αδυνατώ να κανω πολλα πράγματα στην ζωη μου επειδή φοβάμαι οποτε η φιλη μου αποφασισε να ξεκινησει ψυχολόγο για να μου δώσει θάρρος να παρω την απόφαση να πάω και εγω και να μην νιώθω μονη
Προς όλες τις κοπέλες που πονάνε για έναν γκομενο (meh χαζός λόγος να πονάς but still): Αν κάποιος σου πει πως δεν, είτε με έμμεσο είτε με άμεσο τρόπο -> ΚΑΝΕ ΤΗ ΧΑΡΗ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΨΕ ΤΟ !!! (Και οχι μη το δικαιολογείς γιατι μπορεί να εννοούσε κάτι άλλο ή "αχ είναι σε περίεργη στιγμη").
Υπάρχει μια θλίψη που δεν σε κάνει να κλαις,σε αδειάζει μέσα σου, σε αφήνει να σκέφτεσαι τα πάντα,και τίποτα, σαν να σε εχουν κλέψει ένα κομμάτι της ψυχής σου.!
Μία Δευτέρα ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι πλέον 17. Μάλιστα δεν είσαι 17 εδώ και αρκετό καιρό. Ο 17χρονος εαυτός σου δεν υπάρχει πουθενά πλέον εκτός από μέσα σου και αυτό που έχει μείνει είναι ο σημερινός και οι χιλιάδες πιθανοί μελλοντικοί.
Αυτή τη Δευτέρα λοιπόν καταλαβαίνεις ότι σου έχουν λείψει τα 17. Θυμάσαι πως όταν όντως ήσουν, ανυπομονούσες να γίνεις 18. Και πίστευες ότι στα 18 θα χαιρόσουν που κοντεύουν τα 19, και που μεγαλώνεις και οριμάζεις.
Κι’ όμως. Είσαι 18 και δεν έχει περάσει μέρα που να μην λησμονείς τα 17. Που τα μαλλιά σου ήταν βαμμένα μωβ και τα ρούχα σου πολύχρωμα. Και οι φίλοι σου ήταν δίπλα σου. Και ζούσες με την οικογένεια σου-που τότε δεν πολυσυμπαθούσες- και τη γάτα σου. Και πήγαινες σχολείο και το βαριόσουν τόσο πολύ. Και όταν έκλαιγες είχες πάντα κάποιον δίπλα σου να σε κρατήσει. Και όταν γελούσες, γελούσες με ολόκληρο το πρόσωπο σου. Και σε ένοιαζε μόνο τι θα κάνεις το βράδυ της Παρασκευής. Ή το Σάββατο, μετά το μάθημα φυσικής. Και ο αδελφός σου ήτανε ακόμα μωρό στα μάτια σου. Και ήσουν ακόμη έφηβη και δεν ήξερες τι γινόταν ακριβώς γύρω σου αλλά δεν είχε τόση σημασία, γιατί ήσουν απλά 17.
Τώρα, αυτή την ασήμαντη Δευτέρα, κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είσαι πλέον έφηβη. Κι’ ότι ο αδελφός σου που ήταν μωρό, τώρα είναι έφηβος. Και πλέον δεν πας μαθήματα Φυσικής αλλά την σπουδάζεις. Και την Παρασκευή την περνάς σπίτι. Και γελάς, αλλά πιο σπάνια. Και κλαις, αλλά πιο συχνά. Και δεν πας τώρα σχολείο, όμως εκεί που δεν το περίμενες, το έχεις πεθυμήσει. Και μένεις μόνη, χωρίς την οικογένεια σου αν και κάποτε εύχεσαι να μπορούσες να τους ακούσεις στο δίπλα δωμάτιο. Και η γάτα σου έχει γεράσει πια. Και οι φίλοι σου είναι σκορπισμένοι σε πόλεις και χώρες. Και τα παλιά σου ρούχα δεν τα φοράς πια. Και τα μαλλιά σου έχουν ξεβάψει.
Είναι Δευτέρα και είσαι 18. Μέσα σου όμως εύχεσαι την επόμενη Δευτέρα να ξυπνήσεις πάλι 17.
Πως λέγεται το συναίσθημα που είσαι φρεσκοχωρισμένος και απο την μια θες να κλαις σε εμβρυακη σταση και απο την αλλη θες να αναπληρωσεις ��ον χαμενο χρονο σε εμπειριες ;
Αλήθεια ξέρω πως δεν είμαι τέλεια. Ή μάλλον, ξέρω πως είμαι χίλια αρνητικά. Ξέρω πως μπορώ να κλέψω τις ανάσες σου. Όχι για καλό. Ξέρω πως μπορώ να σε κάνω να κλαις. Όχι για καλό. Ξέρω όλα τα αρνητικά μου ένα προς ένα. Αν κάτσω να το σκεφτώ, ίσως και να έχω ακόμα περισσότερα από όσα αναγνωρίζω. Μα δεν άξιζα αυτά τα οποία με έβαζες να βιώσω. Δεν αξίζει το σώμα μου να έχει μέσα του αυτά τα συναισθήματα τα οποία ένιωθα.
Μην έρχεσαι βράδυ, μόνο βράδυ. Χωρίς να χτυπάς την πόρτα ή συνθηματικά το κουδούνι ή έστω χωρίς να πετάξεις πετραδάκι στο παράθυρο. Σχεδόν κοιμόμουν, σχεδόν ξέχασα ότι υπάρχω. Αμελείς να σκουπίσεις τα βρεγμένα σου παπούτσια στο χαλάκι και μπαίνεις βιαστικά χωρίς να με κοιτάξεις. Καταρρέεις ολόκληρη αυτοκρατορικά στην πολυθρόνα και βουλιάζεις στα τρίσβαθα της. Ξέρω, δίνω χρόνο για δραματικό ξεφύσημα. Τελειώνεις, είσαι πάλι εδώ. Σου φταίνε όλα. Η πουτάνα η βροχή. Τα άπλυτα πιάτα. Η σκόνη στα έπιπλα. Η ακαταστασία η δική μου, αυτή η τάξη εντός της αταξίας. Κλείνεις όλα τα φώτα εκτός από το μικρό πορτατίφ, σιωπάς για λίγο και μετά κλαις. Πάλι κλαις. Δεν μπορώ άλλο, μου λες. Νιώθω τόσο κουρασμένη, μου λες. Δεν αντέχω άλλο, μου λες. Δώσε μου το χέρι σου, μου λες, και εγώ δεν βρίσκω λέξεις γιατί δεν τις έχω, γιατί η νύχτα σου ανήκει, την μέρα όμως δεν σε βρίσκω πουθενά.
Την επομένη για μερικές ώρες αφήνω τα πράγματα όπως εσύ τα άφησες πίσω σου, τα τακτοποιημένα βιβλία και τους στυλούς στο γραφείο, τα στεγνά καθαρά πιάτα που έπλενες και μουρμούριζες, το τραπέζι καθαρό από σκόνη και ψίχουλα, τα απλωμένα σεντόνια και ύστερα οι λέξεις επικαλύπτουν λέξεις, οι σκέψεις τσαλαπατάνε σκέψεις και είσαι ήδη μακριά, τα απρόσωπα κύματα τελούν το καθήκον τους. Σχεδόν θα κοιμηθώ, σχεδόν θα ξεχάσω ότι υπάρχω και θα έρθεις, ξανά, κάτω από το φως του πορτατίφ, να μου μιλάς, όλο το βράδυ, και εγώ, αταξία εντός της τάξης, θα σε ακούω.