Tumgik
#Athens life
stlacroix · 2 months
Text
Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media
Ramp city
3 notes · View notes
ntsawos · 2 years
Text
Κάθε φορά που σε κοιτάζω (ξέρεις, εκεί στο ig), νιώθω πως θέλω να μιλήσω, να βγάλω από μέσα μου χιλιάδες λέξεις, να κάνω εικόνα τα συναισθήματα που με πλημμυρίζουν, μα πάντα όλα αυτά εγκλωβίζονται σε δυο λέξεις που κατακλύζουν το μυαλό και με κάνουν να αισθάνομαι ήρεμος γιατί είμαι γεμάτος - ναι, με σένα.
Σίγουρα θα νιώσεις αμηχανία ή ενόχληση ή και άβολα με όσα θα σου πω από κοντά, πολύ σύντομα, μα είναι ότι δημιούργησες άθελα σου κι οφείλω να τα εκφράσω, άδολα και χωρίς υστεροβουλία. Προσωπικά, θα αισθανόμουν υπέροχα αν μου συνέβαινε κάτι παρόμοιο - θα ένιωθα πιο σημαντικός, πιο σπουδαίος - γιατί είναι στ' αλήθεια τόσο όμορφο να σημαίνεις πάρα πολλά για κάποιον, να ζεις συνέχεια μέσα στο μυαλό του, να σημαίνεις τα πάντα γι' αυτόν· εσύ μου το έμαθες κι αυτό.
Οι μέρες περνούν τόσο αργά, μα πλησιάζει πια η στιγμή. Νιώθω λιγότερη ανασφάλεια, μα πάντα φοβάμαι πως θα σπάσω, θα λυγίσω τη στιγμή που θα σε κοιτάζω κατάματα. Όμως αυτές οι δυο λέξεις θα ειπωθούν, με όποια συνέπεια.
"κι ύστερα αν θες πάλι την πόρτα σου θα κλείσω" - Το κύμα, Χ. Αλεξίου
7 notes · View notes
lit4y · 1 year
Text
Μνήμες στα βράχια
Κεφάλαιο 3: Η επάνοδος
Το φανάρι άναψε πράσινο και το ανθρώπινο πλήθος των άγνωστων υπάρξεων της πόλης ξεχύθηκε στη διάβαση για να περάσει απέναντι, καθένας και καθεμιά τους έχοντας το δικό του πρόγραμμα δράσης στην ρουτίνα του - σαν καλοκουρντισμένες μηχανές που αγκομαχούν να επιτύχουν το επιβεβλημένο ύψος παραγωγής ή να διεκπεραιώσουν το έργο που τους έχει προκαθοριστεί. Η μιά από τις πολλές σε αγώνα δρόμου προς το αργοπορημένο ραντεβού, μια άλλη για το μετρό της επιστροφής οίκαδε, η τρίτη για το καθήκον της επίσκεψης σε εμπορικό για μια πινελιά ανανέωσης στο ρουχισμό, κάποια για την ανάγκη τραπεζικής υποχρέωσης, η επόμενη με κατεύθυνση προς μια προσφιλή αγκαλιά, ίσως μια από αυτές να προλάβει μια δημόσια υπηρεσία πριν κατεβάσει ρολά κι όλες μαζί εντέλει να θεραπεύουν τα άγχη τους, να γεμίζουν τις στιγμές του με «καθήκοντα κι υποχρεώσεις», να συνεχίζουν τον καλπάζοντα ρυθμό τους.
Ακόμα μια, η έσχατη από τις σάρκινες φιγούρες, δίχως σκοπό, χωρίς λίστα εντολών εκτέλεσης να επιβάλλεται στη θέληση της και να προσανατολίζει την ορμή της σε ωφέλιμο έργο, περιπλανιέται εδώ κι εκεί, άβουλο πλάσμα στα γρανάζια του χρόνου που μονόπλευρα σπρώχτει τους δείκτες των ρολογιών, σαν ξύλινη μικροσκοπική βαρκούλα έρμαιο των γιγάντιων αφρισμένων κυμάτων να βολοδέρνει μεσοπέλαγα, πλανιέται αργά μεσ΄ τα στενά της πόλης ή τις φαρδιές λεωφόρους της. Πού να πηγαίνει άραγε;
Διασχίζει το κέντρο αδιάφορα, χαζεύει απ΄ έξω τα μαγαζιά κάθε είδους - παπούτσια, ηλεκτρικά, φαγάδικα, ρουχισμός για κάθε φυλή φύλο ή μέρος του κορμιού, διάφορα ποτεία, εξοπλισμό ποικίλο - προσπερνά γραφεία, υπηρεσίες, κατηφορίζει Αθηνάς, πουθενά δε σταματά, το «καθήκον» του για απόψε είναι συνέχιζε. Στο Μοναστηράκι διαβαίνει όλα τα στενά λες κι έψαχνε κάτι συγκεκριμένο να βρει. Παλιές αντίκες ή έπιπλα κάποιας εποχής, μεταχειρισμένα ρούχα, βιβλία ή δίσκοι παρόντος ή προηγούμενου αιώνα, μονάχα στόχος της φευγαλέας ματιάς του, αμίλητος τα ατενίζει, τίποτα να τον κεντρίσει για να σταθεί, να ρωτήσει, να διαπραγματευτεί, να αγοράσει. Εικόνες μόνο τα πάντα, να χαράζονται για δευτερόλεπτα στα βάθη του αμφιβληστροειδή του.
