Tumgik
#σχεδόν του φυλάει το χέρι....
Tumblr media Tumblr media
Ομοφυλοφιλία....
32 notes · View notes
xamenotalento · 5 years
Text
Σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου όλοι κάνουν ό, τι περνάει από το χέρι τους για να διατυμπανίσουν κάποια γνώμη ή κρίση τους, ο κύριος Πάλομαρ απόκτησε τη συνήθεια να δαγκώνει τη γλώσσα του τρεις φορές πριν υποστηρίξει οτιδήποτε. Αν στο τρίτο δάγκωμα της γλώσσας είναι ακόμα πεισμένος για αυτό που ήθελε να πει, το λέει. Αν όχι, μένει σιωπηλός. Πράγματι, περνά εβδομάδες ή και μήνες ολόκληρους στη σιωπή.
Δε λείπουν ποτέ οι κατάλληλες ευκαιρίες που τον βοηθάνε να σιωπά. Συχνά όμως τυχαίνει να μετανιώνει γιατί δεν είπε κάτι που θα μπορούσε να πει την κατάλληλη στιγμή. Συνειδητοποιεί ότι τα γεγονότα επιβεβαίωσαν εκείνο που σκεφτόταν και ότι αν τότε είχε εκφράσει τη σκέψη του, ίσως θα επηρέαζε θετικά -έστω και σ' ένα μικρό βαθμό- αυτά τα γεγονότα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει διχασμένος ανάμεσα στην ικανοποίηση ότι είχε σκεφτεί σωστά και στην ενοχή που του δημιουργεί η υπερβολική επιφυλακτικότητά του. Κι είναι αυτά τα συναισθήματα τόσο δυνατά, ώστε προσπάθησε κάποια φορά να τα εκφράσει με λέξεις. Αφού όμως δάγκωσε τη γλώσσα του τρεις φορές, ή μάλλον έξι, πείστηκε ότι δεν έχει κανένα απολύτως λόγο είτε να υπερηφανεύεται είτε να έχει ενοχές.
Το ότι είχε σκεφτεί σωστά δεν είναι κανενός είδους ανδραγάθημα: στατιστικά, μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτο ότι ανάμεσα στις πολλές λαθεμένες, συγκεχυμένες ή και κοινότυπες ιδέες που του έρχονται καθημερινά στο μυαλό, κάποια θα είναι ξεκάθαρη ή και ευφυής. Όπως άλλωστε ήρθε στο δικό του μυαλό, θα μπορούσε σίγουρα να έρθει και στο μυαλό κάποιου άλλου.
Πιο πολύπλοκη είναι η αναζήτηση των λόγων που τον σπρώχνουν να μην εκφράζει τη σκέψη του. Σε καιρούς γενικής σιωπής, το να συμμορφώνεσαι με τη σιωπή των πολλών είναι αναμφισβήτητα μια πράξη ένοχη. Σε καιρούς, αντίθετα, όπου όλοι μιλάνε πολύ, το σημαντικότερο δεν είναι να πεις το σωστό πράγμα -έτσι κι αλλιώς θα χανόταν μέσα στην πλημμύρα των λέξεων- όσο το να το πεις ξεκινώντας από μερικές προκαταρκτικές βάσεις και εμπλέκοντας στη συνέχεια το παιχνίδι των συνεπειών που θα δώσει στα λεγόμενά σου τη μεγαλύτερη δυνατή αξία. Αν όμως η αξία μιας συγκεκριμένης κοινοποίησης βρίσκεται στη συνέχεια και στη συνέπεια της γενικότερης συζήτησης στην οποία η κοινοποίηση αυτή εντάσσεται, τότε η μόνη δυνατή επιλογή για κάποιον είναι να μιλά συνεχώς ή να μη μιλά καθόλου. Στην πρώτη περίπτωση ο κύριος Πάλομαρ θα φανέρωνε ότι η σκέψη του δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα αλλά με ζικ-ζακ, με συνεχείς ταλαντεύσεις, αντιφάσεις, επανορθώσεις, μέσα στις οποίες θα χανόταν τελικά η ορθότητα εκείνης της κοινοποίησής του. Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη εναλλακτική λύση, αυτή προϋποθέτει το ταλέντο της σιωπής, ταλέντο ακόμα πιο δύσκολο από το ταλέντο του λόγου.
Πράγματι, ακόμα και η σιωπή μπορεί να θεωρηθεί ομιλία, αφού δεν είναι παρά άρνηση της χρήσης του λόγου που κάνουν άλλοι. Η έννοια όμως αυτής της σιωπής-ομιλίας βρίσκε��αι στις διακοπές της, δηλαδή σε όσα λέγονται κάθε τόσο και δίνουν μια βαρύτητα σε όσα δε λέγονται ποτέ.
Με άλλα λόγια, η σιωπή μπορεί να είναι χρήσιμη για ν' αποκλείει ορισμένες λέξεις ή για να τις φυλάει κάπου παράμερα ώστε να χρησιμοποιηθούν σε μια καλύτερη ευκαιρία. Το ίδιο, μια λέξη που λέγεται σήμερα μπορεί να σε γλυτώσει από εκατό αυριανές λέξεις ή να ανοίξει το δρόμο σε άλλες χίλιες. "Κάθε φορά που δαγκώνω τη γλώσσα μου -κατέληγε νοερά ο κύριος Πάλομαρ- πρέπει να σκέφτομαι όχι μόνον όσα πρόκειται να πω ή να μην πω, αλλά και όσα θα ειπωθούν ή δε θα ειπωθούν από μένα ή τους άλλους, αν εγώ μιλήσω ή δε μιλήσω". Έχοντας κάνει αυτή τη σκέψη, δαγκώνει τη γλώσσα του και παραμένει σιωπηλός.
Ίταλο Καλβίνο, Πάλομαρ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη.
23 notes · View notes
maxmaggr · 5 years
Text
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: ''Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις''
Tumblr media Tumblr media
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φωτογραφίζεται δίπλα στη μητέρα του φορώντας φουστανέλα με το σπαθί υψωμένο ως ήρωας της Επανάστασης. Πηγή εικόνας: thetoc.gr Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Κεφαλάς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γνωστός απλά ως Θεόφιλος, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους αυτοδίδακτους λαϊκούς ζωγράφους της ελληνικής παράδοσης που κατέληξε να αναγνωριστεί το ταλέντο του μετά θάνατον με καταγωγή από τη Βαρειά της Λέσβου. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από νωρίς και ήταν αντιστρόφως ανάλογο με την απόδοσή του στα σχολικά θρανία. «Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις» έλεγε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του έβάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε σε καφενέδες στη Λέσβο, σε μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που έχει μείνει ανεξίτηλο το πέρασμά της ζωγραφικής του δημιουργίας αν σώζονται ακόμη. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Ο κόσμος τον περιγελούσε και του έκαναν αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μια ανεμόσκαλα με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει… Ο «ζερβοκουτάλας», καθώς ήταν αριστερόχειρας, ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον αποκαλούσαν εμπαικτικά, επρόκειτο να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής τέχνης.
Tumblr media
Ο μώλος της Μυτιλήνης από τα χέρια του Θεόφιλου. Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Τα πρώτα χρόνια του Θεόφιλου στη Μυτιλήνη
Τα βιογραφικά στοιχεία για το Θεόφιλο είναι σκόρπια και ασαφή. Υπήρξε ένας εξαιρετικός Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, που γεννήθηκε μεταξύ του 1867 και 1870 στη Βαρειά Μυτιλήνης και το 1934 έφυγε από τη ζωή σχεδόν άγνωστος ακόμα. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φοίτησε σε σχολείο και έμαθε λιγοστά γράμματα. Στο σχολείο ήρθε σε επαφή με την αρχαία Ελλάδα αλλά και με τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης.  Προσπάθησε να μάθει διαβάζοντας και ακούγοντας. Ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί ενώ  η αριστεροχειρία και ο τραυλισμός του τον καθιστούσαν διαφορετικό και αντικείμενο σκωπτικών πειραγμάτων από τους συνομήλικούς του. Η ενδυμασία του τον ξεχωρίζει από τα παιδιά της ηλικίας του: «. . . Φορούσε φουστανέλα, μια κάπα χειμώνα – καλοκαίρι και τουζλούκια. Κρέμαγε ένα ντορβά στον ώμο. Μες τον ντορβά είχε μπηγμένο ένα ξύλο απάνω στο οποίο ήταν καρφωμένη μια Βυζαντινή σημαία. Ένας αετός μαύρος σε κίτρινο βάθος ..».
Tumblr media
Ενθύμιον Ειρήνης (αδερφής του) και Θεόφιλου Σοματοφύλακα (όπως αναγράφει) εκ Σμύρνης το 1904. Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο της ζωγραφικής στο εργαστήριο του παππού του, όταν εκείνος ζωγράφιζε. Ο παππούς του τον λάτρευε και ήταν γνωστός αγιογράφος στη Μυτιλήνη. Τον κάθιζε στα πόδια του, τον αγκάλιαζε και του έδειχνε τη ζωγραφική του, του έλεγε ιστορίες: για τους βίους των αγίων, τους ήρωες του 1821, τον Μέγα Αλέξανδρο. Αυτοί οι ήρωες θα αποτυπωθούν στο έργο του Θεόφιλου. Το πατρικό σπίτι του ζωγράφου ήταν ένα μικρό απέριττο κτίσμα με αυλή χωρίς κήπο. Στο υπόγειο αυτού του σπιτιού ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ζωγράφισε τα πρώτα του έργα. Κατέφευγε στη μοναξιά, κλειδωνόταν στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού και ζωγράφιζε τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Έν Σμύρνη Τούρκικο πεταλοποιείο (1930). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ στη Σμύρνη
Από τη Λέσβο έφυγε σε ηλικία 18 περίπου ετών και πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στη Σμύρνη. Στη Σμύρνη, έσμιγε η Ανατολή με τη Δύση. Ο πολιτισμός της Μ. Ασίας συναντούσε την Ευρώπη, σε μια γωνία του κόσμου που ανθούσε ο ελληνισμός. Ντυμένος πάντα με  τη φουστανέλα του, έζησε για λίγο καιρό στη Σμύρνη και είχε αυτοδιοριστεί «θυροφύλαξ» του Ελληνικού Προξενείου, καθώς  πίστευε πως  φυλάει  τη  θύρα  των  παραδόσεων  του  ελληνισμού. Από την μικρασιατική πόλη έφυγε ύστερα από κάποιο επεισόδιο για να φτάσει στην Αθήνα, όπου κατά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 επιχείρησε να καταταγεί στο στρατό, χωρίς όμως να γίνει δεκτός.
Tumblr media
Ο Περικλής ��πο της πνυκός δικαιολογών χάριν της Ακροπόλεως δαπάνας (1928). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φτάνει στο Βόλο
Σε ένα από τα τέσσερα χειρόγραφα που έχει αφήσει γράφει:«...Τέλος φθάσαμε στην Αθήνα και εγώ περπάταγα μοναχός στο δρόμο και κράταγα τη σημαία μου και τραγουδούσα πολεμικά τραγούδια στο δρόμο που πάει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Μπροστά στην παράγκα του φόρου απάντησα ένα κάρο που τράβαγε για την Αθήνα. Ανέβηκα σ’ αυτό κρατώντας πάντα τη σημαία μου και φωνάζοντας “ζήτω” μ’ όλη μου τη δύναμη. Επειδή δεν μας κατέταξαν στην Αθήνα επήγα στο Βόλο και εκεί με πήρανε εθελοντή. Βρέθηκα στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού μαζί με άλλους αντάρτες...». Από εκεί φεύγει για τη Μαγνησία, στο Βόλο και στο Πήλιο, όπου θα περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα περί τα 30 χρόνια της ζωής του, και θα δημιουργήσει πλήθος σημαντικών έργων. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φτάνει στο Πήλιο το 1899. Από τότε και για πολλά χρόνια αργότερα  περιπλανιέται στα πηλιορείτικα χωριά ως έμπειρος πλέον ζωγράφος και ζει από τη ζωγραφική του. Στη ζώνη της φουστανέλας του είχε πινέλα και χρώματα που τα έφτιαχνε ο ίδιος. Τα πινέλα από τρίχες αλόγου και για τα χρώματα κοπανούσε λουλούδια και χορτάρια που έβρισκε στην φύση μαζί με κρεμμύδια και φλούδες ροδιού. Μετά τα ανακάτευε με τις μπογιές των μπογιατζήδων. Για να δέσουν όλα, κάποιες φορές πρόσθετε γάλα συκιάς ή αυγό. Ερωτόκριτος και Αρετούσα του Θεόφιλου (1928). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Στο Πήλιο ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ζούσε φτωχικά ζωγράφιζε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων ή σπιτιών για ένα κερδίσει ένα πιάτο φαγητό.  Όταν  τέλειωνε  τα  έργα  του  έπαιρνε  στο  χέρι κάποιες φορές και εκτός του φαγητού και  μερικά  κέρματα  που  μόλις  ξεπερνούσαν  την  αξία  των  υλικών  που  χρησιμοποιούσε. Καταλάβαινε  την  ευτέλεια  της  αμοιβής και  συχνά  έλεγε  πως  δεν  πουλάει  τα  έργα  του  αλλά  τα  χαρίζει.  Το πενιχρό του εισόδημα τον ανάγκαζε πολλές φορές να καταγίνεται και με άλλες ασχολίες για να επιβιώσει όπως το κόψιμο των ξύλων, ασβεστώνοντας τοίχους, κουβαλώντας νερό, και ότι άλλη δουλειά έβρισκε. Εξίσου συχνά έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης ειδικά λόγω της επιλογής του, από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που απεικόνιζαν τα έργα του. Τον αποκαλούσαν «ζερβοκουτάλα», καθότι ήταν αριστερόχειρας, «μισακάτη», «σοβατζή» και «φουστανέλα». Ζωγράφιζε σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια,  όπως στο χωριό Μηλιές ενώ φιλοτέχνησε την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, αλλά και πολλά σπίτια, ελαιοτριβεία, φούρνους, μύλους και άλλα. Στο Βόλο ζωγραφίζει και πλήθος επιγραφών στα προσφυγικά των εκδιωχθέντων από την Μικρά Ασία. Δυστυχώς, πολλά από τα έργα του έχουν καταστραφεί είτε από σεισμούς και πυρκαγιές, είτε από κατεδαφίσεις και αμέλεια. Ο καφετζής, έργο του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ. Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Οι ζωγραφιές του Θεόφιλου στο Πήλιο στολίζουν τις αίθουσες υποδοχής, τα μαγαζιά, τα σπίτια. Ένας Ανακασιώτης άρχοντας της εποχής, Ο Γιάννης Κοντός φιλοξενεί το φτωχό ζωγράφο. Ως αντάλλαγμα ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φιλοτέχνησε το αρχοντικό του, το οποίο σήμερα θεωρείται το σπουδαιότερο μνημείο της τέχνης του Θεόφιλου. Ο Γιάννης Κοντός ο πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του 1821, αρχαίους θεούς και τοπία. Ο γαιοκτήμονας συνήθιζε να λέει για τον Θεόφιλο : «Αυτός, παιδί μου, ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια». Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο. Η ντελικάτη φύση του αλλά κυρίως η επιλογή του από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως ακριβώς οι ήρωες που απεικονίζονταν στα έργα του, σε συνδυασμό με την τραχύτητα της εποχής, τον έφερναν συχνά σε δύσκολη θέση, καθώς έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης. Ένα ιδιαίτερα σκληρό περιστατικό έλαβε χώρα στον Βόλο, το 1927, μετά από αυτό τρόμαξε τόσο και επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Λέγεται ότι κάποιος, για να διασκεδάσει τους θαμώνες ενός καφενείου, έριξε τον Θεόφιλο από μια σκάλα, όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Tumblr media
Ο Αποχαιρετισμός του Αρχιναυάρχου, έργο του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ. Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Την αναχώρησή του περιέγραψε  ο αγωγιάτης που τον μετέφερε στο λιμάνι : «...Ένα πρωί ήρθε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ και με λέει να του πάω τα πράγματα του στο Βόλο. Γιατί ρε Θεόφιλε; “ Θέλω να φύγω”, λέει. “ Θα πάω στην πατρίδα”.  “Αποφάσισα για την πατρίδα”. Δεν ήθελα να πάω. Θα χασομερούσα. Μου λέει η μακαρίτισσα η μάνα μου:«Άντε μωρέ κάντου ένα καλό του καημένου. Που λες τον φόρτωσε τα πράγματα απ’ την πλατεία δύο μπαούλα, τι είχαν μέσα – Θεός ξέρει. Ξεκινήσαμε κατά τις 2 η ώρα το μεσημεράκι να κάνουμε ίσα κάτου. Το σελάχι του το είχε γεμάτο: μια κουμπούρα απ’ εδώ, μια κουμπούρα απ’ εκεί. Μόλις φτάνουμε εκεί στις , παράγκες που’ ταν οι πρόσφυγες, κολλά η μαρίδα από κοντά, πλήθος. Και “βίρα” να τον φωνάζουνε και να τον πειράζουνε. Φτάσαμε λοιπόν στην παραλία, ήρθε και μια βάρκα από μέσα, μας βοήθησε – Θυμάμαι και το πλοίο, ένα πλοίο, το “ Αρκαδία” ήτανε, είχε ένα μακρύ φουγάρο – Βάζω λοιπόν στη Βάρκα τα μπαούλα.  Μπαίνει και ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ μέσα όρθιος. Όχι να καθήσει, όρθιος. Μόλις ανοίγει καμιά πενηνταριά μέτρα, βγάζει την κουμπούρα και … μια μπούβ απ’ εδώ, μια μπούβ απ’ εκεί. Όξω ζητωκραυγές απ’ τη μαρίδα. Ναι κι έφυγε ...» Μέγα αρτοποιείον Γεωργίου Κοντουφούρναρη του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1933). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
‘‘Όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφική’’
Ο λαογράφος Κίτσος Μακρής, στο βιβλίο του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο», αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία που αποδεικνύει αυτό που είχε υποστηρίξει και ο Κώστας Ουράνης ότι «Η προοπτική δεν ενδιέφερε καθόλου τον Θεόφιλο, την είχε στείλει περίπατο». Μια φορά κι έναν καιρό καθώς λένε ένας φούρναρης παράγγειλε σ’ ένα φτωχό ζωγράφο να τον ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, κι όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο δείχνοντας όλο του το πλάτος. Έπειτα με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι. Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: «Το ψωμί έτσι που το βάλες, θα πέσει». Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου∙ μόνο τ’ αληθινά ψωμιά πέφτουν. Τα ζωγραφισμένα στέκουνται∙ όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά!».
