Tumgik
#ήθη
epestrefe · 1 year
Text
Tumblr media
Μεγάλη Πέμπτη
7 notes · View notes
palies-efimerides · 11 months
Text
Tumblr media
Ω καιροί, ω ήθη!
0 notes
orthodoxiaonline · 2 years
Text
400 Χρόνια από την Κοίμηση του Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου
400 Χρόνια από την Κοίμηση του Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου
Φέτος συμπληρώνονται 400 Χρόνια από την Οσιακή Κοίμηση του Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου και η εκπομπή «Η Άγνωστη Ζάκυνθος» πραγματοποιεί ένα αφιέρωμα στον Άγιο της Συγνώμης, τον Πολιούχο και Προστάτη Ζακύνθου. (more…)
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
fotovoltes · 2 months
Text
H εντυπωσιακή παράδοση των νέων της Κύπρου μέσα από υπέροχα χορευτικά
Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media
Ο Χορευτικός Όμιλος του Πανεπιστημίου Κύπρου λειτουργεί από το 1992 και στα 32 χρόνια λειτουργίας του έχει επιδείξει ένα τεράστιο πολιτιστικό έργο που διατηρεί ζωντανά τα ήθη και τα έθιμα της χώρας. Μέσα από τις χορευτικές φιγούρες και  τις παραδοσιακές φορεσιές τα μέλη του αναδεικνύουν την ομορφιά του ελληνισμού και αποδεικνύουν πως η νέα γενιά όχι μόνο δε γυρνά την πλάτη στο παρελθόν αλλά την αγκαλιάζει με θέρμη και φροντίζει για την εξέλιξη και τη διάδοσή της.
Τους χορευτές του ομίλου τους συναντήσαμε στην εκδήλωση μνήμης που διοργάνωσε ο Δήμος Περιστερίου, με αφορμή τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο. Τα παιδιά μας προσέφεραν ένα θέαμα μοναδικό. Με το χαμόγελό τους, την ενέργεια και το ταλέντο τους μίλησαν μέσα από το χορό τους για τις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας μας, για τη μεγάλη πληγή του ελληνισμού που ακόμα δεν έχει κλείσει.  Το όπλο τους είναι η δύναμη της ελπίδας, της ζωής και της δημιουργίας, η αγάπη τους για την Ελλάδα.
Η παράστασή τους ξεχωριστή: Η προσέγγιση των χορευτικών με θεατρικές αναπαραστάσεις επί σκηνής ήταν εντυπωσιακή και απέδειξε μια δημιουργική αξιοποίηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ήταν ένα εγχείρημα που συντελέστηκε με ιδιαίτερη μαεστρία, μια διαφορετική οπτική που κέρδισε τις εντυπώσεις και ενθουσίασε το κοινό.
22 notes · View notes
justforbooks · 3 months
Text
Tumblr media
Γαλλία: Και τώρα τι;
Όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει, η Γαλλία παραμένει χώρα των άκρων
Οι Γάλλοι ψηφοφόροι κινητοποιήθηκαν για μια ακόμα φορά —την έσχατη στιγμή— και το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, αν και φαίνεται ότι εκφράζει γύρω στο 35% του εκλογικού σώματος, κέρδισε μαζί με τους συνεργαζόμενους «μόνο» 143 έδρες. Υπενθυμίζω ότι πολλές δημοσκοπήσεις έδιναν στο ευρωσκεπτικιστικό κόμμα μέχρι και 288 έδρες, τουτέστιν την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Νομίζω ότι αυτές οι υποθέσεις και οι θρήνοι περί «ανόδου της ακροδεξιάς» προέρχονταν από πηγές που δεν γνωρίζουν τη Γαλλία: η Γαλλία είναι μια χώρα που όλοι διακηρύσσουν ότι ξέρουν — οι δημοσιολογούντες έχουν δημιουργήσει πολλές παρεξηγήσεις τις οποίες επαναλαμβάνουν οι τουρίστες στο Παρίσι και άλλοι τυχάρπαστοι ξερόλες.
Να με λίγα λόγια πώς έχουν τώρα τα πράγματα. Κατ’ αρχάς, η περιβόητη «άνοδος της ακροδεξιάς» είναι μύθος: το κόμμα της Λεπέν, όπως λέω, επί σειράν ετών έχοντας βαρεθεί τον ίδιο μου τον εαυτό, έχει μόνο ένα επιχείρημα· είναι one issue candidate. Αν δεν υπήρχε η ισλαμιστική διείσδυση, θα είχε παραμείνει Εθνικό Μέτωπο και θα είχε περιθωριοποιηθεί σε ένα χώρο φασιστοπειδών. Δεν υπάρχει άνοδος της ακροδεξιάς, υπάρχει στήριξη στο μοναδικό κόμμα που δεν μασάει τα λόγια του επί του θέματος Ισλάμ-κοινοτισμός-ευταξία-κοινωνική συνοχή-πολιτιστική ταυτότητα. Όσο για το υπόλοιπο πρόγραμμα της Εθνικής Συσπείρωσης, ουδείς από τους ψηφοφόρους το γνωρίζει, άρα ουδείς μπαίνει στον κόπο να το αμφισβητήσει μολονότι η αμφισβήτηση είναι εύκολη: οι λεπενιστές δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Εν πάση περιπτώσει, η σημερινή γαλλική Εθνοσυνέλευση περιλαμβάνει 143 άτομα τα οποία θα συμπεριφέρονται άσχημα και θα υπονομεύουν το νομοθετικό έργο. Το κύριο χαρακτηριστικό της Εθνικής Συσπείρωσης είναι η επιθυμία διάλυσης, η επιδίωξη του χάους: ακριβώς όπως και της Ανυπότακτης Γαλλίας, οι εκπρόσωποι της οποίας στην Εθνοσυνέλευση είχαν πάντοτε ανάρμοστη συμπεριφορά μέσα στην αίθουσα και έξω από αυτή. Επαναλαμβάνω λοιπόν πως, σε ό,τι αφορά την Εθνική Συσπείρωση, το μόνο που μπορεί να κάνει η προεδρία και η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί είναι να πάρουν από τα χέρια της τα καυτά ζητηματάκια στα οποία έχει δίκιο —ώστε να μην έχει τίποτα με το οποίο να παίζει και να επικεντρωθεί στα κουβαδάκια της.
H Aνυπότακτη Γαλλία και οι άλλοι ακροαριστεροί σχηματισμοί κέρδισαν περίπου τις μισές από τις 182 έδρες του Νέου Λαϊκού Μετώπου. Αυτή ήταν και αυτή παραμένει η δύναμη της άκρας αριστεράς: αν και τα τελευταία χρόνια ηγέτης είναι ο βετεράνος Ζαν-Λυκ Μελανσόν, η παράταξη έχει μακρά ιστορία και βαθιές ρίζες στη Γαλλία. Η άκρα αριστερά έχει σημαδέψει τους Γάλλους με τα ήθη της και με τα αντανακλαστικά της. Εξαιτίας αυτών των ηθών και των αντανακλαστικών, στη σημερινή συγκυρία, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με την προεδρία — πράγμα εξάλλου που έχει δηλώσει και από την πλευρά του ο Εμμανουέλ Μακρόν. Μένει να δούμε λοιπόν ποιοι από το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα προχωρήσουν στους επιθυμητούς συμβιβασμούς: οι δηλώσεις των Σοσιαλιστών Oλιβιέ Φωρ και Φρανσουά Ολλάντ μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων δεν ήταν ενθαρρυντικές· αντιθέτως, ήταν διχαστικές και καταγγελτικές· αυτή είναι η πολιτική κουλτούρα στη Γαλλία· τέτοια είναι η στενότητα του πνεύματος που μας φέρνει σε αδιέξοδα. Νομίζω ωστόσο ότι πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι δεν ευθυγραμμίζονται με τους υψηλούς τόνους της παραδοσιακής αριστεροσύνης: ακόμα και στελέχη του κόμματος του Μελανσόν απομακρύνθηκαν από την ηγεσία εξαιτίας του αριστερού σεχταρισμού· ο François Ruffin, ένας αξιαγάπητος τυπάκος που έζησε όλη την πολιτική του ζωή στην άκρα αριστερά διατηρώντας την ανθρωπιά του, εξελέγη παρότι διαφοροποιήθηκε. Η εκλογή του Ruffin μού φαίνεται μια ζωντανή απόδειξη της υπέρβασης του σεχταρισμού.
Η παράταξη του Εμμανουέλ Μακρόν κέρδισε 163 έδρες μαζί με τους συνεργαζόμενους: pas mal. Pas mal du tout. Τώρα, αναμένεται να λειανθούν οι διαφορές της με την κεντροδεξιά των Républicains και των συνεργαζομένων οι οποίοι κέρδισαν 68 έδρες μαζί με τα εύσημα ότι δεν προσχώρησαν στην Εθνική Συσπείρωση: το κεντροδεξιό κόμμα αντιστάθηκε στον πειρασμό διαγράφοντας τον πρόεδρό του Eric Ciotti, ο οποίος μπήκε, με το έτσι θέλω, σαν από μια τρελή παρόρμηση, στη λίστα της Λεπέν. Οπωσδήποτε, αν και η κεντροδεξιά θα στηρίξει την προεδρία, το νομοθετικό έργο θα είναι δύσκολο: η Γαλλία δεν μπορεί να κυβερνηθεί χωρίς 240-250 καλοπροαίρετους βουλευτές. Όμως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η συνεργασία της ομάδας του Λαϊκού Κόμματος με τη Renew Europe νομίζω πως είναι εύκολη και πιθανώς αυτονόητη.
Όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει, η Γαλλία παραμένει χώρα των άκρων: η αριστερά, οι φιλελεύθεροι και οι ακροδεξιοί δεν θα συμφωνήσουν ποτέ σε μια σειρά από καίρια ζητήματα όπως είναι η δημοσιονομική πολιτική, τα ελλείμματα, η αγροτική πολιτική, η παιδεία και η πολιτιστική ταυτότητα. Αυτή η μόνιμη ασυνεννοησία φέρνει τη Λεπέν σε ισχυρή θέση με ένα τέλειο αφήγημα διαμαρτυρίας προς εκμετάλλευση: ενόψει της εκστρατείας της για τη γαλλική προεδρία του 2027 μπορεί να λέει ότι η νίκη του κόμματός της εκλάπη μέσω των αφύσικων συμμαχιών και των παραιτήσεων στις τριγωνικές ψηφοφορίες: όπως όλοι ξέρουμε, το αφήγημα περί κλοπής των εκλογών ακούγεται και στις ΗΠΑ και γνωρίζει σημαντική επιτυχία.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
8 notes · View notes
aboutanancientenquiry · 11 months
Text
"Poetics of Fragmentation in the Athyr Poem of C. P. Cavafy
Gregory Nagy
[Originally published in Imagination and Logos: Essays on C. P. Cavafy (ed. Panagiotis Roilos) 265-272. Cambridge, MA 2010. The original pagination of the article will be indicated in this electronic version by way of curly brackets (“{“ and “}”). For example, “{265|266}” indicates where p. 265 of the printed article ends and p. 266 begins.]
Ἐν τῷ μη[νὶ] Ἀθύρ
[[1]] Μὲ δυσκολία διαβάζω    στὴν πέτρα τὴν ἀρχαία. [[2]] <<Κύ[ρι]ε Ἰησοῦ Χριστέ>>.    Ἕνα <<Ψυ[χ]ὴν>> διακρίνω. [[3]] <<Ἐν τῷ μη[νὶ] Ἀθὺρ>>    <<ὁ Λεύκιο[ς] ἐ[κοιμ]ήθη>>. [[4]] Στὴ μνεία τῆς ἡλικίας    <<Ἐβί[ωσ]εν ἐτῶν>>, [[5]] τὸ Κάππα Ζῆτα δείχνει    ποὺ νέος ἐκοιμήθη. [[6]] Μὲς στὰ φθαρμένα βλέπω    <<Αὐτὸ[ν] … Ἀλεξανδρέα>>. [[7]] Μετὰ ἔχει τρεῖς γραμμὲς    πολὺ ἀκρωτηριασμένες· [[8]] μὰ κάτι λέξεις βγάζω –    σὰν <<δ[ά]κρυα ἡμῶν>>, <<ὀδύνην>>, [[9]] κατόπιν πάλι <<δάκρυα>>,     καὶ <<[ἡμ]ῖν τοῖς [φ]ίλοις πένθος>>. [[10]] Μὲ φαίνεται ποὺ ὁ Λεύκιος    μεγάλως θ’ ἀγαπήθη. [[11]] Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθὺρ    ὁ Λεύκιος ἐκοιμήθη.
It is hard to read . . . . on the ancient stone. “Lord Jesus Christ” . . . . I make out the word “Soul”. “In the month of Athyr . . . . Lucius fell asleep.” His age is mentioned . . . . “He lived years . . . .”? The letters KZ show . . . . that he fell asleep young. In the damaged part I see the words . . . . “Him . . Alexandrian.” Then come three lines . . . . much mutilated. But I can read a few words  . . . . perhaps “our tears” and “sorrows.” And again: “Tears” . . . . and: “for us his friend mourning.” I think Lucius . . . . was much beloved. In the month of Athyr . . . . Lucius fell asleep . . . .
Translated by George Valassopoulo in E.M. Forster, Pharos and Pharillon, Hogarth Press, 1923 from C. P. Cavafy, Poems 1916-18 as published on the Official Website of the Cavafy Archive, http://www.cavafy.com/
My contribution, however slight, to an understanding of this difficult poem starts with an alternative translation of my own, followed by an exegesis. My translation has no literary merit: it is simply a working translation, keyed to the exegesis that follows it. In order to facilitate the reading of the exegesis, I have numbered, within double-square brackets ([[ ]]), the lines of the translation to match the verses of Cavafy as printed in their original format. As we will see, even the formatting of this poem is part of its meaning. Here, then, is my translation of the poem—and of its formatting:
[[1]] “With difficulty, I am reading … what is on the ancient stone. [[2]] It starts <<Lord Jesus Christ …>> Then there is another word, <<psyche>>, I can make out that much. [[3]] <<In the month Athyr …>> <<… Lucius went to sleep>>. [[4]] In remembrance of his age … <<He lived for such-and-such number of years>> [[5]] —the letters <<Kappa>> and <<Zeta>>, for twenty and seven, show … that he was a youth when he went to sleep. {265|266} [[6]] Right in the middle of the damaged parts, I see <<… himself … the Alexandrian>>. [[7]] Then there are three lines that are … very much dismembered, [[8]] but I can somehow make out some words … like, <<our tears>>, <<pain>>, [[9]] then once again <<tears>>, … and, <<for us his friends, sorrow>>. [[10]] It seems to me that Lucius … would have been very much loved. [[11]] In the month Athyr … Lucius went to sleep.”
What follows is my exegesis, pursued line by line. In this exegesis, double quotation marks enclose wording xxx spoken by the poet who is reading an inscription in his poem: so, “xxx”. Double angular brackets enclose wording pictured as seen by the poet in the act of reading the inscription: so, <<xxx>>. And single quotation marks enclose wording that I use to translate Greek wording that falls outside the poem: so, ‘xxx’.
I start with the first comma, “,” at line [[1]] of my translation of the poem. With the placement of this comma “,” I mean to convey a double meaning inherent in the poem. That is, there are two levels of difficulty in this poem. One, it is difficult to read the fragmentary inscription engraved into stone. And two, it is difficult to read the poem. Not only is the fragmentary inscription difficult to read; even the act of reading the poem is difficult in the first place. For us as readers, it is as difficult to read the fragmentary poem as it is difficult for the poet to read the fragmentary inscription. That is because the reader of the fragmentary inscription, who is the poet of the poem that pictures the inscription, is implying that all poems are fragmentary inscriptions. Even more, the poet is implying that any act of reading anything is difficult: “With difficulty, I am reading.”
At line [[2]], the first three words of the fragmentary inscription seem at first to be easy enough to read. <<Κύ[ρι]ε Ἰησοῦ Χριστέ>> or <<Lord Jesus Christ>>… So far, so good. Maybe the reading will not be so difficult after all. Some letters have broken off, yes, but they can be restored without too much difficulty by the reader poet, who is following here the convention of experts in the heuristic science of epigraphy, making restorations of missing letters xxx by enclosing the letters of their restoration within square brackets: so, [xxx].
But now the real difficulties begin. Now the reader poet is starting to have a difficult time reading the next word at line [[2]], as the inscription becomes more and more fragmented. The reader thinks he can still make out the word <<Ψυ[χ]ήν>>, which translators tend to render as <<Soul>>, but the letter <<χ>>, which is also the first letter of <<Χ>>ριστός or <<Ch>>rist, has broken off, and it can only be restored within square brackets, just as experts in epigraphy restore missing letters within square brackets. Now, on second thought, the {266|267} reader is made more aware that the <<Lord>> of <<Lord Jesus Christ>> as read earlier at line [[2]] is also fragmented. There the missing letters are <<ρι>> in <<Κύ[ρι]ε>>, but those missing letters had been easily restored, also within square brackets, by the reader poet reading as an expert in epigraphy.
There is more to be said about the word <<Ψυ[χ]ήν>> as read by the reader poet at line [[2]]. This word, which is conventionally rendered as <<Soul>>, has been left untranslated in my working translation, where I give simply <<psyche>>. I do so because the translation ‘soul’ for ψυχή works only if the Christian sense of ψυχή is meant. But what if a pre-Christian sense is also meant here? In the Greek of Homeric diction, for example, ψυχή can refer either to the breath of life, when someone is alive, or to a disembodied simulacrum of identity after death, when someone is dead. And, by contrast with ψυχή, the word αὐτός in Homeric diction means not only ‘self’ when someone is alive but also ‘body’ when someone is dead. We see such a contrast between the words ψυχή and αὐτός at the very beginning of the Iliad:
Μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε, πολλὰς δ’ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν οἰωνοῖσί τε πᾶσι, Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή
Anger, sing it, goddess! The anger of the son of Peleus, Achilles, the baneful anger that caused countless pains for the Achaeans and hurled to Hades many powerful psychai of heroes, but they themselves [autoi, = their bodies] were made prizes for dogs and for all kinds of birds. And the will of Zeus was being accomplished.