Στο Θησείο στρίβει αριστερά, περνά τις καφετέριες - λιγοστοί πελάτες στις περισσότερες -, ανηφορίζει, διασταυρώνεται ή προσπερνά εποχούμενους τουρίστες, ζευγαράκια σε ρομαντικό περίπατο, νεανικές παρέες που ξοδεύουν ευχάριστα το χρόνο τους με περιπλάνηση και κουβεντολόι για κάθε ενδιαφέρον ή αδιάφορο θέμα κι ο τιμονιέρης νους εντέλει τον φτάνει Φιλοπάππου. Κάθεται σε παγκάκι. Μνήμες παλιές ζωντάνεψαν ξαφνικά, άσχημες οδυνηρές εμπειρίες. Στέναξε.
Αν.... Αν είχατε μιλήσει τότε! Αν σου είχε μιλήσει! Το σίγουρο είναι πως δεν θα ΄χε αυτά τα τέσσερα χρόνια περιπέτειας. Για ένα βήμα μοναχά προσέγγισης! Για ένα βήμα τόλμης, θάρρους, θράσους βρε αδερφέ. Αυτός ή εσύ.Τι κόστος να έχει τάχα ένα βήμα; Μια λέξη μόνο έφτανε. Σίγουρα έφτανε. Αυτός ή εσύ. Πόσο κοστίζει άραγε μια λέξη; 1€ η συλλαβή; 1€ κάθε γράμμα; Τι ψυχή να έχουνε τα 10-20€; Τέσσερα χρόνια χαμένα. Τέσσερα χρόνια χαμένου έρωτα! Τι λέω; Αγάπης. Για 10-20€, λέξεις και λόγια δηλαδή που δεν ανταλλάχτηκαν! Τόσο κοστίζει τελικά η σιωπή εκατέρωθεν. Η δειλία, η ατολμία, η συστολή. Αυτός ή εσύ. Οι ματιές που έμειναν μετέωρες. Λίγα ψίχουλα αυτοπεριορισμού στη μοναξιά, του εαυτού μας! Πόσο ακριβά είναι τα ψίχουλα!
Δάκρυα ήρθανε στα μάτια, μα έπνιξε τον καημό μέσα στα στήθια του. Πνιγόταν! Από έρωτα. Από καημό για σένα. Ξαναστέναξε. Άναψε δυο τσιγάρα απανωτά. Κόσμος πηγαινοέρχεται, νέοι και νέες τρέχουν - γυμνάζονται -, γερόντια περπατάνε ράθυμα, ζευγάρια ρομαντζάρουνε, τουρίστες αλληλοφωτογραφίζονται - selfie με φόντο την Ακρόπολη - ή άλλοτε αγκαλιά με κάποια αρχαία κολόνα - στολίδι στην άκρη του πεζόδρομου. Κι αυτός ενσωματωμένος για ώρα με το παγκάκι, αγκαλιά με τη μοναξιά του, να σιγοψιθυρίζει στο ασυνείδητο τα σφάλματα του κι αυτό να τον μαστιγώνει με τα δεινά του αυτοσαρκασμού, με το μαρτύριο της θλίψης.
Το απόγευμα ολοκληρώνεται σταδιακά, το σούρουπο κοντοζυγώνει. Σηκώθηκε, παίρνει τον ανήφορο, ανεβαίνει τον ξακουστό λόφο, φτάνει στο πλάτωμα, κατάφατσα του το μνημείο. Άσχημες αναμνήσεις τον τυλίγουν, οδυνηρές εμπειρίες. Περπατά γύρω τριγύρω, στέκεται, selfie με το μνημείο. Γιατί; Κάθεται κάτω, σ΄ ένα βράχο. Ατενίζει τη θάλασσα του Πειραιά. Πόσο όμορφο το ηλιοβασίλεμα! Το κοιτά μονάχος, το χαίρεται. Πόσο κοστίζει; Τίποτα, δωρεάν. Πλήθος όμορφα, γλυκά, τρυφερά συναισθήματα - πανάκριβο δώρο στη γαλήνη της ψυχής! Αχ, αν ήσουν εδώ, στην αγκαλιά του μέσα - τον βασανίζει το τιμωρητικό υποσυνείδητο! Φωτογραφίζει τον Πειραιά σε πορτοκαλομενεξελιές αποχρώσεις, το Φάληρο, τους λόφους και τα βουνά τριγύρω. Γιατί; Για ποιόν; Να θυμάται τι; Τις άσχημες εμπειρίες με μια αναγκαστική συντροφιά, αποκούμπι της ψυχικής ανισορροπίας ύστερα απ΄ τη δική σου απομάκρυνση, την απόσταση, την παγερή ερημιά του χαμένου έρωτα.