Tumblr media
Παράλιον χωρίον της Μυτιλίνης η Βαρειά, όπως αναγράφει ο ίδιος ο Θεόφιλος (1931). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Η επιστροφή στη Μυτιλήνη
Ο ζωγράφος επιστρέφει στην πατρίδα του το 1927. Εργάζεται στα χωριά γύρω από τη Μυτιλήνη. Τα 8 χρόνια που έζησε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ στο νησί του ήταν μια περίοδος έντονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος, για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους, έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι του, το χέρι του και να σπάσει δύο πλευρά. Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί.  Όλο το νησί γέμισε με τις ζωγραφιές του. Μετά την απελευθέρωση της Μυτιλήνης από τον τουρκικό ζυγό και την επιστροφή στη γενέτειρά του συναντά τον καταξιωμένο διεθνώς τεχνοκριτικό και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, χάρη στον οποίο η φήμη του Θεόφιλου ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας. Η συνάντηση του Θεόφιλου με τον Τeriade το 1929 στη Μυτιλήνη θα σημάνει την πιο ολοκληρωμένη ζωγραφικά περίοδο του καλλιτέχνη. Ο Τeriade θα τον βοηθήσει να καλυτερεύσει το επίπεδο ζωής του και το επίπεδο της τέχνης και μετέπειτα, μετά θάνατον, θα συμβάλλει στη σταδιακή αναγνώριση του έργου του ώσπου το υπουργείο Πολιτισμού να χαρακτηρίσει το έργο του «χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας». Στο τέλος της ζωής του, έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα. Ένα στρώμα κατάχαμα, ένα ντουλάπι, δυο κασέλες, μια μικρή αυλή που φύτευε τα μπαξαβανικά του και δυο αμυγδαλιές. Παρέα του είχε την Μαρουλιώ, την γάτα του που υπερλάτρευε. Στις 25 Μαρτίου 1934 ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ πεθαίνει από τροφική δηλητηρίαση σε ηλικία 64  ετών. Ως το Σεπτέμβριο του 1935, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του, μνεία στο όνομά του γίνεται μόνο σε μερικά δημοσιογραφικά κείμενα στην Αθήνα, τη Μυτιλήνη και το Βόλο. Στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου δημοσιεύεται στα Αθηναϊκά Νέα μια συνέντευξη του Teriade με τίτλο «Μια καλλιτεχνική ανακάλυψη. Ένας άγνωστος μεγάλος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ» και την επόμενη χρονιά οργανώνεται από τον Teriade έκθεση έργων του στο Παρίσι. Ο Τάκης Μπαρλάς αποκαλεί τον Θεόφιλο «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής» ενώ ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το 1947 μιλάει για τον καλλιτέχνη σε έκθεση έργων του στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών, τον συσχετίζει με τον Μακρυγιάννη. Σύντομα, το όνομα και το έργο του ταξιδεύει σε πολλές γωνιές του κόσμου.
Tumblr media
Ζέμπερ Άλτα επαρχία της Ιταλλίας του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1928). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης…
«Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό». Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» του Οδυσσέα Ελύτη.
Tumblr media
Σαπφώ και Αλκαίος του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1932). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com 
‘‘Ο Θεόφιλος’’ στο Λούβρο
Ήταν 3 Ιουνίου 1961 και οι πίνακες του Θεόφιλου «μπαίνουν» στο Μουσείο του  Λούβρου. Η έκθεση οφείλονταν  στον Teriade, που προσέδωσε κύρος στο έργο του, κινώντας το ενδιαφέρον των διανοουμένων της εποχής. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τους πίνακες του αυτοδίδακτου αυτού καλλιτέχνη, του "παρθένου μαθητή των αισθήσεων", ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη "έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο". Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν "σοβατζή" και ‘’αχμάκη’’. Ο "εν ξιφήρεις" φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα. Έργα απλά, λαϊκά ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης, οι οποίοι θαύμαζαν τη πρωτοτυπία του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρήθηκε ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας. «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το ��ξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα. Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» του Οδυσσέα Ελύτη. Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης Λέσβου. Πηγή εικόνας: lesvosgreece.gr
Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά Λέσβου
Το μουσείο του Θεόφιλου βρίσκεται στο προάστιο της Μυτιλήνης Βαρειά, σε μια κατάφυτη από ελαιώνες περιοχή. Στεγάζεται σε ένα κτίριο λιτής αρχιτεκτονικής, που κτίστηκε το 1964, με δωρεά του τεχνοκριτικού-εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, του ανθρώπου που ανέδειξε το Θεόφιλο. Οι 86 πίνακες που εκτίθενται σήμερα στις αίθουσες του μουσείου, προέρχονται από την προσωπική συλλογή του Teriade, που ο ίδιος δώρισε στο Δήμο Μυτιλήνης. Επίσης ως μουσείο Θεοφίλου λειτουργεί το αρχοντικό Χατζηαναστάση, γνωστό σήμερα ως οικία Κοντού, στην Ανακασιά του Δήμου Ιωλκού, τους τοίχους του οποίου φιλοτέχνησε ο ζωγράφος γύρω στο 1912. Αποτελείται από τέσσερις συνεχόμενες αίθουσες, μέσα στις οποίες υπάρχουν οι ζωγραφικοί πίνακες του Θεόφιλου από τα τελευταία έξι χρόνια της ζωή του. Την έκθεση επιμελήθηκε ο Γιάννης Τσαρούχης. Στην πληθώρα των θεμάτων που εμπνέουν το Θεόφιλο ξεχωριστή θέση κατέχει η Ιστορία, με τις εμβληματικές μορφές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των ηρώων του ’21 να πρωταγωνιστούν στα έργα του, η Μυθολογία καιη Λαογραφία. Αναπαριστά σκηνές από την καθημερινή ζωή, δουλειές της εποχής, ενδυμασίες, τοπία κ.ά. Η τέχνη του υμνήθηκε για το πηγαίο και ανεπιτήδευτο ύφος, την αυθόρμητη και ρεαλιστική έκφραση, τα ζεστά φυσικά χρώματα, κύρια συστατικά μιας αυθεντικά λαϊκής τέχνης. Μουσείο Θεόφιλου-Οικία Κοντού στο Πήλιο. Πηγή εικόνας: humanstories.gr
Μουσείο Θεόφιλου στο Πήλιο
Η οικία κτίστηκε τον 19ο αιώνα ως κατοικία της οικογένειας Χατζηαναστάση. Αρχικά ήταν τριώροφο κτίριο φρουριακής αρχιτεκτονικής. Έλαβε τη σημερινή μορφή με νεοκλασικά στοιχεία στην πρόσοψη και την κάτοψη μετά την αγορά της το 1905 από τον Γιάννη Κοντό, ευκατάστατο μυλωνά από τον Άνω Βόλο. Το 1912 ο ιδιοκτήτης του σπιτιού φέρεται να είχε τότε υπό την προστασία του τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, o ποίος με τη σειρά του και με απαίτηση του Κοντού, φιλοτέχνησε τη σάλα της οικίας. Στην οικία Κοντού, οι πίνακες του Θεόφιλου ήταν επηρεασμένοι από λιθογραφίες του Βαυαρού ζωγράφου Peter Von Hess. 16 μεγάλοι πίνακες με σκηνές από την Επανάσταση του 1821 και ανάμεσα στους πίνακες, μοτίβα από τη φύση να γεμίζουν τα κενά. Χαρακτηριστικό στις τοιχογραφίες της οικίας είναι η χειρόγραφη περιγραφή του Θεόφιλου κάτω από κάθε πίνακα. Το σπίτι του Κοντού πριν την αναστήλωση του από το Υπουργείο Πολιτισμού ήταν διαλυμένο. Οι τοιχογραφίες ήταν σε κακή κατάσταση. Πρώτος μελετητής που αναγνώρισε τον Θεόφιλο ήταν ο Βολιώτης Κίτσος Μακρής. Το 1939 έκδωσε βιβλίο στην Ελλάδα «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο». «Οι ζωγραφιές σε ένα σπίτι που έπεφτε διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση…». Το 1962 μετά τους σεισμούς η οικία Κόντου χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Το 1965 το υπουργείο Πολιτισμού αγόρασε το κτήριο προκειμένου να επισκευαστεί και να λειτουργήσει ως μουσείο. Μπαίνοντας στο Μουσείο του στη Βαρειά της Λέσβου και ανεβαίνοντας τα ξύλινα εσωτερικά σκαλάκια της οικίας Κοντού, η ερώτηση που περνάει από το μυαλό του επισκέπτη είναι «Τι το τρομερό έχουν τα έργα του;». Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ως λαϊκός αγνός ζωγράφος κατάφερε να μεταδώσει μέσα από τα έργα τον τρόπο που ο ίδιος έβλεπε τον κόσμο. Λίγο πριν πεθάνει, ένιωσε έστω και για λίγο τον θαυμασμό, την επιβράβευση του συμπατριώτη του Ελύτη, του Σεφέρη…της Ευρώπης και σήμερα του απλού κόσμου. Εύστοχη η περιγραφή του Σεφέρη στην ερώτηση: « Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε την ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χῶμα, και το παραμικρό φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπό την κάθαρση ἑνός ἀπόβροχου· κάτι ἀπό αὐτό τον παλμό τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ να μην εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σε τέτοια πράγματα να εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτό το τόσο σπάνιο, το ἀκατόρθωτο πριν ἀπ᾿ αὐτόν για το ἑλληνικό τοπίο: μια στιγμή χρώματος και ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη την ἐσωτερική ζωντάνια της κα την ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτό το ποιητικό ρυθμό πῶς να τον πῶ ἀλλιῶς που συνδέει, τα ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τα σκορπισμένα και ἀνασταίνει τα φθαρτά· αὐτή την ἀνθρώπινη ἀνάσα που ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στο χορό μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτά τα πράγματα που τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτή τη χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτό δεν εἶναι λαογραφία…».
Tumblr media
Ο Θεόφιλος μεταμφιεσμένος ως Μέγας Αλέξανδρος του Γιάννη Τσαρούχη. 1968, Μυτιλήνη, λάδι, από την συλλογή του Στρατή Ελευθεριάδη Για να είμαι ειλικρινής, το πραγματικό “σώμα” του Αλέξανδρου το ανακάλυψα σ’ εκείνο τον πίνακα του Τσαρούχη που απεικονίζει τον Θεόφιλο (σε φωτογραφία εποχής) ντυμένο με μια αυτοσχέδια ψευδο-μπαρόκ, στολή, αντίγραφο ενδεχομένως της αρματωσιάς που φορούσαν τα πρόσωπα του “βωβού σκηνικού” στους περιοδεύοντες θιάσους όπερας του 19ου αιώνα. Ο Θεόφιλος ταυτισμένος με τον Αλέξανδρο, κρατώντας ακόντιο, ξίφος και μια ασπίδα, η οποία στην ελλειπτικά σχεδιασμένη τελικής της εκδοχή μοιάζει να λειτουργεί σαν τυφλό κάτοπτρο. Ο Θεόφιλος-Αλέξανδρος, τραγικός και ταυτόχρονα αφοπλιστικά φελής, αλλόκοτα παγιδευμένος στις ξεθωριασμένες μνήμες του, αλλά ζωντανός και προπαντός οικείος. Δεν είναι ένας νεοέλληνας Αλέξανδρος αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος των Νεοελλήνων. (πηγή εικόνας: history-of-macedonia.com, σχόλιο από τη κυρία Νίκη Λοϊζίδη, καθηγήτριας της Ιστορίας της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (To Βήμα, 18 Ιαν. 1998)
Οι 3 περίοδοι της δουλειάς του Θεόφιλου
«…Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα...», έγραψε για το έργο του Θεόφιλου, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Το μάζεμα των ελαιών του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1933). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Ο Θεόφιλος μέσα από το έργο του
«Στη ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ένας νούς, όπως ο Θεοτοκόπουλος, που μπορεί να υποστηρίξει την τέχνη του μπροστά στο μεγάλο ιεροεξεταστή, και κάποτε ένας Θεόφιλος, ο αλλόκοτος φουστανέλας, που γυρίζει στα χωριά του Πηλίου και της Μυτιλήνης, με τα πινέλα στο σελάχι του, και οι γυναίκες τόνε φωνάζουν τρελό και «αχμάκη». «Τον Θεόφιλο τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα». Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ανήκει στην παράταξη των τρελών των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά και όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού, όπως αναφέρει ο Γιάννης Τσαρούχης το 1967.
Tumblr media
Μονομαχία Αχιλλέως και Έκτορος, έργο του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1930). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ εξωτερίκευε τα συναισθήματα του μέσω της ζωγραφικής. Δημιούργησε ένα δικό του κόσμο, στον οποίο ήταν παντοδύναμος. Με την τέχνη του να αποτελεί συνώνυμο της ελληνικότητας, απαθανάτισε θρύλους και παραδόσεις, καθημερινές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα με το μοναδικό του προσωπικό ύφος, που καθιστά τα έργα του από τα πλέον αναγνωρίσιμα της ελληνικής ζωγραφικής. Τα έργα του Θεόφιλου απεικονίζουν μια μεγάλη ποικιλία ελληνικών θεμάτων τα οποία θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: της αναπαράστασης της φύσης και του ανθρώπου και στη δεύτερη κατηγορία της αποτύπωσης της δικής του οπτικής σχετικά με ποικίλα θέματα. Στην πρώτη κατηγορία εμφανίζονται προσωπογραφίες, τοπία, διακοσμητικά σχέδια, και εικόνες της καθημερινής ζωής του καιρού του. Στη δεύτερη κατηγορία εμφανίζονται έργα του με θέματα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και αρχαιότητα, ιστορία με έμφαση στην επανάσταση του Εικοσιένα και τη θρησκεία. Αν και τα περισσότερα έργα του είναι εμπνευσμένα από παλιές λιθογραφίες, ταχυδρομικά δελτάρια και λαϊκά αναγνώσματα, αυτό που ήθελε και κατάφερε να πετύχει ήταν να εκφράσει τα συναισθήματα του καθώς και την προσωπική του άποψη και φιλοσοφία. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ είχε τη δύναμη να μεταμορφώνει, με της δικής του κατασκευής χρώματα, τις πιο ταπεινές επιφάνειες, όπως χαρτόνια, σανίδια, τενεκέδες, βαμβακερά πανιά, τοίχους μαγαζιών και σπιτιών, σε έργα τέχνης. Τον γεμάτο λεβεντιά και δροσιά κόσμο του μας τον μεταφέρει κυρίως μέσω των χρωμάτων του που επηρεασμένα από το ελληνικό φως εκφράζουν μια ατμόσφαιρα και ένα τοπίο καθαρά ελληνικό. Οι αποχρώσεις και ο τρόπος που συνδυάζονται, άλλοτε λαμπερά, ζωηρά και δραματικά, και άλλοτε ήρεμα, απαλά και λυρικά, αλλά πάντα αρμονικά συνδυασμένα μεταξύ τους, μεταβάλλουν τις εικόνες του σ’ ένα ζωντανό κόσμο. Κοιτάζοντας τους πίνακες του, ο θεατής δεν αρκείται στο να βλέπει μόνο τα ηθελημένα απλά σχήματα και χρώματα ή αναπαραστάσεις σκηνών, αλλά νιώθει σα να βρίσκεται μέσα στο ίδιο του το έργο.. Κοιτάζοντας τους πίνακες του, ο θεατής δεν αρκείται στο να βλέπει μόνο τα ηθελημένα απλά σχήματα και χρώματα ή αναπαραστάσεις σκηνών, αλλά νιώθει σα να βρίσκεται μέσα στο ίδιο του το έργο.
