Tumgik
#σόλα
i-kefalaio · 4 months
Text
Κάποιες φορές βρίσκομαι να περπατάω στο γνωστό δρόμο,
καταλήγοντας πάντα στην ίδια λίμνη,
αντικρίζοντας κάθε φορά τα ίδια πράγματα,
με την σκέψη πως όλα είναι όπως τ'άφησα.
Σε αυτό το μέρος δεν ακούγεται τίποτα,
παρά μόνο ο ήχος της ανάσας μου
και η σόλα των παπουτσιών μου που ξεκολλάει από τη λάσπη.
Όταν βραδιάζει, η υγρασία μου τρυπάει τα κόκκαλα,
η ομίχλη δεν με αφήνει να δω πέρα από το δάχτυλο μου,
γύρω μου όλα είναι θολά
κι ο δρόμος χάνεται απτά μάτια μου.
Τότε αρχίζω να ψάχνω από που ήρθα,
δίχως να βρίσκω το μονοπάτι του γυρισμού,
εγκλωβισμένη πάντα σε αυτή τη θαμπή λίμνη,
μέχρι να ξημερώσει.
7 notes · View notes
epestrefe · 7 months
Text
Tumblr media
Πολύ πριν τα διάσημα “All Star” γίνουν το νούμερο 1 στις προτιμήσεις των νέων παιδιών στα αθλητικά παπούτσια και καταλάβουν εξέχουσα θέση στα editorial μόδας, η Ελλάδα είχε τη δική της λέξη για να περιγράψει αυτά τα παπούτσια: “Ελβιέλα”, ήταν το συνώνυμο του αθλητικού πάνινου παπουτσιού μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80.
Όσοι διανύουν την πέμπτη δεκαετία της ζωής τους θυμούνται τους γονείς τους να λένε: “Πάλιωσαν οι ελβιέλες σου, να πάμε στο Λαμπρόπουλο να πάρουμε καινούργιες για το σχολείο” , εννοώντας ότι το παιδί τους χρειάζεται καινούργια αθλητικά παπούτσια για τη γυμναστική.
Λέγοντας “Ελβιέλα” δεν εννοούσαν τίποτα άλλο από πάνινα αθλητικά παπούτσια με λαστιχένια σόλα. Τα συγκεκριμένα αθλητικά παπούτσια ονομάστηκαν έτσι από την ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ., την Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικών που δραστηριοποιήθηκε στη χώρα μας από το 1940 έως τη δεκαετία του 60 που έκλεισε και έφερε αυτού του είδους τα παπούτσια στην Ελλάδα.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1928 από τους Νικόλαο Μαυροφίδη και Νικόλαο Αγνιάδη, κι οι δυο με καταγωγή από τη Μικρά Ασία (ο πρώτος από το Ικόνιο). Το είδος για το οποίο είναι γνωστή είναι τα πάνινα αθλητικά παπούτσια με λαστιχένια σόλα, τα οποία παρήγαγε κατά κόρον. Η εταιρεία, που έμεινε ανενεργή σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, άνθισε στη δεκαετία 1950-1960.
Ο αρχικός ιδρυτής της Νικόλαος Μαυροφίδης, πέθανε το 1944 και το μερίδιό του κληροδοτήθηκε στους γιούς του Αιμίλιο και Στέφανο Μαυροφίδη.Τότε τα παπούτσια αυτά έβγαιναν μόνο σε άσπρο χρώμα και τα φορούσαν μόνο τα μικρά παιδιά στη Γυμναστική και στις παρελάσεις. Επειδή εκείνη την εποχή αυτά ήταν τα μόνα αθλητικά παπούτσια που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα, και δεν υπήρχε άλλη εταιρεία που να κατασκευάζει τέτοιου είδους παπούτσια, επικράτησε ο όρος ελβιέλες (από το αρκτικόλεξο ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ).
Με πληροφορίες από την Wikipedia
3 notes · View notes
lamodegr · 1 month
Text
MEXX Loafer Noa MITY1201241M-01-2504 SandyBrown 3820PMEXX6000003_XR29870
MEXX Loafer Noa MITY1201241M-01-2504 SandyBrown MEXX MEXX: Ανδρικά loafers με slip on εφαρμογή και σόλα από καουτσούκ. (Σύνθεση: 100% Οικολογικό Δέρμα) 3820PMEXX6000003_XR29870 POLITIKOS > ΑΝΔΡΑΣ > ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ > ΜΟΚΑΣΙΝΙΑ) MEXX The post MEXX Loafer Noa MITY1201241M-01-2504 SandyBrown 3820PMEXX6000003_XR29870 appeared first on Lamode - Fashion Eshop. http://dlvr.it/T6ZRwf
0 notes
moonsdemon · 10 months
Text
Λίγο κωμικό-τραγικό, λίγο ειρωνικό,
τα μέρη που πάντα ήθελα να πάω
να είναι πάντα εκείνα που φοβάμαι πιο πολύ
από ποτέ η σόλα του παπουτσιού μου να ακουμπήσει...
Και σε εκείνα που μισώ... μέσα τους να κλεινομαι, σαν χρυσή φυλακή
Να μ' αγκαλιάζουν...
Αλλά θα αλλάξει αυτό, είναι καιρός να αλλάξει...
1 note · View note
misouridisgiannis · 1 year
Photo
Tumblr media
Θέλω να χαθώ στο πλήθος. Θέλω να βρεθώ στην τσέπη ενός παιδιού, παρέα με ένα τσαλακωμένο σελοφάν από τσίχλες. Θέλω να βρεθώ πετραδάκι στη σόλα ενός νεαρού, την ώρα που αφήνει το καροτσάκι της δουλειάς και πάει κάπου αλλού - αλήθεια πού πάει; Θέλω να βρεθώ μέσα στην κοτσίδα μιας μαμάς με πέντε παιδιά, την ώρα που τηγανίζει αυγόφετες και μετά λύνει τα μαλλιά για να τα πλύνει - τότε ας με αφήσει σαν τσιμπιδάκι στο νιπτήρα. Θέλω να μπω σαν ψεύτικη πέτρα στο δαχτυλίδι ενός γέρου που πουλάει σκαραβαίους από τυρκουάζ. Θέλω να σταθώ σαν ξερό φύλλο που πέφτει από ψηλά, πάνω σε ένα μάλλινο κιλίμι που δεν το αγοράζει κανείς είτε γιατί είναι πολύ ακριβό είτε επειδή το μάτιαξε ο χονδρέμπορος γιατί εκεί κοιμήθηκε μια φορά η κόρη του, αφού του τραγούδησε ένα τραγούδι απ'το Αηδόνι της Ανατολής. Θέλω να γίνω καπέλο σε ένα γέρο με τρία χρυσά δόντια. Θέλω να ταξιδέψω ως το τέρμα αυτού του δρόμου, σα μικρή σφήκα, ένα μέτρο πάνω απ'τα κεφάλια όλως εκείνων που δεν μου δίνουν καμία σημασία για το μέγεθός μου. Θέλω να γίνω καραμέλα στο στόμα της. Θέλω να πω μια ιστορία που θα τους κάνει όλους, έστω για τρία δευτερόλεπτα, να την πιστέψουν.Η ιστορία θα έχει έρωτα, φόνο, λουκουμάδες, μια αράχνη, μια ποιήτρια που παθαίνει δυσεντερία, έναν κόκορα με βραχνή φωνή, μια άλλη γυναίκα που όταν φταρνίζεται κατουράει πάντα λίγο το βρακί της και ένα ζευγάρι τσόκαρα.Θέλω την πολυθρόνα του επιπλοποιού στην άκρη του δρόμου. Θέλω ένα ζευγάρι παπούτσια που να περπατούν περισσότερο και να λειώνουν λιγότερο. Θέλω να ξαναπάω εκεί μαζί σου, έστω και σαν μαντήλι στο λαιμό σου...
(Ποιήματα του Δρόμου)
1 note · View note
xehasmenesithakes · 1 year
Note
Χαρηηη θα ήθελα την γνώμη σου για κάτι. Το αγόρι μου νιώθε πάρα πολύ άσχημα για τα οικονομικά του, δεν έχει πολλά λεφτά να αγοράζει πράγματα και έχει ανασφάλειες για το στυλ του. Μία από αυτές τις ανασφάλειες είναι για τα παπούτσια του μιας και έχει μόνο ένα ζευγάρι. Θέλω να του πάρω ένα ζευγάρι παπούτσια και σκεφτόμουν τα κλασσικά της Vans, επειδή νιώθω πως θα έχεις τέτοιου είδους παπούτσια ήθελα να ρωτήσω αν σε βολεύουν στο περπάτημα γιατί έχω δει πως δεν έχει μεγάλη σόλα και επειδή εκείνος περπατάει πολύ φοβάμαι μη πονάνε μετά τα πόδια του.
Αν έχεις να προτείνεις κάτι καλύτερο εννοείται πες το μου, εδώ είναι καλό να πω πως δεν έχω και πολύ μεγάλο μπάτζετ
Σε ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ εκ των προτέρων 💕💕
Νομιζω τα βανς ειναι καλη επιλογη,εμενα μαρεσουν σαν παπουτσια αρκετα.Το μονο αρνητικο ειναι οτι ειναι υφασματιν�� και αμα εισαι λιγο τσαπατσουλης μπορει να τα τρυπήσεις.Παντως ειναι σιγουραμια καλη επιλογη προσιτη και εχει και εναστυλ.Δεβ ξερω τι στυλ εχει το αγορι σου και τι του αρεσει Θα μπορουσες να κοιταξεις και μαρκα dc shoes αν ειναι του στυλ του
0 notes
marketdeals · 2 years
Text
Παπούτσια ασφαλείας εργασίας - 8833 - No.43 - Finder - 194679
Παπούτσια ασφαλείας εργασίας – 8833 – No.43 – Finder – 194679
Παπούτσια εργασίας, με προστατευτική εσωτερική επίστρωση από χάλυβα στο μπροστινό μέρος. Παχιά σόλα από έξτρα ανθεκτικό καουτσούκ. Το εξωτερικό υλικό είναι ενισχυμένη δερματίνη. Διαθέτουν, επιπλέον, προστασία αστραγάλου. Καθαρίζονται πολύ εύκολα και μπορούν να πλυθούν.
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
eidiseis-news · 2 years
Text
Τα ankle boots είναι τα must μποτάκια σε κάθε σεζόν
Τα ankle boots είναι τα must μποτάκια σε κάθε σεζόν
Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα σε αυτή τη ζωή, αλλά το προσωπικό μου ημερολόγιο μόδας είναι πάντα in time. Έτσι θα σου πω για άλλη μια φορά την πρώτη μου, που…έβαλα ankle boots. Ήταν κάπου εκεί στο δεύτερο έτος των σπουδών μου, όταν ένα ζευγάρι μαύρα, suede ankle boots με χοντρό τακούνι τράβηξε την προσοχή μου. Γύρω από τη σόλα του είχε ένα ασημένιο φερμουάρ, που το έκανε πιο edgy και έδινε μια rock…
View On WordPress
0 notes
rulinarulina · 2 years
Text
Μυτιλήνη: Μυστήριο με σορό άνδρα που εντοπίστηκε στο Σιγρί
Μυτιλήνη: Μυστήριο με σορό άνδρα που εντοπίστηκε στο Σιγρί
Ενημερώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης, η Λιμενική Αρχή Σιγρίου, για την ύπαρξη σορού άνδρα σε σήψη, αγνώστων λοιπών στοιχείων, στη θαλάσσια περιοχή της παραλίας Σκάλας Ερεσού. Ο άνδρας μετρίου αναστήματος, ήταν ενδεδυμένος με λευκό φανελάκι, μπλούζα χρώματος χακί, τζιν παντελόνι με ζώνη και αθλητικά παπούτσια μαύρου χρώματος με άσπρη σόλα, ενώ έφερε πάνω […] The post Μυτιλήνη: Μυστήριο…
View On WordPress
#45
0 notes
astratv · 3 years
Text
Αυτά τα παπούτσια έχουν σόλα σα λάστιχο αυτοκινήτου!
Αυτά τα παπούτσια έχουν σόλα σα λάστιχο αυτοκινήτου!
Από τη σχεδίαση τους και μόνο υποψιάζεσαι πως αυτά τα παπούτσια κρύβουν κάτι το ιδιαίτερο, αλλά δύσκολα πάει το μυαλό σου πως έχουν σχέση με μια αυτοκινητοβιομηχανία. Του Γιάννη Σκουφή Κατά καιρούς έχουμε δει διάφορες εταιρείες αυτοκινήτων να παρουσιάζουν διάφορα αξεσουάρ και είδη ρουχισμού. Μια από τις πιο πρόσφατες περιπτώσεις είναι αυτή της Lexus, η οποία συνεργάστηκε με την RTFKT για τη…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
apeirotipota · 3 years
Text
"(τραγ)ωδή(α) στο σεξουαλικοποιημενο σώμα"
μετράω με το σταγονόμετρο τ@ αγνωστ@ της Εγνατίας τα κόκκινα φώτα στα φανάρια αναβοσβηνουν κόκκινο, μη περάσεις γιατί θα σε γράψει ο θάνατος, γράφει τ@ "τρελ@", τ@ "άρρωστ@" και ότι δεν μπορεί να ταιριάξει με τους ρυθμούς της καπιταλιστικής σαβουρας, σκουληκομυρμηγκότρυπα το μπέρδεμα. άμα δε θυμόμαστε εμείς, λες να θυμούνται τα παλιά μας τα παπούτσια, όλους τους δρόμους που περπατήσαμε; λένε πως είναι γραμμένα στα παλιά μας τα παπούτσια. ή τα γόνατα μας τις στιγμές που γονατισαμε; σώμα που θυμάται τις στιγμές που δε θυμάται το μυαλό λόγω freezing, fight or flight mode πάγος, μάχη, λειτουργία πτήσης, χέρια σαρκοβόρα, η ανάσα πάγος, όχι, δεν είναι μυθιστόρημα, είναι καθημερινότητα, μάχη ποιος είπε ότι θέλω να φανώ γενναίο; τα χέρια μου δε θέλουν να θυμούνται πότε ήτανε γενναία, αλλά πότε ήταν ελεύθερα, λειτουργία πτήσης, λειτουργία πτώσης, μη λειτουργία,
οι πατούσες θυμούνται την άσφαλτο να κολλάει στη σόλα του παπουτσιού σα να προσπαθούν τα πόδια να χωθούν μέσα στη γη, να γίνει η εμφάνιση της απουσίας και συνάμα ίσα που ακουμπούν τη γη, ίσα που ακουμπούν τον αέρα τρέχοντας
ταυτόχρονα τα αυτιά κρατούν μια μνήμη από το beat του φόβου που έφτιαχναν οι κραδασμοί των παπουτσιών στην άσφαλτο
η καρδιά θυμάται πότε κόντεψε να σπάσει και η ανάσα έγινε ένα ή και τίποτα για να κάνει την ύπαρξη απουσία στην πιθανότητα αυτό που υπάρχει πίσω να μην είναι η σκιά μου, αλλά το περίγραμμα κάποιου που μάλλον δεν είναι ούτε ο Χάνσεν ούτε η Γκρέτελ που αφήνουν ξωπισω τους ψιχουλακια για να βρουν ο ένας την άλλη και η μία τον άλλο και το ζαχαρωτό σπίτι, αλλά κάποιος που γεμίζει κουβάδες με σάλια, αφού πρώτα πιεί καφέ, προσκυνήσει την πατριαρχία, πάει στην εκκλησία και δώσει το μεσημεριανό ξύλο στη σύντροφό του για να το βάλει στη φωτιά και να την κάψει αφού εκείνη θα έχει φάει για βραδινό όλο το victim blaming της κοινωνίας, για πρωινό έχουμε το "γιατί δεν μίλησες νωρίτερα;", πάει στη δουλειά του στο ΙΚΑ ή στα ΚΕΠ του Χαλανδρίου ή στο νυχτερινό λεωφορείο του αεροδρομίου ή στο οδοντιατρείο γωνία Μαρτίου με Δελφών ή στο 1ο νηπιαγωγείο του Περιστερίου ή ακόμα καλύτερα σε κάποιο ίδρυμα που μένουν παιδιά ή σε κάποια δομή προσφύγων
και βγαίνει το βράδυ στους δρόμους
- γίνεται αυτό που ελπίζω να είναι απλά η σκιά μου -
να δει αυτό που έχει μάθει να βλέπει και να κυνηγάει,
το σεξουαλικοποιημενο σώμα
Α
Α, λέω να πάρω ταξί
Α, δεν έχω φράγκα,
έχω κλειδιά..
1 note · View note
lamodegr · 1 month
Text
MEXX Sneaker Nilo MIWM1005041M-01-1000 Black 3820PMEXX6070027_549
MEXX Sneaker Nilo MIWM1005041M-01-1000 Black MEXX MEXX: Ανδρικά sneakers με στρογγυλή μύτη, σόλα EVA και δέσιμο με κορδόνια. (Σύνθεση: Ύφασμα) 3820PMEXX6070027_549 POLITIKOS > ΑΝΔΡΑΣ > ΑΘΛΗΤΙΚΑ > ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ) MEXX The post MEXX Sneaker Nilo MIWM1005041M-01-1000 Black 3820PMEXX6070027_549 appeared first on Lamode - Fashion Eshop. http://dlvr.it/T6ZRwk
0 notes
psyxhmou · 4 years
Text
«Τι σκέφτεσαι;»
Η φωνή του ακούστηκε από δίπλα μου και η ματιά μου κόλλησε πάνω του για λίγο.
Τι σκέφτομαι, άραγε; Πολλές και διάσπαρτες σκέψεις δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τον νου μου, “τρώγοντας” σιγά σιγά τα σωθικά μου.
Αξίζει όμως να σκέφτεσαι τόσο πολύ; Ποιον θα ωφελήσει το να σκέφτεσαι ώρες ολόκληρες για κάτι, το οποίο δεν ισχύει στην πραγματικότητα; Γιατί έχουμε τόσες ανασφάλειες; Γιατί φοβόμαστε μήπως όλα αυτά που νιώθουμε είναι παροδικά και κάποια στιγμή θα πάψουμε να τα έχουμε στην ζωή μας με αποτέλεσμα να τα χαλάμε όλα; Αξίζει να καταστρέφουμε οι ίδιοι, τις ζωές μας;
«Τίποτα το ενδιαφέρον.» ψέλλισα σιγανά και κοίταξα το τσιγάρο που είχε τοποθετήσει στα χείλη του. Στα χείλη που όσο περνούσαν οι μέρες, όλο και περισσότερο μου έλειπαν.
«Το ξέρεις ότι μπορείς να μου λες οτιδήποτε σε απασχολεί, έτσι;» ρώτησε έπειτα από λίγο, πλησιάζοντας με και χαϊδεύοντας μου το χέρι, καθώς κοιτάζαμε και οι δύο την όμορφη θέα.
«Φυσικά και το ξέρω...» έστρεψα το βλέμμα μου στο έδαφος και τον ένιωσα να μου χαϊδεύει τώρα τα μαλλιά.
«Αλλά; Τι είναι αυτό που σε εμποδίζει από το να μου μιλήσεις;» έμεινα να επεξεργάζομαι την ερώτηση.
Όντως, τι ήταν αυτό που με εμπόδιζε από το να του μιλήσω; Τι με κρατούσε πίσω; Ο φόβος μου μήπως τα χαλάσω όλα; Η σκέψη ότι θα με βαρεθεί κάποια μέρα; Το αίσθημα του ότι ο,τι και να πω θα οδηγήσει στην καταστροφή; Τι απ' όλα αυτά; Ή και όλα μαζί;
«Απλά... Φοβάμαι.» παραδέχτηκα και εκείνος πάτησε το τσιγάρο με την σόλα του παπουτσιού του και έπειτα μου ένεψε να καθήσω πάνω στον ώμο του, πράγμα που έκανα, νιώθοντας για άλλη μια φορά την γαλήνη που ένιωθα και την πρώτη φορά.
«Τι ακριβώς φοβάσαι;» ρώτησε πάλι και μόνο που δεν βούρκωσα με την θύμηση όλων εκείνων που υποσχόταν “τον ουρανό με τα άστρα” και έπειτα έφευγαν, ραγίζοντας την μικρή μου καρδιά σε χιλιάδες κομμάτια.
«Να, πως να το πω... Φοβάμαι,» δείλιασα στην αρχή, μα εκείνος μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο, κάνοντας με να δακρύσω λιγάκι. «Φοβάμαι μήπως φύγεις και εσύ.»
Εκείνος απομακρύνθηκε λιγάκι, κοιτάζοντας με και έπειτα φιλώντας με στο μέτωπο. «Βρε κουτό, τι κάθεσαι και σκέφτεσαι;» με αγκάλιασε και άρχισε να μου χαϊδεύει και πάλι τα μαλλιά.
«Απλά, πιο συγκεκριμένα, φοβάμαι μήπως κάνω εγώ κάποια λάθος κίνηση ή με βαρεθείς και φύγεις.» ψιθύρισα και ένιωσα την ανάσα του στο λαιμό μου.
«Αγάπη μου, δεν χρειάζεται να φοβάσαι για τίποτα, ούτε να σκέφτεσαι κάτι τέτοιο γιατί αποκλείεται να σε βαρεθώ και αποκλείεται να κάνεις τίποτα το λάθος. Έπειτα, κανένας άνθρωπος δεν είναι τέλειος και να σου πω και κάτι; Εμένα μ' αρέσεις έτσι ακριβώς όπως είσαι και δεν θα σε άλλαζα με κανέναν και τίποτα.» σκούπισε τα δάκρυα που είχαν ξεφύγει από τα μάτια μου στην διάρκεια που μιλούσε και μου χαμογέλασε, κάνοντας με να του χαμογελάσω πίσω.
«Σου έχω πει πόσο σε αγαπάω;» ρώτησα κλαίγοντας και εκείνος με πλησίασε, φιλώντας τα χείλη μου.
«Το ξέρω, μωρό μου, το ξέρω.» τον άκουσα να λέει μέσα από το φιλί μας και χαμογέλασα.
«Και εγώ σε αγαπάω.» είπε αφού απομακρύνθηκε ελάχιστα για να ενώσουμε τις μύτες μας, κοιτάζοντας με έντονα και προκαλώντας μου ένα μικρό χαμόγελο.
«Και εγώ σε αγαπάω!»
31 notes · View notes
nimanuinu-ipasa · 3 years
Text
Tumblr media Tumblr media
Στις 12 τα φώτα σβήνουν και μολις σβήνουν ο έρωτας ανάβει δεν ανάβει μόνο σε καμαρες και σε χιλιοκαθισμενους καναπέδες ανάβουν και στα παρκα. Δεν θα τους δεις να κυνηγιούνται στις σκιές ή να φωτιζουν τον τόπο στη κίνηση τους τους ανθρώπους που θα κυριευσουν όμως που θα τρυπωσουν μέσα θα τους ακούσεις να γελάνε να χαχανιζουν να ψυθιριζουν λέξεις που μέσα τους ούρλιαζα μα τις λέγαν στα κρυφά και καλα κάνανε. Το κρατούσαν μυστικό κάνε ησυχία για να τους ακούσεις. Σαγαπαω Σε θέλω κοίτα με άγγιξε με. Δεν ξέρω αν αναβαν οι έρωτες όλων κάθε φορά που στις παιδικές τα φώτα σβηναν αλλά έφτανε να ανάβει στο δικό μας παγκάκι για να νιώσω πως μυστικά την ώρα εκείνη σόλα τα παρκα της πλάσης συνέβαινε το ίδιο. Στο ίδιο πάρκο που περνω τώρα και το παγκάκι δεν το βλέπω στο σκοτάδι στο ίδιο μέρος τότε κρυβόταν και ο έρωτας μέσα στο μαύρο αυτό και σήμερα μείναν να κρύβονται μόνο ξύλα . Νομίζω πως εκεί είμαστε ακόμα κρύμμενοι στη σκιά να δώσουμε τα φιλιά μας και νομίζω πως σε είδα μέσα στο σκοτάδι σήμερα. Στις 12 τα φώτα σβήνουν <<ωχ έσβησαν δώσε μου ενα φιλί >> σε ακούω ακόμα. Εγώ στο σκοτάδι εβλεπα εσένα να λάμπεις και είμασταν αόρατοι γιαυτους που ταν άδειοι και είμασταν φωτεινοί για όσους το Χαν μέσα τους. Σήμερα ήμουν εγώ αυτός ο περαστικός και σήμερα φοβάμαι το σκοτάδι . Μονο η οθόνη που φωτίζει και σε ψάχνει λάμπει μετά τις δώδεκα κάθε βράδυ και φυσικά μην με ρωτήσεις αν είμαι καλα. Όμως εγώ σήμερα σε είδα και ας μην ήσουν εκεί. Σου υπόσχομαι πως όταν σε ξαναδώ δεν θα φοβηθω να έρθω αλλά θα ρθω για λίγο και φεξε μου να δω που πατώ και να ξαναφύγω μετά αγάπη μου μέχρι να ξαναέρθω
2 notes · View notes
hartinineneko · 4 years
Text
[τελευταίος μήνας του φανταστικού όντος /χρόνου]
νεκρά
και με τέσσερις –τουλάχιστον- τοίχους περιμετρικά
τρώνε, σχεδόν χωνεύουν την σκόνη (αυτής) της πόλης.
από δέρματα της γειτονιάς, όχι ζωντανά από καιρό κομμάτια επιδερμίδας
χάσαμε κάποια βήματα και τον χορό επομένως
λίγο λίγο
τους είδαμε από πολύ κοντά να φυσάνε
να σαλιώνουν και να μουρμουρίζουν-
η μισή μου σόλα ξεκόλλησε- τα αγαπημένα μου.
ο τσαγκάρης μου μού είχε πει πως δίχως βροχή δεν κινδύνευε
μα, τελευταία όλοι μας κινδυνεύουμε
χωρίς να κινδυνολογούμε
φοβιστικά κι ας μη πολύ φοβόμαστε
Μου άρεσε
τα πρόσωπα σας γνώριμα και άλλα που γίνονται
πάνω κάτω
χείλη υγραίνονται , πόδια αλλάζουν θέσεις
οι σκάλες αγαπιούνται
Ξεκόλλησε
Εντάξει, (ξανά)κολλάμε τα αναγκαία
χορέψαμε, εντάξει
Μου άρεσε που μπήκαμε-
τα τούβλα θα ρημάξουν
πούλησαν το κενό αντί να το γεμίσουν
και τελευταία όλα υγρά, στάζουν οι στέγες μας πυκνά
στάζει και στο σαλόνι μας βγάζουμε κουβάδες
-βλέπεις δεν φυσάει αρκετά για να στεγνώσει
τα νωπά
αφήσαμε τον κουβά με τα βρωμόνερα στο χωλ.
Στραγγίζουμε με δύναμη και όλο μυρίζει κάτι που σαπίζει
είναι τα σαν λωτοί και μεις οι λωττοφάγοι
και τα ζουμιά μας στα κτίρια της πόλης
στάζουν , αλλάζουν χρώμα και υφή
το είπαμε υγρασία- συνηθίζουμε να κατηγορούμε τον καιρό.
Ρουφάμε την υγρασία από τους τοίχους
Αν τυχόν τη πασαλείψουμε θα μείνει εκεί
Μου άρεσε που ήρθαμε και τώρα με το κρύο
κάνει ρεύμα, τρίζει μυρίζει, αρρωσταίνουμε εδώ μέσα
τώρα που στάζει στο κεφάλι μας που νιώθουμε,
την υγρασία,
θέλω,
τώρα θέλω να κάτσουμε,
να βάλουμε κάτι να παίζει και να σφουγγαρίζουμε στα γόνατα , στις μύτες
όπου ακούμπησα άφησα σκόνη
όπου ακουμπάω είναι πηκτά και ανατριχιάζω
ο,τι πιάσαμε λιώνει με το νερό, σαν το σαπούνι
και με τα δάκρυα αφρίζει, μου θυμίζει διάφορα.
Να κάτσουμε, θα στεγνώσουμε το κέλυφος, κι αν όχι
θα μαζέψουμε όλα τα υγρά μας σε άλλους κουβάδες,
ανοίγω τα παράθυρα να μπει
όποιος μπαίνει και από τρύπες.
[το τελεσίγραφο του Χρυσοχοίδη έληγε στις έξι Δεκέμβρη του 19]
Tumblr media
5 notes · View notes
justforbooks · 4 years
Photo
Tumblr media
Κική Δημουλά: «Τα κόκκινα παπούτσια»
Έχουμε πάνω από μία ώρα που δοκιμάζουμε παπούτσια. Άσπρα. Αστραφτερά, χαρωπά, ανθισμένα παπούτσια. Πασχαλιάτικα. Παιδικά. Τέσσερα πόδια γεύονται κατά κόρον το «καινούργιο» και το «αλλιώτικο», δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας ό,τι δεν τους αρέσει, με το αιτιολογικό, αυτό με στενεύει… αυτό μου είναι μεγάλο… αυτό μου είναι μεγάλο και με στενεύει. Εγώ και ο υπάλληλος έχουμε κυριολεκτικά γονατίσει μπροστά σ’ αυτά τα πόδια, προσπαθώντας να εντοπίσουμε πού κείται το μεγάλο δάχτυλο, πού κείται το ψεύδος.
Κι άξαφνα, μέσα από ένα κουτί, κάνει τη μοιραία εμφάνισή του ένα ζευγάρι κόκκινα κοριτσίστικα παπαρουνένια παπούτσια, μ’ ένα κόκκινο παιγνιδιάρικο κουμπάκι στο πλάι, αυτό που πιο πολύ έκαμε την καρδιά μου να σπαρταρήσει, να μικρύνει, να γίνει καρδιά παιδική, να ξανααισθανθεί. Ιπποτικά αμέσως φέρεται ο καιρός, παραμερίζει, για να ’ρθει μπροστά μια σκονισμένη ιστορία, παλιά, πάλι με παπούτσια, με τα πρώτα παπούτσια που μ’ έκαμαν να κλάψω.
Πάσχα και πάντως μια εποχή που όλα ονομάζονταν «δύσκολα». Τα πράγματα δύσκολα, οι μέρες δύσκολες, η ζωή δύσκολη. Και τότε ακριβώς ήταν που αξίωσα ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.
– Θα την πάω στο Μοναστηράκι, στον πατριώτη μου το μαστρο-Κούλη… Θα μας φτιάξει κάτι που να ’ναι γερό και συφερτικό, ενέδωσε με τα πολλά ο πατέρας.
Θα κόντευε Μεγάλη Βδομάδα που με πήρε ένα απομεσήμερο να πάμε στο μαστρο-Κούλη. Οι νοικοκυρές ανέμιζαν στα παράθυρα, έπλεναν τζάμια. Καθώς τα ’τριβαν με κομμάτια εφημερίδας, εκείνα έτριζαν, κι άστραφταν σα στα παράθυρα να κρέμονταν κλουβιά με τιτιβίζοντα χελιδόνια, και ήλιοι.
Απερίγραπτο ήταν το πόσο σφιχτά με κρατούσε από το χέρι ο πατέρας μου στις λιγοστές εξόδους μας, στους λιγοστούς περιπάτους μας. Σα να του ’χα ξεφύγει και να ’τρεχε χρόνια να με πιάσει. Και σα να με είχε πιάσει μόλις εκείνη τη στιγμή. Όμως, αυτή τη φορά, ήταν τόσο ευχάριστο αυτό το σφίξιμο. Σαν το εύθυμο εκείνο σφίξιμο που σου κάνουν τα καινούργια παπούτσια την πρώτη μέρα.
Αν με ρωτούσε κανείς πώς πήγαμε στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη, από πού περάσαμε, εγώ θα του ’λεγα, περάσαμε… περάσαμε… από κάτι κόκκινα παπούτσια, ύστερα πήραμε ένα μακρύ δρόμο κόκκινα παπούτσια, στρίψαμε μετά από κάτι άλλα κόκκινα παπούτσια, και φτάσαμε!
Μα σα βρέθηκα στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη ξέβαψε όλο το κόκκινο χρώμα κι όλη η χαρά από το όραμά μου. Από την πόρτα με πήρε μια χοντρή βαριά μυρωδιά πετσιού και προβιάς, έπεσε μέσα της η αναπνοή μου και πνίγηκε. Χάμω, σκουπίδια, σπάγγοι, καρφάκια, ένας λόφος με λογιώ λογιώ κατσούφικα κοψίδια δέρματα. Μια χοντρή βελόνα, σα μεγάλο καρφί, ανεβοκατέβαινε βαριεστημένη και στριγγλή και γάζωνε ένα εφιαλτικό παπούτσι.
Σα δήμιος εμφανίστηκε ο μαστρο-Κούλης, αναμερίζοντας μιαν αυλαία από κρεμάθες χοντροπάπουτσα, αντρικά τα πιο πολλά, τα κορδόνια τους τρεμούλιασαν σα νευρικά μουστάκια, και κάτω από τη χοντρή λαστιχένια τους σόλα σπαρτάραγε το κακόμοιρο το όνειρο μου. Κι αφού είπανε, χρόνια και ζαμάνια, ψυχρά κι ανάποδα, και αφού τώωωρα η Αργυρούλα, μπήκε στο θέμα πια ό πατέρας μου: – Και τώρα, μαστρο-Κούλη, ας πάμε στο προκείμενο! Με τούτο το «προκείμενο» πήρα να ελπίζω. Φαντάστηκα πώς το «προκείμενο» μπορεί να ’ταν ένας άλλος δρόμος, ένα άλλο μαγαζί, το «καλό» μαγαζί του μαστρο-Κούλη.
– Από δω η κόρη, συνέχισε ο πατέρας μου, ό,τι θυμάται χαίρεται! Της θυμήθηκαν κόκκινα παπούτσια. Έχεις να μας δώσεις τίποτα κατάλληλο;
Και πριν προφτάσω ν’ ακούσω την απάντηση, η πατούσα μου βρέθηκε καθηλωμένη πάνω σ’ ένα βρομόχαρτο, κι από πάνω της ολόκληρος ο μαστρο-Κούλης, όλα τα χοντροπάπουτσα, να τη ζουλάνε μη και ξεφύγει. Πιο απειλητικό, το βάρος της λέξης «μπόλικα! μπόλικα», που σφυροκοπούσε ο πατέρας μου. Ένα κουτσομόλυβο σύρθηκε σαν κατσαρίδα γύρω γύρω της ενώ ο πατριώτης έλεγε:
– Θα γίνουν αθάνατα!
Ανησύχησα.
– Δε θέλω αθάνατα, κόκκινα θέλω, ψέλλισα.
– Θέλε! αγρίεψε ο μαστρο-Κούλης, κάτι συνεννοήθηκε ιδιαιτέρως με τον πατέρα μου, και φύγαμε.
Ίσως σου κακοφανεί, μαστρο-Κούλη, αν τύχει και διαβάσεις αυτή την ιστορία, αλλά κι εγώ τι σου χρώσταγα να περάσω μια τόσο μαύρη Λαμπρή; Τι παπούτσια ήταν εκείνα που μου ’φτιαξες; Κόκκινα δε σου είπα πως θέλω; Γιατί σώνει και καλά μουσταρδιά; Και γιατί τόσο χοντρό λάστιχο, βρε μαστρο-Κούλη; Τανκς ήμουνα; Κι όλα αυτά καλά. Αμ’ εκείνο το κόκκινο κουμπί, στο Θεό σου, τι το ήθελες και το έμπηξες; Από πού ως πού κόκκινο κουμπί; Α, προτιμούσα να με γελάσεις παρά να με ξεγελάσεις. Έσκασα στο κλάμα.
– Βρε αχάριστο, φώναζε η μάνα μου, κι αν δεν είναι κόκκινο, είναι προς το κόκκινο… Τι παραπάνω θες; Δεν έχει κόκκινα κουμπιά; Άρα κόκκινα είναι. Αναγκάστηκα να πειστώ. Και τι το περίεργο; Μήπως τώρα που λέμε «αναπνέουμε, άρα ελπίζουμε», το ίδιο δεν είναι;
Κι ανήμερα το Πάσχα, στη λειτουργία της Αγάπης, με κρατάει πάλι ο πατέρας μου από το χέρι, κατηφορίζουμε για την εκκλησία.
Εγώ με τα κόκκινα κουμπιά μου, αυτός με την κατάνυξή του, Χριστός Ανέστη σιγοψέλνει. Μπορώ να θυμηθώ και το παραμικρό της σκηνής εκείνης, ακόμα και τις στάλες από τα κεριά της Αναστάσεως στα πεζοδρόμια και στα μαρμάρινα σκαλιά, την αυστηρή παλάμη του πατέρα μου που με ζούλαγε ολόκληρη μέσα της, το πρόσεχε μην πέσεις, το δεν καταλαβαίνω γιατί εννοείς να ξεκινάς πάντα με το αριστερό, διόρθωσε το βήμα σου, άλλαξε το βήμα σου.
Τα θυμάμαι όλα, και τους μικρούς μου πήδους κάθε τόσο για να βγει το δεξί μπροστά και να πάει το αριστερό πίσω, όλα, ακόμα και το πόσο μου μύρισαν οι πασχαλιές που αγόραζε μια γυναίκα σκυμμένη στο παράθυρο από έναν πλανόδιο ανθοπώλη.
– Άλλαξε το βήμα σου, ξανάπε ο πατέρας μου.
Κι εκείνη τη φορά έγινε το κακό. Πάνω στο πήδημα μπερδεύτηκαν τα πόδια μου, κι είδα το ένα κουμπί να διαγράφει μια κόκκινη τροχιά και να εξαφανίζεται. Τι κλάμα και τι ψάξιμο ήταν εκείνο; Δάκτυλος του Σατανά, δάκτυλος του Σατανά! έτριζε τα δόντια του ο πατέρας μου, καθώς έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς με άκουγε να κλαίω «ασεβώς».
Δεν είμαστε πια για εκκλησία, «χρειάζεται καρδίαν καθαράν», και πήραμε πάλι τον ανήφορο. Μπρος εκείνος, με τα χέρια διπλωμένα πίσω στη μέση, να λέει, με κόλασες! με κόλασες!, πίσω εγώ, σα μονοσάνταλη, να κλαίω, να κλαίω.
Η μάνα μου, άμα άκουσε τι συνέβη, είπε μόνο:
– Τι λες… Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
Μα καθώς με είδε να πετάω τα παπούτσια και να την ακολουθώ ξυπόλυτη και κλαίγοντας, τα έβαλε με τον πατέρα μου:
– Και συ ευλογημένε, πώς στην ευχή έψαξες; Με τα δικά μου τα μάτια; Ολόκληρο κουμπί!
Αλλά εκείνος είχε κιόλας ριχτεί με όλο του το είναι στην κάθαρση. Είχε πάρει μια Σύνοψη κι έψελνε, μουρμουριστά, μασουλιστά, με λοξό κάπως το κεφάλι και το χέρι κοντά στο στόμα, κάπως σα να εξιστορούσε με συντριβή στο αυτί του Κυρίου το πώς τον «κόλασα».
– Θέλω το ολόκληρο κουμπί μου, έλεγα τώρα εγώ μέσα στους οδυρμούς μου.
–Τι λες εκεί… Κάτι τρέχει στα γύφτικα, επανέλαβε η μάνα μου φουρκισμένη. Και φορώντας μου τα παπούτσια με το ζόρι, με έσπρωξε βίαια στην εξώπορτα, να πάω να παίξω.
Λίγα βήματα πιο πέρα στεκότανε η φιλενάδα μου η Πόπη. Με κοίταζε. Εγώ κόλλησα στον τοίχο, σήκωσα το ’να μου πόδι, και το ’κρυψα πίσω από το άλλο. Και στεκόμουνα έτσι.
Και τώρα, γονατισμένη ακόμα, λες και προσκυνούσα, αναπολώντας την τούτην την ανάμνηση, προσπαθώ να καταφέρω τη μικρή ν’ αγοράσει αυτά τα παπούτσια. Τα κόκκινα.
– Σου είπα, θέλω γόβα άσπρη!
– Μα τα κόκκινα είναι πιο πρακτικά.
– Δεν τα θέλω για πρακτικά, τα θέλω για ευχαριστήσιμα. Κι αποφασίζω. Και τα άσπρα και τα κόκκινα. Προηγουμένως τα εξετάζω προσεχτικά, δοκιμάζω να ιδώ, είναι καλά στερεωμένο το κουμπάκι τους, μη την ξαναπάθω. «Αθάνατα», βεβαιώνει ο υπάλληλος. Και φεύγω, έχοντας επιτέλους αποκτήσει ένα πραγματικό κόκκινο ζευγάρι παπούτσια, πασχαλιάτικο δώρο στα περασμένα μου.
Σ’ αυτό τον κεντρικό δρόμο, που φράζεις τη μύτη και το στόμα σου να μη σε πνίξουν τα καυσαέρια, είναι τρέλα να ισχυριστείς ότι μυρίζουν πασχαλιές. Και όμως, εμένα μου μύρισαν.
Από το βιβλίο της Κικής Δημουλά «Εκτός σχεδίου», εκδόσεις Ίκαρος, 2004.
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
15 notes · View notes