selhnh-selhnh
19 posts
Ανυπαρξιακα μιλωντας
Last active 60 minutes ago
Don't wanna be here? Send us removal request.
Text
Οι εραστες του τιποτα
Μισοσβησμενη μασκαρα σε ματια που χουν δυσει
Και στο ψυγειο ενα σημειωμα, ποτε δεν θα μ’ αφησει
Οι εραστες του τιποτα τα βραδια δεν μεθανε
Μονο μετρανε κυματα, θεους δεν προσκυνανε
Δεν θα τους δεις συχνα στο επικεντρο
Στο βαλς παραπατανε
Στου σακακιου τη φοδρα τους σκαλισανε «φοβαμαι»
Αναμασω τις ιδιες λεξεις, που στο παπουτσι μου κολλησαν
Στον μαυροπινακα του νου μου οι σκιες τους τ’ ονομα σου σβησαν
Οι εραστες του τιποτα δεν ψαχνουν αυταπατες
Την νυχτα νανουριζουν οσο αυτοι χαιδευουν ναρκες
Μ’ ασηκωτη υποληψη, βρωμικη απ’ τις φημες
Κινουνται γυρω απ τον εαυτο τους και σχηματιζουν δινες
Ο κοσμος ευπλαστη σε θελησε, γιατι ετσι τον συμφερει
Μα το κομματι του ουρανου μου απ το δικο σου πώς διαφερει
Κι ως δακτυλοδεικτουμενη μου εδωσαν και ρολο
Στο θλιβερο τους θεατρο να ερμηνευω πονο
Μα τα ματοκλαδα μου απο γυαλι ηταν και σπασαν
Γυαλιζει πανω μου το μονιμο
εφημερα με θαψαν
Δεν νιωθεις τιποτα
Δεν νιωθεις τιποτα
Δυο βουβα αναφιλητα κι ελπιδα για καλυτερα
1 note
·
View note
Text
προληπτικό
Ο καλλιτεχνης που ακουω με εβγαλε απ’ τα παιδικα μου παπουτσια
Ειχα παραφορο ερωτα με το μηδεν τωρα εγινε απειρο
Ιδια συνθηκη στο στηθος μου ασβεστη αναγκη απο παντα διψουσα
Πλεον θα παω στον νεο του δισκο αγκαλια μ’ εναν εντονο ανθρωπο
Τα βαφα μαυρα οταν επεφτα, χρωματιστη ν’ αποφυγω το αχρωμο
Εχουμε τειχη αναμεσα μα επιπλεει στου νου μου την αβυσσο
Βαζει βενζινη κι αναβει το σπιρτο με στοχο ζωης να εξαλειψει το ανισο
Κι ειπε στερέψαν τα λογια μα μοιαζω σαν αγγελος απ τον παραδεισο
Στου γυρισμου την ατερμονη κοψη θα ευχομαι μονο για κοκκινο
Να σταματησει τ αμαξι μαζι με το φως να χωρεσουμε σ’ εναν υποτιτλο
Μηπως σκεφτω εναν στιχο που θα σε χωρεσει την ωρα που μεσα στα χερια σου κρυβομαι
Μαλλον χωρά η ψυχη μου στα μετρα σου απ τη χαρα σαν τους κομπους μου λυνομαι
Μου ταξες ολο τον κοσμο αταραχος λες κι ηταν ευκολο να τον κερδισεις
Μονο ανταλλαγμα που σ’ αφορουσε το να σε φιλησω χωρις να ζητησεις
Ποσες φορες θα γυρισεις τη γη και ποια ελξη για μενα αισθανεσαι
Σ’ αναζητω στ’ ουρανου τα σεντονια τις μερες που νιωθεις να χανεσαι
Να μην ξεγλιστρησω ποτε απ το καδρο αυτο θα ευχομουν σ αυτα τα γενεθλια
Να μην ξεθωριασουν καθολου οι μορφες μας στο φως τρεμοπαιζουνε ευθυμα
Οταν εκεινο που ψαχνεις πετυχεις δεν θα υπαρχει σκια αμφιβολιας
Θα μπαινοβγαινει μοναχα στον κοσμο σου διχως να βγαλει κλειδια ασφαλείας
5 notes
·
View notes
Text
Μάνα δυο φορές
Άμα φοβάμαι είναι που ‘χω μεγαλώσει με χρονόμετρο
Ανώριμη σε ενήλικη σε ένα δευτερόλεπτο
Την πίεση στο στήθος μου δεν δείχνει το βαρόμετρο
Με ‘��ω κλωνοποιήσει για να πάρεις το υπόλοιπο
Να νιώσεις πως δικιά σου ειμ’ ολόκληρη και σώα
Τρελές φαντασιώσεις βούλιαξαν σε μάτια αθώα
Οι προσδοκίες των γονιών δεν ταίριαζαν στα μέτρα μας
Τυλίξαν το κορμί μας καθ’ ομοίωση του βόα
Αναμάρτητος ουδείς όσο ένωνει το ίδιο αίμα
Μπορεί και να μην βίασες μα έστρεψες το βλέμμα
Μπορεί και να μην χτύπησες με χέρια αλλά με ψέμα
Ταιριάζουμε επειδή ταΐζουμε τ’ απωθημένα
Στις σκάλες της παλιάς μας κατοικίας απλωνόσουν
Δεν διεκδικούσες χώρο μα ανίκητη αισθανόσουν
«Γιαγιά» σε προσφωνούσα, μάνα δυο φορές λεγόσουν
Ίσως στέρεψε η ανάσα σου γιατί όλο μοιραζόσουν
Μιλάω για αγάπη κι υπεράνθρωπη στοργή
Έχοντας διπλάσιάσει τον εαυτό μου ίσως μπορεί
Αυτή η βελούδινη αγάπη καταφύγιο να βρει
Στις καρδιές μου να χωρέσει κι ενωθούν σαν στην αρχή
2 notes
·
View notes
Text
Φόρος λαχτάρας αφής
Μ’ αντιμετώπιζαν παντα ως ξενη
Γι αυτο εκτιμω οσους φεροντ’ οικεια
Τα ψυχοκυματα πνιγουν την πολη μα μενει ανεγγιχτη η συνοικια
Σου πα πως πρεπει να κανουμε θορυβο και περιοριστηκες στη φασαρια
Περα απ το μηνυμα που κουβαλας και ο τροπος σου εχει αξια
Ξεχνω την αληθεια μου μα οταν την βρω την κραταω με λυσσα
Εχουμε δρομο ακομα προς τ’ απειρο μεχρι εγω και αυτος να ‘μαστ’ ισα
Ρουφαει την πισσα μ’ απολαυση μεσα στην φυση και στα κυπαρισσια
Δύο κομητες στα ματια του και μια καρδια που αγαπαει σκυλισια
Μου δωσανε ενα φτερο για να γραψω και πριν να αρθρωσω τις λεξεις τις ηξερα
Λεγαν οι δασκαλοι δημοτικου «περιμενω να ακουσω τον στιχο σου υστερα»
Κλεβω τον ηλιο απ’ τη τζαμαρια τον κρυβω στην τσεπη για ασφαλεια
Να σου φωτιζω τον δρομο τις μερες που θεματα μοιαζουνε αλυτα
Να στυψω μετα τη ματια σου σαν πετρα αφου οταν με κοιταξες πετρωσα
Στα παιδικα μου παπουτσια πεισμωνω γιατι το κρασι μου το νερωσα
Κατασκισμενο και βρωμικο δερμα με ρωτησαν αμα ξενερωσα
Εξι χιλιαδες μικρες πιρουετες μα μπρος στο κοινο μου ξημερωσα
Η πιο μικρη του χορου εξαρχης
Πεφτουνε πουπουλα επι σκηνης
Ειμαστε ικαροι που χουν γνωρισει την πτωση ως κερινο φορο λαχταρας αφης
Δεν με χωραει το σαρκινο πλαισιο θελω να ουρλιαξω με ορο σιωπης
Να τρανταχτει απ τα θεμελια η βια κι ισως να παψουν να ειν’ αδρανεις
Να αναμειχθω με το απειρο, το ακατανοητο και το παραλογο
Δεν αγαπας απο επιλογη δυστυχως μα παρεμεινες χαρη στον διαλογο
Ειναι μια μαζα παλλομενη αρρυθμα κι απο τις σκεψεις νομιζω θα σκασει
Τοσες φορες το κεφαλι μου βαραινε οταν χτυπουσα με στοχο να σπασει
Μηπως κι αγγιξω ερημην το οριο και καταλαβω πώς ειναι η εκσταση
Προς το παρον προσδεμενη στην εφηβη ταση που κανει να εχω ροπη προς την ενταση
Βραδυ υπερενταση σαν να μου εταξαν πώς θα χωρεσω επιτελους και καπου
Απο το βαθος της αιθουσας πλεον παταω γερα στη σκηνη του θεατρου
3 notes
·
View notes
Text
Όνειρο προ καλοκαιρινής λαγνείας
Τα πέλματα σου/ απορροφώ/ τον ρυθμικό βηματισμό/ σαν προσευχή/ σαν βιασμό/ θυμάμαι κάθε αναπνοή/ σαν μελετημένη ανυπότακτη ενοχή/ χάρισε μου ενα δευτερόλεπτο/ φασαρίας/ η σιωπή σου/ απαλά/ απάνθρωπα/ εκκωφαντική
3 notes
·
View notes
Text
χαρτινες ελπιδες
Το έλεος πωλείται ακριβά/ και να, ημίγυμνη σε βλέπω/ γυμνή για τους ντυμένους με ευλαβική απάθεια/ ασφυκτικά ντυμένη γι’ απόσπαση δήθεν συμπόνοιας/ ο ουρανός κατάπιε τ’ αστέρια από το προσκεφάλι σου/ δεν τρεμοπαίζει φως/ να δεις/ τις ματωμένες σου παλάμες/ καμπάνες/ μην πεταχτείς/ κηδεύεις και κηδεύεσαι
2 notes
·
View notes
Text
Τα ματια του ζηλευουν αγγελοι
Με συγχωρεις αμα η σκεψη μου πλεον σ’ ανακατευει
Αγαπησα το φως αφοτου γνωρισα τα ερεβη
Χαιδευω τις συνηθειες που σ εχουν διαμορφωσει
Διαμαντενιο δακρυ και συγκρατησα τα νεφη
Αποψε σχηματιζουν νεα προσωπα που μισος δεν κρατουν
Τα ματια μισοκλεινω, στις σχισμες τους να πιαστουν
Τα ονοματα τους πλαθω μαλλον κατα το δοκουν
Λες κι εχουν καθε προθεση να με υποδεχτουν
Να κανω των ματιων σου την πικρία μαξιλαρι
Και υστερα το απεραντο γαλαζιο πανωσεντονο
Να ξανα αγαπησω τις πτυχες μου σα φεγγαρι
Που ακομα ειναι πανεμορφο κι ας μην εχει πανσεληνο
Σιγα σιγα σ’ αφαιρεσα απ’ οσα μ αφορουν
Τα ματια του ολανθιστα ποσο με συγκινουν
Σ ευχαριστω για οσες μοιραστηκαμε ανασες
Κι ας ειναι απαραιτητο οι ριζες να κοπουν
Συναντησα τη φλογα στο χαμογελο ενος αλλου
Ελπιζω να προσεχεις και να ντυνεσαι ζεστα
Θα πιουμε στην υγεια ενος αισθηματος μεγαλου
Το κωνειο της ληθης δεν αγγιζει την καρδια
2 notes
·
View notes
Text
Blue is the softest colour
I was so afraid of losing someone i loved, that I refused to love anyone. But to be human is to experience. To yell until my lungs discard this pitiful sorrow and caress the unknown as if there’s no tomorrow. To breathe softly, dance carelessly, hold closely. Don’t stress too much about growing old. Make the stories that will later be told. The time will pass anyways.
1 note
·
View note
Text
Goodbye, baby
Different poems for different lovers. Indelible timestamps. 16, 17, 18 years old, still hiding under the covers. Maybe in a parallel universe, our dreams we can afford. That’s what she said, leaving a strawberry kiss on my cup of coffee. We’ll always have a piece of each other, another girl said, her voice echoing outside the cofin. I’m vulnerable like an injured animal. I’ll allow my feelings to untie themselves and maybe my breaths will follow. Youre getting ready to see someone else tonight but I finally dont mind. He doesn’t know you twitch in your sleep. I know the way you kiss goodnight.
0 notes
Text
Seasalt daydream
Kiss my sunburned edges and put me to sleep. Call me by your name and we’ll feast upon this dream• reckless, innocent and bound to break before we soften up. Disavow love, if it makes your eyelids lighter. Forgive me, fighter, for i couldn’t have been braver. Take a bite of my heart and save some for later. From now on I’ll whisper my secrets for the forest to hold and carry this weight better.
0 notes
Text
Life imitates art
I’m only a mausoleum of hopes that didnt survive the daylight but were reborn later. Every time you claim to have found yourself, life hands you a new mirror, you should’ve known better. And if you asked my first love to describe me she would mutter: sunkissed days and cuddling. I’m sweet like poison and gentle like the raging sea. I wouldnt dare take your boat towards crumbling. I love you with every inch of my beating heart. You see me in every stroke of your bleached art.
0 notes
Text
Spring tastes like love
A thin red ribbon connects my father and I. Not understanding• not youth either, but the smell of freshly cut citrus fruit he peels for me whenever i feel like hiding from the world. Lesson learned. Oranges are something tender. No wonder why under this strange weather the only thing my heart wants to do is find a well shapped orange and peel it for you, eyes up, facing God and wondering how come
Heaven
Was given to me so early
Why, why, why
Angels visit me at night and show me where i can find the most perfect climentine ever seen. I’ve been paralyzed by your beauty, therefore I’ll seek it, curtains closed, heart on my sleeve. I’ll create it using metaphors, incompetent whispers in exchange for a day with you, spent in Heaven, holding a slice of an orange in my bare palm.
Content
0 notes
Text
Misconception
And sometimes, if im fast to sleep, I dream that I am 11 years old, playing in my yard. Crooked teeth with a scratched knee and we’re only two feet apart. I’m tearing up because my friends didn’t give me enough attention {oh, but they did, its just that I couldn’t translate the movements of their hands} as youre carefully perceiving me, eyes vast like a deer and tender like the sun. Soft september brown and golden touches as you wake up. You ask me a simple question: whats wrong? The sound of which quickly leads me into crawling on the ground, melting into a formless mass. You overcome the distance and sit right next to me. You are fidgeting with your hands and then, suddenly, like birds returning home from migration, you reach for my hand and squeeze it.
“What’s wrong?” You ask again
“I’m not sure” i respond
And then i feel your body moving, laying down on the floor
“Is that better?” you ask again, your hair intertwinning with mine, falling on my face
“Yes” i want to scream, flushed cheecks from relief
“Yes. As long as you’re near”
You squeeze my hand a bit tighter and get comfortable in your position
I laugh and close my eyes
I am eleven years old in my yard
We have been friends first
0 notes
Text
Van Gogh
Απ’ άλλο πολυσύμπαν θα κατέβω
Αν όλα ειν’ ανούσια το νόημα θα εφεύρω
Μια μίξη από έρωτα, σκοτάδι, φως και νεύρο
Στις φλέβες μου κρυβόσουνα κι απόψε έξω δεύρο
Ραπάρει ασταμάτητα, ανάσες δανεικές
Συνοθύλευμα απο χρώματα που ντύνουνε ουλές
Εξαρτήθηκα από σένα σαν να ήσουνα παυσίπονο
Από το παρελθόν πασχίζουν ν’ ακουστούν φωνές
Στα πιο βαθιά σου όνειρα μ’ επήρρεια αλκοόλ
Θα γίνω λαθρεπιβάτης να χαζέψω ό,τι δε ζω
Κόβω τ’ αυτί μου επιδεικτικά μπροστά από τη σειρήνα
Δεν λέω τ’ όνομά μου, φώναζε με Βαν Γκονγκ
Μια ρωγμή στο χωροχρόνο σε κρατά μακριά
Πίσω σου δεν μπορώ να τρέξω γι’ αυτό βγάζω φτερά
Εγώ το γέννησα, τ’ ανέθρεψα και τώρα σπαρταρά
Μετά το κλείδωσα μα το στυλό τις μνήμες μαρτυρά
Περάσαν μήνες και χρόνια κι απ’ τα μπαλκόνια συλλογή
Να διαλύσω, να κολλήσω, με θέα πανοραμική
Να υπενθυμίσω στον εαυτό μου προορισμός ειν’ η γη
Τι κι αν καρτέρι στήνω να ψαρέψω τ’ άστρο που θα βγει
Είν’ εμμονή ή ειν’ αγάπη; Δεν θα μάθω ποτέ
Κλείνω στη μούσα μου τα μάτια μ ένα μαντηλι μπλε
Της ψιθυρίζω πως κοιτάζει ένα μέρος τ’ ουρανού
Στη φόδρα του έχει χαραγμένο «τοτέμ και ταμπού»
Εγώ ειμ’ αλλού, παλεύοντας ν’ αγγίξω την παλάμη του θεού
Τα χείλη σου για μένα ήτ��ν το χείλος του γκρεμού
Όταν πια δεν σου αρέσω είμαι ψυχρότερη άραγε;
Μαύρο μισοφέγγαρο που χάνετ’ όσο χάραζε
2 notes
·
View notes
Text
Μαρίνα των βράχων
Μα το στομάχι μου γυρνά όπως τα κύματα
Ημιτελής κι αχρείαστη σαν μούσα δίχως ποιήματα
Μου φύλαξα το πιο ψηλό σημείο στα βράχια
Από το ύψος ασφαλείας να προσεύχομαι βράγχια
Να αποκτούσα, να βούταγα στο βάθος της, να μην ξαναγυρνούσα
Κι ας είναι πιθανό πως τη στεριά θα νοσταλγούσα
Φοβάμαι πως οι άνεμοι θεριεύουν
Κι οι στίχοι που φαντάζομαι στοιχειώνουν, δεν μαγεύουν
Οι αναλύσεις που χωρούν τους καταδυναστεύουν
Ενσωματώνομαι αργά στον παλμό της βροχής
Είμαι σκόνη και νερό ή έχω υλική υπόσταση;
Στην έκθεση συναισθημάτων μόνη θεατής
Θα παριστάνω τη θλιμμένη κρίνοντάς με από απόσταση
Δεν έχει τελειωμό αυτή η άβυσσος στο στέρνο
Στερνό το γράμμα που ετοιμάζω μα δεν σου στέλνω
Καλή η μελωδία μα στερήθηκε κρεσέντο
Δυναμικά με πλάθω κι ύστερα μ’ αποσυνθέτω
Ξέρεις πως το πεπρωμένο μας φυγείν αδύνατο
Ξερίζωσα τη θλίψη μου με βία από το σώμα
Την εκθέτω στο μπαλκόνι σου ως σύγχρονη τέχνη
Και λεν’ «απίστευτο» μα ο στίχος μου είναι στη μέση ακόμα
0 notes
Text
Καράβια αγκυροβολημένα στη λήθη
Ο ήλιος δεν ανατέλλει ποτέ στα βόρεια
Στάζει το φως στα χνάρια σου και λάμπουν
Κάποτε ήσουν εδώ, σώμα και ψυχή
Κάποτε, κάποτε, κάποτε
Μαρμάρινα αγγίγματα σε σώματα που διψούν για επαφή
Τα κύματα δέρνουν την προκυμαία
Και συ σε μισοφέγγαρα κρύβεσαι
Ποτέ σε βεβαιότητες
0 notes
Text
6:18
Στο θέατρο της ζωής μου περιμένω υπομονετικά με θέα δυο άδειες καρέκλες, όσο ο καφές στην κούπα μου έχει κρυώσει. Γύρω ακούγονται συνομιλίες, μουσικές, έντονες χειρονομίες κόβουν τον αέρα. Περιμένω ακίνητη, γυρίζοντας αργά τις σελίδες.
Στο θέατρο της ζωής μου δεν υπάρχουν εισιτήρια μα κάπως από αφέλεια σου φύλαξα την πρώτη θέση, εσένα, που μορφές αλλάζεις συνεχώς κι αν στην πρεμιέρα έρθεις δεν θα σ’ αναγνωρίσω. Καλύτερα, ίσως, αφού θα ‘μαι βαθιά προσηλωμένη στο χρώμα των παπουτσιών μου και στη σκέψη πως μόνη κάθομαι.
Καλύτερα, θα μου πεις, δεν χωρούν απογοητεύσεις στο φλιτζάνι. Μόνο καφές, μέτριος με κανέλα, που κολλάει στα τοιχώματα όσο κολλάω στον τοίχο του μαγαζιού.
Ποια είμαι εγώ που τολμώ να σε ξεχάσω;
0 notes