Tumblr media
Αγιασώτισες Χορεύοντες εις την Καρύνην, έργο του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1930). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Ο Θεόφιλος φέρεται να είχε και έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα της περιοχής, με την διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές ενώ την περίοδο της Αποκριάς, συνήθιζε να κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος, με μακεδονική φάλαγγα μαθητές σχολείων, και άλλοτε ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος. Η εικόνα του ζωγράφου, όπως την περιγράφει ο Τσαρούχης, δείχνει την ιδιαίτερη προσωπικότητα του: «Φορούσε πάντα φουστανέλα, που δεν ήταν η φορεσιά της πατρίδας του. Για τον Θεόφιλο, αυτό δεν ήταν μια καλλιτεχνική παραξενιά ή επίδειξη. Ήταν μια ��νδειξη πίστεως αυτή η λατρεία της φουστανέλας, λατρεία οφειλόμενη στην ποιητική της σημασία. (...) Ο Θεόφιλος, άλλωστε, ήθελε να 'ναι σαν παλιός οπλαρχηγός, σαν κι αυτά τα άστατα είδωλά του που τόσο συχνά ζωγράφιζε».
Μπαίνοντας στο Μουσείο του Θεόφιλου
Στο βιβλίο του Σ.Β. Σκοπελίτη ‘’Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης’’ γράφει ότι είπε ο Τσαρούχης, «όταν κρεμάστηκαν όλα του τα έργα, για μία στιγμή σκέφτηκα τη ζωή του, την πίκρα να μη σε καταλαβαίνουν, τη φτώχεια, την πείνα, την απλυσιά. Όμως, άμα είδα τα έργα του κατάλαβα ότι έζησε σε ένα ακατάπαυστο πνευματικό πανηγύρι και τα βάσανα της ζωής είναι τίποτα, είναι πενταροδεκάρες γι’ αυτόν που έζησε αληθινά και μπόρεσε να καταλάβει το μεγαλείο της ζωής. Μετά το θάνατο του δημιουργήθηκαν πλήθος κειμένων, αφιερωμάτων στη μνήμη και στο έργο του Θεόφιλου καθώς και τραγούδια και ταινίες προς τιμή του. Αν και ο ''αχμάκης'' ''γερο φουστανελάς'' στην εποχή του χλευάστηκε, μετά θάνατον αναγνωρίσθηκε. Με το έργο του απέδειξε ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό. Πηγές: Aποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη “Ο Zωγράφος Θεόφιλος” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ genesis.ee.auth.gr/dimakis/lexi/172/lexi172.html περιοδικό η Λέξη, Αφιέρωμα στον Θεόφιλο, 2002 dromospoihshs.home.blog artviews.gr history-of-macedonia.com/2010/08/01/megas-alexandros-theofilos-giannis-tsarouxis/ ταινία για το Θεόφιλο Γ. Χατζημιχαήλ (1987) Σύνταξη κειμένου: Λευτέρης Μαργαρίτης Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου Read the full article
0 notes
maxmaggreece · 5 years
Text
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: ''Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις''
Tumblr media Tumblr media
Ο Θεόφ��λος Χατζημιχαήλ φωτογραφίζεται δίπλα στη μητέρα του φορώντας φουστανέλα με το σπαθί υψωμένο ως ήρωας της Επανάστασης. Πηγή εικόνας: thetoc.gr Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Κεφαλάς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γνωστός απλά ως Θεόφιλος, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους αυτοδίδακτους λαϊκούς ζωγράφους της ελληνικής παράδοσης που κατέληξε να αναγνωριστεί το ταλέντο του μετά θάνατον με καταγωγή από τη Βαρειά της Λέσβου. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από νωρίς και ήταν αντιστρόφως ανάλογο με την απόδοσή του στα σχολικά θρανία. «Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις» έλεγε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Τα πινέλα ��ου τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του έβάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε σε καφενέδες στη Λέσβο, σε μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που έχει μείνει ανεξίτηλο το πέρασμά της ζωγραφικής του δημιουργίας αν σώζονται ακόμη. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Ο κόσμος τον περιγελούσε και του έκαναν αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μια ανεμόσκαλα με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει… Ο «ζερβοκουτάλας», καθώς ήταν αριστερόχειρας, ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον αποκαλούσαν εμπαικτικά, επρόκειτο να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής τέχνης.
Tumblr media
Ο μώλος της Μυτιλήνης από τα χέρια του Θεόφιλου. Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Τα πρώτα χρόνια του Θεόφιλου στη Μυτιλήνη
Τα βιογραφικά στοιχεία για το Θεόφιλο είναι σκόρπια και ασαφή. Υπήρξε ένας εξαιρετικός Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, που γεννήθηκε μεταξύ του 1867 και 1870 στη Βαρειά Μυτιλήνης και το 1934 έφυγε από τη ζωή σχεδόν άγνωστος ακόμα. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φοίτησε σε σχολείο και έμαθε λιγοστά γράμματα. Στο σχολείο ήρθε σε επαφή με την αρχαία Ελλάδα αλλά και με τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης.  Προσπάθησε να μάθει διαβάζοντας και ακούγοντας. Ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί ενώ  η αριστεροχειρία και ο τραυλισμός του τον καθιστούσαν διαφορετικό και αντικείμενο σκωπτικών πειραγμάτων από τους συνομήλικούς του. Η ενδυμασία του τον ξεχωρίζει από τα παιδιά της ηλικίας του: «. . . Φορούσε φουστανέλα, μια κάπα χειμώνα – καλοκαίρι και τουζλούκια. Κρέμαγε ένα ντορβά στον ώμο. Μες τον ντορβά είχε μπηγμένο ένα ξύλο απάνω στο οποίο ήταν καρφωμένη μια Βυζαντινή σημαία. Ένας αετός μαύρος σε κίτρινο βάθος ..».
Tumblr media
Ενθύμιον Ειρήνης (αδερφής του) και Θεόφιλου Σοματοφύλακα (όπως αναγράφει) εκ Σμύρνης το 1904. Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο της ζωγραφικής στο εργαστήριο του παππού του, όταν εκείνος ζωγράφιζε. Ο παππούς του τον λάτρευε και ήταν γνωστός αγιογράφος στη Μυτιλήνη. Τον κάθιζε στα πόδια του, τον αγκάλιαζε και του έδειχνε τη ζωγραφική του, του έλεγε ιστορίες: για τους βίους των αγίων, τους ήρωες του 1821, τον Μέγα Αλέξανδρο. Αυτοί οι ήρωες θα αποτυπωθούν στο έργο του Θεόφιλου. Το πατρικό σπίτι του ζωγράφου ήταν ένα μικρό απέριττο κτίσμα με αυλή χωρίς κήπο. Στο υπόγειο αυτού του σπιτιού ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ζωγράφισε τα πρώτα του έργα. Κατέφευγε στη μοναξιά, κλειδωνόταν στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού και ζωγράφιζε τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Έν Σμύρνη Τούρκικο πεταλοποιείο (1930). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ στη Σμύρνη
Από τη Λέσβο έφυγε σε ηλικία 18 περίπου ετών και πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στη Σμύρνη. Στη Σμύρνη, έσμιγε η Ανατολή με τη Δύση. Ο πολιτισμός της Μ. Ασίας συναντούσε την Ευρώπη, σε μια γωνία του κόσμου που ανθούσε ο ελληνισμός. Ντυμένος πάντα με  τη φουστανέλα του, έζησε για λίγο καιρό στη Σμύρνη και είχε αυτοδιοριστεί «θυροφύλαξ» του Ελληνικού Προξενείου, καθώς  πίστευε πως  φυλάει  τη  θύρα  των  παραδόσεων  του  ελληνισμού. Από την μικρασιατική πόλη έφυγε ύστερα από κάποιο επεισόδιο για να φτάσει στην Αθήνα, όπου κατά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 επιχείρησε να καταταγεί στο στρατό, χωρίς όμως να γίνει δεκτός.
Tumblr media
Ο Περικλής απο της πνυκός δικαιολογών χάριν της Ακροπόλεως δαπάνας (1928). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φτάνει στο Βόλο
Σε ένα από τα τέσσερα χειρόγραφα που έχει αφήσει γράφει:«...Τέλος φθάσαμε στην Αθήνα και εγώ περπάταγα μοναχός στο δρόμο και κράταγα τη σημαία μου και τραγουδούσα πολεμικά τραγούδια στο δρόμο που πάει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Μπροστά στην παράγκα του φόρου απάντησα ένα κάρο που τράβαγε για την Αθήνα. Ανέβηκα σ’ αυτό κρατώντας πάντα τη σημαία μου και φωνάζοντας “ζήτω” μ’ όλη μου τη δύναμη. Επειδή δεν μας κατέταξαν στην Αθήνα επήγα στο Βόλο και εκεί με πήρανε εθελοντή. Βρέθηκα στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού μαζί με άλλους αντάρτες...». Από εκεί φεύγει για τη Μαγνησία, στο Βόλο και στο Πήλιο, όπου θα περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα περί τα 30 χρόνια της ζωής του, και θα δημιουργήσει πλήθος σημαντικών έργων. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φτάνει στο Πήλιο το 1899. Από τότε και για πολλά χρόνια αργότερα  περιπλανιέται στα πηλιορείτικα χωριά ως έμπειρος πλέον ζωγράφος και ζει από τη ζωγραφική του. Στη ζώνη της φουστανέλας του είχε πινέλα και χρώματα που τα έφτιαχνε ο ίδιος. Τα πινέλα από τρίχες αλόγου και για τα χρώματα κοπανούσε λουλούδια και χορτάρια που έβρισκε στην φύση μαζί με κρεμμύδια και φλούδες ροδιού. Μετά τα ανακάτευε με τις μπογιές των μπογιατζήδων. Για να δέσουν όλα, κάποιες φορές πρόσθετε γάλα συκιάς ή αυγό. Ερωτόκριτος και Αρετούσα του Θεόφιλου (1928). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Στο Πήλιο ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ζούσε φτωχικά ζωγράφιζε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων ή σπιτιών για ένα κερδίσει ένα πιάτο φαγητό.  Όταν  τέλειωνε  τα  έργα  του  έπαιρνε  στο  χέρι κάποιες φορές και εκτός του φαγητού και  μερικά  κέρματα  που  μόλις  ξεπερνούσαν  την  αξία  των  υλικών  που  χρησιμοποιούσε. Καταλάβαινε  την  ευτέλεια  της  αμοιβής και  συχνά  έλεγε  πως  δεν  πουλάει  τα  έργα  του  αλλά  τα  χαρίζει.  Το πενιχρό του εισόδημα τον ανάγκαζε πολλές φορές να καταγίνεται και με άλλες ασχολίες για να επιβιώσει όπως το κόψιμο των ξύλων, ασβεστώνοντας τοίχους, κουβαλώντας νερό, και ότι άλλη δουλειά έβρισκε. Εξίσου συχνά έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης ειδικά λόγω της επιλογ��ς του, από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που απεικόνιζαν τα έργα του. Τον αποκαλούσαν «ζερβοκουτάλα», καθότι ήταν αριστερόχειρας, «μισακάτη», «σοβατζή» και «φουστανέλα». Ζωγράφιζε σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια,  όπως στο χωριό Μηλιές ενώ φιλοτέχνησε την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, αλλά και πολλά σπίτια, ελαιοτριβεία, φούρνους, μύλους και άλλα. Στο Βόλο ζωγραφίζει και πλήθος επιγραφών στα προσφυγικά των εκδιωχθέντων από την Μικρά Ασία. Δυστυχώς, πολλά από τα έργα του έχουν καταστραφεί είτε από σεισμούς και πυρκαγιές, είτε από κατεδαφίσεις και αμέλεια. Ο καφετζής, έργο του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ. Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Οι ζωγραφιές του Θεόφιλου στο Πήλιο στολίζουν τις αίθουσες υποδοχής, τα μαγαζιά, τα σπίτια. Ένας Ανακασιώτης άρχοντας της εποχής, Ο Γιάννης Κοντός φιλοξενεί το φτωχό ζωγράφο. Ως αντάλλαγμα ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φιλοτέχνησε το αρχοντικό του, το οποίο σήμερα θεωρείται το σπουδαιότερο μνημείο της τέχνης του Θεόφιλου. Ο Γιάννης Κοντός ο πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του 1821, αρχαίους θεούς και τοπία. Ο γαιοκτήμονας συνήθιζε να λέει για τον Θεόφιλο : «Αυτός, παιδί μου, ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια». Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο. Η ντελικάτη φύση του αλλά κυρίως η επιλογή του από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως ακριβώς οι ήρωες που απεικονίζονταν στα έργα του, σε συνδυασμό με την τραχύτητα της εποχής, τον έφερναν συχνά σε δύσκολη θέση, καθώς έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης. Ένα ιδιαίτερα σκληρό περιστατικό έλαβε χώρα στον Βόλο, το 1927, μετά από αυτό τρόμαξε τόσο και επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Λέγεται ότι κάποιος, για να διασκεδάσει τους θαμώνες ενός καφενείου, έριξε τον Θεόφιλο από μια σκάλα, όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Tumblr media
Ο Αποχαιρετισμός του Αρχιναυάρχου, έργο του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ. Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Την αναχώρησή του περιέγραψε  ο αγωγιάτης που τον μετέφερε στο λιμάνι : «...Ένα πρωί ήρθε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ και με λέει να του πάω τα πράγματα του στο Βόλο. Γιατί ρε Θεόφιλε; “ Θέλω να φύγω”, λέει. “ Θα πάω στην πατρίδα”.  “Αποφάσισα για την πατρίδα”. Δεν ήθελα να πάω. Θα χασομερούσα. Μου λέει η μακαρίτισσα η μάνα μου:«Άντε μωρέ κάντου ένα καλό του καημένου. Που λες τον φόρτωσε τα πράγματα απ’ την πλατεία δύο μπαούλα, τι είχαν μέσα – Θεός ξέρει. Ξεκινήσαμε κατά τις 2 η ώρα το μεσημεράκι να κάνουμε ίσα κάτου. Το σελάχι του το είχε γεμάτο: μια κουμπούρα απ’ εδώ, μια κουμπούρα απ’ εκεί. Μόλις φτάνουμε εκεί στις , παράγκες που’ ταν οι πρόσφυγες, κολλά η μαρίδα από κοντά, πλήθος. Και “βίρα” να τον φωνάζουνε και να τον πειράζουνε. Φτάσαμε λοιπόν στην παραλία, ήρθε και μια βάρκα από μέσα, μας βοήθησε – Θυμάμαι και το πλοίο, ένα πλοίο, το “ Αρκαδία” ήτανε, είχε ένα μακρύ φουγάρο – Βάζω λοιπόν στη Βάρκα τα μπαούλα.  Μπαίνει και ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ μέσα όρθιος. Όχι να καθήσει, όρθιος. Μόλις ανοίγει καμιά πενηνταριά μέτρα, βγάζει την κουμπούρα και … μια μπούβ απ’ εδώ, μια μπούβ απ’ εκεί. Όξω ζητωκραυγές απ’ τη μαρίδα. Ναι κι έφυγε ...» Μέγα αρτοποιείον Γεωργίου Κοντουφούρναρη του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1933). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
‘‘Όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφική’’
Ο λαογράφος Κίτσος Μακρής, στο βιβλίο του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο», αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία που αποδεικνύει αυτό που είχε υποστηρίξει και ο Κώστας Ουράνης ότι «Η προοπτική δεν ενδιέφερε καθόλου τον Θεόφιλο, την είχε στείλει περίπατο». Μια φορά κι έναν καιρό καθώς λένε ένας φούρναρης παράγγειλε σ’ ένα φτωχό ζωγράφο να τον ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, κι όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο δείχνοντας όλο του το πλάτος. Έπειτα με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι. Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: «Το ψωμί έτσι που το βάλες, θα πέσει». Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου∙ μόνο τ’ αληθινά ψωμιά πέφτουν. Τα ζωγραφισμένα στέκουνται∙ όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά!».