Ξανακάθισε. Για δυο λέξεις μοναχά! Δυο λέξεις που σφηνώθηκαν στο ασυνείδητο και δεν θάρρεψαν να ξεμυτίσουν στα χείλια για να ακουστούν, να ανταλλαγούν. Σ΄ αυτά τα διψασμένα χείλια για αγάπη, για μοιρασιά, για συντροφικότητα. Για έρωτα! Πόσο ακριβές ήταν τελικά αυτές οι λέξεις; Στέναξε πάλι. Σηκώθηκε, περπατά τριγύρω αργά, σέρνοντας τα βήματα του, λες κι είχε φορτωθεί στην πλάτη του όλο τον πλανήτη, όπως ο μυθικός Άτλαντας. Κάθεται παραπέρα σ΄ άλλο βράχο - σαν όλη η χώρα κατάσπαρτη από βράχια να είχε φορτωθεί ετσιθελικά στην πλάτη του, μια ζωή ολάκερη γεμάτη βράχια-κακοτοπιές, βάσανα, κακουχίες, δεινά που του έλαχαν. Άσχημες οδυνηρές εμπειρίες για τέσσερα χρόνια, τόσο κόστισαν οι δυο λέξεις. Που δεν ειπώθηκαν.
Έτσι. Χωρίς λόγο! Γιατί ήταν άνθρωπος, είναι καλός, ευγενικός, συμπονετικός άνθρωπος. Συμπαραστατικός. Τρυφερή ψυχή, δοτική. Οι καλοί πάντα πληρώνουν! Ξοφλάνε την κακία αλλονών. Δάκρυσε. Τόσο δάκρυ μέχρι σήμερα για δυο λέξεις! Πόσο κοστίζει ένα δάκρυ; Τίποτα, δωρεάν. 1000000 δάκρυα η κάθε λέξη; Πνιγόταν. Σηκώθηκε αργά, σαν πονεμένος που κάθε κίνηση του σπέρνει χιλιάδες οδυνηρούς παλμούς πόνου σε κάθε κύτταρο και μαρτυρά σφίγγοντας τα δόντια, ματώνοντας τα χείλια, σκίζοντας κοφτερά τη σάρκα για να σκεπάσει ο αυτοτραυματισμός τον άλλο πόνο που ΄ναι βαθιά μεσ΄ την ψυχή.
Τι είχε γίνει τότε; Τίποτα κακό κι όλα τα κακά της οικουμένης μαζεμένα στη ράχη του. Για λίγες στιγμές. Για δυο λέξεις που κρύφτηκαν φοβισμένες στα κατάβαθα του νου, αντίς να ξεχυθούν στο φως, να κάψουν τις ψυχές, να λαμπαδιάσουν τα κορμιά, να φυλακίσουν τις μοναξιές σ΄ ανήλιαγα μπουντρούμια, να αναστήσουν δυο ζωές! Γιατί να μην τις έχει πει; Εσύ, γιατί δεν τις ξεστόμισες, γιατί τις έκρυψες, γιατί δεν τις απαίτησες; Λες κι ήταν κρυμμένος αμύθητος θησαυρός! Δεν είναι ο έρωτας ένας θησαυρός; Η αγάπη δεν είναι αναντικατάστατος πλούτος που αναβαθμίζει τις υπάρξεις, τις τελειώνει, τις ολοκληρώνει; Γιατί να είναι τόσο ακριβή η επικοινωνία των ανθρώπων; Κι όμως, στον αιώνα μας - της επικοινωνίας -, γιατί να είναι τόσο φτηνά τα MByte και τόσο ακριβές οι λέξεις, όταν σε καθένα από αυτά χωράνε μυριάδες από δαύτες; Αναστέναξε απεγνωσμένα, σαν το ναυαγό που έχει αποκάμει από κούραση με χιλιάδες χεριές για να σιμώσει ένα σωτήριο νησί στον ορίζοντα κι εκείνο παραμένει δεκάδες μίλια μακριά του.
Μα εσύ δεν του απάντησες καν! Σου ευχήθηκε για τη γιορτή σου, δυο λέξεις - οι γνωστές, Χ.Π. Σε πόσα MByte χωράει ένα ευχαριστώ; Πρακτικά μηδέν. Ακριβώς τόσα τα γράμματα της απάντησης σου, zero. None! Κι όμως, αυτή η λέξη ήταν πανάκριβη γιαυτόν, ανεκτίμητη. Μα ακόμα δεν έχει επιστραφεί! Τώρα πια τη θέλει από τα χείλια σου, δεν τον νοιάζει που δεν του ευχήθηκες στη δική του γιορτή, δεν του ανταπέδωσες τα ίσα - τότε ίσως τον πείραξε, μα τώρα όχι πια.
Μονάχα δυο λέξεις περιμένει από εσένα, να έβγουν απ΄ τα χείλια σου. Έπειτα τα σφηνάκια θα πέσουν βροχή. Ένα στον καθένα για κάθε συλλαβή. Ίσως και δυο και τρία για κάθε γράμμα. Αυτές οι λέξεις αξίζουν ένα μεθύσι, γιατί είναι μεθυστικές. Ένα μεθύσι μαζί σου είναι ανεκτίμητο. Πες τις μονάχα και θα γίνει - είναι έτοιμος. Θα τα ξεχάσει όλα, θα τα ξεχάσει όλα. Μόνο θα κλάψει. Από χαρά, ξέρεις, γιατί λειώνει για σένα. Από έρωτα. Για δυο λέξεις μονάχα, απ΄ τα χείλια σου!
