Tumgik
#μπλούζες
wwwhographgr · 8 months
Text
Tumblr media
2 notes · View notes
greekrealestate · 7 months
Text
0 notes
ma-rinaa · 2 months
Text
Tumblr media
Μήπως να ξεκινήσω σειρά με μπλούζες; 🍒
578 notes · View notes
Text
Η πρώτη μερα χωρίς εσένα:
Άνοιξα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.Σημερα δεν θα είναι εύκολη μέρα.Εκανα καφέ,μέτριο,όπως τον πίνεις εσύ,να νιώσω έστω για λίγο την γεύση του πρωινού φιλιού που ανταλλάσσαμε λίγο πριν πας για δουλειά.
Κοιταχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου και έβαλα λίγη πούδρα να καλύψω τους μαύρους κύκλους."Δεν βαριέσαι,θα φύγουν",σκέφτηκα και έσκυψα να πλύνω το πρόσωπο μου.
Κάθησα να πιω τον καφέ μου,στο άδειο πλέον σπίτι μου.Οχι και τόσο άδειο φυσικά,είναι μια γάτα ακόμη εδώ που τρίβεται στα πόδια μου.Αν δεν ήταν και αυτή...
Σηκώθηκα και πήγα να ντυθώ.Ανοιγω την ντουλάπα και καθώς έψαχνα,έπεσε το χέρι μου πάνω σε μια από τις μπλούζες σου.Με έπιασα να χαμογελάω,μα έπειτα σκέφτηκα πως δεν είσαι εδώ.Γαμωτο,δεν είσαι εδώ.
Με έπιασαν τα κλάματα.Οχι άλλο,κουραστηκα.Κουραστηκαν τα μάτια μου να θρηνούν."Έλα,μην κάνεις έτσι,ένας γκόμενος ήταν".Άκουγα την φωνή μες το κεφάλι μου να λέει.Την φωνή που δεν ήταν δικιά μου.Ηταν του κόσμου.Για εμένα δεν ήσουν απλά ένας γκόμενος,ήσουν το σπίτι μου.
Ήρθε το μεσημέρι με τα πολλά.Ειπα να φτιάξω κάτι να φάω .Μαγείρεμα για έναν σήμερα,άρ�� δεν με νοιάζει και τόσο το πώς θα βγει.Αραγε τι θα φας εσύ σήμερα, μόλις γυρίσεις από την δουλειά;Που θα κοιμηθείς απόψε;Γαμωτο σταματα,κάτσε μαγείρευε.
Έφαγα λοιπόν το άθλιο και κακομαγειρεμενο φαγητό που έφτιαξα και ξαναεπεσα για ύπνο.Για να μην σκέφτομαι και να μην νιώθω.Ποναει πολύ το να μην είσαι εδώ.
Ήρθε το απογευματάκι.Τηλεφωνα από φίλους να πάμε για καφέ.Αραγε που να είσαι για να περάσω τυχαία;Δεν έχω ιδέα.Δεν θέλω να βγω.Θελω να κάτσω στο σπίτι.
Θα τους πω να περάσουν από εδώ.
Και ήρθαν.Εχω ανθρώπους που με αγαπάνε.Δεν πρέπει να το ξεχνάω αυτό.Με έπιασα να χαμογελάω,τελικά δεν τα έχασα όλα.Κρατησε αυτή η χαρά για λίγο.
Ώσπου να φύγουν και να μείνω μόνη μου πάλι.
Και έφτασε το βράδυ.Μην του στείλεις,μην τον πάρεις τηλέφωνο,αποφάσισε να φύγει.Σε πλήγωσε,σε πρόδωσε,μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου.Στον έρωτα δεν υπάρχει αξιοπρέπεια.Σε πήρα τηλέφωνο,δεν το σηκωσες.Σε ξαναπήρα.Παλι τα ίδια.Μαλλον αυτή τη φορά είναι οριστικό.
Καλά δεν σε νοιάζει τι κάνω;Όλη μέρα εσένα σκέφτομαι.Πως μπορεις να με διαγράφεις τόσο απλά;
Και έπειτα ακολούθησε ο θυμός.Θυμος με εσένα,θυμός με εμένα.Γαμωτο,μην τολμήσεις και ξαναέρθεις,να με ρημάξεις και να φύγεις.
Δεν έπρεπε να σε πάρω.Και δεν θα σε ξαναπάρω.Και αύριο θα είναι μια καινούργια μέρα.Θα βρω τον τρόπο να με φροντίσω,να με αγαπήσω,να κάνω πράγματα για τον εαυτό μου.
Ούτε εγώ με πίστεψα.Μα θα προσπαθούσα και εξάλλου κανένα συναίσθημα δεν κρατάει για πάντα.
Όσο απλά με εδιωξες εσύ,έτσι απλά και εγώ δεν θα σε ξανααφησω να μπεις στην ζωή μου.Μια μέρα ηταν,θα περάσει.Οπως πέρασαν αρκετές άλλωστε....
12 notes · View notes
rozavamvasblog · 1 year
Text
το καλό με το να ζω μόνη μου: βάζω ένα πλυντήριο
το κακο με το να ζω μόνη μου: πρέπει να σιδερώσω αυτο το ένα πλυντήριο.
#οι φίλοι μου κοροϊδεύουν τις ατσαλάκωτες μπλούζες μου #αυριο πρωί δουλευω και οριακά δεν εχω μπλούζα να βάλω γαμω
6 notes · View notes
justforbooks · 2 years
Photo
Tumblr media
Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος είναι συγγραφέας (το προηγούμενο, δεύτερο βιβλίο του, «Αποδοχή Κληρονομιάς», επίσης συλλογή διηγημάτων, ήταν στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας / Διηγήματος - Νουβέλας), αλλά η βασική του δουλειά είναι μάγειρας. Μαζί του μπορείς να μιλάς για ώρες χωρίς να βαρεθείς ποτέ, από την αγάπη του για τις παλιές μηχανές και τα βιβλία, μέχρι τη ζωγραφική και το φαγητό. Και έχει πολλά να πει.
— Τι κάνει ένας συγγραφέας στην κουζίνα; Πόση μοναξιά νιώθει ανάμεσα σε μάγειρες;
Αν εννοείς τη μόρφωση, δεν είναι μόνο ακαδημαϊκή η μόρφωση που λείπει από τους μάγειρες. Λείπει γενικά η μόρφωση. Έχει περάσει όλο αυτό το μάτσο πράγμα στις κουζίνες επειδή ερμήνευσαν λάθος τον Μπουρντέν και τον Μάρκο Πιερ Γουάιτ. Έρχονται τα παιδιά φαντασμένα, με τατουάζ και μπλούζες με τα ονόματά τους, με γιαπωνέζικα μαχαίρια, κι αν τους ρωτήσεις «ξέρεις πέντε ποδοσφαιριστές της Μπαρτσελόνα» μπορούν να σου πουν, ενώ αν ρωτήσεις «ξέρεις πέντε Γάλλους μάγειρες της nouvelle cuisine;» δεν ξέρουν ούτε έναν. Ε, γίνε ποδοσφαιριστής.
— Μου αναφέρεις τον Μπουρντέν, αλλά ο Μπουρντέν ήταν ξεχωριστή περίπτωση, δεν ήταν αστοιχείωτος.
Ο Μπουρντέν μπορούσε να σου μιλήσει από Iggy Pop μέχρι φιλοσοφία. Το «Κουζίνα εμπιστευτικό» είναι φοβερά λογοτεχνικό, έχει συγκινησιακό ύφος. Οι κουζίνες είναι ένα μέρος που μαζεύει πολύ –όσο βαρύ κι αν ακουστεί– αμόρφωτο και αποτυχημένο κόσμο.
— Γιατί θέλουν τόσα παιδιά να γίνουν σεφ και ράπερ; Το θεωρούν κάτι εύκολο;
Καταστροφή, αυτό είναι καταστροφή. Η μόδα με τους μάγειρες, ευτυχώς, φεύγει σιγά-σιγά. Κάνω interview πολλά χρόνια και βλέπω ότι σταδιακά ξεφουσκώνει όλο αυτό, γιατί οι μάγειρες αρχίζουν και μιλάνε για τις σκληρές συνθήκες, για τα δεκαεξάωρα, τα harsh lights, το ότι δεν έχεις ποτέ ζωή. Γίνεται μεγάλη αλλαγή στις κουζίνες αυτήν τη στιγμή. Ευτυχώς, από τη μία, γιατί η δική μου γενιά απέτυχε να αλλάξει πράγματα, επειδή ήμασταν λεβέντες και βλάκες μαζί. Θέλαμε να δείξουμε αλληλεγγύη, δουλεύαμε 16 ώρες και πάλι 16, αιώνια, μέχρι που στο τέλος δεν είχαμε ζωή. Δεν θυμάμαι ούτε καν πώς ήταν το Λονδίνο, έμπαινα στην κουζίνα το πρωί και έβγαινα από αυτή το βράδυ.
— Οι millennials έχουν άλλο πράγμα στο μυαλό τους, ο χρόνος γι’ αυτούς είναι πολύτιμος.
Νομίζω ότι έχουν απαιτήσεις, όχι υποχρεώσεις. Δουλεύω 23 χρόνια και κοίταξα τα ένσημά μου πριν από μια εβδομάδα. Αφαίρεσα τα οχτώ χρόνια στο εξωτερικό και έχω 2.500 ένσημα, δηλαδή τίποτα. Θα πεθάνω κάτω από γέφυρα στο τέλος. Και είναι πολύ άδικο, γιατί βρέθηκα να μαγειρεύω για δυο βασιλικές οικογένειες, στα βραβεία Νόμπελ, να κερδίζω ένα σωρό βραβεία, να έχω σούπερ CV και θα αναγκαστώ να δουλεύω μέχρι να γεράσω. Ήδη βλέπω ότι δεν αντέχω το ίδιο στην κουζίνα με τότε που ήμουν τριάντα, γιατί η κουζίνα κάθε μέρα είναι διπλή βάρδια, είναι σκληρό πράγμα, είναι multitasking, έχει και σωματική και πνευματική κούραση.
— Τώρα δουλεύεις ως σεφ;
Είχα αναλάβει για τρία χρόνια ένα πεντάστερο ξενοδοχείο-resort στην Αντίπαρο, το Rooster, της κυρίας Κομνηνού. Πήγαμε σούπερ, μπήκαμε στα τοπ 20 του κόσμου, παρότι ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος, αλλά τώρα αποφάσισα να μείνω στην Αθήνα, δεν μπορώ πλέον να μετακομίζω κάθε έξι μήνες, δεν με αφορά αυτό. Έχω σετάρει τη ζωή μου, έχω τον σκύλο μου, τις μηχανές μου, τα βιβλία μου, τα πράγματά μου και δεν αντέχω άλλο να δουλεύω σεζόν. Τώρα θα κάνω κάτι στην Αθήνα, που το αποφεύγω βέβαια όσο μπορώ, αλλά θα πρέπει να το κάνω.
— Σκέφτηκες ποτέ να γράψεις για φαγητό;
Δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω για μαγειρική, γιατί αν μπλέξει η μαγειρική με τη λογοτεχνία, αυτομάτως κάποιο από τα δύο θα πεθάνει. Δεν θέλω να γράψω για φαγητό, επειδή ό,τι έχω διαβάσει μαγειρικό μού είναι φριχτά βαρετό, μου είναι φριχτά ελιτίστικο, γράφουν και νομίζουν ότι ζουν στη Νέα Υόρκη, ενώ ζουν στην Αθήνα. Υπήρξε μια περίοδος που θεωρούσαν ότι η Αθήνα έκανε ένα «μπουμ», που δεν ήταν «μπουμ», απλώς υπήρχε πολύ χρήμα κι άρχισαν να υπάρχουν ακριβά εστιατόρια και θεωρούσαν ότι το ακριβό σε ανεβάζει κοινωνική τάξη.
— Ήταν μια περίοδος που όσοι ασχολούνταν με το φαγητό είχαν μια ψευδαίσθηση μεγαλείου. Γιατί δεν υπήρξε ποτέ πραγματική υψηλή κουζίνα.
Ποτέ. Εγώ δούλευα ως νέος μάγειρας σε ακριβά εστιατόρια και είναι μια φούσκα αυτό το πράγμα, όντως, όλο αυτό που λέμε «νέα ελληνική κουζίνα». Και υπάρχουν και μερικά blogs ή κάποιοι που έχουν αυτοχαρακτηριστεί ινστρούχτορες και δίνουν βραβεία, οι οποίοι έχουν καταστρέψει το πράγμα τελείως. Είναι όπως όλα στην Ελλάδα, πληρωτέο. Κάθομαι, κέρασέ με τα πάντα, φέρε μου ένα πούρο και να γράψω τι ωραία που είναι.
Δεν υπάρχουν κριτικοί φαγητού στην Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν να γράψεις για φαγητό άμα δεν μαγειρεύεις, όσο χαζό κι αν ακούγεται. Δεν γίνεται. Είναι αυτό που έλεγε ο μεγαλύτερος Έλληνας σεφ, ο οποίος είναι άγνωστο ότι είναι Έλληνας, o Nico Ladenis, ότι είναι σαν τους ευνούχους, ότι ξέρουν πώς γίνεται, αλλά δεν μπορούν να το κάνουν. Και δεν γίνεται να γράψεις τις βλακείες που γράφω εγώ, άμα δεν έχεις διαβάσει πολύ. Δεν γίνεται επίσης να κάτσεις πάνω από μια λευκή κόλλα και να πεις «πρέπει να γράψω». Νιώθω άβολα όταν μου λένε «είσαι συγγραφέας». Τι είναι αυτό; Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό, απλά ασχολούμαι με το διάβασμα. Διαβάζω, και γράφω ό,τι μου ’ρθει…
— Μου είπες ότι είναι πολύ χαμηλό το επίπεδο στις κουζίνες, αλλά η ευθύνη είναι των παιδιών που θέλουν να γίνουν σεφ. Αν δεν έχουν όρεξη να μάθουν, να ψάξουν, δεν τους φταίει κανένας δάσκαλος.
Φυσικά, φυσικά. Γιατί, εγώ ποιον είχα; Πήγα σε ένα δημόσιο ΙΕΚ στην αρχή και δεν είχα ούτε βιβλία. Μας έδιναν φωτοτυπίες, αλλά τα πρώτα χρόνια πρέπει να αγόραζα 200 μαγειρικά βιβλία τον χρόνο. Είχα πει στον εαυτό μου ή γίνεσαι μάγειρας ή σβήνεις. Κι επειδή πάντα διαβάζω τρία βιβλία ταυτόχρονα, τότε το ένα ήταν μαγειρικό. Τώρα δεν είναι. Το άλλο ήταν ποίηση, διάβαζα φουλ ποίηση γιατί μου άρεσε ο μουσικός της ρυθμός. Και πάντα διάβαζα κόμικς. Διάβαζα Κόρτο Μαλτέζε όταν είχα τα σκούρα μου. Κι ήταν πάντα ένας αγώνας στην κουζίνα, ήθελα να μιλήσω για κάτι, δεν εννοώ να μιλήσω για λογοτεχνία ή σινεμά, ήμουν πάντα τρελός με τα film noir, άμα μιλάγαμε όμως για μαγειρική ρωτούσα «η χορτόπιτα ποια χόρτα περιέχει;», γιατί συνήθως είχε σπανάκι και εντόπιζα τι λείπει, γιατί από τις γιαγιάδες μου ήξερα τριάντα βρώσιμα χόρτα με πολύ παράξενα ονόματα και τα είχα καταγράψει όλα. Έχω μανία με τα τυριά. Θυμάμαι ένα που έφτιαχνε η γιαγιά μου που το λέγαμε κορκοφίγκι, ήταν ο πρώτος αφρός απ’ το πρώτο γάλα της γέννας του ζώου στο οποίο έβαζαν ζάχαρη και ήταν σαν Cambridge curd cream, σαν custard, δηλαδή καιγόταν και ήταν γλυκό κι έλεγα γιατί να μην υπάρχει αυτό στην κουζίνα μας;
— Στην ουσία ήταν κάτι σαν τσιζκέικ.
Μα και το τσιζκέικ ήταν πανάρχαιο γλυκό. Έδιναν τσιζκέικ στους Ολυ��πιονίκες. Τα ελληνικά εστιατόρια θα κλείσουν αν βομβαρδιστεί ποτέ το Περού και τελειώσουν τα bao, τελειώσουν τα anticuchos και τα σεβίτσε. Ή άμα σταματήσουνε κάποιοι να πουλάνε πάγο στους Εσκιμώους με Wagyu και Kobe, γιατί όποιος έχει κοινή λογική ξέρει ότι Kobe απαγορεύεται να πουλάς εκτός συγκεκριμένης αγοράς στην Ιαπωνία. Γενικά, το brain drain ισχύει πολύ αυτήν τη στιγμή. Είναι έξω πολλά παιδιά που δουλεύουν με πολλή σύνεση, με συνέπεια στις κουζίνες, με το κεφάλι κάτω, διαβάζοντας.
— Πόσα βιβλία έχεις στο σπίτι σου;
Δεν ξέρω, 2.000; Δεν έχω καλύτερο πράγμα από τις βιβλιοθήκες. Από μικρός ονειρευόμουν να έχω ένα σπίτι που να μη φαίνονται οι τοίχοι, που να ’χει μόνο βιβλιοθήκες. Νιώθω ήρεμα. Κι έχω και OCD, θέλω τα βιβλία να είναι με τη σειρά, δεν μπορώ να δεχτώ ότι ο Μπολάνιο θα είναι δίπλα με τον Έζρα Πάουντ, γιατί το βράδυ θα τσακωθούν για πολιτικούς λόγους. Τα βιβλία του Μπουκόφσκι τα έχω τοποθετήσει με τη σειρά που βγήκαν. Νιώθω πολύ ασφαλής όταν σε ένα μέρος είμαι κυκλωμένος από βιβλία και δίσκους. Δεν θέλω πολλά. Ξέρω τι θέλω πλέον. Θέλω τρία-τέσσερα πράγματα και είμαι εντάξει. Δεν θέλω να έχω μια καρέκλα Καντίνσκι σπίτι μου. Δεν μου καίγεται καρφί.
— Πόσο σε αφορά το παρελθόν; Όλες οι ιστορίες του «Σάλτου» είναι σε έναν άγνωστο χρόνο, περασμένο.
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το παρελθόν ως ιστορίες, τρελαίνομαι, αλλά αυτό που με αφορά σε πρώτη φάση είναι το μέλλον. Γιατί γράφοντας για τα παλιά, θέλω να αφήσω κάτι στο μέλλον. Νομίζω ότι όλοι, όταν περνάμε τα 35, πρέπει να τελειώνουμε και να έρχονται οι επόμενοι, γιατί έχουμε σταδιακά αλλοτριωθεί. Αυτό που λέμε «έχω ωριμάσει» είναι η μεγαλύτερη μαλακία. Την έχεις πατήσει και τελείωσες. Με ενδιαφέρει το καινούργιο, πάντα με ενδιέφερε το καινούργιο. Στις κουζίνες δεν μιλάμε για μαγειρική, μιλάμε για το Bauhaus και για τον Λούντβιχ Μις φαν ντερ Ρόε, αυτό με ενδιαφέρει. Να πούμε κάτι άλλο. Ακόμα και οι παλιές ιστορίες, οι βουνίσιες, να γ��αφτούν με έναν λίγο πιο καινούργιο τρόπο. Δεν ήθελα να είναι σαν να διαβάζεις Παπαδιαμάντη, Εφταλιώτη και Κρυστάλλη. Δηλαδή, άσε με, ρε φίλε. Δεν με αφορά.
— Πρόσφατα μου έκαναν δώρο δυο βιβλία του Ροΐδη, μου τα πρότειναν ως «υποδειγματικά ταξιδιωτικά». Δεν μπορώ να τα διαβάσω.
Εγώ δεν μπορώ να διαβάσω με τίποτα Καζαντζάκη. Δεν μπορώ. Ακόμα και τα ταξιδιωτικά που διάβασα για την Αγγλία, τα διάβασα με το ζόρι. Δεν με αφορά αυτή η γλώσσα. Δεν μπορώ να διαβάσω ούτε Σικελιανό.
— Φαντάσου τι μπορείς να κάνεις σε ένα μικρό παιδί, όταν του δώσεις να διαβάσει ελληνική λογοτεχνία γραμμένη πριν από 60 και 100 χρόνια, δεν το αφορά καθόλου. Κι ένα μεγάλο μέρος των σχολικών ανθολογίων έχει τέτοια κείμενα. Τα ανίψια μου διδάσκονται την ίδια λογοτεχνία που διδάχτηκα κι εγώ και τη μισούσα στο σχολείο.
Είναι το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε ένα παιδί. Είναι λογικό να τη μισήσει τη λογοτεχνία. Εδώ βάζουν τα παιδιά να διαβάζουν Παλαμά. Ρε φίλε, τι δουλειά έχει ο Παλαμάς το 2022; Να διαβάζουν Παπαμάρκο. Να διαβάζουν κάτι άλλο που μιλάει στη γλώσσα τους. Να διαβάσουν το «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ» της Μπουραζοπούλου. Διάβασα πρόσφατα τρία ελληνικά βιβλία που είναι κοντά στο κλίμα αυτό, το ένα λέγεται «Λυκοχαβιά» του Κώστα Μπαρμπάτση, το άλλο το έχει γράψει ο Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπιλής και λέγεται «Ώπα, ώπα, Μπλάτιμοι». Πολύ ωραία γλώσσα, με τοπικούς ιδιωματισμούς – και δουλεύει κι αυτός στην εστίαση. Και ένα άλλο που μου άρεσε πιο πολύ από όλα αυτά λέγεται «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους», του Μιχάλη Αλμπάτη, γιατί έχει και χιούμορ, είναι γκροτέσκο. Ξαφνικά ένα παιδί αρχίζει και ακούει τους νεκρούς να μιλάνε. Είναι εξαιρετική ιδέα και είναι φοβερά ωραία γραμμένο. Ο άνθρωπος που το γράφει είναι από την Κρήτη, χρησιμοποιεί κρητική διάλεκτο. Όχι πολύ, για να είναι εύπεπτο για όλους, θα ήθελα να την είχε χρησιμοποιήσει ακόμα πιο πολύ.
— Στα βιβλία σου όλοι οι ήρωες έχουν κακό τέλος, στον «Σάλτο» όλοι τρελαίνονται…
Ναι, κανείς δεν γλιτώνει. Απειλούσε κάποιος τον Γκαλεάνο κάποτε, του έλεγε «άμα έρθω από εκεί θα σε κρεμάσω, θα σε σκοτώσω και θα πεθάνεις». Και του λέει ο Γκαλεάνο «γιατί στο τέλος εσύ τι θα κάνεις; Δεν θα πεθάνεις;». Στην «Αποδοχή Κληρονομιάς» είναι λίγο πιο σκληρό το τέλος των ηρώων, τους κόβουν τους λαιμούς τους, στον «Σάλτο» τρελαίνονται. Το πιο σκοτεινό είναι το τελευταίο διήγημα με αυτόν που πεθαίνει, πάει στην κηδεία του και προσπαθεί να μιλήσει στον κόσμο. Περνάει ο καιρός, ξεχνιούνται τα πράγματα, αλλάζουν οι περιοχές κι αυτός δεν ησυχάζει ποτέ.
— Το πιο συγκλονιστικό διήγημα του βιβλίου για μένα είναι το «Μέλι και γάλα», η Ραλλιώ. Όχι μόνο το στόρι, αλλά και ο τρόπος που είναι γραμμένο.
Αυτό είναι το πιο αγαπημένο μου διήγημα από όσα έχω γράψει, γιατί έχει δυο-τρία σημεία που είναι πολύ προσωπικά, είναι ένας ατέλειωτος εφιάλτης. Δεν μπορεί να γλιτώσει αυτός ο άνθρωπος, ο αφηγητής, με τίποτα. Σε κάποια φάση γυρίζει μετά από τριάντα χρόνια σπίτι του από τη φυλακή, βγάζει από την ντουλάπα ένα καφέ σακάκι, βλέπει ένα πένθος και καταλαβαίνει ότι η μάνα του πέθανε πρώτη. Αυτό το σημείο και στο τέλος που λέει «κι όλη νύχτα μύριζε κανέλα και βροχή». Εκεί υπάρχει ένα τουίστ. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αυτός δεν σώθηκε ποτέ από τον αρχικό βήχα που του είχε μεταδώσει εκείνο το κορίτσι.