Tumblr media
Παράλιον χωρίον της Μυτιλίνης η Βαρειά, όπως αναγράφει ο ίδιος ο Θεόφιλος (1931). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Η επιστροφή στη Μυτιλήνη
Ο ζωγράφος επιστρέφει στην πατρίδα του το 1927. Εργάζεται στα χωριά γύρω από τη Μυτιλήνη. Τα 8 χρόνια που έζησε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ στο νησί του ήταν μια περίοδος έντονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος, για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους, έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι του, το χέρι του και να σπάσει δύο πλευρά. Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί.  Όλο το νησί γέμισε με τις ζωγραφιές του. Μετά την απελευθέρωση της Μυτιλήνης από τον τουρκικό ζυγό και την επιστροφή στη γενέτειρά του συναντά τον καταξιωμένο διεθνώς τεχνοκριτικό και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, χάρη στον οποίο η φήμη του Θεόφιλου ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας. Η συνάντηση του Θεόφιλου με τον Τeriade το 1929 στη Μυτιλήνη θα σημάνει την πιο ολοκληρωμένη ζωγραφικά περίοδο του καλλιτέχνη. Ο Τeriade θα τον βοηθήσει να καλυτερεύσει το επίπεδο ζωής του και το επίπεδο της τέχνης και μετέπειτα, μετά θάνατον, θα συμβάλλει στη σταδιακή αναγνώριση του έργου του ώσπου το υπουργείο Πολιτισμού να χαρακτηρίσει το έργο του «χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας». Στο τέλος της ζωής του, έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα. Ένα στρώμα κατάχαμα, ένα ντουλάπι, δυο κασέλες, μια μικρή αυλή που φύτευε τα μπαξαβανικά του και δυο αμυγδαλιές. Παρέα του είχε την Μαρουλιώ, την γάτα του που υπερλάτρευε. Στις 25 Μαρτίου 1934 ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ πεθαίνει από τροφική δηλητηρίαση σε ηλικία 64  ετών. Ως το Σεπτέμβριο του 1935, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του, μνεία στο όνομά του γίνεται μόνο σε μερικά δημοσιογραφικά κείμενα στην Αθήνα, τη Μυτιλήνη και το Βόλο. Στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου δημοσιεύεται στα Αθηναϊκά Νέα μια συνέντευξη του Teriade με τίτλο «Μια καλλιτεχνική ανακάλυψη. Ένας άγνωστος μεγάλος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ» και την επόμενη χρονιά οργανώνεται από τον Teriade έκθεση έργων του στο Παρίσι. Ο Τάκης Μπαρλάς αποκαλεί τον Θεόφιλο «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής» ενώ ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το 1947 μιλάει για τον καλλιτέχνη σε έκθεση έργων του στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών, τον συσχετίζει με τον Μακρυγιάννη. Σύντομα, το όνομα και το έργο του ταξιδεύει σε πολλές γωνιές του κόσμου.
Tumblr media
Ζέμπερ Άλτα επαρχία της Ιταλλίας του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1928). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης…
«Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό». Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» του Οδυσσέα Ελύτη.
Tumblr media
Σαπφώ και Αλκαίος του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1932). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com 
‘‘Ο Θεόφιλος’’ στο Λούβρο
Ήταν 3 Ιουνίου 1961 και οι πίνακες του Θεόφιλου «μπαίνουν» στο Μουσείο του  Λούβρου. Η έκθεση οφείλονταν  στον Teriade, που προσέδωσε κύρος στο έργο του, κινώντας το ενδιαφέρον των διανοουμένων της εποχής. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τους πίνακες του αυτοδίδακτου αυτού καλλιτέχνη, του "παρθένου μαθητή των αισθήσεων", ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη "έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο". Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν "σοβατζή" και ‘’αχμάκη’’. Ο "εν ξιφήρεις" φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα. Έργα απλά, λαϊκά ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης, οι οποίοι θαύμαζαν τη πρωτοτυπία του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρήθηκε ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας. «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα. Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» του Οδυσσέα Ελύτη. Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης Λέσβου. Πηγή εικόνας: lesvosgreece.gr
Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά Λέσβου
Το μουσείο του Θεόφιλου βρίσκεται στο προάστιο της Μυτιλήνης Βαρειά, σε μια κατάφυτη από ελαιώνες περιοχή. Στεγάζεται σε ένα κτίριο λιτής αρχιτεκτονικής, που κτίστηκε το 1964, με δωρεά του τεχνοκριτικού-εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, του ανθρώπου που ανέδειξε το Θεόφιλο. Οι 86 πίνακες που εκτίθενται σήμερα στις αίθουσες του μουσείου, προέρχονται απ�� την προσωπική συλλογή του Teriade, που ο ίδιος δώρισε στο Δήμο Μυτιλήνης. Επίσης ως μουσείο Θεοφίλου λειτουργεί το αρχοντικό Χατζηαναστάση, γνωστό σήμερα ως οικία Κοντού, στην Ανακασιά του Δήμου Ιωλκού, τους τοίχους του οποίου φιλοτέχνησε ο ζωγράφος γύρω στο 1912. Αποτελείται από τέσσερις συνεχόμενες αίθουσες, μέσα στις οποίες υπάρχουν οι ζωγραφικοί πίνακες του Θεόφιλου από τα τελευταία έξι χρόνια της ζωή του. Την έκθεση επιμελήθηκε ο Γιάννης Τσαρούχης. Στην πληθώρα των θεμάτων που εμπνέουν το Θεόφιλο ξεχωριστή θέση κατέχει η Ιστορία, με τις εμβληματικές μορφές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των ηρώων του ’21 να πρωταγωνιστούν στα έργα του, η Μυθολογία καιη Λαογραφία. Αναπαριστά σκηνές από την καθημερινή ζωή, δουλειές της εποχής, ενδυμασίες, τοπία κ.ά. Η τέχνη του υμνήθηκε για το πηγαίο και ανεπιτήδευτο ύφος, την αυθόρμητη και ρεαλιστική έκφραση, τα ζεστά φυσικά χρώματα, κύρια συστατικά μιας αυθεντικά λαϊκής τέχνης. Μουσείο Θεόφιλου-Οικία Κοντού στο Πήλιο. Πηγή εικόνας: humanstories.gr
Μουσείο Θεόφιλου στο Πήλιο
Η οικία κτίστηκε τον 19ο αιώνα ως κατοικία της οικογένειας Χατζηαναστάση. Αρχικά ήταν τριώροφο κτίριο φρουριακής αρχιτεκτονικής. Έλαβε τη σημερινή μορφή με νεοκλασικά στοιχεία στην πρόσοψη και την κάτοψη μετά την αγορά της το 1905 από τον Γιάννη Κοντό, ευκατάστατο μυλωνά από τον Άνω Βόλο. Το 1912 ο ιδιοκτήτης του σπιτιού φέρεται να είχε τότε υπό την προστασία του τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, o ποίος με τη σειρά του και με απαίτηση του Κοντού, φιλοτέχνησε τη σάλα της οικίας. Στην οικία Κοντού, οι πίνακες του Θεόφιλου ήταν επηρεασμένοι από λιθογραφίες του Βαυαρού ζωγράφου Peter Von Hess. 16 μεγάλοι πίνακες με σκηνές από την Επανάσταση του 1821 και ανάμεσα στους πίνακες, μοτίβα από τη φύση να γεμίζουν τα κενά. Χαρακτηριστικό στις τοιχογραφίες της οικίας είναι η χειρόγραφη περιγραφή του Θεόφιλου κάτω από κάθε πίνακα. Το σπίτι του Κοντού πριν την αναστήλωση του από το Υπουργείο Πολιτισμού ήταν διαλυμένο. Οι τοιχογραφίες ήταν σε κακή κατάσταση. Πρώτος μελετητής που αναγνώρισε τον Θεόφιλο ήταν ο Βολιώτης Κίτσος Μακρής. Το 1939 έκδωσε βιβλίο στην Ελλάδα «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο». «Οι ζωγραφιές σε ένα σπίτι που έπεφτε διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση…». Το 1962 μετά τους σεισμούς η οικία Κόντου χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Το 1965 το υπουργείο Πολιτισμού αγόρασε το κτήριο προκειμένου να επισκευαστεί και να λειτουργήσει ως μουσείο. Μπαίνοντας στο Μουσείο του στη Βαρειά της Λέσβου και ανεβαίνοντας τα ξύλινα εσωτερικά σκαλάκια της οικίας Κοντού, η ερώτηση που περνάει από το μυαλό του επισκέπτη είναι «Τι το τρομερό έχουν τα έργα του;». Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ως λαϊκός αγνός ζωγράφος κατάφερε να μεταδώσει μέσα από τα έργα τον τρόπο που ο ίδιος έβλεπε τον κόσμο. Λίγο πριν πεθάνει, ένιωσε έστω και για λίγο τον θαυμασμό, την επιβράβευση του συμπατριώτη του Ελύτη, του Σεφέρη…της Ευρώπης και σήμερα του απλού κόσμου. Εύστοχη η περιγραφή του Σεφέρη στην ερώτηση: « Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε την ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χῶμα, και το παραμικρό φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπό την κάθαρση ἑνός ἀπόβροχου· κάτι ἀπό αὐτό τον παλμό τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ να μην εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σε τέτοια πράγματα να εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτό το τόσο σπάνιο, το ἀκατόρθωτο πριν ἀπ᾿ αὐτόν για το ἑλληνικό τοπίο: μια στιγμή χρώματος και ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη την ἐσωτερική ζωντάνια της κα την ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτό το ποιητικό ρυθμό πῶς να τον πῶ ἀλλιῶς που συνδέει, τα ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τα σκορπισμένα και ἀνασταίνει τα φθαρτά· αὐτή την ἀνθρώπινη ἀνάσα που ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στο χορό μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτά τα πράγματα που τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτή τη χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτό δεν εἶναι λαογραφία…».
Tumblr media
Ο Θεόφιλος μεταμφιεσμένος ως Μέγας Αλέξανδρος του Γιάννη Τσαρούχη. 1968, Μυτιλήνη, λάδι, από την συλλογή του Στρατή Ελευθεριάδη Για να είμαι ειλικρινής, το πραγματικό “σώμα” του Αλέξανδρου το ανακάλυψα σ’ εκείνο τον πίνακα του Τσαρούχη που απεικονίζει τον Θεόφιλο (σε φωτογραφία εποχής) ντυμένο με μια αυτοσχέδια ψευδο-μπαρόκ, στολή, αντίγραφο ενδεχομένως της αρματωσιάς που φορούσαν τα πρόσωπα του “βωβού σκηνικού” στους περιοδεύοντες θιάσους όπερας του 19ου αιώνα. Ο Θεόφιλος ταυτισμένος με τον Αλέξανδρο, κρατώντας ακόντιο, ξίφος και μια ασπίδα, η οποία στην ελλειπτικά σχεδιασμένη τελικής της εκδοχή μοιάζει να λειτουργεί σαν τυφλό κάτοπτρο. Ο Θεόφιλος-Αλέξανδρος, τραγικός και ταυτόχρονα αφοπλιστικά φελής, αλλόκοτα παγιδευμένος στις ξεθωριασμένες μνήμες του, αλλά ζωντανός και προπαντός οικείος. Δεν είναι ένας νεοέλληνας Αλέξανδρος αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος των Νεοελλήνων. (πηγή εικόνας: history-of-macedonia.com, σχόλιο από τη κυρία Νίκη Λοϊζίδη, καθηγήτριας της Ιστορίας της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (To Βήμα, 18 Ιαν. 1998)
Οι 3 περίοδοι της δουλειάς του Θεόφιλου
«…Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα...», έγραψε για το έργο του Θεόφιλου, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Το μάζεμα των ελαιών του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1933). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com
Ο Θεόφιλος μέσα από το έργο του
«Στη ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ένας νούς, όπως ο Θεοτοκόπουλος, που μπορεί να υποστηρίξει την τέχνη του μπροστά στο μεγάλο ιεροεξεταστή, και κάποτε ένας Θεόφιλος, ο αλλόκοτος φουστανέλας, που γυρίζει στα χωριά του Πηλίου και της Μυτιλήνης, με τα πινέλα στο σελάχι του, και οι γυναίκες τόνε φωνάζουν τρελό και «αχμάκη». «Τον Θεόφιλο τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα». Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ανήκει στην παράταξη των τρελών των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά και όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού, όπως αναφέρει ο Γιάννης Τσαρούχης το 1967.
Tumblr media
Μονομαχία Αχιλλέως και Έκτορος, έργο του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1930). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ εξωτερίκευε τα συναισθήματα του μέσω της ζωγραφικής. Δημιούργησε ένα δικό του κόσμο, στον οποίο ήταν παντοδύναμος. Με την τέχνη του να αποτελεί συνώνυμο της ελληνικότητας, απαθανάτισε θρύλους και παραδόσεις, καθημερινές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα με το μοναδικό του προσωπικό ύφος, που καθιστά τα έργα του από τα πλέον αναγνωρίσιμα της ελληνικής ζωγραφικής. Τα έργα του Θεόφιλου απεικονίζουν μια μεγάλη ποικιλία ελληνικών θεμάτων τα οποία θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: της αναπαράστασης της φύσης και του ανθρώπου και στη δεύτερη κατηγορία της αποτύπωσης της δικής του οπτικής σχετικά με ποικίλα θέματα. Στην πρώτη κατηγορία εμφανίζονται προσωπογραφίες, τοπία, διακοσμητικά σχέδια, και εικόνες της καθημερινής ζωής του καιρού του. Στη δεύτερη κατηγορία εμφανίζονται έργα του με θέματα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και αρχαιότητα, ιστορία με έμφαση στην επανάσταση του Εικοσιένα και τη θρησκεία. Αν και τα περισσότερα έργα του είναι εμπνευσμένα από παλιές λιθογραφίες, ταχυδρομικά δελτάρια και λαϊκά αναγνώσματα, αυτό που ήθελε και κατάφερε να πετύχει ήταν να εκφράσει τα συναισθήματα του καθώς και την προσωπική του άποψη και φιλοσοφία. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ είχε τη δύναμη να μεταμορφώνει, με της δικής του κατασκευής χρώματα, τις πιο ταπεινές επιφάνειες, όπως χαρτόνια, σανίδια, τενεκέδες, βαμβακερά πανιά, τοίχους μαγαζιών και σπιτιών, σε έργα τέχνης. Τον γεμάτο λεβεντιά και δροσιά κόσμο του μας τον μεταφέρει κυρίως μέσω των χρωμάτων του που επηρεασμένα από το ελληνικό φως εκφράζουν μια ατμόσφαιρα και ένα τοπίο καθαρά ελληνικό. Οι αποχρώσεις και ο τρόπος που συνδυάζονται, άλλοτε λαμπερά, ζωηρά και δραματικά, και άλλοτε ήρεμα, απαλά και λυρικά, αλλά πάντα αρμονικά συνδυασμένα μεταξύ τους, μεταβάλλουν τις εικόνες του σ’ ένα ζωντανό κόσμο. Κοιτάζοντας τους πίνακες του, ο θεατής δεν αρκείται στο να βλέπει μόνο τα ηθελημένα απλά σχήματα και χρώματα ή αναπαραστάσεις σκηνών, αλλά νιώθει σα να βρίσκεται μέσα στο ίδιο του το έργο.. Κοιτάζοντας τους πίνακες του, ο θεατής δεν αρκείται στο να βλέπει μόνο τα ηθελημένα απλά σχήματα και χρώματα ή αναπαραστάσεις σκηνών, αλλά νιώθει σα να βρίσκεται μέσα στο ίδιο του το έργο.
Tumblr media
Αγιασώτισες Χορεύοντες εις την Καρύνην, έργο του Θεόφιλου Γ. Χατζημιχαήλ (1930). Πηγή εικόνας: paletaart.wordpress.com Ο Θεόφιλος φέρεται να είχε και έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα της περιοχής, με την διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές ενώ την περίοδο της Αποκριάς, συνήθιζε να κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος, με μακεδονική φάλαγγα μαθητές σχολείων, και άλλοτε ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος. Η εικόνα του ζωγράφου, όπως την περιγράφει ο Τσαρούχης, δείχνει την ιδιαίτερη προσωπικότητα του: «Φορούσε πάντα φουστανέλα, που δεν ήταν η φορεσιά της πατρίδας του. Για τον Θεόφιλο, αυτό δεν ήταν μια καλλιτεχνική παραξενιά ή επίδειξη. Ήταν μια ένδειξη πίστεως αυτή η λατρεία της φουστανέλας, λατρεία οφειλόμενη στην ποιητική της σημασία. (...) Ο Θεόφιλος, άλλωστε, ήθελε να 'ναι σαν παλιός οπλαρχηγός, σαν κι αυτά τα άστατα είδωλά του που τόσο συχνά ζωγράφιζε».
Μπαίνοντας στο Μουσείο του Θεόφιλου
Στο βιβλίο του Σ.Β. Σκοπελίτη ‘’Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης’’ γράφει ότι είπε ο Τσαρούχης, «όταν κρεμάστηκαν όλα του τα έργα, για μία στιγμή σκέφτηκα τη ζωή του, την πίκρα να μη σε καταλαβαίνουν, τη φτώχεια, την πείνα, την απλυσιά. Όμως, άμα είδα τα έργα του κατάλαβα ότι έζησε σε ένα ακατάπαυστο πνευματικό πανηγύρι και τα βάσανα της ζωής είναι τίποτα, είναι πενταροδεκάρες γι’ αυτόν που έζησε αληθινά και μπόρεσε να καταλάβει το μεγαλείο της ζωής. Μετά το θάνατο του δημιουργήθηκαν πλήθος κειμένων, αφιερωμάτων στη μνήμη και στο έργο του Θεόφιλου καθώς και τραγούδια και ταινίες προς τιμή του. Αν και ο ''αχμάκης'' ''γερο φουστανελάς'' στην εποχή του χλευάστηκε, μετά θάνατον αναγνωρίσθηκε. Με το έργο του απέδειξε ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό. Πηγές: Aποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη “Ο Zωγράφος Θεόφιλος” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ genesis.ee.auth.gr/dimakis/lexi/172/lexi172.html περιοδικό η Λέξη, Αφιέρωμα στον Θεόφιλο, 2002 dromospoihshs.home.blog artviews.gr history-of-macedonia.com/2010/08/01/megas-alexandros-theofilos-giannis-tsarouxis/ ταινία για το Θεόφιλο Γ. Χατζημιχαήλ (1987) Σύνταξη κειμένου: Λευτέρης Μαργαρίτης Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου Read the full article
0 notes
Text
Stockholm Syndrome
Ήταν μόνο 11 το βράδυ όταν περπατούσαν εκείνο τον μοναχικό δρόμο.  «Πόσο καιρό βρίσκεσαι εδώ;» τον ρώτησε διαλύοντας την σιωπή.  «Όχι πάνω από χρόνο. 10 μήνες ίσως.» της απάντησε.  «Είναι περίεργο... Μετά από 9 χρόνια συναντιόμαστε στη Στοκχόλμη.»  Χαμογέλασε ελαφρώς «Θυμάσαι με τόση ακρίβεια; Πολύ γοητευτικό.»  Χαμογέλασε και εκείνη χωρίς να τον κοιτάει.  Αναγκάστηκε να της κάνει την ίδια ερώτηση. «Πόσο βρίσκεσαι εδώ;»  «8 Χρόνια ακριβώς.» απάντησε κοιτάζοντάς τον αυτή την φορά.  «Μεγάλος αριθμός. Εδώ σκοπεύεις να φτιάξεις την ζωή σου λοιπόν;»  «Ελπίζω πως όχι, οπουδήποτε αλλού εκτός από εδώ. Δεν μου αρέσει τίποτα σε αυτή την πόλη· πλέον.Με την πρώτη ευκαιρία θα φύγω.»  «Περίεργο.»  «Ποίο πράγμα;» το χρώμα της φωνής της έδειχνε ενδιαφέρον.  «Πετύχαμε και οι δύο τα όνειρά μας, εσύ πετυχημένη δικηγόρος, εγώ συγγραφέας με ''best seller'' κι όμως πάλι κάτι μας λείπει.»  «Τι λείπει σε εσένα;»  «Πάντα δεν λείπει κάτι;»  Και μία ολιγόλεπτη σιγή ακολούθησε...  «Εδώ μένω.» μίλησε «Θα ανέβεις για ένα ποτό;»  «Ναι, γιατί όχι;» του απάντησε πρόθυμα.  Βρίσκονταν στον ανελκυστήρα, πάτησε το κουμπί 7 και αμέσως την φίλησε, δεν άντεχε την αναμονή. Ένιωθε το πίσω μέρος του κεφαλιού της και τον αυχένα της να λιώνουν στην παλάμη του.  Είχαν φτάσει στον όροφό του και αφού ξεκλείδωσε την πόρτα της έδειξε το μπαρ.  «Θα πάω να κάνω ένα ντους, ελπίζω να μην σε πειράζει.»  «Καθόλου.»  «Εσύ ωστόσο βολέψου.»  Του έκλεισε το μάτι με ένα  παιχνιδιάρικο χαμόγελο  Το νερό έπεφτε χλιαρό στο σώμα του δίνοντάς του τροφή να το σκεφτεί ξανά. Ήξερε πως την ήθελε πολύ· για εκείνο το βράδυ, τουλάχιστον για εκείνο το βράδυ. Παρ' όλα αυτά συνέχιζε να ψάχνει για αμφιβολίες, να ταλανίζει την σκέψη του. Ήταν λες και έψαχνε κάποιο λόγο για να την διώξει. Και βρήκε μπόλικους από αυτούς· 6 στον αριθμό. Ένας απ' αυτούς όμως ήταν αληθινός...  ''Αν τα πράγματα εξελιχθούν όπως την προηγούμενη φορά; Αν την ερωτευτώ ξανά με τρόπο επιπόλαιο -και αν σε κάθε προσπάθεια μου να την πλησιάσω αυτή με απορρίπτει; Αν αρχίσει να μου αρέσει πάλι αυτή κατάσταση; Και αν...'' Τόση ώρα σκεφτόταν πολύ. ''Όχι, είμαι μεγαλωμένος άντρας πλέον, μπορώ να το διαχειριστώ.''    5 λεπτά αργότερα δίπλωσε μία πετσέτα στη μέση του και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του. Χαμηλός φωτισμός, το ''stereo'' να παίζει το ''O' Children από τον Nick Cave'' στην κατάλληλη ένταση. Άρωμα γυναίκας στην καλύτερη δυνατή απόχρωση του και εκείνη γυμνή στο κρεβάτι του να ξεχειλίζει θηλυκότητα.  Τσούγκρισε το ποτήρι που κρατούσε στο χέρι της με εκείνο που είχε αφήσει στο κομοδίνο του και στη συνέχεια του το πρόσφερε.    «Σε τι θα πιούμε;» τον ρώτησε.  Περπάτησε προς τα εκεί με την μεγαλύτερη δυνατή αρρενωπότητα που διέθετε και πήρε ήρεμα το ποτήρι από το χέρι της. «Στα όνειρα που είχαμε τα κότσια να κάνουμε στόχους.» και ανασήκωσε το ποτήρι του. Τον κοίταξε όπως εκείνη την φορά, πριν 13 χρόνια. Κάτι βρήκε πάνω του. Κάποιο είδος διαφορετικής γοητείας, τόσο σπάνιας να βρεθεί όσο και να αναγνωριστεί.  Ήπιαν και οι δύο σε μια γουλιά το ποτό τους. Whiskey, παλαιωμένο. Η θερμοκρασία στα σώματά τους ανέβηκε απότομα. Άφησε την πετσέτα να πέσει από την μέση του και κάθισε δίπλα της. Εκείνη γύρισε ανάποδα το σώμα της και αυτός άρχισε να την τρίβει αισθησιακά σε όλη την επιφάνεια του σώματός της για λίγη ώρα. Όση ώρα χρειαζόταν για να απελευθερωθεί, να νιώσει την σεξουαλικότητά της να βγαίνει από μόνη της· πηγαία.  Σταμάτησε να την τρίβει, σηκώθηκε και εκείνη, γύρισε πάλι ανάποδα. Παρατηρούσε όλες τις καλοδουλεμένες ατέλειες του σώματός της. Άξιες λατρείας και προσοχής! Την ψηλάφιζε με τα μάτια του και την έκανε να νιώσει άβολα με τρόπο που την ερέθιζε. Ξάπλωσε δίπλα της και άρχισε να την φυλάει τρυφερά από το στόμα και προς τα κάτω. Λαιμός, στήθος... Ήξερε καλά πως τα γλυκανάλατα αυτά φιλιά δεν ήταν του τύπου της, ήθελε όμως να κλιμακώσει την ένταση της φαντασίας του από το χαμηλότερο έως το πιο υψηλό σημείο της. Δε θα την πείραζαν ακόμα 4 τέτοια φιλιά.    Της τα έδωσε και έφτασε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της. Το είδε για πρώτη φορά.Δεν θα το χαρακτήριζε σαν λουλούδι, πόσο κοινότυπη αυτή η παρομοίωση στο μυαλό του. Αγκάθι ήταν! Το τρυφερότερο που διέθετε. Και το ασπάστηκε με ευλάβεια και πάθος.  Την θυμόταν ολόκληρη σαν αγκάθι που το είχε τρυπήσει βαθιά κάποτε. Εκείνος έσταξε το αίμα επάνω στον κατάχλομο ανθός της για να τον μαγαρίσει. Η ασπροκόκκινη αυτή αντίθεση όμως δημιούργησε στα μάτια του κάτι το ανθρώπινα εξιδανικευμένο.Δύσκολα ξεπέρασε αυτή την αντιθετική ομορφιά. 3 ολόκληρα χρόνια του πήρε.  Άρχισε πάλι να την φιλάει στο στόμα και να δημιουργεί μία διακριτική τριβή με τις γλώσσες τους. Τα ��κρα της παλάμης του την διείσδυσαν· και η πρώτη βαριά ανάσα ακούστηκε καθώς χόρευαν μέσα της.  Έπιασε το κεφάλι του και το κόλλησε στα επιβλητικά της στήθη.  «Μπάσταρδε!» γρύλισε εκστασιασμένη.  «Σκάσε γρύλισε με τον ίδιο τρόπο.  «Αλλιώς τι!;»  Τα χέρια του συνέχιζαν να κινούνται επιδέξια «Δε θα περπατάς αύριο!» ένα αμυδρό και ένα κάπως άγριο χαμόγελο έσκασε στα χείλη του.  «Προσπάθησε.» τα πρόσωπά τους πλέον ήταν ίδια!  Άρχισε να κινείτε μπρος - πίσω. Μέσα και έξω με κλιμακωτό ρυθμό. Στην αρχή αργός και δυνατός, όσο χρειάζονταν. Όσο πιο πολύ ακουγόταν η φωνή της, όσο πιο πολύ ακουγόταν το πάθος και η ευχαρίστησή της, τόσο της έδινε αυτό που ήθελε.  Την άρπαξε από τους μηρούς και την κόλλησε στην ντουλάπα. Άρχισε πάλι να να την διαπερνά με τον πιο κατάλληλο και για τους δύο τους τρόπο. Το φύλλο της ντουλάπας κοπάναγε αλλά δεν ακουγόταν από τις φωνές τους. Τα βαθιά και πλούσια αναφωνήματα της και τα γρυλίσματα από τον ευχάριστο πόνο στους μύες τους.  ''Ποίος χέστηκε για τους γείτονες'' σκέφτηκαν ταυτόχρονα!  Την πέταξε πάλι στο κρεβάτι και εκείνη ενθουσιασμένη τον είδε να κινείται επιθετικός. Την γύρισε ανάποδα.  «Ναι!» παραμίλησε εκείνη ασυναίσθητα, και δάγκωσε το μαξιλάρι του ξέροντας τι θα ακολουθήσει.  «Τώρα θα σε γαμήσω!» γρύλισε και έβαλε πάλι μέσα της το ερεθισμένο πέος του.  Το μαξιλάρι φυλάκιζε όλες τις κραυγές ηδονής που την έκανε να βγάζει, ενώ τα λακκάκια στο τέλος της σπονδυλικής της στήλης κατέβασαν κατά πολύ την ευφυΐα του, στα χαμηλότερα επίπεδα.    Η ώρα είχε περάσει και αυτοί συνέχιζαν. Ήθελε να τελειώσει, αλλά δεν θα το έκανε αν δε τον παρακάλαγε...  «Φτάνει!» του φώναξε δακρυσμένη από την ηδονή «Φτάνει!» και εξαπέλυσε όλους τους χυμούς της πάνω του. Την έβλεπε να τρέμει, δεν περίμενε άλλο τελείωσε και αυτός.  Ξαπλωμένοι και οι δύο. Λαχανιασμένοι. Εξουθενωμένοι. Νόμιζαν ότι όλο αυτό κράτησε 3 λεπτά. 2 ώρες σχεδόν· τόσο κράτησε.     Είχαν βγει στο μπαλκόνι και μίλαγαν για τις ζωές τους, γυμνοί, χωρίς ντροπές. Όλα όσα έγιναν εκείνα τα χρόνια. ξαφνικά σταμάτησαν. Απόλαυσαν την ησυχία της νύχτας.  1 λεπτό της πήρε να κοιμηθεί. Εκείνος την κοίταξε προσεκτικά. Νιώθει κάτι για αυτή; Δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι να σκεφτεί... Όχι. Τίποτα. Θα μπορούσε όμως, αν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Μα πόσο ευνοϊκές μπορεί να γίνουν οι συνθήκες ανάμεσα σε μία δυναμική γυναίκα και έναν δυναμικό γλυκανάλατο ''ιππότη'' του μεσαίωνα; Και τι ιππότης; Η πανοπλία του ήταν φτιαγμένη από ''τάλκη''. Αυτή ήταν η τελευταία του σκέψη αφού την κουβάλησε στον κρεβάτι του. Η τελευταία αίσθηση όμως; Την ένιωσε να μυρίζει τα μαλλιά του!  Ξύπνησε,εκείνη πουθενά. Έψαξε όλο το σπίτι για να σιγουρευτεί αν ήταν μόνος του τελικά. Και ήταν. Το αποδέχτηκε ψύχραιμα, έβαλε ένα καφέ στην κούπα του και γύρισε στο δωμάτιο. Άναψε ένα τσιγάρο και κοιτούσε τα τσαλακωμένα σεντόνια. Αίμα από την πλάτη του, κραγιόν από τα χείλι της, ιδρώτας από τα σώματά τους. Έργο τέχνης! Συνέχιζε να βλέπει, να παρατηρεί, να θαυμάζει...     Ξεκίνησε να μαζεύει τις βαλίτσες του. Έφευγε. Δεν ήξερε για που, απλά έφευγε! Όπου αλλού καλύτερα από την πανέμορφη Στοκχόλμη. Ακόμα και τις ηλιόλουστες μέρες όλα ήταν μουντά και κρύα στα μάτια του.  Το κουδούνι χτύπησε. Δεν κουνήθηκε, απλά κοίταγε την πόρτα. Λίγα δευτερόλεπτα και ξαναχτύπησε. Άνοιξε. Ήταν εκείνη κρατώντας μία χάρτινη σακούλα.  «Έφερα φαγητό,πεινάς;»τον ρώτησε.  «Ναι φυσικά, πέρνα.»    «Γιατί δεν τρως;» τον ρώτησε αφού δεν είχε κατεβάσει ούτε μπουκιά ακόμα.  «Γιατί γύρισες;»  «Είχα μία δουλεία στην πόλη...»  «Δε χρειάζεται να μου δώσεις αναφορά. Είχες τους λόγους σου που έφυγες.» είπε χαμογελαστά, με τρόπο που έδειχνε πως καταλαβαίνει.  «Γιατί να μη γυρίσω, δε θα πρεπε;» είπε αμήχανα. Αν ήταν ανεπιθύμητη θα έφευγε.  «Ξέρεις ότι δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Είναι πολύ όμορφο που είσαι εδώ. Αλλά πρέπει να ξέρω,όταν έφυγες είχες σκοπό να γυρίσεις;» Δεν είχε μιλήσει με πιο ευγενικό τόνο σε καμία, ποτέ του.   «Άγγελε... ειλικρινά. Δεν έχω ιδέα. Στην αρχή απλά ήθελα να φύγω, δεν ήθελα να το σκεφτώ.»  «Φεύγω...»  «Τι εννοείς φεύγεις;» μία φλέβα πετάχτηκε στον λαιμό της.  «Ειρήνη αν συνεχίσουμε έτσι θα καταλήξουμε να πεθάνουμε με 20 γάτες σε ένα μεγάλο διαμέρισμα.»  Γέλασε.«Θυμάσαι; Στο είχα πει αυτό όταν πηγαίναμε λύκειο.»  Χαμογέλασε και εκείνος. «Ναι, φυσικά θυμάμαι... Θα έρθεις μαζί μου;»  «Που;» ξαφνιασμένη· τουλάχιστον.  «Χρειάζομαι διακοπές, νομίζω και εσύ!»  «Έχεις το σύνδρομο.»  «Το ποιο;» δεν κατάλαβε αμέσως.  «Το σύνδρομο της πόλης. Της Στοκχόλμης! Το θύμα είναι ερωτευμένο με τον βιαστή του...»  «Ίσως...» είπε μονολεκτικά και την είδε να παίρνει το βλέμμα της από πάνω του, να χαμογελά σαν να είναι έτοιμη να τον απορρίψει, ξανά. «Αλλά, το έχεις και εσύ. Το σύνδρομο της Λίμας. Ο βιαστής ερωτεύεται το θύμα του και επιστρέφει εκουσίως σε αυτό.»  «Άγγελε έχω μία ζωή εδώ.»  «Που δε σου αρέσει, χθες το είπες.»  «Το είπα, αλλά νομίζω μου ζητάς πολλά.»  «Ειρήνη το χθεσινό μου άρεσε πολύ, αλλά έχω φτάσει 36 χρονών. Δεν σου λέω να φύγουμε και να ξεκινήσουμε μία συναρπαστική ζωή μαζί. Θέλω φύγουμε για το Τριήμερο. Θέλω να έρθεις και εσύ μαζί μου.»  «Και εμένα μου αρέσεις, αλλά...» δε συνέχισε.  «Φοβάσαι;»  Δεν απάντησε.  «Εμένα ή εσένα;»την ξαναρώτησε.  «Και τους δύο.»  «Δώσε μου μία ευκαιρία.»  «Να κάνουμε επιπόλαιες και σπασμωδικές κινήσεις;»  «Ναι, πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες κάτι τόσο ξέγνοιαστο;Αυτό χρειάζομαι, να ξεφύγω για λίγες μέρες επιπόλαια! Εσύ;» Ήταν έτοιμη να απαντήσει, τον κοιτούσε. Φαινόταν από τα μάτια της. Δεν το ήθελε· φοβόταν. Από την άλλη μπορούσες να δεις και μία σπίθα, έτοιμη να την πυρακτώσει, έτοιμη να αρχίσει να το θέλει πιο πολύ από αυτόν... O'Children - Nick Cave : https://www.youtube.com/watch?v=MQL5zdEy-3k
20 notes · View notes
geloof-in-god · 5 years
Text
Ο Θεός είναι η δύναμή μου στη ζωή
                                               Από τη Σιαόχε, επαρχία Χενάν
Ενώ μοιάζει σαν μία μόνο στιγμή, ακολουθώ τον Παντοδύναμο Θεό εδώ και δεκατέσσερα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, έχω βιώσει καλές και κακές στιγμές και το μονοπάτι έχει συχνά υπάρξει δύσκολο, μα επειδή ο λόγος του Θεού, καθώς και η αγάπη και το έλεός Του με συνόδευαν, ένιωθα ανέκαθεν ιδιαίτερα ικανοποιημένη. Κατά τα δεκατέσσερα αυτά χρόνια, η εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η σύλληψή μου τον Αύγουστο του 2003. Ενώ βρισκόμουν υπό κράτηση, υποβλήθηκα σε κτηνώδη βασανιστήρια από την αστυνομία του ΚΚΚ και έμεινα σχεδόν ανάπηρη. Ο Παντοδύναμος Θεός ήταν Αυτός που με πρόσεχε και με προστάτευε, και που επανειλημμένα χρησιμοποιούσε τα λόγια Του για να με καθοδηγήσει, πράγμα που τελικά μου επέτρεψε να ξεπεράσω τα βασανιστήρια εκείνων των δαιμόνων, να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου. Κατά τη διάρκεια αυτής της εμπειρίας, ένιωσα βαθιά μέσα μου την αξιοθαύμαστη δύναμη των λόγων του Παντοδύναμου Θεού και την ισχύ της δύναμης της ζωής Του, κι έτσι διαπίστωσα πως ο Παντοδύναμος Θεός είναι ο ένας αληθινός Θεός ο οποίος έχει κυριαρχία επί των πάντων και κυβερνά όλα τα πράγματα. Ακόμα περισσότερο, Αυτός αποτελεί τη μοναδική μου σωτηρία, τον μοναδικό στον οποίο μπορώ να στηριχτώ, και καμιά εχθρική δύναμη δεν μπορεί να με απομακρύνει από τον Θεό ή να με σταματήσει από το να ακολουθήσω τα βήματά Του.