Iliad I 1-5
The Homeric body, as expressed by αὐτός or ‘self’, is still the self even after death, while the Homeric ψυχή after death is no longer the self but merely a disembodied simulacrum of the self. It is the ψυχαί or disembodied simulacra of the self who are being hurled down to Hades, not their bodies, who are the ‘selves’ themselves, the αὐτοί.
So then the question is, does the <<Αὐτόν>> or <<himself>> in the accusative case, as we read this word later on at line [[6]] in the poem of Cavafy, refer to the <<Alexandrian>> at the same line [[6]] in the Christian sense of the ‘self’ as a ψυχή that transcends death—or to the ‘self’ in the Homeric sense of a body left {267|268} behind by the ψυχή after death? At line [[2]] of the poem by Cavafy, the word <<Ψυχήν>> is also in the accusative case, just as the <<Αὐτόν>> or <<himself>> is in the accusative case at line [[6]]. Something is happening to the psyche, is being done to the psyche—whether this psyche is a Christian or a pre-Christian ψυχή.
At line [[3]], the reading continues, but we do not find out what happened to the psyche. All we can find out so far is that whatever did happen happened <<in the month of Athyr>>. That is what the inscription says in the first part of the line. In the second part, which is separated from the first part by a break in the line, the inscription goes on to say that a young man <<went to sleep>>, and we learn that his name was <<Lucius>>>. I translate the break between the first part and the second part of the line not with three dots marking ellipsis but with two sets of three dots marking two separate ellipses. That is because the break comes in the middle of a quotation, and there is no way of knowing whether the missing words are part of one syntactical sequence or of two.
The fragmentary inscription, as imagined at line [[3]], does not say outright that the young man <<went to sleep>>, since the root of the verb that I translate as <<went to sleep>>, <<κοιμ->>, is imagined as a learned epigraphical restoration. In the inscription, the root <<κοιμ->> has broken away and has to be restored within square brackets: <<ὁ Λεύκιο[ς] ἐ[κοιμ]ήθη>>, which can be approximated as <<Lucius [went to sleep]>>. The experience of going to sleep is epigraphically conjectured, without being poetically realized. At line [[5]] and then again at line [[11]], by contrast, the epigraphical conjecture will become a poetic reality. In those two lines, [[5]] and [[11]], the experience of going to sleep is a reality created by the poetry, no longer a conjecture derived from the heuristic science of epigraphy.
At line [[4]], the remembrance of the age of the young man Lucius anticipates a certainty—that the number of years he lived is known to the reader poet—who anticipates what is already known by the writer of the inscription. But the number is missing in this line, where the reader would expect to read it. That is why I translate here at line [[4]] the missing number by using the words <<such-and-such>>. What line [[4]] says is that <<He lived for such-and-such number of years>>. Line [[5]], which comes next, will fill in, adding the numbers that are expected but not yet found at line [[4]]. The <<such-and-such>> number of years at line [[4] can finally be filled in with real numbers at line [[5]], but only because the reader can now make out the <<Kappa>> and the <<Zeta>>, Greek letters reused for the Attic numerals <<20>> and <<7>>, in this case showing <<27>> as the age of the young man Lucius when <<he went to sleep>>.
At line [[5]], my working translation starts with a dash, and the first letter of the line is not capitalized. These details in formatting are meant to show that the previous line [[4]] did not end in a full sentence. The present line [[5]] {268|269}continues where the previous line [[4]] had left off. Meanwhile, the reading in the inscription that had to be restored as <<went to sleep>> at line [[3]] is now the reading in the poem as written by the poet and as read by the reader of the poem at line [[5]].
In the lines that follow, both in the lines of the inscription and in the lines of the poem, the fragmentation is so severe that the reader of the inscription and the reader of the poem can barely make out any readable words. All there is to read in the inscription is what the speaking reader actually sees, as signaled by “βλέπω” or “I see” at line [[6]]. If we take this word “βλέπω” in a sublime Platonic sense, not in the everyday sense of ‘βλέπω’ as ‘I see’ in everyday modern Greek, then what the “I” actually “sees” is an absolute Form, in that Plato’s use of βλέπω focuses on the seeing of Forms in Plato’s Theory of Forms. But the question is, what Form does the reader poet see “in the middle of the damaged parts”? And the answer is, he sees what he reads, which is <<… himself … the one from Alexandria>>. That <<himself>>, conveyed by <<Αὐτό[ν]>> in the accusative case at line [[6]], could be not only Lucius, the young man from Alexandria. It could be Cavafy himself from Alexandria. Or, as I noted some moments ago, the <<himself>> could be the Homeric body, which is temporarily the ‘self’ as distinct from the ψυχή after death. Or again, in a Christian sense, it could be the ‘self’ as permanently reunited with the ψυχή after death.
Or, yet again, in an ancient Egyptian sense that is most appropriate to Alexandria in Egypt, the <<self>> conveyed by the <<Αὐτό[ν]>> in the accusative case at line [[6]] could be the body of Osiris. In Egyptian myth, the god Osiris was the first person to die and then be resurrected after death. He had gone to sleep while sealed within a larnax or ‘chest’—and his body was then dismembered and scattered by Seth, lord of chaos, only to be reassembled and restored to life by the goddess Isis, loving consort of Osiris, in the month of Athyr. The ancient Egyptian myth about the fragmentation of Osiris and about his subsequent restoration by his consort Isis in the month of Athyr has been retold in the learned essay of Plutarch, On Isis and Osiris. The form of the myth as known to Plutarch was doubtless well known to Cavafy. Here is my paraphrase of the Egyptian myth as retold in the Isis and Osiris of Plutarch:
356B. It all happened on the 17th day of the month Athyr. The occasion for the death of Osiris is a sumposion ‘symposium’ attended by the god and 72 symposiasts who conspire to trick Osiris into lying down into a larnax ‘chest’ that fits him perfectly—and him only. Once Osiris takes his place inside the perfect fit of the larnax, the conspirators seal it and cast it into the Nile. With reference to the sacred number 72, we may compare the number of assembled men in the narrative about the genesis of the Septuagint. {269|270}
357A. The larnax containing Osiris floats down the Nile and into the sea, floating onward all the way to the Phoenician seacoast city of Byblos, a place that becomes the namesake for ‘papyrus’ and ‘book’ and, ultimately, ‘bible’ as represented by the Septuagint. Isis ultimately brings back the body from Phoenicia to Egypt.
357D. In Egyptian ritual, Plutarch says, the eidōlon ‘image’ of any dead person, when it is ritually carried around in a kibōtion ‘box’, is not just some ‘reminiscence’ [hupomnēma] of the ‘sacred experience’ (pathos) concerning Osiris. The ritual act of carrying around such an eidōlon is in the specific context of a sumposion ‘symposium’.
357E. The mythical honorand of the ritual symposium, Maneros, is envisioned as the inventor of ‘the craft of the Muses’ [mousikē].
357F-358A. Seth finds the sōma ‘body’ of Osiris in the moonlight and ‘dismembers’ (dieleîn) it.
358A. Then Isis looks for the parts of the sōma in a papyrus boat. The narrative adds an aetiology: how papyrus boats are immune from attacks by crocodiles. It is implied that Isis is reassembling the parts of the body of Osiris in order to reintegrate it for his eschatological resurrection.
358A. There is a different taphos ‘tomb’ of Osiris for each different ‘part’ [meros] of Osiris in different places throughout Egypt because Isis performed a separate taphē ‘entombment’ for each. Another version has it that she made eidōla ‘images’ for each polis in which Osiris is entombed.
The dismemberment of the body of Osiris is matched by the dismemberment of the poem of Cavafy, which is pictured as the reading of a dismembered inscription. The fragmented members of the poem need to be reassembled by the reader poet just as the fragmented members of the body of Osiris need to be reassembled by Isis. Just as the task of reassembling the fragmented body of Osiris is the key to the eschatological restoration and resurrection of Osiris, so also the task of reassembling the fragmented body of the poem is the key to restoring this poem and bringing it back to life.
But the task is difficult for the reader, perhaps so difficult as to be impossible. That is because the missing parts of the body of the poem, which match the missing parts of the inscription that is read by the reader poet, may perhaps never be found, may perhaps never be reunited with the parts that remain. And so the remains of the body of the poem may perhaps never be brought back to life. Unlike the goddess Isis, whose quest is to reassemble and restore all the missing parts of the body of Osiris, the reader of the poem may have to give up any hope, settling for something that falls far short of restoring the whole poem. The reader may have to settle for the fragmentation that remains. {270|271}
But the reader poet persists. He continues to read the inscription, as if to sustain a hope of restoring it and bringing it back to life simply by continuing to read. The reader continues to restore missing fragments within the square brackets that mark what is missing. The remains of the body of the poem call for the restoration of the fragments that are missing.