Αναστέναξε. Πνιγόταν. Σηκώθηκε, περπάτησε ξανά, μισοκουτσαίνοντας γιατί είχε μουδιάσει στα βράχια. Κάθισε πάλι ύστερα από λίγο, κοιτώντας την Πάρνηθα, το Λυκαβηττό. Μνήμες απ΄ το κοντινό παρελθόν, άσχημες εμπειρίες! Κανείς τριγύρω. Ανασηκώθηκε στενάζοντας. Κατέβηκε αργά το λόφο από την άλλη πλευρά, όπως κάποτε. Πέρασε το Αστεροσκοπείο, πάει προς την Πνύκα, καταλήγει στον Αη Γιάννη. Μικτές οι μνήμες, όμορφες από τα βαφτήσια παλιά κι άσχημες οι πρόσφατες. Τότε, είχε κατέβει γύρω γύρω, σχεδόν σε τροχάδην όλη την περίμετρο και του είχε κοπεί η ανάσα, βλέπεις τα χρόνια στην πλάτη, τα τσιγάρα που έλειπαν από το πακέτο στην τσέπη! Άσχημες εμπειρίες, σου λέω. Απλά, γιατί ήταν καλή ψυχή. Δώρο; Μια ζωή χαμένη μέσα σε τέσσερα χρόνια! Βάσανα, πίκρες, στενοχώριες, εξορία, απομόνωση, περιθώριο. Τόσα του κόστισαν οι δυο λέξεις, που δεν ειπώθηκαν. Μα τώρα τα ξεχνά όλα, τα σβήνει στο λεπτό σαν ακάμωτα, μόλις τις ακούσει από τα χείλα σου. Αν θελήσεις, αν τις πεις όλα μηδενίζουν. Γιατί είναι μεγάλη καρδιά.
Δάκρυσε πάλι, πνιγόταν από έρωτα. Έπνιξε τη θλίψη μέσα του, έγειρε το κεφάλι κι ορθώθηκε. Μικρή η απόσταση από εκεί, 2-3 χιλιόμετρα ίσως μόνο. Κατηφορίζει Θησείο, έπιασε Πειραιώς, δυο βήματα το barάκι, έφτασε. Και πάλι λείπεις. Δουλεύεις αλλού; Είσαι εδώ ή έξω; Μήπως στο νησί; Κανείς δεν ξέρει, που είσαι. Κανείς γνωστός για να ρωτήσει. Πού θα σε βρει; Πίνει τρεις μπύρες, καπνίζει μισό πακέτο. Ξέρεις, τα τέσσερα χρόνια ελάφραιναν γρηγορότερα το πακέτο. Άγχος το λένε, που μεγαλώνει; Μπορεί, άγχος για τη συνέχεια, για την κατάληξη. Αν υφίστανται το ένα ή το άλλο. Τα πνευμόνια αρχίζουν να βράζουν. Το κεφάλι βάρυνε με τόσο καπνό σε δυο μόνο ώρες! Λείπεις, γιαυτό. Γιατί να νιώθουμε τόση λύπη όταν μας λείπει κάποιος; Πόσο κοστίζει η λύπη; Σχεδόν τίποτα. On house, που πάει να πει κέρασμα. Γιατί το μυαλό μας δουλεύει μ΄ αυτόν τον τρόπο; Ποιος είναι υπεύθυνος; Γιατί να σε αγαπά; Ποιανού βασανιστή είναι εφεύρεση ο έρωτας και μας πονά τόσο; Ποιος άραγε είναι ο θύτης και ποιο το θύμα στη συγκεκριμένη περίπτωση; Αυτός που άπλωσε το βλέμμα του πάνω σου ή εσύ που τον κοίταξες μ΄ αυτά τα μάτια;
Αυτά τα μάτια σου! Ένα πανέμορφο ποίημα! Ένα Nobel αξίζει αυτό το ποίημα. Ναι, σίγουρα αυτός που τόλμησε να κοιτάξει κατάματα το ποίημα, την τελειότητα. Πόση τύχη κρύφτηκε σ΄ αυτό το συναπάντημα; Και πόση ατυχία ήρθε μετά να ξεπληρώσει αυτό το βλέμμα! Τύχη ανεκτίμητη η ματιά, ένα ευχαριστώ στους Θεούς που το επέτρεψαν. Τόνοι ατυχίας κατόπιν. Πώς ισοζυγιάζονται αυτά τα δυο; Κι όμως η καρδιά του το αποφάσισε. Όλα τα δεινά στο ένα ζύγι, δυο απλές λεξούλες μοναχά στο άλλο από εσένα και όλα ισορροπήσανε. Αφού είναι ανεκτίμητες μιας και προφέρονται από σένα. Γιατί είναι βαριές, θησαυρός ανεπανάληπτος, που θα βγει από μέσα σου άρα θα περιέχει αγάπη! Ανεκτίμητη αξία γιαυτόν! Αναστέναξε βαριά. Λείπεις κι αυτό είναι αφόρητο, μιας κι η συγκεκριμένη λέξη είναι αδυσώπητη - περιέχει λύπη και ανεκπλήρωτη αγάπη.
Σηκώνεται και φεύγει. Περνά σπίτια, κλειστά μαγαζιά, ξενυχτάδικα, ανθρώπους που γυρνούν σπίτα τους ή συνεχίζουν τη διασκέδαση τους κάπου αλλού - χαρούμενους ή σκυθρωπούς, ευτυχισμένους ή μοναχικούς σαν κι αυτόν. Η μοίρα του σήμερα δεν είναι με το μέρος του. Μέσα από κάποιο σπίτι, η δόλια τον εκδικείται βασανιστικά. Ένα ραδιόφωνο σ΄ υψηλή ένταση αντηχεί: «ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου/να τραγουδήσω στερνή φορά/αύριο φεύγω, όλα τελειώνουνε/σβύνει για μένα κάθε χαρά».
Στάθηκε όρθιος σε μια κολόνα κει δά στην άκρη του δρόμου και έκλαψε. Βουβά, έντονα, για πολλή ώρα. Γιατί του λείπεις κι είναι αυτό ασήκωτο βάρος. Διάφοροι περαστικοί κοίταζαν έναν ηλικιωμένο σκυφτό σε μια κολόνα και αμίλητο να κλαίει για ώρες, ως το πρωί. Η αγάπη του είναι θεόρατη, ασήκωτη, πνιγερή για την καρδιά, αβάσταχτη. Κάποτε κώπασε, ηρέμησε, χαλάρωσε. Ψιθύρισε ένα ευχαριστώ σε όλους τους Θεούς κι ας μην τους ήξερε, ας μην τους πίστευε, όλης της οικουμένης κι ας μην υπάρχουν, γιατί κάποτε σε συνάντησε, σε κοίταξε, σε ένιωσε. Γιατί σε αγάπησε. Κι αυτή η αγάπη, δώρο που του έγινε, είναι ανεκτίμητη. Σε κερνάει λοιπόν, αν θες. On house!
20/04/2019
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
notacluedo · 1 year
Text
Tumblr media
he’s her fun lil social experiment
4K notes · View notes
strangecolourblue · 11 months
Text
Tumblr media Tumblr media
Εσύ ήσουν η θέα για όλη την Αθήνα και όχι αντίστροφα…
981 notes · View notes
axristes-styseis · 6 months
Text
Για μερικούς ανθρώπους προσπάθησα , και φοβάμαι ότι προσπάθησα τόσο , που δεν θέλω να ξανά προσπαθήσω για κανέναν και τίποτα ξανά!
373 notes · View notes
orgismenh · 6 months
Text
Tumblr media
Δύο λουλούδια κρατώ
κι ένα ροζ ουρανό στο χέρι 🌸
Κάπου στο Παγκράτι
183 notes · View notes
y2kaee · 8 months
Text
"While we wait for life, life passes..༄"
Seneca .
191 notes · View notes
Text
Tumblr media
79 notes · View notes
stlacroix · 3 months
Text
Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media
3 notes · View notes
ntsawos · 2 years
Text
Tumblr media
4 notes · View notes
lit4y · 1 year
Text
Στης νύχτας τη σιγαλιά
Κεφάλαιο 3: Η επάνοδος
Ένα απαλό αεράκι φυσούσε απ΄ το πρωί, ανεμίζοντας ελαφριά τις απλωμένες τέντες στις πολυκατοικίες και ανακατεύοντας τα αχυρόχρωμα μαλλιά μου που σαν ξερά στάχυα λικνίζονταν ρυθμικά σε κάθε πνοή του. Τίναξα μερικές μακριές τρίχες που είχαν βαλθεί να μπαίνουν στα μάτια μου ή να γαργαλάνε ξεδιάντροπα τα ματοτσίνορα μου.
Είχα σηκωθεί από νωρίς κι ήδη είχα τελειώσει την πρωινή γυμναστική μου, είχα κάνει το ζεστό μου μπάνιο και απολάμβανα στο μικρό μπαλκόνι τη ζεστή μου σοκολάτα φυσώντας μικρά συννεφάκια στην ατμόσφαιρα από το τσιγάρο που ρουφούσα απολαυστικά. Κι αυτά παρασυρμένα απ΄ την πνοή του αγεριού διαλύονταν γοργά δημιουργώντας πολύπλοκες διάχυτες λευκές καμπυλωτές γραμμές στο γαλάζιο ορίζοντα και εξαϋλώνονταν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Γρήγορη ζωή και ταχύς θάνατος, οι λευκές πινελιές του καπνού στο γαλάζιο φόντο του ουρανού, το θλιβερό πρωινό μοτίβο!
Μια απότομη ριπή ανέμου σήκωσε ένα γκριζωπό πέπλο σκόνης από τα πεζοδρόμια στη μικρή πλατεΐτσα, ενώ δεκάδες φύλλα των λιγοστών μικρών δέντρων της παρέδωσαν το πνεύμα τους πέφτοντας με αργές λικνιστικές χορευτικές φιγούρες στο έδαφος και τα γύρω χαλικόστρωτα μονοπάτια, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ζωής και της προσφοράς τους στον πλανήτη, ανταποκρινόμενα στον νόμο της αναγέννησης που χαρακτηρίζει κάθε ζωντανό οργανισμό. Μετά τη γέννηση, αναπόφευκτα, ακολουθεί κάποτε η φθορά και ο θάνατος και πάντα κάτι νέο προβάλει αντικαθιστώντας κάποιο παλιό, φθαρμένο ή γερασμένο γρανάζι της ζωής.
Ο πρώιμα φθινοπωρινός καμβάς της φύσης γύρω μου αντικατόπτριζε άψογα τον εσωτερικό μου κόσμο αυτό το πρωινό. Έτσι ένιωθα εκείνη τη στιγμή! Το μυαλό μου ασυνείδητα κατέπνιξε τα συναισθήματα μου πνίγοντας τα στο ρεαλισμό - με προσγείωσε κοινώς στην πραγματικότητα -, καθόσον όδευα σταδιακά προς τη φθορά καθώς ήδη διάνυα μια νέα δεκαετία έχοντας σχετικά πρόσφατα συμπληρώσει την προηγούμενη, 60+. Όμως ακόμα σπίθες φωτιάς αναδύονταν από το υποσυνείδητο μου που αρνιόταν πεισματικά να παραδωθεί σε τετελεσμένα και ανάβλυζε μια σιγουριά και σπιρτάδα νιότης ή εφηβίας κάνοντας με να αισθάνομαι έτοιμος για δράση, ανολοκλήρωτος, ζωντανός κι ετοιμοπόλεμος, αντί μοιρολατρικά να περιμένω την πνοή του δικού μου ανέμου της απώλειας να με παρασύρει στο διάβα του μέχρι το τέρμα του θανάτου.
Αντίθετα, ενώ έχω αφήσει πίσω μου τους αντικαταστάτες μου στη ζήση, ένιωθα έτοιμος να καρπήσω σ΄ έναν έρωτα που είχε χτυπήσει την πόρτα μου πρόσφατα, σαν ένας ασυγκράτητος έφηβος που ζει τα πρώτα του καρδιοχτύπια, δονούμενος από την πρόκληση της σάρκας που ακόμα πάλλεται από την εσωτερική ορμή της δημιουργίας. Το μόνο που απόμενε πια ήταν να ανταμώσω το δικό μου φωτοβόλο ήλιο που θα μου κατάκαιγε τα σωθικά από έρωτα και θα φώτιζε στο εξής τα σκοτάδια της μοναχικής μου ύπαρξης η οποία καρτερούσε για καιρό τη ζεστασιά του ν΄ ανακουφίσει την ερημιά της καρδιάς.
Ένα ξαφνικό στρίγγλισμα φρένων αντήχησε απότομα ξυπνώντας τις ναρκωμένες αισθήσεις και ταράζοντας τη σχετική ηρεμία της συνοικίας, ενώ ταυτόχρονα κάποιες κραυγές ακούστηκαν από την άλλη πλευρά της πλατείας. Μην έχοντας οπτική επαφή με την περιοχή των γεγονότων, διακατεχόμενος από έμφυτη περιέργεια, φόρεσα τάχιστα τα παπούτσια μου, έριξα και μια σπορ φούτερ ζακέτα πάνω μου και κατευθύνθηκα βιαστικά προς τη μεριά των συμβάντων. Μέχρι να φτάσω στο σημείο εκείνο, λίγα μέτρα από την άκρη της πλατείας, ένας γιατρός από μια διπλανή πολυκατοικία βρισκόταν ήδη πάνω από το σωριασμένο σώμα ενός ηλικιωμένου - καμιά δεκαετία και πλέον μεγαλύτερου από μένα - που κειτόταν ασάλευτο στη μέση του δρόμου, ενώ ελάχιστο αίμα είχε βγεί από το στόμα του. Προσπαθούσε, μάταια καθώς φαίνεται, να εντοπίσει το σφυγμό στο λαιμό του ανθρώπου μα σύντομα σηκώθηκε απογοητευμένος, μουρμουρίζοντας σιγανά: ΄΄Είναι αργά γι΄ αυτόν, έχει πεθάνει! Κάλεσε κανείς σας ασθενοφόρο;΄΄
Τριγύρω, οι μαγαζάτορες μα και διάφοροι κάτοικοι της γειτονιάς είχαν βαλθεί να συζητούν για τον κυρ-Παναγιώτη - έτσι ήταν το όνομα του νεκρού -, που απρόσεκτα πήγε να διασχύσει κάθετα το δρόμο μα ένα αυτοκίνητο έβαλε απρόσμενα τέλος στην προσωπική του πορεία και περιπέτεια της ζωής. Παράμερα, ο οδηγός του μοιραίου τροχοφόρου, φανερά σοκαρισμένος που άθελα του προκάλεσε το ατύχημα, έκλαιγε και φώναζε απελπισμένος: ΄΄Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, πάτησα το φρένο με όλη μου τη δύναμη, αλλά ήταν αργά. Δεν πρόλαβα!΄΄
Δεν περίμενα να δω ή ν΄ ακούσω τίποτα άλλο. Ούτε το ασθενοφόρο, ούτε το περιπολικό, ούτε κάτι άλλο πλέον με ενδιέφερε κι απασχολούσε. Βάλθηκα να περπατώ σε τυχαία κατεύθυνση, αναλογιζόμενος τα όσα διαδραματίστηκαν νωρίτερα. Ένα τυχαίο περιστατικό, αυτό ήταν. Μια απροσεξία του ενός ή του άλλου κι ένα μοτίβο διακόπηκε απρόσμενα, ένα γερασμένο κορμί που πιθανά είχε κι άλλο χρόνο προτού ολοκληρωθεί ξαπλώθηκε βίαια ακίνητο στο έδαφος, σαν το νεκρό φύλλο που πέφτει από το δέντρο, παραδωμένο στο νόμο της φθοράς που επιβάλει η φύση.
