anthemelia
anthemelia
anthemélia
22 posts
http://anthemelia.blogspot.com/ Instagram: anthemelia_
Don't wanna be here? Send us removal request.
anthemelia · 6 months ago
Text
Tumblr media
Φλεβάρης.
Η πόλη χωράει όλη μες σ’ ένα πολύχρωμο κασκόλ
χωράει σε μια σόμπα
χωράει μες σε μια χούφτα,
παγωμένα χέρια
παγωμένα πόδια
παγωμένη καρδιά.
Έξι στάσεις διαδρομή με το μετρό
χώρεσαν όλη την νεανική μου ορμή,
το τούνελ το πλημμύρισε η λαχτάρα μου
τον σταθμάρχη τον έπνιξε ο αυθορμητισμός μου
τους συνεπιβάτες μου συνέθλιψαν τα παιδικά μου όνειρα
και κρέμονται απ’ τα βαγόνια τα παλτά τους
όπως κρέμονται τ’ αστέρια απ’ τον ουρανό
πριν σβήσουν.
Τα κορδόνια των παπουτσιών μου
θυμίζουν χορδές από βιολί
τεντώνονται ψηλά και τις σχίζουν οι κεραίες των τρόλεϊ
σκόρπιες νότες από βαλς πέφτουν πλάι μου
σαν όξινη βροχή.
Από εξόδους,
φέτος πήγα σ’ ένα μπαρ
ακούμπησα τη πλάτη μου στον τοίχο να ξεκουραστώ
κι εντυπώθηκε η μορφή μου παντοτινά
κάτω από κλισέ νέον ατάκες.
Φλεβάρης,
η πόλη όλη τυλιγμένη σ’ ένα κασκόλ
σ’ ένα πακέτο τσιγάρα
σε μια βόλτα στο σούπερ μάρκετ
τσουλάω το καρότσι με τα ψώνια
όπως τσουλούσα την παιδική μου ρόδα
δεξιά κι αριστερά πέφτουν τα ράφια
κόκα – κόλες, σερβιέτες, οι λάκτα, χλωρίνες
γκρεμίζονται όλα και σηκώνουν ��κόνη
ακούω την επανάσταση να συνοδεύει το φευγιό μου
ενώ ανήσυχες μαμάδες διαλέγουν τα φτηνότερα pampers.
Είκοσι οκτώ ημέρες του Φλεβάρη
κι εγώ δεν θέλησα να χωρέσω σε καμιά τους.
4 notes · View notes
anthemelia · 1 year ago
Text
Ζήσαμε όμορφα τις άσχημες ημέρες μας
Tumblr media
Ζήσαμε όμορφα τις άσχημες ημέρες μας
με την ουρά του γάτου μπλεγμένη στα πόδια μας
σαν γιασεμί που αναρριχάται στα σίδερα της πολυκατοικίας
με μυρωδιά από κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο
και τα σπίτια μας γεμάτα απ’ τις φωνές
ενοχλητικών συγγενών              
που θέλουν τσιγάρα απ’ το περίπτερο
και να μάθουν τι θα κάνουμε επιτέλους, με όλα.
Ζήσαμε όμορφα τις άσχημες ημέρες μας
σφουγγαρίζαμε το πάτωμα με σαπούνι Μασσαλίας
πλέναμε τα πιάτα με τις μπουρμπουλήθρες απ’ το άβα
απλώναμε τα ρούχα στα σκοινιά και ανάσαινε η γειτονιά
μαλακτικό ρούχων, γιασεμί, πατάτες τηγανητές,
και εκείνο το συναίσθημα – ελπίδα με πόνο -
τα βράδια ξαπλώναμε σε δροσερά σεντόνια
κι έσβηνε για λίγο η δίψα μας
για τις καλύτερες ημέρες.
Ζήσαμε όμορφα τις άσχημες ημέρες μας
η λαϊκή αγορά μύριζε μανταρίνια
καθαρίζαμε τα φασολάκια με την τηλεόραση να παίζει χαμηλόφωνα
και τον κόμπο στο λαιμό μας δεμένο όσο όσο
ώστε να αναπνέουμε
τα παιδιά στη γειτονιά κλωτσούσαν την μπάλα στον τοίχο
κι η καρδιά μας χτυπούσε αργά από τον πόνο
σαν τους δείκτες ενός ραγισμένου ρολογιού που δουλεύει ακόμη
σ’ ένα παλιό ισόγειο σπίτι, με ξύλινα έπιπλα
και το χρόνο εντός του σταματημένο.
Ζήσαμε όμορφα τις άσχημες ημέρες μας
γελούσαμε με τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες
δοκιμάζαμε λικέρ από αποξηραμένα κεράσια
και κάπου ανάμεσα
στα μαύρα παλτό, στα τακούνια, στα σκουλαρίκια με πέρλα
ανταμώναμε φευγαλέα με κάποιον πρωταγωνιστικό ρόλο
κάποιας γνωστής ταινίας του Χόλιγουντ, ή κάποιου τραγουδιού,
που αποχαιρετούσαμε βιαστικά
στο ταξί της επιστροφής
όπως μετρούσαμε τα ψιλά στη χούφτα μας,
έτσι όμορφα τις ζήσαμε τις άσχημες ημέρες μας
απ’ το πρωί έως το βράδυ και κάθε ενδιάμεση στιγμή
καμία ημέρα δεν μας συμμερίστηκε, να κυλήσει γρηγορότερα
ακολούθησαν όλες τη πορεία τους αδιάφορα και πειθαρχημένα
σαν το δάκρυ που
χαράζει τη πορεία του στο πρόσωπο
και το καταπίνει αυτοστιγμεί
η σιωπή.
(Το ποίημα μου βρίσκεται και στο βλογκ μου)
Photo: My brilliant friend
6 notes · View notes
anthemelia · 1 year ago
Text
Αναστάσιμο
Άδειος ο επιτάφιος,
στην μέση του ναού,
ο νεκρός ζει ανάμεσά μας
και μέσα μας
και δίπλα μας
και απέναντί μας
και στο μεγάλο σκοτάδι
είναι Το Φως.
Παιδί μου,
εγώ δεν έχω κάτι να σου πω
για ‘κείνο το κενό στο στήθος σου
την θηλιά στο λαιμό σου,
το βουβό σου κλάμα,
αργοπεθαίνεις
και μου γράφεις πως δεν θέλεις πια να ζεις,
πως δεν νιώθεις πια χαρά
ή θλίψη
μόνο κενό
κι εγώ σωπαίνω.
Να μου δώσεις το χέρι σου,
εδώ κι εδώ έμπηξαν τα καρφιά της σταύρωσης
για το δικό σου το χέρι,
στο πρόσωπό σου,
τρέχει το αίμα απ’ το δικό Του στεφάνι,
για το πρόσωπό σου,
και η λόγχη στο σπλάχνο Του,
δεν ήταν παρά για ‘σένα,
σπλάχνο Του,
κι αυτή η ψυχή σου που δεν βολεύεται
δεν είναι παρά γιατί μόνο σ’ Εκείνον βολεύεται
που την αγόρασε από τον θάνατο
γιατί πολύ σ’ αγάπησε.
Κι έτσι που με κοιτάς,
με τα ωραία σου μάτια,
με κάνεις να χαμηλώνω το κεφάλι,
πίσω σου ο Εσταυρωμένος
σε κοιτάζει,
είσαι για Εκείνον πιο πολύτιμος από το χρυσό
«Είσαι αρκετός,
αρκετός,
αρκετός», Σου φωνάζει,
με το μικρό σου όνομα,
γιατί σε ξέρει.
Απόψε πλημμύρισε το πάτωμα της εκκλησίας
αίματα,
καθρεπτίζεται εκεί η ύπαρξή μας
ξεπλένεται η καρδιά
κι απλώνεται - καθαρή - στις πασχαλιές.
Τίποτε δεν μας χωρίζει από την αγάπη Του.
18 notes · View notes
anthemelia · 2 years ago
Text
Tumblr media
Ο φθινοπωρινός ήλιος του μεσημεριού
γλιστράει στις γειτονιές –
φορτωμένα πλυντήρια των χιλίων στροφών
μυρωδιά από ψητό κοτόπουλο
οι άντρες των ντελίβερι με τους καφέδες.
Στην κουρασμένη πλάτη της γειτόνισσας
που απλώνει τα φρεσκοπλυμμένα παπλώματα
μετρώ την δύναμη,
να φτάσεις στην κορυφή, όχι, όχι,
το ζητούμενο είναι ν’ αντέξεις, λέγω,
κι εκείνη χάνεται στο ημιυπόγειο.
Μια μέρα οι λέξεις θα ξεχαστούν
ίσως μάλιστα κάποιες ήδη λησμονήθηκαν
κι αυτό εξηγεί γιατί
το πιο κοντινό που μπορώ να σκεφτώ
όταν με ρωτάς τι μορφή έχει ο φόβος  
είναι η λέξη «εξαΰλωση» -
να σ’ έχουν και να μην τους έχεις.
Οι συζητήσεις μας στο μπαρ
μου προκαλούσαν χιλιάδες κρίσεις πανικού
«είμαστε εμείς περαστικοί, ή, όλα τ’ άλλα;»,
σε ρώταγα
«εμείς», απαντούσες με χαμόγελο
ενώ έτρωγα τα νύχια μου.
Θύμωνα που δεν σ’ έπνιγε το συναίσθημα
ότι βρισκόμαστε σε μια ιπτάμενη πέτρα
στην μέση του γαλαξία
που κάνει χιλιάδες περιστροφές γύρω από τον εαυτό της
ενώ εμείς πίνουμε ζεστό κρασί από τα σταφύλια της
κι ανταλάσσουμε σάλιο,
«εμείς είμαστε περαστικοί!», γελούσες,
κι ας μην πέρασες από εμένα
ποτέ.
Εξαΰλωση,
να σ’ έχουν και να μην τους έχεις,
τα φθινοπωρινά μεσημέρια
ο ήλιος
το πλυντήριο ρούχων,
να έχουν τα ρούχα σου,
την μυρωδιά σου,
την αγάπη σου
και τους καρπούς της -
ο τρόπος που έμαθες σε κάποιον να φιλάει
ή ένα αστείο –
και να μην τους έχεις.
28 notes · View notes
anthemelia · 2 years ago
Text
Λιωμένος Αύγουστος
Tumblr media
Φέτος
οι γραμμές των τρένων έλιωσαν απ’ τον Αύγουστο
κι απλώθηκαν να στεγνώσουν
στις μικροσκοπικές βεράντες της πόλης
με τις χρωματιστές γλάστρες και τα παλιά σκουπόξυλα
Ορισμένως
τις πλένει τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι με φως
κι ομοιάζουν με την γραμμή που σχηματίζουν τα αστέρια
όταν πέφτουν
ασημοκαπνισμένη
Τίποτε δεν είναι ίδιο πια -
τ’ αστέρια
τα τρένα
κι η σκονισμένη διαδρομή τους στα καλύτερα μέρη
που μου ‘χε τάξει κάποιος ή κάτι
στα εφηβικά μου χρόνια
Ανεξάρτητα
τα βράδια ανεβαίνω στην ταράτσα
και κοιτάζω την πόλη
ως την μακρυνή θάλασσα
Οι νότες φτηνιάρικων τραγουδιών
αιωρούνται πάνω απ’ τα μπαρ
και εκρήγνυνται στο κενό
μαζί με ανώφελες συζητήσεις
και κακόγουστα αγγίγματα αγνώστων
συνοδευόμενες από ήχους κλιματιστικών
που ανοίγουν και κλείνουν νευρικά
στην μέση της νύχτας
«Κάτι θα κάνουμε, όχι, όχι, κάτι θα γίνουμε
σ’ αυτήν την ζωή μας που δεν ήρθε μ’ οδηγίες χρήσεως»
υποσχέσεις που χάνονται
στους ακάλυπτους πολυκατοικιών
με τα γατιά σε οίστρο
και τα γκράφιτι
Ο ρευστός χρόνος
σαν καύσωνας του μεσημεριού
με συνθλίβει καθώς ο ιδρώτας γλιστρά στις πρώτες μου ρυτίδες
κοντοστέκεται
ενώ αποσυντίθεται η πολιτεία
και με ρωτά γιατί δεν τρέχω πια να τον προφθάσω
στα μάτια μου η απάντηση
πλημμυρισμένα από την θέα μιας πόλης
και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
δεν έρχεται ποτέ κανείς
«περιμένω»
σηκώνω τους ώμους
θριαμβεύοντας σαρκαστικά επ’ αυτού
στα πόδια μου λιωμένες αλυσίδες. 
6 notes · View notes
anthemelia · 2 years ago
Text
«Συγνώμη που πια δεν με αγαπάς»
Τα λουλούδια που δεν μου πήρες
- δεν έχει να κάνει με τα λουλούδια -
μαραζώνουν στο ανθοπωλείο.
Με κοιτούν θλιμμένα
κι εγώ χαμηλώνω το κεφάλι
μπρος στα λυπημένα τους φτερά.
Από όλες τις γλώσσες των ανθρώπων
καταλαβαίνω καλύτερα εκείνη του να μην σε θέλουν
Την διαβάζω στα μελαγχολικά σου μάτια
ακούω να την τραγουδάς σιγανά στον τρόπο
που εκνευρισμένος με ρωτάς που είναι τα τσιγάρα σου
άλλοτε πάλι τα δάχτυλα σου την γράφουν στο σώμα μου
στον μηρό μου και κοντά στην καρδιά.
Παρατηρώ την πλάτη σου
όπως προπορεύεσαι βιαστικά στον δρόμο
δίχως να με ��εριμένεις πια -
ήμουν πάντοτε το άτομο που προχωρούσε πίσω
σε μια παρέα από τρεις
και στην θυμωμένη σου πλάτη διαβάζω
πως δεν δίνεις δεκάρα τσακιστή
που τα τακούνια μου γλιστρούν στο πεζοδρόμιο.
Με μαλώνεις που κλαίω
και ψελλίζω "συγγνώμη που πια δεν μ' αγαπάς".
Στο μπαρ κοιτάς ανήσυχα τους περαστικούς
και τις κοπέλες με τις λεπτές πλάτες
τα μελαγχολικά μου δάκρυα δεν τα βλέπεις
πέφτουν βροχή στο κοκτέιλ που παρήγγειλα
και κυκλοφορούν στο αίμα μου.
Καμία φορά το βράδυ σηκώνομαι από το κρεβάτι
- προσποιούμαστε τότε πως δεν με ακούς -
γλιστράω στην αυλή και αναρωτιέμαι
αν τελικά σπάει ποτέ μια καρδιά.
Εγώ βλέπεις δεν φοβάμαι το σκοτάδι
ή τα άγρια θηρία
φοβάμαι την μοναξιά και κυρίως πράγματα όπως
το να μην ξέρει κανείς την αγαπημένη μου σειρά
ή πως ήμουν στα δεκατρία
ή γιατί είναι σημαντικό να χορεύω.
Το πώς η καρδιά μου καταλήγει να πεταρίζει
σε αβέβαια και βίαια ακροδάχτυλα
που την συνθλίβουν οριακά
αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Θα στην σερβίρω κάποιο πρωί
μαζί με ελληνικό καφέ και μαρμελάδα
"γιατί δεν με αγαπάς;"
Εσύ θα με κοιτάξεις
- από την χωριστρα των μαλλιών μου
τα μάτια μου
την σχισμή του στήθους μου
την κοιλιά μου
την καμπύλη του γοφού μου
και τα δάχτυλα των ποδιών μου -
κι εγώ θα ξέρω .
51 notes · View notes
anthemelia · 2 years ago
Text
Αναστάσιμο
Άδειος ο επιτάφιος,
στην μέση του ναού,
ο νεκρός ζει ανάμεσά μας
και μέσα μας
και δίπλα μας
και απέναντί μας
και στο μεγάλο σκοτάδι
είναι Το Φως.
Παιδί μου,
εγώ δεν έχω κάτι να σου πω
για ‘κείνο το κενό στο στήθος σου
την θηλιά στο λαιμό σου,
το βουβό σου κλάμα,
αργοπεθαίνεις
και μου γράφεις πως δεν θέλεις πια να ζεις,
πως δεν νιώθεις πια χαρά
ή θλίψη
μόνο κενό
κι εγώ σωπαίνω.
Να μου δώσεις το χέρι σου,
εδώ κι εδώ έμπηξαν τα καρφιά της σταύρωσης
για το δικό σου το χέρι,
στο πρόσωπό σου,
τρέχει το αίμα απ’ το δικό Του στεφάνι,
για το πρόσωπό σου,
και η λόγχη στο σπλάχνο Του,
δεν ήταν παρά για ‘σένα,
σπλάχνο Του,
κι αυτή η ψυχή σου που δεν βολεύεται
δεν είναι παρά γιατί μόνο σ’ Εκείνον βολεύεται
που την αγόρασε από τον θάνατο
γιατί πολύ σ’ αγάπησε.
Κι έτσι που με κοιτάς,
με τα ωραία σου μάτια,
με κάνεις να χαμηλώνω το κεφάλι,
πίσω σου ο Εσταυρωμένος
σε κοιτάζει,
είσαι για Εκείνον πιο πολύτιμος από το χρυσό
«Είσαι αρκετός,
αρκετός,
αρκετός», Σου φωνάζει,
με το μικρό σου όνομα,
γιατί σε ξέρει.
Απόψε πλημμύρισε το πάτωμα της εκκλησίας
αίματα,
καθρεπτίζεται εκεί η ύπαρξή μας
ξεπλένεται η καρδιά
κι απλώνεται - καθαρή - στις πασχαλιές.
Τίποτε δεν μας χωρίζει από την αγάπη Του.
18 notes · View notes
anthemelia · 3 years ago
Text
Tumblr media
Δεκέμβρης 
προχθές
φορούσα κοντομάνικο
από μέσα
και κάτι κάλτσες
με άη βασίληδες
μου λείπει η κρύα ανάσα
του χειμώνα
κι εκείνο το ζεστό αίμα
που κυλούσε στις φλέβες
ενώ ισορροπούσα
στις άκρες των δαχτύλων του  
Στο σπίτι
με μισή καρδιά
στήσαμε το δέντρο
μπροστά απ’ τον ραγισμένο τοίχο
στο σαλόνι
ξέπνοα
το στόλισε η μάνα
(όλα τα στολίδια μπροστά κι από πίσω
γυμνό)
τα βράδια ορκίζομαι
απάνω στις γιρλάντες
φέγγουν κομμάτια από σπασμένα όνειρα
πνιγμένα σε χιόνι με γκλίτερ
σπαρταράνε ολοζώντανα
κι ολόγυρα λαμπιόνια για λουλούδια
κοιτάζω
όπως όταν βάζουμε τα χέρια στο τζάκι
για να ζεσταθούμε,
έτσι.
Στην αγορά
ένας άη βασίλης
μ’ αδύνατα δάχτυλα
και φασκιωμένη κοιλιά
καπνίζει
παραδίπλα του τσακώνονται
οι υπάλληλοι του δήμου
προσπαθώντας
να στερεώσουν κάτι έλκυθρα
στις στήλες της ΔΕΗ
πετά το τσιγάρο
πατώ την γόπα
έχει ήδη σβήσει
στο μαγαζί εύχονται
καλές γιορτές
- όταν δεν πληρώνεις με κάρτα –
- τι γιορτές;
αναρωτιέμαι μετρώντας τα ψιλά
στην χούφτα μου
που άλλοτε
μετρούσα αστέρια
.
.
.
κάπου διάβασα
δεν είναι πολιτικά ορθό
να λεν
Καλά Χριστούγεννα.
6 notes · View notes
anthemelia · 3 years ago
Text
Tumblr media
Έχω μια κουρασμένη καρδιά σαν σελήνη
τις προσδοκίες απ’ τις πλάτες των ανθρώπων μου τινάζω
κι εκείνο τ’ όνειρο που ‘χα μικρή μα δεν θυμάμαι σιγοσβήνει
τις δυο σου χούφτες που κρατάνε το κορμί μου σαν κοιτάζω.
Να ξαπλώσω στο πεζοδρόμιο δίχως αιτία
ν’ αδιαφορούν οι περαστικοί, να προσπερνάνε
μες το χάος της πόλης να μυρίζω γαζία
και να κάνω γκριμάτσες στα παιδιά που κοιτάνε.
Έχω μια κουρασμένη καρδιά σαν παλτό στα χέρια
μια μέρα θαρρώ πως θα γλιστρήσει στις πόρτες του τραμ
θα σφυρίζει ο σταθμάρχης ενώ χαζεύω τ’ αστέρια
κι οι επιβάτες του τρένου θα κοιτούν και γελάν.
26 notes · View notes
anthemelia · 3 years ago
Text
Της απουσίας (σου)
Είναι αστείοι αυτοί οι ποιητές.
Κατά τα λεγόμενά τους
όπου κι αν ρίχναμε το βλέμμα μας
θα έπρεπε να βλέπουμε σκοτωμένες καρδιές.
Το φαντάζεσαι;
Το κόκκινο αίμα και τα νεκρά κομμάτια
θα μας στοίχειωναν σε κάθε δρόμο
σε κάθε σπιτικό
μπλεγμένα στα κορδόνια μας
στην σάρκα μας
στις βαλίτσες μας
θα μας δημιουργούσαν εφιάλτες
και η δυσωδία του θανάτου
θα μας έφερνε ναυτία.
Εμείς όμως δεν βλέπουμε τέτοια πράγματα.
Αντιθέτως,
βλέπουμε αμυγδαλιές
και ροζ αποχρώσεις των δειλινών
και παιδιά να παίζουν
και αυτοκίνητα
και βεράντες με γλάστρες και παρέες,
ποδήλατα,
ζευγάρια,
γάτες, πουλιά,
κι έχουμε την μουσική
και ωραίες ζωγραφιές
και θερινά σινεμά με πόπκορν.
Χθες που λες
είδα μια ταινία που μου είχες προτείνει
«θα σου αρέσει πολύ» έλεγες
κι είχες δίκιο, μου άρεσε
αλλά εσύ δεν ��σουν πουθενά
να στο πω.
Άσχετα από αυτά
τελευταία
τα βράδια
αγχωμένη ψαχουλεύω το στήθος μου
μέχρι να νιώσω τον σφυγμό της
ζεστό και ζωντανό
να πάλλεται στην χούφτα μου
«χτυπά;» με ρωτάω
«χτυπά» απαντώ με σιγουριά
«χτυπάς;» την ρωτάω
και πλημμυρίζει ο κόσμος σιωπή.
6 notes · View notes
anthemelia · 3 years ago
Text
Κι εγώ να μιλώ για τα λουλούδια
στα χρόνια που φεύγουν σαν πουλιά
που τα κρατώ στις χούφτες
η πρώτη ρυτίδα,
το δέρμα μου 
ένα γρατζουνισμένο βινύλιο
και το τραγούδι να κολλάει πάντοτε στο ίδιο σημείο
που λέω πως
θα, θα, θα,
κάτι θα ήθελα να κάνω, ή, να γίνω,
μα τώρα συμπληρώνω γενναία πως
θα, θα, θα,
θάλασσα,  
και λουλούδια στην θάλασσα
μ’ αλμύρα λουσμένα
να επιπλέουν ανώφελα
κι εγώ να μιλώ για τα λουλούδια
ν’ απορούν όλοι
τι γυρεύουν τα λουλούδια στην θάλασσα;
τίποτε, ν’ απαντώ.
Στο ράφι οι εφημερίδες στιβάζονται
ασπρόμαυρες, 
σαν τις παλιές ελληνικές ταινίες
που βλέπαμε κλεφτά στην βεράντα σου
απ’ τ’ απέναντι σινεμά 
τρώγοντας πορτοκαλί γαριδάκια.
Η επικαιρότητα τσαλακώνει την επιφάνεια της γης
που κλαίει κάτω απ’ τα πόδια μας
τραντάζοντας τους επιβάτες του τραμ,
τα παιδιά στα σχολεία,
τις μανάδες με τα καροτσάκια,
κι εγώ να μιλώ για τα λουλούδια
την παλιά σου βεράντα,
το σινεμά απέναντι,
τα πορτοκαλί γαριδάκια
κι εσένα.
7 notes · View notes
anthemelia · 4 years ago
Text
Το σαμπουάν μου
μυρίζει εσύ –
θυμάσαι εκείνο το καλοκαίρι
που κρυβόμουν στον λαιμό σου
όπως το ελάφι σκύβει στην πηγή
και σ’ ανάσαινα;
Ε, εκείνα τ’ ανασαίματα
μου θυμίζει το σαμπουάν μου
βανίλια, γιασεμί κι ένα άλλο φυτό,
δεν έχει σημασία.
Γέλαγες, τότε,
σε μύριζα σαν κουτάβι, έλεγες
οι άνθρωποι μπορούν ν’ αγαπούν, όμως,
όλες τις αισθήσεις
μ’ όλες τους τις αισθήσεις
κι εγώ, βλέπεις, σ’ αγαπούσα
σ’ όλα τ’ αποτυπώματά σου στον κόσμο –
στην αφή σου
στην γεύση σου
στην όψη σου
στον τρόπο που πρόφερες το σίγμα
και στην μυρωδιά σου,
κι έτσι νομίζω ότι αγαπώ λιγάκι
κι αυτό μου το σαμπουάν.
Τυχαία το ψώνισα σ’ ένα ράφι
που ‘γραφε «μισή τιμή»,
μισό αυτό
μισή κι εγώ,
ειρωνεύτηκα,
έκλαιγα στο μπάνιο μια ώρα
και δεν ήξερα αν τα μάτια μου
έτσουζαν απ’ τις σαπουνάδες
ή τα δάκρυα.
Λοιπόν, μ’ αυτό το σαμπουάν
θα λούζομαι εφεξής,
στις σαπουνάδες του
θα ετοιμάζομαι για το πτυχίο μου
για τα ταξίδια
για συμβάντα ευχάριστα
ή και δυσάρεστα
μ’ αυτό θα ξεπλένω το κουρασμένο μου κεφάλι
μετά την δουλειά
προτού σβήσω τα φώτα,
ακόμα,
μ’ εκείνο θα λουστώ
ως και την ημέρα του γάμου μου
κι αν με ρωτούσαν για τον έρωτα
θα τους έλεγα για μια γυναίκα
που πέρασε όλη της την ζωή
προσπαθώντας να συντηρήσει μια ανάμνηση.
35 notes · View notes
anthemelia · 4 years ago
Text
Μεγαλώσαμε πια
κάνουμε σεξ και γυρνάμε στις δύο το βράδυ
δουλεύουμε δέκα ώρες για ψίχουλα
πάμε τους σκύλους μας βόλτα
κι αντί για εκείνους, τους σκουντάμε εμείς για ένα χάδι.
Είμαστε σωστοί ενήλικες, ναι,
σιγά σιγά αδειάσαν οι ντουλάπες
πετάξαμε τα σκισμένα τα τζιν, τ’ αρβυλάκια
τα βανς και τις φούστες τις μίνι
και κάθε βράδυ ξεχειλίζουμε δέκα τασάκια
σκοτώνοντας μέσα μας ό,τι έχει απομείνει...
Ωριμάσαμε πια, όλοι το λένε,
κάποιοι συζούνε, άλλοι έχουν ελεύθερες σχέσεις
πήραμε πτυχίο, χρωστάμε δύο, χωρίζουμε και η ζωή κυλά
μας λεν «κάτι παίρνεις, κάτι χάνεις, κάποτε πρέπει να διαλέξεις»
με τα χρόνια σαν μπαλόνι ξεφουσκώνει η καρδιά...
Είμαστε πλέον μεγάλοι, όχι παιδιά,
κάνουμε φορολογικές δηλώσεις, έχουμε και ψυχολογικά
παλιότερα πίναμε χύμα τις μπύρες, τώρα έχουμε αγαπημένο κρασί
φοράμε κουστούμι, ταγέρ, ασύρματα ακουστικά
κι όμως τριγύρω, αν ακούσεις, έχει χαθεί η μουσική...
Μεγαλώσαμε πια, βεβαίως,
ξυπνάμε στις εφτά ακριβώς μετά από αναβολή
βρίζουμε λίγο στα φανάρια, πίνουμε καφέ, βιταμίνες
τρέχουμε αγώνες δρόμου κι όμως! κανείς δεν γνωρίζει γιατί
για να γίνουμε πλούσιοι, να ζήσουμε καλά ή απλώς επειδή πρέπει;
η ζωή σηκώνει τους ώμους, μας γυρνάει την πλάτη και τρέχει...
1K notes · View notes
anthemelia · 4 years ago
Text
«Όταν πέθανε το καναρίνι μου»
Δεν σε ξεπέρασα
όταν σταμάτησες να μου εύχεσαι χρόνια πολλά.
Ούτε εκείνον τον Δεκέμβρη
που κλείναμε τέσσερα χρόνια χωριστά
κι εγώ σε περίμενα έξω απ’ έναν φούρνο,
στην Πατησίων, που πίναμε καφέ,
ντυμένη σ’ ένα φτηνό κασκόλ
φαγωμένο στις άκρες
που μύριζε τσιγάρο.
Δεν σε ξεπέρασα
όταν χάρισα το μπλε σου φούτερ.
Ούτε όταν τον γνώρισα
και τον αγαπησα
- ναι! τον αγάπησα
μα δεν σε ξεπέρασα.
Σε ξεπέρασα
όταν πέθανε το καναρίνι μου
κι εσύ δεν ήσουν πουθενά να στο πω.
Δέκα χρόνια τραγουδούσε ασίγαστα
σ' εκείνη την μικρή γωνιά της βεράντας
που ‘βγαινα κι εγώ να κάνω τα τσιγάρα μου.
Τ’ άκουγα
τ’ αγαπούσα
το τάιζα
μα ήταν καναρίνι
κι ύστερα δεν θα καταλάβαινε
από έρωτα.
Πήρα το μικρό του σώμα
το σκέπασα με χώμα και λουλούδια
τα μεσημέρια έκλαιγα
επειδή μου ‘λειπε η παρέα του.
Το να σου λείπει η παρουσία
είναι ένα πράγμα
το να σου λείπει η απουσία, είναι άλλο,
αυτό που τα ξεχωρίζει;
το λένε αγάπη.
Κι εγώ εσένα σε ξεπέρασα
την ημέρα εκείνη
που πέθανε το καναρίνι μου
κι εκείνη η μικρή γωνιά της βεράντας
μετά από ��έκα χρόνια
έμεινε βουβή
από κελάηδημα.
38 notes · View notes
anthemelia · 4 years ago
Text
Οι μεγάλες αγάπες δεν πεθαίνουν.
Tumblr media
Γίνονται παιδιά και κρύβονται στα σπίτια μας,
στις ντουλάπες,
στα συρτάρια,
στο ντους,
κάτω απ’ τους καναπέδες,
μέσα στο πιάνο,
ακόμα και στα φλυτζάνια του καφέ,
τα μικροσκοπικά,
χωράνε,
ίσως και μέσα στους κόκκους της ζάχαρης
ή τ’ αλατιού,
μας παίζουν κρυφτό,
και λίγο προτού τα καταπιούμε
κάποιο μεσημέρι
εκείνα κρύβονται στο κατακάθι και γλιτώνουν.
Ψάχνοντάς τες
αναποδογυρίζουμε τους καναπέδες
τις ντουλάπες
το σαλόνι
τις αναζητούμε σε κάθε κόκκο ζάχαρης,
πίσω απ’ τα σαμπουάν, και μέσα,
στο ντους,
μα δεν τις βρίσκουμε
ποτέ και πουθενά.
Μια μέρα,
θέλω να μάθει όλος ο κόσμος πως
οι μεγάλες αγάπες δεν πεθαίνουν ποτέ
διότι ποτέ δεν κατάφεραν να ζήσουν.
507 notes · View notes
anthemelia · 4 years ago
Text
Περνούν –
τα χρόνια
τα κύματα
ενίοτε και οι άνθρωποι περνούν –
κάποιοι αγγίζοντας
άλλοι τσαλακώνοντας
άλλοι αθόρυβα
κι άλλοι, τέλος,
στα παπούτσια τους, όπως φεύγουν
παίρνουν και κάτι δικό μας,
κάτι που δεν επιστρέφει ποτέ,
κάτι που μας δόθηκε πριν γεννηθούμε ακόμη
μόνο και μόνο για να το χάσουμε
και να το νοσταλγούμε
επάνω σ’ αυτό
το απωλεσθέν της ψυχής μας θραύσμα
χτίζουμε πολιτισμούς
θρησκείες
οικογένειες
φιλίες
ποίηση
κι ας μην μπορούμε να το ονοματίσουμε.
Θα ‘ναι η πίστη μας στον άνθρωπο;
θα ‘ναι η παιδική ηλικία;
θα ‘ναι η αθωότης μας;
κανείς δεν γνωρίζει προκαταβολικά
πόσο κοστίζει ένας άνθρωπος.
Κι έπειτα, στα θεολογικά κείμενα
μαθαίνει κανείς πως τα πάντα περνούν
παρέρχονται
γεννιούνται για να γίνουν παρελθόν
- σαν κι εμάς –
επιστρέφουν στο χώμα.
Το ύστατο που μπορούν να διαρκέσουν;
Η ημέρα εκείνη
που το χώμα θα επιστρέψει στον ίδιο του τον εαυτό,
κι έτσι, σαν θεόλογοι,
μας λεν οι φίλοι μας:
Οι δυσκολίες περνούν
η θλίψη περνά
τα βάσανα περνούν
ο πόνος περνά
όλα περνούν,
μα εγώ, αν έπρεπε,
θ’ απαρνιόμουν κάθε ποίημα μου
εκτός από το δίστιχο της εξαίρεσης:
η αγάπη δεν περνά
μόνο σωπαίνει.
45 notes · View notes
anthemelia · 4 years ago
Text
Οι σχολικές τσάντες των κοριτσιών
είναι ασήκωτες
και τους σημαδεύουν τους ώμους.
Κάθε πρωί στο σχολείο
μαζί με τα βιβλία τους
κουβαλούν αμέτρητες συμβουλές
και πρέπει
και μη
που κάποιοι άλλοι
πριν χρόνια
αποφάσισαν για εκείνες.
Έτσι,
παλεύουν να χωρέσουν την γνώση στο κεφάλι τους
μα στιγμές
κάποιο «πρέπει» δεν χωρά
και πετιέται.
Ενοχικά, τότε, κοιτούν τον εαυτό τους στον καθρέπτη
και σιχαίνονται
μέσα στα στενά τους φουστάνια
ψάχνουν υστερικά να βρουν την θηλυκότητά τους
κι οι συμμαθητές τους
τις δείχνουν με το δάχτυλο και γελάνε.
Στην ενήλικη ζωή τους κουβαλούν ακόμα
τα σημάδια απο τις σχολικές τους τσάντες.
Κουρασμένες ακουμπούν στο τζάμι απ’ τ’ αστικά
όπως γυρνούν απ’ την δουλειά τους
τα μάτια τους μονίμως βουρκωμένα
απ’τα νεύρα.
Το βράδυ παρακολουθούν τις ειδήσεις
τις αδερφές τους τις χτυπούν
τις πουλάνε
τις σκοτώνουν
τις βιάζουν, τις βιάζουν...
στην Ευρώπη και παντού στον κόσμο.
«Να τα ακούς εσύ αυτά για να δεις πόσο τυχερή είσαι».
«Είμαι τυχερή
τυχερή
τυχερή
και τίποτα παραπάνω
που να δικαιολογεί
το δικαίωμά μου στην ζωή
στην ασφάλεια
στην ελευθερία».
Φοβισμένες παρακολουθούν
σεξιστές γκόμενους
συγγενείς κι αφεντικά
να κάνουν hashtag #metoo
κι ύστερα να συνεχίζουν
να τις βιάζουν
τις βιάζουν
τις βιάζουν...
θύτες, νόμοι, δικαστές...
κι εκείνες να είναι απλά
τυχερές
τυχερές
τυχερές....
με σημαδεμένους ώμους
παιδιόθεν.
217 notes · View notes