But now the reading becomes even more fragmentary, even more difficult. In the three lines that follow line [[6]], the fragments that remain are too disjointed to be read in continuity. Here the dismemberment of the body of the poem becomes decisive. It happens immediately after the <<self>> is signaled at line [[6]]. The next line [[7] signals that the reader of the fragmentary inscription is about to read “three lines that are … very much dismembered.” These “three lines” in the inscription will now be reenacted in the fragmentary wording and syntax of the next three lines in the poem, [[8]] and [[9]] and [[10]].
At lines [[8]] and [[9]], the reader reads words that break apart from each other, such as <<our tears>> and <<pain>> at line [[8]] and <<tears>> and <<for us his friends, sorrow>> at line [[9]]. The words at lines [[8]] and [[9]] are separated from each other by the breaks in the inscription. They are no longer connected to each other organically. And the two lines [[8]] and [[9]] are disjointed even as lines, since line [[8]] does not close in a full sentence but is picked up by the disjointed additions that follow. That is why the tears cannot end at [[8]] but need to start all over again at [[9]].
Then, at line [[10]], even the poem breaks apart, breaks up, disintegrates. This time, it is not the wording of the inscription that disintegrates. Rather, the disintegration happens in the wording of the poem itself. The wording at line [[10]] has taken over from the wording of the fragmented inscription. The wording of the poem here at line [[10]] is meant to tell what the fragments cannot tell fully, but now even the wording of the poem becomes fragmented. It is not that the fragmentation is caused at line [[10]] by breaks in the inscription. It is caused by breaks in the structure of the poem, in the body of the poem. The syntax of “It seems to me that Lucius … would have been very much loved” shows that the poetry is becoming fragmented, just as the inscription is already fragmented. The line is not a complete sentence, since something is syntactically missing in the ellipsis (…) that separates the two parts of the line.
Then, at the end, at line [[11]], the fragmented words of the poem as expressed in the previous line [[10]] are replaced by the restored words of the inscription. There are no more square brackets to indicate the missing letters of the inscription. Now “Lucius went to sleep” for sure, “ὁ Λεύκιος ἐκοιμήθη,” and these words are no longer quotations from the inscription, enclosed in double angular brackets and showing the epigraphical restorations, as they had been before at line [[3]], <<ὁ Λεύκιο[ς] ἐ[κοιμ]ήθη>>, which I had translated {271|272} as <<… Lucius went to sleep>>. This time, at line [[11]], the words “ὁ Λεύκιος ἐκοιμήθη” or “Lucius went to sleep” are not the words spoken by the inscription but the words spoken by the reader poet. But these words too, like the words of the inscription, are fragmentary, as we see from the spacing between the first and the second part of the line.
What ultimately reintegrates the disintegrating poem as it draws to a close is the love expressed for Lucius at line [[10]]: “μεγάλως θ’ ἀγαπήθη” – “[he] would have been very much loved.” In the logic of the inscription, this love was experienced by the original readers of the inscription—and by its original composer. But now we see it experienced all over again by the composer of the poem that frames the inscription. This composer becomes the first reader of this poem by virtue of being the last reader of the fragmentary inscription that he sees being framed within his poem. And just as the ultimate reintegration of Osiris after his disintegration is driven by the love of Isis in the ancient Egyptian myth, now the ultimate reintegration of the poem after its own disintegration is being driven by love—a love restored in the act of reading a fragmented inscription. Such is the integrating power, paradoxically, of Cavafy’s poetics of fragmentation."
5 notes · View notes
stars-gazer · 1 year
Text
Απλήρωτα δοχεία
Πληρώνομαι για να εμποδίζω δείκτες να στρίψουν αρνητικά, στις στατιστικά επιβεβαιωμένες εκλείψεις της αλήθειας
πληρώνομαι μπας και τις δούμε, εγώ ή κάποιοι άλλοι ή και όλοι, ρομαντικά, σαν κρυψώνα που για λίγο προσφέρει σασπένς σε ένα γελαστό κρυφτό ερωτευμένων
πληρώνομαι για να τρώω ήττες, υποταγές, επιβολές με γαρνιτούρα ευμάρειας
πληρώνομαι για να πω ψέματα, παράγω λίγες μόνο από τις σταγόνες του ατμού που κινεί την «περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνη» καταστροφική μηχανή
πληρώνομαι για να τρώω χαστούκια από δημάρχους και να ζητάω συγγνώμη
πληρώνομαι για να συνεχίσω να ακροβατώ ανάμεσα στην επιλογή δυνάστη
πληρώνομαι για να δέχομαι πως είμαι αβοήθητος
πληρώνομαι για να το βουλώνω μπρος στα εγκλήματα
πληρώνομαι για να δίνω το σώμα μου προς δολοφονία, κρατική, ιδιωτική, φιλελεύθερη, εθνική, προοδευτική
πληρώνομαι για να προσπερνώ το βιασμό, να καλημερίζω το βιαστή, να δέχομαι υποδείξεις από το νταβατζή
πληρωνομαι για να μου ξαναμαθαίνουν τα γεγονότα, όπως πρέπει να είναι
πληρώνομαι για να αδιαφορώ
πληρώνομαι για να πληρώσω ξανά πολλαπλάσια αυτό που δεν ανήκει σε κανένα
πληρώνομαι για να είμαι ένα δοχείο αναγκών
πληρ��νομαι για να πληρώνω άμεσα
πληρώνω για να καταναλώσω αυτά που με σκοτώνουν
πληρώνω για να βρίσκω λίγο χρόνο, που υποτίθεται, είναι δικός μου
πληρώνω για να βοηθώ όσους πληρώθηκαν να δεχτούν ότι είναι αβοήθητοι
πληρώνω γιατί «έτσι είναι κι αν θες»
πληρώνω για νέα ρούχα και νέα ήθη και νέες ανάγκες
πληρώνω για να με ακούν να μιλάω
πληρώνω για να με επαναφέρουν στην τάξη όταν νιώθω ότι δεν έχω πια ανάγκη αυτά που έμαθα πως χρειάζομαι
πληρώνω για να δουν τι κακό έχω που δεν τις νιώθω αυτές τις ανάγκες
πληρώνω για να ακούω αποκτηνωμένους εργαζόμενους να μου απευθύνουν κυνικά την αδιαφορία τους για τον κοινό μας θάνατο
πληρώνω για να μπαίνω γρήγορα στην ασφάλεια του σπιτού που ευτυχώς πληρώνω για να έχω
πληρώνω για να μαθαίνω να λέω ψέματα
πληρώνω για όσα δεν ανήκουν σε κανένα, για να μπορούν να ανήκουν σε όσα πρέπει να πληρώνω, «γιατί έτσι είναι κι αν θες»
πληρώνω για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο από αυτούς που διαμαρτύρονται ότι λέω ψέματα
πληρώνω για να συνεχίζω να έχω χαρτί να σκουπίζομαι, αλλά όχι για να έχω να φάω
πληρώνω για να μη σκοτώνουν εμένα αλλά το μετανάστη που πληρώνει για να φύγει από εκεί που πληρώνουμε να τον σκοτώνουν
πληρώνω για να χρησιμοποιώ το μετανάστη να κάνει όσα δε θέλω να κάνω εγώ, γιατί «εγώ πληρώνω»
πληρώνω για να ακούω διδαχές θρήσκων για αγάπη και για σεβασμό και να μου ζητούν να υποστηρίζω μισαλόδοξους και ασεβείς
πληρώνω για να ακούω ότι φταίω, που πνίγομαι, που καίγομαι, που παγώνω, που μένω στο δρόμο, που δεν πληρώνομαι
πληρώνω για να σπουδάσω εμένα, τα παιδιά μου, τα παιδιά τους και να βγουμε όλοι μαζί τελικά καλοπληρωτές
πληρώνω για να είμαι ένα δοχείο αναγκών
Πληρώνω, ναι, αλλά τι;
Γιατί πουθενά δεν ένιωσα καμμία πλήρωση, καμμιά πληρότητα.
(και το νου σας βράζω)
5 notes · View notes
xionisgr · 8 days
Text
ISBN: 978-960-04-1039-6 Συγγραφέας: Ευγενία Φακίνου Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 223 Ημερομηνία Έκδοσης: 1995-01-01 Διαστάσεις: 29x21 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
manpetasgr · 8 days
Text
ISBN: 978-960-04-1039-6 Συγγραφέας: Ευγενία Φακίνου Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 223 Ημερομηνία Έκδοσης: 1995-01-01 Διαστάσεις: 29x21 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
kwstasattgr · 8 days
Text
ISBN: 978-960-04-1039-6 Συγγραφέας: Ευγενία Φακίνου Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 223 Ημερομηνία Έκδοσης: 1995-01-01 Διαστάσεις: 29x21 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
a078740849aposts · 8 days
Text
ISBN: 978-960-04-1039-6 Συγγραφέας: Ευγενία Φακίνου Εκδότης: Κέδρος Σελίδες: 223 Ημερομηνία Έκδοσης: 1995-01-01 Διαστάσεις: 29x21 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
rulinarulina · 17 days
Text
Κώδωνας κινδύνου από τον ΟΗΕ για τα δικαιώματα των γυναικών στο Αφγανιστάν!
Βαθιά ανησυχία για τον νέο νόμο των Ταλιμπάν για τα «ήθη» από το Συμβούλιο Ασφαλείας  Δώδεκα από τα δεκαπέντε κράτη μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών καταδίκασαν χθες τη συνέχιση της «καταπίεσης» των γυναικών στο Αφγανιστάν, εκφράζοντας ανησυχία για τον νέο νόμο για τα ήθη που κρίνουν ότι υπονομεύει την προοπτική η χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας να «επανενταχθεί» στη…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
crisismonitor · 19 days
Text
COSMOTE HISTORY HD: Νέα σεζόν με 11 καινούριες παραγωγές και συμπαραγωγές ντοκιμαντέρ
Έντεκα νέες παραγωγές και συμπαραγωγές ντοκιμαντέρ της COSMOTE TV έρχονται την τηλεοπτική σεζόν 2024-25 στο COSMOTE HISTORY HD, το μοναδικό κανάλι ντοκιμαντέρ αφιερωμένο αποκλειστικά στην ιστορία, τον πολιτισμό, τις προσωπικότητες, τα ήθη και τα έθιμα της Ελλάδας. Continue reading COSMOTE HISTORY HD: Νέα σεζόν με 11 καινούριες παραγωγές και συμπαραγωγές ντοκιμαντέρ
0 notes
Συνεχίζει το υβρεολόγιο ο Παππάς: Νέο ηχητικό με χυδαιότητες "θα κλαίει η μάνα σου η βρωμιάρα"
Ένα νέο ηχητικό με πρωταγωνιστή τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Παππά κάνει τον γύρο των social media, ενώ πριν λίγο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σε ανακοίνωσή του ανέφερε χαρακτηριστικά: Επί τρεις ημέρες είναι «εξαφανισμένος» ο ΣΥΡΙΖΑ και πολύ περισσότερο ο Πρόεδρός του Στέφανος Κασσελάκης. Εκείνος που θα έφερνε νέα ήθη στην πολιτική δεν έχει να πει ούτε μια λέξη για τις αποκαλύψεις για τις…
0 notes
nova-era-gr · 1 month
Video
youtube
Δεκαπενταύγουστος. Ήθη και έθιμα.
1 note · View note
justforbooks · 7 months
Text
Tumblr media
Δημήτρης Τάρλοου: Συνέντευξη για τα 25 χρόνια του θεάτρου Πορεία, τις παραστάσεις και τη ζωή του. Αφορμή η νέα του παράσταση Περλιμπλίν και Μπελίσα.
Στο μικρό στενό της οδού Τρικόρφων, στην πλατεία Βικτωρίας, βρίσκεται το θέατρο του Δημήτρη Τάρλοου, το ιστορικό Θέατρο Πορεία, που ιδρύθηκε το 1960 από τον κινηματογραφιστή Αλέξη Δαμιανό. Πριν από 24 χρόνια αγοράστηκε και ξεκίνησε ένας διπλός ρόλος για τον 34χρονο τότε ηθοποιό, αυτός του επιχειρηματία. Ο Τάρλοου προέρχεται από μία οικογένεια καλλιτεχνών. Από την πλευρά του παππού του, του Καραγάτση, ήταν νομικοί. Ο πατέρας του, ο Γιώργης Ροδόπουλος, προπάππους του Δημήτρη, έγινε Διευθυντής της Τράπεζας Κρήτης και πολιτικός. Έχασε τα λεφτά του στην πολιτική. Η άλλη πλευρά, της γιαγιάς από την Άνδρο, ήταν καπεταναίοι που απέκτησαν κάποια καΐκια και μετά κάποια μικρά ατμόπλοια, τότε που άρχιζε να αναπτύσσεται η ναυτιλία στην Ελλάδα. Η προγιαγιά έζησε στην Άνδρο ως το 1917, αλλά όταν κάηκε το σπίτι τους μετακόμισε στην Αθήνα.
Το θέατρο Πορεία από την αρχή στόχευσε σε ένα ποιοτικό θέατρο. Με σύνεση και «άγνοια κινδύνου», όπως μου λέει, ξεκίνησαν το 2000 οι παραστάσεις με πρώτη τη «Φρεναπάτη» του Τ. Κούσνερ. Ο ίδιος σκηνοθέτησε πρώτη φορά το 2004 το έργο «Ολεάννα» του Μάμετ. Τα επόμενα χρόνια, εστιάζοντας σε μεγάλα έργα από το διεθνές δραματολόγιο αλλά και τη λογοτεχνία, αυτό το μικρό ιδιωτικό θέατρο της πρωτεύουσας καθιερώθηκε στη συνείδηση ενός πιστού θεατρόφιλου κοινού όχι μόνο για τις ποιοτικές θεατρικές παραγωγές του, αλλά και για τις παραστάσεις στην Επίδαυρο, τις περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, τις live streaming παραστάσεις την περίοδο της καραντίνας, τις μουσικές εκδηλώσεις, τις συζητήσεις, τις κοινωνικές δράσεις, τη Σχολή πυροδότησης θεατρικής γραφής και βέβαια για τις μεγάλες επιτυχίες, καλλιτεχνικές και εμπορικές: «Μεγάλη χίμαιρα» και «Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση, «Αγριόπαπια», «Δόξα κοινή», «Κουκλόσπιτο», «Έγκλημα και τιμωρία» φέτος, για να αναφέρω μόνο μερικές. Σε λίγες μέρες ανεβαίνει το «Περλιμπλίν και Μπελίσα» του Λόρκα.
― Το να έχει κανείς ένα επιτυχημένο ιδιωτικό θέατρο για 25 χρόνια δεν είναι απλό. Πώς το κατάφερες; Πραγματικά, στην Ελλάδα δεν μακροημερεύουν ιδιαίτερα τα πράγματα, το βλέπεις. Το Αμόρε πόσο άντεξε, σχεδόν 20 χρόνια, και γιατί διαλύθηκε; Γιατί πραγματικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να κρατήσεις καλλιτεχνικές συνθήκες σε αυτόν τον χώρο. Είναι πάρα πολύ ψυχοφθόρο και ο Χουβαρδάς το ξέρει από πρώτο χέρι, όπως και οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν σε διευθυντικές θέσεις στο Αμόρε. Εγώ ήμουν αρκετά μικρός όταν πρωτοανέλαβα το Πορεία, δεν ήξερα πώς διευθύνουν ένα θέατρο. Σταδιακά έγινε, ξεκίνησε από μία παράσταση το 1999, το «Κτήνος στο φεγγάρι», που είχε επιτυχία. Δεν θα ανέβαζα ποτέ αυτό το έργο σήμερα. Αυτό είναι και μια απόδειξη του πόσο αλλάζει το γούστο και τα θεατρικά ήθη μέσα σε μία εικοσαετία… κι αυτό ήταν ένα έναυσμα για να συνεχιστεί η δουλειά. Έτσι αποκτήθηκε το Πορεία και ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια. Κάναμε και μια πολύ μεγάλη ανακαίνιση, έγινε blackbox από τους αρχιτέκτονες Αντώνη Νουκάκη και Μπούκη Μπαμπάλου, που είχαν εμπειρία σε σχέση με τέτοιου είδους μεγάλα έργα.
― Δεν φοβήθηκες να ξεκινήσεις δικό σου θέατρο σε αυτή την ηλικία; Είχα άγνοια κινδύνου τότε. Είχα ενθουσιασμό θυμάμαι, γιατί είχε πετύχει πολύ η πρώτη παράσταση και υπήρχε αυτή η προσδοκία που έχεις όταν είσαι νέος και δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα – της συνέχισης της συνεργασίας με ενδιαφέροντες καλλιτέχνες που θα με εξέλισσαν και εμένα. Άρχισαν να γίνονται παραστάσεις και το Πορεία εξελίχθηκε σιγά σιγά σε ένα από τα τοπόσημα, ας πούμε, των Αθηνών.
― Η έκθεση σε κοινό απαιτεί μια ιδιαίτερη ψυχολογία. Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, θυμάσαι σε ποια ηλικία αποφάσισες ότι μπορεί και να γίνεις ηθοποιός; Δεν είχα τέτοιου είδους σκοπό, μέχρι που απέτυχα στις πανελλήνιες εξετάσεις – μπήκα στην Αγγλική Φιλολογία, ενώ ήθελα να μπω στην ελληνική. Το έφερα βαρέως και σκόπευα να δώσω ξανά. Τότε ήταν που με παρότρυναν να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό. Είχα όμως την εμπειρία της έκθεσης από πολύ μικρός. Ξεκίνησε όταν με πήγαιναν τα καλοκαίρια στον Καραγκιόζη, στο «Φανάρι του Διογένη», επειδή οι γονείς μου και η γιαγιά μου είχαν μια αγάπη προς το λαϊκό θέατρο σκιών και μια φιλία με τον Χαρίδημο. Πήγαινα κάθε μέρα, μου άρεσε να παρακολουθώ τις παραστάσεις του, τις μάθαινα απ’ έξω και κατόπιν άρχισα να παίζω με φιγούρες, να αλλάζω φωνές, να παρουσιάζω θεάματα το καλοκαίρι στην Άνδρο βάζοντας εισιτήριο!
― Πόσο χρονών ήσουν; Ήμουν μικρός, 6, 7, 8. Είχα και την τύχη να έχω δασκάλους αγγλικών που ήταν ταυτοχρόνως ηθοποιοί ή ειδικοί του παιδικού θεάματος. Τότε, τη δεκαετία του 1970, ήταν και λίγο της μόδας αυτό –ήταν ρομαντικός τόπος η Ελλάδα–, να έρχονται για να κάνουν ένα διάλειμμα από την καριέρα τους. Θυμάμαι έναν δάσκαλο, Λονδρέζο, πολύ καλό ηθοποιό που με μάθαινε ταυτοχρόνως αγγλικά και θέατρο, αλλά και μια πολύ καλή δασκάλα που λεγόταν Ρουθ Πανταλέων, η οποία ήταν υπεύθυνη παιδικών προγραμμάτων στο BBC και μου έκανε θεατρικό παιχνίδι και ελεύθερο αυτοσχεδιασμό πάνω σε κείμενα του Σαίξπηρ.
― Έχεις ζήσει στην Άνδρο κάποια χρόνια. Πώς ήταν η εμπειρία; Τρία χρόνια, από το 1976 μέχρι το 1979, από ΣΤ’ Δημοτικού μέχρι και Β’ Γυμνασίου. Εξαιρετική εμπειρία. Πολλή ελευθερία, πάρα πολύ παιχνίδι, επαφή με απλά παιδιά, ιστιοπλοΐες, πολύ ωραία χρόνια. Περπάτησα όλη την Άνδρο, γνώρισα τους καιρούς, τους χειμώνες… Μέναμε στο σπίτι μας στη Χώρα, το οποίο κάπως το μετατρέψαμε σε χειμερινό. Τα πρώτα χρόνια έμενε και ο πατέρας μου, μετά χώρισαν οι γονείς μου και τον τελευταίο χρόνο μείναμε μόνοι με τη μάνα μου. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους της Άνδρου, γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Συνέχισα στο ιδιωτικό σχολείο που πήγαινα και πριν. Ήταν ένα σοκ για εμένα η επιστροφή...
― Γιατί, δεν ξαναβρήκες τους φίλους σου; Δεν είχα ποτέ πολλές παρέες. Η Σχολή Μωραΐτη ήταν ένα από τα προοδευτικά σχολεία της εποχής, αλλά εγώ ένιωθα ότι δεν ανήκα ούτε στην αριστερή διανόηση ούτε στη νεόπλουτη ελίτ. Δεν αισθανόμουν κοντά σε κανέναν. Ένιωθα αόρατος.
― Το επεδίωκες; Μάλλον ήταν ο χαρακτήρας μου. Εάν με ρωτάς τι πληρώνω, αυτό πληρώνω. Είναι κάτι το οποίο είναι έμφυτο, δεν ξέρω από πού προέρχεται. Έκανα σκανταλιές αλλά ήμουν και πάρα πολύ μοναχικός. Δεν είχα καθόλου παρέες και επίσης δεν είχα καθόλου σχέσεις με το άλλο φύλο μέχρι που τέλειωσα από το σχολείο. Ανακάλυψα τις ερωτικές σχέσεις στο Εθνικό Θέατρο, όπου διαπίστωσα με μεγάλη μου έκπληξη ότι αφορώ κάποιους άλλους ανθρώπους. Μου έκανε τρομερή εντύπωση αυτό. Θυμάμαι σαν αστείο ένα περιστατικό όταν πήγα να πάρω τους βαθμούς μου ��το Εθνικό, να δω αν πέτυχα. Μπαίνω στην Πειραιώς και ξαφνικά ακούω μια φωνή εκεί που διάβαζα το όνομά μου, να λέει, «εσύ είσαι ο Τάρλοου;» Βλέπω μια κοπέλα με μπάσα φωνή και λέω «ναι». Νόμιζα ότι θα είναι κάποια καθηγήτρια. Λέω, Παναγία μου, τι είναι εδώ μέσα... και ήταν η Έφη Μουρίκη, δεύτερο έτος της σχολής, η οποία «έκοβε» τους νεαρούς που πήγαιναν να δουν αν είχαν περάσει!
― Τι θυμάσαι πιο έντονα από τα χρόνια του Εθνικού; Είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον και περνούσα τέλεια. Πηγαίναμε στο σπίτι της μάνας μου να γράψουμε κείμενα μέχρι τις 5 τα ξημερώματα. Στο τέλος μας πέταξε έξω η γυναίκα! Θυμάμαι ότι έρχονταν όλοι εκεί, ο Ρέππας, ο Δήμος Μυλωνάς, η συγχωρεμένη η Μανίσαλη, και γινόταν χαμός.
― Στη σχολή ένιωσες για πρώτη φορά ότι ανήκεις; Ναι, εκεί ένιωσα ότι ανήκω τότε. Βρήκα τον εαυτό μου, κατάλαβα τα προσόντα μου. Δεν είναι τόσο ότι εξελίχθηκα καλλιτεχνικά μέσα στη σχολή του Εθνικού, γιατί –κακά τα ψέματα– η εκπαίδευση, ιδίως εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν κάτι συντονισμένο, αλλά οπωσδήποτε κατάλαβα αμέσως ότι θέλω να γίνω καλλιτέχνης.
― Αυτό το «ανήκω» σημαίνει ότι πιστεύεις και στις ομάδες; Όχι, δεν πιστεύω σε ομάδες. Έχουν παρέλθει οι εποχές των ομάδων. Αυτό που μπορεί κανείς να προσπαθήσει είναι πραγματικά να επικοινωνήσει, να δεθεί ένας θίασος σε ένα διαφορετικό επίπεδο μέσα από μια διαδικασία και μια επιμονή και εάν θέσεις τους στόχους, όπως έγινε στις πρόβες ανάγνωσης που κάναμε στην Άνδρο για το «Έγκλημα και τιμωρία». Το είχα ξανακάνει ως ηθοποιός όταν ανεβάσαμε το «The man who» με τη Renate Jett –το είχε ζητήσει εκείνη– και είχα δει ότι λειτουργεί. Είχαμε πάει με τον Μανώλη Μαυροματάκη, τον Γρηγόρη Γαλάτη, τον Καραμπούλα και συμβιώσαμε εκεί 10-12 ημέρες. Δημιουργείται ξαφνικά μια κοινοβιακή κατάσταση όπου, είτε θέλεις είτε δεν θέλεις, αφιερώνεις τον εαυτό σου στους άλλους. Ακούς ιστορίες, εξομολογήσεις, τους μαθαίνεις, τρως μαζί τους, γελάς και ταυτοχρόνως ασχολείσαι και με το έργο.
― Εσύ εξομολογείσαι πράγματα πολύ δικά σου; Ναι, αλλά αυτά που θεωρώ ότι δεν πρόκειται να βλάψουν άλλους αν μαθευτούν. Υπάρχουν και πράγματα που δεν λέγονται και φυσικά επιλέγεις τι θα πεις σε σχέση με τους νοηματικούς άξονες του έργου. Στο «Έγκλημα και τιμωρία» επιλέξαμε πράγματα που είχαν να κάνουν με την πίστη, με το θαύμα, με την πρόθεση βίας κ.λπ., ειπώθηκαν ωραίες ιστορίες. Πολλές φορές πρέπει να λάβεις υπόψη σου και τις ανθρώπινες συνθήκες. Υπάρχουν δυσκολίες που προκύπτουν είτε από θέματα υγείας είτε από θέματα ανθρώπινης κατάστασης ενός ηθοποιού στη συγκεκριμένη περίοδο, τα οποία πρέπει να ενταχθούν στην πρόβα, πρέπει να γίνουν μέρος της καθημερινότητας ενός θιάσου και ��α νοιαστούν όλοι για όλους. Αυτό το νοιάξιμο είναι πολύ σημαντικό για να γίνει μια πραγματική εξομολόγηση.
― Αυτές οι εξομολογήσεις και το νοιάξιμο γίνονται και μέρος της σκηνοθεσίας; Σκηνοθετώ όπως θα ήθελα σαν θεατής να βλέπω, προσπαθώ τουλάχιστον. Δηλαδή εάν σηκώνομαι από τον καναπέ για να πάω να δω κάτι, είναι γιατί νιώθω ή έχω την προσδοκία ότι θα μου αφηγηθούν κάτι που έχει να κάνει με τη ζωή τους και με την ύπαρξή τους και ότι αυτό το κάτι δεν το έχουν πει ξανά, ότι είναι μοναδικό και θα μου το πουν εμένα σήμερα. Να σου πω ένα παράδειγμα, την τελευταία φορά που πήγα στο θέατρο και είδα την παράσταση του Μπανούσι, το «Goodbye, Lindita», είχα την απόλυτη αίσθηση ότι ο νέος αυτός καλλιτέχνης αφηγείται κάτι πολύ προσωπικό σε σχέση με τη ζωή του, με την ιστορία της οικογένειάς του, με τα βιώματά του και έχει κάνει τους υπόλοιπους performers και ηθοποιούς να συμμετέχουν στην ιστορία του. Τους είχε αφηγηθεί σίγουρα πάρα πολλά πράγματα και είχαν αφηγηθεί και αυτοί για δικές τους απώλειες, για δικές τους μνήμες από χωριά, για αυτή την αίσθηση της μοναξιάς και της ερημιάς σε ένα μικρό μέρος. Βλέποντάς το θυμήθηκα όταν πήγα για δέκα ώρες στους Αγίους Σαράντα στην Αλβανία, αυτή την αλλαγή στην ατμόσφαιρα από την Ήπειρο στην Αλβανία, μία αίσθηση μοναξιάς σε αυτή την πόλη πολύ περίεργη, οικειότητας όμως κιόλας. Αυτά τα αναγνώρισα στην παράστασή του. Χρησιμοποιείς τα λόγια ενός συγγραφέα, ενός κειμένου, για να μιλήσεις για τον εαυτό σου, για την εμπειρία σου. Εγώ αυτά αναζητώ: να διαβάσουμε το έργο με τέτοιον τρόπο ώστε να καταλάβει ο θεατής ότι δεν λέμε λόγια, αλλά μιλάμε για κάτι που μας αφορά, χωρίς βέβαια να κακοποιούμε το κείμενο.
― Πότε ένιωσες ότι ωρίμασες σκηνοθετικά; Νομίζω ότι το θέατρο είναι ένα επάγγελμα εμπειρίας και γι’ αυτό περνώντας τα χρόνια γινόμαστε πιο ικανοί στο να αφηγηθούμε. Αποκτάς καλύτερη αίσθηση του εσωτερικού εαυτού, συμβιβάζεσαι με πλευρές σου, εξομολογείσαι ευκολότερα και επίσης αποκτάς και μια θεατρική γλώσσα. Είναι δύσκολο για έναν πολύ νέο άνθρωπο, γι’ αυτό και θαυμάζουμε πολύ λόγου χάρη τον Μπανούσι που είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Βέβαια στην Ελλάδα, επειδή είμαστε γεροντολάγνοι τελικά, παραμένεις ταλέντο σε όλους τους χώρους μέχρι τα βαθιά γεράματα. Θα έπρεπε να δίνονται ευκαιρίες πιο νωρίς. Αλλά ούτε είμαι υπέρ της νεολαγνείας, ότι όσο είσαι νέος πρέπει να υμνείσαι για τη νεότητά σου. Για μένα έπαιξαν μεγάλο ρόλο τα ταξίδια που έκανα, οι σκηνοθέτες που μου άρεσαν, αυτοί που αποτέλεσαν τους φωτεινούς φάρους μου και θα ήθελα θεωρητικά να μοιάσω. Αυτό δεν ξέρω εάν είναι καλό ή κακό, γιατί μπορεί να σου πει κάποιος, ναι αλλά έτσι δεν θα είσαι μοναδικός, δεν θα είσαι ιδιοφυής. Εγώ νομίζω ότι χρειαζόμαστε πρότυπα, ανθρώπους που να θαυμάζουμε και μέσα από τον θαυμασμό μπορούμε να βρούμε και εμείς το δικό μας θεατρικό λεξιλόγιο. Σιγά σιγά αυτό το οποίο κατάλαβα είναι ότι σκηνοθέτες που εκτιμώ, όπως ο Κορσουνόβας, μιλούσαν μια γλώσσα θεατρική που είχε να κάνει με αυτή την προσωπική αφήγηση. Καταλάβαινα ότι έχουν διαμειφθεί πράγματα μέσα στην ομάδα του, τα οποία είναι πολύ σημαντικά και πολύ δικά τους. Αυτό μου έκανε τρομερή εντύπωση. Το είδα πεντακάθαρα σε μια σπουδαία παράσταση του «Γλάρου» που παρακαλούθησα και in progress αλλά και ολοκληρωμένη. Στον τρόπο που μας υποδέχονταν αυτοί οι 15 ηθοποιοί, ενώ δεν είχε ξεκινήσει η παράσταση και απλώς καθόντουσαν σε καρέκλες και μας περίμεναν, αλλά ήταν τέτοια η σχέση που είχαν μεταξύ τους και η «συνωμοσία», που αμέσως έμπαινες στο θέμα.
― Το θεατρικό κείμενο είναι διαφορετικό από το λογοτεχνικό, ίσως είναι πιο κοντά στην ποίηση, γιατί η ποίηση είναι αφαίρεση κι εκεί μπορεί να προβάλει πιο εύκολα ο ηθοποιός τον εαυτό του. Συμφωνώ απόλυτα και το διαπίστωσα βιωματικά κάνοντας τη «Δόξα κοινή» που ήταν αμιγώς ποιητικός λόγος και που μπορούσαμε να τον χειριστούμε πολύ πιο εύκολα και να δημιουργήσουμε εκρηκτικές εικόνες, καταστάσεις, συμπλέγματα. Να αφηγηθούμε μια ιστορία μέσα από την ποίηση, ήταν πιο εύκολο.
― Ποιος είναι, λοιπόν, ο λόγος που πολλά θέατρα και εδώ και στο εξωτερικό καταφεύγουν στη θεατρική διασκευή μυθιστορημάτων, τα οποία μάλιστα έχουν να αναμετρηθούν και με το λογοτεχνικό κείμενο; Δεν γράφονται πια δυνατά θεατρικά; Γράφονται θεατρικά, αλλά αυτά τα οποία βλέπω υπολείπονται αρκετά από αυτά που παλιότερα θεωρούσαμε πολύ καλά έργα. Καταφεύγουμε στη λογοτεχνία μάλλον διότι υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, όπως η «Μεγάλη χίμαιρα», οι οποίες μας ιντριγκάρουν και θα θέλαμε να αφηγηθούμε σαν να ήταν θεατρικό. Όταν όμως αναθέσεις τη θεατρική διασκευή τους, προκύπτουν πράγματι μεγάλες δυσκολίες, διότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα τελείως νέο έργο, με τελείως διαφορετική δομή, επιλογή χαρακτήρων, σκηνικό περιβάλλον και κυρίως θεατρική γλώσσα.
― «Μεγάλη χίμαιρα», «Γιούγκερμαν», «Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», εάν δεν ήταν παππούς σου ο Καραγάτσης θα τα ανέβαζες; Προφανώς όχι, δεν θα μου ερχόταν η ιδέα. Μου ήρθε διότι είναι. Θεώρησα τότε ενδιαφέρουσα την πρόταση προς το Φεστιβάλ Αθηνών, διότι δεν είχε ξαναγίνει Καραγάτσης στο θέατρο. Αλλά, τελικά, μυθιστόρημα το μυθιστόρημα αρχίσαμε να βρίσκουμε τρόπους για το πώς μπορούν να γίνουν θεατρικά έργα, ακόμα και εάν είναι πολύ ελεύθερη η μεταφορά, όπως είναι τώρα στο «Έγκλημα και τιμωρία» η μεταφορά του Τριαρίδη. Με έναν τρόπο είναι συγκοινωνούντα δοχεία η λογοτεχνία και το θέατρο. 
― Έχει σαν να λέμε το θέατρο «πέσει στην ανάγκη» της λογοτεχνίας! Μάλλον ναι. Πάντως Πίντερ δεν υπάρχει ανάμεσά μας και δεν τον ξέρω, ούτε Μάμετ, ούτε Ίψεν, ούτε Γκογκολ. Υπάρχουν ενδιαφέροντα κείμενα αλλά υπάρχει και πάρα πολύ πολιτική ορθότητα. Δηλαδή να πρέπει να βάλεις μέσα όλα τα ζητήματα που άπτονται της πολιτικής ορθότητας σε ένα δίωρο, δεν θέλω να μιλάω για αυτά, βαριέμαι. Είναι αυτή η κατάρα. Τα περισσότερα έργα αυτή τη στιγμή μιλάνε για αυτά τα ζητήματα, είτε για την έμφυλη βία, είτε για τις έμφυλες ταυτότητες, είτε για τον φασισμό στην κοινωνία.
― Στις 5 Μαρτίου ανεβάζεις το «Περλιμπλίν και Μπελίσα» του Λόρκα, έργο για τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Τι είναι ο έρωτ��ς για σένα; Σφαγείο. Με ρώτησαν προχθές οι ηθοποιοί, τι σημαίνει για εμένα το έργο και τους είπα, «σκατά, σκατά, σκατά, τάφος». Κάποτε, το έχει γράψει και η Έρι Κύργια στο πρόγραμμα, ο Μπουνιουέλ διάβασε το «Περλιμπλίν και Μπελίσα», γιατί ήταν φίλοι με τον Λόρκα και του έγραψε ότι είναι μία «κουράδα» και το βρήκα καταπληκτικό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο έργο. Όλοι μας θυμόμαστε τα τραγούδια του Χατζιδάκι στην παράσταση του Κουν και ιδίως το «Πέρα στο θολό ποτάμι». Είναι ωραίο αλλά είναι περίεργο γιατί είναι σαν συρραφή ειδών. Είναι γραμμένο σαν παραμυθόδραμα, με δαιμόνια που κινούν τα νήματα, αλλά στην πραγματικότητα είναι σαν Frankenstein. Έχει από freak show, από τσίρκο, από σκοτεινό παραμύθι, είναι μεικτό είδος και αυτό δημιουργεί μεγάλη δυσκολία στο όλον, στο ενιαίο, να μη φαίνεται σαν patchwork. Ο Περλιμπλίν είναι ένας άνθρωπος που σε μεγάλη ηλικία, ενώ είναι μόνο πνεύμα, αποφασίζει να αποκτήσει σώμα και να μπει σε αυτό το σφαγείο του έρωτα. Ανάποδη είναι η διαδρομή της Μπελίσα, η οποία ξεκινάει από ένα άψυχο πράγμα που έχει μόνο σώμα και καταλήγει έμψυχη, διότι ο Περλιμπλίν της χαρίζει την ψυχή του. Εναποθέτει στα πόδια της την ψυχή του την ώρα του θανάτου του. Αυτή η χιαστή διαδρομή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ δύσκολη. Αυτό μου ξυπνάει την εικόνα της μαρμάρινης επιγραφής στον τάφο του Καραγάτση που λέει: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
― Για εσένα τι είναι ηθικό; Έχει να κάνει με την εντιμότητα, δηλαδή το πώς θα σταθείς σε ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται γύρω σου, πώς θα τους αντιμετωπίσεις. Είναι η ειλικρίνεια στις προθέσεις, να μην κρύβονται σκοτεινά ή βρόμικα πράγματα πίσω από τον τρόπο με τον οποίο δρας. Η ηθική και η παιδικότητα είναι λίγο κοντινά, αν και η παιδικότητα πολλές φορές μπορεί να κρύβει και πολύ σκοτεινά πράγματα, αλλά υπάρχει μία εκ πεποιθήσεως αφέλεια, η οποία με οδηγεί και με βοηθά στο να επιβιώσω.
― Εκ πεποιθήσεως… Ναι, εκ πεποιθήσεως, δεν είμαι ανόητος. Για πολλούς αυτή η αφέλεια είναι και πάρα πολύ εκνευριστική και το καταλαβαίνω, γιατί πολλές φορές μέσα από αυτή φαίνεται πολύ πιο καθαρά τι είσαι εσύ, γίνεται καθρέπτης, αλλά εγώ επί τούτου το κάνω. Οτιδήποτε σκοτεινό καθρεπτίζεται πολύ πιο καθαρά στην ανοιχτή αφέλεια. Να σου πω μια ιστορία. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν υπήρξε ποτέ αφελώς ανόητος, αλλά ήταν εκ πεποιθήσεως αφελής, ανοιχτός, έδειχνε εμπιστοσύνη και αγνή χαρά στους πάντες. Να σου διηγηθώ μια σχετική αληθινή ιστορία, πραγματικά διασκεδαστική με τον Εμπειρίκο. Είχε πάει στη Μόσχα με τον Ελύτη και τους είχε υποδεχθεί εκεί η Ζωρζ Σαρή και ο Σεβαστίκογλου. Πήγαν με μεγάλη χαρά και επιθυμία, γύρω στο 1950, αλλά επέστρεψαν πάρα πολύ απογοητευμένοι, αν και οι δύο είχαν την πεποίθηση ότι πήγαιναν στη γη της επαγγελίας. Τότε είχε ειπωθεί η περίφημη φράση του Εμπειρίκου στον Ελύτη «χάλια, Σοσό μου, χάλια», περιγράφοντας τη δραματική κατάσταση στην Μπρεσνιεφική Σοβιετική Ένωση, αλλά πολύ συνωμοτικά! Κάποια στιγμή, αφού επέστρεψαν από το ταξίδι τους, κάλεσε ο Εμπειρίκος στο σπίτι του διάφορους γνωστούς, φίλους, δημοσιογράφους, να τους αφηγηθεί τις εμπειρίες από το ταξίδι. Υπήρχε, λοιπόν, κάποιος στην ομήγυρη ο οποίος τον διέκοπτε συνεχώς στην αφήγησή του. Έλεγε λόγου χάρη ο Εμπειρίκος: «Αγαπητοί μου» –είχε μια πολύ γλαφυρή αφήγηση– «ήταν 8 το πρωί και με τον αγαπητό Οδυσσέα φθάσαμε στο λιμάνι του Πειραιώς και μπήκαμε στο υπέροχο αυτό καράβι κ.λπ.», αυτός τον διέκοπτε: «με συγχωρείς, Ανδρέα, μήπως μπορείς σε παρακαλώ να μου φέρεις ένα χαρτί για να σημειώνω αυτά που λες;», μετά από ένα λεπτό, «μήπως μπορείς να μου φέρεις αυτό, μήπως μπορείς να μου φέρεις το άλλο». Κάποια στιγμή αρχίζει ο Εμπειρίκος να λέει, «αγαπητέ» –δεν θυμάμαι πώς τον έλεγαν– «παίρνω τη σκατούλα μου, τη βάζω σε ένα τηγάνι με κουρκούτι, την τηγανίζω, την αλατοπιπερώνω και στη δίνω να τη φας. Παίρνω τη διάρροιά μου, την κάνω με σπαράγγια…», και αρχίζει μία κοπρολαγνία η οποία σταματημό δεν είχε και όσο περνούσε η ώρα τόσο φούντωνε και θύμωνε ο Εμπειρίκος. Αυτό εννοώ. Αφελής δεν ήταν, αλλά όταν του πατούσες τον κάλο γινόταν έτσι. Φυσικά στο τέλος της βραδιάς το είχε ξεχάσει και έμειναν οι δυο τους μόνοι, αγκαλιασμένοι και συμφιλιωμένοι. Κι ο Καραγκιόζης είναι μέρος αυτής της αφέλειας, γιατί οι χαρακτήρες του μπορεί να είναι δισδιάστατοι αλλά ίσα ίσα το δισδιάστατο προσφέρει αυτήν ακριβώς την καθαρότητα και τη χαρά και την αφέλεια. Εγώ κινούμαι ανάμεσα στη χαρά και στη φοβερή δυσθυμία για αυτά που κάνω. Τα περισσότερα είναι δικές μου τελειομανίες και ανασφάλειες και ιδεαλισμοί. Έτσι είναι οι καλλιτέχνες όμως…
― Το θέατρο είναι και η τέχνη του εφήμερου. Σε απασχολεί η υστεροφημία σου, να σταθείς στο ύψος του «εγγονού»; Δεν έχω την πεποίθηση ότι θα αναφέρονται σε εμένα στις επόμενες εκατονταετηρίδες, ούτε ζω και για αυτό. Δεν είναι ότι δεν με ενδιαφέρει, όμως μου αρκεί που είναι μια δουλειά που μου αρέσει, που μου έχει προσφέρει και που το Πορεία επεβίωσε μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον προσφέροντας ποιοτικό θέατρο όλα αυτά τα χρόνια. Πέρασαν από εκεί πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες, αναδείχθηκαν νέοι καλλιτέχνες και έγιναν παραστάσεις τις οποίες συζητούσε όλη η Αθήνα. Δεν θα έλεγα, λοιπόν, ότι έχω τέτοιο άγχος σύγκρισης. Για τη μάνα μου ήταν σαφώς πιο δύσκολο, και γιατί ήταν κόρη του Καραγάτση και επειδή ο Καραγάτσης είχε έναν πολύ δύσκολο και επικριτικό χαρακτήρα. Το γεγονός ότι η μητέρα μου κατάφερε στα 72 της να γράψει «Το ευχαριστημένο», ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα το όποιο μάλιστα βραβεύτηκε και έγινε μπεστ σέλερ και αφορμή για το δικό μου ομώνυμο θεατρικό έργο σε διασκευή Έρις Κύργια, αποτελεί ασφαλώς μεγάλο τόλμημα και δικαίωση για την ίδια.
― Εσύ τι φαντάζεσαι ότι θα σου έλεγε ο πάππου σου αν έβλεπε τους ήρωες των βιβλίων του ζωντανεμένους στη σκηνή; Φαντάζομαι ότι θα ήταν στο θέατρο και θα του άρεσε πάρα πολύ να βλέπει πρόβες, να συζητάμε κ.λπ. Έχω μία αίσθηση ότι θα περνούσαμε πολύ καλά, δεν έχω δηλαδή μέσα μου αίσθηση ανταγωνισμού. Λυπάμαι που δεν τον γνώρισα και που δεν μπορέσαμε να έχουμε μια κοινή καλλιτεχνική ζωή ή ανταλλαγή, αλλά νομίζω ότι θα χαιρόταν πολύ να βλέπει επί σκηνής τη Μαρίνα Μπαρέ στην εξαιρετική ερμηνεία της Αλεξάνδρας Αϊδίνη ή τον Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν να ζωντανεύει από τον Γιάννη Στάνκογλου και ότι το είδαν τόσες χιλιάδες άνθρωποι, ότι συγκινήθηκαν από τους χαρακτήρες που έπλασε. Ό,τι και εάν πιστεύεις ότι ήταν η παράσταση είναι ενδιαφέρον το ότι ξαφνικά ζωντάνεψαν.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes · View notes