— Πόσο έχεις αυτολογοκριθεί στον «Σάλτο»; Γιατί σπανίως όταν γράφουμε αφήνουμε τα τραύματά μας να φανούν.
Σταμάτησα να αυτολογοκρίνομαι από το τελευταίο διήγημα του προηγούμενου βιβλίου. Αλλά υπάρχουν και πράγματα που λέγονται ή υπονοούνται μέσα στο βιβλίο, τα οποία είναι πολύ σκληρά. Στο προηγούμενο βιβλίο υπάρχει ο πατέρας που πάει με την κόρη σε μια σπηλιά. Υπάρχει αυτό με τις καλαμποκιές που ο πατέρας σκοτώνει το παιδί του. Στο καινούργιο υπάρχει μια πολύ μικρή ιστορία, που λέγεται «Αλισάχνη», όπου πεθαίνει ο γιος και η μάνα του τον αφήνει στην απέναντι μεριά του ποταμού και λέει «έλυσα τους ματωμένους επιδέσμους από τα χέρια μου και τους αμόλησα στο νερό». Καταλαβαίνεις ότι κι αυτή είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει, κι αυτή είχε τρελαθεί. Αυτολογοκρίνομαι στον ρυθμό και στα επίθετα. Μου βγαίνει δεκαπεντασύλλαβος γρήγορος, με έχει διαλύσει ο Όμηρος, με έχει πάρει όμηρο. Και στα επίθετα. Θα μου άρεσε πριν από κάθε λέξη να υπάρχουν δύο επίθετα ή τρία. Μου αρέσει που λέει «η κλινόχαρη θεά η Αφροδίτη». Περίμενα ότι πολύς κόσμος θα σοκαριζόταν με διάφορα, αλλά ευτυχώς, μέχρι στιγμής έχω πολύ καλά σχόλια. Πολλοί παρατηρούν αυτό που θέλω, το ότι μπλέκει μια ομηρική με μια βουνίσια γλώσσα, ειδικά στο ομώνυμο διήγημα, παρότι δεν το έκανα όσο ήθελα. Έδιωξα πολλές ομηρικές λέξεις. Εγώ είμαι παιδί του Εμπειρίκου, μ’ αρέσουν τα επίθετα, μ’ αρέσει να φτιάχνονται λέξεις, να γίνονται περιγραφές. Χάνομαι λίγο με αυτό και προσπαθώ να βάζω φρένο. Θεωρώ ότι ο Εμπειρίκος έχει γράψει το καλύτερο ελληνικό βιβλίο, την «Οκτάνα». Είναι φοβερός γλωσσοπλάστης, είναι φοβερά καθαρός. Πρέπει να τα έχεις πάει πολύ καλά μέσα σου για να μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτά που μίλησε –ειδικά στον «Μεγάλο Ανατολικό»– και να μη λερωθείς.
— Έχεις μανία με την ελληνική γλώσσα, όπως φαίνεται στα βιβλία σου;
Έχω μανία, όντως. Να σου πω τι άλλη μανία έχω. Μεγάλωσα στο Αίγιο και πέρναγα όλο το καλοκαίρι με τους παππούδες, οι οποίοι ασχολούνταν με τις σταφίδες, με τις ελιές, με όλα αυτά τα πράγματα και μιλούσαν τη γλώσσα που έχει περάσει περισσότερο στο πρώτο βιβλίο και λιγότερο στο «Σάλτο», με την οποία εγώ γέλαγα όταν ήμουν μικρός, δεν καταλάβαινα τις λέξεις. Γέλαγα, αλλά τις έγραφα, τις σημείωνα, τις έλεγα με τα ξαδέρφια μου για πλάκα, επειδή δεν καταλάβαιναν τι είναι. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάθισα και τις μάζεψα όλες κι έχω φτιάξει ένα λεξικό με 1.500 λέξεις, το οποίο κάποια στιγμή θέλω να το εκδώσω. Όταν ήμουν μικρός κορόιδευα τον παππού μου που αντί για «ένας σωρός πέτρες» έλεγε «ένας αρμακάς λιθάρια». Έλεγα «τι είναι αυτά που λέει;», νόμιζα ότι ήταν εντελώς βλάχικα, χωριάτικα πράγματα. Μέχρι που γυρίζοντας στην Ελλάδα διάβασα την «Ιλιάδα» και βρήκα εκεί μέσα τις μισές λέξεις.
— Είναι φρικτό όταν πεθαίνει κάποιος ηλικιωμένος και παίρνει όλον αυτόν τον πλούτο μαζί του.
Ξέρεις πώς ξεκίνησα να γράφω; Δεν είχα ιδέα ότι θα γράψω ποτέ. Διάβαζα συνέχεια και δεν διάβαζα Έλληνες καθόλου, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό, διάβαζα μόνο Lost Generation από μετάφραση. Και αμερικάνικες εκδόσεις, Μπουκόφσκι, Φιτζέραλντ, Χαρτ Κρέιν, Μπάροουζ, ο Μπάροουζ είναι μεγάλη μου αγάπη και θεωρώ ότι είναι φοβερά υποτιμημένος. Γυρίζοντας στην Ελλάδα άρχισα και πήγαινα στον παππού μου, ο οποίος ζούσε κοντά μας γιατί είχε πεθάνει η γιαγιά μου. Μιλάγαμε, μου έδειχνε φωτογραφίες και παρατηρούσα ότι οι γυναίκες δεν γελάγανε ποτέ, ούτε κι οι άντρες. Μου έλεγε ιστορίες που γι’ αυτούς ήταν καθημερινότητα, για κάποιον που πέθανε το παιδί του και τη μέρα της κηδείας η γυναίκα του τρελάθηκε κι άρχισε να τρώει άχυρα, ενώ αυτός κρεμάστηκε. Και μου τα μετέφερε σαν κάτι πολύ απλό. Σκεφτόμουν «ποιος Χένρι Μίλερ, εδώ γίνεται μακελειό!». Και αισθάνθηκα βάρος, γιατί ενώ αυτοί οι άνθρωποι στις φωτογραφίες ήταν συγγενείς μου, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτούς. Ήμουν τρελός πάντα με την Ιστορία και την κανονική Ιστορία την έμαθα μέσα από τις ιστορίες τους, – δεν μιλάω για τον Κριμαϊκό πόλεμο και για τα εμφυλιακά, αλλά έμαθα πολλά πράγματα μέσα από τις οικογενειακές ιστορίες που ανακάλυψα. Κι αποφάσισα να γράψω γι’ αυτούς. Δεν θέλω να γράψω πολιτικά, σε πρώτο πρόσωπο, δεν θέλω να κάνω κατήχηση, γιατί νομίζω ότι η πολιτική θέση διαφαίνεται από το ήθος, από το πώς γράφεις και από την αισθητική. Νομίζω ότι όσοι μιλούν πολύ για πολιτικά στο τέλος γίνονται καρικατούρες. Ωστόσο, έχω φοβερό ενδιαφέρον για την πολιτική, το σπίτι μου είναι γελοία γεμάτο με πολιτικά βιβλία, αποφεύγω όμως να γράφω πολιτικά, γιατί μπορώ να το κάνω αλλιώς. Δηλαδή θεωρώ ότι το «γυναίκα, μη μιλάς», «όχι, θα μιλήσω» είναι πολιτική πράξη.
— Τα γράφεις πολλές φορές τα διηγήματα;
Όχι, συμβαίνει λίγο αντίθετα. Ξέρω το τέλος και χτίζω την αρχή για να φτάσω στο τέλος που ξέρω.
— Εννοώ, δουλεύεις τη ροή;
Όχι, όχι. Ειδικά το τελευταίο διήγημα του «Σάλτου», ο «Αγγελοκρουσμένος», είναι αυτόματη γραφή. Είναι πολύ χαζή ιστορία, αλλά συνέβη έτσι στ’ αλήθεια. Είναι για έναν άνθρωπο που πεθαίνει στον ύπνο του και ήταν να μπει στο προηγούμενο βιβλίο, αλλά ήταν εποχή Covid και ο εκδότης μου είπε να μην το βάλουμε, «όχι άλλη μαυρίλα, θα πεθάνουνε όλοι, μην τρελαθούμε». Το έγραψα ως εξής: Είμαι στο σπίτι που έχω στο χωριό, εκατό χρόνων, και ξυπνάω μέσα στη νύχτα γιατί νιώθω ένα πετάρισμα στο χέρι μου, ενώ δίπλα μου κοιμόταν η κοπέλα μου. Πιάνω το Mac, το γράφω, το κλείνω και ξαναπέφτω για ύπνο. Σηκώνομαι το πρωί και το διαβάζω και είναι ακριβώς αυτό, όπως είναι στο βιβλίο, απλά άλλαξα το όνομα κι αντί για Ανδρέας έβαλα Σίμος. Είχα ορκιστεί στον εαυτό μου να μην το πειράξω, να μείνει όπως ήταν. Είμαι λίγο αντίθετος και στις συμβουλές. Ευτυχώς δεν έχω λάβει ποτέ συμβουλές, ευτυχώς δεν έχω ιδέα του τι κάνω.
— Κάνεις λογοτεχνία, όμως. Όταν γράφεις για ένα μέσο, υπάρχουν κανόνες και στάνταρ. Έχεις συγκεκριμένο αριθμό λέξεων, δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, γιατί πάνω από 2.000 λέξεις δεν διαβάζει πλέον κανείς.
Μου έστειλε κάποιος και μου ζήτησε να γράψω για το βιβλίο σε 250 λέξεις. «Γράψε μου 250 λέξεις, γιατί τόσος χώρος υπάρχει στην εφημερίδα». Αυτοεκπαιδεύομαι σε αυτό λόγω των διηγημάτων, αλλά μου φαίνεται τρελός αυτός ο περιορισμός. Δουλεύω εδώ και δύο χρόνια κάτι που είναι πιο μεγάλο από τα διηγήματα, είναι μεγάλη φόρμα, θα είναι λογικά το επόμενο βιβλίο μου, αν είμαι εν ζωή, για το οποίο δεν είμαι και τόσο ενθουσιασμένος. Γιατί η σε βάθος, αργή γραφή δεν με πολυαφορά, με κουράζει. Ενώ το διήγημα με ιντριγκάρει γιατί μέσα σε τρεις σελίδες θα πρέπει να φτιάξω χαρακτήρες, τοπία, γεγονότα, πράξεις που ίσως να τα δικαιολογούν. Να φτιάξω συγκίνηση. Και πρέπει να δουλέψω πιο ύπουλα, με πιο πολύ υπαινιγμό. Να κάνω αυτό που κάνει ο Σελίν, τις τρεις τελείες στο τέλος… Αλλά αυτό το επιλέγω μόνος μου. Αν μου πει ο τάδε εκδοτικός ότι «θέλω το κάθε διήγημά σου να είναι χίλιες λέξεις», δεν θα γράψω ούτε μισή παράγραφο. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να είναι υποχρεωτικό. Δεν μπορώ να καταλάβω τι θα πει «λέσχες δημιουργικής γραφής» ή εργαστήρια – πώς τα λένε. Δεν νομίζω ότι είπε κανείς στον Κάφκα «ξεκίνα να γράφεις έτσι», δεν ξεκινάμε με «όταν» και δεν βάζουμε δύο φορές το «και». Άσε με. Το ίδιο και στον κινηματογράφο και παντού. Δεν θα υπήρχε ο Κουροσάβα, δεν θα υπήρχε ο Όρσον Γουέλς. Το να σε έχουν βάλει σε κουτάκια στον τρόπο που γράφεις είναι φοβερό.
— Στο βιβλίο φαίνεται ότι έχεις μια αγάπη για οτιδήποτε ισπανόφωνο και λατινοαμερικάνικο.
Το δωμάτιό μου είναι γεμάτο με κρανία ζώων. Έχω ζήσει στο Μεξικό για έναν χρόνο. Έχω ζήσει στην Αγγλία για χρόνια, στη Νορβηγία, στη Γαλλία, έχω περάσει δύο καλοκαίρια στην Καταλονία. Γι’ αυτό βγαίνουν συνέχεια αυτά στα διηγήματά μου. Η πρώτη φορά που πήγα σε κάποια χωριά στην Καταλονία ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή της ζωής μου, έχω φίλους εκεί, ένα ζευγάρι που ζει στους πρόποδες των Πυρηναίων, στη Γέιντα. Αυτά είναι τα τελευταία μέρη που έμειναν όρθια επί εξουσίας Φράνκο. Ο μεγάλος μου φόβος για τον «Σάλτο» είναι ότι δεν έχει τη συνοχή που έχει η «Αποδοχή Κληρονομιάς». Τα μέρη είναι διαφορετικά σε κάθε ιστορία, η ελληνική επαρχία, σε ένα βουνό, η Καταλονία, κάποιος που πάει στη Σιβηρία. Δεν είναι σε ένα μέρος. Αλλά έγινε εσκεμμένα. Αλλάζοντας τα ονόματα ήθελα να δείξω ότι τα ίδια συμβαίνουν παντού.
— Δεν είναι ποτέ αστικές ιστορίες. Αφορούν όλες την επαρχία.
Ναι, γιατί νομίζω ότι δεν περνάει τίποτα μέσα από τα τσιμέντα. Η Αθήνα είναι καλή μόνο για να γυρίσεις το «Walking Dead», είναι μια πόλη-ταμπού. Γιατί, ξέρεις τι; Το τσιμέντο δεν έχει μνήμη. Το χώμα έχει μνήμη. Όταν πάω στο χωριό, μου λένε: «Κάτω από αυτό το έλατο σκότωσαν τον τάδε», «αυτό το φαράγγι λέγεται έτσι γιατί έγινε αυτό». Στην Αθήνα τι να πεις; Είναι ένα μαγικό πράγμα όταν παίρνεις μύθους ή προφορικές διηγήσεις. Τις γράφεις και από εκείνη τη στιγμή και πέρα δεν είναι πια μύθος, είναι αλήθεια. Στο πρώτο βιβλίο μου, στη «Μάκινα», έγραφα κάπου «η σπηλιά της Δοξούλας». Δεν λεγόταν όντως της Δοξούλας, ήταν απλά μια σπηλιά. Από τότε όλοι λένε «η σπηλιά της  Δοξούλας». Αυτό, το ότι γίνεται ξαφνικά αλήθεια, είναι τρομερό. Στον «Σάλτο» κατέγραψα τριάντα μονοπάτια και τοποθεσίες στο χωριό, τα οποία τα έβαλα εκεί μόνο και μόνο για να τα σώσω. Υπήρχε ένας γείτονάς μας στο χωριό, που είναι ακόμα εν ζωή, μεγάλος σε ηλικία, που δεν του μιλάνε πολλοί και δεν τον συμπαθούν. Εγώ τον συμπαθώ και αυτός με συμπαθεί. Έχει μακριά γένια, είναι λιγομίλητος, με τον γιο του μεγαλώσαμε μαζί και ήμασταν φίλοι, αλλά δυστυχώς χάθηκε νωρίς. Και πάω μια μέρα, ενώ κανείς δεν του μιλούσε, και του λέω ότι θέλω να μου πει, μέσα σε όλο αυτό το λαογραφικό-ιστορικό κάψιμο που έχω φάει, πώς λέγεται αυτό κι εκείνο το μονοπάτι και όλα γενικά εκεί γύρω, να κάνω χαρτογράφηση. Και μου τα λέει όλα. Εκείνη τη στιγμή ήταν πιο ήρεμος από ό,τι τον είχα δει ποτέ, γιατί υπήρχαν επιτέλους αυτιά να ακούσουν αυτά που είχε μέσα του. Κι έρχεται το επόμενο πρωί στην αυλή έξω απ’ το σπίτι μου, ενώ δεν μιλάει με τους δικούς μου, με κλαμένα μάτια και μου δίνει μια μαγκούρα πίσω απ’ τα κάγκελα και μου λέει «την έφτιαχνα όλο το βράδυ για εσένα, πάρτη να την έχεις να με θυμάσαι». Ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή στα 38-39 μου χρόνια.
— Είναι μεγάλο βάρος η κληρονομιά που κουβαλάς και δεν τη μοιράζεσαι.
Πολύ μεγάλο βάρος. Είναι σαν να πέθανε η μάνα μου και δεν έχω κάτι να τη θυμάμαι. Δεν είναι ότι είμαι κολλημένος με το παρελθόν, το αντίθετο. Γι’ αυτό γράφω, θέλω να αφήσω κάτι και να δείξω ότι κάποτε εδώ πέρα υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι για κάτι παλεύανε. Δεν ήξεραν πολλά πράγματα, αλλά αυτά που ξέρανε, τα κάνανε καλά. Είναι φοβερό όταν χάνονται οι άνθρωποι να μη θυμάται κανείς πώς έλεγαν έ��αν τόπο, όπως το «Τρανό Λαγκ��δι» στο τέλος του βιβλίου. Γιατί το λέγανε τρανό; Το τρανό είναι φοβερή λέξη. Τρανό λαγκάδι, ο μεγάλος γκρεμός. Όταν πεθάνουν οι άνθρωποι που το έλεγαν έτσι, γίνεται απλά ένα ρέμα. Ενώ δεν είναι απλά ένα ρέμα, γιατί στο ρέμα αυτό λέγανε ότι υπήρχαν νεράιδες τα βράδια. Ξέρεις τι; Υπήρχαν νεράιδες! Υπήρχαν, γιατί το πίστευαν ότι υπήρχαν. Είναι σαν τα μάγια. Άμα δεν τα πίστευες, δεν μαγευόσουν. Σε προκαθορίζει το τι πιστεύεις και το τι πιστεύουν οι άλλοι για εσένα. Ο Ζενέ έλεγε μια φοβερή ιστορία: Όταν έγινε μεγάλος συγγραφέας, φόραγε μια μάσκα full face για να πάει να πάρει τα λεφτά και του τα έδιναν μέσα σε σακούλες σκουπιδιών. Κι αυτό γιατί όταν ήταν έξι χρονών, στο σπίτι μιας θείας του, ανέβηκε σε ένα σκαμπό να πάρει καραμέλες και τον βλέπει αυτή και του λέει «κλέφτη!». Συγκλονίστηκε, κι από εκείνη τη στιγμή έγινε όντως ο Ζενέ κλέφτης. Όταν περνάω από ένα συγκεκριμένο σημείο στο χωριό μου, έχει πάντα νεράιδες. Φυσικά δεν υπάρχουν, αλλά στην ανιψιά μου ή στο παιδί μου, άμα θα έρθει μια μέρα,θα τους λέω αυτό. Γιατί θέλω να πατάει με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο εκεί. Να σου πω πώς ξεκίνησα να γράφω τον «Σάλτο»; Είμαι 7-8 χρονών και με τον πατέρα μου έχουμε πάει στο αμπέλι, όπου εκεί είναι ένας τεράστιος βράχος. Τον ρωτάω «τι είναι αυτό;» και μου λέει αυτό είναι σκυλογκρέμι, εκεί πέταγαν τα μικρά ζώα που ήταν ανεπιθύμητα. Τα πέταγαν και φτάνανε στο από κάτω χωριό. Δεν είπαμε άλλα, αλλά μετά από 30 χρόνια αυτή η κουβέντα επέστρεψε στο μυαλό μου και λέω «πω-πω, κοίτα τι κάνανε». Πήγα πριν από λίγο καιρό και τον φωτογράφισα αυτόν το βράχο. Είναι αυτός στη φωτογραφία. Είναι ο Σάλτος, αν και κανείς δεν ξέρει ότι είναι ο Σάλτος. Είναι απλά ένας βράχος εκεί, που εγώ τον βάφτισα Σάλτο, γιατί σημαίνει πολλά. Ο Σάλτος είναι το άλμα, είναι που σαλτάρεις, είναι το σάλτο μορτάλε.
— Ξέρω ότι έχεις σπουδάσει ζωγραφική, σήμερα έχεις καμία σχέση μαζί της;
Έχω τελειώσει σχολή ζωγραφικής μικρός, με θεωρούσαν το next big thing, μέχρι που μετά από δύο θανάτους δικών μου παράτησα τα καβαλέτα και τα χρώματα. Δεν θα την ξεπεράσω ποτέ, είναι η μεγαλύτερη αγάπη που έχω, πάνω κι απ' τη μαγειρική. Την έχω θάψει, αλλά άμα αύριο πέθαινα, θα ήθελα ο τάφος μου πάνω να έγραφε ότι ήμουν ζωγράφος. Ούτε συγγραφέας, ούτε μάγειρας.
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
5 notes · View notes
rulinarulina · 15 days
Text
Τα tips οργάνωσης της ντουλάπας που εφαρμόζουν οι celebrities
Πουκάμισα, μπλούζες, παντελόνια, φορέματα, παπούτσια και τσάντες, κοσμήματα και διάφορα αξεσουάρ. Οι ντουλάπες όλων των γυναικών είναι γεμάτες με άπειρα πράγματα, τα οποία όλο και πολλαπλασιάζονται. Για να καταφέρουμε όμως να ξεχωρίζουμε τι έχουμε στη συλλογή μας, χωρίς να ξεχνάμε πως υπάρχουν κάποια κομμάτια θα πρέπει να οργανώσουμε σωστά τη γκαρνταρόμπας μας. Πώς θα οργανώσουμε τη ντουλάπα…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
wwwhographgr · 2 years
Text
Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media
2 notes · View notes
emeis · 2 months
Text
Ψώνια
Το πρώτο τουτού που θα βλέπαμε live ήταν στην Αργυρούπολη. Είχαμε ραντεβού αμέσως μετά το γραφείο και ανεβήκαμε με τη μηχανή. Το C4 δεν έλεγε και πολλά. Κακό δεν ήταν αλλά δεν ήταν και ευκαιρία. Μιλήσαμε λίγο με τον άνθρωπο, μας πέτυχε και η Β. περνώντας για να πάει στο κομμωτήριο για τις μπλούζες της Βίσση. Γυρίσαμε αμέσως, με άφησες στο γραφειάκι και πήγαμε σπίτια μας. 02.04.24
0 notes
christiannasiachou · 3 months
Text
60s style: Δείτε τις πιο εμβληματικές εμφανίσεις που έρχονται από την δεκαετία του ’60
Οι καλύτερες στιγμές και τάσεις της μόδας της δεκαετίας του ’60 που επηρεάζουν τον τρόπο που ντυνόμαστε σήμερα
Όσον αφορά τη μόδα, λίγες δεκαετίες μπορούν να συναγωνιστούν τον εντυπωσιακό αντίκτυπο της δεκαετίας του Swinging Sixties.
Αντλώντας έμπνευση από τον «Διαστημικό Αγώνα» του Ψυχρού Πολέμου, τη δημοφιλή σειρά SCI-FI και το δεύτερο κύμα φεμινισμού, η μόδα των 60s είχε να κάνει με την αυτοέκφραση και τη δημιουργικότητα.
Η μόδα της δεκαετίας του 1960, ήταν μια δεκαετία που είχε άνοδο του στυλ, της μουσικής και της κουλτούρας. Ήταν μια εποχή αλλαγής και επανάστασης που άλλαξε τον κόσμο. Η σκηνή της μόδας της δεκαετίας του ’60 ήταν γεμάτη ζωντανά χρώματα, ιδιόρρυθμο στυλ και τολμηρά σχέδια. Εκείνη τη δεκαετία πολλοί επέλεξαν να αρχίσουν να δείχνουν διαφορετικοί από το συνηθισμένο. Ο τρόπος που ντυνούντουσαν ήταν ένα προφανές σημάδι αλλαγής νοοτροπίας. Καινοτόμοι σχεδιαστές χάραξαν μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ γενεών, δημιουργώντας μια νέα αγορά αναδεικνύοντας εντυπωσιακά και καινοτόμα κομμάτια. Διάσημα ονόματα αυτής της περιόδου είναι οι Paco Rabanne, Mary Quant, Emilio Pucci, Pierre Cardin και Yves Saint Laurent. 
Skirt Suit – το κοστούμι της φούστας στη μόδα της δεκαετίας του 1960
Το Skirt Suit στη μόδα της δεκαετίας του 1960 διαδόθηκε από διασημότητες όπως η Audrey Hepburn η Diahann Carroll και οίκοι μόδας υψηλής ραπτικής όπως ο Marucelli.
Τα κοστούμια αποτελούνταν από φούστες σε ίσια σε pencil γραμμή που κατέληγαν ακριβώς στο γόνατο, συνοδευόμενες από boxy jackets για να δημιουργήσουν ένα αποτέλεσμα με μακριά λαιμόκοψη.
Δημοφιλή από την Jackie Kennedy, τα κοστούμια με φούστα της δεκαετίας του ’60 έγιναν σύμβολο για ένα ιδανικό γυναικείο σύνολο με παριζιάνικη διάθεση. Διακεκριμένοι σχεδιαστές μόδας όπως οι Givenchy, Paco Rabanne και Balenciaga δημιούργησαν αξεσουάρ αυτής της αγαπημένης γυναικείας μόδας της δεκαετίας του ’60 με λευκά γάντια, πέρλες και ασορτί καπέλα.
Μίνι φούστες
Οι μίνι φούστες έγιναν δημοφιλείς στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του 1960. Υπάρχουν πολλές εικασίες σχετικά με το πότε εφευρέθηκε το στυλ, με ορισμένες πηγές να αναφέρουν ότι ήταν ήδη από το 1960. Κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής τους, οι μίνι φούστες φορέθηκαν από διασημότητες όπως η Twiggy και η Brigitte Bardot.
Η άνοδος της μίνι έγινε παράλληλα με μια περίοδο σεξουαλικής απελευθέρωσης για τις γυναίκες που είχαν λιγότερους ενδοιασμούς να τηρούν συντηρητικούς κανόνες. Σχεδιαστές όπως η Mary Quant και ο André Courrèges έκαναν δημοφιλείς ακόμα πιο κοντές εκδοχές του μίνι, ενώ η Mary Quant έγινε επίσης γνωστή για τη δημιουργία πολύ θηλυκών παντελονιών.
Η τάση της μόδας της δεκαετίας του ’60 υιοθετήθηκε τελικά από τουςυ πιο γνωστούς οίκους βιομηχανίας μόδας, όπως οι Christian Dior και Yves Saint Laurent, έγινε βασικό μέρος της σύγχρονης γκαρνταρόμπας σε όλο τον κόσμο – και εκεί παραμένει μέχρι σήμερα!
Hippie στυλ
Χρωματική πανδαισία σε έντονα prints, η μόδα των χίπις της δεκαετίας του ’60 έγινε σύμβολο αντιμόδας και απόρριψης του status-quo, ενώ παράλληλα το πολύχρωμο χίπι στυλ έδινε ένα μήνυμα ειρήνης και αγάπης. Οι χίπις ή αλλιώς τα «παιδιά των λουλουδιών» διαμαρτυρήθηκαν για την αδικία, τον πόλεμο και άλλα κοινωνικά ζητήματα με ένα στυλ που πρόβαλε την προσπάθεια για αλλαγή στον κόσμο. Floral φορέματα, πουά γραβάτες, γεωμετρικά prints, σουέτ μπότες μέχρι το γόνατο, σανδάλια και μίνι φούστες καθόρισαν τις γυναικείες εμφανίσεις της δεκαετίας του ’60.  Κοσμήματα με χάντρες στα χέρια και το λαιμό τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών, με την ανδρική μόδα της δεκαετίας του ’60 να χαρακτηρίζεται από καμπάνα παντελόνια ή μπλούζες με φαρδιά μανίκια. Τα φωτεινά prints, τα καφτάνια και τα φλοράλ δεν ήταν πλέον μόνο γυναικεία υπόθεση, αλλά βασικά στοιχεία του ανδρικού ντυσίματος.  Στην εποχή των χίπηδων πουκάμισα χωρίς γιακά, σακάκια με κρόσσια και σανδάλια αναδείκνυαν την ινδική επιρροή αλλά και μια χαλαρή διάθεση. Το αγαπημένο συγκρότημα των Beatles ηγήθηκε στην πολύχρωμη επανάσταση με δερμάτινα μπουφάν, κοστούμια και καφτάνια ! ενώ δημοφιλής έγινε και η chelsea boot των Beatles με το κουβανέζικο τακούνι! Άλλη δημοφιλής τάση για casual ντύσιμο ήταν τα γυναικεία φορέματα σε λεοπάρ που έγιναν διάσημα από τη Brigitte Bardot και την Elizabeth Taylor. Τα γούνινα καπέλα, παλτό μέχρι τα γόνατα, και γάντια σε λεοπάρ έγιναν τόσο δημοφιλή που ο Bob Dylan έγραψε το “Leopard-Skin Pill-Box Hat” ως φόρο τιμής στο στυλ.
Ένα σημαντικό μέρος της μαύρης μόδας των 60s που έγινε μέρος της μόδας των fashion hippie ήταν και οι μαντήλες και φουλάρια με πουά ή γεωμετρικά prints, αλλά και σε μονόχρωμες εκδόσεις. Η καμπάνια του Dior στη δεκαετία του 60 λάνσαρε μακριά μεταξωτά μαντήλια με φωτεινά prints δεμένα γύρω από τα μαλλιά, ενώ αμέσως μετά πολλοί σταρ του Χόλιγουντ υιοθέτησαν αυτό το look.
 Space Age Vinyls
Την ίδια περίοδο τα ρούχα από βινύλιο «Space Age» χαρακτήρισαν τη δεκαετία του ’60 χάρη σε σχεδιαστές όπως ο Pierre Cardin και ο Rudi Gernreich, ενώ η Mary Quant ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε ύφασμα PVC στις συλλογές μόδας της για γυναίκες.
Καμπαρντίνες βινυλίου σε έντονα χρώματα με γεωμετρικά σχήματα και μοτίβα, κυριάρχησαν την ίδια εποχή.
Ανδρόγυνο
Τα ανδρόγυνα ρούχα ήταν μια από τις μεγαλύτερες τάσεις της μόδας τη δεκαετία του 60. Καλλιτέχνες της ποπ και της ροκ μουσικής βοήθησαν στήριξαν αυτήν την τάση, από τον Μικ Τζάγκερ που φορούσε «ανδρικό φόρεμα», μέχρι τις Barbra Streisand, Diana Ross, Cher και Tina Turner, που λάνσαραν ανδρόγυνο στυλ και αναγνωρίστηκαν ως fashion icons. Το «Le Smoking Suit» που παρουσιάστηκε από τον Yves Saint Laurent το 1966 αποτελούνταν από κλασικό μάλλινο ή σατέν σακάκι, παντελόνι, λευκό πουκάμισο και παπιγιόν!
Φορέματα με παγιέτες
Ένα πράγμα που δεν παρέλειψαν οι τάσεις της δεκαετίας του ’60 ήταν η λάμψη με κρυστάλλινες χάντρες και φορέματα κεντημένα με παγιέτες. Φορέματα με παγιέτες λάνσαραν διασημότητες όπως η Diana Ross στις Supremes που έκαναν δημοφιλή τα αστραφτερά φορέματα, το γκλίτερ, το χρυσό και το ασημί στα βραδινά ρούχα εκείνης εποχής. Η πολυχρωμία αντικατέστησε το κλασικό μαύρο φόρεμα. Τα χρώματα κυριαρχούσαν ακόμη και στα βραδινά ρούχα, με το ζωηρό κόκκινο, το σκούρο μωβ, το έντονο ροζ αλλά και το πράσινο να είναι οι πιο αγαπημένες αποχρώσεις.
Color Blocking
Οι τάσεις της δεκαετίας του ’60 έφεραν και το color blocking για γυναίκες και άνδρες που αναζητούσαν την ελευθερία της έκφρασης. Ο Yves Saint Laurent έκανε το ντεμπούτο του με ένα φόρεμα εμπνευσμένο από τον ζωγράφο Piet Mondrian που αργότερα ακολούθησε το βρετανικό Mod Style. Κάποια από τα πιο δημοφιλή looks αποτελούνταν από δύο έως τρεις έντονες και φωτεινές αποχρώσεις με απλά κοψίματα και κομψή διάθεση.
Cut-out
Κομμένα φορέματα που άφηναν ίσα ίσα να διαφαίνεται το δέρμα για να αιχμαλωτίσουν τα βλέματα και τη φαντασία. Βραδινά ρούχα που είχαν μεγάλα κοψίματα στο πάνω μέρος του φορέματος και πολλαπλά κυκλικά κοψίματα στη μέση ή κοντά στο στρίφωμα.Ένα από τα διάσημα κομμένα φορέματα είναι αυτό του Pierre Cardin που καθόρισε το νεωτερισμό με ένα καινοτόμο τρόπο να φοράς κοψίματα χωρίς το ρούχο να είναι πολύ αποκαλυπτικό.
Tumblr media
Leather all over
Εμπνευσμένα από τις διάσημες λευκές λουστρίνι μπότες του Andre Courrege, το γυναικείο στυλ μόδας άρχισε να χρησιμοποιεί δέρμα σε ολόκληρο το ντύσιμο. Οι επαναστατικές και εναλλακτικές δερμάτινες εμφανίσεις έγιναν συνώνυμες με το κίνημα ενδυνάμωσης των γυναικών.
Ολόσωμες δερμάτινες φόρμες, γιλέκα με παντελόνια, μίνι φούστες με ασορτί δερμάτινα μπουφάν και μπότες με χαμηλό τακούνι, κυριαρχούσαν στην πόλη του Λονδίνου!
Παντελόνια
Η δεκαετία του 1960 ήταν μια εποχή καινοτομίας στη μόδα για τις γυναίκες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 γεννήθηκαν τα τζιν με σωλήνα και τα παντελόνια κάπρι, ένα στυλ που έγινε δημοφιλές από την Audrey Hepburn. Το casual ντύσιμο έγινε πιο unisex και συχνά αποτελούνταν από καρό πουκάμισα με κουμπιά που φοριούνται με μπλε τζιν, ή φούστες. Παραδοσιακά, τα παντελόνια θεωρούνταν από τη δυτική κοινωνία ως ανδρικά, αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, είχε γίνει αποδεκτό για τις γυναίκες να τα φορούν καθημερινά. Σε αυτά περιλαμβάνονταν και τα κλασσικά τζιν της Levi Strauss. Τα γυναικεία παντελόνια κυκλοφορούσαν σε διάφορα στυλ: στενά, φαρδιά, κάτω από το γόνατο, πάνω από τον αστράγαλο και τελικά στο μέσο του μηρού. Τα παντελόνια με κόψιμο στο μέσο του μηρού, γνωστά και ως σορτς, εξελίχθηκαν γύρω στο 1969. Προσαρμόζοντας το ανδρικό στυλ και φορώντας παντελόνια, οι γυναίκες εξέφραζαν την ισότητά τους με τους άνδρες.
Mods
Η μόδα Mod ήταν ένα βρετανικό κίνημα που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960,  επηρεασμένο από το ιταλικό και γαλλικό στυλ και χαρακτήριζε την αγάπη για τα γεωμετρικά φορέματα και τα έντονα χρώματα. Το mod αποτελεί συντομογραφία του μοντερνισμού.
Ήταν γνωστή για τα στενά κοστούμια ή ζακέτες συνδυασμένες με στενές γραβάτες ή κασκόλ, ενώ οι περισσότεροι άνδρες φορούσαν στενά παντελόνια.
Ο τρόπος ζωής και τα μουσικά γούστα των Mods ήταν ακριβώς αντίθετα από την αντίπαλη ομάδα τους, τους Rockers. Στους ροκάδες άρεσε το ροκ εν ρολ της δεκαετίας του 1950, φορούσαν μαύρα δερμάτινα μπουφάν, και μπότες μοτοσικλέτας. Η τάση εμφάνισης των Mods ήταν αριστοκρατική. Μιμούνταν τα ρούχα και τα χτενίσματα των σχεδιαστών υψηλής μόδας, οδηγούσαν σκούτερς και επέλεγαν κουστούμια υψηλής ραπτικής.
Tumblr media
Ως συνήθως επειδή η μόδα ανακυκλώνεται η επιρροή των 60s αποτυπώθηκε και στα 80s, ενώ είναι ολοφάνερη ακόμα και στις μέρες μας.
0 notes
Text
Οπαδικη βια: Έστησαν καρτέρι σε 22χρονο ντελιβερα
Εφιαλτικές στιγμές έζησε ένα 22χρονος ντελιβεράς χθες το απόγευμα στην Θεσσαλονίκη καθώς έπεσε θύμα οπαδικής επίθεσης! Σύμφωνα με το ΑΠΕ, όπως προέκυψε από την αστυνομική έρευνα, άτομα που επέβαιναν σε δίκυκλα φορώντας κράνη και μπλούζες με διακριτικά αθλητικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης, προσέγγισαν τον νεαρό και αφού τον ακινητοποίησαν, τον εξύβρισαν, τον απείλησαν λεκτικά αλλά και […] Οπαδικη…
View On WordPress
0 notes
thoughtfullyblogger · 4 months
Text
Οπαδικη βια: Έστησαν καρτέρι σε 22χρονο ντελιβερα
Εφιαλτικές στιγμές έζησε ένα 22χρονος ντελιβεράς χθες το απόγευμα στην Θεσσαλονίκη καθώς έπεσε θύμα οπαδικής επίθεσης! Σύμφωνα με το ΑΠΕ, όπως προέκυψε από την αστυνομική έρευνα, άτομα που επέβαιναν σε δίκυκλα φορώντας κράνη και μπλούζες με διακριτικά αθλητικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης, προσέγγισαν τον νεαρό και αφού τον ακινητοποίησαν, τον εξύβρισαν, τον απείλησαν λεκτικά αλλά και […] Οπαδικη…
View On WordPress
0 notes
greekblogs · 4 months
Text
Οπαδικη βια: Έστησαν καρτέρι σε 22χρονο ντελιβερα
Εφιαλτικές στιγμές έζησε ένα 22χρονος ντελιβεράς χθες το απόγευμα στην Θεσσαλονίκη καθώς έπεσε θύμα οπαδικής επίθεσης! Σύμφωνα με το ΑΠΕ, όπως προέκυψε από την αστυνομική έρευνα, άτομα που επέβαιναν σε δίκυκλα φορώντας κράνη και μπλούζες με διακριτικά αθλητικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης, προσέγγισαν τον νεαρό και αφού τον ακινητοποίησαν, τον εξύβρισαν, τον απείλησαν λεκτικά αλλά και […] Οπαδικη…
View On WordPress
0 notes
Text
Οπαδικη βια: Έστησαν καρτέρι σε 22χρονο ντελιβερα
Εφιαλτικές στιγμές έζησε ένα 22χρονος ντελιβεράς χθες το απόγευμα στην Θεσσαλονίκη καθώς έπεσε θύμα οπαδικής επίθεσης! Σύμφωνα με το ΑΠΕ, όπως προέκυψε από την αστυνομική έρευνα, άτομα που επέβαιναν σε δίκυκλα φορώντας κράνη και μπλούζες με διακριτικά αθλητικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης, προσέγγισαν τον νεαρό και αφού τον ακινητοποίησαν, τον εξύβρισαν, τον απείλησαν λεκτικά αλλά και […] Οπαδικη…
View On WordPress
0 notes
alexpolisonline · 4 months
Text
0 notes
Θεσσαλονίκη: Άγρια οπαδική επίθεση - Τους χτύπησαν ενώ έκαναν τζόκινγκ
Άγρια οπαδική επίθεση σημειώθηκε το βράδυ της Δευτέρας στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σκάλας Μηχανιώνας, στην ανατολική Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του ThessToday.gr δύο άτομα που απλώς έκαναν τζόκινγκ με μπλούζες με διακριτικά ομάδας δέχθηκαν επίθεση λίγο πριν τις 22:30, από ομάδα 13 ατόμων. Οι δράστες τούς έριξαν στο έδαφος και τους ξυλοκοπούσαν με μανία, ενώ…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes