Tumgik
#τις πήρε ο άνεμος
thoughtfullyblogger · 23 days
Text
Ο απολογισμός
Του Πασχάλη Τσολάκη Δεν θέλω να με πενθήσετε όταν πεθάνω πένθησα με σέβας πολλές φορές τη ζωή μου πένθησα νύχτες που ταξίδεψαν στον Αχέροντα πένθησα αγάπες που αστρικός άνεμος τις πήρε μαζί του πένθησα όνειρα που βυθίστηκαν στα τάρταρα των βυθών πένθησα για τα παιδιά που τα βίασε μια σαλεμένη επιθυμία πένθησα για τη γη […] Ο απολογισμός – olympia source…
0 notes
Text
Ο απολογισμός
Του Πασχάλη Τσολάκη Δεν θέλω να με πενθήσετε όταν πεθάνω πένθησα με σέβας πολλές φορές τη ζωή μου πένθησα νύχτες που ταξίδεψαν στον Αχέροντα πένθησα αγάπες που αστρικός άνεμος τις πήρε μαζί του πένθησα όνειρα που βυθίστηκαν στα τάρταρα των βυθών πένθησα για τα παιδιά που τα βίασε μια σαλεμένη επιθυμία πένθησα για τη γη […] Ο απολογισμός – olympia source…
0 notes
greekblogs · 23 days
Text
Ο απολογισμός
Του Πασχάλη Τσολάκη Δεν θέλω να με πενθήσετε όταν πεθάνω πένθησα με σέβας πολλές φορές τη ζωή μου πένθησα νύχτες που ταξίδεψαν στον Αχέροντα πένθησα αγάπες που αστρικός άνεμος τις πήρε μαζί του πένθησα όνειρα που βυθίστηκαν στα τάρταρα των βυθών πένθησα για τα παιδιά που τα βίασε μια σαλεμένη επιθυμία πένθησα για τη γη […] Ο απολογισμός – olympia source…
0 notes
Text
Ο απολογισμός
Του Πασχάλη Τσολάκη Δεν θέλω να με πενθήσετε όταν πεθάνω πένθησα με σέβας πολλές φορές τη ζωή μου πένθησα νύχτες που ταξίδεψαν στον Αχέροντα πένθησα αγάπες που αστρικός άνεμος τις πήρε μαζί του πένθησα όνειρα που βυθίστηκαν στα τάρταρα των βυθών πένθησα για τα παιδιά που τα βίασε μια σαλεμένη επιθυμία πένθησα για τη γη […] Ο απολογισμός – olympia source…
0 notes
labookaracha · 2 years
Photo
Tumblr media
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με— όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη, κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα· όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται, κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
Γιατί επιστρέφουμε?
Σε πόλεις, σε βιβλία, σε ταινίες, σε μνήμες, σε ανθρώπους?
Οικειότητα? Ασφάλεια? Νοσταλγία?
Όχι, όχι νοσταλγία. Η νοσταλγία είναι πρόστυχο συναίσθημα. Δεν σε αφήνει να προχωρήσεις. Σε κρατάει φυλακισμένο στο παρελθόν. Σαν την αγάπη της μάνας που δεν αφήνει το παιδί της να φύγει από το σπίτι.
Αλλά τότε γιατί επιστρέφουμε?
Γιατί ψάχνουμε, ακόμα και αν δεν υπάρχει, την Ιθάκη?
…ψεύτικη δεν ήταν η απόσταση, αλλά το θράσος να πιστεύει κανείς πως μπορούσε να τη νικήσει…
Σε όλη μας τη ζωή κυνηγάμε χίμαιρες. Σερνόμαστε πίσω από ψευδαισθήσεις, προσπαθούμε να γεφυρώσουμε απέραντες αποστάσεις. Σκεπάζουμε τις αλήθειες μας με ψέματα για να μπορούμε να αντικρίζουμε το λιγοστό τους φως κατάματα. Αλλιώς θα τυφλωθούμε από την πραγματικότητα.
Κι ο έρωτας?
Η υπέρτατη ψευδαίσθηση. Ο απόλυτος αντικατοπτρισμός. Αλλά χωρίς τον έρωτα δεν θα βρίσκαμε το κουράγιο να κάνουμε τίποτα. Θα μαραζώναμε σαν απότιστα λουλούδια. Θα ζούσαμε και θα πεθαίναμε σιωπηροί, καταπονημένοι από την ανία μιας ζωής αναίμακτης, νηφάλιας και πνιγηρής.
Κι η τέχνη?
«Στη ζωή, η μόνη πραγματικότητα είναι η αίσθηση. Στην τέχνη, η μόνη πραγματικότητα είναι η συνείδηση της αίσθησης», γράφει ο Φερνάντο Πεσσόα.
Η τέχνη είναι ο τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, να τον καταλαβαίνουμε, όχι την υφή του, τα χρώματά του, τις γεύσεις του, αλλά το βαθύτερο είναι του. Και μέσα από αυτή την κατανόηση να υπάρχουμε κι εμείς.
«Φο��άμαι». Η Λουκρέθια πήρε ένα τσιγάρο και περίμενε να της το ανάψει. «Ίσως είναι αργά πια».
«Ξεπεράσαμε πολλά. Δεν θα χαθούμε τώρα».
«Ποιος ξέρει, μπορεί και να έχουμε ήδη χαθεί».
Σαν Σεμπαστιάν, Μαδρίτη, Λισαβόνα. Δωμάτια ξενοδοχείων, σκοτεινά μπαρ, ταξί μες στη νύχτα. Ουίσκι, τζιν, μπράντι. Πίνακες ζωγραφικής, παλιά βιβλία, σκοτεινές αποθήκες. Βερολίνο, Βιέννη, Στοκχόλμη. Γράμματα, άδειοι φάκελοι, μυστικοί χάρτες. Κοπεγχάγη, Νέα Υόρκη, Παρίσι. Και τίτλοι τραγουδιών να επαναλαμβάνονται σαν ξόρκι, να επικρέμονται πάνω από τους ήρωες και να ορίζουν ανελέητα τη μοίρα τους. Λισμπόα. Μπούρμα.
Πόσο μπορεί να αντέξει άραγε η φωτιά ενός έρωτα?
Ο έρωτας υπάρχει όταν οι ερωτευμένοι δεν είναι μαζί?
Όταν δεν μπορούνε να είναι μαζί?
Ο έρωτας είναι ένα κατοικίδιο ζώο, ένα καλλωπιστικό φυτό, μια ρουτίνα?
Ή ένα άγριο θηρίο, ένα ηφαίστειο, ένας άνεμος που δεν περιορίζεται ούτε από τα ψηλότερα βουνά?
Ένα ατελείωτο κυνήγι?
Μήπως αυτό τροφοδοτεί τον έρωτα?
«Όμως ένας μουσικός ξέρει πως το παρελθόν δεν υπάρχει», είπε ξαφνικά, σαν να αντέκρουε μια σκέψη που εγώ δεν είχα διατυπώσει. «Αυτοί που ζωγραφίζουν ή γράφουν δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να συσσωρεύουν στις πλάτες τους παρελθόν –λέξεις ή πίνακες. Ο μουσικός βρίσκεται πάντα στο κενό. Η μουσική του παύει να υπάρχει ακριβώς τη στιγμή που παύει να παίζει. Είναι το απόλυτο παρόν».
Αυτό ακριβώς θα μπορούσε να ειπωθεί για τους ερωτευμένους.
Ο ερωτευμένος ζει το τώρα. Το οποίο μετριέται σε δέκατα του δευτερολέπτου. Κάθε στιγμή είναι μοναδική, κάθε στιγμή είναι γεμάτη από φως, κάθε στιγμή είναι σαν μια μαύρη τρύπα που παραμορφώνει τον χώρο και τον χρόνο και που κλείνει μέσα της άπειρους κόσμους, άπειρες πιθανότητες. Όταν τελειώσει ο έρωτας, όλα σβήνουν.
Ίσως αυτή να είναι η ουσία του έρωτα. Να μένει πάντα μετέωρος, να μην επαναπαύεται, να μην ξαποσταίνει. Να είναι συνέχεια σε κίνηση. Ο έρωτας είναι πιο σημαντικός από τους ερωτευμένους. Είναι μια ιδέα. Και για να παραμείνει ζωντανή η ιδέα, αξίζει να θυσιαστούν οι ερωτευμένοι.
Όπως καμιά φορά ο έρωτας, και σχεδόν πάντα η μουσική, ο πίνακας εκείνος του αποκάλυπτε την ηθική πιθανότητα μιας παράξενης κι αμείλικτης δικαιοσύνης, μιας τάξης σχεδόν πάντα μυστικής που χειραγωγούσε την τύχη κι έκανε ξανά βιώσιμο τον κόσμο χωρίς ν' ανήκει σ' αυτόν• κάποιου πράγματος ιερού και απόκρυφου, και ταυτόχρονα καθημερινού και διάχυτου στην ατμόσφαιρα, σαν τη μουσική του Μπίλυ Σουάν όταν έπαιζε με την τρομπέτα σε τόσο χαμηλούς τόνους που ο ήχος της χανόταν μες στη σιωπή, σαν το ωχρό, ρόδινο και γκρίζο φως των δειλινών της Λισαβόνας: όχι η αίσθηση ότι η μουσική ή οι χρωματιστές κηλίδες ή το ακίνητο μυστήριο του φωτός αποκάλυπταν το νόημά τους, αλλά ότι εκείνα σε κατανοούσαν και σε αποδέχονταν.
 Ο χειμώνας στη Λισαβόνα, το τέταρτο βιβλίο του Antonio Munoz Molina, μιλάει για μια ερωτική ιστορία. Ή μάλλον όχι. Με αφορμή μια ερωτική ιστορία μας μιλάει για τη ζωή, για τον κόσμο, για τη μουσική, για την τέχνη, για τα σκοτεινά μπαρ και το αλκοόλ, για όλα όσα μοιράζονται οι άνθρωποι όταν γδύνονται το μανδύα της αξιοπρέπειας. Η ιστορία του Μπιράλμπο και της Λουκρέθια μας ταξιδεύει στο Σαν Σεμπαστιάν, στη Μαδρίτη, σε όλες τις πόλεις όπου κατέφυγαν ο καθένας μόνος του για να κρυφτεί από τις ενοχές, από τις ιστορίες που κουβαλάνε οι άνθρωποι και δεν τους αφήνουν να ζήσουν τις ζωές τους όπως θέλουν. Μιλάει για το πόσο σκληρά πρέπει να παλέψει κάποιος για να νικήσει τη νοσταλγία.
 Όμως η νοσταλγία δεν είναι ο χειρότερος εκβιασμός που φέρνει η απόσταση. Μια τέτοια νύχτα, αργά πολύ, σχεδόν χαράματα, ο Μπιράλμπο κι εγώ, ξαναμμένοι κι απελευθερωμένοι από το τζιν, τριγυρνούσαμε χωρίς αξιοπρέπεια και χωρίς ομπρέλα κάτω από μια βροχή ήσυχη που έπεφτε σαν ελεημοσύνη και μύριζε αλάτι και φύκια, επίμονη σαν χάδι, σαν τους γνώριμους δρόμους της πόλης που διασχίζαμε. Εκείνος σταμάτησε, σήκωσε το κεφάλι κατά τη βροχή, κάτω από τα οριζόντια και γυμνά κλαδιά ενός αλμυρικιού, και είπε: "Εγώ θα 'πρεπε να ήμουν μαύρος, να έπαιζα πιάνο σαν τον Τελόνιους Μονκ, να είχα γεννηθεί στο Μέμφις του Τενεσί, να φιλούσα τη Λουκρέθια αυτήν εδώ τη στιγμή, να ήμουν νεκρός".
 Ο χειμώνας στη Λισαβόνα είναι το βιβλίο που έχω διαβάσει περισσότερες φορές από οποιοδήποτε άλλο στην ενήλικη ζωή μου. Και μόλις προχθές, στην πέμπτη �� έκτη ανάγνωση, έχω χάσει πια τον λογαριασμό, φτάνοντας στο σημείο, κάπου στη μέση του βιβλίου, όπου ο Μπιράλμπο καταφέρνει επιτέλους να φτάσει στη Λισαβόνα, σκέφτηκα τον μύθο του Οδυσσέα. Μόνο που εδώ ο Οδυσσέας δεν είναι ένα πρόσωπο. Και δεν υπάρχει Πηνελόπη. Ο Οδυσσέας είναι ο έρωτας, ο έρωτας που κινείται σαν ομίχλη και ακολουθεί την πορεία των ηρώων, της Λουκρέθια και  του Μπιράλμπο, που υπάρχει όπου υπάρχουν και αυτοί οι δυο, στο Σαν Σεμπαστιάν και στη Μαδρίτη, στο Βερολίνο και στη Βιέννη. Στη Λισαβόνα. Σε μια υπόσχεση. Σε μια υπόσχεση που ζει σε άδειους αεροπορικούς φακέλους.
 Τι είναι όμως τελικά αυτό που μας κάνει να επιστρέφουμε? Αυτό που δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε?
 Στην ταινία Memento του Christopher Nolan υπάρχει μια σκηνή όπου η γυναίκα του πρωταγωνιστή διαβάζει ένα χιλιοταλαιπωρημένο βιβλίο. Ο πρωταγωνιστής, τον οποίο υποδύεται ο Guy Pearce, τη ρωτάει γιατί το διαβάζει ξανά, για να πάρει την απάντηση «είναι καλό». Λίγο πιο μετά σε μια επόμενη σκηνή ο πρωταγωνιστής, ο οποίος πάσχει από μια πάθηση που δεν τον αφήνει να δημιουργήσει καινούριες αναμνήσεις, καίει αυτό το βιβλίο μαζί με κάποια άλλα πράγματα της νεκρής πια γυναίκας του κάνοντας την εξής σκέψη, «δεν μπορώ να θυμηθώ να σε ξεχάσω».
 Επιστρέφουμε γιατί θυμόμαστε ότι νιώθαμε καλά κάπου? Σε έναν τόπο, σε μια ταινία, ένα βιβλίο, έναν άνθρωπο? Επιστρέφουμε γιατί νομίζουμε ότι νιώθαμε καλά? Το μυαλό μας πολλές φορές δημιουργεί αναμνήσεις. Είτε γιατί συμπιέζει εμπειρίες, είτε για να καλύψει κάποιο τραύμα. Για αυτό η νοσταλγία είναι επικίνδυνη. Γιατί συνήθως βασίζεται σε ψέματα. Αλλά κυρίως γιατί σχεδόν πάντα αναφέρεται σε έναν χρόνο που δεν υπάρχει πια. Σε μια αίσθηση δημιουργημένη από τη μνήμη. Και η μνήμη δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμμαχος. Ακόμα και όταν είναι αξιόπιστη.
Να θυμάσαι.
Να μην νοσταλγείς.
19.11.22
0 notes
kondavanelos · 2 years
Photo
Tumblr media
"...Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ; Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν." 🌐🌐🌐 Τάσος Λειβαδίτης, ''Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''. (στην τοποθεσία Amaroúsion, Greece) https://www.instagram.com/p/CkaMBnNtOVC/?igshid=NGJjMDIxMWI=
0 notes
darkside-cookies · 6 years
Text
δεν ήξερα πως είναι δυνατό να νιώσει κανείς τέτοια απογοήτευση 
32 notes · View notes
immortality-13 · 3 years
Text
«01. Αυτή εδώ είμαι εγώ»
Σάββατο βράδυ, σχεδόν μεσάνυχτα. Κατευθύνομαι προς το γραφείο μου και κάθομαι διστακτικά στην καρέκλα. Κοιτάζω μπροστά μου και το θέαμα οριακά με τρομάζει. Δεν θυμίζει σε τίποτα το γραφείο που είχα πριν μερικούς μήνες· τότε μπορούσε κανείς να δει παντού χαρτιά ‐άλλα τσαλακωμένα και άλλα σκισμένα‐ με μερικές γραμμένες λέξεις επάνω τους. Λίγο πιο πέρα, το παλιό μου τετράδιο με ένα στυλό από πάνω, γεγονός που δήλωνε πως μόλις είχα γράψει κάτι. Τα τοιχώματα του γραφείου συνήθιζαν να είναι γεμάτα με πολύχρωμα post‐it. “Η λέξη νίκη δεν γράφεται χωρίς ήττα„ είχα γράψει σε ένα κίτρινο στα δεξιά, “Αφέσου και χάσε„ σε ένα ροζ στα αριστερά, “Ζήσε„ με έντονα, καλλιγραφικά γράμματα σε ένα μπλε, το οποίο βρισκόταν στη μέση όλων των άλλων. Ήταν, ίσως, το πιο σημαντικό.
Τώρα, δεν έχει απομείνει τίποτα. Τα post‐it και τα άλλοτε σκισμένα χαρτιά έγιναν στάχτη που την πήρε ο άνεμος στο πέρασμα του. Τα στυλό χρησιμεύουν μόνο στο σχολείο. Δεν θα πω ψέματα, πάει καιρός από την τελευταία φορά που έγραψα. Παλεύω με δαίμονες που δεν με αφήνουν να εκφράσω τις σκέψεις μου στο χαρτί, που με πείθουν πως πρέπει να πιάσω το μαχαίρι αντί της πένας. Με τρεμάμενα χέρια, πιάνω ένα στυλό και το τετράδιό μου, το τετράδιο που με έσωσε πολλές φορές από τα παρολίγον μοιραία λάθη μου, που δεν μπόρεσα να κάψω με όλα τα υπόλοιπα. Με βιαστικές κινήσεις, βρίσκω την πρώτη λευκή σελίδα. Τίτλος: Mistakes. Θα είμαι ειλικρινής. Δεν γνωρίζω γιατί έγραψα αυτήν τη λέξη, το χέρι μου κινήθηκε αυτόνομα. Δεν μπορώ, δεν μπορώ να συνεχίσω.
Ανοίγω το τετράδιο στην πρώτη σελίδα. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, έχω διαβάσει όλα όσα έχω γράψει. Καλά λένε πως οι άνθρωποι ξεκινούν μια πορεία από το μηδέν και γυρνούν ξανά εκεί. Να 'μαι εδώ, στο μηδέν ξανά, μια μικρή καλλιτέχνης ‐αν κανείς μπορούσε να με χαρακτηρίσει έτσι‐ εγκλωβισμένη στα παλιά μου γραπτά. Συνειδητοποιώ πως είναι πολλά αυτά που δεν έχω πει. Ήρθε η ώρα να το κάνω, όποια και αν είναι η κατάληξη. Πρέπει να διαλέξω προσεκτικά τις λέξεις μου και να τις βάλω στη σωστή σειρά.
Κοιτάζω την ώρα. 01:31. Το σαββατόβραδο πεθαίνει αργά και νιώθω πως αφήνομαι σε αυτό, γνωρίζοντας ήδη πως οι επόμενες γραμμές αυτού του τετραδίου θα αποτελέσουν κατάθεση ψυχής. Κάποιος, κάποτε, μου ζήτησε να του παρουσιάσω την τέχνη μου. Όταν του αποκρίθηκα πως αυτή πηγάζει από τον πόνο, σάστισε και έπειτα γέλασε. Αγαπητέ/-ή αναγνώστη/-ρια, αυτή εδώ είμαι εγώ. Η τέχνη μου πηγάζει από τον πόνο και εγώ θα σου την παρουσιάσω.
-I13.
23 notes · View notes
elliepantazilove · 4 years
Text
Tumblr media
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
Άνεμος του Νοεμβρίου
Tάσος Λειβαδίτης
Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου 🍂🍂
18 notes · View notes
the-wrathchild · 4 years
Text
Άνεμος του Νοεμβρίου
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε 
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Ά, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς να αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν 
ν’αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δε μένει παρά μια θολή ανάμνηση απ’ το
παρελθόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δε θα μας θυμηθεί. 
4 notes · View notes
kallemax · 4 years
Photo
Tumblr media
Novemberwind
Jetzt ist es aber schon dunkel.
Lass uns die Tür schließen und lass die Jalousien herunter,
denn die Zeit der Rechenschaft ist da.
Was machten wir in unserem Leben? Wer sind wir? Warum bist du nicht ich?
Seit langem hat keiner mehr an unsere Tür geklopft
auch der Postbote ist seit Jahrhunderten nicht mehr vorbeigekommen.
Oh, wie viele Briefe, wie viele Gedichte wurden vom Novemberwind verweht!
Und wenn ich mein Leben verloren, dann für Dinge ohne Sinn:
für ein Wort oder einen Schlüssel, für ein Gestern oder ein Morgen.
Meine Nächte aber riechen nach Veilchen, weil ich mich entsinne.
Wie viele Freunde sind weg, ohne eine Adresse zu hinterlassen,
wie viele Worte ohne Antwort, und in der Musik, denke ich,
liegt die Tristesse derjenigen, die es nicht fertig brachten zu lieben. Am Ende
bleibt nichts anderes als eine vage Erinnerung an das Vergangene (wann haben wir gelebt?)
und immer wenn der Frühling sich ankündigt, weine ich, denn wir werden bald vergangen sein
und keiner wird sich an uns erinnern.
 Άνεμος του Νοεμβρίου
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα
κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες,
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών.
Τι κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας
κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί.
Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου.
Κι αν έχασα τη ζωή μου, την έχασα για πράγματα ασήμαντα:
μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο.
Όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας, γιατί θυμάμαι.
Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση,
κι η μουσική σκέφτομαι, είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω, γιατί σε λίγο θα φύγουμε
και κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
Tassos Livaditis (1922–1988)
2 notes · View notes
parasoli · 4 years
Quote
| Άνεμος του Νοεμβρίου | Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ; Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν. Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;) και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
Τάσος Λειβαδίτης | Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου,
1 note · View note
justforbooks · 6 years
Photo
Tumblr media
Αυτός ήταν εν ολίγοις ο Αντουάν-Ζαν-Μπατίστ-Μαρί-Ροζέ ντε Σεντ-Εξιπερί
Μπλε καθαρός ουρανός χωρίς τα χνουδωτά σύννεφα και πάνω του διακρίνεται ένας Μικρός Πρίγκιπας. Αυτός που έζησε για να χωρέσει σε λέξεις τη μοναξιά και να περιγράψει με πλήρη ακρίβεια πώς φαίνεται από εκεί ψηλά το γένος των ανθρώπων. Σάμπως ο συγγραφέας του ομώνυμου παραμυθιού να μην έζησε στιγμή στη Γη, φτιαγμένος για να διασχίζει τους αιθέρες. Η μοναδική στιγμή που κάτι απτό παρέσυρε το χέρι του ήταν η πένα, για να μπορέσει να μετατρέψει σε λόγια όλα αυτά τα ένδοξα αισθήματα που ένιωσε από εκεί ψηλά. Μόνο αυτή τον έτρεφε κάθε φορά που επέστρεφε στη χθόνια χώρα: η λέξη που έλαμπε σαν διαμάντι στο φως, η σημαία των ανορθόδοξων ανθρώπων που ανέμιζε για να φανεί μέχρι το φεγγάρι. Ήταν όλος μια διάφανη ψυχή, ένα γυάλινο, εσωτερικό τοπίο, χωρίς μικρόνοιες και δίχως στεγανά, όπου μπορείς να διαβάσεις την ιστορία των αιθέρων και των ανθρώπων.
Αυτός ήταν εν ολίγοις ο Αντουάν-Ζαν-Μπατίστ-Μαρί-Ροζέ ντε Σεντ-Εξιπερί: ένας γόνος αριστοκρατικής καταγωγής που μεγάλωσε με παραμύθια και δεν το έβαλε κάτω –για την ακρίβεια δεν προσγειώθηκε ποτέ στη Γη– μέχρι που οι ουρανοί και η θάλασσα της Μεσογείου τον κατάπιαν για πάντα, κάπου εκεί στα 45 του χρόνια. Έζησε για να πετάει και όποτε δεν το έκανε, σταματούσε να ζει. Σάμπως να μην προσγειώθηκε ποτέ από κει ψηλά, αφού πιλοτάριζε διαρκώς και αδιαλείπτως, ακόμη και όταν σοβαρά ατυχήματα τον κράτησαν καθηλωμένο, ακόμη και όταν αναγκάστηκε να ζήσει χωρίς νερό και φαγητό στην έρημο Σαχάρα. Δεν συμβιβάστηκε με κανένα καθεστώς και καμία εντολή, παρότι είχε διατελέσει πολεμικός πιλότος, κάτι που πλήρωσε ακριβά στη ζωή του. Στα κατάστιχά της όμως δεν υπήρχε η λέξη ανικανότητα αλλά πάθος, δύναμη και ορμή.
Σεβάστηκε μόνο τους ανθρώπους με ψυχή και δεν προσαρμόστηκε με τους «χαρτογιακάδες», όπως τους αποκαλούσε, που μετρούσαν τη ζωή με το κουταλάκι του καφέ και υποτάσσονταν σε κάθε προφάνεια. Ένας διαφορετικός αέρας φυσούσε στα γραπτά του και η γλώσσα του ήταν μεστή και αποκαλυψιακή. Όπως και στο παραμύθι που τον έκανε διάσημο, τον Μικρό Πρίγκιπα, το μόνο που είχε σημασία ήταν ο άνθρωπος, η αλήθεια του και η ψυχή του. «Τι του χρειάζονταν αυτά τα χρήματα... Αυτός ένιωθε, όπως νιώθεις μια άγρια πείνα, την ανάγκη να 'ναι άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, δεμένος με τους ανθρώπους». Σχεδόν σε όλα τα βιβλία του –ιδιαζόντως αυτοβιογραφικά και γραμμένα με μια έντονη εξομολογητική χροιά– επέστρεφε στον πυρήνα της ουσίας που ήταν η αδιαπραγμάτευτη ανθρώπινη συνθήκη.
Και στα τέσσερα μικρά περιούσια διαμάντια του, που κυκλοφόρησαν πριν λίγα χρόνια από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε ακριβείς μεταφράσεις (Γη των Ανθρώπων, Πολεμικός Πιλότος, Νυχτερινή Πτήση και Ο Μικρός Πρίγκιπας), τον ενδιέφερε να δει πώς είναι «το βάρος των ανθρωπίνων σχέσεων που σου κόβει το βήμα, αυτά τα δάκρυα, αυτοί οι αποχαιρετισμοί, αυτές οι μομφές, αυτές οι χαρές – όλα όσα κάθε άνθρωπος θωπεύει ή απωθεί κάθε φορά που κάνει μια χειρονομία, αυτοί οι χίλιοι δυο δεσμοί που τον δένουν με τους άλλους και του δίνουν κάποιο βάρος». Όλα αυτά αναπολούσε, τα ένιωθε καλύτερα από κει ψηλά. Ίσως να ήξερε ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο του, αφού γεννήθηκε σχεδόν τις μέρες που οι αδελφοί Ράιτ πραγματοποιούσαν την πρώτη τους πτήση στους ουρανούς, αρχές του περασμένου αιώνα.
Ορφανός από πολύ νωρίς από πατέρα, έβρισκε πάντα καταφύγιο αγναντεύοντας τον ουρανό, εκεί όπου βρισκόταν ο χαμένος του πρόγονος και όπου πάντα ήθελε να φτάσει. Το όνειρο και το παραμύθι δεν ήταν γι' αυτόν ποτέ διαφορετικά από την πραγματικότητα – τίποτα δεν μπορούσε να δημιουργήσει την ίδια σπίθα πάθους με τη στιγμή που χανόταν ανάμεσα στα σύννεφα και δεξιωνόταν το φως. Δεν ήταν, άλλωστε, ούτε πέντε χρονών όταν πρωτοκόλλησε φτερά από χαρτόνι που είχε φτιάξει ο ίδιος στο ποδήλατό του και προσπάθησε να το κάνει να πετάξει. Τα κατάφερε λίγο αργότερα, σε ηλικία μόλις 12 ετών, όταν είδε μια μικρή ομάδα μηχανικών να συναρμολογούν ένα αεροπλάνο λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του.
Τον φώναξαν και τον πήραν μαζί στην πτήση τους και από τότε τίποτα δεν μπορούσε να του δώσει μεγαλύτερη χαρά: έκανε τα πάντα για να γίνει πιλότος, παρά τη βούληση της μητέρας του να καταταγεί στο Ναυτικό, όπου πήγαιναν οι γόνοι των αριστοκρατικών οικογενειών.
Τελικά, πήρε το πτυχίο του πιλότου, αλλά ένα σοβαρό ατύχημα, που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή και του προκάλεσε σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τον κράτησε για τα καλά στη Γη. Ο τότε πεθερός του –είχε παντρευτεί πολύ μικρός μια κοπέλα που γνώριζε από τα εφηβικά του χρόνια– τον ανάγκασε να γίνει υπάλληλος, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να μην επιστρέψει στα αεροπλάνα. Ο γάμος του διαλύθηκε, βούτηξε στην κατάθλιψη, αλλά κάποια στιγμή αποφάσισε να επιστρέψει στη φυσιολογική του ανοδική πορεία: τα αεροπλάνα τον περίμεναν για μια σειρά από πτήσεις, τις οποίες πραγματοποιούσε μεταφέροντας πολύτιμη αλληλογραφία. Παράλληλα, έγραφε σαν τρελός, αφού αυτή ήταν η μόνη παρηγοριά όσο καιρό κρατούσε αναγκαστικά τα πόδια του στη Γη. Ήξερε πως οι πιλότοι είναι οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι του κόσμου, όσο κι αν υποφέρουν.
«Πρέπει να τους σπρώχνεις, σκεφτόταν, προς μια έντονη ζωή που συνεπάγεται βάσανα και χαρές, μα που μόνο αυτή μετράει» γράφει με απόλυτη ειλικρίνεια τότε στη Νυχτερινή Πτήση για τη ζωή των πιλότων. Είναι το βιβλίο που θα του προσφέρει δόξα και χρήματα, αφού θα μεταφερθεί με επιτυχία στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Κλαρκ Γκέιμπλ. Τη δεκαετία του '30 ο συγγραφέας και πιλότος Σεντ-Εξιπερί, ευτυχής κι ερωτευμένος, αποφασίζει να ξαναπαντρευτεί, αλλά ένα ακόμη σοβαρό ατύχημα απειλεί να του κοστίσει τη ζωή, καθώς δοκιμάζει ένα από τα πρώτα αεροπλάνα της Air France (της οποίας θεωρείται και ιδρυτικό μέλος). Δεν πτοείται – για μια ακόμη φορά μαζεύει τα κομμάτια του και συνεχίζει. Αποφασίζει, μάλιστα, να επενδύσει όλες του τις οικονομίες στην αγορά ενός αεροπλάνου, με το οποίο επιχειρεί, και στην πρώτη κιόλας προσπάθεια τσακίζεται από την αμμοθύελλα στη Λιβυκή Έρημο.
Περιφέρεται για μέρες χωρίς φαγητό και νερό και αυτή του την εμπειρία την περιγράφει με τρόπο γλαφυρό στη Γη των Ανθρώπων: «Η έρημος είναι λεία σαν μάρμαρο. Δεν κάνει καθόλου σκιά την ημέρα και τη νύχτα σε παραδίνει γυμνό στον αέρα. Ούτ' ένα δέντρο, ούτ' ένας φράχτης, ούτε μια πέτρα που θα με προφύλασσαν. Ο άνεμος μου επιτίθεται σαν ιππικό σε ακάλυπτο πεδίο. Γυρίζω γύρω-γύρω για να τον αποφύγω. Πλαγιάζω και ξανασηκώνομαι. Πλαγιασμένος ή όρθιος, είμ' εκτεθειμένος σ' αυτό το παγερό μαστίγωμα. Δεν μπορώ να τρέξω, δεν έχω δυνάμεις πια, δεν μπορώ να ξεφύγω απ' τους δολοφόνους και πέφτω στα γόνατα, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου κάτω απ' την άμμο!». Τελικά, σώζεται από μια ομάδα Βεδουίνων, αλλά από τότε η ζωή του θα έχει μόνο δυσάρεστες εκπλήξεις. Το ατύχημα στη Γουατεμάλα που ακολουθεί μοιάζει σχεδόν μοιραίο και ο Σεντ-Εξιπερί νοσηλεύεται για καιρό στο Νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, αρχίζοντας πλέον να αποχαιρετά τις αεροπορικές περιπέτειες. Η γραφή, η μόνη του παρηγοριά, τον βοηθάει να βάλει σε λέξεις τη μοναξιά που νιώθει όταν η πραγματικότητα του δείχνει απειλητικά τα δόντια: η γυναίκα του τον εγκαταλείπει και ο πόλεμος που ξεσπά τον γεμίζει απογοήτευση.
Τότε είναι που γράφει τον Μικρό Πρίγκιπα, αυτή την ελεγεία στη μοναξιά και στη χαμένη τιμή των ανθρώπων: «Οι άνθρωποι; Υπάρχουν, νομίζω, έξι-εφτά. Τους είδα πριν από κάμποσα χρόνια. Μα, δεν ξέρεις ποτέ πού να τους βρεις. Τους παρασέρνει ο άνεμος. Δεν έχουν ρίζες, κι αυτό τους δυσκολεύει πολύ». Ο συγγραφέας του, αυτός ο «πρίγκιπας των αιθέρων», δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την απανθρωποποίηση που προξενεί ο πόλεμος, με την κυβέρνηση του Βισί που παραδόθηκε και συνεργάστηκε με τους ναζί. Φεύγει από τη Γαλλία για την Ισπανία, όπου δουλεύει ως πολεμικός ανταποκριτής. Η κριτική του στους πατριώτες του είναι δριμεία: «Η Γαλλία που καταρρέει δεν είναι πια παρά ένας κατακλυσμός κομματιών από τα οποία κανένα δεν δείχνει ένα πρόσωπο: ούτε αυτή η αποστολή, ούτε αυτό το καμιόνι, ούτε αυτός ο δρόμος, ούτε αυτή η λίγδα στις λαβές του γκαζιού. Βέβαια, μια καταστροφή είναι θλιβερό θέαμα. Οι μικροί, οι ταπεινοί άνθρωποι αποδεικνύονται ταπεινοί. Οι κλέφτες αποδεικνύονται κλέφτες. Οι ένοπλες δυνάμεις, αποκαρδιωμένες και κατάκοπες, αποσυντίθενται κατά τρόπο παράλογο. Η ήττα χτυπάει το καθετί, όπως η πανούκλα χτυπάει τους βουβώνες. Αν όμως ένα καμιόνι κάνει λιώμα αυτήν που αγαπάτε, θα πάτε να επικρίνετε την ασχήμια της;».
Στο ρητορικό ερώτημα απαντά παίρνοντας ενεργά μέρος στον πόλεμο κατά των ναζί παρά το προχωρημένο της ηλικίας του κι επιστρέφοντας στο παλιό του σμήνος 2/33. Σε μία από αυτές τις πτήσεις όμως χάνεται οριστικά, με τους φίλους του να εικάζουν ότι πρόκειται για αυτοκτονία και έναν Γερμανό πιλότο, πολλά χρόνια αργότερα, να παραδέχεται ότι μάλλον εκείνος ήταν που έριξε τον «μικρό πρίγκιπα των αιθέρων» στο χείλος της αβύσσου. «Επειδή ο μικρός πρίγκιπας αποκοιμήθηκε, τον πήρα στην αγκαλιά μου και συνέχισα τον δρόμο μου. Είχα συγκινηθεί. Μου φαινόταν μάλιστα πως δεν υπήρχε τίποτε πιο εύθραυστο πάνω στη Γη. Κοίταζα, στο φως του φεγγαριού, αυτό το χλομό μέτωπο, αυτά τα κλειστά μάτια, αυτά τα μαλλιά που τρεμόπαιζαν στο αεράκι, κι έλεγα: "Αυτά που βλέπω εδώ δεν είναι παρά μια φλούδα. Το πιο σπουδαίο δεν φαίνεται..."» γράφει σχεδόν προφητικά ο Σεντ-Εξιπερί στον Μικρό Πρίγκιπα. Κι όμως, το σπουδαίο φαινόταν σε κάθε λέξη που κληροδότησε στις επόμενες γενιές ο επίμονος πιλότος, αυτό το μικρό παιδί που δεν επέστρεψε ποτέ στη Γη, παρά μόνο για να αφήσει την πνευματική παρακαταθήκη που θρέφει ακόμη όλες τις ηλικίες, σε όλα τα πλάτη της Γης, και όλα τα χρόνια.
Λίγα βιβλία αγαπήθηκαν τόσο πολύ όσο το διαμαντένιο παραμύθι που άφησε πριν φύγει για κάποιον γαλαξία που φέρει το όνομά του –κι όμως υπάρχουν ήδη δύο!– ο Σεντ-Εξιπερί και πούλησε όσο κανένα άλλο, εκτός από εκείνο του ίδιου του Θεού, τη Βίβλο.
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
4 notes · View notes
zairacat · 3 years
Text
"Η ομορφιά που γεννιόταν κ πέθαινε απαρατήρητη κ που, παρ' όλ' αυτά, ποτέ δεν το έβαλε κάτω"
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα μικρό μαύρο σποράκι παπαρούνας, που ζούσε στριμωγμένο, μαζί με τ’ άλλα αδέρφια του, μες στην κοιλιά της μάνας του. Μια μέρα του καλοκαιριού, η μάνα τους, αφού έχασε και το τελευταίο κόκκινο πέταλο της, πέθανε ήσυχα, όπως ήσυχα είχε ζήσει όλη τη ζωή της. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η κοιλιά της, ξεραμένη απ’ τον ήλιο, έσκασε, κι από μέσα της τινάχτηκαν τα ελάχιστα μαύρα σποράκια κι έπεσαν στο χώμα. Το χώμα, όπως ξέρετε, το καλοκαίρι είναι στεγνό και σκληρό και τα σποράκια δεν μπορούσαν να χωθούνε μέσα του και να μείνουν εκεί, όλα μαζί, στο μέρος που γεννήθηκαν. Έτσι, ο πρώτος άνεμος που πέρασε από ‘κει τα πήρε και τα σκόρπισε, άλλα μέσα σε σταροχώραφα, άλλα μέσα σε κήπους, άλλα σε ξέφωτα δασών κι άλλα επάνω στις πλαγιές των λόφων. Ένα απ’ αυτά, το σποράκι αυτής της ιστορίας, ήταν πιο μικροκαμωμένο από τ’ άλλα, πιο ελαφρύ, κι έτσι ο αέρας το κουβάλησε μακριά, πολύ μακριά από την εξοχή, στη μεγάλη γκρίζα πολιτεία. Σαν έφτασε όμως εκεί δεν ήξερε που να το αποθέσει, γιατί στη γκρίζα πολιτεία το χώμα είχε πια χαθεί. Παντού δεν έβλεπες άλλο από τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο. Μάταια έψαχνε ο άνεμος να βρει λιγάκι χώμα ν’ αποθέσει το μικρό σποράκι, έτσι που να μπορέσει το άμοιρο κι αυτό να ρίξει ρίζες κάποτε και να βλαστήσει. Κι επειδή είχε φτάσει η ώρα του, του ανέμου, να πεθάνει και δεν προλάβαινε ή να το πάει το σποράκι πιο μακριά ή να το φέρει, εκεί απ’ όπου το ‘χε πάρει, έψαχνε απελπισμένα να βρει μια γλάστρα σε μπαλκόνι ή σε παράθυρο. Τίποτε όμως. Γλάστρες δεν είχε στην πολιτεία, παρά μόνο, όπως είπαμε, τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο, τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο. Τότε, ο άνεμος, που δεν άντεχε άλλο, ξεψύχησε κι άφησε το σποράκι να πέσει στο πεζοδρόμιο μιας μεγάλης λεωφόρου. Το πεζοδρόμιο ήταν πλακόστρωτο, και το σποράκι βρέθηκε στην ένωση από δύο μεγάλες πλάκες, που, για καλή του τύχη δεν ήταν καλά κολλημένες μεταξύ τους, κι έτσι μπόρεσε να χωθεί μες στη χαραματιά που ‘χασκε ανάμεσα τους και να κρυφτεί. Εκεί μέσα ένιωθε ξαφνικά μιαν ασφάλεια περίεργη και μια ζέστα, σαν κάτι να το αγκάλιαζε, να το νανούριζε γλυκά. Κι όσο κι αν σας φανεί παράξενο, αυτό το κάτι ήταν χώμα. Θαμμένο εκεί, κάτω από τις κρύες γκρίζες πλάκες, ήταν ακόμη ζωντανό, ζεστό, και τώρα χαιρότανε και γιόρταζε που ‘χε ξανά στην αγκαλιά του ένα σποράκι, κι ας ήταν και μικρό. Το καλοκαίρι τέλειωσε, τέλειωσε το φθινόπωρο, τέλειωσε κι ο χειμώνας κι ήρθε η άνοιξη, και το σποράκι, που κοιμότανε βαθιά μήνες και μήνες τώρα, ξύπνησε ξαφνικά από μια φαγούρα κι ένα φούσκωμα κι ανακάλυψε μ’ έκπληξη και κάποιον τρόμο πως το κορμάκι του ήταν τώρα μεγαλύτερο απ’ ό,τι όταν το πήρε ο ύπνος. Τις μέρες που ακολούθησαν, το φούσκωμα συνέχισε κι ο τρόμος του μεγάλωσε, γιατί το δέρμα του άρχισε να σκίζεται, κι εκεί που πριν είχε μονάχα μια ολοστρόγγυλη κοιλίτσα άρχισε τώρα να βγάζει κάτι κλωστούλες σαν ποδαράκια, που χώνονταν μέσα στο χώμα, κι έναν κιτρινοπράσινο, μυτερό πραγματάκι στο κεφαλάκι, που ορθωνόταν προς τα πάνω κι αγωνιζόταν να βγει από τη χαραμάδα στο φως. Ο τρόμος του όμως δεν κράτησε πολύ, γιατί θυμήθηκε κάτι ιστορίες που είχε ακούσει, όταν ήταν ακόμη στην κοιλιά της μάνας του, πως δηλαδή ειν’ έτσι τα σποράκια που γίνονται παπαρούνες. Αφέθηκε λοιπόν να μεγαλώσει, θρεμμένο απ’ το φιλόξενο χώμα, ώσπου ένα πρωί, θαρρώ πώς ήταν Μάης, μια παπαρούνα κατακόκκινη άνοιξε τα πέταλα της εκεί, στις πλάκες του πεζοδρομίου της μεγάλης λεωφόρου. Φανταστείτε, αλήθεια, ένα τέτοιο λουλούδι, τόσο κόκκινο, τόσο γεμάτο αίμα, τόσο γεμάτο φως, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου της γκρίζας πολιτείας, που ‘ναι φτιαγμένη από τσιμέν��ο, άσφαλτο και σίδερο. Φανταστείτε μια παπαρούνα στο πεζοδρόμιο της οδού Σταδίου. Κάτι τέτοιο. Σίγουρα, θα σκεφτόσαστε πως εκείνο τ’ ανοιξιάτικο πρωτινό έγινε κάτι σας επανάσταση στην πόλη, πως η συγκοινωνία σταμάτησε, πως τα γκρίζα κτίρια άδειασαν κι οι άνθρωποι έτρεξαν κατά χιλιάδες να μαζευτούνε γύρω απ’ την παπαρούνα, με το στόμα ανοιχτό μια πήχη, με τα μάτια βουρκωμένα απ’ τη χαρά για το θαύμα, πως οι πίσω που δεν βλέπανε, φώναζαν στους μπρος «στην άκρη, να δούμε, κι εμείς», πως χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία για την
αποκατάσταση της τάξης, που τελικά δεν αποκαταστάθηκε, γιατί ακόμα και οι κρανοφόροι, όταν πλησίασαν, ανοίξανε κι αυτοί μια πήχη στόμα, και τα κλομπς τους πέσαν απ’ τα χέρια και βγάλανε τα κράνη τους, γιατί δεν χώραγαν πια τα κεφάλια τους, πως οι γυναίκες, μη βλέποντας τους άντρες να γυρίζουνε το μεσημέρι σπίτι, αφήσαν το φαί να ψήνεται και πεταχτήκανε να δούνε τι συμβαίνει και μείνανε κι αυτές εκεί, ξεχνώντας τα φαγιά να καίγονται επάνω στη φωτιά… Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Οι άνθρωποι της πολιτείας ήταν κι αυτοί από τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο και στο μέρος της καρδιάς είχανε μια πλαστική σακούλα. Περνούσανε, λοιπόν, πλάι απ’ την παπαρούνα, σαν να μην είχε τίποτα συμβεί, γιατί, όσο κι αν φαίνεται τρελό, οι άνθρωποι της πολιτείας κοιτούσαν μα δεν βλέπανε. Παράξενο πράγμα όμως, ενώ όλοι τους βαδίζαν στα τυφλά, κανένας δεν την πάτησε, λες κι είχε σηκωθεί επάνω της αόρατο περίφραγμα, για να την προστατέψει απ’ όλες αυτές τις στρατιές πελμάτων που την απειλούσαν με ισοπέδωση κι έτσι να συνεχίσει να υπάρχει η ομορφιά στη μέση της ασκήμιας, κι ας ήταν αόρατη, μια που κανένας δεν την έβλεπε, κι ας μην ήτανε παρηγοριά για κανέναν, μια που κανένας δεν την αποζητούσε. Έτσι προφυλαγμένη, έζησε τις μέρες της ζωής της και, όταν ήρθε η ώρα της, πέσανε κι αυτηνής τα πεταλά της, κι αργότερα από την ξερή κοιλιά της πήδησαν πάνω στο πεζοδρόμιο τα μαύρα ελάχιστα παιδιά της, κι ένας αέρας, ανακατεμένος με εξατμίσεις αυτοκινήτων, ήρθε και τα σάρωσε από ‘κει και τα ‘σπειρε πάνω στην άσφαλτο, και με την πρώτη βροχή τελειώσαν όλα μες στους υπονόμους. Όλα, εκτός από ένα, το πιο μικρό, το πιο ελαφρύ, που ο αέρας το ‘φερε και τ’ άφησε στη στέγη ενός σπιτιού, που ‘χαν ξεχάσει να το γκρεμίσουν κι είχε ακόμα κεραμίδια. Εκεί, στα κεραμίδια ανάμεσα, σε μια γωνιά που ‘χε μαζέψει σκόνη μπόλικη και μούσκλα απ’ τη βροχή, κούρνιασε το σποράκι και, την άλλη άνοιξη, φύτρωσε κι έδωσε μια παπαρούνα κατακόκκινη, που έζησε κι αυτή και πέθανε ωραία κι αγνοημένη. Η ιστορία θα ‘πρεπε να τελειώνει εδώ, γιατί που αλλού θα μπορούσε να πάει το επόμενο σποράκι; Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ (κι ίσως να μην τελειώνει και ποτέ) γιατί, την άλλη άνοιξη, μια παπαρούνα άνθισε επάνω σ’ ένα συννεφάκι…
Επιμύθιο Ι: Αν δεν σηκώνετε, πότε πότε, το βλέμμα σας στον ουρανό, υπάρχει κίνδυνος να χάσετε θαύματα που συμβαίνουν εκεί πάνω. Επιμύθιο ΙΙ: Αν περπατάτε κοιτώντας συνεχεία ψηλά, υπάρχει κίνδυνος να πατήσετε κάποια παπαρούνα που θάλλει στο πεζοδρόμιό σας.
Αργύρης Χιόνης, "Το οριζόντιο ύψος"
0 notes
esoptron-blog · 6 years
Text
Η νέα «Πτώση» από τον Παράδεισο του Δυτικού Πολιτισμού.
Tumblr media
Τελευταία φορά που κάποιοι «προοδευτικοί» ,Φωστήρες-Εωσφόροι παρέσυραν τις υπέροχες γυναικές εκμεταλλευόμενοι τη συναισθηματική, «αριστερή», φύση τους και στην συνέχεια τους άντρες στο «προοδευτικό» καθεστώς της ανεξιθρησκίας, ήταν το 313μ.Χ. Ακολούθησε η μεσαιωνική «πτώση» από τον ελληνορωμαϊκό «Παράδεισο»...
Γνώμη μου είναι ότι οδεύουμε σε μια νέα «έκπτωση» από τον Παράδεισο του Δυτικού πολιτισμού με τους ίδιους πρωταγωνιστές και με μια καλή, δοκιμασμένη συνταγή...
Όσοι δεν γνωρίζουν ιστορία κι δεν αποκρυπτογραφούν τη σημασία των ιστορικών γεγονότων είναι υποχρεωμένοι να υποστούν την επανάληψη τους:
Λίγο πριν τα χρόνια του Μ.Κωνσταντίνου η ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία,ελληνική πολιτισμικά,ρωμαϊκή διοικητικά, βρισκόταν σε διαρκή αναταραχή. Ως φορεάς του ελληνικού πολιτισμού είχε μια εκκοσμικευμένη ελίτ κυρίως άθεη, που από παράδοση απέτιε τιμή σε πατρώους και δανεικούς θεούς από την Ανατολή κι αυτό δεν δημιούργησε πρόβλημα στην λειτουργία της.
Κάθε θρησκεία ήταν σεβαστή,υπήρχαν αλληλεπιδράσεις και καθόλου μισαλλοδοξία.
Δυο μονοθεϊστικές θρησκείες όμως είχαν πρόβλημα με αυτό, ο Ιουδαισμος και στη συνέχεια ο Χριστιανισμός. Ήταν θρησκείες που πρέσβευαν ότι μόνο ο δικός τους Θεός είναι ο αληθινός, όσοι δεν τον πίστευαν ήταν άπιστοι και δεν αναγνώριζαν καμμία άλλη πίστη.
Πάγιο αίτημα και των δυο ιερατείων ήταν η αποκαθηλωση των σεβασμάτων της θρησκείας των αρχαίων, αγάλματα, βωμοί,επιγραφές, από τους δημόσιους χώρους και τα κυβερνητικά κτίρια.
Και οι δυο θρησκείες εκδιώχθηκαν, η Ιουδαϊκή από την ελληνιστική εποχή, γιατί ενώ τους αναγνωριζόταν το δικαίωμα να έχουν την δική τους λατρεία και ο θεός τους ήταν σεβαστός, οι ίδιοι απέρριπταν μετά βδελυγμίας την κρατούσα θρησκεία, δεν αποδεχόταν τον πολιτισμό της εποχής,θέατρα, γυμναστήρια κτλ.
Ήταν κάτι σαν τους σημερινούς Ταλιμπάν έτοιμοι σκοτώσουν και να σκοτωθούν αν δοκίμαζαν χοιρινό κρέας, ή έμπαιναν σε ναό άλλης θρησκείας. Αυτά κορυφωθηκαν στην Ιουδαία του ελληνιστικής εποχής με την επανάσταση των Μακαβαιων.
Παράλληλα οι αντίστοιχοι οπαδοί του ορθού λόγου, η ελίτ της εποχής, επικούριοι, στωικοί, κτλ απορρίπτουν και χλευάζουν τις δοξασίες των απλών ανθρώπων, την ελληνορωμαϊκή πανθειστική θρησκεία με τις θυσίες της, τη λατρεία αγαλμάτων, τις προσευχές, τις εορταστικές εκδηλώσεις. Άλλοι το βλέπουν σαν μέρος μιας παράδοσης που αξίζει να συνεχιστεί και οι πιο προχωρημένοι βλέπουν τα φιλοσοφικά νοήματα που κρύβει η φυσιολατρικη θρησκεία των Ελλήνων. Ζεύς- Ζήνας-Ζωή, Ήρα-Άηρ κτλ.
Δεν βλέπουν όμως από το πνευματικό ύψος που βρίσκονται ή θεωρούν ότι βρίσκονται ότι κρίσιμες μάζες λαϊκών ανθρώπων έχουν ανάγκη αυτές τις δοξασίες και παραμυθίες, τις γιορτές και την υπόσχεση της ελπίδας. Αντί λοιπόν να δυναμώσουν και να αναπλαισιώσουν δημιουργικά αυτές τις λατρείες που έχουν ανάγκη οι κατώτερες κυρίως οικονομικά και κονωνικα τάξεις, αφηνουν τις λατρείες τους να χάσουν την πνευματικότητα και τη δυναμική τους.
Όπως όμως η φύση δεν "αγαπάει" το κενό, το χώρο αυτό της πνευματικότητας έρχεται να καλύψει μια γλυκόλαλη αλλά με σκληρή μονοθεϊστική ραχοκοκκαλιά, βασισμένη στον Ιουδαϊσμό θρησκεία, ο Χριστιανισμός.
Ύστερα από αιώνες διώξεων Ελλήνων και Ρωμαίων προς τους Ταλιμπάν της ερήμου της εποχής, τους Ιουδαίους και τους μετέπειτα Χριστιανούς, ο θρησκευτικός τους ζήλος μέχρι θυσίας δεν κάμφθηκε και οι κόποι τους ανταμείφθηκαν: Ο Μ.Κωνσταντινος και η ελίτ της εποχής είδαν μια ιδανική, βολική θρησκεία για να χτιστεί μια χιλιόχρονη θεοκρατία.
Διακήρυξε την ανεξιθρησκεία με το Διάταγμα του Μεδιολανου, η υπό διωγμον χριστιανική θρησκεία έγινε σχεδόν άμεσα κυρίαρχη και ολές οι άλλες θρησκείες υπέστησαν έναν τρομερό διωγμό.
Η αυτοκρατορία και ο λεγόμενος Δυτικός κόσμος μπήκε σε ένα σκληρό μεσαίωνα , η φιλοσοφια, η τέχνη και επιστήμη και τα μεγαλούργηματα τα του ελληνικού πνεύματος βρέθηκαν στο περιθώριο.
Για αιώνες μετά ο Χριστιανισμός στον ελληνικό χώρο πήρε τη θέση της αρχαίας θρησκείας των Ελλήνων. Σήμερα αμφισβητείται και χλευάζεται με σκοπό να χάσει τη δεσπόζουσα θέση του. Κι όχι άδικα θα έλεγε κανείς αν ειδωθεί από το ένα αυστηρά ορθολογιστικό πνεύμα αλλά ακόμα και σε σχέση με το πνεύμα των διδαχών του Χριστού.
Όμως επειδή όπως η φύση μισεί το κενό, έτσι και η κοινωνία μισεί το "θεολογικό" κενό. Ετοιμάζεται ήδη το update cristianity v.02 ή Judaism v. 03 η αλλιώς Ιslamismus 600 years later, μια ορίτζιναλ αβραμογενης μονοθεϊστική εκδοχή να καλύψει το κενό του εκλειπόντος χριστιανισμού...
Αναγκαστικά η ελίτ της σημερινής εποχής θα έπρεπε να σκύψει πάνω στον Χριστιανισμό, να περισώσει τα κατάλοιπα της αρχαίας λατρείας που μεταφέρει, να την αποαβραμοποιήσει, να την εξελληνίσει περισσοτερο και να την ενισχυσει φιλοσοφικά και δημιουργικά για να την χρησιμοποιήσει ως αντίβαρο στο επερχόμενο update που επιχειρείται στην Ευρώπη, τη σύγχρονη ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία...
Φυσικά οι απόψεις αυτές δεν ικανοποιούν ούτε τους φανατικούς χριστιανους ούτε τους φανατικά ορθολογιστες- άθεους και για αυτό θα έχουμε μια από τα ίδια.
Κάντε τις αναγωγές στο σήμερα: μια δυτική Ευρώπη, με τις ακρότητες της(θεωρίες κοινωνικού φύλου,υπερσεξουαλοποιήση,ισοπέδωση παραδοσιακής οικογένειας,επιβολή ομοφυλοφυλικών προτύπων και κανονικοποίηση σεξουαλικών παρεκκλίσεων), που σε άλλες εποχές θα την παρομοίαζαμε με τα ρωμαϊκά όργια, αποκεφαλίζει η ίδια την χριστιανική θρησκεία στο όνομα της εκκοσμίκευσης και ταυτόχρονα ανοίγει στοργικά τις πόρτες της σε εκατομμύρια ισλαμιστες της τρίτης ιστορικά αβρααμογενους μονοθεϊστικης θρησκείας.
Ένας ξεδοντιασμένος Χριστιανισμός απέναντι σε μια θρησκεία με κοινωνική ορμή που πολλαπλασιάζεται ταχύτατα. Μια πικρή συνταγή που εφαρμοσε ο Χριστιανισμός στην θρησκεία των ελληνορωμαιων έρχεται η στιγμή να την υποστεί κι ο ίδιος.
Η ελίτ της εποχής μας, κατεβάζοντας με ευκολία και βδελυγμία τα σεβασματα μιας καλώς ή κακώς χριστιανικής κοινωνίας, στο όνομα της ανεξιθρησκείας, ξεσκονίζει, ηθελημένα ή άθελα της, τη θέση τους για να μπουν και να επιβληθούν αναπόφευκτα τα αντίστοιχα μουσουλμανικά.
Η Ευρώπη μπορεί να απορρίπτει τις θρησκευτικές ιδεοληψίες του χριστιανισμού αλλά είναι ανεκτική και προστατευτική προς τις αντίστοιχες και χειρότερες θρησκευτικές ιδεοληψίες του ισλαμισμού, στο όνομα ενός αντίστοιχα ιδεοληπτικού αριστερου ανθρωπισμού.
Και να καταργηθούν οι εικόνες και τα θρησκευτικά σύμβολα από τους δημόσιους χώρους το πρόβλημα παραμένει: οι ιδεοληψίες της αριστεράς "όλοι οι μετανάστες ευπρόσδεκτοι", "δεν υπάρχουν πατρίδες", «δεν υπάρχουν δύο φύλα» κτλ είναι αντίστοιχες με τις θρησκευτικές ιδεοληψίες, όπου αντίστοιχες αμαρτίες που επιφέρουν την καταδίκη ως ρατσιστή,εθνικιστή, ξενοφοβικό κτλ είναι να τόλμησεις να πεις κάτι ενάντια στην αθρόα μετανάστευση-εποκισμό που συντελείται στην Ευρώπη.
H αριστερά αυτού του ιδιότυπου και αυτοαναιρούμενου φεμινισμού και ιδεοληψίας διαδηλώνει πλέον ακόμα και για το δικαίωμα των γυναικών να φοράνε μπούργκα. Οπου φυσάει ο άνεμος πάνε σαν τον άνεμο που φυσήξε τον 4ο μ.Χ αιώνα και μετέτρεψε μια ανοικτή δυτικού τύπου κοινωνία σε μια χιλιόχρονη θεοκρατία. Και φυσικά οι πλειονότητα των πρώτων θεοσεβών χριστιανών ήταν γυναίκες...
Οι μητριαρχικές πλέον δυτικές κοινωνίες αποφάσισαν: με όπλο την ψήφο τους που τους δόθηκε από την πρότερη πατριαρχική κ νυν μητριαρχική Δύση επιλέγουν με κριτήριο το συναίσθημα ανοιχτά σύνορα, και στο ένα ταλαίπωρο προσφυγόπουλο μπαίνουν εκατοντάδες νέοι άντρες ισλαμιστές για να επιβάλλουν σταδιακά μια σκληρή Πατριαρχία που τόσο έλειψε στις δυτικές γυναίκες.
1 note · View note
blueriverboys · 4 years
Text
Αποστολή Παναιτωλικού..Πότε θα νικήσει?..Τετάρτη 27.01.21
Tumblr media
Δεν μπόρεσε να νικήσει ούτε τη Λαμία,αύριο Πέμπτη 28.01.20 εντός έδρας αγωνίζεται με τον Ατρόμητο και σε δύο εβδομάδες με τον Πας Φιάννινα.
Παραμένει χαμηλά βαθμολογικά και σε κάθε ματς που δεν παίρνει αυτό που θέλει, κάνει βήμα προς τα πίσω.Παράλληλα, συνεχίζεται η προσπάθεια για να αποκτηθεί επιθετικός. Εκεί φαίνεται πως άλλα είχε στο μυαλό της η διοίκηση και άλλα ο Τραϊανός Δέλλας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο Παναιτωλικός δεν έχει κλείσει φορ προς το παρόν.Δύο Αργεντινούς είχαν ρίξει στο τραπέζι οι διοικούντες.Προς το παρόν παγώνουν.
Ο λόγος είναι πως ο Δέλλας θέλει να μην αποκτηθεί παίκτης από εκείνη την αγορά. Εκτιμά πως δεν θα προσαρμοστεί άμεσα ένας παίκτης που τώρα αγωνίζεται στη Λατινική Αμερική. Γι’ αυτό και έχει ζητήσει ο επιθετικός να παίζει στην Ευρώπη.
Έγινε, μάλιστα, κρούση αυτές τις μέρες σε φορ από το πολωνικό πρωτάθλημα, αλλά η περίπτωσή του δεν προχωράει για οικονομικούς λόγους. Τα δεδομένα φαίνεται πως αλλάζουν από μέρα σε μέρα και αυτό γιατί στο Αγρίνιο προσπαθούν να μην συνεχίσουν τα λάθη τους.
Η νίκες έχουν καθυστερήσει,οι διώκτες Λαμία και ΑΕΛ είναι με λιγότερα παιχνίδια.έχουν ενισχυθεί σημαντικά και πλησιάζουν,ενώ σήμερα απομακρύνθηκε και ο ΠΑΣ με σπουδαίο διπλό επι της αεκ στο ΟΑΚΚΑ,όταν ο Παναιτωλικός πριν λίγες αγωνιστικές στην ίδια έδρα,είχε μόνο μια ευκαιρία,παίζοντας το κλασσικό φουλ άμυνα. 
Αλήθεια πως καταφέρατε δυο χρόνια να μην σας βγεί καλός,ούτε ένας ξένος παίκτης? (εκτός των μεταγραφών Ιανουαρίου που και αυτοί έφυγαν..) Η νοοτροπία των ξένων (χαμηλής ποιότητας)  στην ομάδα πλέον δίνει την αίσθηση  <και τι έγινε?>, δεν υπάρχει πίεση απο για το α��οτέλεσμα.Το πιο σημαντικό είναι ότι η ομάδα δεν παίζει ποδόσφαιρο,δεν έχει πάθος,τσαμπουκά,είναι ένα ασκέρι που το παίρνειι ο άνεμος...
Κοράκι..
Mία ημέρα μετά τα έντονα παράπονα των Περιστεριωτών, ο Μαρκ Κλάτενμπεργκ αποφάσισε να προχωρήσει στην αντικατάσταση του Παπαπέτρου, ο οποίος είχε ορισθεί στον αγώνα Παναιτωλικός - Ατρόμητος για τη 19η αγωνιστική. Τη θέση του πήρε ο Δημήτρης Καραντώνης του συνδέσμου Ημαθίας.
Πρόγραμμα αγώνων Παναιτωλικού..
19η αγων.Παναιτωλικός-Ατρόμητος, 17.15 μμ 28.01.21
20η αγων.Παοκ-Παναιτωλικός, 17.15 μμ,31.01.21
21η αγων.Παναιτωλικός-Πας Γιάννινα,19.30 μμ,  08.02.21
22η αγων.Αρης-Παναιτωλικός, 15.00 μμ, 14.02.21
23η αγων.Παναιτωλικός-Παναθηναικός, 19.30 μμ, 22.02.21
24η αγων.Αελ-Παναιτωλικός, 17.15 μμ, 28.02.21
25η αγων. Παναιτωλικός-Βόλος, 15.15 μμ, 07.03.21
26η αγων.  Απόλλων Σμύρνης-Παναιτωλικός, 19.00 μμ, 14.03.21
- βαθμολογία -
Παναθηναικός 34 βαθμούς σε 19 αγώνες
Αστέρας  30  βαμούς σε 19 αγώνες
playouts..
Βόλος  23  βαμούς σε 19 αγώνες
Ατρόμητος 21  βαμούς σε 18 αγώνες
Οφη  19  βαμούς σε 19 αγώνες
Απόλλων  18  βαμούς σε 18 αγώνες
Πας Γιάννια 18  βαμούς σε 19 αγώνες
Παναιτωλικός 12 βαμούς σε 18 αγώνες
ΜΠΑΡΑΖ με τον 2ο της β εθνικής..
Λαμια 10 βαμούς σε 17 αγώνες
ΥΠΟΒΙΒΑΣΜΟΣ..
ΑΕΛ 8 βαμούς σε 18 αγώνες
——————————-
Μόνο ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ
Σ/Τάση ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ
BLUE RIVER BOYS-Amsterdam
Τετάρτη 27.01.21
Δημήτρης Μπαλωτής//Dimitris Balotis
https://www.facebook.com/BLUERIVERBOYSAmsterdam
0 notes