσεις τις οποίες επαναλαμβάνουν οι τουρίστες στο Παρίσι και άλλοι τυχάρπαστοι ξερόλες.
Να με λίγα λόγια πώς έχουν τώρα τα πράγματα. Κατ’ αρχάς, η περιβόητη «άνοδος της ακροδεξιάς» είναι μύθος: το κόμμα της Λεπέν, όπως λέω, επί σειράν ετών έχοντας βαρεθεί τον ίδιο μου τον εαυτό, έχει μόνο ένα επιχείρημα· είναι one issue candidate. Αν δεν υπήρχε η ισλαμιστική διείσδυση, θα είχε παραμείνει Εθνικό Μέτωπο και θα είχε περιθωριοποιηθεί σε ένα χώρο φασιστοπειδών. Δεν υπάρχει άνοδος της ακροδεξιάς, υπάρχει στήριξη στο μοναδικό κόμμα που δεν μασάει τα λόγια του επί του θέματος Ισλάμ-κοινοτισμός-ευταξία-κοινωνική συνοχή-πολιτιστική ταυτότητα. Όσο για το υπόλοιπο πρόγραμμα της Εθνικής Συσπείρωσης, ουδείς από τους ψηφοφόρους το γνωρίζει, άρα ουδείς μπαίνει στον κόπο να το αμφισβητήσει μολονότι η αμφισβήτηση είναι εύκολη: οι λεπενιστές δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Εν πάση περιπτώσει, η σημερινή γαλλική Εθνοσυνέλευση περιλαμβάνει 143 άτομα τα οποία θα συμπεριφέρονται άσχημα και θα υπονομεύουν το νομοθετικό έργο. Το κύριο χαρακτηριστικό της Εθνικής Συσπείρωσης είναι η επιθυμία διάλυσης, η επιδίωξη του χάους: ακριβώς όπως και της Ανυπότακτης Γαλλίας, οι εκπρόσωποι της οποίας στην Εθνοσυνέλευση είχαν πάντοτε ανάρμοστη συμπεριφορά μέσα στην αίθουσα και έξω από αυτή. Επαναλαμβάνω λοιπόν πως, σε ό,τι αφορά την Εθνική Συσπείρωση, το μόνο που μπορεί να κάνει η προεδρία και η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί είναι να πάρουν από τα χέρια της τα καυτά ζητηματάκια στα οποία έχει δίκιο —ώστε να μην έχει τίποτα με το οποίο να παίζει και να επικεντρωθεί στα κουβαδάκια της.
H Aνυπότακτη Γαλλία και οι άλλοι ακροαριστεροί σχηματισμοί κέρδισαν περίπου τις μισές από τις 182 έδρες του Νέου Λαϊκού Μετώπου. Αυτή ήταν και αυτή παραμένει η δύναμη της άκρας αριστεράς: αν και τα τελευταία χρόνια ηγέτης είναι ο βετεράνος Ζαν-Λυκ Μελανσόν, η παράταξη έχει μακρά ιστορία και βαθιές ρίζες στη Γαλλία. Η άκρα αριστερά έχει σημαδέψει τους Γάλλους με τα ήθη της και με τα αντανακλαστικά της. Εξαιτίας αυτών των ηθών και των αντανακλαστικών, στη σημερινή συγκυρία, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με την προεδρία — πράγμα εξάλλου που έχει δηλώσει και από την πλευρά του ο Εμμανουέλ Μακρόν. Μένει να δούμε λοιπόν ποιοι από το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα προχωρήσουν στους επιθυμητούς συμβιβασμούς: οι δηλώσεις των Σοσιαλιστών Oλιβιέ Φωρ και Φρανσουά Ολλάντ μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων δεν ήταν ενθαρρυντικές· αντιθέτως, ήταν διχαστικές και καταγγελτικές· αυτή είναι η πολιτική κουλτούρα στη Γαλλία· τέτοια είναι η στενότητα του πνεύματος που μας φέρνει σε αδιέξοδα. Νομίζω ωστόσο ότι πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι δεν ευθυγραμμίζονται με τους υψηλούς τόνους της παραδοσιακής αριστεροσύνης: ακόμα και στελέχη του κόμματος του Μελανσόν απομακρύνθηκαν από την ηγεσία εξαιτίας του αριστερού σεχταρισμού· ο François Ruffin, ένας αξιαγάπητος τυπάκος που έζησε όλη την πολιτική του ζωή στην άκρα αριστερά διατηρώντας την ανθρωπιά του, εξελέγη παρότι διαφοροποιήθηκε. Η εκλογή του Ruffin μού φαίνεται μια ζωντανή απόδειξη της υπέρβασης του σεχταρισμού.
Η παράταξη του Εμμανουέλ Μακρόν κέρδισε 163 έδρες μαζί με τους συνεργαζόμενους: pas mal. Pas mal du tout. Τώρα, αναμένεται να λειανθούν οι διαφορές της με την κεντροδεξιά των Républicains και των συνεργαζομένων οι οποίοι κέρδισαν 68 έδρες μαζί με τα εύσημα ότι δεν προσχώρησαν στην Εθνική Συσπείρωση: το κεντροδεξιό κόμμα αντιστάθηκε στον πειρασμό διαγράφοντας τον πρόεδρό του Eric Ciotti, ο οποίος μπήκε, με το έτσι θέλω, σαν από μια τρελή παρόρμηση, στη λίστα της Λεπέν. Οπωσδήποτε, αν και η κεντροδεξιά θα στηρίξει την προεδρία, το νομοθετικό έργο θα είναι δύσκολο: η Γαλλία δεν μπορεί να κυβερνηθεί χωρίς 240-250 καλοπροαίρετους βουλευτές. Όμως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η συνεργασία της ομάδας του Λαϊκού Κόμματος με τη Renew Europe νομίζω πως είναι εύκολη και πιθανώς αυτονόητη.
Όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει, η Γαλλία παραμένει χώρα των άκρων: η αριστερά, οι φιλελεύθεροι και οι ακροδεξιοί δεν θα συμφωνήσουν ποτέ σε μια σειρά από καίρια ζητήματα όπως είναι η δημοσιονομική πολιτική, τα ελλείμματα, η αγροτική πολιτική, η παιδεία και η πολιτιστική ταυτότητα. Αυτή η μόνιμη ασυνεννοησία φέρνει τη Λεπέν σε ισχυρή θέση με ένα τέλειο αφήγημα διαμαρτυρίας προς εκμετάλλευση: ενόψει της εκστρατείας της για τη γαλλική προεδρία του 2027 μπορεί να λέει ότι η νίκη του κόμματός της εκλάπη μέσω των αφύσικων συμμαχιών και των παραιτήσεων στις τριγωνικές ψηφοφορίες: όπως όλοι ξέρουμε, το αφήγημα περί κλοπής των εκλογών ακούγεται και στις ΗΠΑ και γνωρίζει σημαντική επιτυχία.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
8 notes · View notes
Text
Γιατί πρέπει η Αλβανία να αποκτήσει τώρα όπλα (Αλβανική ανάλυση)
Ως άνθρωπος που έζησε είκοσι χρόνια υπό ημιστρατιωτικό καθεστώς, σχεδόν μισούσα τον στρατό. Μου φαινόταν ο στρατός σαν μια αποθήκη γεμάτη περιττά πράγματα.  Αδιαφορούσα για τα στρατιωτικά και χρησιμοποιούσα τα όπλα που μας έδιναν ως αποκριάτικο στολισμό, δίπλωνα τα καπέλα με τα κόκκινα αστέρια που μου χάλασαν τα μαλλιά στην τσέπη, αποσυναρμολόγησα νωχελικά το Καλάσνικοφ μοντέλο […] Γιατί πρέπει η…
0 notes
alexpolisonline · 3 months
Text
0 notes
followgeorgegr · 4 months
Text
Χριστίνα Σουλελέ: Διακοπές με άρωμα Κρήτης
Η Κρήτη το νησί που γέννησε τον Μινωικό πολιτισμό, γαλούχησε το Νίκο Καζαντζάκη και το Νίκο Ξυλούρη, μαγεύει με τα όμορφα τοπία της, την φιλοξενία της και την γαστρονομία της. Η συγγραφέας Χριστίνα Σουλελέ βρέθηκε έναν ζεστό Ιούλη στον Τζιτζιφέ Αποκορώνου Χανίων και με τον λογοτεχνικό της λόγο μεταφέρει τις στιγμές που έζησε με τους ντόπιους, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που ένιωσε.
Ήταν απόγευμα, όταν το πλοίο έδεσε στο λιμάνι της Σούδας και το υποδέχτηκε ένας ήλιος θερμός αλλά και ένας Νοτιάς, που η ανάσα του ανέδυε υγρασία και ζέστη μαζί. Ο Ιούλιος μήνας έμοιαζε να έχει ανεβάσει υψηλό πυρετό σε εκείνη τη γωνιά του Νότου. Κατέβηκα από τις σκάλες του πλοίου με το κορμί μουδιασμένο από το πολύωρο ταξίδι και στο λιμάνι με περίμενε η φίλη μου η Αργυρώ, για να με συνοδεύσει στο χωριό της, στον Τζιτζιφέ. Δεν ήταν η πρώτη που θα έκανα διακοπές στην Κρήτη, ήταν όμως η πρώτη φορά που θα έμενα σε ένα κρητικό χωριό, που απείχε πολύ από καθετί τουριστικό.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε προς τα χωριά του Αποκόρωνα. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό της, τα Λευκά όρη φαίνονταν επιβλητικά και αγέρωχα, καταδεκτικά και υπερήφανα, άγρια μα και φιλόξενα και το αεράκι που έμπαινε από το παράθυρο, μας κερνούσε γενναιόδωρα τις μυρωδιές του. Ρίγανη και θυμάρι, μαλοτήρα και δίκταμο γαργαλούσαν τα ρουθούνια μας, ενώ η ματιά μας γέμιζε από το πράσινο των ελαιόδεντρων και των χαρουπιών. Η είσοδος του χωριού μύριζε ασβέστη και πάστρα και χρωματιζόταν από τα, λογιών λογιών, πολύχρωμα λουλούδια που ήταν φυτεμένα σε παρτέρια και γλάστρες.
Φτάσαμε στην ταβέρνα, που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο, εκεί από όπου έβλεπες όλο το χωριό να ξαπλώνει νωχελικά περιμετρικά της πλαγιάς. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν η μουσική της κρητικής λύρας και του λαούτου, που έντυνε τη βραδιά με γλυκόλαλους ήχους. Ιδιοκτήτες της ταβέρνας ήταν οι φίλοι της Αργυρώς οι οποίοι, αν και με έβλεπαν για πρώτη φορά, με καλοδέχτηκαν με μια ανοιχτή αγκαλιά και με ένα τραπέζι ολόγιομο από την πληθώρα των κρητικών εδεσμάτων.  Μου έδειξαν τη θέση μου σε αυτό και δίπλα μου ήρθε και κάθισε ο μπάρμπα- Σήφης, ο πατέρας και παππούς της οικογένειας.  Ήταν ηλικιωμένος, κοντά στα ογδόντα, αλλά είχε στητή κορμοστασιά, σαν να ήτανε κοπέλι. Φορούσε μαύρα ρούχα, που φωτίζονταν από τη χαμογελαστή του όψη και από τα γαλανά του μάτια, που έμοιαζαν με θάλασσα σε μπουνάτσα. Συνεχώς με προέτρεπε να δοκιμάσω όλους τα λαχταριστούς μεζέδες, που με πολύ μεράκι είχαν ετοιμάσει τα παιδιά του αλλά και η γυναίκα του η κυρία Χρύσα.
«Ξέρετε, τα βράδια δεν τρώω πολύ, μόνο ένα γιαουρτάκι» τόλμησα να πω και εκείνος με κοίταξε με απορία: «Ίντα; Εμείς επαέ, γιαουρτάκι τρώμε όντε είμαστε άρρωστοι», μου είπε με την τραγουδιστή ντοπιολαλιά του, που δεν άφηνε περιθώρια άρνησης. Ο μπάρμπα Σήφης γέμιζε συνεχώς το ποτηράκι μου με τσικουδιά και μπορώ να πω πως, εκείνος με μύησε στη γεύση της.
Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Ανέβηκα πάνω στην ταράτσα του σπιτιού της φίλης μου και έκανα βόλτες, για να χωνέψω το φαγητό αλλά και για να μην  επιτρέψω στον ύπνο να τραβήξει στη λήθη του τις εικόνες της ημέρας. Στη γαλήνη της βραδιάς άκουγα τους ήχους της λαλίστατης φύσης, να φτάνουν σε κρεσέντο. Τζιτζίκια και γρύλοι έδιναν ρεσιτάλ τραγουδιού, κάτω από έναν ουρανό που ήταν κεντημένος, κοντά κοντά, με αμέτρητα αστέρια. Κάποια από αυτά φαίνεται πως είχαν βαρεθεί την ακινησία και βουτούσαν στο κενό, αφήνοντας το χνάρι τους να διαγράφει μια κατηφορική πορεία. Η Ανατολή του ήλιου με βρήκε πάνω στην ταράτσα να μετράω θαύματα. Καινούριοι ήχοι χάρισαν στην ατμόσφαιρα ένα διαφορετικό ηχόχρωμα. Οι άνθρωποι που πήγαιναν στις δουλειές τους και αντάλλασσαν καλημέρες, τα λέρια στους λαιμούς των ζώων που κουδούνιζαν ρυθμικά, το τραγούδι των πουλιών, το λάλημα των πετεινών αλλά και τα κακαρίσματα των κοτών άφηναν το χαρούμενο αποτύπωμά τους στη μέρα που ξημέρωνε.
Ακολούθησε περπάτημα στις γειτονιές του χωριού μαζί με τη φίλη μου. Οι άνθρωποι είχαν μπει σε ρυθμό εργασίας. Άλλοι άνοιγαν το καφενείο τους, άλλοι τα τυροκομεία και άλλοι έβγαιναν από τους ξενώνες, στους οποίους κατέλυαν Έλληνες αλλά και ξένοι τουρίστες, οι οποίοι επέλεξαν να ζήσουν στο χωριό μια αλλιώτικη εμπειρία. Από όπου περνούσαμε, οι νοικοκυρές μας καλούσαν στα σπίτια τους για έναν καφέ, ένα γλυκό και μια τσικουδιά. Δεχτήκαμε όλες τις προσκλήσεις, το αντίθετο θα ήταν αγένεια, μου είπε η φίλη μου. Μεσημέρι ήταν, όταν φτάσαμε στο σημείο του χωριού που ήταν κατάφυτο από τεράστια πλατάνια. Τα πυκνόφυλλα κλαδιά τους έμοιαζαν με αγκαλιές, που προστάτευαν από τον ήλιο όποιον ήθελε να ξαποστάσει κοντά τους. Χορτασμένοι από τα νερά της πηγής, που έτρεχαν ασταμάτητα στις ρίζες τους, πρόσφερ��ν μια γαλαντόμα όαση δροσιάς στο ήδη καταπράσινο τοπίο. Πιστεύω πως οι άνθρωποι παίρνουν τα χαρακτηριστικά της φύσης που τους περιβάλλει και σε εκείνο το χωριό επιβεβαιώθηκα. Γενναιόδωρη φύση, γενναιόδωροι άνθρωποι, σκέφτηκα και πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, ακούστηκε η φωνή του Μανόλη, του ιδιοκτήτη της άλλης ταβέρνας του χωριού, που μας καλούσε για μια τσικουδιά. Δέκα μέρες έμεινα στον Τζιτζιφέ και επέστρεψα στην Αθήνα μεθυσμένη από τη χαρά της φιλοξενίας αλλά και από τον ερωτισμό που ανέδυε η κρητική φύση.
Η Χριστίνα Σουλελέ γεννήθηκε στην Αθήνα, μια βροχερή ημέρα του φθινοπώρου. Λατρεύει όμως τον ήλιο και το καλοκαίρι. Είναι φύση αεικίνητη, αγαπά την ορειβασία και τα ταξίδια. Της αρέσει να ταξιδεύει και να ανακαλύπτει μέρη που ο πολιτισμός δεν έχει αλλοιώσει την ομορφιά τους. Τα εφόδιά της είναι ένα σακίδιο για να χωράει τα απαραίτητα, μια φωτογραφική μηχανή για να απαθανατίζει τα τοπία και μια πένα που βουτάει στο μελάνι της ψυχής και βαφτίζει αθάνατες τις πολύτιμες στιγμές. Μετά από κάθε περιπλάνηση στα βουνά και μετά από κάθε ταξίδι, καταγράφει όσα βλέπει, όσα ακούει και όσα αισθάνεται. Είναι δασκάλα Ειδικής Αγωγής και συγγραφέας.
Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες, ενώ έχουν συμπεριληφθεί και  σε συλλογικές εκδόσεις. Το 2019, δημοσιεύθηκε η συλλογή διηγημάτων της «Ο ανάποδος καθρέφτης», με τη μορφή e-book, από τις εκδόσεις «το βιβλίο». Συμμετοχές σε έργα της υπάρχουν σε καλλιτεχνικά ημερολόγια και ανθολόγια ποίησης.
Από την Άνεμος Εκδοτική κυκλοφορούν τρία μυθιστορήματά της:
Από τις στάχτες της Καντάνου, 2024
Θα την έλεγαν Ελευθερία, 2022
Γιάνκεα, 2020
0 notes
xionisgr · 4 months
Text
ISBN: 978-618-01-5735-2 Συγγραφέας: Λένα Μαντά Εκδότης: Ψυχογιός Σελίδες: 584 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-05-16 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
manpetasgr · 4 months
Text
ISBN: 978-618-01-5735-2 Συγγραφέας: Λένα Μαντά Εκδότης: Ψυχογιός Σελίδες: 584 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-05-16 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes