Tumgik
#αυλή
epestrefe · 1 year
Text
Tumblr media
2 notes · View notes
Εντωμεταξύ, εχτές στην εκκλησία με το που έγινε η ανάσταση κτλ κάποιος πέταγε κάτι μπομπάκια που περισσότερο μοιάζανε με μολότοφ.
6 notes · View notes
asterosconi · 2 months
Text
Tumblr media
Να έπαιρνα τα χρόνια πίσω, να επέστρεφα στην αυλή της γιαγιάς μου...
Να την περίμενα να ετοιμάσει μεσημεριανό όσο σκάλιζα με το φτυάρι μου τον κήπο
12 notes · View notes
psychotiko-epeisodio · 7 months
Text
Αγαπημένε μου,
Πάει καιρός που έχω να σου γράψω και ακόμη πιο πολύς που έχω να σου μιλήσω.Παει καιρός ,που αποφεύγω να μιλήσω για εσένα από εκεί που σε ανέφερα συνεχώς με την πρώτη ευκαιρία.
Συνήθιζαν να σε θυμίζουν τα πάντα.Απο τον πρωινό καφέ που είχα συνδιάσει με την αυλή του σπιτιού σου, από τις βόλτες στο κέντρο τα Σαββατόβραδα, από όλα τα μαγαζιά που χαζεύαμε τις βιτρίνες και ψωνίζαμε ,μέχρι και οι δρόμοι,ένας ένας που βαδίζαμε παρέα.
Μέχρι που είχα σταματήσει να βγαίνω από την σπίτι κάποια στιγμή,γιατί ήταν βάναυσο να θυμάμαι κάθε μία από τις στιγμές μας.
Και αφού πέρασε ο καιρός,άρχισαν όλα αυτά να αντικαθίστανται.Σε καμιά περίπτωση δεν το 'θελα γιατί αν είχα την ευκαιρία θα 'θελα όλα αυτά να 'ταν μόνο δικά μας,να μην μπορούσε τίποτα και κανείς να πάρει την θέση τους.Να εμένα για πάντα ζωντανά μέσα στην μνήμη μου λεπτομερώς.Αλλα δεν γινόταν,κάποια στιγμή έπρεπε να ζήσω.Η ζωή προχωρούσε και μαζί της και εσύ και έτσι κουράστηκα να μένω πίσω.
Έτσι,τριγύρω μου δεν σε θυμίζει σχεδόν τίποτα πια.Ήπια πολλούς καφέδες,και χιλιοπερπατησα αυτούς τους δρόμους ,είτε με φίλους,είτε με εκείνους τους άλλους που προσπαθουσα ανά διαστήματα να ερωτευτώ -ματαια βεβαια-.
Άλλαξα και παρέες ,γιατί μέσα από την μεταξύ μας ιστορία ξεκαθάρισαν πολλά και για τους υπόλοιπους που είχα στην ζωή μου.Γιατι όταν τους χρειάστηκα,δεν ήταν εδώ.Παρα ήμουν καταθλιπτική για τα στάνταρ τους.
Έτσι,οι άνθρωποι που συναναστρέφομαι σήμερα,δεν γνωρίζουν για εσένα,οπότε δεν θα μου το πουν αν σε δουν τυχαία με κάποια να τριγυρνάς μέσα στην πόλη.Και αυτό αν και με θλίβει,γιατί κάποτε ήθελα να μιλήσω σε όλο τον κόσμο για εσένα, ταυτόχρονα με χαροποιει διότι αποφεύγω το να πληγωθώ περισσότερο.Εξ'αλλου ότι χρειάζεται να ξέρω,το ξέρω ήδη.
Για αυτό και δεν σου γράφω πια,γιατί δεν σε θυμίζει τίποτα τριγύρω.Εχουν παγώσει όλα στο μυαλό μου και στην καρδιά μου και μόνο όταν σε πετύχω κάπου θυμάμαι.Δεν σε πετυχαίνω τόσο συχνά γιατί δεν το επιδιώκω καν πλέον.Το ξέρω πια πως δεν έχει νόημα.Προχωρησες.Και χαίρομαι για εσένα ,όσο θλίβομαι για εμένα που δεν έχω κάνει ούτε βήμα.
Θα έδινα τα πάντα να γυρνουσες ,αυτή είναι η αλήθεια.Τωρα που κατάλαβα τα δικά μου λάθη,που συνειδητοποίησα κάποια πράγματα και ωρίμασα λιγάκι.
Θα έδινα τα πάντα να χτίζαμε μαζί καινούργιες αναμνήσεις,να γνωριζόμασταν ξανά από την αρχή,σαν να μην πληγωσαμε ποτέ ο ένας τον άλλον.
Είδες που το πήγα πάλι;Για αυτό δεν σου γράφω.Γιατι μέσα στην μέρα μου με πείθω πως σε έχω ξεχάσει,αλλά από το χαρτί δεν μπορώ να κρυφτώ.Ελπιζω να περνάς καλά με εκείνη .Και να μην την πηγαίνεις εκεί που πηγαιναμε μαζί,σε παρακαλώ για αυτο .
20 notes · View notes
loulouditouheimona · 2 months
Text
Είναι οι λέξεις, οι στιγμές
είναι οι φίλοι που θα δεις, είν` οι γνωστοί
και θα χορτάσεις μικρές χαρές
και λύπες θα περάσεις.
Κι είν` οι εικόνες, οι μαμάδες, οι μπαμπάδες
τα πτυχία, τα λουλούδια
τα παιδιά στα χειρουργεία
τα φύλλα που μυρίζουν στην αυλή κι ένα φιλί
Κι όπως είναι οι κρύες νύχτες
που δεν έχουν τελειωμό
σαν τα σεντόνια που μας πνίγουν
σαν τα τσιγάρα που μας ρίχνουν ✨♥️
7 notes · View notes
anthodesmia · 1 year
Text
«Συγνώμη που πια δεν με αγαπάς»
Τα λουλούδια που δεν μου πήρες
- δεν έχει να κάνει με τα λουλούδια -
μαραζώνουν στο ανθοπωλείο.
Με κοιτούν θλιμμένα
κι εγώ χαμηλώνω το κεφάλι
μπρος στα λυπημένα τους φτερά.
Από όλες τις γλώσσες των ανθρώπων
καταλαβαίνω καλύτερα εκείνη του να μην σε θέλουν
Την διαβάζω στα μελαγχολικά σου μάτια
ακούω να την τραγουδάς σιγανά στον τρόπο
που εκνευρισμένος με ρωτάς που είναι τα τσιγάρα σου
άλλοτε πάλι τα δάχτυλα σου την γράφουν στο σώμα μου
στον μηρό μου και κοντά στην καρδιά.
Παρατηρώ την πλάτη σου
όπως προπορεύεσαι βιαστικά στον δρόμο
δίχως να με περιμένεις πια -
ήμουν πάντοτε το άτομο που προχωρούσε πίσω
σε μια παρέα από τρεις
και στην θυμωμένη σου πλάτη διαβάζω
πως δεν δίνεις δεκάρα τσακιστή
που τα τακούνια μου γλιστρούν στο πεζοδρόμιο.
Με μαλώνεις που κλαίω
και ψελλίζω "συγγνώμη που πια δεν μ' αγαπάς".
Στο μπαρ κοιτάς ανήσυχα τους περαστικούς
και τις κοπέλες με τις λεπτές πλάτες
τα μελαγχολικά μου δάκρυα δεν τα βλέπεις
πέφτουν βροχή στο κοκτέιλ που παρήγγειλα
και κυκλοφορούν στο αίμα μου.
Καμία φορά το βράδυ σηκώνομαι από το κρεβάτι
- προσποιούμαστε τότε πως δεν με ακούς -
γλιστράω στην αυλή και αναρωτιέμαι
αν τελικά σπάει ποτέ μια καρδιά.
Εγώ βλέπεις δεν φοβάμαι το σκοτάδι
ή τα άγρια θηρία
φοβάμαι την μοναξιά και κυρίως πράγματα όπως
το να μην ξέρει κανείς την αγαπημένη μου σειρά
ή πως ήμουν στα δεκατρία
ή γιατί είναι σημαντικό να χορεύω.
Το πώς η καρδιά μου καταλήγει να πεταρίζει
σε αβέβαια και βίαια ακροδάχτυλα
που την συνθλίβουν οριακά
αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Θα στην σερβίρω κάποιο πρωί
μαζί με ελληνικό καφέ και μαρμελάδα
"γιατί δεν με αγαπάς;"
Εσύ θα με κοιτάξεις
- από την χωριστρα των μαλλιών μου
τα μάτια μου
την σχισμή του στήθους μου
την κοιλιά μου
την καμπύλη του γοφού μου
και τα δάχτυλα των ποδιών μου -
κι εγώ θα ξέρω .
44 notes · View notes
theoutcastrogue · 5 months
Text
youtube
In Turkish, this song is called "Gavur İmam İsyanı", the Revolt of Gavur Imam. Said revolt, in 1833, involved both Turkish-Cypriot and Greek-Cypriot rebels (and a bunch of in-betweens/other, it's complicated) against the Ottoman authorities. Turkish lyrics by anonymous, set to traditional music by Hamza Irkad, later translated in Greek by Monsieur Doumani. The original tune ("Dolama dolamayı" / "Θα σου γοράσω μηχανήν") is a love song.
Gavur İmam İsyanı / Το σύστημαν / The system
The wheel will turn, and it'll be the poor man's turn to smile Enough's enough, we're up to here, no one's obeying this time
My oh my, down with this system the pasha's system who steals all the bread, the grain, the flock
We had such a drought this year, not a drop of rain did fall, and the sowing didn't take, and the seedlings didn't grow. But the pasha wants his gold, doesn't care we're hungry, all.
And the peasants get their hoes, shovels, hammers, pipes of lead And they raid the pasha's court, grab him and chop off his head
and chop off his head and chop off his head and chop off his head and chop off his head and chop off his head and chop off his head and chop off his head and chop off his head
[Turkish- and Greek-Cypriot lyrics, and sources, after the cut]
Gavur İmam İsyanı
Performances: Hamza Irkad 1994, Sol Anahtarı 2009, bANDİSTA 2010, Oz Karahan 2019
Dolama dolamayı Getirin bağlamayı Bıktım ben bu zulümden Osmanlının elinden
Amman amman elinden, yandım kahpe zulmünden Ben eker ben biçerim paşa alır elimden Amman amman elinden, yandım bak be zulmünden Ben eker ben biçerim ağa alır elimden
Gene gurak varıdı Hiç yağmur yağmadıydı Tohum toprakta kaldı Mahsul hiç çıkmadıydı
Amman amman elinden, yandım kahpe zulmünden Ben eker ben biçerim paşa alır elimden Amman amman elinden, yandım bak be zulmünden Ben eker ben biçerim ağa alır elimden
Paşa öşür isterdi Köylü da veremezdi Asger köye saldırdı Her şeyi yağmaladı (Herşeyi yakıp yıktı)
Amman amman elinden, yandım kahpe zulmünden Ben eker ben biçerim paşa alır elimden Amman amman elinden, yandım kahpe zulmünden Ben eker ben biçerim ağa alır elimden
Köylüler birlik oldu, paşaya karşı durdu Halk isyanı coştukça, askerler kaçar oldu Köylüler birlik oldu, paşaya karşı durdu Gavur İmam vurdukça, Osmanlı kaçar oldu
Το σύστημαν
Performances: Monsieur Doumani 2013 [official video], Transidelia 2023
Εννα γυρίσουν οι τροσιοί τζι'έννα γελάσουν τζι'οι φτωσιοί εφτάσαμεν εις το αμήν, εν σας ακούμε πιόν κανεί
Αμάν κάτω τούντο σύστημα, του πασσιά το σύστημα κλέφκει ούλλον το ψουμίν, το σιτάριν, το μαντρίν
Έππεσεν ξηρασιά φέτι εν έβρεξεν πιον τίποτις ο σπόρος εν έπιασεν, ο σπόρος εν εβλάστησεν
Μα ο πασσιάς θέλει ππαράν, εν βλέπει το χωρκόν πεινά Τζι'οι χωρκανοί πιάνουν κουσπίν, φκιάρκα, σωλήνες τζιαι σφυρίν Τζιαι στου πασσιά παν την αυλή τζιαι κόφκουν του την τζιεφαλήν
Sources
Dolama dolamayı / Gavur İmam / Θα σου γοράσω μηχανήν
Gavur Imam Revolt
GR | Η ιστορία (τζιαι η γενεαλογία) ενός τραουθκιού
TR | Gavur İmam İsyanı
The Monsieur Doumani Documentary
10 notes · View notes
kavlorapano-stories · 3 months
Text
Εξομολογήσεις ΙΙΙ
Εμείς, παιδί μου, τότε δεν τα είχαμε αυτά. Δηλαδή, τα είχαμε αλλά όχι όπως είναι σήμερα. Τότε ήσασταν όλοι σας δακτυλοδεικτούμενοι. Είχαμε έναν στη γειτονιά, τον Πανούλη. Έμενε σ' ένα χαμόσπιτο που μετά τη δικτατορία γκρεμίστηκε για να περνάει ο δρόμος, που τότε ήταν ποτάμι. Στη δική του όχθη, έμενε μόνο εκείνος και η κατάκοιτη μάνα του, δεν υπήρχαν άλλα σπίτια. Όλοι οι υπόλοιποι μέναμε απέναντι. Μπορούσες να περάσεις το ποτάμι, αλλά γινόσουν χάλια. Βρεχόσουν.
Να μη στα πολυλογώ, εγώ τότε με τον παππού σου μέναμε σε μια μονοκατοικία. Δεν είχαμε κάνει ακόμα τη μάνα σου. Ο παππούς σου δούλευε σε βυρσοδεψείο, κάθε μέρα πήγαινε στον Πειραιά με τα πόδια. Άσε, παιδάκι μου. Αυτό το παλικάρι το ψηλό, το λιανό, που όλες το ζήλευαν στη γειτονιά, το κατέτρωγε το μεροκάματο. Το τι είχε τραβήξει αυτός ο άνθρωπος στη ζωή του το ξέρεις. Για να χτίσουμε το σπίτι, για να μεγαλώσουμε τη μάνα σας, άσε. Γυρνούσε το βράδυ και ήταν κατάκοπος. Του έβγαζα να φάει στην αυλή μας και δεν μιλούσε. Έτρωγε και μετά καθόμουν και του τραγουδούσα μέχρι που γλάρωνε και πήγαινε να κοιμηθεί. Ε, καμιά φορά, με κατάφερνε κι εμένα, αλλά εγώ πού όρεξη; Να πηγαίνω τηλεφωνήτρια στο νοσοκομείο το πρωί, στο αναψυκτήριο το απόγευμα, να γυρνάω να κάνω τη λάτρα, όρεξη είχα για κρεβατώματα θε μου σχώραμε;
Αλλά ήταν και μέρες που, παρά την κούραση, γυρνούσε ανήσυχος. Το έβλεπα στο μάτι του, ήταν αλλιώς. Γυάλιζε, δεν έβλεπες κούραση, σα να έψαχνε διαρκώς κάτι που δεν έβλεπε αλλά ήξερε ότι ήταν εκεί, ότι υπήρχε. Στην αρχή, δεν είχα καταλάβει τίποτα, στ' ορκίζομαι. Αλλά μετά, άρχισε να ξεπορτίζει κάποιες φορές μέσα στη νύχτα. 8 το βράδυ ήταν νύχτα, τότε. Δεν βγαίναμε ποτέ. Είχαμε συνηθίσει κι από τον πόλεμο, βλέπεις. Κι εκείνος ντυνόταν με το καλό του παντελόνι, φορούσε και το καπέλο του το οποίο έβανε μόνο σε γιορτές και επισκέψεις και έβγαινε. Έκανα να δω για που τραβούσε, αλλά τότε το σκοτάδι ήταν πήχτρα, δεν έβλεπες τίποτα στο ένα μέτρο. Μόνο το ποτάμι που ακουγόταν καμιά φορά και οι βατράχοι.
Δεν αργούσε. Το πολύ καμιά ώρα. Κι ερχόταν πάντα αμίλητος και δεν με κοίταζε στα μάτια. Δεν ήθελε να με βλέπει. Το καταλάβαινα και κρυβόμουν στην κουζίνα, δήθεν ότι μαγειρεύω για αύριο. Κι όποτε γδυνόταν εκείνες τις μέρες, τα πατζάκια του ήταν μούσκεμα. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό, αλλά δεν το είχα συνδυάσει. Μα να μπαίνει στο ποτάμι βραδιάτικα; Γιατί; Δεν καταλάβαινα τίποτα, το όρνιο.
Έτσι πέρασαν κανα δυο χρόνια. Τίποτα δεν άλλαζε. Η γειτονιά όλο και ρήμαζε, οι άνθρωποι λιώναμε στη δουλειά, μόνο η μάνα του Πανούλη που πέθανε. Δεν μας το είπε κανείς, απλά είδαμε να την παίρνουν με φορείο πίσω απ' τις κουρτίνες μας. Δεν τους μιλούσαμε, βλέπεις. Δεν είχαμε σχέσεις μαζί τους. Ο Πανούλης δεν κρυβόταν, έκανε μπαμ. Και κουνιόταν και μιλούσε σα γυναίκα και έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Βέβαια, φρόντιζε τη μάνα του, αυτό του το αναγνωρίζαμε όλες, αλλά ρε παιδάκι μου, άντρας πράμα να φέρνει διάφορους μέσα στο σπίτι. Φοβόμασταν για φασαρίες, τότε. Δεν θέλαμε τέτοια δίπλα στα τίμια σπίτια μας.
Αλλά σου είπα ότι η μάνα του Πανούλη πέθανε. Κι εκείνος δεν είχε άλλο τρόπο να μείνει στη γειτονιά. Ζούσε από τη σύνταξη του πατέρα του, αλλά αφού πέθανε η μάνα πάει κι η σύνταξη. Γιατί να του την έδιναν; Ως άπορη θυγατέρα; Με συγχωρείς που μιλάω έτσι παιδάκι μου αλλά τότε τέτοια αστεία κάναμε μεταξύ μας οι νοικοκυρές. Οπότε, μάθαμε ότι ο Πανούλης θα άφηνε το σπίτι και θα πήγαινε να γηροκομήσει μια θειά του στο Γύθειο. Μέσα σε τρεις μέρες τα είχε μαζέψει όλα και έβαλε ενοικιαστήριο. Επίσης, μια μέρα σηκωθήκαμε και βρήκαμε από μια γλάστρα του σε κάθε σπίτι στη γειτονιά. Δεν ήθελε να πεθάνουν τα φυτά του και μας τα μοίρασε έτσι, μυστικά. Εμάς μας έτυχε ένα γεράνι κόκκινο που το είχα μέχρι που ήσουν δέκα χρονώ, μετά το μάδησες και το' σπασες, ακούς τι ήσουν; Τέλος πάντων.
Και την επόμενη, εκεί κατά τη δύση, καθόμασταν με τον παππού σου στην αυλή και βλέπουμε κάτι να κινείται στο ποτάμι. Ήταν ο Πανούλης μ' ένα δισάκι στον ώμο. Περπατούσε για πρώτη φορά αγέρωχος, κοιτώντας κατα πάνω το σπίτι μας. Τι γύρευε να έρχεται προς εμάς; Προς το σπίτι το δικό μας; Κοιτάω τον παππού σου με ανησυχία. Εκείνος τον κοίταζε αμίλητος. Μετά από λίγο, καταλαβαίνει ότι έχω τρεμουλιάσει και σηκώνεται απ' την καρέκλα του, σωστό βουνό και πλησιάζει την εξώπορτα. Ο Πανούλης μόλις που είχε φτάσει απ' έξω. Και σταμάτησε.
Δεν είπαν τίποτα. Απλά κοιτάχτηκαν για λίγο και μετά ο Πανούλης κίνησε προς τα ΚΤΕΛ. Ο παππούς σου έμεινε εκεί για λίγο και κοιτούσε το ποτάμι και το χαμόσπιτο απέναντι. Μετά ήρθε μαζί μου και κάθισε.
Ε, μετά δεν άλλαξε τίποτα. Ο παππούς σου δεν ξαναξεπόρτισε. Μετά κάναμε και τη μάνα σας και τα λοιπά. Απλά, ο παππούς σου άρχισε να ασχολείται με τον κήπο και τον γέμισε με κόκκινα γεράνια. Τότε, να σου πω, κάτι κατάλαβα αλλά δεν ήμουν και σίγουρη. Και γενικά, παιδάκι μου, τότε δεν τα έλεγες αυτά τα πράματα και μάλιστα για τον άντρα σου. Αφού ήταν καλός μαζί μας, και δούλευε και μας τάιζε και μας αγαπούσε και δεν είχε καταλάβει η γειτονιά, εμένα τι με ένοιαζε τι έκανε ο παππούς σου;
Αλλά πες μου τώρα εσύ, παιδάκι μου, που είσαι από κείνους, μετά απ' αυτά που σου είπα, τι λες; Κατάλαβες κι εσύ αυτό που κατάλαβα;
5 notes · View notes
parapentelove · 1 year
Text
Ο Παυρινος και ο πολίτης χώρισαν γιατί και οι δυο ήθελαν τον δελικαρη και ο δελικαρης τους έριξε άκυρο και πήγε με την γυναίκα του πολίτη και έτσι αυτός την σκότωσε και την έθαψε στην αυλή του σπιτιού τους. Αυτό είναι, είναι μια ιστορία εκδίκησης
19 notes · View notes
sugaroto · 8 months
Text
Εντωμεταξύ συνειδητοποίησα ότι δεν έχω ιδέα από που αγοράζουμε ψάρια
Λάικ είχα ρωτήσει την γιαγιά μου πριν έρθω πως φτιάχνετε το ψάρι γτ γενικά μαρεσει οπότε +1 φαΐ να τρώω ως φοιτητής και την τρόμαξα την γυναίκα tbh ΤΙ ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΤΥΧΑ?!?🥺🥺🥺😭😭 ΟΧΙ ΓΙΑΓΙΑΚΑ ΜΟΥ ΝΑ ΜΑΘΩ ΝΑ ΜΑΓΙΡΕΥΩ ΘΕΛΩ
Και ναι είμαι εδώ...5~ μήνες και τρώω συνέχεια πατάτες, μπριζόλες, μακαρόνια, αυγά (-το φαΐ της λέσχης αλλα νταξει και εκεί συνέχεια μακαρόνια παίρνω)
Και λέω βρε. Πεθυμησα ένα ψάρι
Αλλά. Δεν ξέρω που πουλάνε.
Στο σουπερμάρκετ, είναι όλα κατεψυγμένα που οκ λειτουργεί,
Αλλά προσπαθούσα να θυμηθώ από που αγοράζει ο παππούς μου and it has come to my attention ότι δεν περνάει από δω παλιό φορτηγάκι ACS με μεγάφωνο που λέει ΕΔΩ ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΣΙΠΟΥΡΕΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ ΚΟΛΙΟΣ κτλ και μετά μπαίνει μέσα στην αυλή σου γιατί ξέρει τον παππού σου και του φωνάζει ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΑΠΑΤΑΔΕΕΕ Θες ψάρι?
Λάικ εδώ στην στερεά Ελλάδα (btw λέω όλη την γη-Ελλάδα στερεά γιατί κάπως πρπ να σας ξεχωρίσω από την υγρή-Ελλάδα π είμαι εγώ οκε) Δεν έχετε ψαρά να περνάει?
Που θα βρω ολόκληρο ψάρι
Θέλω να δοκιμάσω ένα κανονικό πριν πάρω κατεψυγμένο
7 notes · View notes
dark-soul-fullofscars · 3 months
Text
Καλή Δευτερουλα 🤍
4 notes · View notes
Text
Η Μαργαρίτα Καραπάνου, σε ένα μανιακό επεισόδιο που έπαθε μόλις 20 ετών, οδήγησε την εαυτή της σε ένα μπαλκόνι με σκοπό να πέσει. Φρόντισε να κλειδώσει το σπίτι για να μην μπορεί να μπει κανείς και αποφάσισε να πηδήξει μπροστά στη μητέρα της, η οποία φώναζε κάτω από το σπίτι μπροστά από έναν νεαρό ταξιτζή που τις περίμενε για να τις πάει κάπου.
Ο Μπάμπης, που οδηγούσε ταξί και κάπνιζε Καρέλια Αγρινίου και σύχναζε στις ταβέρνες του Πειραιά, σκαρφάλωσε τρεις ορόφους απέξω μέχρι το μπαλκόνι και με κάποιο τρόπο έσωσε την Καραπάνου, χωρίς να μπορεί να πολυκαταλάβει τι σημαίνει μανιοκατάθλιψη και αφελώς θεωρώντας όλα αυτά "μαλακίες και τρέλες της ηλικίας", της είπε "θα σε πάω εγώ σε μια ταβερνούλα και θα σου περάσουν όλα".
Η Καραπάνου περιγράφει πώς μια από τις πιο συγκινητικές φράσεις της ζωής της βγήκε από εκείνο το στόμα του Μπάμπη του ταξιτζή, που την πήγε σε μια ταβέρνα στον Πειραιά να την ταΐσει μπαρμπουνάκι και ζεστό ψωμί, όταν βλέποντας την ανορεξία της Μαργ��ρίτας την ρώτησε "γιατί δε μου τρως, έλα να φας έλα να συνέλθεις".
Αυτό το "μου" κάπως συγκίνησε τη Μαργαρίτα που φαίνεται πως με ένα τρόπο εκείνο το βράδυ η ταβέρνα μεταμορφώθηκε σε ένα τόπο αποδοχής για εκείνη, σε ένα θεραπευτήριο, και άρχισε κάπως να τρώει με σχετική απόλαυση και ηρεμία, ο Μπάμπης που δεν ήθελε να την κουτουπώσει, μα να την φροντίσει όπως φροντίζουν ένα παιδί, την υποδέχτηκε στον κόσμο του σαν εκείνος να είναι μια άλλη ανατρεπτική φροντίστρια νοσοκόμα, την έβαλε στο ταξί με λαϊκά στο κασετόφωνο και χωρίς να ξέρει ούτε από ανθρωπολογίες, ούτε από θεραπείες, με το φαΐ έχτισε ένα τελετουργικό από αυτά που καταβάθος όλες οι μικρές άνθρωποι έχουν ανάγκη, κάποιον μια φορά να σε ταΐσει στο στόμα, όπως ξεκινάει η ζωή μέσα από την τροφή, όπως η τροφή, σύμφωνα με τα λόγια της Τσαλίκογλου αποτελεί το πρώτο "ερωτικό μητρικό αντικείμενο ".
Ο "ανυποψίαστος " και λαϊκό αγόρι Μπάμπης, μέσα στην, ας μη γελιόμαστε σαφώς ισοπεδωτική του προσέγγιση για την ψυχική υγεία, είχε μια βαθιά φιλοσοφία που τη συμπύκνωσε στην επωδό του"Όλα καταστρέφονται πολύ εύκολα. Είναι άχρηστα τα πράγματα ."
Η έννοια του εφήμερου, η αδυναμία να τα γιατρέψουμε τελικά όλα, εκείνη η άκρη του γκρεμού είναι σταυροδρόμια που βαδίζουμε συχνά πυκνά, ανεξάρτητα από το αν πάσχουμε ή όχι από μανιακά επεισόδια, πολλοί από εμάς ακόμα κι αν δε θα το κάναμε και αν δεν θέλουμε να το εξομολογηθούμε, φαντάστηκαμε έστω μια φορά πως πέρνουμε φόρα και πέφτουμε από ένα μπαλκόνι γιατί δεν αντέχαμε.
Έχουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπάρξει παιδιά με τραυματισμένα γόνατα και ευτυχώς όλο και κάποιος άνοιξε την αυλή του και μας μάζεψε βάζοντας και ένα πιάτο φαϊ μπροστά μας, ως ένδειξη φροντίδας.
Και τελικά στη ζωή το δύσκολο δεν είναι να βρεις κάποιον να σε ταϊσει στο στόμα. Το δύσκολο είναι να απολαμβάνεις τις κτητικές αντωνυμίες και να αντέχεις την ανάγκη σου να σε ταΐζουν στο στόμα. Το δύσκολο είναι εκείνο το χέρι που σε ταΐζει μπαρμπουνάκι στο στόμα, και εσύ δεν ξέρεις τι να δαγκώσεις, το χέρι ή το ψάρι.
Καμιά φορά, είναι φορές, που αρκεί μια ταβέρνα, ένα αμάξι και ένα κασετόφωνο.
Η όπως λέει ένα άλλο ποίημα καμιά φορά θα πρέπει να καταργήσεις τον ουρανό κι όλο τον κόσμο και να αφήσεις μονάχα μια ταβέρνα, ένα ποτό, ένα τραγούδι και εσύ, εσύ να περνάς απέξω, να σε βλέπω.
Όλα είναι εφήμερα. Μα το εφήμερο ευτυχώς κρατάει για πάντα.
_____
Κείμενο: Βάλια Τσιριγώτη
Πηγή: The Institute for Experimental Arts
3 notes · View notes
Text
Είμαι
Ό,τι σου λένε οι φίλοι, οι γνωστοί σου Το κενό που νιώθεις στο στομάχι όταν πέφτεις απ' το σύννεφο που ήσουν Το σκυλί σου που σου κατουράει τα ρούχα και το στυλ σου Ο απέναντί σου, ο καλύτερος rapper στην ακοή σου Το σπαθί σου που δεν κόβει, στο μυαλό ακονίσου Το άλλοθί σου, όταν δολοφονείς την ύπαρξή σου Μ’ ό,τι σου 'πανε να γίνεις τα τούβλα της εποχής σου Κι οι γονείς σου να σε πάνε χέρι-χέρι για να δεις, μικρέ, το live της ζωής σου Η βροχή σου, σαλιγκάρι, να βγεις βόλτα στην αυλή σου Μα όμως ντύσου Να μη φτερνιστείς κι αν ναι, τρομοκρατήσου Βγήκαν γέροι παγανιά κι ο Μητσοτάκης με τα ενέσιμα της Pfizer πριν λήξουν Το κορμί σου που δε σέβεσαι, η φωτογραφία του τοίχου Που ταϊζαμε τις πάπιες και θύμιζες του Πεκίνου Πέτρα που λιώνει τα πρότυπα στο γύρισμα του μύλου Το διαμάντι μες στις λάσπες στις όχθες του Νείλου
-Ταφ Λάθος
2 notes · View notes
alatismeni-theitsa · 11 months
Note
Opinion (λίγο biased αλλά ναι)
"Μίκυ Μάου" Σάββατο/Κυριακή πρωί στο σπίτι της Γιαγιάς >>>>>>>>
Bonus points για μάνα - γιαγιά ντούο με φλιτζάνι ελληνικό στο χέρι στην αυλή να λένε τα νέα της εβδομάδας
Τι να κάνω ρε θείτσα μου πήγα πανεπιστήμιο μακριά και με 'χει πιάσει η νοσταλγία πρωινιάτικα
Ωωω! Έχω ζήσει κάτι παρόμοιο όπως και πολλοί από μας φαντάζομαι! 😢 memory unlocked!
15 notes · View notes
Text
Μέσα μου υπάρχει μια φωνή που λέει,
Πως αργά η γρήγορα θα με βρει πάλι το πρωί στο κρεβάτι σου,
Να πίνω από την κούπα σου καφέ και να γελάω με τα αστεία σου.
Να φοράω τα ρούχα σου για πιτζάμες,
Και να βγαίνω στην αυλή σου να καπνίζω .
Αλλά δεν ξέρω αν αυτή η φωνή,
Είναι η φωνή των προσδοκιών μου,
Η αν είναι το ένστικτο μου.
19 notes · View notes
glaufxgarland · 7 months
Text
ΟΡΝΙΘΙΑ ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΕΣ
Tumblr media
ΟΡΝΙΘΙΑ ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΕΣ Πουλάδα χαρωπή σκάλιζε εδώ και 'κεί το έδαφος. Εύρισκε σπόρους, χορταρικά και σκώληκες. Η κυρά της καλύβας μαγείρευε ανοιξιάτικα λαχανικά που μάζεψε το πρωί. Καθώς πήραν μία κόχλα, σήκωσε την χύτρα για να τα ρίξει στο σουρωτήρι. Όμως την στιγμή εκείνη, καθώς είχε αδειάσει την χύτρα, δυνατά κακαρίσματα την τρόμαξαν και της έφυγε η χύτρα από τα χέρια. Ευτυχώς δεν ζεματίστηκε διότι είχε αδειάσει το καυτό νερό και μόνο μερικά χόρτα είχαν μένει μέσα. Σήκωσε την χύτρα από το πάτωμα και γρήγορη έτρεξε προς την αυλή. Εκεί είδε την πουλάδα και τον κόκορα να φτεροκοπούν και να πηδούν κακαρίζοντας γύρω από ένα σημείο, κτυπώντας με τα νύχια και τα ράμφη τους το έδαφος. Σταμάτησε για ολίγο κυττώντας μην είναι καμμιά οχιά και μετά προσεκτική πλησίασε προσεκτική. Όταν έφτασε κοντά είδε μικρή τρύπα που είχαν ανοίξει τα ορνίθια. Μέσα στην τρύπα είδε μερικούς μισοβγαλμένους από το χώμα σκώληκες να σπαρταράνε πριν πεθάνουν. Οι όρνιθες συνέχιζαν να ραμφίζουν στο σημείο προσπαθώντας να τούς αποτελειώσουν. Τις έδιωξε και πλησίασε το σημείο για να δεί πιο καθαρά. Μέσα στην τρύπα είδε πως οι μισοπεθαμένοι σκώληκες ήταν μεγαλύτεροι από τούς συνηθισμένους και δεν ήταν μόνο αυτό, τα κεφάλια τους ήταν παράξενα. Πήγε στην καλύβη και γύρισε ξανά κρατώντας μεγεθυντικό φακό. Γονάτισε πάνω από την τρύπα και παρατηρώντας έμεινε άφωνη. Είδε πως οι σκώληκες είχαν ανθρώπινα κεφάλια και το τρομακτικότερο ήταν πως οι όψεις αυτών ήταν γνώριμες. Μετά από δύο λεπτά χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Οι γνώριμες αυτές όψεις δεν ήταν άλλες από τού πρωθυπουργού και μερικών συνεργών υπουργών που εδώ και πολλά χρόνια τούς καταριέται όλο το χωριό. Από τότε τούς έδωσαν τα ονόματα ο αλέκτωρ Μεγαλολείρης και η πουλάδα Ορνιθοκακαρίς και τιμήθηκαν με ορειχάλκινο άγαλμα που στήθηκε στην κεντρική πλατεία τού χωριού, έξω από τον καφενέ όπου σύχναζαν ζωέμποροι, αγρότες συνταξιούχοι και άλλοι χωριανοί και κοντοχωριανοί. Το δε χωριό ονομάστηκε Ορνιθιά. Στην επιγραφή το άγαλμα έγραφε <<ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΙ>> και μία φορά τον χρόνο γινόταν ανοιξιάτικη εορτή και πολλοί Έλληνες κάθε χρόνο πήγαιναν εκεί, για να τιμήσουν τους δύο τυραννοκτόνους απελευθερωτές Μεγαλολείρη και Ορνιθοκακαρίδα.
3 notes · View notes