Άφησε τάχα πίσω του ο εκλιπών το δικό του αποτύπωμα; Είχε παιδιά, εγγόνια; Έμεινε κάτι από τη γενιά του; Όχι πως έχει και ιδιαίτερη σημασία αυτό! Καμιά απολύτως. Σε λίγα χρόνια ούτε που θα τον θυμάται κανείς. Μα είναι απλά μια αυτάρεσκη ναρκισιστική εμμονή μας πως επηρεάσαμε άλλους και θα παραμείνουμε ΄΄αθάνατοι΄΄ στο μυαλό κάποιων ανθρώπων. Όμως η ζωή συνεχίζεται ακάθεκτη κι ούτε μας δίνει σημασία, γιατί πάντα κάτι θα φεύγει και κάτι άλλο θα έρχεται. Κάποιος άλλος Παναγιώτης, Μανώλης, Γιώργος, Απόστολος, Ναταλία, Έλενα, Μαριγώ κάπου γεννήθηκαν κι ο χρόνος τους μετράει πια αντίστροφα. Το μόνο που αξίζει είναι, όσο είμαστε εδώ, να γεμίζουμε το δικό μας λιγοστό χρόνο με όμορφες στιγμές που θα μας κάνουν να χαιρόμαστε, να νιώθουμε γεμάτοι και ευχαριστημένοι, αρκεί φυσικά να μην δυσαρεστούμε τους άλλους με τις πράξεις μας.
Πιστός πια οπαδός του ευ ζην κι εγώ, στα περιορισμένα βέβαια μέτρα μου, προσπαθώντας να προλάβω αρκετά περισσότερα προτού το ρολόι μου απότομα σταματήσει, συνέχισα ακάθεκτος. Προς το πουθενά όμως βαδίζοντας, μιας και δεν είχα συγκεκριμένο στόχο ή προορισμό! Χα, προς την ολοκλήρωση ισχυρίζομαι, ίσως ελπίζοντας πως ο δικός μου ήλιος της ζωής θα με προσμένει κάπου απόψε. ΄Φως μου λαμπρό΄, ψιθύρισα, ΄έρχομαι΄. Για να φωτιστεί πια κι η δικιά μου ζωή με το φωτοδότη έρωτα! Φρούδες ελπίδες, ίσως πείτε! Ναι, μπορεί. Μα εμένα δε με απασχολούσε αυτό. Γιατί ένα απαλό αεράκι προσδοκίας κι ελπίδας μα και λαχτάρας φυσούσε μέσα μου, που απόδιωχνε τη σκόνη της θλίψης διαλύοντας τα σύννεφα της μοναξιάς μου. Πεισματικά έσβυνα τις γκρίζες γραμμές τους - σκοτεινα απομεινάρια στο φόντο της ζωής μου - μονάχα με την όμορφη θύμιση της ματιάς σου, αυτής της καταγάλανης θάλασσας γλύκας κι αγνότητας που απέπνεε.
Ένα καινούργιο απότομο φρενάρισμα ακούστηκε κάμποσα μέτρα πιο μακριά μου - ακριβώς τη στιγμή που αφηρημένος κατέβαινα από το πεζοδρόμιο, αλλά ευτυχώς δεν αφορούσε το δικό μου ρολόι ζωής, παρά μονάχα έναν βιαστικό ασυνείδητο οδηγό που προσπαθούσε να προλάβει να περάσει πρώτος από μια διάβαση, αψηφώντας μια μητέρα που έσερνε το καρότσι με το παιδί της διασχίζοντας κάθετα το δρόμο και τελικά το τελευταίο δευτερόλεπτο απόφυγε το ατύχημα. Οι περαστικοί στόλισαν τον εξυπνάκια βιαστικό με κάμποσα βρισίδια που περιείχαν κοσμητικά επίθετα τα οποία περιλάμβαναν, ως συνήθως, ζωντανά τετράποδα, θεϊκά πρόσωπα και στενά συγγενικά άτομα του οδηγού, ενώ η μητέρα φανερά σοκαρισμένη είχε αρπάξει το παιδί στην αγκαλιά της και τρέμοντας από πανικό έσκουζε σπαρακτικά, σαν αρχαία τραγωδός βρισκόμενη σε έκσταση πάνω από το βωμό του θυσιαστηρίου στο θέατρο της Επιδαύρου.
Παράλληλα κι εγώ, συμμετέχοντας ενεργά στο επιτόπιο σκηνικό του χορικού που αποδιδόταν καταμεσής του δρόμου, σιχτήριζα οργισμένος και μεγαλόφωνα την αφεντιά μου για την ανεμελιά με την οποία επιχειρούσε να ξανανεβάσει την πρωινή παράσταση, μιμούμενος το γεροντάκο της γειτονιάς μου στην έσχατη γι΄ αυτόν συμμετοχή στα κοινά. Κι απ΄ όσο θυμάμαι, δεν είναι δα και η σημερινή η πρώτη μου φορά που κατέβαινα από το πεζοδρόμιο βυθισμένος σε μια ενδοσκόπηση. Τυχερός μάλλον για άλλη μια φορά που απέφευγα το συναπάντημα με το Χάρο, μα σίγουρα αν κάποιος θα έφταιγε γι΄ αυτό, δεν ήσουν εννοείται εσύ που αποτελούσες το θέμα του σεναρίου της αναπόλησης μου τη συγκεκριμένη στιγμή. Είναι απολύτως βέβαιο πως οι ήρωες κάποιου σεναρίου δεν έχουν καμιά ευθύνη για τον τρόπο της απόδοσης του στο κοινό και συνεπώς το βαθμό αποδοχής του ή όχι από αυτό κατά την επιχειρούμενη προσέγγιση με το κείμενο, τη δράση, τους χαρακτήρες και τα νοήματα που αυτό περιέχει.
Αυτή τη φορά ήμουν εγώ που επιχειρούσα να σε συμπεριλάβω στο δικό μου σκηνικό της ζωής, τροποποιώντας κατά βούληση πρόσωπα ή γεγονότα ή καταστάσεις σε μια απέλπιδα προσπάθεια να στήσω το τέλειο ερωτικό δραματούργημα, με πρωταγωνιστές τους δυό μας φυσικά, χωρίς να υπολογίζω θελήσεις, αστάθμητους παράγοντες, τύχη, μοίρα, δαίμονες ή ξωτικά και από μηχανής θεούς κι άλλες εξαρτημένες ή ανεξάρτητες μεταβλητές του περιβάλλοντος ή της μεταφυσικής διάστασης. Μ΄ άλλα λόγια έπλεκα, στο μυαλό μου τουλάχιστον, έναν ιστό αράχνης γύρω από εσένα για να σε παγιδέψω στη δικιά μου θέληση κι επιθυμία. Μα έτσι, δεν είναι ο έρωτας στη ουσία του; Ένας κυνηγός και κάποιο θήραμα ο στόχος, που πάντα θα πρέπει να πέσει στα χέρια του, χωρίς να ακουστεί η γνώμη του; Το τέλειο φυσικά σενάριο έχει και τη σύμφωνη γνώμη του θηράματος που ηθελημένα πέφτει στις στημένες παγίδες του διώκτη.
Ήταν πια προχωρημένη η νύχτα, όταν ολοκλήρωνα την άσκοπη περιπλάνηση μου στο κλεινό άστυ, άλλοτ�� πεζί κι άλλοτε με τα μέσα μεταφοράς, οπότε η μοίρα με είχε ανέλπιστα οδηγήσει με τα σκέρτσα της, για άλλη μια φορά, κάτω από τα παράθυρα του σπιτιού σου τα οποία περέμεναν ερμητικά κλειστά και κατασκότεινα. Έλειπες. Ήσουν αλλού, ίσως στο εξωτερικό ίσως στο νησί. Ποιός ξέρει; Αυτόματα αναδύθηκαν από τα βάθη του μυαλού μου, οι στίχοι γνωστού τραγουδιού που ψέλλισα, ενώ περιοδικά ανέβαιναν ως τα χείλια μου λυγμοί νωτισμένοι με πολλά δάκρυα.
΄΄Σαν τον αλήτη στα σκαλοπάτια σου/στέκω μονάχος και τραγουδώ/για μένα ο κόσμος είναι τα μάτια σου/κι ο έρωτας σου με φέρνει εδώ./Είναι η καντάδα η τελευταία μου/μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά/κλαίνε μαζί μου τα σκαλοπάτια σου/κλαίνε μαζί μου και τα πουλιά.΄΄
Απόμεινα εκεί όλη τη νύχτα, κλαίγοντας βουβά για ώρες μέσα στην ήρεμη ησυχία της σιγαλιάς. Το πρωί με βρήκε κουρνιασμένο στα κρύα σκαλιά, ενώ οι πρώτες δειλές ακτίνες του ήλιου πάλευαν να τα ζεστάνουν κι αμέσως μόλις με έζωσαν ένας βαθύς στεναγμός ανακούφισης μου ξέφυγε κι ακολούθησε μια φράση που κατέβηκε απ΄ το μυαλό ως τα χείλια μου.
΄΄Σ΄ ευχαριστώ ήλιε μου που μ΄ έκανες να σε αγαπήσω. Το μόνο που μου απομένει είναι να περιμένω ν΄ ανατείλεις στο δικό μου σύμπαν.΄΄
24/07/2019
Β.Π.
Tumblr media
0 notes
leche-flandom · 5 months
Text
Okay so my mom gave my daughter some books she got from the flea market. Considering how my mom let us watch a ton of inappropriate movies and shows when we were kids, I probably should've checked them before I let my daughter pick one for her bedtime story tonight, but hindsight is hindy and sighty.
Anyway, I couldn't stop giggling when I read her the story about Theseus because this is the most UNHINGED MINOTAUR I HAVE EVER SEEN
Tumblr media
First of all, Theseus reminds me of both the knifer and the knifee from that wikiHow "Winning a Fair Fight" meme. Second of all, I know that Ovid described him as "part man, part bull" so this is technically correct, but... wowzers.
Eh, it was either this or a short story about Grendel's bone-crunching ass.
66 notes · View notes
kebriones · 9 months
Text
Tumblr media
Someone just interrupted his sulking I mean vacation in Thrace to let him know that the athenians have camped at the worst location possible right outside his fortress.
126 notes · View notes
hornyforpoetry · 6 hours
Text
Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media Tumblr media
Propylaea // Acropolis // Athens, Greece
23 notes · View notes
sorayaakkerman · 1 year
Text
Tumblr media Tumblr media
Athens 2022
160 notes · View notes