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ, είχα συναντηθεί με δύο από τις αδελφές μου, όταν ξαφνικά ακούσαμε τον σκύλο έξω να γαβγίζει, καθώς και τον ήχο ανθρώπων να περνούν τη μάντρα της αυλής. Αμέσως μετά, ακούσαμε κάποιον να χτυπά επιτακτικά την πόρτα, φωνάζοντας: «Ανοίξτε την πόρτα! Είστε περικυκλωμένοι!» Γρήγορα μαζέψαμε τα πράγματά μας και τα κρύψαμε, μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η πόρτα έπεσε προς τα μέσα μ’ έναν κρότο, και μας τύφλωσε το φως πολλών φακών στραμμένων προς το μέρος μας, αναγκάζοντάς μας να κλείσουμε τα μάτια μας. Αμέσως, περισσότεροι από δώδεκα άνθρωποι όρμησαν στο δωμάτιο και μας έσπρωξαν με τη βία στον τοίχο, καθώς φώναζαν: «Μην κουνιέστε! Να είστε φρόνιμες!» Μετά απ’ αυτό, έψαξαν το σπίτι, ρημάζοντάς το σαν ληστές. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άκουσα έξω κρότους από δύο πυροβολισμούς, τους οποίους ακολούθησε η φωνή ενός αστυνομικού από μέσα: «Τις έχουμε! Τρεις απ’ αυτές!» Μας πέρασαν χειροπέδες, έπειτα μας έσπρωξαν βίαια μέσα σε μια αστυνομική κλούβα. Ως τότε, είχα ανακτήσει τις αισθήσεις μου και συνειδητοποίησα πως είχαμε συλληφθεί από την αστυνομία. Με το που μπήκαμε στο όχημα, ένας από τους αστυνομικούς, κρατώντας μια ράβδο ηλεκτροσόκ, φώναξε: «Ακούστε όλες σας: Μείνετε ακίνητες γιατί θα κάνω ηλεκτροσόκ σε όποια κουνηθεί, κι ακόμη κι αν σας σκοτώσει, δεν θα παραβαίνω τον νόμο!» Στη διαδρομή, δύο από αυτούς τους μοχθηρούς αστυνομικούς με στρίμωξαν στη θέση ανάμεσά τους, κι ένας απ’ αυτούς κρατούσε τα πόδια μου πάνω στα δικά του και με τράβηξε στην αγκαλιά του. Είπε, με τρόπο χυδαίο: «Θα χαραμίσω την ευκαιρία μου αν δεν σε εκμεταλλευτώ!» Κόλλησε σφιχτά πάνω μου, παρόλο που πάλευα με όλη μου τη δύναμη, μέχρι που κάποιος άλλος αστυνομικός είπε: «Σταμάτα τα παιχνίδια! Ας βιαστούμε να ολοκληρώσουμε την αποστολή για να τελειώνουμε μ’ αυτό». Μόνο τότε με άφησε.
Μας μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα και μας κλείδωσαν σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο, κι έπειτα έδεσαν την καθεμιά μας ξεχωριστά με χειροπέδες σε μεταλλικές καρέκλες. Το άτομο στο οποίο ανέθεσαν να μας φυλάει μάς ρώτησε αυστηρά τα ονόματά μας και πού μέναμε. Ήμουν αγχωμένη και δεν γνώριζα τι έπρεπε να απαντήσω, κι έτσι προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό, ζητώντας Του σοφία και τα σωστά λόγια να πω. Τότε ήταν που τα λόγια του Θεού με διαφώτισαν: «Να έχει πάντα ως προτεραιότητα τα συμφέροντα της οικογένειας του Θεού, οτιδήποτε και αν κάνει, να δέχεται να τον παρατηρεί ο Θεός, και να πειθαρχεί στους κανόνες του Θεού» («Πώς είναι η σχέση σου με τον Θεό;» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Σωστά! Έπρεπε να έχω ως προτεραιότητα τα συμφέροντα της οικογένειας του Θεού. Σε όσα βασανιστήρια και μαρτύρια κι αν με υπέβαλλαν, δεν μπορούσα να πουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές μου, ούτε μπορούσα να γίνω Ιούδας και να προδώσω τον Θεό. Έπρεπε να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για τον Θεό. Μετά απ’ αυτό, όσο κι αν με ανέκρινε, τον αγνοούσα. Το επόμενο πρωί, ενώ ήταν έτοιμοι να μας μεταφέρουν στο κρατητήριο, ο χυδαίος αστυνομικός είπε: «Στήσαμε κλοιό για να σας πιάσουμε! Χρειάστηκε να ψάχνουμε για ώρα μέχρι να σας βρούμε!» Καθώς μου περνούσε χειροπέδες, έπιασε το στήθος μου, πράγμα που με εξόργισε. Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως η Λαϊκή Αστυνομία θα με παρενοχλούσε έτσι μέρα-μεσημέρι. Δεν ήταν παρά γκάνγκστερ και ληστές! Ήταν πραγματικά αηδιαστικό και απεχθές!
Στο κρατητήριο, προκειμένου να με κάνουν να τους πω τη διεύθυνσή μου και πληροφορίες για την πίστη μου στον Θεό, η αστυνομία έστειλε πρώτα μια γυναίκα αστυνομικό για να με πείσει και να με καλοπιάσει, παίζοντας τον ρόλο του καλού αστυνομικού. Όταν αντιλήφθηκαν πως αυτό δεν είχε αποτέλεσμα, με τράβηξαν με το ζόρι ένα βίντεο και είπαν πως θα το στείλουν στον τηλεοπτικό σταθμό και θα καταστρέψουν έτσι την υπόληψή μου. Γνώριζα, ωστόσο, πως ήμουν απλώς μια πιστή στον Θεό που επεδίωκε την αλήθεια και βάδιζε στο σωστό μονοπάτι στη ζωή και πως δεν είχα κάνει κάτι αισχρό, ούτε κάτι παράνομο ή εγκληματικό, κι έτσι, με ύφος θιγμένο, απάντησα: «Κάντε ό,τι θέλετε!» Όταν είδαν πως το κόλπο τους δεν έπιανε, αυτοί οι μοχθηροί αστυνομικοί αποφάσισαν να με βασανίσουν βάναυσα. Λες και ήμουν κάποιος σκληρός εγκληματίας, μου έβαλαν χειροπέδες και αλυσίδες που ζύγιζαν πέντε κιλά και με συνόδευσαν σ’ ένα όχημα που θα με μετέφερε για ανάκριση. Επειδή οι αλυσίδες στα πόδια μου ήταν τόσο βαριές, έπρεπε να τις σέρνω καθώς περπατούσα. Το περπάτημα ήταν πολύ δύσκολο, και χρειάστηκαν μόνο μερικά βήματα για να ξεφλουδίσει και να κάνει πληγές το δέρμα των ποδιών μου. Με το που μπήκαμε στο όχημα, έβαλαν αμέσως μια μαύρη σακούλα στο κεφάλ�� μου και με στρίμωξαν μεταξύ δύο αστυνομικών. Ξαφνικά, σοκαρισμένη, σκέφτηκα: «Αυτοί οι μοχθηροί αστυνομικοί στερούνται κάθε είδους ανθρώπινης φύσης και κανείς δεν ξέρει πόσο φρικτά πράγματα θα κάνουν για να με βασανίσουν. Τι θα γίνει αν δεν μπορέσω να αντέξω;» Έτσι, προσευχήθηκα γρήγορα στον Θεό: «Παντοδύναμε Θεέ! Η σάρκα μου είναι αδύναμη ενόψει των συνθηκών που πρόκειται να υπομείνω. Σε παρακαλώ προστάτεψέ με και δώσε μου πίστη. Όσα βασανιστήρια κι αν με πλήξουν, επιθυμώ να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου ώστε να Σε ικανοποιήσω, και αρνούμαι κατηγορηματικά να Σε προδώσω». Μπήκαμε σ’ ένα κτίριο και αφαίρεσαν τη σακούλα απ’ το κεφάλι μου, κι έπειτα με διέταξαν να παραμείνω όρθια για μια ολόκληρη ημέρα. Εκείνο το βράδυ, ένας αστυνομικός κάθισε μπροστά μου, σταύρωσε τα πόδια του και μου είπε με βάρβαρο ύφος: «Συνεργάσου και απάντησε στις ερωτήσεις μου και θα αποφυλακιστείς! Πόσα χρόνια πιστεύεις στον Θεό; Ποιος σου κήρυξε την πίστη; Ποιος είναι ο επικεφαλής της εκκλησίας σου;» Όταν δεν απάντησα, φώναξε εκνευρισμένος: «Φαίνεται πως δεν θα απαντήσεις, εκτός κι αν σου δώσουμε σαφή εικόνα της εναλλακτικής!» Με διέταξε να σηκώσω τα χέρια μου πάνω απ’ το κεφάλι και να μην κουνιέμαι ενώ συνεχίζω να είμαι όρθια. Λίγο μετά, τα χέρια μου άρχισαν να πονούν και δεν μπορούσα να τα κρατήσω πάνω απ’ το κεφάλι μου, αλλά δεν με άφηνε να τα χαμηλώσω. Μόνο όταν είχα ιδρώσει κι έτρεμα ολόκληρη και δεν μπορούσα να τα κρατήσω πια ψηλά, μου επέτρεψε να χαμηλώσω τα χέρια μου, μα και πάλι δεν μου επέτρεψε να καθίσω. Ήμουν υποχρεωμένη να στέκομαι μέχρι την αυγή, οπότε τα πόδια και τα πέλματά μου είχαν μουδιάσει και πρηστεί.
Το πρωί της δεύτερης ημέρας, άρχισαν να με ανακρίνουν ξανά, μα εξακολουθούσα να αρνούμαι να τους πω το οτιδήποτε. Αφαίρεσαν μια πλευρά των χειροπεδών, με τις οποίες ήμουν δεμένη, κι έπειτα ο επικεφαλής τους με χτύπησε βίαια πίσω από τα γόνατα με ένα ξύλινο μπαστούνι πάχους δέκα εκατοστών και μήκους εβδομήντα εκατοστών, αναγκάζοντάς με να γονατίσω. Έπειτα πίεσε το μπαστούνι στην κοιλότητα πίσω από τα γόνατά μου, τράβηξε τα χέρια μου κάτω απ’ το μπαστούνι και με ανάγκασε να ξαναβάλω τις χειροπέδες. Αμέσως, ένιωσα το στήθος μου να πιέζεται, ήταν δύσκολο να αναπνεύσω και αισθάνθηκα τους τένοντες των ώμων μου να τεντώνονται σε βαθμό που θα έσπαγαν. Οι γάμπες μου ήταν τόσο τεντωμένες, που τις ένιωθα έτοιμες να σπάσουν. Ήταν τόσο επώδυνο, που έτρεμα ολόκληρη. Περίπου τρία λεπτά μετά, προσπάθησα να προσαρμόσω τη στάση μου μα δεν μπορούσα να στηριχθώ και, μ’ έναν δυνατό γδούπο, έπεσα προς τα πίσω και προσγειώθηκα στο πάτωμα με τον πισινό μου, με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πάνω. Ένας από τους τέσσερις αστυνομικούς στο δωμάτιο διέταξε έναν αστυνομικό να έρθει στα αριστερά μου κι έναν στα δεξιά μου, και να τραβήξουν το ξύλινο μπαστούνι προς τα κάτω με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο να πιέζουν τους ώμους μου προς τα εμπρός, και υπέδειξε στον τρίτο αστυνομικό να κρατάει με τα χέρια του το κεφάλι μου ενώ κλωτσάει την πλάτη μου με το πόδι του, βάζοντας με σε στάση βαθιού καθίσματος, την οποία με διέταξαν να διατηρήσω. Μα ολόκληρο το σώμα μου πονούσε αφόρητα και μετά από λίγο έπεσα ξανά, οπότε και με έβαλαν ξανά σε στάση καθίσματος. Συνέχισα να πέφτω και να με σηκώνουν σε στάση καθίσματος ξανά και ξανά, κι αυτό το μαρτύριο συνεχίστηκε για περίπου μία ώρα, μέχρι που, επιτέλους, είχαν όλοι λαχανιάσει και ιδρώσει, και ο επικεφαλής τους είπε: «Αρκετά, φτάνει, είμαι πολύ κουρασμένος για τέτοια!» Μόνο τότε αφαίρεσαν το εργαλείο βασανισμού. Ένιωθα αδύναμη παντού και ξάπλωσα στο πάτωμα πασχίζοντας να αναπνεύσω, εντελώς ανήμπορη. Μέχρι τότε, οι χειροπέδες είχαν γδάρει το δέρμα στους καρπούς μου, και κάτω από τις αλυσίδες οι αστράγαλοί μου ήταν καλυμμένοι με αίμα. Πονούσα τόσο πολύ, που είχα ιδρώσει και έτρεμα ολόκληρη, και καθώς ο ιδρώτας κυλούσε στις πληγές μου, πονούσα σαν να με έκοβαν με μαχαίρι. Μέσα στην τόση εξαθλίωση, δεν μπορούσα να σταματήσω να φωνάζω μέσα από την καρδιά μου: «Ω, Θεέ μου! Σώσε με, δεν μπορώ να το αντέξω για πολύ ακόμα!» Κι εκείνη τη στιγμή, τα λόγια του Θεού με διαφώτισαν: «Όταν οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους, όλα γίνονται ασήμαντα και κανείς δεν μπορεί να τους νικήσει. Τι θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό από τη ζωή;» («Κεφάλαιο 36» του «Ερμηνείες των μυστηρίων των λόγων του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Τα λόγια του Θεού μού ξεκαθάρισαν αμέσως τα πάντα. Ο Σατανάς γνωρίζει πως οι άνθρωποι εκτιμούν ιδιαίτερα τη σάρκα τους και πως φοβούνται τον θάνατο ακόμα περισσότερο, κι έτσι ήλπιζε να πληγώσει βάναυσα τη σάρκα μου ώστε να με κάνει να φοβηθώ τον θάνατο, και συνεπώς να με κάνει να προδώσω τον Θεό. Αυτό ήταν το σχέδιό του, μα και ο Θεός χρησιμοποιούσε το σχέδιο του Σατανά ώστε να δοκιμάσει την πίστη και την αφοσίωσή μου σ’ Αυτόν. Ο Θεός ήθελε να γίνω μάρτυρας γι’ Αυτόν στην παρουσία του Σατανά, και συνεπώς να ταπεινώσω τον Σατανά. Μόλις κατανόησα το θέλημα του Θεού, βρήκα ξανά την πίστη και τη δύναμή μου, καθώς και την αποφασιστικότητα να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για τον Θεό, ακόμα και με κόστος την ίδια μου τη ζωή. Μόλις ορκίστηκα να θέσω τη ζωή μου σε κίνδυνο ώστε να ικανοποιήσω τον Θεό, ο πόνος μου μειώθηκε σημαντικά, και μάλιστα δεν ένιωθα τόσο απελπισμένη και δυστυχισμένη. Μετά απ’ αυτό, ο αστυνομικός με διέταξε να σταθώ όρθια και είπε εκνευρισμένα: «Νόμιζα πως σου είπα να μείνεις όρθια! Για να δούμε πόσο θα αντέξεις!» Κι έτσι με ανάγκασαν να σταθώ εκεί μέχρι να σκοτεινιάσει. Το βράδυ, όταν πήγα στο μπάνιο, τα πόδια μου είχαν πρηστεί και καλυφθεί με πηγμένο αίμα εξαιτίας των αλυσίδων, κι έτσι μπορούσα μόνο να σύρω τα πόδια μου στο πάτωμα διανύοντας μικρή απόσταση σε κάθε βήμα. Μου ήταν απίστευτα δύσκολο να κινηθώ, καθώς κάθε φορά που κινούμουν ένιωθα έναν διαπεραστικό πόνο στα πόδια μου, και κάθε μου βήμα άφηνε ένα καθαρό ίχνος νωπού αίματος. Μου πήρε σχεδόν μία ώρα να περπατήσω τα τριάντα μέτρα ως την τουαλέτα και πάλι πίσω. Εκείνο το βράδυ, δεν μπορούσα να μην τρίψω τα πρησμένα πόδια μου με τα χέρια μου, και τα αισθανόμουν άβολα είτε τα έφερνα κοντά μου, είτε τα άπλωνα. Πονούσα υπερβολικά, μα αυτό που με παρηγορούσε ήταν ότι, επειδή είχα την προστασία του Θεού, δεν Τον είχα προδώσει.
Το πρωί της τρίτης ημέρας, αυτοί οι μοχθηροί αστυνομικοί χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο για να με βασανίσουν. Κάθε φορά που έπεφτα, ο επικεφαλής αστυνομικός γελούσε χαιρέκακα και έλεγε: «Καλή τούμπα! Για πάμε γι’ άλλη μία!» Και τότε με σήκωναν, κι έπεφτα ξανά, κι εκείνος έλεγε: «Μου αρέσεις σε αυτήν τη στάση, καλή φαίνεται. Ξανακάν’ το!» Με βασάνιζαν με τον τρόπο αυτόν ξανά και ξανά για περίπου μία ώρα, μέχρι που τελικά σταμάτησαν, εξαντλημένοι και με ιδρώτα να τρέχει απ’ το μέτωπό τους. Κατέρρευσα στο πάτωμα, με το πρόσωπό μου στραμμένο προς τα πάνω, νιώθοντας σαν να γυρίζει το δωμάτιο. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τρέμω, ο αλμυρός ιδρώτας που έτρεχε σαν ποτάμι μού καθιστούσε αδύνατο να ανοίξω τα μάτια μου, και το στομάχι μου ανακατευόταν τόσο πολύ, που ήθελα να κάνω εμετό. Ένιωθα πως θα πέθαινα. Τότε ήρθαν αστραπιαία στο μυαλό μου τα λόγια του Θεού: «“Διότι η προσωρινή ελαφρά θλίψις ημών εργάζεται εις ημάς καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης”. […] Ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας διώκει τον Θεό και είναι εχθρός Του, έτσι, σε αυτήν τη γη, εκείνοι που πιστεύουν στον Θεό ταπεινώνονται και διώκονται. Αυτός είναι ο λόγος που αυτά τα λόγια θα γίνουν πραγματικότητα στη δική σας ομάδα ανθρώπων» («Είναι το έργο του Θεού τόσο απλό όσο φαντάζεται ο άνθρωπος;» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Τα λόγια του Θεού με έκαναν να καταλάβω πως στην Κίνα, ένα έθνος που κυβερνάται από δαίμονες, όπου το να πιστεύεις στον Θεό και να Τον ακολουθείς σού εγγυάται πως θα υποφέρεις τεράστια ταπείνωση και κακό, ο Θεός έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει αυτήν τη δίωξη ώστε να δημιουργήσει μια ομάδα νικητών και να νικήσει έτσι τον Σατανά, κι αυτές είναι ακριβώς οι στιγμές κατά τις οποίες πρέπει να φανερώσουμε τη δόξα του Θεού και να γίνουμε μάρτυρες γι’ Αυτόν. Το ότι κατάφερα να φέρω εις πέρας τον ρόλο μου για τη δόξα του Θεού είναι τιμή μου. Καθοδηγημένη από τα λόγια του Θεού, δεν ανακάλυψα απλώς μια πανίσχυρη δύναμη, μα επιπλέον δήλωσα στον Σατανά μέσα στην καρδιά μου: «Άθλιε δαίμονα, έχω προετοιμαστεί και, όσο κι αν με βασανίσεις, δεν θα υποταχθώ σε σένα. Ακόμη κι αν πεθάνω, ορκίζομαι να σταθώ με τον Θεό». Όταν ο επικεφαλής αστυνόμος είδε πως εξακολουθούσα να μην απαντώ στις ερωτήσεις τους, αφαίρεσε θυμωμένος το μπαστούνι και είπε έξαλλος: «Άντε, σήκω! Θα δούμε πόσο θα διαρκέσει το πείσμα σου. Θα παίξουμε το παιχνίδι της υπομονής με σένα. Είμαι σίγουρος πως θα σε κάνουμε να σπάσεις!» Δεν είχα άλλη επιλογή, κι έτσι σηκώθηκα μαρτυρικά και στάθηκα στα πόδια μου, μα αυτά ήταν τόσο πρησμένα και πονούσαν τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να σταθώ όρθια κι έπρεπε να στηρίζομαι στον τοίχο. Εκείνο το απόγευμα, ο επικεφαλής αστυνομικός μού είπε: «Όταν οι άλλοι ανεβαίνουν στην “κούνια” μιλούν όλοι τους με την πρώτη. Εσύ φαίνεται να αντέχεις αρκετή κακοποίηση! Κοίτα σε τι κατάσταση είναι τα πόδια σου, και πάλι δεν μιλάς. Δεν ξέρω από πού αντλείς δύναμη…» Μετά απ’ αυτό, με κοίταξε και φώναξε: «Έχω κάνει τόσο πολλούς ανθρώπους να μου πουν τα μυστικά τους, κι εσύ έχεις το θράσος να με πολεμάς; Μάλιστα! Ακόμη κι αν δεν σου ανοίξουμε το στόμα, μπορούμε και πάλι να σε καταδικάσουμε σε οχτώ με δέκα χρόνια, και θα κάνουμε τους φυλακισμένους να σε βρίζουν και να σε χτυπούν κάθε μέρα! Θα σε φτιάξουμε!» Όταν τον άκουσα να το λέει αυτό, σκέφτηκα: «Ο Θεός είναι μαζί μου, άρα ακόμη κι αν με καταδικάσεις σε οχτώ με δέκα χρόνια, δεν φοβάμαι». Όταν δεν απάντησα, εκνευρισμένος χτύπησε με το χέρι τον μηρό του, χτύπησε το πόδι του στο έδαφος και είπε: «Περάσαμε μέρες προσπαθώντας να σε κάνουμε να σπάσεις. Αν όλοι ήταν σαν εσένα, πώς θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά μου;» Χαμογέλασα μέσα μου όταν τον άκουσα να το λέει αυτό, καθώς ο Σατανάς ήταν ανίσχυρος, είχε ηττηθεί συντριπτικά από το χέρι του Θεού! Εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ τα λόγια του Θεού: «Η ζωτική δύναμη του Θεού υπερνικά οποιαδήποτε άλλη δύναμη. Επιπλέον, ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη δύναμη. Η ζωή Του είναι αιώνια, η δύναμή Του είναι εκπληκτική, και η ζωτική Του δύναμη δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί από οποιοδήποτε δημιουργημένο ον ή εχθρική δύναμη» («Μόνο ο Χριστός των εσχάτων ημερών μπορεί να δώσει στον άνθρωπο την οδό για την αιώνια ζωή» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Κάθε λόγος του Θεού είναι η αλήθεια, και εκείνη την ημέρα το βίωσα προσωπικά. Δεν είχα φάει, ούτε είχα πιει τίποτα, ούτε είχα κοιμηθεί για τρεις ημέρες, και είχα βασανιστεί τόσο πολύ και ακόμη αντιστεκόμουν, κι αυτό οφειλόταν αποκλειστικά στη δύναμη που μου είχε δοθεί από τον Θεό. Ο Θεός ήταν Αυτός που με πρόσεχε και με προστάτευε. Χωρίς τον Θεό ως δυνατό μου στήριγμα, θα είχα σπάσει πολύ νωρίτερα. Η δύναμη ζωής του Θεού είναι πράγματι εξαιρετικά ισχυρή και ο Θεός είναι πραγματικά παντοδύναμος! Αφού έγινα μάρτυρας των πράξεων του Θεού, η πίστη μου να γίνω μάρτυρας για τον Θεό ενώπιον του Σατανά δυνάμωσε.
Το πρωί της τέταρτης ημέρας, οι μοχθηροί αστυνομικοί με εξανάγκασαν να τεντώσω τα χέρια μου μπροστά και στο ύψος των ώμων μου, και να παραμείνω σε στάση ημικαθίσματος· έπειτα από αυτό, τοποθέτησαν ένα ξύλινο ραβδί στις ράχες των χεριών μου. Σύντομα δεν μπορούσα να διατηρήσω πλέον αυτήν τη στάση. Τα χέρια μου λύγισαν και το ραβδί έπεσε στο έδαφος. Το σήκωσαν και με χτύπησαν άγρια με αυτό στις αρθρώσεις των δαχτύλων των χεριών μου και στις αρθρώσεις των γονάτων μου, με κάθε χτύπημα να μου προκαλεί διαπεραστικό πόνο, κι έπειτα με ανάγκασαν να συνεχίσω να κάθομαι σε στάση ημικαθίσματος. Μετά από αρκετές ημέρες βασανιστηρίων, τα πόδια μου είχαν ήδη πρηστεί και πονούσαν, κι έτσι, αφού κάθισα στη στάση αυτή για μια μόλις στιγμή, τα πόδια μου δεν μπορούσαν να στηρίξουν το βάρος μου και κατέρρευσα με δύναμη στο πάτωμα. Με ξανασήκωσαν, μα με το που με άφησαν κατέρρευσα ξανά. Αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές. Τα οπίσθιά μου ήταν ήδη τόσο μελανιασμένα, που δεν άντεχαν να ξαναχτυπήσουν με αυτόν τον τρόπο στο πάτωμα, και πονούσα τόσο που άρχισα να ιδρώνω ολόκληρη. Με βασάνιζαν με αυτόν τον τρόπο για περίπου μία ώρα. Στη συνέχεια, με διέταξαν να καθίσω στο πάτωμα, κι έπειτα έφεραν ένα μπολ με πυκνό αλατόνερο και μου είπαν να το πιω. Αρνήθηκα, κι έτσι ένας από αυτούς τους μοχθηρούς αστυνομικούς με άρπαξε από τα πλαϊνά του προσώπου μου, ενώ ένας άλλος έβαλε το ένα χέρι στο μέτωπό μου και με το άλλο άνοιξε με τη βία το στόμα μου και έχυσε το αλατόνερό στον λάρυγγά μου. Ένιωθα το αλατόνερο πικρό και στυφό μέσα στον λάρυγγά μου, ένιωσα αμέσως το στομάχι μου να παίρνει φωτιά και ήταν τόσο ανυπόφορο που ήθελα να κλάψω. Όταν είδαν τη δυσφορία μου, είπαν άγρια: «Δεν αιμορραγείς τόσο εύκολα όταν σε χτυπάμε αφού πιεις αλατόνερο». Μετά βίας συγκρατούσα την οργή που ένιωσα όταν το άκουσα αυτό. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι η υποτιθέμενα ακέραιη Λαϊκή Αστυνομία της Κίνας θα μπορούσε να είναι τόσο δόλια και κακόβουλη. Αυτοί οι αχρείοι δαίμονες δεν ήθελαν απλώς να παίξουν μαζί μου και να με βλάψουν, ήθελαν να με εξευτελίσουν. Εκείνη τη νύχτα, ένας από αυτούς τους μοχθηρούς αστυνομικούς ήρθε κοντά μου, έσκυψε και άγγιξε το πρόσωπό μου με το χέρι του καθώς μου έλεγε αισχρά λόγια. Ήμουν τόσο εξοργισμένη, που τον έφτυσα απευθείας στο πρόσωπο. Εξοργίστηκε και με χαστούκισε δυνατά, κάνοντας τα μάτια μου να βλέπουν αστεράκια και τα αυτιά μου να βουίζουν. Είπε, τότε, με απειλητικό τόνο: «Δεν έχεις βιώσει ακόμα τις υπόλοιπες ανακριτικές τεχνικές μας. Αν πεθάνεις εδώ, κανείς δεν θα το μάθει ποτέ. Ομολόγησε, αλλιώς υπάρχουν πολλά ακόμα διασκεδαστικά πράγματα που μπορούμε να σου κάνουμε!» Εκείνη τη νύχτα, ξάπλωσα στο πάτωμα, παντελώς ανήμπορη να κουνηθώ. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, κι έτσι μου είπαν να σηκωθώ μόνη μου. Βάζοντας όλη μου τη δύναμη, κατάφερα να σηκωθώ σιγά-σιγά, μα κατέρρευσα και πάλι μετά από ένα μόλις βήμα. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, κι έτσι μια γυναίκα αστυνομικός χρειάστηκε να με σύρει μέχρι την τουαλέτα, όπου λιποθύμησα και πάλι. Όταν ξύπνησα, ήμουν πίσω στο κελί μου. Είδα ότι τα πόδια μου ήταν τόσο πρησμένα που το δέρμα είχε φθαρεί, οι χειροπέδες και οι αλυσίδες είχαν χωθεί βαθιά μέσα στο δέρμα των καρπών και των αστραγάλων μου, αίμα και πύον έσταζαν από τις πληγές, και όλο αυτό ήταν απερίγραπτα επώδυνο. Σκέφτηκα τις υπόλοιπες τεχνικές βασανιστηρίων που μόλις είχε πει ότι θα χρησιμοποιούσαν σε μένα ο αστυνομικός που είχε αγγίξει το πρόσωπό μου, και δεν μπορούσα παρά να νιώσω αδύναμη· έτσι, προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου! Δεν ξέρω τι άλλο θα κάνουν αυτοί οι διάβολοι για να με βασανίσουν και δεν μπορώ να αντέξω για πολύ ακόμα. Σε παρακαλώ, καθοδήγησέ με, δώσε μου πίστη, χάρισέ μου δύναμη και επίτρεψέ μου να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Σένα». Αφού προσευχήθηκα, θυμήθηκα τα βάσανα που υπέμεινε ο Θεός τις δύο φορές που ήρθε ενσαρκωμένος για να σώσει την ανθρωπότητα: Κατά την Εποχή της Χάριτος, προκειμένου να λυτρώσει την ανθρωπότητα, ο Κύριος Ιησούς λοιδορήθηκε, χτυπήθηκε και υπέστη προσβολές από τους στρατιώτες και τα πλήθη, αναγκάστηκε να φορέσει ένα αγκάθινο στεφάνι και τελικά σταυρώθηκε ενώ ήταν ακόμα ζωντανός· σήμερα, ο Θεός έχει διακινδυνεύσει ακόμα περισσότερο ερχόμενος ενσαρκωμένος για να εργαστεί σε μια αθεϊστική χώρα και, σιωπηλά και χωρίς κανένα παράπονο, υπέμεινε διώξεις και συλλήψεις από την κυβέρνηση του ΚΚΚ, ενώ υπέμεινε και την άγρια αντίσταση, απόρριψη και καταδίκη από τον θρησκευτικό κόσμο. Θυμήθηκα ξανά τα λόγια του Θεού: «Η οδύνη που αντιμετωπίζετε τώρα δεν είναι ακριβώς ίδια με την οδύνη του Θεού; Εσείς υποφέρετε μαζί με τον Θεό και ο Θεός υποφέρει μαζί με τους ανθρώπους. Σήμερα, συμμετέχετε όλοι στα βάσανα, τη βασιλεία και την υπομονή του Χριστού και, στο τέλος, θα αποκτήσετε δόξα. Τα συγκεκριμένα δεινά έχουν νόημα, αλλά πρέπει να είσαι απόλυτα αποφασισμένος. Πρέπει να κατανοήσεις τη σημασία των σημερινών δεινών και το γιατί πρέπει να υποφέρεις τόσο. Αναζήτησε μια μικρή αλήθεια μέσα από αυτό και κατανόησε κάπως την πρόθεση του Θεού, και τότε θα κατέχεις την αποφασιστικότητα να υπομείνεις τα δεινά» («Μόνο αναζητώντας την αλήθεια, μπορείτε να επιτύχετε αλλαγές στη διάθεσή σας» στο βιβλίο «Αρχεία των Συνομιλιών του Χριστού»). Είναι αλήθεια, ο Θεός πριν από πολύ καιρό υπέμεινε τα βάσανα τα οποία περνούσα κι εγώ. Ο Θεός ήταν αθώος, όμως, για να σώσει τη διεφθαρμένη ανθρωπότητα, υπέμεινε κάθε μαρτύριο και ταπείνωση, ενώ το μαρτύριο που υπέμενα εγώ ήταν μόνο και μόνο για να αποκτήσω εγώ η ίδια αληθινή σωτηρία. Σκεπτόμενη προσεκτικά το παραπάνω ερώτημα, συνειδητοποίησα ότι το δικό μου μαρτύριο ήταν σχεδόν ανάξιο αναφοράς σε σύγκριση με το μαρτύριο που υπέμεινε ο Θεός. Τελικά κατάλαβα το τεράστιο μέγεθος του μαρτυρίου και της ταπείνωσης που υπέμεινε ο Θεός για να μας σώσει, κι ένιωσα ότι η αγάπη του Θεού για την ανθρωπότητα είναι στ’ αλήθεια πανίσχυρη και ανιδιοτελής! Στην καρδιά μου ένιωσα μια έντονη επιθυμία και λαχτάρα για τον Θεό. Μέσω του μαρτυρίου μου, ο Θεός μού επέτρεψε να δω περισσότερη από τη δύναμη και την εξουσία Του και να εκτιμήσω ότι τα λόγια Του είναι η δύναμη της ζωής του ανθρώπου και μπορούσαν να με οδηγήσουν στο να ξεπεράσω κάθε δυσκολία· μέσω αυτού του μαρτυρίου, ο Θεός εξευγένιζε, επίσης, την πίστη μου, ενδυνάμωνε τη θέλησή μου και μου επέτρεπε να αναπληρώσω αυτά τα οποία στερούμουν και να φέρω τα ελαττώματά μου στην τελείωση. Κατανόησα το θέλημα του Θεού και συνειδητοποίησα ότι το μαρτύριο που υπέμενα εκείνη την ημέρα ήταν ένα μεγάλο δώρο από τη χάρη του Θεού και ότι ο Θεός ήταν μαζί μου, άρα δεν ήμουν μόνη. Δεν μπορούσα παρά να θυμηθώ έναν εκκλησιαστικό ύμνο: «Με τον Θεό για στήριγμα, τι να φοβηθώ; Ορκίζομαι να αντιμάχομαι τον Σατανά ως το τέλος. Ο Θεός μας ανυψώνει, πρέπει μόνο να παλεύουμε για να γίνουμε μάρτυρες για τον Χριστό. Ο Θεός θα πραγματοποιήσει το θέλημά Του στη γη. Θα αφιερώσω όλη την αγάπη και την πίστη μου στον Θεό. Θα καλωσορίσω την επιστροφή Του όταν κατέβει με δόξα, και θα Τον συναντήσω ξανά στη βασιλεία του Χριστού» («Η βασιλεία» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τρα��ουδήστε νέα τραγούδια»).
Την πέμπτη ημέρα, αυτοί οι μοχθηροί αστυνομικοί συνέχισαν να με βάζουν στη στάση ημικαθίσματος. Τα πόδια και οι πατούσες μου είχαν ήδη πρηστεί τόσο που δεν μπορούσα να σταθώ καθόλου, κι έτσι οι αστυνομικοί με περικύκλωσαν και με έσπρωχναν ο ένας στον άλλον. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, εκμεταλλεύτηκαν την κατάστασή μου για να με θωπεύσουν. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν ��α τους αφήσω απαθώς να παίξουν μαζί μου λες και ήμουν κούκλα. Ήδη είχα βασανιστεί σε βαθμό που το κεφάλι μου γύριζε και η όρασή μου ήταν θολή. Μα ακριβώς τη στιγμή που έλεγα πως δεν θα αντέξω άλλο, άκουσα ξαφνικά βήματα έξω από την πόρτα. Αμέσως εκείνοι έτρεξαν προς αυτήν, την έκλεισαν και σταμάτησαν το βάναυσο παιχνίδι τους. Ήξερα ότι αυτό έγινε χάρη στον Θεό, που μου έδειχνε έλεος και απάλυνε τον πόνο μου. Εκείνη τη νύχτα, ένας από τους μοχθηρούς αστυνομικούς ήρθε σ’ εμένα, έβγαλε το παπούτσι του και έβαλε το βρομερό του πόδι μπροστά στο πρόσωπό μου, λέγοντας πρόστυχα: «Τι σκέφτεσαι όταν κάθεσαι εδώ; Σκέφτεσαι άντρες; Λοιπόν, τι λες γι’ αυτό; Πώς σου φαίνεται η βρόμα του ποδιού μου; Πιστεύω ότι η βρόμα του ποδιού μου είναι ακριβώς αυτό που σου λείπει!» Η αισχρή γλώσσα του με γέμισε οργή. Τον κοίταξα εξοργισμένη και, καθώς κοιτούσα την ξεδιάντροπη, αηδιαστική φάτσα του, αναλογιζόμουν πόσο είχα βασανιστεί και εξευτελιστεί ξανά και ξανά με το έτσι θέλω. Εκείνοι στερούνταν κάθε είδους ανθρώπινης φύσης, ήταν χειρότεροι από κτήνη, δεν ήταν τίποτα παρά ένα μάτσο δαίμονες, χωρίς καμία απολύτως λογική, και τους μισούσα αυτούς τους δαίμονες με όλο μου το είναι! Μέσω των προσωπικών εμπειριών μου τις τελευταίες ημέρες, είδα ότι η Λαϊκή Αστυνομία, την οποία παλιά θεωρούσα πρότυπο σεβασμιότητας, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ξεδιάντροπα καθάρματα, κάτι που μου έδωσε την αποφασιστικότητα να απαρνηθώ τον Σατανά και να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου ώστε να ικανοποιήσω τον Θεό.
Την έκτη ημέρα, άρχισα να αποκοιμιέμαι ακούσια. Ο επικεφαλής αστυνομικός δήλωσε με έπαρση: «Επιτέλους, αρχίζεις να αποκοιμιέσαι! Θέλεις ύπνο; Ξέχνα το! Θα σου στερήσουμε τον ύπνο μέχρι να σε λυγίσουμε! Για να δούμε πόσο θα αντέξεις!» Με φύλαγαν με βάρδιες και, τη στιγμή που έκλεινα τα μάτια μου ή έγερνα το κεφάλι μου, χτύπαγαν το τραπέζι με τα μαστίγιά τους ή χρησιμοποιούσαν ένα λεπτό ξύλινο ραβδί για να με χτυπήσουν στα πόδια, τα οποία ήταν τόσο πρησμένα που το δέρμα μου είχε φθαρεί, ή τραβούσαν βίαια τα μαλλιά μου ή ποδοπατούσαν το πόδι μου, και κάθε φορά με ξυπνούσαν απότομα. Κάποιες φορές κλωτσούσαν τις αλυσίδες μου, και όταν αυτές άγγιζαν τις κακοφορμισμένες μου πληγές, ο πόνος μού προκαλούσε τέτοιο σοκ που ξυπνούσα. Τελικά, το κεφάλι μου πονούσε τόσο πολύ που ένιωθα ότι θα εκραγεί, ένιωθα όλο το δωμάτιο να γυρίζει και κατέρρευσα με το κεφάλι στο πάτωμα και λιποθύμησα… Μέσα στη θολούρα της αναισθησίας μου, άκουσα τον γιατρό να λέει: «Δεν την έχετε αφήσει να φάει ή να κοιμηθεί για μέρες; Είστε υπερβολικά σκληροί. Και αυτές οι αλυσίδες έχουν ήδη χωθεί μέσα στο δέρμα της. Δεν γίνεται να τις φοράει πια». Αφού έφυγε ο γιατρός, οι αστυνομικοί μού έβαλαν αλυσίδες που ζύγιζαν 2,5 κιλά και έβαλαν φάρμακο στις πληγές μου, και μόνο τότε ανέκτησα τις αισθήσεις μου. Γνώριζα ότι είχα επιβιώσει μόνο λόγω της παντοδυναμίας του Θεού και λόγω του ότι ο Θεός με προστάτευε κρυφά, απαλύνοντας τον πόνο μου και μειώνοντας το μαρτύριό μου μιλώντας μέσω του γιατρού. Είχα περισσότερη πίστη στον Θεό από ποτέ και βρήκα την αποφασιστικότητα να πολεμήσω τον Σατανά μέχρι τέλους. Ο Θεός ήταν το ισχυρό στήριγμά μου και το καταφύγιό μου. Ήξερα ότι, χωρίς την άδεια του Θεού, όσο κι αν με βασάνιζε ο Σατανάς, δεν μπορούσε να πάρει τη ζωή μου.
Το πρωί της έβδομης ημέρας, ήμουν τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσα να αντέξω άλλο, έτσι αποκοιμιόμουν διαρκώς. Ένας από τους μοχθηρούς αστυνομικούς είδε την κατάστασή μου και πατούσε συνεχώς στα δάχτυλα των ποδιών μου, τσιμπούσε τις ράχες των χεριών μου και με χαστούκιζε στο πρόσωπο. Εκείνο το απόγευμα, οι μοχθηροί αστυνομικοί μού ζήτησαν ξανά να τους δώσω πληροφορίες για την εκκλησία. Προσευχήθηκα γρήγορα στον Θεό: «Ω, Θεέ μου! Έχω τέτοια στέρηση ύπνου που δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. Σε παρακαλώ, προστάτεψέ με και δώσε μου καθαρό μυαλό, ώστε να μπορώ να μένω συνεχώς ακλόνητη στη μαρτυρία μου για Σένα». Χάρη στην προστασία του Θεού, παρά το γεγονός ότι ήμουν ξύπνια για εφτά μέρες κι έξι νύχτες, χωρίς φαγητό, νερό ή ύπνο, το μυαλό μου καθάρισε εντελώς και, όσο κι αν με έβαζαν στον πειρασμό, εξακολουθούσα να μην τους λέω τίποτα. Μετά από αυτό, ο επικεφαλής αστυνομικός έφερε μια λίστα με εργαζόμενους στις ιεραποστολές, την οποία εγώ είχα γράψει, και προσπάθησε να με εξαναγκάσει να αποκαλύψω κι άλλα ονόματα. Μα εφόσον είχα βιώσει τη σκληρότητα που μου είχαν επιβάλει αυτοί οι διάβολοι, δεν θα άφηνα τους αδελφούς και τις αδελφές μου να πέσουν στα χέρια τους, έτσι ζήτησα από τον Θεό να μου δώσει δύναμη και, κάποια στιγμή που ο αστυνομικός δεν πρόσεχε, χίμηξα, άρπαξα τη λίστα των ονομάτων, την έβαλα στο στόμα μου και την κατάπια. Δύο από τους μοχθηρούς αστυνομικούς με έβριζαν οργισμένοι, καθώς έσπευσαν και προσπάθησαν να ανοίξουν το στόμα μου με τη βία, ενώ με χτυπούσαν με μανία στο πρόσωπο. Εξαιτίας των χτυπημάτων, άρχισε να τρέχει αίμα από τις άκρες των χειλιών μου, το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει και το πρόσωπό μου πρήστηκε.
Μετά από αρκετούς γύρους μάταιης ανάκρισης, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τα παρατήσουν, έτσι με έστειλαν πίσω στο κρατητήριο. Οι αστυνομικοί στο κρατητήριο είδαν πόσο άσχημα είχα τραυματιστεί και φοβήθηκαν για την ευθύνη που θα έπαιρναν αν πέθαινα εκεί, έτσι αρνήθηκαν να με δεχτούν. Αγανακτισμένοι, οι μοχθηροί ανακριτές αναγκάστηκαν να με πάνε στο νοσοκομείο για διασωλήνωση με οξυγόνο. Μετά από αυτό, με επέστρεψαν στο κρατητήριο και ήμουν σε κώμα για τέσσερα μερόνυχτα. Αφού με ξύπνησαν οι άλλοι κρατούμενοι, λιποθύμησα και πάλι άλλες δύο φορές. Τελικά, η κυβέρνηση του ΚΚΚ με καταδίκασε σε έναν χρόνο και εννέα μήνες αναμόρφωσης μέσω εργασίας για το έγκλημα της «συμμετοχής σε οργάνωση Σιέ Τζιάο». Ωστόσο, λόγω του ότι είχα βασανιστεί τόσο πολύ, είχα παραλύσει και δεν μπορούσα να περπατήσω, και το στρατόπεδο εργασίας δεν με δεχόταν, έτσι η αστυνομία δημοσίευσε ένα βίντεό μου στην τηλεόραση. Τρεις μήνες μετά, ο σύζυγός μου τελικά έμαθε τι μου είχε συμβεί και πλήρωσε 12.000 γουάν ως εγγύηση για να με βγάλει από τη φυλακή και να είμαι ελεύθερη υπό επιτήρηση. Όταν ο σύζυγός μου ήρθε να με πάρει, ήμουν τόσο τραυματισμένη που δεν μπορούσα να περπατήσω, κι έτσι αναγκάστηκε να με κουβαλήσει μέχρι το αυτοκίνητο. Αφού επέστρεψα στο σπίτι, οι γιατροί που με εξέτασαν διέγνωσαν ότι είχαν μετατοπιστεί δύο δίσκοι της σπονδυλικής μου στήλης, ότι δεν θα μπορούσα πλέον να αυτοσυντηρούμαι και ότι θα ήμουν παράλυτη για όλη μου τη ζωή. Σκέφτηκα ότι θα περνούσα την υπόλοιπη ζωή μου ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μα χάρη στο έλεος του Θεού και τη συνεχιζόμενη θεραπεία, έναν χρόνο μετά, το σώμα μου άρχισε σιγά-σιγά να αναρρώνει. Έγινα στ’ αλήθεια μάρτυρας της πανίσχυρης δύναμης του Θεού, όπως και της αγάπης Του για μένα. Δόξα τω Θεώ, μπορούσα να συνεχίσω τα καθήκοντά μου ως δημιουργημένο ον!
Μέσω αυτών των μαρτυρίων και των δυσκολιών, αν και γεύτηκα τον πόνο στο έπακρο, κέρδισα, επίσης, και τον πλούτο της ζωής. Δεν είναι μόνο ότι είδα καθαρά τη δαιμονική ουσία της κυβέρνησης του ΚΚΚ, μα, κυρίως, είδα τις θαυμαστές πράξεις του Θεού, είδα την εξουσία και τη δύναμη των λόγων του Θεού και ένιωσα την υπεροχή και την απεραντοσύνη της δύναμης ζωής του Θεού: Τη στιγμή που ήμουν πιο αδύναμη και πιο αβοήθητη από ποτέ, ο Θεός ήταν που μου έδωσε δύναμη και θάρρος, καθώς και την πίστη να απελευθερωθώ από τις δυνάμεις του σκότους του Σατανά· όταν η σάρκα μου δεν μπορούσε να υπομείνει άλλο μαρτύριο και βασανιστήριο, ο Θεός κανόνισε ανθρώπους, ζητήματα και πράγματα για να ελαφρύνει το βάρος μου· όταν βασανιζόμουν από δαίμονες σε σημείο που έπεσα αναίσθητη, το θαυμαστό έργο του Θεού άνοιξε ένα μονοπάτι και με έβγαλε με ασφάλεια από τον κίνδυνο… Αφού είχα βιώσει αυτά τα πράγματα, είδα ότι ο Θεός ήταν πάντα δίπλα μου, προσέχοντάς με, προστατεύοντας με και βαδίζοντας μαζί μου. Η αγάπη του Θεού για μένα είναι στ’ αλήθεια πολύ μεγάλη! Ο Θεός είναι η δύναμή μου στη ζωή, το βοήθημα και το στήριγμά μου όποτε τα χρειάζομαι, και επιθυμώ να αφιερώσω τον εαυτό μου, ψυχή τε και σώματι στον Θεό, να επιζητήσω να γνωρίσω τον Θεό και να βιώσω μια ζωή με νόημα!
Πηγή από: https://el.kingdomsalvation.org/
0 notes